Language of document : ECLI:EU:T:2019:502

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 2019 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία – Δέσμευση κεφαλαίων – Κατάλογος των προσώπων, οντοτήτων και φορέων κατά των οποίων ισχύει η δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων – Διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο – Υποχρέωση του Συμβουλίου να διακριβώσει ότι απόφαση αρχής τρίτου κράτους ελήφθη τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑244/16 και T‑285/17,

Viktor Fedorovych Yanukovych, κάτοικος Κιέβου (Ουκρανία), εκπροσωπούμενος από τον T. Beazley, QC, καθώς και από την E. Dean και τον J. Marjason-Stamp, barristers,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την P. Mahnič και τον J.-P. Hix,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, αφενός, της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2016/318 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 2016, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2016, L 60, σ. 76), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/311 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 2016, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2016, L 60, σ. 1), και, αφετέρου, της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2017/381 του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 2017, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2017, L 58, σ. 34), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/374 του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 2017, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2017, L 58, σ. 1), στο μέτρο που το όνομα του προσφεύγοντος εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων κατά των οποίων ισχύουν τα περιοριστικά μέτρα αυτά,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. Berardis (εισηγητή), πρόεδρο, D. Spielmann και Z. Csehi, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Οκτωβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι υπό κρίση υποθέσεις εντάσσονται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία, κατόπιν της καταστολής των διαδηλώσεων στην πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου (Ουκρανία) τον Φεβρουάριο του 2014.

2        Ο προσφεύγων, Viktor Fedorovych Yanukovych, είναι ο πρώην Πρόεδρος της Ουκρανίας.

3        Στις 5 Μαρτίου 2014 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την απόφαση 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2014, L 66, σ. 26). Το Συμβούλιο εξέδωσε αυθημερόν τον κανονισμό (ΕΕ) 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2014, L 66, σ. 1).

4        Με τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της αποφάσεως 2014/119 διευκρινίζονται τα εξής:

«(1)      Στις 20 Φεβρουαρίου 2014, το Συμβούλιο καταδίκασε εντονότατα κάθε χρήση βίας στην Ουκρανία. Ζήτησε τον άμεσο τερματισμό της βίας στην Ουκρανία και τον πλήρη σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Κάλεσε την ουκρανική κυβέρνηση να επιδείξει τη μέγιστη δυνατή αυτοσυγκράτηση και τους ηγέτες της αντιπολίτευσης να αποστασιοποιηθούν από όσους καταφεύγουν σε ακραίες ενέργειες, περιλαμβανομένης της βίας.

(2)      Στις 3 Μαρτίου 2014, το Συμβούλιο αποφάσισε να εστιάσει τα περιοριστικά μέτρα στη δέσμευση και την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων προσώπων που έχουν οριστεί ως υπεύθυνα για την [υπεξαίρεση ουκρανικού δημοσίου χρήματος] και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, με σκοπό την παγίωση και την υποστήριξη του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Ουκρανία.»

5        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 2014/119 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην [κυριότητα] ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων που έχουν αναγνωριστεί ως υπεύθυνα για την [υπεξαίρεση ουκρανικού δημοσίου χρήματος] και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων [στην Ουκρανία], καθώς και φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα.

2.      Απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση διάθεση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που απαριθμούνται στο παράρτημα, ή προς όφελος αυτών.»

6        Οι όροι εφαρμογής της δεσμεύσεως αυτής κεφαλαίων καθορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 3 έως 6, της αποφάσεως 2014/119.

7        Σύμφωνα με την απόφαση 2014/119, ο κανονισμός 208/2014 επιβάλλει τη λήψη μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων και καθορίζει τους όρους εφαρμογής της δεσμεύσεως αυτής χρησιμοποιώντας, κατ’ ουσίαν, διατύπωση πανομοιότυπη με εκείνη της ως άνω αποφάσεως.

8        Τα ονόματα των προσώπων τα οποία αφορούν οι πράξεις αυτές περιλαμβάνονται στον κατάλογο που παρατίθεται στο παράρτημα της αποφάσεως 2014/119 και στο παράρτημα I του κανονισμού 208/2014 (στο εξής: κατάλογος), συνοδευόμενα, μεταξύ άλλων, από αιτιολογία για την καταχώρισή τους.

9        Το όνομα του προσφεύγοντος περιελήφθη στον κατάλογο, συνοδευόμενο από τα στοιχεία ταυτοποιήσεως «πρώην Πρόεδρος της Ουκρανίας» και την ακόλουθη αιτιολογία:

«Πρόσωπο για το οποίο έχει κινηθεί ποινική διαδικασία [στην Ουκρανία] σχετικά με τη διερεύνηση εγκλημάτων, σε σχέση με την υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων και την παράνομη μεταφορά τους εκτός Ουκρανίας.»

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Μαΐου 2014, ο νυν προσφεύγων άσκησε προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑346/14, με αίτημα, ιδίως, την ακύρωση της αποφάσεως 2014/119 και του κανονισμού 208/2014, κατά το μέτρο που οι πράξεις αυτές τον αφορούσαν.

11      Στις 29 Ιανουαρίου 2015 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/143, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 2014/119 (ΕΕ 2015, L 24, σ. 16), και τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/138, για την τροποποίηση του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2015, L 24, σ. 1).

12      Με την απόφαση 2015/143 διευκρινίσθηκαν, από 31ης Ιανουαρίου 2015, τα κριτήρια καθορισμού των προσώπων σε βάρος των οποίων ισχύει η δέσμευση κεφαλαίων. Ειδικότερα, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2014/119 αντικαταστάθηκε από το ακόλουθο κείμενο:

«1.      Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην [κυριότητα] ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα για την υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων [στην Ουκρανία], καθώς και φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα.

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, στα πρόσωπα που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα για την υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων συγκαταλέγονται και πρόσωπα για τα οποία οι ουκρανικές αρχές διεξάγουν έρευνες για:

α)      υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων ή [ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του ουκρανικού Δημοσίου] ή συνέργεια [στα αδικήματα αυτά], ή

β)      κατάχρηση εξουσίας από μέρους κρατικού [αξιωματούχου] με σκοπό την εξασφάλιση οφέλους για τον ίδιο/α ή τρίτους, προκαλώντας έτσι ζημία στα ουκρανικά δημόσια κεφάλαια ή [περιουσιακά στοιχεία], ή για συνέργεια [στην κατάχρηση αυτή].»

13      Ο κανονισμός 2015/138 τροποποίησε τον κανονισμό 208/2014 σύμφωνα με την απόφαση 2015/143.

14      Στις 5 Μαρτίου 2015 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/364, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2015, L 62, σ. 25), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/357, για την εφαρμογή του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2015, L 62, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου του 2015). Με την απόφαση 2015/364, αφενός, αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 της αποφάσεως 2014/119, παρατεινομένης της ισχύος των περιοριστικών μέτρων, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, ως τις 6 Μαρτίου 2016 και, αφετέρου, τροποποιήθηκε το παράρτημα της τελευταίας αυτής αποφάσεως. Με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/357 τροποποιήθηκε, κατά συνέπεια, το παράρτημα I του κανονισμού 208/2014.

15      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου του 2015, το όνομα του προσφεύγοντος εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στον κατάλογο, με τα στοιχεία ταυτοποιήσεως «πρώην Πρόεδρος της Ουκρανίας» και με την ακόλουθη νέα αιτιολογία:

«Πρόσωπο [κατά του οποίου] έχει κινηθεί ποινική διαδικασία από τις αρχές της Ουκρανίας για [υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος] ή [ιδιοποίηση] περιουσιακών στοιχείων [του ουκρανικού Δημοσίου].»

16      Στις 8 Απριλίου 2015 ο προσφεύγων προσάρμοσε τα αιτήματά του, στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑346/14, έτσι ώστε αυτά να περιλαμβάνουν και την ακύρωση της αποφάσεως 2015/143, του κανονισμού 2015/138 και των πράξεων του Μαρτίου του 2015, κατά το μέτρο που τον αφορούσαν.

17      Με επιστολή της 6ης Νοεμβρίου 2015, το Συμβούλιο κοινοποίησε στον προσφεύγοντα έγγραφο του γραφείου του γενικού εισαγγελέα της Ουκρανίας (στο εξής: ΓΓΕ), με ημερομηνία της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, απευθυνόμενο στην Ύπατη Εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας. Ο προσφεύγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του με έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2015.

18      Με επιστολή της 15ης Δεκεμβρίου 2015, το Συμβούλιο κοινοποίησε στον προσφεύγοντα έγγραφο του ΓΓΕ της 30ής Νοεμβρίου 2015. Με την επιστολή αυτή, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα την πρόθεσή του να διατηρήσει σε ισχύ τα εις βάρος του προσφεύγοντος περιοριστικά μέτρα, ενημερώνοντάς τον για την προθεσμία εντός της οποίας μπορούσε να υποβάλει παρατηρήσεις για την ετήσια επανεξέταση. Ο προσφεύγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του με έγγραφο της 4ης Ιανουαρίου 2016.

19      Στις 4 Μαρτίου 2016 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/318, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2016, L 60, σ. 76), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/311, για την εφαρμογή του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2016, L 60, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου του 2016).

20      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου του 2016, η ισχύς των περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε έως τις 6 Μαρτίου 2017, τούτο δε χωρίς να τροποποιηθεί η αιτιολογία περί της καταχωρίσεως του ονόματος του προσφεύγοντος σε σχέση με τις πράξεις του Μαρτίου του 2015.

21      Με επιστολή της 7ης Μαρτίου 2016, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα ότι εξακολούθησαν να ισχύουν τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα, εν συνεχεία δε απάντησε στις παρατηρήσεις που είχε υποβάλει ο προσφεύγων στο πλαίσιο της προγενέστερης αλληλογραφίας μεταξύ αυτού και του Συμβουλίου και του διαβίβασε τις πράξεις του Μαρτίου του 2016. Επιπλέον, το Συμβούλιο επισήμανε στον προσφεύγοντα την προθεσμία για την εκ μέρους του υποβολή παρατηρήσεων πριν από τη λήψη αποφάσεως σχετικά με την ενδεχόμενη διατήρηση του ονόματός του στον κατάλογο.

22      Με απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Yanukovych κατά Συμβουλίου (T‑346/14, EU:T:2016:497), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2014/119 και τον κανονισμό 208/2014, κατά το μέτρο που αφορούσαν τον προσφεύγοντα, ενώ απέρριψε το αίτημα ακυρώσεως, το οποίο προβλήθηκε με την προσαρμογή του δικογράφου της προσφυγής, αφενός, της αποφάσεως 2015/143 και του κανονισμού 2015/138 και, αφετέρου, των πράξεων του Μαρτίου του 2015.

23      Στις 23 Νοεμβρίου 2016 ο νυν προσφεύγων άσκησε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως C‑598/16, κατά της αποφάσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Yanukovych κατά Συμβουλίου (T‑346/14, EU:T:2016:497).

24      Με επιστολή της 12ης Δεκεμβρίου 2016, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στους πληρεξουσίους του προσφεύγοντος ότι προετίθετο να ανανεώσει την ισχύ των εις βάρος του προσφεύγοντος περιοριστικών μέτρων, επισύναψε δε στην επιστολή αυτή δύο έγγραφα του ΓΓΕ, εκ των οποίων το πρώτο έφερε ημερομηνία της 10ης Αυγούστου 2016, ενώ το δεύτερο της 16ης Νοεμβρίου 2016, υπενθυμίζοντας την προθεσμία εντός της οποία εδύνατο ο προσφεύγων να υποβάλει παρατηρήσεις για την ετήσια επανεξέταση των περιοριστικών μέτρων. Ο προσφεύγων υπέβαλε στο Συμβούλιο τις σχετικές παρατηρήσεις με έγγραφο της 11ης Ιανουαρίου 2017.

25      Στις 3 Μαρτίου 2017 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/381, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2017, L 58, σ. 34), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/374, για την εφαρμογή του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2017, L 58, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου του 2017).

26      Με τις πράξεις του Μαρτίου του 2017, η ισχύς των περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε έως τις 6 Μαρτίου 2018, τούτο δε χωρίς να τροποποιηθεί η αιτιολογία περί της καταχωρίσεως του ονόματος του προσφεύγοντος σε σχέση με τις πράξεις του Μαρτίου του 2015 και του Μαρτίου του 2016.

27      Με επιστολή της 6ης Μαρτίου 2017, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα ότι διατηρήθηκαν σε ισχύ τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα. Το Συμβούλιο απάντησε στις παρατηρήσεις που είχε υποβάλει ο προσφεύγων στο πλαίσιο της προηγούμενης αλληλογραφίας του με το Συμβούλιο και του διαβίβασε τις πράξεις του Μαρτίου του 2017. Επιπλέον, το Συμβούλιο επισήμανε στον προσφεύγοντα την προθεσμία για την εκ μέρους του υποβολή παρατηρήσεων πριν από τη λήψη αποφάσεως σχετικά με την ενδεχόμενη διατήρηση του ονόματός του στον κατάλογο.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

28      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Μαΐου 2016, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑244/16, με αίτημα την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου του 2016.

29      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2016 το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑244/16. Στις 19 Σεπτεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, το Συμβούλιο υπέβαλε αιτιολογημένη αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ζητώντας να μην περιληφθεί στα έγγραφα της υποθέσεως αυτής στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό το περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων που επισυνάπτονταν ως παραρτήματα στο δικόγραφο της προσφυγής, καθώς και το περιεχόμενο ορισμένων παραγράφων του υπομνήματος αντικρούσεως.

30      Δεδομένου ότι τροποποιήθηκε η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπόθεση T‑244/16.

31      Στην υπόθεση T‑244/16, τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Οκτωβρίου 2016 και στις 13 Ιανουαρίου 2017.

32      Η έγγραφη διαδικασία, στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑244/16, περατώθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2017.

33      Στις 20 Ιανουαρίου 2017 το Συμβούλιο υπέβαλε αίτηση ανάλογη της μνημονευθείσας στη σκέψη 29 ανωτέρω, ζητώντας να μην περιληφθεί στα έγγραφα της υποθέσεως T‑244/16 στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό το περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων που επισυνάπτονταν ως παραρτήματα στο υπόμνημα ανταπαντήσεως το οποίο κατατέθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής.

34      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Φεβρουαρίου 2017, ο προσφεύγων ζήτησε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στην υπόθεση T‑244/16.

35      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Μαρτίου 2017, ο προσφεύγων προσκόμισε νέα αποδεικτικά στοιχεία, βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου να περιληφθούν στη δικογραφία της υποθέσεως T‑244/16. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Απριλίου 2017, το Συμβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί των νέων αυτών αποδεικτικών στοιχείων.

36      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Μαΐου 2017, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑285/17, με αίτημα την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου του 2017.

37      Με απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, Yanukovych κατά Συμβουλίου (C‑598/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:786), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως του νυν αναιρεσείοντος με αίτημα τη μερική αναίρεση της αποφάσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Yanukovych κατά Συμβουλίου (T‑346/14, EU:T:2016:497).

38      Στις 27 Οκτωβρίου 2017 το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να τοποθετηθούν, αφενός, επί του αντικτύπου που θα μπορούσε να έχει η απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, Yanukovych κατά Συμβουλίου (C‑598/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:786), στην υπόθεση T‑244/16 και την υπόθεση T‑285/17 και, αφετέρου, επί του ενδεχομένου συνεκδικάσεως των δύο αυτών υποθέσεων όσον αφορά την προφορική διαδικασία και την έκδοση αποφάσεως.

39      Οι απαντήσεις των διαδίκων όσον αφορά τα μέτρα αυτά οργανώσεως της διαδικασίας κατατέθηκαν, αντιστοίχως, από τον προσφεύγοντα στις 9 Νοεμβρίου 2017 και από το Συμβούλιο στις 10 Νοεμβρίου 2017. Όσον αφορά το ενδεχόμενο συνεκδικάσεως των υποθέσεων T‑244/16 και T‑285/17, ο προσφεύγων φρονεί ότι δύναται να δικαιολογηθεί, πιθανώς, μόνον όσον αφορά το στάδιο της προφορικής διαδικασίας. Το Συμβούλιο δήλωσε ότι επαφίεται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου.

40      Στις 9 Νοεμβρίου 2017 το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στην υπόθεση T‑285/17.

41      Στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, το Συμβούλιο υπέβαλε, στις 20 Νοεμβρίου 2017, αίτηση ανάλογη της μνημονευθείσας στη σκέψη 29 ανωτέρω, ζητώντας να μην περιληφθεί στα έγγραφα της υποθέσεως στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό το περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων που επισυνάπτονταν ως παραρτήματα στο δικόγραφο της προσφυγής, καθώς και το περιεχόμενο ορισμένων σημείων του υπομνήματος αντικρούσεως.

42      Στις 24 Νοεμβρίου 2017 το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν απαιτείται δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων στην υπόθεση T‑285/17. Με δικόγραφο της 6ης Δεκεμβρίου 2017, ο προσφεύγων υπέβαλε αιτιολογημένη αίτηση, βάσει του άρθρου 83, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να επιτρέψει στους διαδίκους να συμπληρώσουν τη δικογραφία με υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως. Με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2017, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να δεχθεί την αίτηση αυτή και καθόρισε την ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να κατατεθεί το υπόμνημα απαντήσεως.

43      Το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑285/17 κατατέθηκαν, ως εκ τούτου, στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιανουαρίου 2018 και στις 8 Μαρτίου 2018.

44      Στις 8 Μαρτίου 2018 περατώθηκε η έγγραφη διαδικασία στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑285/17.

45      Στις 16 Μαρτίου 2018 το Συμβούλιο υπέβαλε αίτηση ανάλογη της μνημονευθείσας στη σκέψη 29 ανωτέρω, ζητώντας να μην περιληφθεί στα έγγραφα της υποθέσεως T‑285/17 στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό το περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων που επισυνάπτονταν ως παραρτήματα στο υπόμνημα ανταπαντήσεως το οποίο κατατέθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής.

46      Με απόφαση του προέδρου του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2018, αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση της υποθέσεως T‑244/16, Yanukovych κατά Συμβουλίου, και της υποθέσεως T‑285/17, Yanukovych κατά Συμβουλίου, όσον αφορά την προφορική διαδικασία και την έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη, βάσει του άρθρου 68 του Κανονισμού Διαδικασίας, αφού προηγουμένως οι διάδικοι είχαν εκθέσει τις απόψεις τους συναφώς.

47      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Σεπτεμβρίου 2018, ο προσφεύγων υπέβαλε παρατηρήσεις επί της εκθέσεως ακροατηρίου.

48      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απήντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Οκτωβρίου 2018, η οποία, κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου και αφού ο προσφεύγων εξέθεσε τις απόψεις του συναφώς, διεξήχθη, εν μέρει, κεκλεισμένων των θυρών.

49      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο εξέθεσε παρατηρήσεις επί της εκθέσεως ακροατηρίου, οι οποίες σημειώθηκαν στα πρακτικά της συζητήσεως.

50      Με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2017, Azarov κατά Συμβουλίου (T‑215/15, EU:T:2017:479), καθώς και τις πράξεις του Μαρτίου του 2015, κατά το μέρος που αφορούσαν τον προσφεύγοντα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση.

51      Λόγω του αντίκτυπου που δύναται να έχει στις υπό κρίση υποθέσεις η λύση την οποία προέκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα), με διάταξη της 7ης Ιανουαρίου 2019, αποφάσισε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 113, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου να παρασχεθεί στους διαδίκους η δυνατότητα να αναπτύξουν τις απόψεις τους συναφώς.

52      Ως εκ τούτου, στις 10 Ιανουαρίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κατά το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, να του υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ως προς τις συνέπειες οι οποίες πρέπει να συναχθούν, όσον αφορά τις υπό κρίση υποθέσεις, από την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031). Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

53      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, τόσο στην υπόθεση T‑244/16 όσο και στην υπόθεση T‑285/17:

–        να ακυρώσει τις πράξεις του Μαρτίου του 2016 και εκείνες του Μαρτίου του 2017 (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις), κατά το μέρος που τον αφορούν·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

54      Κατόπιν των διευκρινίσεων που παρασχέθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προς απάντηση των ερωτήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού της παραπομπής σε άλλα δικόγραφα

55      Πρέπει να επισημανθεί ότι ο προσφεύγων, στα δικόγραφά του τα οποία αφορούν το αίτημα ακυρώσεως των πράξεων του Μαρτίου του 2016, παραπέμπει στα δικόγραφα που είχε καταθέσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Yanukovych κατά Συμβουλίου (T‑346/14, EU:T:2016:497), ενώ, στα δικόγραφά του τα οποία αφορούν το αίτημα ακυρώσεως των πράξεων του Μαρτίου του 2017, παραπέμπει στα ως άνω δικόγραφα, καθώς και σε εκείνα που είχε καταθέσει στο πλαίσιο του αιτήματός του ακυρώσεως των πράξεων του Μαρτίου του 2016, που επισυνάπτει σε παράρτημα.

56      Όπως, όμως, ορθώς τονίζει το Συμβούλιο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, χάριν της ασφάλειας δικαίου και προς διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, απαιτείται, προκειμένου να είναι παραδεκτή προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται να προκύπτουν από το ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής. Κατά πάγια νομολογία, μολονότι το κύριο μέρος του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να τεκμηριώνεται και να συμπληρώνεται, ως προς συγκεκριμένα σημεία, με παραπομπές σε ορισμένα αποσπάσματα συνημμένων εγγράφων, η γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα δεν μπορεί να άρει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων, τα οποία, βάσει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να περιλαμβάνονται στο ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2017, Al -Faqih κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑19/16 P, EU:C:2017:466, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 18ης Ιανουαρίου 2012, Djebel – SGPS κατά Επιτροπής, T‑422/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:11, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Κατά συνέπεια, η εκ μέρους του προσφεύγοντος γενική παραπομπή στα δικόγραφα που είχε καταθέσει στο πλαίσιο είτε προγενέστερων υποθέσεων είτε της υποθέσεως T‑244/16, όσον αφορά την υπόθεση T‑285/17, πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

 Επί της ουσίας

58      Προς στήριξη των αιτημάτων του ακυρώσεως των προσβαλλομένων πράξεων, ο προσφεύγων προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων με τον πρώτο προβάλλεται έλλειψη νομικής βάσεως, με τον δεύτερο κατάχρηση εξουσίας, με τον τρίτο έλλειψη αιτιολογίας, με τον τέταρτο μη τήρηση των κριτηρίων καταχωρίσεως στον κατάλογο, με τον πέμπτο πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, με τον έκτο προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και με τον έβδομο προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

59      Καταρχάς, πρέπει να εξετασθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι δεν τηρήθηκαν τα κριτήρια για την καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο.

60      Στο πλαίσιο του λόγου αυτού ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι λόγοι για τους οποίους καταχωρίσθηκε το όνομά του στον κατάλογο δεν πληρούν τα καθοριζόμενα από τις προσβαλλόμενες πράξεις κριτήρια εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων.

61      Ειδικότερα, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η έκδοση ειδοποιήσεως περί του ότι θεωρείται ύποπτος ή απλώς η εις βάρος του κίνηση διαδικασίας προανακρίσεως δεν αρκούν για να γίνει δεκτό ότι ευθύνεται για την προβαλλόμενη συμπεριφορά. Καθόσον η τήρηση του δικονομικού δικαίου κατά τις προανακρίσεις ελέγχεται από το ΓΓΕ το οποίο, κατά τον προσφεύγοντα, δεν πληροί τα απαιτούμενα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, το Συμβούλιο όφειλε να διενεργήσει συναφώς επιπλέον ελέγχους. Επιπλέον, ο προσφεύγων επισημαίνει ότι όσον αφορά τις εις βάρος του προανακρίσεις δεν έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος από τον χρόνο λήψεως των επίμαχων περιοριστικών μέτρων και αντικρούει τον ισχυρισμό του Συμβουλίου ότι η έλλειψη αυτή προόδου οφείλεται στη συμπεριφορά του ιδίου του προσφεύγοντος. Συγκεκριμένα, παρά την ύπαρξη αδείας να κινηθεί κατά του προσφεύγοντος έρευνα ερήμην στο πλαίσιο μίας εκ των ποινικών διαδικασιών που τον αφορούν, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν έχει σημειωθεί καμία πρόοδος και ότι δεν έχει προσκομισθεί κανένα επιβαρυντικό για αυτόν αποδεικτικό στοιχείο.

62      Επιπλέον, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, ούτε τα έγγραφα του ΓΓΕ στα οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο καταδεικνύουν ότι η περίπτωση του προσφεύγοντος εμπίπτει σε κάποια από τις κατηγορίες προσώπων που καθορίσθηκαν με την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου  (T‑256/11, EU:T:2014:93). Ακόμη και αν γίνει δεκτό, εν προκειμένω, ότι υπήρξε επαρκής δικαστική παρέμβαση, όσον αφορά ιδίως την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος και τη χορήγηση αδείας για τη λήψη μέτρων προσωρινής κρατήσεώς του, η παρέμβαση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη και προσήκουσα κατά τη νομολογία αυτή, καθόσον το ουκρανικό δικαστικό σύστημα δεν πληροί τις απαιτούμενες εγγυήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, ακόμη και με γνώμονα τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ).

63      Κατά τον προσφεύγοντα, το ότι το Συμβούλιο δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει την ενοχή του ή το βάσιμο των εις βάρος του ενοχών δεν το απαλλάσσει από την υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων και τηρήσεων των αρχών που διασφαλίζονται βάσει του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του και, κατά συνέπεια, από την υποχρέωση να διακριβώνει εάν και σε ποιο βαθμό τα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα προστατεύονταν ή προστατεύονται στην Ουκρανία.

64      Όπως επισημαίνει ο προσφεύγων, η εκ μέρους του Συμβουλίου τήρηση της υποχρεώσεως να διενεργεί πλήρη και ενδελεχή έλεγχο και να βεβαιώνεται ότι οποιαδήποτε απόφαση περί επιβολής περιοριστικού μέτρου εκδίδεται στηριζόμενη σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία είναι κατά μείζονα λόγο κεφαλαιώδους σημασίας εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Ουκρανία δεν είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι κατηγορίες εις βάρος του προσφεύγοντος έχουν πολιτικά κίνητρα, δεν έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στις ποινικές διαδικασίες στις οποίες στηρίζεται η καταχώριση του ονόματός του στον κατάλογο και δεδομένου ότι δεν υφίσταται ισορροπημένη και δίκαιη διαδικασία λήψεως αποφάσεων πριν από τη διατύπωση κατηγορητηρίου στην Ουκρανία, καθώς και λαμβανομένου υπόψη του χρονικού διαστήματος που είχε στη διάθεσή του το Συμβούλιο προκειμένου να ελέγξει τα αποδεικτικά και άλλα στοιχεία που δικαιολογούσαν την εκ νέου καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος.

65      Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 52 ανωτέρω), ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι το σκεπτικό και η λύση που προέκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), έχουν καθοριστική σημασία για την υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι οι περιστάσεις λόγω των οποίων τέθηκε σε εφαρμογή η υποχρέωση διακριβώσεως εκ μέρους του Συμβουλίου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπες με αυτές υπό τις οποίες εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις. Ως εκ τούτου, πρώτον, ο προσφεύγων προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν διακρίβωσε, εκτιμώντας ότι δεν είχε τέτοια υποχρέωση, αν η απόφαση των ουκρανικών αρχών, στην οποία σκόπευε να στηριχθεί προκειμένου να διατηρήσει το όνομα του προσφεύγοντος στον κατάλογο, είχε εκδοθεί τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος. Δεύτερον, προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν παρέθεσε, στο πλαίσιο της αιτιολογίας για τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο, τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι η ως άνω απόφαση των ουκρανικών αρχών είχε εκδοθεί τηρουμένων των εν λόγω δικαιωμάτων. Κατά τα λοιπά, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, στις από 7 Μαρτίου 2016 και 6 Μαρτίου 2017 επιστολές του Συμβουλίου, με τις οποίες γνωστοποιούνταν στον προσφεύγοντα η ανανέωση της ισχύος των περιοριστικών μέτρων εις βάρος του, δεν μνημονεύονταν τέτοιοι λόγοι.

66      Το Συμβούλιο αντιτείνει ότι η απόφαση περί καταχωρίσεως, και εν συνεχεία περί διατηρήσεως, του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο, βάσει των στοιχείων που περιλαμβάνονταν στα έγγραφα του ΓΓΕ, πληροί τα κριτήρια καταχωρίσεως και στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία, καταδεικνύοντα ότι κατά του προσφεύγοντος έχουν κινηθεί ποινικές διαδικασίας λόγω υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος.

67      Όσον αφορά την αιτίαση ότι το ΓΓΕ δεν πληροί τα απαιτούμενα δικαστικά εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, το Συμβούλιο αντιτείνει ότι η προανάκριση την οποία διενεργεί το ΓΓΕ υπό τον έλεγχο της δικαστικής αρχής αποτελεί στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Επιπλέον, δεν θα ήταν δυνατή η επίτευξη του σκοπού των περιοριστικών μέτρων εάν αυτά δεν μπορούσαν να ληφθούν εις βάρος προσώπων κατά των οποίων διενεργείται προανάκριση λόγω συμμετοχής σε αξιόποινες πράξεις, όπως οι εις βάρος του προσφεύγοντος προανακρίσεις.

68      Το Συμβούλιο, απαντώντας στην αιτίαση ότι δεν μπορεί να στηριχθεί βασίμως σε ποινική διαδικασία χωρίς να έχει προηγουμένως διακριβώσει κατά πόσον είχαν τύχει προστασίας στην Ουκρανία τα θεμελιώδη δικαιώματα του προσφεύγοντος, υποστηρίζει, πρώτον, ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι υπήρξε πράγματι προσβολή των δικαιωμάτων του. Δεύτερον, κατά το καθού, από τη νομολογία δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο οφείλει να διακριβώνει τον σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εκ μέρους του τρίτου κράτους στο οποίο υπάγεται η δικαστική αρχή που χορήγησε τις βεβαιώσεις στις οποίες στηρίζεται το Συμβούλιο για τη λήψη περιοριστικών μέτρων, όπως των επίμαχων εν προκειμένω. Τρίτον, ο προσφεύγων δύναται πάντοτε να προασπίσει τα συμφέροντά του στο πλαίσιο των κατά αυτού ποινικών υποθέσεων και της ενώπιον του ΕΔΔΑ διαδικασίας, γεγονός που δεν εμποδίζει το Συμβούλιο, εν αναμονή της εκβάσεως των διαδικασιών αυτών, να στηρίζεται στην ύπαρξη των εκκρεμών διαδικασιών οσάκις αποφασίζει την επιβολή περιοριστικών μέτρων.  

69      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος με το οποίο προβάλλεται ότι δεν έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στις ποινικές διαδικασίες που τον αφορούν, το Συμβούλιο αντιτείνει ότι σημασία έχει να εκκρεμούν οι διαδικασίες κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων και ότι η έλλειψη αυτή προόδου οφείλεται, εξάλλου, στον προσφεύγοντα, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης.

70      Γενικότερα, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία, δεν υποχρεούται να διενεργεί το ίδιο συστηματικώς έρευνες ή να προβαίνει σε ελέγχους προκειμένου να λάβει συμπληρωματικές διευκρινίσεις οσάκις στηρίζεται σε στοιχεία τα οποία έχουν παράσχει οι αρχές τρίτης χώρας ώστε να επιβάλει περιοριστικά μέτρα εις βάρος προσώπων που προέρχονται από τη χώρα αυτή, στην οποία και διώκονται ποινικώς. Τέτοιοι έλεγχοι απαιτούνται μόνο σε περίπτωση κατά την οποία τα ληφθέντα στοιχεία αποδεικνύονται ανεπαρκή ή ενέχοντα αντιφάσεις. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο φρονεί ότι έχει πράγματι διακριβώσει το βάσιμο της αποφάσεως περί δεσμεύσεως των κεφαλαίων του προσφεύγοντος με γνώμονα τις ουκρανικές ποινικές διαδικασίες για υπεξαίρεση χρήματος.

71      Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 52 ανωτέρω), το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, μολονότι δεν το διευκρίνισε στην αιτιολογική έκθεση, γνώριζε ότι είχε διενεργηθεί στην Ουκρανία δικαστικός έλεγχος κατά τη διεξαγωγή των ποινικών ερευνών κατά του προσφεύγοντος. Συγκεκριμένα, κατά το Συμβούλιο, από τα μνημονευθέντα στις ανωτέρω σκέψεις 17, 18 και 24 έγγραφα του ΓΓΕ προκύπτει ότι στην Ουκρανία εκδόθηκαν πλείονες δικαστικές αποφάσεις σχετικά με τον προσφεύγοντα, όπως κατασχέσεις των περιουσιακών στοιχείων του τις οποίες διέταξε το δικαστήριο της περιφέρειας Petschersk (Κίεβο) ή διάταξη του εφετείου Κιέβου περί προσωρινής κρατήσεως του προσφεύγοντος για προληπτικούς λόγους. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως πράγματι ασκήθηκαν από τον προσφεύγοντα, καταδεικνύεται, επίσης, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, από την απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου του Petschersk, της 27ης Ιουλίου 2015, κατά την οποία ο ανακριτής δικαστής αποφάσισε, στο πλαίσιο μίας εκ των ποινικών διαδικασιών κατά του προσφεύγοντος, σε δημόσια συνεδρίαση και παρισταμένων των δικηγόρων του, να δεχθεί αίτημα της εισαγγελίας να επιτραπεί η διενέργεια ειδικής προανακρίσεως ερήμην του κατηγορουμένου. Το αυτό ισχύει, κατά το καθού, όσον αφορά την απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, της 22ας Απριλίου 2016, να δεχθεί εν μέρει την ένσταση που προέβαλε η υπεράσπιση του νυν προσφεύγοντος σχετικά με παράλειψη του ΓΓΕ να λάβει υπόψη αίτημα λήψεως δικονομικού μέτρου στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας.

72      Κατά το Συμβούλιο, τα παραδείγματα αυτά καταδεικνύουν ότι, οσάκις αυτό στηρίχθηκε στις αποφάσεις των ουκρανικών αρχών οι οποίες μνημονεύονται στα έγγραφα του ΓΓΕ, είχε τη δυνατότητα να διακριβώσει ότι οι επίμαχες αποφάσεις ελήφθησαν τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος.

73      Κατά πάγια νομολογία, όμως, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν, κατά τον έλεγχο των περιοριστικών μέτρων, να διασφαλίζουν τον, καταρχήν πλήρη, έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ένωσης όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης, μεταξύ των οποίων καταλέγονται, ιδίως, τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψεις 20 και 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου που κατοχυρώνεται βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων επιτάσσει, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση περί καταχωρίσεως ή διατηρήσεως του ονόματος συγκεκριμένου προσώπου στον κατάλογο των προσώπων εις βάρος των οποίων επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα, να διακριβώνει το δικαιοδοτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι η απόφαση αυτή, η οποία έχει ατομική ισχύ για το εν λόγω πρόσωπο, στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στην αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως, έτσι ώστε, κατά τον δικαστικό έλεγχο, να μην εκτιμάται απλώς η αφηρημένη πιθανολόγηση της βασιμότητας των παρατιθέμενων λόγων, αλλά να εξετάζεται το ζήτημα εάν οι λόγοι αυτοί, ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται αφ’ εαυτού επαρκής για να στηρίξει την ιδία αυτή απόφαση, είναι τεκμηριωμένοι (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Η λήψη και η διατήρηση σε ισχύ περιοριστικών μέτρων, όπως αυτών που προβλέπουν η απόφαση 2014/119 και ο κανονισμός 208/2014, όπως έχουν τροποποιηθεί, εις βάρος προσώπου που έχει χαρακτηρισθεί ως υπεύθυνο υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος τρίτου κράτους στηρίζονται, κατ’ ουσίαν, στην απόφαση αρμόδιας συναφώς αρχής του κράτους αυτού να κινήσει και να διεξαγάγει διαδικασία ποινικής έρευνας κατά του προσώπου αυτού σχετική με την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψη 25).

76      Ως εκ τούτου, μολονότι, βάσει του κριτηρίου καταχωρίσεως, όπως αυτό υπομνήσθηκε στη σκέψη 12 ανωτέρω, το Συμβούλιο δύναται να στηρίξει περιοριστικά μέτρα στην απόφαση τρίτου κράτους, η υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, την οποία υπέχει το θεσμικό αυτό όργανο, συνεπάγεται ότι οφείλει και να διασφαλίζει τον σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων εκ μέρους των αρχών του τρίτου κράτους που εξέδωσαν την οικεία απόφαση (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψεις 26, 27 και 35).

77      Το Δικαστήριο διευκρινίζει συναφώς ότι η απαίτηση περί διακριβώσεως εκ μέρους του Συμβουλίου ότι οι αποφάσεις τρίτων κρατών, στις οποίες προτίθεται να στηριχθεί, ελήφθησαν υπό όρους σεβασμού των ως άνω δικαιωμάτων αποσκοπεί στο να διασφαλισθεί ότι η λήψη ή η διατήρηση σε ισχύ των μέτρων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων είναι δυνατή μόνον οσάκις στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία και, επομένως, να προστατεύσει τα οικεία πρόσωπα ή τις οικείες οντότητες. Επομένως, το Συμβούλιο δύναται να θεωρήσει ότι η λήψη ή η διατήρηση σε ισχύ τέτοιων μέτρων στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία μόνον αφού διακριβώσει το ίδιο τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά την έκδοση της αποφάσεως του οικείου τρίτου κράτους, επί της οποίας προτίθεται να στηριχθεί (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψεις 28 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78      Εξάλλου, μολονότι, βεβαίως, το γεγονός ότι το τρίτο κράτος καταλέγεται μεταξύ των κρατών που έχουν προσχωρήσει στη Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), συνεπάγεται τον εκ μέρους του ΕΔΔΑ έλεγχο των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ και τα οποία, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές, τούτο δεν καθιστά, εντούτοις, περιττή την υπομνησθείσα στην ανωτέρω σκέψη 77 απαίτηση περί διακριβώσεως (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψη 36).

79      Το Δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι το Συμβούλιο οφείλει να εκθέτει, έστω και συνοπτικώς, στην αιτιολογική έκθεση της αποφάσεως με την οποία λαμβάνονται περιοριστικά μέτρα εις βάρος προσώπου ή οντότητας ή παρατείνεται η ισχύς των μέτρων αυτών, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η απόφαση του τρίτου κράτους επί της οποίας προτίθεται να στηριχθεί ελήφθη τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο οφείλει, για να εκπληρώσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, να μεριμνά ώστε να προκύπτει από την απόφαση περί επιβολής περιοριστικών μέτρων ότι διακρίβωσε ότι η απόφαση του τρίτου κράτους, στην οποία στηρίζει τα μέτρα αυτά, ελήφθη τηρουμένων των εν λόγω δικαιωμάτων (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψεις 29 και 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Εν τέλει, οσάκις το Συμβούλιο στηρίζει τη λήψη ή τη διατήρηση σε ισχύ περιοριστικών μέτρων, όπως εν προκειμένω, στην απόφαση τρίτου κράτους να κινήσει και να διεξαγάγει ποινική διαδικασία για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου εκ μέρους του οικείου προσώπου, οφείλει, αφενός, να βεβαιωθεί ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, οι αρχές αυτού του τρίτου κράτους είχαν σεβασθεί τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσώπου κατά του οποίου κινήθηκε η επίμαχη ποινική διαδικασία και, αφετέρου, να μνημονεύσει στην απόφαση περί επιβολής των περιοριστικών μέτρων τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η εν λόγω απόφαση του τρίτου κράτους εκδόθηκε τηρουμένων των δικαιωμάτων αυτών.

81      Το ζήτημα αν το Συμβούλιο τήρησε τις υποχρεώσεις αυτές πρέπει να εξετασθεί με γνώμονα τις ανωτέρω νομολογιακές αρχές.

82      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι εις βάρος του προσφεύγοντος ισχύουν νέα περιοριστικά μέτρα τα οποία ελήφθησαν δυνάμει των προσβαλλομένων πράξεων βάσει του κριτηρίου καταχωρίσεως που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2014/119, όπως διευκρινίσθηκε με την απόφαση 2015/143, και στο άρθρο 3 του κανονισμού 208/2014, όπως διευκρινίσθηκε με τον κανονισμό 2015/138 (βλ. σκέψεις 12 και 13 ανωτέρω). Το κριτήριο αυτό προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων προσώπων που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα πράξεων υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος, περιλαμβανομένων των προσώπων για τα οποία οι ουκρανικές αρχές διεξάγουν έρευνες.

83      Δεν αμφισβητείται ότι το Συμβούλιο στηρίχθηκε, για να αποφασίσει ότι το όνομα του προσφεύγοντος θα εξακολουθήσει να περιλαμβάνεται στον κατάλογο, στο γεγονός ότι κατά του προσώπου αυτού έχει κινηθεί «ποινική διαδικασία από τις ουκρανικές αρχές για [υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος] ή [για ιδιοποίηση] περιουσιακών στοιχείων [του Δημοσίου]», που αποδεικνυόταν από τα έγγραφα του ΓΓΕ της 3ης Σεπτεμβρίου και της 30ής Νοεμβρίου 2015, όσον αφορά τις πράξεις του Μαρτίου του 2016, και από εκείνα της 10ης Αυγούστου και της 16ης Νοεμβρίου 2016, όσον αφορά τις πράξεις του Μαρτίου του 2017.

84      Η διατήρηση σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος στηριζόταν, επομένως, όπως και στην περίπτωση της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), στην απόφαση του ΓΓΕ να κινήσει και να διεξαγάγει διαδικασίες ποινικής έρευνας σχετικά με την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως ουκρανικού δημοσίου χρήματος.

85      Κατά πρώτον, όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων όσον αφορά τον προσφεύγοντα (βλ. σκέψεις 15, 20 και 26 ανωτέρω) δεν περιέχει την παραμικρή μνεία του ότι το Συμβούλιο διακρίβωσε τον εκ μέρους των ουκρανικών δικαστικών αρχών σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος και ότι, ως εκ τούτου, η έλλειψη αυτή αιτιολογίας συνιστά μια πρώτη ένδειξη περί του ότι το Συμβούλιο δεν προέβη σε τέτοια διακρίβωση.

86      Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι από κανένα στοιχείο που περιέχεται στα, σχεδόν πανομοιότυπα μεταξύ τους, έγγραφα της 7ης Μαρτίου 2016 (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), όσον αφορά την υπόθεση T‑244/16, και της 6ης Μαρτίου 2017 (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω), όσον αφορά την υπόθεση T‑285/17, δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Συμβούλιο είχε στη διάθεσή του στοιχεία για τον σεβασμό των οικείων δικαιωμάτων από τις ουκρανικές αρχές όσον αφορά τις κατά του προσφεύγοντος ποινικές διαδικασίες και, κατά μείζονα λόγο, ότι το Συμβούλιο αξιολόγησε τα στοιχεία αυτά για να διακριβώσει αν οι ουκρανικές δικαστικές αρχές είχαν σεβασθεί επαρκώς τα εν λόγω δικαιώματα κατά την έκδοση της αποφάσεως περί κινήσεως και διεξαγωγής διαδικασίας ποινικής έρευνας σχετικά με την εκ μέρους του προσφεύγοντος τέλεση αξιόποινης πράξεως υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος ή ιδιοποιήσεως περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Πράγματι, στα έγγραφα αυτά, όπως συνέβη και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψη 24), το Συμβούλιο απλώς επισήμανε ότι τα έγγραφα του ΓΓΕ, τα οποία είχαν κοινοποιηθεί προγενέστερα στον προσφεύγοντα (βλ. σκέψεις 18 και 24 ανωτέρω), αποδείκνυαν ότι κατά του προσώπου αυτού εξακολουθούσαν να εκκρεμούν ποινικές διαδικασίες λόγω υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος ή ιδιοποιήσεως περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Κατά τα λοιπά, το γεγονός ότι η Ουκρανία καταλέγεται μεταξύ των κρατών που έχουν προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ, στοιχείο το οποίο ρητώς μνημονεύει το Συμβούλιο στα έγγραφά του και στα δικόγραφα που κατέθεσε, δεν καθιστά περιττή την διακρίβωση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω).

87      Κατά τρίτον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Συμβούλιο, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται, όφειλε να προβεί στην ως άνω διακρίβωση ανεξαρτήτως οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου προσκομισθέντος από τον προσφεύγοντα με σκοπό να αποδειχθεί ότι, εν προκειμένω, η προσωπική κατάστασή του είχε θιγεί από τα προβλήματα τα οποία επισήμανε όσον αφορά τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος στην Ουκρανία. Εν πάση περιπτώσει, μολονότι ο προσφεύγων υποστήριξε επανειλημμένα, προσκομίζοντας ειδικά προς τούτο αποδεικτικά στοιχεία, ότι οι ουκρανικές δικαστικές αρχές δεν είχαν σεβασθεί τα δικαιώματά του άμυνας και το δικαίωμά του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, καθώς και ότι η κατάσταση που επικρατεί στην Ουκρανία είναι εν γένει μη συμβατή με την ύπαρξη επαρκών προς τούτο εγγυήσεων, το Συμβούλιο δεν μνημόνευσε ότι είχε διακριβώσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτών. Αντιθέτως, το Συμβούλιο υποστήριξε κατ’ επανάληψη στα δικόγραφά του ότι δεν υπείχε καμία σχετική υποχρέωση, καθώς και ότι τέτοια υποχρέωση δεν απορρέει ούτε από τις νομολογιακές αρχές που συνάγονται από την απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C‑599/14 P, EU:C:2017:583), τις οποίες επικαλέσθηκε ο προσφεύγων.

88      Κατά τέταρτον, το Συμβούλιο, απαντώντας στην ερώτηση σχετικά με τις συνέπειες της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), στις υπό κρίση υποθέσεις, περιορίσθηκε στην προβολή των επιχειρημάτων που εκτέθηκαν συνοπτικώς στη σκέψη 71 ανωτέρω.

89      Διαπιστώνεται συναφώς, πρώτον, ότι το Συμβούλιο δέχεται ότι στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων δεν εξετάζεται το ζήτημα του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως προς την απόφαση περί κινήσεως και διεξαγωγής ποινικής διαδικασίας στην οποία στηρίχθηκε η καταχώριση και, εν συνεχεία, η διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο.

90      Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι το Συμβούλιο διατείνεται ότι από τις δικογραφίες των υπό κρίση υποθέσεων προκύπτει σαφώς η διενέργεια δικαστικού ελέγχου στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια διεξαγωγής των ποινικών ερευνών. Ειδικότερα, κατά το Συμβούλιο, η ύπαρξη πλειόνων δικαστικών αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών κατά του προσφεύγοντος καταδεικνύει ότι το Συμβούλιο, όταν στηρίχθηκε στη μνημονευόμενη στα έγγραφα του ΓΓΕ απόφαση των ουκρανικών αρχών, αφενός, μπόρεσε να διακριβώσει ότι η απόφαση αυτή ελήφθη τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και, αφετέρου, βεβαιώθηκε ότι ορισμένες δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν στο πλαίσιο των εν λόγω ποινικών διαδικασιών είχαν εκδοθεί τηρουμένων των δικαιωμάτων αυτών.

91      Όλες, όμως, οι δικαστικές αποφάσεις τις οποίες μνημονεύει το Συμβούλιο εντάσσονται στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών βάσει των οποίων το όνομα του προσφεύγοντος περιελήφθη και, εν συνεχεία, διατηρήθηκε στον κατάλογο και είναι απλώς παρεμπίπτουσες ως προς αυτές, καθόσον έχουν χαρακτήρα είτε προληπτικό είτε δικονομικό. Οι αποφάσεις αυτές, βεβαίως, δύνανται να ενισχύουν την άποψη του Συμβουλίου όσον αφορά την ύπαρξη αρκούντως βάσιμων πραγματικών στοιχείων, συγκεκριμένα δε ότι, σύμφωνα με το κριτήριο καταχωρίσεως, είχαν κινηθεί κατά του προσφεύγοντος ποινικές διαδικασίες σχετικά, ιδίως, με την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος ή της ιδιοποιήσεως περιουσιακών στοιχείων του Ουκρανικού Δημοσίου. Ωστόσο, οι αποφάσεις αυτές δεν δύνανται οντολογικώς να καταδείξουν αφεαυτών, όπως διατείνεται το Συμβούλιο, ότι η απόφαση των ουκρανικών δικαστικών αρχών να κινήσουν και να διεξαγάγουν τις εν λόγω ποινικές διαδικασίες, στην οποία στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, η διατήρηση σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος, ελήφθη τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσώπου αυτού.

92      Εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο αδυνατεί να μνημονεύσει το παραμικρό στοιχείο του φακέλου της διαδικασίας που είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, από το οποίο να προκύπτει ότι εξέτασε τις αποφάσεις των ουκρανικών δικαστηρίων που επικαλείται επί του παρόντος και ότι συμπέρανε εξ αυτών ότι είχαν επί της ουσίας τηρηθεί τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος και το δικαίωμά του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

93      Δεν μπορεί να γίνει δεκτό, επομένως, ότι τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του το Συμβούλιο κατά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων του παρέσχον τη δυνατότητα να διακριβώσει ότι η απόφαση της ουκρανικής δικαστικής αρχής είχε εκδοθεί τηρουμένων των εν λόγω δικαιωμάτων του προσφεύγοντος.

94      Εξάλλου, επισημαίνεται επίσης συναφώς, όπως διευκρινίσθηκε με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), ότι η νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση εκδόσεως αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων όπως αυτή που αφορά τον προσφεύγοντα, στο Συμβούλιο ή στο Γενικό Δικαστήριο δεν απόκειται να διακριβώνουν το βάσιμο των ερευνών που διενεργούνταν στην Ουκρανία σχετικά με το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχουν επιβληθεί τα μέτρα αυτά, αλλά αποκλειστικώς το βάσιμο της αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων με γνώμονα το έγγραφο ή τα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2015, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑220/14 P, EU:C:2015:147, σκέψη 77· της 19ης Οκτωβρίου 2017, Yanukovych κατά Συμβουλίου, C‑599/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:785, σκέψη 69, και της 19ης Οκτωβρίου 2017, Yanukovych κατά Συμβουλίου, C‑598/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:786, σκέψη 72), δεν έχει την έννοια ότι το Συμβούλιο δεν οφείλει να διακριβώσει ότι η απόφαση του τρίτου κράτους στην οποία προτίθεται να στηρίξει τη λήψη περιοριστικών μέτρων ελήφθη τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

95      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι δεν αποδείχθηκε ότι το Συμβούλιο, πριν εκδώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις, διακρίβωσε τον εκ μέρους των ουκρανικών δικαστικών αρχών σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος.

96      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν, κατά το μέτρο που αφορούν τον προσφεύγοντα, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών λόγων και επιχειρημάτων που προέβαλε ο προσφεύγων, καθώς και των αιτήσεων περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που υπέβαλε το Συμβούλιο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

97      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/318 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 2016, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία, και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/311 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 2016, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία, καθώς και την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/381 του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 2017, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία, και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/374 του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 2017, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία, στο μέτρο που το όνομα του Viktor Fedorovych Yanukovych εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων κατά των οποίων ισχύουν τα περιοριστικά μέτρα αυτά.

2)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο V. Yanukovych.

Berardis

Spielmann

Csehi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουλίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.