Language of document : ECLI:EU:C:2022:295

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως
των αναιρέσεων)

της 7ης Απριλίου 2022 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έγκριση της εξετάσεως των αιτήσεων αναιρέσεως – Άρθρο 170β του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Αίτηση με την οποία τεκμηριώνεται η σημασία ενός ζητήματος για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης – Έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως»

Στην υπόθεση C‑801/21 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2021,

Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενο από τους D. Hanf, V. Ruzek, D. Gaja και E. Mαρκάκη,

αναιρεσείον,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Indo European Foods Ltd, με έδρα το Harrow (Ηνωμένο Βασίλειο),

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, I. Jarukaitis και Δ. Γρατσία (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την πρόταση του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, M. Szpunar,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Οκτωβρίου 2021, Indo European Foods κατά EUIPO – Chakari (Abresham Super Basmati Selaa Grade One World’s Best Rice) (T‑342/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:651), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ακύρωσε την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 2ας Απριλίου 2020 (υπόθεση R 1079/2019‑4) (στο εξής: επίμαχη απόφαση) σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Indo European Foods Ltd και του Hamid Ahmad Chakari και, αφετέρου, απέρριψε κατά τα λοιπά την προσφυγή της Indo European Foods.

 Επί της αιτήσεως για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως

2        Κατά το άρθρο 58α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς προηγούμενη έγκριση του Δικαστηρίου, δεν χωρεί εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως που ασκείται κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου η οποία αφορά απόφαση ανεξάρτητου τμήματος προσφυγών του EUIPO.

3        Κατά το άρθρο 58α, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως εγκρίνεται, εν όλω ή εν μέρει, κατά τα προβλεπόμενα λεπτομερώς στον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αυτή εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

4        Κατά το άρθρο 170α, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, στις περιπτώσεις του άρθρου 58α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, ο αναιρεσείων επισυνάπτει στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως στην οποία εκτίθεται το σημαντικό ζήτημα που εγείρει η αναίρεση για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης και στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου το Δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της εν λόγω αιτήσεως εγκρίσεως.

5        Κατά το άρθρο 170β, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφασίζει επί της αιτήσεως εγκρίσεως το συντομότερο δυνατόν με αιτιολογημένη διάταξη.

 Επιχειρήματα του αναιρεσείοντος

6        Προς στήριξη της αιτήσεώς του για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, το EUIPO υποστηρίζει ότι, με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως που προβάλλει, εγείρει σημαντικά ζητήματα για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

7        Στο πλαίσιο αυτό, κατά πρώτο λόγο, το EUIPO υπενθυμίζει τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως που προβάλλει και τα τέσσερα σκέλη που τον αποτελούν.

8        Πρώτον, το EUIPO σημειώνει ότι, με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον έκρινε στη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι η υπόθεση που ήχθη ενώπιόν του δεν είχε καταστεί άνευ αντικειμένου και ότι το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας πρωτοδίκως, Indo European Foods, εξακολουθούσε να υφίσταται, παραβίασε την απαραίτητη και θεμελιώδη προϋπόθεση άσκησης κάθε ενδίκου βοηθήματος, κατά την οποία το αντικείμενο της διαφοράς και το έννομο συμφέρον πρέπει να διατηρούνται έως την έκδοση της δικαστικής απόφασης, άλλως η δίκη πρέπει να καταργείται, προϋπόθεση που αναγνωρίζεται παγίως από τη νομολογία και διατυπώνεται, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 42 της απόφασης της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής (C‑362/05 P, EU:C:2007:322), και υπενθυμίζεται στις σκέψεις 63 έως 68 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Izba Gospodarcza Producentów i Operatorów Urządzeń Rozrywkowych κατά Επιτροπής (C‑560/18 P, EU:C:2019:1052).

9        Δεύτερον, το EUIPO επισημαίνει ότι, με το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον συνήγαγε, στις σκέψεις 19 έως 21 και 23 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το αντικείμενο της προσφυγής εξακολουθούσε να υφίσταται, λόγω του γεγονότος και μόνον ότι το τέλος της μεταβατικής περιόδου, την οποία προβλέπουν τα άρθρα 126 και 127 της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2020, L 29, σ. 7, στο εξής: Συμφωνία αποχώρησης), η οποία συνήφθη στις 17 Οκτωβρίου 2019 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2020, δεν ήταν δυνατόν να επηρεάσει τη νομιμότητα της επίμαχης απόφασης, η οποία είχε ήδη εκδοθεί.

10      Συναφώς, το EUIPO υποστηρίζει ότι, στη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα και παραμόρφωσε την απαίτηση περί εννόμου συμφέροντος, καθόσον αρνήθηκε να εξετάσει εάν στοιχεία που ανέκυψαν μετά την έκδοση της επίμαχης απόφασης ήταν ικανά να καταστήσουν την προσφυγή άνευ αντικειμένου και καθόσον θεμελίωσε την κρίση του επ’ αυτού αποκλειστικά στο γεγονός ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν ήταν σε θέση να κλονίσουν τη νομιμότητα της ως άνω αποφάσεως. Προβαίνοντας σε μια τέτοια ερμηνεία, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, υπέπεσε σε σύγχυση μεταξύ, αφενός, των δικονομικών απαιτήσεων και προϋποθέσεων που εφαρμόζονται στην εξέταση κάθε προσφυγής και αφορούν τη διατήρηση τόσο του αντικειμένου της προσφυγής όσο και του εννόμου συμφέροντος εκείνου που την άσκησε, και, αφετέρου, του μεταγενέστερου ελέγχου νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Αφετέρου, αφαίρεσε από το έννομο συμφέρον την ιδιαίτερη λειτουργία του, η οποία δεν εξαρτάται από την επί της ουσίας συζήτηση της προσφυγής και η οποία συνίσταται στη διασφάλιση της εύρυθμης διεξαγωγής των διαδικασιών, αποτρέποντας το ενδεχόμενο να επιλαμβάνεται ο δικαστής αμιγώς υποθετικών ζητημάτων.

11      Τρίτον, το EUIPO επισημαίνει ότι, με το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο μεταξύ άλλων στην απόφαση της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψη 65), ότι δεν εξέτασε in concreto τη διατήρηση του εννόμου συμφέροντος της Indo European Foods. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν διερεύνησε αν η ενώπιόν του ασκηθείσα προσφυγή μπορούσε, σε περίπτωση ακύρωσης της επίμαχης απόφασης, να προσπορίσει όφελος στον διάδικο που την άσκησε.

12      Συγκεκριμένα, κατά το EUIPO, το Γενικό Δικαστήριο, εστιάζοντας με τις σκέψεις 17 έως 20 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στο γεγονός ότι, κατά την ημερομηνία έκδοσης της επίμαχης απόφασης, το προγενέστερο δικαίωμα που προστατευόταν στο Ηνωμένο Βασίλειο μπορούσε να αντιταχθεί προς στήριξη της ανακοπής της Indo European Foods, άφησε αναπάντητο το ερώτημα αν η αιτηθείσα καταχώριση του σήματος, του οποίου η εδαφική προστασία δεν θα επεκταθεί ποτέ στο Ηνωμένο Βασίλειο λόγω της αποχώρησης του εν λόγω κράτους από την Ένωση και λόγω της λήξης της μεταβατικής περιόδου, εξακολουθεί να είναι ικανή να θίξει τα έννομα συμφέροντα της Indo European Foods, όπως προστατεύονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1).

13      Τέταρτον, με το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, το EUIPO υποστηρίζει ότι, λόγω των δύο νομικών σφαλμάτων που προβάλλονται, αντιστοίχως, στο πρώτο και δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, οι οποίες θα έπρεπε να το έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η Indo European Foods δεν είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή της να αποδείξει τη διατήρηση του εννόμου συμφέροντός της και μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Κατά το EUIPO, δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι το έννομο αυτό συμφέρον εξακολουθούσε να υφίσταται.

14      Συγκεκριμένα, αφενός, όσον αφορά τη ratione temporis εφαρμογή του συστήματος που καθιερώνει ο κανονισμός 2017/1001, το EUIPO υποστηρίζει ότι, καθόσον το προγενέστερο σήμα εξέλιπε εκκρεμούσης της διαδικασίας ανακοπής και δεν ήταν πλέον αντιτάξιμο δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, ουδεμία σύγκρουση μπορεί να ανακύψει πλέον μεταξύ του σήματος αυτού και αίτησης καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να έχει εκτιμήσει το «συγκεκριμένο πλεονέκτημα» που η ακύρωση της επίμαχης απόφασης μπορούσε να προσπορίσει στην Indo European Foods, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το αιτούμενο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα καταχωριζόταν μόνο μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο τα αντιπαρατιθέμενα σήματα δεν θα μπορούσαν να επιτελέσουν ταυτόχρονα την ουσιώδη τους λειτουργία.

15      Αφετέρου, όσον αφορά τη ratione loci εφαρμογή του εν λόγω συστήματος, το EUIPO υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους αρχής της εδαφικότητας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001, ουδεμία σύγκρουση μπορεί να ανακύψει μεταξύ του αιτούμενου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά την καταχώρισή του, το οποίο δεν θα προστατεύεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, με το προγενέστερο σήμα το οποίο εξακολουθεί να προστατεύεται αποκλειστικά στο έδαφος του τελευταίου.

16      Πέμπτον, το EUIPO επισημαίνει ότι, με το τέταρτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με τη σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, του επέβαλε την υποχρέωση να μη λάβει υπόψη τα αποτελέσματα που απορρέουν από το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ καθώς και από τα άρθρα 126 και 127 της Συμφωνίας αποχώρησης. Επομένως, προκειμένου να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αυτή, το EUIPO πρέπει να εξετάσει ή ακόμη και να απορρίψει την επίμαχη αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 2, και του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/1001, τα οποία συνιστούν έκφραση της θεμελιώδους αρχής της εδαφικότητας.

17      Κατά δεύτερο λόγο, το EUIPO υποστηρίζει ότι ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης, στο μέτρο που αφορά κανόνες που καταλαμβάνουν θεμελιώδη θέση στην έννομη τάξη της Ένωσης, ήτοι, αφενός, την οριζόντια απαίτηση για διατήρηση του εννόμου συμφέροντος, η οποία είναι «συνταγματικής σημασίας» (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Gul Ahmed Textile Mills κατά Συμβουλίου, C‑100/17 P, EU:C:2018:214, σημείο 42), και, αφετέρου, την αρχή της εδαφικότητας, την αρχή του ενιαίου χαρακτήρα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ειδική φύση των διαδικασιών ανακοπής, υπό το πρίσμα της θεμελιώδους έννοιας της ουσιώδους λειτουργίας του σήματος, οι οποίες συνιστούν τους ίδιους τους πυλώνες του δικαίου της διανοητικής ιδιοκτησίας και του συστήματος του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τούτο δε στο γενικό πλαίσιο της λήξης της μεταβατικής περιόδου. Επί του ζητήματος αυτού το EUIPO προβάλλει τέσσερα επιχειρήματα.

18      Πρώτον, το EUIPO υπογραμμίζει τον οριζόντιο χαρακτήρα της απαίτησης για διατήρηση του εννόμου συμφέροντος. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο, συνάγοντας, από το γεγονός ότι η λήξη της μεταβατικής περιόδου που προβλέπει η Συμφωνία αποχώρησης επήλθε μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, ότι η προσφυγή διατηρούσε το αντικείμενό της και ότι, επομένως, το γεγονός αυτό δεν ήταν ικανό να επηρεάσει τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης, παρεξέκλινε από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον αυτοτελή χαρακτήρα της απαίτησης για διατήρηση του εννόμου συμφέροντος και την ανάγκη εκτίμησης της εν λόγω απαίτησης in concreto.

19      Δεύτερον, το EUIPO υποστηρίζει ότι, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του γεγονότος ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύεται και μεταφράζεται σε όλες τις γλώσσες της Ένωσης και ότι σύνοψή της περιλαμβάνεται στο ευρετήριο της νομολογίας του Δικαστηρίου, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εσφαλμένη ερμηνεία του περιεχομένου της απαίτησης για διατήρηση του εννόμου συμφέροντος θα αποτελέσει νομολογιακό προηγούμενο για μελλοντικές υποθέσεις, χωρίς βεβαιότητα ως προς το εάν το εν λόγω νομολογιακό προηγούμενο θα τυγχάνει εφαρμογής ανεξαρτήτως του επίδικου ζητήματος ή μόνο στο πλαίσιο των ενδίκων διαφορών με αντικείμενο το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

20      Το EUIPO εκτιμά ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα των προσφυγών που ασκούνται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποσκοπεί στην ενίσχυση της ανάγκης για in concreto εκτίμηση του κατά πόσον η προσφυγή διατηρεί αντικείμενο, δηλαδή κατά πόσον η έκβασή της θα μπορούσε να προσπορίσει συγκεκριμένο πλεονέκτημα στους διαδίκους. Πράγματι, δύσκολα γίνεται αντιληπτό για ποιον λόγο η λογική που διαπνέει την απαίτηση το προγενέστερο δικαίωμα να είναι έγκυρο κατά την ημερομηνία κατά την οποία το EUIPO εκδίδει απόφαση δεν ασκεί επιρροή στον καθορισμό του εάν η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διατηρεί το αντικείμενό της, για τον λόγο και μόνον ότι το EUIPO εξέδωσε προσωρινή απόφαση.

21      Τρίτον, το EUIPO υπογραμμίζει ότι το ζήτημα της εξάλειψης του προγενέστερου δικαιώματος εκκρεμούσης της διαδικασίας οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο σε αντιφατικές αποφάσεις όσον αφορά την εφαρμογή της απαίτησης για διατήρηση του εννόμου συμφέροντος. Παραθέτει συναφώς τις αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2012, Cadila Healthcare κατά ΓΕΕΑ – Novartis (ZYDUS) (T‑288/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:124, σκέψη 22), και της 8ης Οκτωβρίου 2014, Fuchs κατά ΓΕΕΑ – Les Complices (Αστέρι μέσα σε κύκλο) (Τ‑342/12, EU:T:2014:858, σκέψεις 26 έως 29), καθώς και τις διατάξεις της 26ης Νοεμβρίου 2012, MIP Metro κατά ΓΕΕΑ – Real Seguros (real,- BIO) (T‑549/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:622, σκέψη 23), και της 4ης Ιουλίου 2013, Just Music Fernsehbetriebs κατά ΓΕΕΑ – France Télécom (Jukebox) (T‑589/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:356, σκέψη 36). Εκθέτει επίσης ότι το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εξετάσει το ζήτημα αυτό μόνον συνοπτικά και σε ένα ιδιαίτερο πλαίσιο, ήτοι αυτό της διατάξεως της 8ης Μαΐου 2013, Cadila Healthcare κατά ΓΕΕΑ (C‑268/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:296), με αποτέλεσμα να μην μπορεί εξ αυτού να συναχθεί γενική αρχή σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται στον δικαστή της Ένωσης να λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά των οποίων τα αποτελέσματα είναι μεταγενέστερα της αποφάσεως που προσβάλλεται ενώπιόν του, προκειμένου να εκτιμήσει αν εξακολουθεί να υφίσταται έννομο συμφέρον.

22      Κατά το EUIPO, δεδομένου ότι η κατάθεση αίτησης έκπτωσης ή κήρυξης ακυρότητας συνιστά σύνηθες μέσο άμυνας στο πλαίσιο των ένδικων διαφορών στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας, η καθοδήγηση του Δικαστηρίου είναι αναγκαία για την αποσαφήνιση των συνεπειών που έχει η εξάλειψη του προγενέστερου δικαιώματος εκκρεμούσης της διαδικασίας, γεγονός που έχει καθοριστική σημασία για τους χρήστες του συστήματος σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ερμηνεία του δικαστή της Ένωσης θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο η απαίτηση διατήρησης του εννόμου συμφέροντος θα εφαρμόζεται από τα εθνικά δικαστήρια σε ολόκληρη την Ένωση, ιδίως όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την εξάλειψη προγενέστερου δικαιώματος στο πλαίσιο εκκρεμούς ένδικης διαδικασίας.

23      Τέταρτον, το EUIPO υποστηρίζει ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως εγείρει επίσης, υπό το πρίσμα της σκέψης 27 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σημαντικό ζήτημα διαδικαστικής φύσεως, το οποίο δεν περιορίζεται στον τομέα του δικαίου διανοητικής ιδιοκτησίας, ήτοι το ζήτημα των συνεπειών που πρέπει να συναχθούν από τον κανόνα κατά τον οποίο ο εκδότης της ακυρωθείσας πράξης πρέπει να ανατρέξει στην ημερομηνία έκδοσής της για την έκδοση της πράξης αντικατάστασης. Συγκεκριμένα, τίθεται το ζήτημα αν ο κανόνας αυτός μπορεί να επεκταθεί μέχρι του σημείου να απαιτηθεί από το EUIPO, κατά την αναπομπή της υπόθεσης, να μη λάβει υπόψη τα αποτελέσματα του άρθρου 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ και των άρθρων 126 και 127 της Συμφωνίας αποχώρησης και, ως εκ τούτου, να εξετάσει τον επίμαχο σχετικό λόγο απαραδέκτου σε σχέση με περιοχή στην οποία το αιτούμενο σήμα δεν θα τύχει, εν πάση περιπτώσει, καμίας προστασίας, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με την οικονομία και τον σκοπό του άρθρου 8 του κανονισμού 2017/1001.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

24      Εισαγωγικώς, πρέπει να τονιστεί ότι στο αναιρεσείον απόκειται να τεκμηριώσει ότι τα ζητήματα που εγείρονται με την αίτηση αναιρέσεως είναι σημαντικά για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης (διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2021, EUIPO κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann, C‑382/21 P, EU:C:2021:1050, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Επιπλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 58α, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 170α, παράγραφος 1, και το άρθρο 170β, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να έχει το Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της αιτήσεως εγκρίσεως και να προσδιορίσει, σε περίπτωση εν μέρει εγκρίσεως, τους λόγους αναιρέσεως ή τα σκέλη των λόγων αναιρέσεως τα οποία θα πρέπει να αφορά το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, δεδομένου ότι ο μηχανισμός προηγούμενης εγκρίσεως της εξετάσεως των αιτήσεων αναιρέσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 58α του εν λόγω Οργανισμού, αποσκοπεί στον περιορισμό του ελέγχου του Δικαστηρίου μόνο στα ζητήματα που έχουν σημασία για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης, μόνον οι λόγοι αναιρέσεως που εγείρουν τέτοια ζητήματα, την ύπαρξη των οποίων αποδεικνύει ο αναιρεσείων, πρέπει να εξετάζονται από το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση (διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2021, EUIPO κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann, C‑382/21 P, EU:C:2021:1050, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Επομένως, η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να παραθέτει σαφώς και επακριβώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η αίτηση αναιρέσεως, να προσδιορίζει με την ίδια ακρίβεια και σαφήνεια το νομικό ζήτημα που εγείρει κάθε λόγος αναιρέσεως, να διευκρινίζει αν το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης και να εκθέτει ειδικώς τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω ζήτημα είναι σημαντικό υπό το πρίσμα του κριτηρίου του οποίου γίνεται επίκληση. Όσον αφορά, ειδικότερα, τους λόγους αναιρέσεως, η αίτηση εγκρίσεως πρέπει να προσδιορίζει τη διάταξη του δικαίου της Ένωσης ή τη νομολογία στην οποία αντιβαίνει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη, να εκθέτει συνοπτικώς σε τι συνίσταται η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο και να επισημαίνει σε ποιον βαθμό η πλάνη αυτή επηρέασε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη. Όταν η προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο απορρέει από παράβαση της νομολογίας, η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να εκθέτει συνοπτικώς, αλλά σαφώς και επακριβώς, πρώτον, πού έγκειται η προβαλλόμενη αντίφαση, προσδιορίζοντας τόσο τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως κατά των οποίων βάλλει ο αναιρεσείων όσο και τις σκέψεις της αποφάσεως του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου που παραβιάστηκαν, και, δεύτερον, τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους η αντίφαση αυτή εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης (διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2021, EUIPO κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann, C‑382/21 P, EU:C:2021:1050, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Εν προκειμένω, από τη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την οποία παραθέτει το EUIPO, προκύπτει ότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, αν γινόταν δεκτό ότι το αντικείμενο της διαφοράς εκλείπει όταν, εκκρεμούσης της διαδικασίας, ανακύπτει γεγονός συνεπεία του οποίου προγενέστερο σήμα θα μπορούσε να απολέσει την ιδιότητα του μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου σημείου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές του οποίου η ισχύς δεν είναι μόνον τοπική, ιδίως κατόπιν ενδεχόμενης αποχώρησης του οικείου κράτους μέλους από την Ένωση, τούτο θα σήμαινε ότι το Γενικό Δικαστήριο θα ελάμβανε υπόψη λόγους που ανέκυψαν μετά την έκδοση της επίμαχης απόφασης και οι οποίοι δεν μπορούν να επηρεάσουν τη βασιμότητά της, καθώς η νομιμότητα μιας τέτοιας απόφασης πρέπει να εκτιμηθεί, κατ’ αρχήν, ως είχε κατά την ημερομηνία έκδοσής της.

28      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την οποία επίσης παραθέτει το EUIPO, ότι, μετά την ακύρωση της απόφασης του τμήματος προσφυγών, η προσφυγή που άσκησε η Indo European Foods ενώπιον του οργάνου αυτού κατέστη εκ νέου εκκρεμής, οπότε απέκειτο στο τμήμα προσφυγών να αποφανθεί εκ νέου επί της προσφυγής αυτής, και δη βάσει της κατάστασης που υφίστατο κατά τον χρόνο της ασκήσεώς της. Επιπλέον, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η νομολογία την οποία παρέθεσε το EUIPO επιβεβαίωνε ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί να εξακολουθεί να υφίσταται το σήμα επί του οποίου στηριζόταν η ανακοπή και μετά την έκδοση της απόφασης του τμήματος προσφυγών.

29      Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση και της λήξης της μεταβατικής περιόδου, εκκρεμούσης της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όπως υπενθυμίζει και το EUIPO, ότι η ενώπιόν του αχθείσα διαφορά δεν είχε καταστεί άνευ αντικειμένου και ότι το έννομο συμφέρον της Indo European Foods εξακολουθούσε να υφίσταται.

30      Επισημαίνεται, πρώτον, ότι το EUIPO παραθέτει με ακρίβεια και σαφήνεια τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως που προέβαλε, διευκρινίζοντας ότι, αρχικά, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σύγχυση μεταξύ της δικονομικής απαίτησης περί εννόμου συμφέροντος και του ελέγχου της ουσιαστικής νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως, ότι, εν συνεχεία, δεν εξέτασε συγκεκριμένα εάν η Indo European Foods εξακολουθούσε να έχει έννομο συμφέρον, λαμβανομένου υπόψη του οφέλους που θα μπορούσε να της προσπορίσει η ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, ότι, επιπλέον, αρνήθηκε να κρίνει ότι η Indo European Foods δεν τήρησε την υποχρέωση απόδειξης της διατήρησης του εννόμου συμφέροντός της παρόλο που από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι το συμφέρον αυτό εξακολουθούσε να υπάρχει μετά τη μεταβατική περίοδο και, τέλος, ότι έκρινε κατ’ ουσίαν ότι το EUIPO δεν έπρεπε να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα του άρθρου 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ καθώς και των άρθρων 126 και 127 της Συμφωνίας αποχώρησης, παραβιάζοντας έτσι τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού 2017/1001, ιδίως την αρχή της εδαφικότητας του δικαίου της διανοητικής ιδιοκτησίας.

31      Ειδικότερα, το EUIPO εξέθεσε με ακρίβεια τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης που εμφανίζουν, κατά την άποψή του, αντιφάσεις προς τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη διατήρηση του εννόμου συμφέροντος, η οποία παρατίθεται, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 42 της απόφασης της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής (C‑362/05 P, EU:C:2007:322), και στη σκέψη 65 της απόφασης της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331), αλλά και προς τις διατάξεις του κανονισμού 2017/1001 σχετικά με την καταχώριση των σημάτων, το αντιτάξιμό τους έναντι τρίτων και την εφαρμογή της αρχής της εδαφικότητας, καθώς και προς το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ και τα άρθρα 126 και 127 της Συμφωνίας αποχώρησης, προσδιορίζοντας τόσο τις επίμαχες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης όσο και τις αποφάσεις και τις διατάξεις που φέρονται να παραβιάστηκαν.

32      Δεύτερον, το αναιρεσείον προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η υπόθεση δεν είχε καταστεί άνευ αντικειμένου και ότι το έννομο συμφέρον της Indo European Foods εξακολουθούσε να υφίσταται. Επομένως, από την αίτηση εγκρίσεως της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει σαφώς ότι η προβαλλόμενη εσφαλμένη ερμηνεία των δικονομικών απαιτήσεων στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο επηρέασε το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Πράγματι, κατά τη νομολογία που παραθέτει το EUIPO και η οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 8 της παρούσας διάταξης, το αντικείμενο της διαφοράς πρέπει να διατηρείται, όπως και το έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Τρίτον, σύμφωνα με το βάρος αποδείξεως που φέρει ο αιτών την έγκριση της εξετάσεως αιτήσεως αναιρέσεως, το αναιρεσείον πρέπει να τεκμηριώσει ότι, ανεξαρτήτως των νομικών ζητημάτων που προβάλλει με την αίτηση αναιρέσεως, η αίτηση αυτή εγείρει ένα ή περισσότερα σημαντικά ζητήματα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι το περιεχόμενο του κριτηρίου αυτού υπερβαίνει το πλαίσιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, εν τέλει, της αιτήσεως αναιρέσεως (διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2021, EUIPO κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann, C‑382/21 P, EU:C:2021:1050, σκέψη 27).

34      Προς τούτο, πρέπει να αποδεικνύεται τόσο η ύπαρξη όσο και η σπουδαιότητα τέτοιων ζητημάτων, μέσω συγκεκριμένων και ιδιαίτερων στοιχείων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και όχι απλώς μέσω γενικής φύσεως επιχειρημάτων (διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2021, EUIPO κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann, C‑382/21 P, EU:C:2021:1050, σκέψη 28).

35      Εν προκειμένω, το EUIPO προσδιορίζει το ζήτημα που εγείρεται με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως, το οποίο συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στον καθορισμό της ημερομηνίας και των περιστάσεων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της διατηρήσεως του αντικειμένου της διαφοράς και του εννόμου συμφέροντος όταν, αφενός, η διαφορά που ήχθη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορά απόφαση εκδοθείσα κατόπιν διαδικασίας ανακοπής η οποία στηρίζεται σε προγενέστερο δικαίωμα προστατευόμενο αποκλειστικώς στο Ηνωμένο Βασίλειο και, αφετέρου, η μεταβατική περίοδος έληξε εκκρεμούσης της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Γενικότερα, το ζήτημα αυτό αφορά, κατά το EUIPO, την επιρροή που ασκεί η εξάλειψη του επίμαχου προγενέστερου δικαιώματος, εκκρεμούσης της δίκης, επί της υπάρξεως του αντικειμένου της διαφοράς και επί του εννόμου συμφέροντος της Indo European Foods.

36      Εκτός αυτού, το EUIPO εκθέτει τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

37      Ειδικότερα, το EUIPO διευκρινίζει ότι το εν λόγω ζήτημα αφορά τη θεμελιώδη δικονομική απαίτηση του εννόμου συμφέροντος και τις αρχές που αποτελούν πυλώνες του δικαίου της διανοητικής ιδιοκτησίας, ήτοι την αρχή της εδαφικότητας, την αρχή του ενιαίου χαρακτήρα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη θεμελιώδη έννοια της ουσιώδους λειτουργίας του σήματος, στο πλαίσιο της λήξης της μεταβατικής περιόδου.

38      Συναφώς, υπογραμμίζει κατ’ αρχάς τον οριζόντιο χαρακτήρα της απαίτησης για διατήρηση του εννόμου συμφέροντος και τις αποκλίνουσες ερμηνείες της απαιτήσεως αυτής εντός του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά και μεταξύ του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.

39      Στη συνέχεια, αναφέρει ότι η παροχή διευκρινίσεων από το Δικαστήριο είναι αναγκαία τόσο για τους χρήστες του συστήματος του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και για τα εθνικά δικαστήρια, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι το ζήτημα που τίθεται αφορά όχι μόνον τις συνέπειες της συμφωνίας αποχωρήσεως επί των εκκρεμών διαδικασιών, αλλά και όλες τις περιπτώσεις, που είναι συχνές στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας, της εξάλειψης προγενέστερου δικαιώματος εκκρεμούσης της ένδικης διαδικασίας, ιδίως σε περίπτωση έκπτωσης ή λήξης της ισχύος ενός σήματος. Ειδικότερα, όσον αφορά την προβληματική του εννόμου συμφέροντος σε περίπτωση εξάλειψης προγενέστερου δικαιώματος εκκρεμούσης της διαδικασίας αυτής, το EUIPO εκθέτει την αντιφατική νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού. Επιπλέον, επισημαίνει ότι το Δικαστήριο εξέτασε την προβληματική αυτή μόνο σε ένα ιδιαίτερο πλαίσιο, ήτοι σε αυτό που οδήγησε στην έκδοση της διατάξεως της 8ης Μαΐου 2013, Cadila Healthcare κατά ΓΕΕΑ (C‑268/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:296).

40      Τέλος, επισημαίνει ότι το ζήτημα του καθορισμού των συνεπειών που πρέπει να συναχθούν από τον κανόνα κατά τον οποίο ο εκδότης της ακυρωθείσας πράξης πρέπει να ανατρέξει στην ημερομηνία έκδοσης της πράξης αυτής προκειμένου να εκδώσει την πράξη αντικατάστασης, ιδίως στο πλαίσιο της Συμφωνίας αποχώρησης και της λήξης της μεταβατικής περιόδου, αποτελεί σημαντικό ζήτημα διαδικαστικής φύσης, το οποίο δεν περιορίζεται στο δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας.

41      Επομένως, από την αίτηση εγκρίσεως της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει ότι το ζήτημα που τίθεται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως βαίνει πέραν του πλαισίου της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, εν τέλει, της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως.

42      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε το EUIPO, διαπιστώνεται ότι η αίτησή του για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως τεκμηριώνει επαρκώς κατά νόμον ότι η αίτηση αναιρέσεως εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

43      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να εγκριθεί η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44      Κατά το άρθρο 170β, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, εφόσον η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως εγκριθεί, εν όλω ή εν μέρει, υπό το πρίσμα των κριτηρίων του άρθρου 58α, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 171 έως 190α του εν λόγω κανονισμού.

45      Κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην κατ’ αναίρεση διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφασίζει για τα έξοδα με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη.

46      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως εγκρίθηκε, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων) διατάσσει:

1)      Εγκρίνει την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.