Language of document : ECLI:EU:F:2012:149

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 6ης Νοεμβρίου 2012

Υπόθεση F‑41/06 RENV

Luigi Marcuccio

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Αναπομπή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατόπιν αναιρέσεως — Αναπηρία — Συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας — Σύνθεση της επιτροπής αναπηρίας — Νομότυπη σύνθεση — Προϋποθέσεις»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα, αρχικώς, δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, αναπεμφθείσα στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 8ης Ιουνίου 2011, T‑20/09 P, Επιτροπή κατά Marcuccio (στο εξής: απόφαση περί αναπομπής), με την οποία ακυρώθηκε εν μέρει η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 4ης Νοεμβρίου 2008, F‑41/06, Marcuccio κατά Επιτροπής (στο εξής: αρχική απόφαση), που εκδόθηκε επί της προσφυγής η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 12 Απριλίου 2006 και με την οποία ο L. Marcuccio ζητούσε, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής, της 30ής Μαΐου 2005, περί συνταξιοδοτήσεως του προσφεύγοντος λόγω αναπηρίας, καθώς και σειρά πράξεων συναφών προς την εν λόγω απόφαση, και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται να φέρει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στις υποθέσεις F‑41/06, F‑41/06 RENV και T‑20/09 P.

Περίληψη

1.      Υπαλληλική προσφυγή — Λόγος ακυρώσεως αντλούμενος από την αναρμοδιότητα του εκδότη της βλαπτικής πράξεως, από παράβαση ουσιώδους τύπου και από ανεπαρκή αιτιολογία — Λόγος δημοσίας τάξεως

2.      Υπάλληλοι — Ατομική απόφαση — Εσωτερική διοικητική απόφαση — Υποχρέωση αναφοράς των εσωτερικών νομικών διατάξεων που εφαρμόζονται σε θέματα αναπλήρωσης — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 253 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25)

3.      Υπάλληλοι — Αναπηρία — Επιτροπή αναπηρίας — Διαδικαστικά δικαιώματα του υπαλλήλου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα II, άρθρα 7 και 9)

4.      Υπάλληλοι — Αναπηρία — Επιτροπή αναπηρίας — Σύνθεση — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IΙ, άρθρο 7)

5.      Υπάλληλοι — Αναπηρία — Επιτροπή αναπηρίας — Σύνθεση — Παραίτηση του ιατρού που αντιπροσωπεύει τον υπάλληλο — Υποχρέωση των λοιπών μελών της επιτροπής ή του θεσμικού οργάνου να ελέγξουν αν ο υπάλληλος έλαβε γνώση της παραιτήσεως αυτής — Δεν υφίσταται — Εξαιρέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IΙ, άρθρο 7)

6.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Καθήκον πίστεως — Έννοια — Περιεχόμενο — Υποχρέωση εμφανίσεως ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας εφόσον αυτή το ζητήσει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 21)

7.      Υπάλληλοι — Αναπηρία — Σύγκληση της επιτροπής αναπηρίας — Εξουσία αυστηρώς οριοθετημένη από το άρθρο 59 του ΚΥΚ

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 59 § 4)

8.      Υπάλληλοι — Αναπηρία — Επιτροπή αναπηρίας — Σύνθεση — Ορισμός των ιατρών — Τροποποίηση της επιλογής — Επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IΙ, άρθρο 7)

9.      Υπάλληλοι — Αναρρωτική άδεια — Ιατρικός έλεγχος — Περιεχόμενο — Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως — Δικαστικός έλεγχος — Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 59 §§ 1 και 4)

10.    Υπάλληλοι — Αναπηρία — Επιτροπή αναπηρίας — Σύνθεση — Αντικατάσταση του τρίτου ιατρού που όρισε αυτεπαγγέλτως ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου από ιατρό επιλεγέντα με κοινή συμφωνία από τους δύο άλλους ιατρούς — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IΙ, άρθρο 7)

11.    Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Σύνταξη αναπηρίας — Δυνατότητα της επιτροπής αναπηρίας να ελέγχει τακτικά την εξέλιξη της καταστάσεως του υπαλλήλου — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VIΙI, άρθρο 15)

12.    Υπάλληλοι — Αναπηρία — Επιτροπή αναπηρίας — Τήρηση του απορρήτου των εργασιών — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 26α και 78, εδ. 5, και παράρτημα IΙ, άρθρο 9, εδ. 2 και 3)

1.      Οι λόγοι ακυρώσεως που αντλούνται από την αναρμοδιότητα του εκδότη βλαπτικής πράξεως, από παράβαση ουσιώδους τύπου και από ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως αποτελούν λόγους δημοσίας τάξεως τους οποίους ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως.

(βλ. σκέψη 65)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 8 Δεκεμβρίου 2011, C‑386/10 P, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 64

ΓΔΕΕ: 8 Ιουλίου 2010, T‑160/08 P, Επιτροπή κατά Putterie-De-Beukelaer, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Τα θεσμικά όργανα δεν είναι υποχρεωμένα να αναφέρουν ειδικώς, σε εσωτερική διοικητική απόφαση απευθυνόμενη από τις υπηρεσίες τους σε έναν από τους υπαλλήλους τους, τις εσωτερικές νομικές διατάξεις που αφορούν το καθεστώς της αναπλήρωσης ούτε, κατά μείζονα λόγο, να παραθέτουν το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών.

(βλ. σκέψη 74)

3.      Οι εργασίες επιτροπής αναπηρίας δεν εντάσσονται στο πλαίσιο κατ’ αντιδικία διοικητικής διαδικασίας κινούμενης κατά υπαλλήλου και ομοίως δεν αποσκοπούν στην επίλυση συγκρούσεως μεταξύ της διοικήσεως και του υπαλλήλου της. Ο σκοπός των εργασιών επιτροπής αναπηρίας συνίσταται στη διατύπωση ιατρικών διαγνώσεων που να παρέχουν στη διοίκηση τη δυνατότητα να αποφασίσει αν και σε ποιο βαθμό ο οικείος υπάλληλος παρουσιάζει αναπηρία. Ως εκ τούτου, η εκ μέρους της επιτροπής αυτής ακρόαση του υπαλλήλου δεν επιβάλλεται από τις αρχές περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

Αντιθέτως, στο πλαίσιο των ειδικών διοικητικών διαδικασιών όπως η διαδικασία διαπιστώσεως αναπηρίας, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δύναται να προβάλει διαδικαστικά δικαιώματα που προσιδιάζουν στις διαδικασίες αυτές και διακρίνονται συνεπώς από τα δικαιώματα άμυνας.

Συνεπώς, κατά τη διάρκεια των εργασιών επιτροπής αναπηρίας, τα συμφέροντα του υπαλλήλου εκπροσωπούνται και διασφαλίζονται, κατ’ αρχάς, με την παρουσία εντός της επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 7 του παραρτήματος II του ΚΥΚ, του ιατρού που τον εκπροσωπεί. Δεύτερον, ο ορισμός του τρίτου ιατρού με κοινή συμφωνία από τα δύο μέλη που όρισε έκαστο μέρος ή, ελλείψει συμφωνίας, από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου συνιστά εγγύηση αμεροληψίας της διεξαγωγής των εργασιών της επιτροπής αναπηρίας. Τρίτον, δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος II του ΚΥΚ, ο οικείος υπάλληλος δύναται να υποβάλει στην επιτροπή αναπηρίας όλες τις εκθέσεις ή πιστοποιητικά των ιατρών τους οποίους συμβουλεύθηκε.

(βλ. σκέψεις 79 έως 81)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 19 Ιανουαρίου 1988, 2/87, Biedermann κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψεις 10 και 16

ΔΔΔΕΕ: 16 Μαΐου 2012, F‑42/10, Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 48

4.      Λόγω της σημασίας του ρόλου και της εντολής που οι σχετικές διατάξεις του ΚΥΚ αναθέτουν στην επιτροπή αναπηρίας, ο δικαστής της Ένωσης καλείται να ασκήσει αυστηρό έλεγχο των κανόνων περί συστάσεως και σύννομης λειτουργίας της επιτροπής αυτής. Πρώτος μεταξύ των κανόνων αυτών είναι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 7 του παραρτήματος II του ΚΥΚ, ο οποίος διασφαλίζει στον υπάλληλο ότι τα δικαιώματα και τα συμφέροντά του θα διαφυλαχθούν από την παρουσία, εντός της επιτροπής, ιατρού της εμπιστοσύνης του. Η συνδρομή των προϋποθέσεων που δικαιολογούν τον αυτεπάγγελτο ορισμό του ιατρού αυτού πρέπει συνεπώς να ελέγχεται προσεκτικά, λαμβανομένων υπόψη όχι μόνο της συμπεριφοράς του οικείου υπαλλήλου, αλλά και όλων των χρήσιμων στοιχείων που τέθηκαν στη διάθεση του δικαστή της Ένωσης.

(βλ. σκέψη 85)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 21 Μαρτίου 1996, T‑376/94, Otten κατά Επιτροπής, σκέψη 47

5.      Οι πληροφορίες τις οποίες, στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως αναπηρίας, δύναται να ανταλλάξουν ο υπάλληλος και ο ιατρός που αυτός όρισε για να τον εκπροσωπεί εντός της επιτροπής αναπηρίας, εντάσσονται στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων και σχέσεων εμπιστοσύνης που υφίστανται μεταξύ του ιατρού αυτού και του υπαλλήλου τον οποίο εκπροσωπεί. Επομένως, πλην της περιπτώσεως σοβαρών υπονοιών και πρόδηλων ενδείξεων σχετικά με την πραγματική προέλευση των γνωστοποιήσεων που τα μέλη της επιτροπής αναπηρίας ή οι αρμόδιες υπηρεσίες λαμβάνουν ευθέως από τον ιατρό που ορίσθηκε από τον προσφεύγοντα, η απόφαση του ιατρού αυτού με την οποία πληροφορεί τα λοιπά μέλη της επιτροπής σχετικά με την παραίτησή του από την εντολή που ο υπάλληλος του ανέθεσε δεν συνεπάγεται για τα μέλη αυτά ή για τις υπηρεσίες του θεσμικού οργάνου την υποχρέωση εξακριβώσεως του ότι η απόφαση αυτή γνωστοποιήθηκε όντως και στον υπάλληλο τον οποίο ο ιατρός υποτίθεται ότι εκπροσωπεί. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο των εν λόγω συμβατικών σχέσεων και σχέσεων εμπιστοσύνης που υφίστανται μεταξύ του ιατρού και του υπαλλήλου τον οποίο εκπροσωπεί, το γεγονός ότι ο εν λόγω υπάλληλος έχει λάβει γνώση της αποφάσεως αυτής λαμβάνεται κατ’ αρχήν ως δεδομένο.

(βλ. σκέψη 91)

6.      Σε περίπτωση που η επιτροπή αναπηρίας εκτιμά ότι είναι σκόπιμο να εξετάσει τον υπάλληλο, ο τελευταίος αυτός οφείλει, στο πλαίσιο του καθήκοντος πίστης και συνεργασίας που υπέχει κάθε υπάλληλος δυνάμει του άρθρου 21 του ΚΥΚ, να επιδείξει την αναγκαία επιμέλεια για να συμμορφωθεί με τις προσκλήσεις εμφανίσεώς του ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας.

(βλ. σκέψη 98)

7.      Στην περίπτωση υπαλλήλου του οποίου οι αναρρωτικές άδειες υπερβαίνουν αθροιστικά τους δώδεκα μήνες σε μια περίοδο τριών ετών, η σύγκληση της επιτροπής αναπηρίας δεν εμπίπτει στη διακριτική εξουσία της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Αντιθέτως, η εξουσία αυτή είναι αυστηρώς οριοθετημένη και ρητώς περιγεγραμμένη από τις προϋποθέσεις που καθορίζει το άρθρο 59, παράγραφος 4, του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψη 104)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 16 Ιουνίου 2000, T‑84/98, C κατά Συμβουλίου, σκέψη 66

8.      Ούτε το γράμμα ούτε το πνεύμα του άρθρου 7 του παραρτήματος II του ΚΥΚ εμποδίζουν είτε το θεσμικό όργανο είτε τον υπάλληλο να τροποποιήσει, σε περίπτωση ανάγκης, την επιλογή του ιατρού στον οποίο έχει ανατεθεί η εκπροσώπησή τους εντός της επιτροπής αναπηρίας, ιδίως όταν ο ιατρός αυτός δεν είναι πλέον διαθέσιμος.

Κατά συνέπεια, όταν αυτό αποβαίνει απαραίτητο, οι ατομικές αποφάσεις της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής σχετικά με τη ratione personae σύνθεση της επιτροπής αναπηρίας δύνανται να τροποποιηθούν καθ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών της.

Συνεπώς, η προοδευτική αντικατάσταση ενός ή περισσοτέρων μελών επιτροπής αναπηρίας, η οποία καταλήγει μάλιστα στην πλήρη αλλαγή της συνθέσεώς της, δεν καθιστά αυτομάτως άκυρη την ύπαρξη της επιτροπής αυτής ούτε την εντολή της και δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή συνεκάλεσε σε βάθος χρόνου δύο διαφορετικές επιτροπές αναπηρίας.

(βλ. σκέψεις 119, 120 και 134)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 23 Νοεμβρίου 2004, T‑376/02, O κατά Επιτροπής, σκέψη 42

9.      Το άρθρο 59, παράγραφος 1, του ΚΥΚ επιτρέπει στο θεσμικό όργανο να υποβάλλει, ανά πάσα στιγμή, σε ιατρικό έλεγχο υπάλληλο που τελεί σε αναρρωτική άδεια, ανεξάρτητα αν έχει ή όχι συσταθεί η επιτροπή αναπηρίας που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου. Όσον αφορά το περιεχόμενο του ελέγχου αυτού, εναπόκειται στην ιατρική υπηρεσία του θεσμικού οργάνου στο οποίο ανήκει ο υπάλληλος να αποφασίσει, με βάση την κατάσταση της υγείας του υπαλλήλου αυτού, ποιο είδος εξετάσεων είναι σκόπιμο ή απαραίτητο. Λόγω της φύσεώς της, μια τέτοια απόφαση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, πλην της περιπτώσεως της πρόδηλης πλάνης.

(βλ. σκέψη 124)

10.    Ο αυτεπάγγελτος διορισμός εκ μέρους του Προέδρου του Δικαστηρίου του ιατρού που είναι επιφορτισμένος με την εκπροσώπηση υπαλλήλου στο πλαίσιο της επιτροπής αναπηρίας δεν σημαίνει ότι ο ως άνω ορισθείς ιατρός παύει να υποτίθεται ότι πρέπει να ενεργεί για λογαριασμό και προς το συμφέρον του υπαλλήλου τον οποίο οφείλει να εκπροσωπεί. Αντιθέτως, κατά την άσκηση των προνομίων που του παρέχει ο ΚΥΚ, ο ιατρός αυτός ενεργεί προς το συμφέρον του υπαλλήλου τον οποίο εκπροσωπεί και είναι συνεπώς, υπό την ιδιότητα αυτή, πλήρως εξουσιοδοτημένος να ορίζει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 του παραρτήματος II του ΚΥΚ, τον τρίτο ιατρό, σε συμφωνία με τον ιατρό που όρισε το θεσμικό όργανο.

Κατά συνέπεια, αφής στιγμής, στο πλαίσιο της επιτροπής αναπηρίας, ο πρώτος και ο δεύτερος ιατρός υποτίθεται ότι ασκούν τα καθήκοντά τους, ο ένας προς το συμφέρον του θεσμικού οργάνου και ο άλλος προς το συμφέρον του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι δύο αυτοί ιατροί πρέπει επίσης να μπορούν να ασκούν πλήρως τα προνόμια που τους αναγνωρίζει ο ΚΥΚ. Επομένως, από τη στιγμή που καλούνται να αναλάβουν τα καθήκοντα μέλους επιτροπής αναπηρίας, οι δύο αυτοί ιατροί πρέπει να δύνανται να ορίζουν τον τρίτο ιατρό, προς το συμφέρον ακριβώς της καλής διεξαγωγής των εργασιών της επιτροπής αναπηρίας, είτε αποφασίζοντας να κρατήσουν τον ήδη υπάρχοντα τρίτο ιατρό είτε, λόγω παραδείγματος χάριν της προτιμήσεώς τους για έναν ιατρό άλλης ειδικότητας, αποφασίζοντας να ορίσουν, με κοινή συμφωνία, ένα τρίτο ιατρό της εμπιστοσύνης τους.

Περαιτέρω, ο αυτεπάγγελτος ορισμός του τρίτου ιατρού από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου δεν συνιστά πράξη δικαστικής φύσεως αλλά πράξη διοικητικής φύσεως, η οποία, λόγω της φύσεως αυτής, δεν μπορεί να αποκλείει οπωσδήποτε κάθε δυνατότητα συμφωνίας μεταξύ των οικείων ιατρών. Επιπλέον, όπως αναφέρει το άρθρο 7 του παραρτήματος II του ΚΥΚ, η κοινή συμφωνία των δύο ιατρών σχετικά με το όνομα του τρίτου ιατρού προηγείται του αυτεπάγγελτου διορισμού από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ο οποίος συνεπώς πραγματοποιείται και παραμένει έγκυρος μόνον ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των δύο εν λόγω ιατρών.

Συγκεκριμένα, εφόσον το άρθρο 7 του παραρτήματος II του ΚΥΚ έχει ως αντικείμενο να διασφαλίσει, κατά το μέτρο του δυνατού, ότι ο τρίτος ιατρός χαίρει της εμπιστοσύνης τόσο του ιατρού του θεσμικού οργάνου όσο και του ιατρού του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, τα δύο μέλη της επιτροπής αναπηρίας, που είναι επιφορτισμένα αντιστοίχως με την εκπροσώπηση του θεσμικού οργάνου και του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, δεν μπορούν να στερηθούν την αρμοδιότητα που τους έχει ανατεθεί από την πρώτη παράγραφο του εν λόγω άρθρου, ήτοι αυτή που συνίσταται στον ορισμό με κοινή συμφωνία του τρίτου ιατρού, λόγω προηγούμενου αυτεπάγγελτου διορισμού από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου.

Αντιθέτως, γνωμοδότηση διατυπωθείσα ομόφωνα από επιτροπή αναπηρίας δεν μπορεί εγκύρως να νομιμοποιήσει, a posteriori, ενδεχόμενη παρατυπία θίγουσα τη νομιμότητα της συνθέσεως της επιτροπής αυτής.

(βλ. σκέψεις 135, 136 και 138 έως 141)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: Biedermann κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 10

ΓΔΕΕ: 3 Ιουνίου 1997, T‑196/95, H κατά Επιτροπής, σκέψη 80

ΔΔΔΕΕ: 14 Σεπτεμβρίου 2011, F‑47/10, Hecq κατά Επιτροπής, σκέψη 52

11.    Η δραστηριότητα του υπαλλήλου που έχει κριθεί με μόνιμη πλήρη αναπηρία τελεί απλώς υπό αναστολή, καθόσον η εξέλιξη της καταστάσεώς του στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων εξαρτάται από το αν εξακολουθούν να υφίστανται οι συνθήκες που δικαιολόγησαν την αναπηρία αυτή. Η κατάσταση αυτή όμως μπορεί να ελέγχεται σε τακτά διαστήματα.

Επομένως, η επιτροπή αναπηρίας δύναται να συστήσει στο οικείο θεσμικό όργανο, χωρίς η σύσταση αυτή να δεσμεύει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, να προβεί σε νέα περιοδική εξέταση του υπαλλήλου μετά από χρονικό διάστημα δύο ετών, κατόπιν δε κατ’ έτος.

(βλ. σκέψεις 145 και 146)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Δεκεμβρίου 2008, C‑198/07 P, Gordon κατά Επιτροπής, σκέψη 47

12.    Το άρθρο 9 του παραρτήματος II του ΚΥΚ διακρίνει σαφώς, στο δεύτερο εδάφιό του, «τα συμπεράσματα της επιτροπής» που διαβιβάζονται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και, στο τρίτο εδάφιό του, τις «εργασίες της επιτροπής» που είναι και πρέπει να παραμένουν «μυστικές».

Η μυστικότητα των εργασιών της επιτροπής αναπηρίας εξηγείται από τη φύση τους, το περιεχόμενό τους και τις ιατρικής φύσεως συνέπειές τους. Για τους λόγους αυτούς οι εργασίες της επιτροπής αναπηρίας δεν μπορούν να κοινοποιούνται ούτε στην εν λόγω αρχή ούτε στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο. Αντιθέτως, οι διοικητικής ή διαδικαστικής φύσεως πράξεις της ίδιας επιτροπής, που εκφεύγουν του πλαισίου των ιατρικών καθηκόντων της, όπως είναι ο τελικός καταμερισμός των ψήφων εντός της εν λόγω επιτροπής ή τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει με την ολοκλήρωση των εργασιών της, δεν υπάρχει λόγος να καλύπτονται από το ιατρικό απόρρητο και μπορούν συνεπώς να κοινοποιούνται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

(βλ. σκέψεις 150 και 151)