Language of document : ECLI:EU:C:2018:185

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 15ης Μαρτίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων στο περιβάλλον – Οδηγία 2011/92/ΕΕ – Δικαίωμα των μελών του ενδιαφερόμενου κοινού να ασκήσουν προσφυγή – Προσφυγή που ασκήθηκε πρόωρα – Έννοιες του μη απαγορευτικού κόστους και των αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού – Δυνατότητα εφαρμογής της Συμβάσεως του Ώρχους»

Στην υπόθεση C‑470/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) με απόφαση της 29ης Ιουλίου 2016, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Αυγούστου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

North East Pylon Pressure Campaign Limited,

Maura Sheehy

κατά

An Bord Pleanála,

The Minister for Communications,Energy and Natural Resources,

Ireland,

The Attorney General,

παρισταμένης της:

Eirgrid Plc,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, J.‑C. Bonichot (εισηγητή), A. Arabadjiev και E. Regan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Ιουνίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η North East Pylon Pressure Campaign Ltd και η Μ. Sheehy, εκπροσωπούμενες από τις D. Courtney και B. Sawey, solicitors, καθώς και από τους M. O’Donnell, barrister, C. Hughes, barrister, E. Keane, SC, και C. Bradley, SC,

–        το An Bord Pleanála, εκπροσωπούμενο από τους A. Doyle, solicitor, και B. Foley, barrister, καθώς και από την N. Butler, SC,

–        ο Attorney General και ο Minister for Communications, Climate Action and Environment (πρώην Minister for Communications, Energy and Natural Resources), εκπροσωπούμενοι από την E. Creedon, καθώς και από τον E. McKenna, επικουρούμενοι από τον M. McDowell, barrister,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον R. Mulcahy, SC, και την G. Gilmore, barrister,

–        η EirGrid plc, εκπροσωπούμενη από την D. Nagle, solicitor, καθώς και από τους S. Dodd, barrister, M. Cush, SC, και E. Cassidy, solicitor,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Zadra, G. Gattinara και J. Tomkin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 19ης Οκτωβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία, αφενός, του άρθρου 11 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 2012, L 26, σ. 1), και, αφετέρου, της Συμβάσεως για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, που υπογράφτηκε στο Ώρχους στις 25 Ιουνίου 1998 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση του Ώρχους).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της North East Pylon Pressure Campaign Limited και της Maura Sheehy και, αφετέρου, της An Bord Pleanála, του Minister for Communications, Energy and Natural Resources (Υπουργού Επικοινωνιών, Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, Ιρλανδία, στο εξής: Υπουργός), της Ιρλανδίας και του Attorney General, όσον αφορά την επιδίκαση των εξόδων σχετικά με την απόρριψη αιτήσεως χορηγήσεως άδειας για την άσκηση προσφυγής με αίτημα τον έλεγχο της νομιμότητας κατά της προηγούμενης διαδικασίας αδειοδοτήσεως που απαιτείται για τη δημιουργία διασυνδέσεως των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Το άρθρο 1 της Συμβάσεως του Ώρχους, με τίτλο «Στόχος», προβλέπει:

«Προκειμένου να συμβάλ[ει] στην προστασία του δικαιώματος κάθε ατόμου από τις παρούσες και μελλοντικές γενεές να ζει σε περιβάλλον κατάλληλο για την υγεία και την ευημερία του, κάθε μέρος εξασφαλίζει τα δικαιώματα της πρόσβασης σε πληροφορίες, της συμμετοχής του κοινού στη λήψη αποφάσεων και της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης.»

4        Το άρθρο 3 της Συμβάσεως αυτής, με τίτλο «Γενικές Διατάξεις», ορίζει, στην παράγραφο 8:

«Κάθε μέρος εξασφαλίζει ότι τα άτομα που ασκούν τα δικαιώματά τους σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης δεν υφίστανται κυρώσεις ούτε διώκονται ούτε παρενοχλούνται κατά οποιονδήποτε τρόπο για την ανάμιξή τους. Η παρούσα διάταξη δεν επηρεάζει τις εξουσίες των εθνικών δικαστηρίων να επιδικάζουν εύλογες δαπάνες σε δικαστικές διαδικασίες.»

5        Όσον αφορά το δικαίωμα του κοινού να συμμετέχει σε διαδικασία λήψης αποφάσεων σε θέματα περιβάλλοντος, το άρθρο 6 της εν λόγω συμβάσεως ορίζει λεπτομερείς κανόνες για τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημά της Ι, ενώ τα άρθρα 7 και 8 αφορούν ειδικότερα, το μεν πρώτο, σχέδια, προγράμματα και πολιτικές σχετικά με το περιβάλλον, το δε δεύτερο, την προπαρασκευή εκτελεστικών κανονισμών ή/και νομικώς δεσμευτικών κανονιστικών πράξεων γενικής εφαρμογής.

6        Κατά το άρθρο 9 της ίδιας Συμβάσεως, με τίτλο «Πρόσβαση στη δικαιοσύνη»:

«[…]

2.      Κάθε μέρος, στο πλαίσιο της εθνικής του νομοθεσίας, εξασφαλίζει ότι το ενδιαφερόμενο κοινό:

[…]

διαθέτει πρόσβαση σε διαδικασία επανεξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή/και άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου φορέα που καθορίζεται διά νόμου, προκειμένου να προσβάλει την ουσιαστική και τυπική νομιμότητα οποιασδήποτε απόφασης, πράξης ή παράλειψης που υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 6 και, σε περίπτωση που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3, άλλων σχετικών διατάξεων της παρούσας σύμβασης.

[…]

Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν αποκλείουν τη δυνατότητα προκαταρκτικής διαδικασίας επανεξέτασης ενώπιον διοικητικής αρχής και δεν επηρεάζουν την απαίτηση να εξαντληθούν οι διαδικασίες διοικητικής επανεξέτασης πριν από την προσφυγή σε διαδικασίες δικαστικής επανεξέτασης, σε περίπτωση που υφίσταται η εν λόγω απαίτηση βάσει του εθνικού δικαίου.

3.      Επιπλέον, και υπό την επιφύλαξη των διαδικασιών επανεξέτασης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, κάθε μέρος εξασφαλίζει ότι, σε περίπτωση που πληροί τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο, το κοινό διαθέτει πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να προσβάλει πράξεις και παραλείψεις από ιδιώτες και δημόσιες αρχές, οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού του δικαίου σχετικά με το περιβάλλον.

4.      Επιπλέον, και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 προβλέπουν κατάλληλη και αποτελεσματική επανόρθωση, συμπεριλαμβανομένων προσωρινών μέτρων, όπως ενδείκνυται, και είναι αμερόληπτες, δίκαιες, έγκαιρες και μη απαγορευτικά δαπανηρές. […]»

 Το δίκαιο της Ένωσης

7        Το άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92 ορίζει:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με [την] εθνική έννομη τάξη τους, το ενδιαφερόμενο κοινό:

[…]

έχει πρόσβαση σε μια διαδικασία εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου συσταθέντος νομοθετικώς, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού.

2.      Τα κράτη μέλη καθορίζουν σε ποια φάση είναι δυνατόν να προσβάλλονται αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις.

[…]

4.      Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν αποκλείουν τη δυνατότητα μιας προκαταρκτικής διαδικασίας αναθεώρησης ενώπιον διοικητικής αρχής και δεν θίγουν την απαίτηση να εξαντλούνται οι διοικητικές διαδικασίες αναθεώρησης πριν από την προσφυγή σε δικαστικές διαδικασίες αναθεώρησης, όπου υφίσταται τέτοιου είδους απαίτηση κατά το εθνικό δίκαιο.

Οι σχετικές διαδικασίες πρέπει να είναι ορθές, δίκαιες, εμπρόθεσμες και να μην έχουν απαγορευτικό κόστος.

[…]»

8        Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 347/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2013, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις διευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές, την κατάργηση της απόφασης 1364/2006/ΕΚ και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 713/2009, (ΕΚ) 714/2009 και (ΕΚ) 715/2009 (ΕΕ 2013, L 115, σ. 39), καθορίζει «τις κατευθυντήριες γραμμές για την έγκαιρη ανάπτυξη και διαλειτουργικότητα των διαδρόμων και ζωνών προτεραιότητας των διευρωπαϊκών ενεργειακών υποδομών».

9        Το άρθρο 8 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Οργάνωση της διαδικασίας χορήγησης αδειών», προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος «ορίζει εθνική αρμόδια αρχή, η οποία φέρει την ευθύνη της διευκόλυνσης και του συντονισμού της διαδικασίας χορήγησης αδειών για έργα κοινού ενδιαφέροντος».

 Το ιρλανδικό δίκαιο

10      Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η απαίτηση «να μην έχουν απαγορευτικό κόστος» που προβλέπεται στο άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92 περιλαμβάνεται στο άρθρο 50Β του Planning and Development Act, 2000 (νόμου του 2000 περί χωροταξικού σχεδιασμού και αναπτύξεως), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: νόμος του 2000), το οποίο ορίζει:

«1)      Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στα ακόλουθα είδη διαδικασιών:

a)      προσφυγή ενώπιον του High Court [(ανώτερου δικαστηρίου, Ιρλανδία)] για τον έλεγχο της νομιμότητας ή αίτηση χορηγήσεως άδειας για την άσκηση προσφυγής με αίτημα τον έλεγχο της νομιμότητας:

i)      αποφάσεως ή φερόμενης αποφάσεως που εκδόθηκε ή φέρεται εκδοθείσα·

ii)      πράξεως που τελέστηκε ή φέρεται τελεσθείσα ή

iii)      παραλείψεως οφειλόμενης ενέργειας, δυνάμει εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο:

[μεταξύ άλλων] διάταξη της οδηγίας [2011/92] […] για την οποία […] ισχύει το άρθρο 10α […]».

11      Το άρθρο 50Β, παράγραφος 3, του νόμου αυτού ορίζει:

«Το δικαστήριο, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, μπορεί να καταδικάζει στα δικαστικά έξοδα διάδικο διαδικασίας η οποία διέπεται από το παρόν άρθρο:

a)      εάν κρίνει ότι η άσκηση του κυρίου ή του αντίθετου προς το κύριο ενδίκου βοηθήματος από τον διάδικο είναι άσκοπη ή κακόβουλη·

b)      εξαιτίας της συμπεριφοράς του διαδίκου κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας·

c)      λόγω περιφρονήσεως του δικαστηρίου.»

12      Κατά το άρθρο 50Β, παράγραφος 4, του εν λόγω νόμου:

«Η παράγραφος 2 δεν θίγει τη δυνατότητα του δικαστηρίου να επιδικάζει δικαστικά έξοδα υπέρ διαδίκου σε περιπτώσεις εξαιρετικού δημοσίου συμφέροντος και οσάκις τούτο εξυπηρετεί την απονομή της δικαιοσύνης, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.»

13      Το άρθρο 3 του Environment (Miscellaneous Provisions) Act 2011 [νόμου του 2011 περί προστασίας του περιβάλλοντος (διάφορες διατάξεις), στο εξής: νόμος του 2011] προβλέπει:

«[…]

3)      Το δικαστήριο, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, μπορεί να καταδικάζει στα δικαστικά έξοδα διάδικο δίκης η οποία διέπεται από το παρόν άρθρο:

a)      εάν κρίνει ότι η άσκηση του κυρίου ή του αντίθετου προς το κύριο ενδίκου βοηθήματος από τον διάδικο είναι άσκοπη ή κακόβουλη·

b)      εξαιτίας της συμπεριφοράς του διαδίκου κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας·

c)      λόγω περιφρονήσεως του δικαστηρίου.

4)      Η παράγραφος 1 δεν θίγει τη δυνατότητα του δικαστηρίου να επιδικάζει δικαστικά έξοδα υπέρ διαδίκου σε περιπτώσεις εξαιρετικού δημοσίου συμφέροντος και οσάκις τούτο εξυπηρετεί την απονομή της δικαιοσύνης, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

[…]»

14      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου του 2011 ορίζει:

«Το άρθρο 3 εφαρμόζεται επί αστικών δικών, εξαιρουμένων των δικών της παραγράφου 3, οι οποίες κινούνται:

a)      για την εξασφάλιση της τηρήσεως ή την εκτέλεση εκ του νόμου υποχρεώσεως, προϋποθέσεως ή άλλης απαιτήσεως συνδεόμενης με παραχώρηση, οικοδομική άδεια, άδεια παραγωγής, μίσθωση ή άλλη άδεια κατασκευής έργου όπως εξειδικεύονται στην παράγραφο 4 ή

b)      λόγω παραβάσεως, ή μη τηρήσεως τέτοιας παραχωρήσεως, οικοδομικής άδειας, άδειας παραγωγής, μισθώσεως ή άδειας κατασκευής έργου όπως οι προαναφερόμενες,

και οσάκις η μη τήρηση ή η μη εκτέλεση της εκ του νόμου υποχρεώσεως, προϋποθέσεως ή άλλης απαιτήσεως του στοιχείου a ή η παράβαση ή η μη τήρηση του στοιχείου b έχει προκαλέσει, προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει περιβαλλοντική ζημία.

[…]»

15      Το άρθρο 8 του νόμου του 2011 προβλέπει ότι τα δικαστήρια λαμβάνουν υπόψη τη Σύμβαση του Ώρχους εν ανάγκη και αυτεπαγγέλτως.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16      Το 2015, η EirGrid plc, ιρλανδική κρατική επιχείρηση μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ζήτησε άδεια για την τοποθέτηση 300 περίπου πυλώνων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας με καλώδια υψηλής τάσης, μήκους 138 περίπου χιλιομέτρων, με σκοπό τη σύνδεση των ηλεκτρικών δικτύων της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και τη διασφάλιση της αξιοπιστίας του συστήματος ηλεκτροδοτήσεως της νήσου.

17      Κατά του έργου αυτού, που αποτελεί μέρος των «έργων κοινού ενδιαφέροντος» τα οποία προσδιορίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει του κανονισμού 347/2013, στράφηκε ομάδα πίεσης με την ονομασία North East Pylon Pressure Campaign (στο εξής: NEPP), στην οποία συμμετείχαν πολλοί ιδιοκτήτες ακινήτων και κάτοικοι τους οποίους θα μπορούσε δυνητικά να αφορά το εν λόγω έργο. Η εθνική αρχή που ορίστηκε, βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού αυτού, για τη διευκόλυνση και τον συντονισμό της διαδικασίας χορηγήσεως άδειας για το εν λόγω έργο διασυνδέσεως είναι το An Bord Pleanála, ιρλανδικό συμβούλιο προσφυγών σε ζητήματα χωροταξικού σχεδιασμού.

18      Το An Bord Pleanála είναι επίσης αρμόδιο για την έγκριση της άδειας χωροθετήσεως του εν λόγω έργου. Μετά την επίσημη αίτηση για τη χορήγηση άδειας χωροθετήσεως και την υποβολή εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων, το εν λόγω συμβούλιο συγκάλεσε προφορική ακρόαση στις 7 Μαρτίου 2016.

19      Στις 4 Μαρτίου 2016, η NEPP και η Μ. Sheehy επιχείρησαν να προσβάλουν τη διαδικασία χορηγήσεως αδείας χωροθετήσεως, επιδιώκοντας, ιδίως, να αποτρέψουν την προφορική ακρόαση. Προς τούτο, κατέθεσαν αίτηση για τη χορήγηση άδειας κινήσεως διαδικασίας δικαστικού ελέγχου, συνοδευόμενη από αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

20      Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι υποβλήθηκαν δεκαπέντε περίπου αιτήματα, προς στήριξη των οποίων προβλήθηκαν σαράντα περίπου λόγοι, αντλούμενοι, μεταξύ άλλων, από το ότι η EirGrid είχε τροποποιήσει τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν αρχικά στην έκθεση εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων την οποία είχε υποχρέωση να καταρτίσει κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2011/92, από ανεπάρκεια των δηλώσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της εκθέσεως εκτιμήσεως των επιπτώσεων σε περιοχή Natura 2000, από έλλειψη νομιμότητας μέρους της διαδικασίας χορηγήσεως αδείας χωροθετήσεως, από ασυμφωνία προς την εθνική νομοθεσία της αιτήσεως της EirGrid για τη χορήγηση αδείας, από παράβαση των απαιτήσεων που επιβάλλει η διεξαγωγή δίκαιης δίκης κατά την οργάνωση της ακροάσεως από το An Bord Pleanála και από αντικειμενικώς εμφανή μεροληψία του εν λόγω συμβουλίου, λόγω του ορισμού του από τον Υπουργό.

21      Δεδομένου ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίφθηκε, η ακρόαση ενώπιον του An Bord Pleanála πραγματοποιήθηκε κατά την ορισθείσα ημερομηνία.

22      Η διαδικασία χορηγήσεως αδείας συνεχίσθηκε και ο δικαστής που επιλήφθηκε της διαφοράς επέτρεψε στους προσφεύγοντες να συμπεριλάβουν ως καθών τον Υπουργό, ο οποίος είχε ορίσει το An Bord Pleanála, και τον Attorney General, καθώς και να συμπληρώσουν την αίτηση με την οποία προσέβαλαν τον ορισμό του An Bord Pleanála ως αρμόδιας αρχής. Η EirGrid παρενέβη στη διαδικασία.

23      Στις 12 Μαΐου 2016, μετά από τέσσερις ημέρες επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το αιτούν δικαστήριο αρνήθηκε να χορηγήσει άδεια για την άσκηση προσφυγής, με το αιτιολογικό ότι κατά το ιρλανδικό δίκαιο προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής είναι η έκδοση οριστικής αποφάσεως από το An Bord Pleanála, και, επομένως, η προσφυγή για την άσκηση της οποίας ζητείται η άδεια είναι πρόωρη.

24      Στο πλαίσιο της διαδικασίας κατόπιν της οποίας υποβλήθηκε η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς τον καταλογισμό των δικαστικών εξόδων που αφορούν τη διαδικασία χορηγήσεως άδειας για την άσκηση προσφυγής, το ποσό των οποίων υπερβαίνει τις 500 000 ευρώ.

25      Υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι η NEPP και η M. Sheehy δεν μπορούσαν να επικαλεσθούν το άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92, διότι η αίτηση για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως προσφυγής δεν περιοριζόταν μόνο στην προβολή των πλημμελειών της διαδικασίας εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων καθεαυτήν.

26      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επομένως ως προς τη συμβατότητα του ιρλανδικού δικαίου με τις διατάξεις της οδηγίας 2011/92 και τις διατάξεις της Συμβάσεως του Ώρχους που θεσπίζουν την απαίτηση ορισμένες δικαστικές διαδικασίες να μην έχουν απαγορευτικό κόστος.

27      Το δικαστήριο αυτό διευκρινίζει, συναφώς, ότι η Ιρλανδία δεν θέσπισε διάταξη περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/92. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι δεν έχει καθοριστεί το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο μπορεί να ασκηθεί προσφυγή προβλεπόμενη από την οδηγία αυτή, στα ιρλανδικά δικαστήρια εναπόκειται να κρίνουν, κατά περίπτωση, εάν η προσφυγή της οποίας επιλήφθηκαν ασκήθηκε στο προσήκον στάδιο της διαδικασίας ή είναι πρόωρη ή εκπρόθεσμη. Το ίδιο δικαστήριο επισημαίνει, εξάλλου, ότι ο νόμος του 2011 είναι περισσότερο περιοριστικός από τη Σύμβαση του Ώρχους, καθόσον εξαρτά τη δυνατότητα εφαρμογής του σε θέματα δικαστικών εξόδων από την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ της προβαλλόμενης παρανομίας και της βλάβης στο περιβάλλον.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Χωρεί στο πλαίσιο εθνικού δικαιικού συστήματος όπου ο νομοθέτης δεν έχει ορίσει ρητώς και οριστικώς σε ποιο στάδιο της διαδικασίας μπορεί απόφαση να προσβληθεί και όπου το ζήτημα αυτό επιλύεται δικαστικώς κατά περίπτωση, στο πλαίσιο της εξετάσεως κάθε επιμέρους ενδίκου βοηθήματος, σύμφωνα με τους κανόνες του common law, επίκληση του κατά το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας [2011/92] δικαιώματος προσφυγής σε διαδικασίες που δεν “έχουν απαγορευτικό κόστος” και στην περίπτωση διαδικασίας ενώπιον εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της οποίας κρίνεται εάν το υπό κρίση ένδικο βοήθημα ασκήθηκε στο προσήκον στάδιο;

2)      Ισχύει η προϋπόθεση ότι η διαδικασία δεν πρέπει να έχει “απαγορευτικό κόστος”, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας [2011/92], ως προς όλα τα στοιχεία της ένδικης διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας αμφισβητείται η νομιμότητα (κατά το εσωτερικό δίκαιο ή το δίκαιο της Ένωσης) αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως που υπόκειται στις περί συμμετοχής του κοινού διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, ή μόνον ως προς τα στοιχεία του ενδίκου αυτού βοηθήματος που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (ή, ειδικώς, μόνον ως προς τα στοιχεία του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος που άπτονται των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού);

3)      Περιλαμβάνουν οι όροι “αποφάσε[ις], πράξε[ις] ή παραλείψε[ις]” του άρθρου 11, παράγραφος 1, της οδηγίας [2011/92] τις διοικητικές αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο εξετάσεως αιτήσεως αδειοδοτήσεως έργου, ανεξαρτήτως αν οι αποφάσεις αυτές καθορίζουν οριστικά και αμετάκλητα τα εκ του νόμου δικαιώματα των διαδίκων;

4)      Πρέπει το εθνικό δικαστήριο, προς διασφάλιση της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας στους τομείς οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης για το περιβάλλον, να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο, στο μέτρο του δυνατού, με τους σκοπούς του άρθρου 9, παράγραφος 3, [της Συμβάσεως του Ώρχους]:

α)      στο πλαίσιο διαδικασίας αμφισβητήσεως του κύρους διαδικασίας αδειοδοτήσεως έργου κοινού ενδιαφέροντος που χαρακτηρίσθηκε ως τέτοιο βάσει του κανονισμού [347/2013] και/ή

β)      στο πλαίσιο διαδικασίας αμφισβητήσεως του κύρους διαδικασίας αδειοδοτήσεως έργου του οποίου η κατασκευή επηρεάζει ευρώτοπο χαρακτηρισθέντα ως τέτοιο βάσει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας [(ΕΕ 1992, L 206, σ. 7)];

5)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, υπό αʹ και/ή βʹ, αποκλείει η απαίτηση περί του ότι οι αιτούντες δικαστική προστασία πρέπει να “πληρ[ούν] τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του[ς] δίκαιο” τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι η Σύμβαση του Ώρχους έχει άμεσο αποτέλεσμα στην περίπτωση που οι αιτούντες δικαστική προστασία πληρούν όλα τα κριτήρια της εθνικής νομοθεσίας για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος και/ή έχουν προδήλως δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος:

α)      στο πλαίσιο διαδικασίας αμφισβητήσεως του κύρους διαδικασίας αδειοδοτήσεως έργου κοινού ενδιαφέροντος που χαρακτηρίσθηκε ως τέτοιο βάσει του κανονισμού [347/2013] και/ή

β)      στο πλαίσιο διαδικασίας αμφισβητήσεως του κύρους διαδικασίας αδειοδοτήσεως έργου του οποίου η κατασκευή επηρεάζει ευρώτοπο ο οποίος χαρακτηρίσθηκε ως τέτοιος βάσει της οδηγίας [92/43];

6)      Δύναται κράτος μέλος να εισαγάγει στη νομοθεσία εξαιρέσεις από τον κανόνα κατά τον οποίο οι σχετικές με ζητήματα περιβαλλοντικής νομοθεσίας διαδικασίες δεν πρέπει να έχουν απαγορευτικό κόστος, μολονότι τέτοια εξαίρεση δεν προβλέπεται από την οδηγία [2011/92] ή τη Σύμβαση του Ώρχους;

7)      Ειδικότερα, συνάδει προς τη Σύμβαση του Ώρχους η προβλεπόμενη στην εθνική νομοθεσία απαίτηση περί υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλομένης παράνομης πράξεως ή αποφάσεως και της περιβαλλοντικής ζημίας ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας με την οποία τίθεται σε εφαρμογή το άρθρο 9, παράγραφος 4, της εν λόγω Συμβάσεως, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι σχετικές με ζητήματα περιβαλλοντικής νομοθεσίας διαδικασίες δεν έχουν απαγορευτικό κόστος;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του τρίτου ερωτήματος

29      Με το πρώτο και το τρίτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/92 έχει την έννοια ότι η απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες έχει εφαρμογή σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, όπως αυτή της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας κρίνεται εάν μπορεί να επιτραπεί η άσκηση προσφυγής κατά τη διάρκεια διαδικασίας χορηγήσεως άδειας χωροθετήσεως, εφόσον το κράτος μέλος αυτό δεν έχει καθορίσει σε ποιο στάδιο μπορεί να ασκηθεί προσφυγή.

30      Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, η απαίτηση του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/92 αφορά το σύνολο των δαπανών που προκύπτουν από τη συμμετοχή στην ένδικη διαδικασία. Επομένως, το ζήτημα του τυχόν απαγορευτικού κόστους πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο ενδιαφερόμενος διάδικος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Edwards και Pallikaropoulos, C‑260/11, EU:C:2013:221, σκέψεις 27 και 28).

31      Επομένως, όταν το εθνικό δικονομικό δίκαιο προβλέπει ότι πρέπει να ζητείται άδεια πριν από την άσκηση προσφυγής η οποία καλύπτεται από την απαίτηση του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/92, τότε το ίδιο ισχύει και για τα έξοδα που αφορούν τη διαδικασία με την οποία ζητείται η εν λόγω άδεια.

32      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση κατά την οποία, όπως στη διαδικασία της κύριας δίκης, η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία δεν καθόρισε σε ποιο στάδιο πρέπει να ασκηθεί η προσφυγή, όπως το επιβάλλει το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/92, οπότε σκοπός της εν λόγω διαδικασίας είναι να εκτιμηθεί εάν η προσφυγή έχει ασκηθεί στο προσήκον στάδιο.

33      Δεν ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός ότι η αίτηση για την άσκηση προσφυγής υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια διαδικασίας για τη χορήγηση άδειας χωροθετήσεως και όχι διαδικασίας κατά αποφάσεως με την οποία περατώνεται οριστικά η διαδικασία αυτή. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 101 έως 108 των προτάσεών του, η οδηγία 2011/92 ούτε απαιτεί ούτε απαγορεύει την άσκηση των προσφυγών που καλύπτονται από την εγγύηση περί μη απαγορευτικού κόστους κατά αποφάσεων που περατώνουν οριστικά διαδικασία χορηγήσεως άδειας, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης πολυμορφίας στις διαδικασίες λήψεως περιβαλλοντικών αποφάσεων, αλλά προβλέπει απλώς την υποχρέωση των κρατών μελών να καθορίσουν σε ποιο στάδιο μπορεί να ασκηθεί προσφυγή.

34      Επομένως, στο πρώτο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/92 έχει την έννοια ότι η απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες έχει εφαρμογή σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, όπως αυτή της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας κρίνεται εάν μπορεί να επιτραπεί η άσκηση προσφυγής κατά τη διάρκεια διαδικασίας χορηγήσεως άδειας χωροθετήσεως, και τούτο κατά μείζονα λόγο όταν το κράτος μέλος αυτό δεν έχει καθορίσει σε ποιο στάδιο μπορεί να ασκηθεί προσφυγή.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

35      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν, στην περίπτωση που ο προσφεύγων προβάλλει συγχρόνως ισχυρισμούς που αντλούνται από παράβαση των κανόνων περί συμμετοχής του κοινού σε διαδικασία λήψεως αποφάσεων για περιβαλλοντικά θέματα και ισχυρισμούς που αντλούνται από παράβαση άλλων κανόνων, η απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/92 έχει εφαρμογή στα δικαστικά έξοδα που αφορούν το σύνολο της προσφυγής ή μόνο στα δικαστικά έξοδα που αφορούν το μέρος της προσφυγής που στηρίζεται στους κανόνες περί συμμετοχής του κοινού.

36      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/92, οι προσφυγές που αποτελούν αντικείμενο της προστασίας κατά του απαγορευτικού κόστους είναι οι βάλλουσες κατά των αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων «που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού». Η γραμματική ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως οδηγεί, επομένως, στο συμπέρασμα ότι στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν τα δικαστικά έξοδα που αφορούν μόνον τις πτυχές μιας διαφοράς που συνίστανται στην προβολή του δικαιώματος του κοινού να συμμετέχει στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων σύμφωνα με τους σαφείς κανόνες που καθορίζονται συναφώς από την οδηγία.

37      Η προσέγγιση αυτή ενισχύεται από τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/92.

38      Η οδηγία αυτή περιλαμβάνει, πράγματι, όχι μόνο κανόνες σχετικούς με την ενημέρωση, τη συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, αλλά επίσης, γενικότερα, κανόνες εναρμονίσεως σε θέματα εκτιμήσεως των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον.

39      Επομένως, παραπέμποντας ρητώς, με το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/92, μόνο στις διατάξεις του νομοθετικού αυτού κειμένου που αφορούν τη συμμετοχή του κοινού, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να αποκλείσει από την εγγύηση περί μη απαγορευτικού κόστους τις προσφυγές που στηρίζονται σε οποιοδήποτε άλλον κανόνα της οδηγίας αυτής, και κατά μείζονα λόγο σε οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα είτε της Ένωσης είτε των κρατών μελών.

40      Η ερμηνεία αυτή δεν κλονίζεται ούτε υπό το πρίσμα του σκοπού της οδηγίας 2011/92, ο οποίος συνίσταται μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της 19 έως 21, στη μεταφορά στο παράγωγο δίκαιο των διατάξεων του άρθρου 9, παράγραφοι 2 και 4, της Συμβάσεως του Ώρχους.

41      Πράγματι, οι διατάξεις αυτές παραπέμπουν, για τον προσδιορισμό του αντικειμένου των προσφυγών οι οποίες δεν πρέπει να έχουν απαγορευτικό κόστος, στις προσφυγές που βάλλουν κατά αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων «που υπόκεινται στις διατάξεις του άρθρου 6» της ως άνω Συμβάσεως, δηλαδή σε ορισμένους κανόνες που διέπουν τη συμμετοχή του κοινού σε διαδικασία λήψης αποφάσεων για περιβαλλοντικά θέματα, με την επιφύλαξη της δυνατότητας του εσωτερικού δικαίου να προβλέψει διαφορετικά, επεκτείνοντας τη διασφάλιση αυτή και σε άλλες σχετικές διατάξεις της εν λόγω Συμβάσεως.

42      Επομένως, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε απλώς να υιοθετήσει την απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες προσφυγές, όπως η απαίτηση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 4, της Συμβάσεως του Ώρχους, κάθε ερμηνεία της εν λόγω απαιτήσεως, κατά την οδηγία 2011/92, υπό την έννοια ότι η απαίτηση αυτή εφαρμόζεται και σε άλλες προσφυγές πέραν αυτών που στρέφονται κατά αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που αφορούν τη διαδικασία συμμετοχής του κοινού που καθορίζει η οδηγία αυτή, θα αποτελούσε ερμηνεία που υπερβαίνει τις προθέσεις του νομοθέτη.

43      Οσάκις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αιτήσεως χορηγήσεως άδειας κατόπιν της οποίας κινήθηκε η διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων στην κύρια δίκη, προσφυγή βάλλουσα κατά διαδικασίας που καλύπτεται από την οδηγία 2011/92 αναμιγνύει νομικές εκτιμήσεις αντλούμενες από κανόνες περί συμμετοχής του κοινού με επιχειρήματα άλλης φύσεως, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαχωρίσει, ex æquo et bono και σύμφωνα με τους εφαρμοστέους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, τα έξοδα που συνδέονται με καθένα από τα δύο είδη επιχειρημάτων, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι η απαίτηση περί μη απαγορευτικού κόστους εφαρμόζεται στο μέρος εκείνο της προσφυγής που στηρίζεται στους κανόνες περί συμμετοχής του κοινού.

44      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, οσάκις ο προσφεύγων προβάλλει συγχρόνως ισχυρισμούς που αντλούνται από παράβαση των κανόνων περί συμμετοχής του κοινού σε διαδικασία λήψεως αποφάσεων για περιβαλλοντικά θέματα και ισχυρισμούς που αντλούνται από παράβαση άλλων κανόνων, η απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/92 έχει εφαρμογή μόνο στα δικαστικά έξοδα που αφορούν το μέρος της προσφυγής που στηρίζεται στην παράβαση των κανόνων περί συμμετοχής του κοινού.

 Επί του τετάρτου και του πέμπτου ερωτήματος

45      Με το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν και σε ποιον βαθμό το άρθρο 9, παράγραφοι 3 και 4, της Συμβάσεως του Ώρχους έχει την έννοια ότι, για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική ένδικη προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο περιβάλλοντος της Ένωσης, η απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες έχει εφαρμογή στις πτυχές μιας διαφοράς που δεν θα καλύπτονταν από την εν λόγω απαίτηση, όπως αυτή προσδιορίστηκε, σύμφωνα με την οδηγία 2011/92, στην απάντηση που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα, και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιες συνέπειες πρέπει να συναγάγει ο εθνικός δικαστής στο πλαίσιο διαφοράς όπως αυτή της κύριας δίκης.

46      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας της Συμβάσεως του Ώρχους, η οποία υπογράφτηκε από την Κοινότητα και, εν συνεχεία, εγκρίθηκε με την απόφαση 2005/370 και της οποίας οι διατάξεις αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξης της Ένωσης (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie, C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 30).

47      Ενώ η παράγραφος 2 του άρθρου 9 της Συμβάσεως αυτής καθιερώνει δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής προκειμένου να γίνει σεβαστό το δικαίωμα του κοινού να συμμετέχει στην διαδικασία λήψης αποφάσεων σε περιβαλλοντικά θέματα, η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου αφορά, γενικότερα, το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής του ενδιαφερόμενου κοινού προκειμένου να προσβάλει πράξεις ή παραλείψεις ιδιωτών και δημόσιων αρχών, οι οποίες συνιστούν παράβαση των εθνικών διατάξεων του δικαίου του περιβάλλοντος.

48      Η παράγραφος 4 του εν λόγω άρθρου, η οποία καθορίζει τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχουν οι προσφυγές και προβλέπει, ιδίως, ότι δεν πρέπει να έχουν απαγορευτικό κόστος, εφαρμόζεται ρητώς τόσο στις προσφυγές που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 3 όσο και σε εκείνες που διαλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 2.

49      Επομένως, η απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες που προβλέπεται από τη Σύμβαση του Ώρχους πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει εφαρμογή σε διαδικασία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθόσον με αυτήν προσβάλλεται, με βάση το εθνικό δίκαιο περιβάλλοντος, διαδικασία εκδόσεως άδειας χωροθετήσεως.

50      Εξάλλου, όπως επανειλημμένα έχει κρίνει το Δικαστήριο, όταν διάταξη του δικαίου της Ένωσης μπορεί να εφαρμοστεί τόσο σε καταστάσεις που εμπίπτουν στο εθνικό δίκαιο όσο και σε καταστάσεις που εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, υφίσταται συμφέρον για ομοιόμορφη ερμηνεία της διατάξεως αυτής, ανεξάρτητα από τις συνθήκες υπό τις οποίες πρόκειται να εφαρμοστεί, προκειμένου να αποφευχθούν στο μέλλον ερμηνευτικές αποκλίσεις (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie, C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Έπεται εντεύθεν ότι η ερμηνεία που δόθηκε στο πλαίσιο της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, ως προς το αν η απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες είναι δυνατό να εφαρμοσθεί σε διαδικασία ενώπιον εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της οποίας κρίνεται αν μπορεί να χορηγηθεί άδεια ασκήσεως προσφυγής, μπορεί να εφαρμοσθεί και ως προς το άρθρο 9, παράγραφοι 3 και 4, της Συμβάσεως του Ώρχους.

52      Όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να συναγάγει ο εθνικός δικαστής από το συμπέρασμα αυτό σε διαφορά όπως αυτή της κύριας δίκης, υπενθυμίζεται ότι ούτε η παράγραφος 3 ούτε η παράγραφος 4 του άρθρου 9 της Συμβάσεως του Ώρχους περιλαμβάνουν υποχρέωση απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως σαφή, ικανή να ρυθμίζει άμεσα τη νομική κατάσταση των ιδιωτών (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie, C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 45, και της 28ης Ιουλίου 2016, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ., C‑543/14, EU:C:2016:605, σκέψη 50).

53      Επισημαίνεται ωστόσο ότι οι διατάξεις αυτές, μολονότι δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα, αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος.

54      Ελλείψει κανονιστικής ρυθμίσεως της Ένωσης ως προς τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τις προσφυγές οι οποίες αποσκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχονται στους πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να θεσπίσει τους κανόνες αυτούς, τα δε κράτη μέλη έχουν την ευθύνη να διασφαλίσουν, σε κάθε περίπτωση, την αποτελεσματική προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων (βλ., ιδίως, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie, C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 47).

55      Προς τούτο, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, οι δικονομικοί κανόνες σχετικά με προσφυγές οι οποίες αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που παρέχει στους πολίτες το δίκαιο της Ένωσης δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., ιδίως, απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, Impact, C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψη 46).

56      Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 9, παράγραφοι 3 και 4, της Συμβάσεως του Ώρχους που θα καθιστά αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή στην πράξη την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη της Ένωσης, διότι άλλως θα διακυβευόταν η αποτελεσματική προστασία του δικαίου της Ένωσης για το περιβάλλον, εν προκειμένω της οδηγίας 2011/92 και του κανονισμού 347/2013 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie, C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 49).

57      Συνεπώς, οσάκις τίθεται ζήτημα εφαρμογής του εθνικού δικαίου περιβάλλοντος, ιδίως στο πλαίσιο της εκτέλεσης έργου κοινού ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του κανονισμού 347/2013, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να ερμηνεύσει το εθνικό δικονομικό δίκαιο κατά τρόπον ώστε η ερμηνεία αυτή να είναι, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνη με τους σκοπούς που καθορίζονται στο άρθρο 9, παράγραφοι 3 και 4, της Συμβάσεως του Ώρχους και, ως εκ τούτου, το κόστος των ένδικων διαδικασιών να μην είναι απαγορευτικό.

58      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο τέταρτο και στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφοι 3 και 4, της Συμβάσεως του Ώρχους έχει την έννοια ότι, για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική ένδικη προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο περιβάλλοντος της Ένωσης, η απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες έχει εφαρμογή στο μέρος της προσφυγής που δεν θα καλυπτόταν από την εν λόγω απαίτηση, όπως αυτή προσδιορίστηκε, σύμφωνα με την οδηγία 2011/92, στην απάντηση που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα, στον βαθμό που ο προσφεύγων επιδιώκει με τον τρόπο αυτόν να διασφαλίσει την τήρηση του εθνικού δικαίου περιβάλλοντος. Οι διατάξεις αυτές δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα, αλλά εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να ερμηνεύσει το εθνικό δικονομικό δίκαιο έτσι ώστε να συμφωνεί, στο μέτρο του δυνατού, με τις εν λόγω διατάξεις.

 Επί του έκτου και του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος

59      Με το έκτο και το έβδομο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το κράτος μέλος μπορεί να παρεκκλίνει από την απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες, η οποία επιβάλλεται από τη Σύμβαση του Ώρχους και την οδηγία 2011/92, στην περίπτωση που η άσκηση της προσφυγής κριθεί άσκοπη ή κακόβουλη ή στην περίπτωση που δεν υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ της φερόμενης παραβάσεως του εθνικού δικαίου περιβάλλοντος και της βλάβης που υπέστη το περιβάλλον.

60      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι η απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες, η οποία προβλέπεται τόσο στο άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/92 όσο και στο άρθρο 9, παράγραφος 4, της Συμβάσεως του Ώρχους, ουδόλως απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να επιδικάζουν δικαστικά έξοδα σε βάρος του προσφεύγοντος. Τούτο προκύπτει ρητώς από τη Σύμβαση του Ώρχους, προς την οποία το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ευθυγραμμισθεί καταλλήλως, καθόσον το άρθρο 3, παράγραφος 8, της Συμβάσεως αυτής διευκρινίζει ότι ουδόλως θίγεται η εξουσία των εθνικών δικαστηρίων να επιδικάζουν εύλογες δαπάνες σε ένδικες διαδικασίες (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Edwards και Pallikaropoulos, C‑260/11, EU:C:2013:221, σκέψεις 25 και 26).

61      Επιτρέπεται επομένως, στο εθνικό δικαστήριο να λάβει υπόψη παράγοντες όπως, ιδίως, τις εύλογες πιθανότητες ευδοκιμήσεως της προσφυγής ή τον άσκοπο ή κακόβουλο χαρακτήρα της, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό των δικαστικών εξόδων που επιδικάζεται στον αιτούντα δεν είναι παράλογα υψηλό.

62      Σχετικά με το κατά πόσον μια εθνική νομοθεσία που μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο τη Σύμβαση του Ώρχους όσον αφορά τα έξοδα της δίκης, όπως ο νόμος του 2011, μπορεί να εξαρτά την εφαρμογή της απαιτήσεως να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες από την ύπαρξη επαρκούς συνδέσμου μεταξύ της ελλείψεως νομιμότητας που προβλήθηκε βάσει του εθνικού δικαίου περιβάλλοντος και της βλάβης που προκλήθηκε στο περιβάλλον, επιβάλλεται η παραπομπή στο γράμμα της εν λόγω Συμβάσεως.

63      Συγκεκριμένα, η απαίτηση αυτή έχει εφαρμογή, δυνάμει του συνδυασμού των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 9 της Συμβάσεως αυτής, στις διαδικασίες προσβολής πράξεων ή παραλείψεων ιδιωτών ή δημόσιων αρχών «οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού […] δικαίου σχετικά με το περιβάλλον».

64      Επομένως, τα συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω Συμβάσεως είχαν πέραν κάθε αμφιβολίας την πρόθεση να εφαρμόσουν την προστασία από το απαγορευτικό κόστος των προσφυγών, το αντικείμενο των οποίων είναι η τήρηση της in abstracto περιβαλλοντικής νομιμότητας, χωρίς να θέσουν ως προϋπόθεση της προστασίας αυτής την απόδειξη υπάρξεως συνδέσμου με βλάβη για το περιβάλλον, υφιστάμενη ή κατά μείζονα λόγο δυνητική.

65      Στο έκτο και στο έβδομο ερώτημα πρέπει, επομένως, να δοθεί η απάντηση ότι το κράτος μέλος δεν μπορεί να παρεκκλίνει από την απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες, η οποία επιβάλλεται από το άρθρο 9, παράγραφος 4, της Συμβάσεως του Ώρχους και από το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/92, στην περίπτωση που η άσκηση της προσφυγής κριθεί άσκοπη ή κακόβουλη ή στην περίπτωση που δεν υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ της φερόμενης παραβάσεως του εθνικού δικαίου περιβάλλοντος και της βλάβης που υπέστη το περιβάλλον.

 Επί των δικαστικών εξόδων

66      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, έχει την έννοια ότι η απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες έχει εφαρμογή σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, όπως αυτή της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας κρίνεται εάν μπορεί να επιτραπεί η άσκηση προσφυγής κατά τη διάρκεια διαδικασίας χορηγήσεως άδειας χωροθετήσεως, και τούτο κατά μείζονα λόγο όταν το κράτος μέλος αυτό δεν έχει καθορίσει σε ποιο στάδιο μπορεί να ασκηθεί προσφυγή.

2)      Οσάκις ο προσφεύγων προβάλλει συγχρόνως ισχυρισμούς που αντλούνται από παράβαση των κανόνων περί συμμετοχής του κοινού σε διαδικασία λήψεως αποφάσεων για περιβαλλοντικά θέματα και ισχυρισμούς που αντλούνται από παράβαση άλλων κανόνων, η απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/92 έχει εφαρμογή μόνο στα δικαστικά έξοδα που αφορούν το μέρος της προσφυγής που στηρίζεται στην παράβαση των κανόνων περί συμμετοχής του κοινού.

3)      Το άρθρο 9, παράγραφοι 3 και 4, της Συμβάσεως για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, που υπογράφτηκε στο Ώρχους στις 25 Ιουνίου 1998 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, έχει την έννοια ότι, για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική ένδικη προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο περιβάλλοντος της Ένωσης, η απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες έχει εφαρμογή στο μέρος της προσφυγής που δεν θα καλυπτόταν από την εν λόγω απαίτηση, όπως αυτή προσδιορίστηκε, σύμφωνα με την οδηγία 2011/92, στην απάντηση που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα, στον βαθμό που ο προσφεύγων επιδιώκει με τον τρόπο αυτόν να διασφαλίσει την τήρηση του εθνικού δικαίου περιβάλλοντος. Οι διατάξεις αυτές δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα, αλλά εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να ερμηνεύσει το εθνικό δικονομικό δίκαιο έτσι ώστε να συμφωνεί, στο μέτρο του δυνατού, με τις εν λόγω διατάξεις.

4)      Το κράτος μέλος δεν μπορεί να παρεκκλίνει από την απαίτηση να μην έχουν απαγορευτικό κόστος ορισμένες ένδικες διαδικασίες, η οποία επιβάλλεται από τη Σύμβαση σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα και από το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/92, στην περίπτωση που η άσκηση της προσφυγήςκριθεί άσκοπη ή κακόβουλη ή στην περίπτωση που δεν υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ της φερόμενης παραβάσεως του εθνικού δικαίου περιβάλλοντος και της βλάβης που υπέστη το περιβάλλον.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.