Language of document : ECLI:EU:T:2015:819

Υπόθεση T‑126/13

Direct Way

και

Directway Worldwide

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Διαγωνισμός — Μεταφορά των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — Απόφαση περί κηρύξεως διαγωνισμού ως άγονου, διακοπής του και προσφυγής σε διαδικασία με διαπραγμάτευση — Ανάθεση της συμβάσεως σε άλλο προσφέροντα — Ίση μεταχείριση — Ουσιαστική τροποποίηση των αρχικών όρων της συμβάσεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 29ης Οκτωβρίου 2015

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προθεσμίες — Έναρξη — Πράξη που δεν δημοσιεύτηκε ούτε κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα — Ακριβής γνώση του περιεχομένου και της αιτιολογίας — Υποχρέωση να ζητηθεί το πλήρες κείμενο της πράξεως εντός εύλογης προθεσμίας αφότου έγινε γνωστή η ύπαρξή της

(Άρθρο 263, εδ. 6, ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Έννοια — Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — Απόφαση περί διεξαγωγής διαγωνισμού — Δεν εμπίπτει — Απόφαση αναθέσεως — Εμπίπτει

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 91· κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 127 § 1, στοιχείο aʹ)

3.      Ένδικη διαδικασία — Ένσταση απαραδέκτου για λόγους δημοσίας τάξεως — Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή

[Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 113]

4.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προθεσμίες — Έναρξη — Ημερομηνία δημοσιεύσεως — Ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση της πράξεως ο ενδιαφερόμενος — Επικουρικός χαρακτήρας — Δημοσίευση ανακοινώσεως αποτελεσμάτων διαγωνισμού περιέχουσας συνοπτικές πληροφορίες οι οποίες δεν επιτρέπουν στους προσφεύγοντες να ασκήσουν λυσιτελώς το δικαίωμα προσφυγής τους — Μη έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής λόγω της δημοσιεύσεως αυτής

(Άρθρο 263, εδ. 6, ΣΛΕΕ)

5.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προθεσμίες — Έναρξη — Ημερομηνία κοινοποιήσεως της αποφάσεως — Ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση της πράξεως ο ενδιαφερόμενος — Κοινοποίηση πράξεως με ηλεκτρονικό μήνυμα

(Άρθρο 263, εδ. 6, ΣΛΕΕ)

6.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή κατά εκτελεσθείσας πράξεως — Προσφυγή υποψηφίου στο πλαίσιο διαγωνισμού κατά αποφάσεως αναθέσεως σε άλλο υποψήφιο — Παραδεκτό

(Άρθρα 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ και 266 ΣΛΕΕ)

7.      Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Λόγος που αφορά παρατυπίες προγενέστερης πράξεως μη προσβληθείσας εμπροθέσμως — Απαράδεκτο

(Άρθρο 263, εδ. 6, ΣΛΕΕ)

8.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών — Υποχρέωση τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων — Ανάγκη διασφαλίσεως ίσων ευκαιριών και συμμορφώσεως προς την αρχή της διαφάνειας — Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 89 § 1)

9.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών — Ανάθεση συμβάσεων — Προσφυγή σε διαδικασία με διαπραγμάτευση μετά την περάτωση ανοικτής διαδικασίας — Ανάθεση συμβάσεως σε υποψήφιο που υπέβαλε προσφορά προτείνουσα υψηλότερη τιμή σε σχέση με αυτή που πρότεινε αποκλεισθείς υποψήφιος στο πλαίσιο της ανοικτής διαδικασίας — Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 89 § 1· κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 127 § 1, στοιχείο aʹ)

10.    Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαγωνισμός — Ανάθεση συμβάσεων — Προσφυγή σε διαδικασία με διαπραγμάτευση μετά την περάτωση ανοικτής διαδικασίας — Δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής να τροποποιήσει όρους της συμβάσεως — Όρια — Τροποποίηση του όρου που αφορά την τιμή — Επιτρέπεται

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου· κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρα 127 § 1, στοιχείο aʹ, και 130)

11.    Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαγωνισμός — Εφαρμογή των κανόνων ή αρχών που διατυπώνονται ή συνάγονται στο πλαίσιο των οδηγιών περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών — Προϋπόθεση — Συγκρίσιμος χαρακτήρας των εν λόγω κανόνων ή αρχών με τις διατάξεις που εφαρμόζονται στις δημόσιες συμβάσεις της Ένωσης

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου· κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 127 § 1, στοιχείο aʹ· οδηγία 92/50 του Συμβουλίου)

12.    Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Έλλειψη νομιμότητας — Ζημία — Αιτιώδης σύνδεσμος — Σωρευτικές προϋποθέσεις — Μη συνδρομή μιας εκ των προϋποθέσεων — Απόρριψη της αγωγής αποζημιώσεως στο σύνολό της

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 22-24)

2.      Συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, μόνον τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των προσφευγόντων, τροποποιώντας ουσιωδώς τη νομική κατάστασή τους. Συναφώς, η απόφαση περί διεξαγωγής διαγωνισμού δεν θίγει τους ενδιαφερομένους, καθόσον τους παρέχει απλώς τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία και υποβολής προσφοράς. Επομένως, σε περίπτωση που οι προσφεύγοντες έλαβαν μέρος σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, η απόφαση περί κινήσεώς της δεν είναι ικανή να τους βλάψει.

Εξάλλου, μολονότι η διαδικασία με διαπραγμάτευση μπορεί να κινηθεί μόνον αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, όπως σε περίπτωση παράτυπων ή απαράδεκτων προσφορών στο πλαίσιο ανοικτής διαδικασίας μετά την ολοκλήρωση αυτής, τις οποίες προβλέπει το άρθρο 127, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2342/2002 για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002, εντούτοις, συνιστά αυτοτελή και διακριτή διαδικασία σε σχέση με κάθε άλλη διαδικασία για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως και, ειδικότερα, σε σχέση με την ανοικτή διαδικασία, κατά την έννοια του άρθρου 91 του κανονισμού 1605/2002 για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(βλ. σκέψεις 26-28)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 30)

4.      Από το γράμμα του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το κριτήριο του χρόνου κατά τον οποίο ο προσφεύγων λαμβάνει γνώση της πράξεως και από τον οποίο αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής έχει δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με τη δημοσίευση ή την κοινοποίηση της πράξεως.

Όσον αφορά απόφαση αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως η οποία δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στο Διαδίκτυο, σε περίπτωση που το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο δημοσιεύει απλώς ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διαγωνισμού περιέχουσα συνοπτικές πληροφορίες οι οποίες δεν επιτρέπουν στους προσφεύγοντες να ασκήσουν λυσιτελώς το δικαίωμα προσφυγής τους ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως αναθέσεως δεν μπορεί να αποτελεί το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως. Υπό αυτές τις συνθήκες, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία κατά την οποία οι προσφεύγοντες έλαβαν ακριβή γνώση του περιεχομένου και της αιτιολογίας της επίμαχης πράξεως ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν λυσιτελώς το δικαίωμα προσφυγής τους.

(βλ. σκέψεις 31, 34, 35)

5.      Προσήκουσα κοινοποίηση αποφάσεως υπάρχει, κατά την έννοια του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αφότου η απόφαση γνωστοποιείται στον αποδέκτη της και αυτός έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου της, πράγμα που καθιστά έγκυρη την κοινοποίηση με ηλεκτρονικό μήνυμα. Η ίδια συλλογιστική μπορεί να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση όσον αφορά κοινοποίηση του Κοινοβουλίου από την οποία μπορούν να συναχθούν το περιεχόμενο και η αιτιολογία της αποφάσεως αναθέσεως.

Εντούτοις, η αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος δεν εγγυάται αυτομάτως την πραγματική παραλαβή του από τον αποδέκτη του. Πράγματι, ενδέχεται ένα ηλεκτρονικό μήνυμα να μην περιέλθει σε αυτόν για τεχνικούς λόγους. Επιπλέον, ακόμη και όταν ένα ηλεκτρονικό μήνυμα περιέρχεται όντως στον αποδέκτη του, ενδέχεται η παραλαβή του να μην έγινε κατά την ημερομηνία της αποστολής του.

(βλ. σκέψεις 37, 38)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 42, 44)

7.      Η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι δημόσιας τάξεως, η δε αυστηρή εφαρμογή των σχετικών με τις δικονομικές προθεσμίες ρυθμίσεων της Ένωσης ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη αποτροπής κάθε είδους δυσμενούς διακρίσεως ή αυθαίρετης μεταχειρίσεως κατά την απονομή της δικαιοσύνης.

Υπό αυτές τις συνθήκες, αν γινόταν δεκτό ότι ο προσφεύγων μπορεί, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως, να προβάλλει τον παράνομο χαρακτήρα προγενέστερης πράξεως της ιδίας φύσεως, την οποία θα μπορούσε να προσβάλει ευθέως, θα του παρεχόταν η δυνατότητα να προσβάλλει εμμέσως προγενέστερες αποφάσεις οι οποίες δεν προσβλήθηκαν εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, να παρακάμπτει την εν λόγω προθεσμία.

(βλ. σκέψεις 57, 58)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 62-65)

9.      Δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων το γεγονός ότι η αναθέτουσα αρχή επέλεξε προσφορά στο πλαίσιο διαδικασίας με διαπραγμάτευση που πρότεινε τιμή ελαφρώς χαμηλότερη σε σχέση με την τιμή που είχε προτείνει αποκλεισθείς υποψήφιος στο πλαίσιο ανοικτής διαδικασίας. Ειδικότερα, πρώτον, μολονότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί να προσφύγει σε διαδικασία με διαπραγμάτευση μόνο παρουσία ειδικών περιστάσεων, όπως ενδεικτικώς σε περίπτωση παράτυπων ή απαράδεκτων προσφορών στο πλαίσιο ανοικτής διαδικασίας μετά την ολοκλήρωση αυτής, τις οποίες διαλαμβάνει το άρθρο 127, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2342/2002 για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002, εντούτοις, συνιστά αυτοτελή και διακριτή διαδικασία σε σχέση με κάθε άλλη διαδικασία για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως και, ειδικότερα, σε σχέση με την ανοικτή διαδικασία. Συναφώς, δεν είναι δυνατή η σύγκριση της τιμής που πρότεινε ο αποκλεισθείς υποψήφιος στο πλαίσιο της ανοικτής διαδικασίας με την τιμή που πρότεινε ο ανάδοχος στο πλαίσιο της διαδικασίας με διαπραγμάτευση, καθόσον πρόκειται για δύο διακριτές διαδικασίες.

Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η κατάσταση αποκλεισθέντος υποψηφίου στο πλαίσιο της ανοικτής διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί ως συγκρίσιμη με την κατάσταση του αναδόχου στο πλαίσιο της διαδικασίας με διαπραγμάτευση, το οποίο δεν ισχύει, στο πλαίσιο αναθέσεως βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, η τιμή αποτελεί ένα μόνο από τα τέσσερα κριτήρια αναθέσεως. Κατά συνέπεια, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αναθέσει τη σύμβαση στον προσφέροντα που προτείνει την υψηλότερη τιμή, αλλά η προσφορά του οποίου είναι ποιοτικώς καλύτερη υπό το πρίσμα των λοιπών κριτηρίων αναθέσεως.

(βλ. σκέψεις 67, 69, 72)

10.    Ούτε από το άρθρο 127, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2342/2002 για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 ούτε από το άρθρο 130 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η τιμή που προτείνει ένας από τους προσφέροντες στο πλαίσιο της ανοικτής διαδικασίας πρέπει να θεωρηθεί ως αρχικός όρος της συμβάσεως μη δυνάμενος να τροποποιηθεί ουσιαστικώς. Αντιθέτως, από το εν λόγω άρθρο 130 μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι αρχικοί όροι της συμβάσεως περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής, τα κριτήρια αναθέσεως και τη στάθμισή τους καθώς και τις τεχνικές προδιαγραφές. Επιπλέον, θα ήταν παράλογο να θεωρηθεί ότι η τιμή που πρότεινε υποψήφιος στο πλαίσιο ανοικτής διαδικασίας πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι η ανώτερη δυνατή τιμή που μπορεί να προταθεί στο πλαίσιο διακριτής διαδικασίας, ιδίως όταν η σύμβαση ανατίθεται με κριτήριο την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, ήτοι κατόπιν αξιολογήσεως η οποία γίνεται με γνώμονα και ποιοτικά κριτήρια και επομένως όχι μόνο βάσει της προτεινόμενης τιμής.

(βλ. σκέψεις 88, 89)

11.    Μολονότι οι οδηγίες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών δεν έχουν άμεση εφαρμογή στις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται από τη διοίκηση της Ένωσης, εντούτοις, οι κανόνες ή οι αρχές που κατοχυρώνονται ή συνάγονται στο πλαίσιο των εν λόγω οδηγιών μπορούν να προβληθούν κατά της διοικήσεως αυτής στον βαθμό που συνιστούν έκφραση των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης και των γενικών αρχών του δικαίου που ισχύουν άμεσα έναντι της διοικήσεως της Ένωσης.

Τούτο δεν ισχύει όσον αφορά τις διατάξεις της οδηγίας 92/50 για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών όσον αφορά τροποποίηση όρων συμβάσεως από την αναθέτουσα αρχή στο στάδιο της εκτελέσεως δημόσιας συμβάσεως, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι συγκρίσιμες με αυτές του άρθρου 127, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002. Επομένως, δεν είναι λυσιτελής συναφώς απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία ερμηνεύθηκε η οδηγία 92/50.

(βλ. σκέψεις 91, 92)

12.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 103, 104)