Language of document : ECLI:EU:T:2011:506

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 21ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση T‑325/09 P

Vahan Adjemian κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Μη μόνιμοι υπάλληλοι — Σύμβαση προσλήψεως για ορισμένο χρόνο — Άρνηση συνάψεως νέας συμβάσεως προσλήψεως ή ανανεώσεως συμβάσεως προσλήψεως για αόριστο χρόνο — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Άρθρο 88 του ΚΛΠ — Απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την ανώτατη διάρκεια της χρησιμοποιήσεως μη μόνιμου προσωπικού στις υπηρεσίες της»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 4ης Ιουνίου 2009, F‑134/07 και F‑8/08, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑149 και II‑A‑1‑841).

Απόφαση:      H απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 4ης Ιουνίου 2009, F‑134/07 και F‑8/08, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, αναιρείται κατά το μέρος που όρισε ότι η δίκη καταργείται όσον αφορά το αίτημα που οι προσφεύγοντες στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, είχαν στρέψει κατά των αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διοικητικές τους ενστάσεις. H αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η προσφυγή που ασκήθηκε από τους προσφεύγοντες στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, απορρίπτεται κατά το μέρος που με την προσφυγή αυτή είχαν ζητήσει την ακύρωση των αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διοικητικές τους ενστάσεις. Ο Vahan Adjemian και οι 175 μη μόνιμοι υπάλληλοι και πρώην μη μόνιμοι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και εκείνα στα οποία η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προσφυγή κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως — Παραδεκτό — Υποχρέωση αποφάνσεως επί του αιτήματος το οποίο στρέφεται κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως — Αίτημα μη αυτοτελές ή απόφαση αμιγώς επιβεβαιωτική — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 117)

2.      Πράξεις των οργάνων — Οδηγίες — Οδηγία 1999/70 για την εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Ευθεία επιβολή υποχρεώσεων στα όργανα της Κοινότητας στις σχέσεις τους με το προσωπικό τους — Αποκλείεται — Δυνατότητα επικλήσεως — Έκταση

(Άρθρο 249 ΕΚ)

3.      Κοινωνική πολιτική — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Οδηγία 1999/70 — Μέτρα για την αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου — Έκταση — Σχέσεις μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των μη μονίμων υπαλλήλων τους

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5, σημείο 1)

4.      Υπάλληλοι — Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού — Μέτρα για την αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου — Απαγόρευση χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο με αντικείμενο τη διαρκή εκτέλεση μονίμων καθηκόντων — Επαναχαρακτηρισμός της συμβάσεως προσλήψεως ως συμβάσεως προσλήψεως για αόριστο χρόνο — Επιτρέπεται

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού)

1.      Από τα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης (στο εξής: ΚΥΚ) προκύπτει ότι προσφυγή προσώπου, το οποίο αφορά ο ΚΥΚ, στρεφόμενη κατά αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) ή κατά της αποχής της ΑΔΑ από το να λάβει μέτρο επιβαλλόμενο από τον ΚΥΚ είναι παραδεκτή μόνον αν ο ενδιαφερόμενος είχε προηγουμένως υποβάλει στην ΑΔΑ διοικητική ένσταση και αν η ένσταση αυτή είχε γίνει, τουλάχιστον εν μέρει, το αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως. Βάσει του άρθρου 117 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού (στο εξής: ΚΛΠ), τούτο ισχύει, κατ’ αναλογία, επίσης επί προσφυγής μη μονίμου υπαλλήλου στρεφομένης κατά αποφάσεως της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) ή κατά της αποχής της ΑΣΣΠΑ από το να λάβει μέτρο επιβαλλόμενο από το ΚΛΠ. Έτσι, η διοικητική ένσταση και η σιωπηρή ή ρητή απόρριψή της αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθετης διαδικασίας και συνιστούν μόνο προϋπόθεση για να επιληφθεί ο δικαστής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή, ακόμη και αν τυπικά στρέφεται κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, έχει ως αποτέλεσμα ο δικαστής να επιληφθεί της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση, εκτός από την περίπτωση που η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως έχει διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική αυτή ένσταση. Πράγματι, ρητή απόφαση απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως δύναται, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, να μην έχει χαρακτήρα επιβεβαιωτικό της πράξεως την οποία αμφισβητεί ο προσφεύγων. Τούτο συμβαίνει όταν στην απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως γίνεται επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος, με γνώμονα νέα νομικά και πραγματικά στοιχεία, ή όταν η απόφαση αυτή τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως αποτελεί πράξη υποκείμενη στον έλεγχο του δικαστή, ο οποίος τη λαμβάνει υπόψη κατά την αξιολόγηση της νομιμότητας της αμφισβητουμένης πράξεως, ή ακόμη τη θεωρεί βλαπτική πράξη που υποκατέστησε την τελευταία.

Δεδομένου ότι, στο σύστημα του ΚΥΚ ή του ΚΛΠ, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως την οποία αμφισβητεί και να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής αυτής ενστάσεως, η προσφυγή είναι παραδεκτή ανεξαρτήτως του αν στρέφεται κατά μόνο της αποφάσεως που αποτέλεσε αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως, κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως ή κατά αμφοτέρων των αποφάσεων από κοινού, αρκεί η διοικητική ένσταση να υποβλήθηκε και η προσφυγή να ασκήθηκε εντός των προθεσμιών που τάσσουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, ο δικαστής δύναται να ορίσει ότι η δίκη καταργείται ειδικά όσον αφορά το αίτημα που στρέφεται κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως όταν διαπιστώνει ότι το αίτημα αυτό δεν είναι αυτοτελές και, στην πραγματικότητα, συγχέεται με το αίτημα που στρέφεται κατά της αποφάσεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση. Τα πράγματα μπορεί να έχουν έτσι ιδίως όταν διαπιστώνει ότι η απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, ενδεχομένως επειδή είναι σιωπηρή, είναι αμιγώς επιβεβαιωτική της αποφάσεως που αποτέλεσε αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως και ότι, επομένως, η ακύρωση της μεν δεν θα παρήγε στη νομική κατάσταση του ενδιαφερομένου χωριστά αποτελέσματα από εκείνα που απορρέουν από την ακύρωση της δε.

(βλ. σκέψεις 31 έως 33)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 28 Μαΐου 1980, 33/79 και 75/79, Kuhner κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 221, σκέψη 9· ΔΕΕ, 17 Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψεις 7 και 8· ΔΕΕ, 26 Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 99, σκέψη 7

ΓΔΕΕ, 12 Δεκεμβρίου 2002, T‑338/00 και T‑376/00, Morello κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑301 και II‑1457, σκέψη 35· ΓΔΕΕ, 10 Ιουνίου 2004, T‑258/01, Eveillard κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑167 και II‑747, σκέψη 31· ΓΔΔΕ, 14 Οκτωβρίου 2004, T‑389/02, Sandini κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑295 και II‑1339, σκέψη 49· ΓΔΕΕ, 7 Ιουνίου 2005, T‑375/02, Cavallaro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑151 και II‑673, σκέψεις 63 έως 66· ΓΔΕΕ, 25 Οκτωβρίου 2006, T‑281/04, Staboli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑251 και II‑A‑2‑1303, σκέψη 26· ΓΔΕΕ, 9 Δεκεμβρίου 2009, T‑377/08 P, Επιτροπή κατά Birkhoff, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑133 και II‑B‑1‑807, σκέψεις 50 έως 59 και 64

2.      Η οδηγία 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, απευθύνεται στα κράτη μέλη και όχι στα θεσμικά όργανα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, αυτές καθ’ εαυτές, οι διατάξεις της οδηγίας αυτής επιβάλλουν υποχρεώσεις στα θεσμικά όργανα, κατά την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας τους ή της εξουσίας τους λήψεως αποφάσεων. Επομένως, οι διατάξεις της οδηγίας 1999/70, οι οποίες θέτουν σε εφαρμογή τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, δεν μπορούν να καταστούν, αυτές καθ’ εαυτές, πηγή υποχρεώσεων για το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, κατά την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας τους ή της εξουσίας τους λήψεως αποφάσεων για να ρυθμίσουν τις σχέσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τους μη μονίμους υπαλλήλους τους. Δεν μπορούν, αυτές καθ’ εαυτές, ούτε να στηρίξουν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ ή της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Απριλίου 2004 σχετικά με την ανώτατη διάρκεια της χρησιμοποιήσεως μη μόνιμου προσωπικού στις υπηρεσίες της.

Μολονότι οι διατάξεις της οδηγίας 1999/70, οι οποίες θέτουν σε εφαρμογή τη συμφωνία-πλαίσιο, δεν μπορούν, αυτές καθ’ εαυτές, να καταστούν πηγή υποχρεώσεων για το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, κατά την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας τους ή της εξουσίας τους λήψεως αποφάσεων για να ρυθμίσουν τις σχέσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τους μη μονίμους υπαλλήλους τους, και δεν μπορούν ούτε να στηρίξουν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ ή της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Απριλίου 2004, παρά ταύτα οι κανόνες ή αρχές που διατυπώνονται ή συνάγονται στην οδηγία αυτή δύνανται να τύχουν επικλήσεως κατά των ανωτέρω οργάνων όταν, οι ίδιοι, αποτελούν ειδική έκφραση θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης και γενικών αρχών που δεσμεύουν ευθέως τα εν λόγω όργανα. Συγκεκριμένα, σε μια κοινότητα δικαίου, η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου αποτελεί θεμελιώδη επιταγή και κάθε υποκείμενο δικαίου υπόκειται στην αρχή του σεβασμού της νομιμότητας. Έτσι, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να τηρούν τους κανόνες της Συνθήκης και τις γενικές αρχές του δικαίου που έχουν εφαρμογή επ’ αυτών, όπως κάθε άλλο υποκείμενο δικαίου. Κατά συνέπεια, το ΚΛΠ και η απόφαση της Επιτροπής της 28ης Απριλίου 2004 πρέπει να ερμηνεύονται, στον βαθμό του δυνατού, προς την κατεύθυνση της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου και κατά τρόπο που συνάδει με τους σκοπούς και τους κανόνες της συμφωνίας-πλαισίου, τους οποίους θέτει σε εφαρμογή η οδηγία 1999/70, μόνο στο μέτρο που οι σκοποί και οι κανόνες αυτοί αποτελούν, οι ίδιοι, ειδική έκφραση θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης και γενικών αρχών που δεσμεύουν ευθέως τα θεσμικά όργανα.

(βλ. σκέψεις 51, 52, 56 και 57)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 17 Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψεις 18 και 21· ΔΕΕ, 9 Σεπτεμβρίου 2003, C‑25/02, Rinke, Συλλογή 2003, σ. I‑8349, σκέψεις 24 έως 28· ΔΕΕ, 6 Δεκεμβρίου 2005, C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, ABNA κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑10423, σκέψη 104

ΓΔΕΕ, 21 Μαΐου 2008, T‑495/04, Belfass κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II‑781, σκέψη 43· ΓΔΕΕ, 10 Δεκεμβρίου 2009, T‑195/08, Antwerpse Bouwwerken κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑4439, σκέψη 55

3.      Η αρχή της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος, βάσει της οποίας ουδείς δύναται να επικαλεστεί καταχρηστικώς κανόνες δικαίου, αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του δικαίου των οποίων την τήρηση διασφαλίζει ο δικαστής. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι ο καθορισμός νομικού πλαισίου για την αποτροπή των καταχρήσεων δικαιώματος που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σκοπός που έχει αναγνωριστεί και ενθαρρυνθεί από τον νομοθέτη στην οδηγία 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP. Περαιτέρω, η συναγωγή των επιβαλλομένων αρνητικών συνεπειών σε περιπτώσεις καταχρήσεως δικαιώματος στον τομέα αυτόν στοιχεί με τους σκοπούς που η Κοινότητα και τα κράτη μέλη, μεριμνώντας για τη διασφάλιση των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως εκτίθενται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του 1961 και στον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989, έθεσαν με το άρθρο 136 ΕΚ, στους οποίους περιλαμβάνονται η βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων και η κατάλληλη κοινωνική προστασία των τελευταίων. Επομένως, ο νομοθέτης, κατά την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας που αντλεί από το άρθρο 283 ΕΚ για να καθορίσει το ΚΛΠ, και η ΑΣΣΠΑ, κατά την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει στο πλαίσιο που έχουν ορίσει οι διατάξεις του ΚΛΠ, οφείλουν, όταν θεσπίζουν ή εφαρμόζουν τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των μη μονίμων υπαλλήλων τους, να αποτρέπουν τις καταχρήσεις δικαιώματος που μπορούν να απορρεύσουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο, σύμφωνα με τους κατά το άρθρο 136 ΕΚ σκοπούς βελτιώσεως των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων καθώς και κατάλληλης κοινωνικής προστασίας των τελευταίων. Εφόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι οι σκοποί και οι ελάχιστοι κανόνες της συμφωνίας-πλαισίου, την οποία θέτει σε εφαρμογή η οδηγία 1999/70, και, ακριβέστερα, της ρήτρας της 5, σημείο 1, αποτελούν ειδικές εκφράσεις της αρχής της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος, η οποία είναι γενική αρχή του δικαίου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης βάσιμα ερεύνησε, κατά την επί της ουσίας εξέταση των ενστάσεων ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ και της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Απριλίου 2004 σχετικά με την ανώτατη διάρκεια της χρησιμοποιήσεως μη μόνιμου προσωπικού στις υπηρεσίες της, σε ποιο μέτρο το άρθρο αυτό και η εν λόγω απόφαση μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο σύμφωνο με τους σκοπούς και τους ελάχιστους κανόνες της συμφωνίας-πλαισίου και, τελικά, με την αρχή της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος.

(βλ. σκέψεις 59 έως 62)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 22 Μαΐου 2008, C‑162/07, Ampliscientifica και Amplifin, Συλλογή 2008, σ. I‑4019, σκέψεις 27, 30 και 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ, 8 Μαΐου 2007, T‑271/04, Citymo κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑1375, σκέψη 107 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Οι διατάξεις του ΚΛΠ που διέπουν τη σύναψη και την ανανέωση των συμβάσεων προσλήψεως εκτάκτων υπαλλήλων, επικουρικών υπαλλήλων, συμβασιούχων υπαλλήλων ή συμβασιούχων υπαλλήλων επιφορτισμένων με επικουρικά καθήκοντα απαγορεύουν στην ΑΣΣΠΑ να χρησιμοποιεί διαδοχικές συμβάσεις προσλήψεως για ορισμένο χρόνο με αντικείμενο τη διαρκή εκτέλεση μονίμων καθηκόντων. Επιπλέον, όταν η ΑΣΣΠΑ έχει χρησιμοποιήσει διαδοχικές συμβάσεις προσλήψεως για ορισμένο χρόνο με αντικείμενο τη διαρκή εκτέλεση μονίμων καθηκόντων, η κατάχρηση αυτή θα μπορεί να διορθωθεί και οι αρνητικές συνέπειες που υπήρξαν για τον ενδιαφερόμενο θα μπορούν να αρθούν με το να γίνει επαναχαρακτηρισμός της συμβάσεως προσλήψεως σύμφωνος με τις διατάξεις του ΚΛΠ, ο οποίος θα μπορεί ειδικά να οδηγήσει στη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο σε σύμβαση αορίστου χρόνου.

(βλ. σκέψη 67)