Language of document :

Προσφυγή της 18ης Αυγούστου 2008 - BVGD κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-339/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Belgische Vereniging van handelaars in- en uitvoerders geslepen diamant (BVGD) (Αμβέρσα, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: L. Levi και C. Ronzi, δικηγόροι FORMTEXT )

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

Να κρίνει την παρούσα προσφυγή παραδεκτή·

Να ακυρώσει την από 5 Ιουνίου 2008 απόφαση της Επιτροπής, με την οποία απορρίφθηκε η καταγγελία που υπέβαλε η προσφεύγουσα, σχετικά με το ζήτημα του αποκλεισμού από προμήθειες, για τον λόγο ότι δεν υπήρχαν επαρκείς λόγοι για ανάληψη σχετικής ενέργειας (υπόθεση COMP/39.221/E-2-De Beers/DTC Supplier of Choice)·

Να διατάξει την Επιτροπή να παράσχει:

μια ορθή και ουσιαστική μορφή των απαντήσεων που έδωσαν οι De Beers και Alrosa στην Επιτροπή στο πλαίσιο της αποκαλούμενης "συμπληρωματικής διαδικασίας",

όλα τα μη εμπιστευτικά κείμενα των καταγγελιών και τα σχετικά έγγραφα που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή σχετικά με το SOC και τη διοικητική εμπορική συμφωνία που συνήφθη μεταξύ της De Beers και της Alrosa,

όλα τα μη εμπιστευτικά κείμενα από τα έγγραφα της έρευνας όσον αφορά το SOC και τη διοικητική εμπορική συμφωνία μεταξύ της De Beers και της Alrosa,

την προσφυγή που κατέθεσε η Alrosa στην υπόθεση T-170/06,

τις ανακοινώσεις αιτιάσεων στις οποίες αναφέρεται με την "συμπληρωματική απορριπτική απόφαση",

τις ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τις δεσμεύσεις της De Beers που κατήρτισε ο διαχειριστής·

Να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Μετά την ακύρωση από το Πρωτοδικείο, στις 11 Ιουλίου 2007, της αποφάσεως της Επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 2006 (υπόθεση T-170/06, Alrosa κατά Επιτροπής), η Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει σε μια συμπληρωματική διαδικασία, βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004, προκειμένου να εκτιμήσει τον πιθανό αντίκτυπο της ακυρώσεως της αποφάσεως περί των δεσμεύσεων στο γενικό συμπέρασμα σχετικά με τον αποκλεισμό από τις προμήθειες όπως διατυπώθηκε στην απόφασή της της 26ης Ιανουαρίου 2007 (2007)D/200338 (υπόθεση COMP/39.221/E-2-De Beers/DTC Supplier of Choice) με την οποία απορρίφθηκε η καταγγελία της προσφεύγουσας που υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 14 Ιουλίου 2005 και με την οποία προβλήθηκαν παραβάσεις των άρθρων 81 και 82 ΕΚ, σε σχέση με το σύστημα Supplier of Choice (προμηθευτής επιλογής) για τη διανομή ακατέργαστων διαμαντιών που εφαρμόζει ο όμιλος De Beers (στο εξής: απορριπτική απόφαση). Η νομιμότητα της αποφάσεως αυτής αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα με προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 6 Απριλίου 2007, η οποία εκκρεμεί τώρα υπό τον αριθμό T-104/07 1.

Με την παρούσα προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της συμπληρωματικής απόφασης της Επιτροπής της 5ης Ιουνίου 2008 (2008)D/203543 που εκδόθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 773/2004 2 και με την οποία η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν λόγοι επανεξετάσεως της απορριπτικής αποφάσεως, καθόσον, όσον αφορά τον αποκλεισμό από τις προμήθειες, δεν υπήρχε επαρκές κοινοτικό συμφέρον για τη διενέργεια περαιτέρω έρευνας όσον αφορά τις προβαλλόμενες παραβάσεις.

Η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις κύριους λόγους προς στήριξη των αιτημάτων της:

Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 δεν αποτελεί την ορθή νομική βάση για τη συμπληρωματική διαδικασία και την προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι η εν λόγω διάταξη δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να επανεξετάζει μια κατάσταση, αλλά αφορά μόνον την απόρριψη καταγγελιών και συνεπώς επιτρέπει στην Επιτροπή να ενημερώνει τον καταγγέλλοντα σχετικά με το ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να αναλάβει ενέργειες όσον αφορά μια καταγγελία, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο καταγγέλλων μπορεί να διατυπώσει γραπτώς τις απόψεις του. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα τις γενικές νομικές αρχές που αφορούν την αναδρομική ανάκληση των διοικητικών πράξεων.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι προσεβλήθησαν τα διαδικαστικά της δικαιώματα που αντλούνται από τα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004, καθόσον η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά της για πρόσβαση σε έγγραφα στα οποία η Επιτροπή στήριξε την προσωρινή της εκτίμηση. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επί του σημείου αυτού ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η περιορισμένη πρόσβαση στο αρχείο μπορούσε να αιτιολογηθεί από την ανάγκη διασφαλίσεως της προστασίας της εμπιστευτικότητας, υπό την έννοια του εμπορικού απορρήτου.

Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά παράβαση των άρθρων 2 και 3 ΕΚ, της εννοίας του κοινοτικού συμφέροντος, καθώς και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

____________

1 - ΕΕ 2007, C 129, σ. 18.

2 - Κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18).