Language of document : ECLI:EU:T:2019:879

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 19ης Δεκεμβρίου 2019 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας – Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης CINKCIARZ – Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου – Διακριτικός χαρακτήρας – Απουσία περιγραφικού χαρακτήρα – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Απαξιωτικός όρος ο οποίος σχετίζεται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προσδιορίζει το σήμα»

Στην υπόθεση T‑501/18,

Currency One S.A., με έδρα το Poznań (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τους P. Szmidt και B. Jóźwiak, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από την D. Walicka,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η

Cinkciarz.pl sp. z o.o., με έδρα τη Zielona Góra (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τους E. Skrzydło-Tefelska και K. Gajek, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO, της 18ης Ιουνίου 2018 (υπόθεση R 2598/2017-5), αφορώσας διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ των Currency One και Cinkciarz.pl,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Nihoul, προεδρεύοντα, J. Svenningsen (εισηγητή) και U. Öberg, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio Gonzalez, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Αυγούστου 2018,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Οκτωβρίου 2018,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Οκτωβρίου 2018,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 7ης Μαΐου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 26 Ιανουαρίου 2015 η παρεμβαίνουσα, Cinkciarz.pl sp. z o.o., υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο CINKCIARZ.

3        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 9, 36 και 41 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, ιδίως, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 9: «Λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές· Λογισμικό υπολογιστή για παιχνίδια· Εγγεγραμμένα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών· Προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών με δυνατότητα μεταφόρτωσης· Εφαρμογές ηλεκτρονικών υπολογιστών με δυνατότητα μεταφόρτωσης από το Διαδίκτυο· Προγράμματα επεξεργασίας δεδομένων· Διαδραστικά προγράμματα πολυμέσων ηλεκτρονικών υπολογιστών· Εκδόσεις σε ηλεκτρονική μορφή με δυνατότητα μεταφόρτωσης από το Διαδίκτυο· Εξοπλισμός και εξαρτήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών· Φορείς (μαγνητικών και οπτικών) δεδομένων· Συσκευές για την εγγραφή, τη μετάδοση ή την αναπαραγωγή ήχου ή εικόνας· Γυαλιά ηλίου»·

–        κλάση 36: «Τραπεζικές εργασίες· Συναλλαγματικές εργασίες· Υπηρεσίες ανταλλακτηρίων συναλλάγματος· Παροχή πληροφοριών σχετικά με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες· Παροχή ξένου συναλλάγματος· Εμπορία συναλλάγματος· Online υπηρεσίες παροχής συναλλάγματος σε πραγματικό χρόνο· Οικονομική πληροφόρηση σχετικά με συναλλαγματικές ισοτιμίες· Παροχή τιμών συναλλάγματος· Προβλέψεις συναλλαγματικών ισοτιμιών· Αγορά συναλλάγματος· Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή που αφορούν συναλλαγματικές εργασίες· Προετοιμασία και δημοσίευση πληροφοριών για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες· Ανταλλαγές συναλλαγματικών ισοτιμιών· Παροχή πληροφοριών τιμολόγησης σε σχέση με τις τιμές συναλλαγματικών ισοτιμιών· Υπηρεσίες πρακτορείων συναλλάγματος· Υπηρεσίες παροχής συμβουλών για συνάλλαγμα· Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες βάσεων δεδομένων σχετικά με συνάλλαγμα· Υπηρεσίες συναλλάγματος και μεταφορά χρημάτων· Παροχή λιστών με ισοτιμίες συναλλάγματος· Ανταλλακτήρια συναλλάγματος· Υπηρεσίες για μετρητά, επιταγές και εντολές πληρωμών· Ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων με τηλεπικοινωνιακά μέσα· Υπηρεσίες αυτόματης πληρωμής· Υπηρεσίες μεταβίβασης κεφαλαίων· Υπηρεσίες ηλεκτρονικής πληρωμής· Κτηματομεσιτικά γραφεία· Πρακτορεία είσπραξης οφειλών· Χρηματοοικονομική ανάλυση· Διαδικτυακές τραπεζικές υπηρεσίες· Χρηματοοικονομική πληροφόρηση· Tραπεζικές εργασίες· Ενυπόθηκα δάνεια· Γραφεία πληροφόρησης σε πιστωτικά θέματα· Είσπραξη ενοικίων· Χρηματοοικονομική συμβουλευτική· Συμβουλευτική για ασφάλειες· Χρηματοοικονομική διαχείριση· Χρηματοπιστωτική εκτίμηση σε θέματα ασφαλίσεων, τραπεζικών υπηρεσιών και σε σχέση με ακίνητα· Χρηματοοικονομική συμβουλευτική· Χρηματοοικονομική πληροφόρηση· Τραπεζικές εργασίες· Οικονομικές υπηρεσίες· Σύσταση κεφαλαίων επενδύσεων· Υπηρεσίες αμοιβαίων κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου· Δημοσίευση τιμών Χρηματιστηρίου· Μεσιτεία Χρηματιστηρίου· Εγγυήσεις· Πληροφόρηση για ασφάλειες· Χρηματοοικονομική πληροφόρηση· Επενδύσεις κεφαλαίων· Επένδυση κεφαλαίων· Ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων· Υπηρεσίες σε σχέση με πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες· Υπηρεσίες χρεωστικών και πιστωτικών καρτών· Έκδοση πιστωτικών και χρεωστικών καρτών· Μεσιτεία ασφαλίσεων· Υπηρεσίες μεσιτείας Χρηματιστηρίου· Δημοσίευση τιμών Χρηματιστηρίου· Υπηρεσίες εμπειρογνωμόνων επί φορολογικών θεμάτων· Μεσιτεία Χρηματιστηρίου· Μεσιτεία ασφαλίσεων· Χρηματοδοτικά δάνεια· Τραπεζικές υπηρεσίες· Ασφάλειες· Συναλλαγματικές εργασίες· Χρηματοοικονομική διαχείριση· Διαχείριση ακινήτων· Διαχείριση στοιχείων ενεργητικού»·

–        κλάση 41: «Δημοσίευση κειμένων πλην των διαφημιστικών κειμένων· Ηλεκτρονική δημοσίευση online μη τηλεφορτώσιμου υλικού· Έκδοση υλικού το οποίο είναι προσπελάσιμο από βάσεις δεδομένων ή από το Διαδίκτυο· Υπηρεσίες ηλεκτρονικών παιχνιδιών και διαγωνισμοί μέσω του Διαδικτύου· Παροχή ηλεκτρονικών (online) εκπαιδευτικών πληροφοριών, από ηλεκτρονική βάση δεδομένων ή από το Διαδίκτυο· Εκπαίδευση (διδασκαλία)· Παροχή πληροφοριών σχετικά με την εκπαίδευση· Κινηματογραφικά στούντιο· Φωτογραφία· Φωτοειδησεογραφία· Παροχή αιθουσών αναψυχής· Υπηρεσίες παιχνιδιών παρεχόμενες online· Στοιχηματικά παιχνίδια· Υπηρεσίες λεσχών (ψυχαγωγίας ή εκπαίδευσης)· Ηλεκτρονικές επιτραπέζιες εκδόσεις· Επιδείξεις πρακτικής κατάρτισης· Οργάνωση και διεξαγωγή εργαστηρίων και επιμορφωτικών μαθημάτων· Οργάνωση και διεξαγωγή συναυλιών· Οργάνωση και διεξαγωγή διασκέψεων· Οργάνωση και διεξαγωγή συνεδρίων· Οργάνωση και διεξαγωγή σεμιναρίων· Οργάνωση και διεξαγωγή συμποσίων· Οργάνωση και διεξαγωγή διαλέξεων· Οργάνωση (εκπαιδευτικών ή ψυχαγωγικών) διαγωνισμών· Ηλεκτρονική δημοσίευση βιβλίων και περιοδικών online· Online παροχή μη τηλεφορτώσιμων ηλεκτρονικών εκδόσεων· Δημοσίευση βιβλίων· Δημοσίευση κειμένων πλην των διαφημιστικών κειμένων».

4        Το επίμαχο σήμα καταχωρίσθηκε στις 15 Ιουνίου 2015 με αριθμό 13678991, μεταξύ άλλων, για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παρατίθενται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

5        Στις 22 Δεκεμβρίου 2015 η προσφεύγουσα, Currency One S.A., υπέβαλε αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας του επίμαχου σήματος, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001), για το σύνολο των προπαρατεθέντων στη σκέψη 3 προϊόντων και υπηρεσιών, η οποία στηριζόταν, αφενός, στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, το οποίο έχει πανομοιότυπη διατύπωση και θα παρατεθεί κατωτέρω), για τον λόγο ότι το σημείο από το οποίο αποτελείται το ως άνω σήμα είναι περιγραφικό των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών, και, αφετέρου, στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001, το οποίο έχει πανομοιότυπη διατύπωση και θα παρατεθεί κατωτέρω), για τον λόγο ότι το ως άνω σήμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα.

6        Η αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας απορρίφθηκε με απόφαση του τμήματος ακυρώσεων της 6ης Οκτωβρίου 2017.

7        Στις 5 Δεκεμβρίου 2017 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001.

8        Με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2018 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πέμπτο τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή.

9        Όσον αφορά, αφενός, τον λόγο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι καμία σημασία του όρου «cinkciarz» δεν είναι περιγραφική των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωριστεί το επίμαχο σήμα ή οιουδήποτε ουσιώδους χαρακτηριστικού τους. Ειδικότερα, δέχθηκε ότι ο όρος αυτός, ο οποίος προσδιόριζε αρχικώς, την εποχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας, τα πρόσωπα που επιδίδονταν στην παράνομη εμπορία ξένων νομισμάτων, προκαλεί, υπό τη σημασία που του αποδίδεται σήμερα, η οποία σχετίζεται με τη δραστηριότητα ανταλλαγής συναλλάγματος, μόνον αρνητικούς συνειρμούς, αποκλειομένου του ουδέτερου προσδιορισμού μιας τέτοιας δραστηριότητας. Επομένως, ο εν λόγω όρος συνιστά μια επινοηθείσα και ασφαλώς υποδηλωτική ή υπαινικτική ονομασία, η οποία όμως, εξ αυτού του λόγου, είναι μόνον εμμέσως περιγραφική της δραστηριότητας αυτής και μπορεί μόνο συνειρμικά να στρέψει τη σκέψη των καταναλωτών στα χαρακτηριστικά υπηρεσιών συνδεόμενων με την εν λόγω δραστηριότητα. Όσον αφορά, αφετέρου, τον λόγο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το σημείο CINKCIARZ ως πρωτότυπη, παραπλανητική ή ειρωνική ονομασία, η οποία προκαλεί γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο εντύπωση και είναι ικανή να δηλώσει την εμπορική προέλευση των υπηρεσιών που έχουν σχέση με τη δραστηριότητα της ανταλλαγής συναλλάγματος. Τέλος, αποφάνθηκε ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις ισχύουν κατά μείζονα λόγο για τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες που προσδιορίζει το επίμαχο σήμα.

 Αιτήματα των διαδίκων

10      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

11      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

12      Η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 σε σχέση με τις υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος, ο δεύτερος, παράβαση της ίδιας διατάξεως και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως σε σχέση με τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες που προσδιορίζει το επίμαχο σήμα και, ο τρίτος, παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού.

13      Καταρχάς πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προελεύσεως ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας.

14      Για να μπορεί ένα σημείο να θεωρηθεί ως περιγραφικό και, επομένως, να εμπίπτει στην επιβαλλόμενη από τη διάταξη αυτή απαγόρευση, πρέπει ο συσχετισμός του με τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες να είναι αρκούντως άμεσος και συγκεκριμένος, ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να είναι σε θέση να αντιληφθεί αμέσως και χωρίς περαιτέρω σκέψη μια περιγραφή των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών ή ενός χαρακτηριστικού τους [βλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2005, Deutsche Post EURO EXPRESS κατά ΓΕΕΑ (EUROPREMIUM), T‑334/03, EU:T:2005:4, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

15      Αφετέρου, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση.

16      Ο διακριτικός χαρακτήρας σήματος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001 σημαίνει ότι το σήμα αυτό καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό του προϊόντος ή της υπηρεσίας για την οποία ζητήθηκε η καταχώριση ως προερχόμενου από συγκεκριμένη επιχείρηση και, επομένως, τη διάκριση του συγκεκριμένου προϊόντος ή της συγκεκριμένης υπηρεσίας από αντίστοιχα προϊόντα ή υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων (βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010, Audi κατά ΓΕΕΑ, C‑398/08 P, EU:C:2010:29, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

17      Ένα σημείο μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από ορισμένη επιχείρηση και ότι, κατά συνέπεια, έχει διακριτικό χαρακτήρα, όταν απαιτεί ορισμένη προσπάθεια ερμηνείας εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κοινού και όταν διαθέτει ορισμένη πρωτοτυπία και ικανότητα να εντυπώνεται στη μνήμη, με αποτέλεσμα να μπορεί να απομνημονευθεί εύκολα (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010, Audi κατά ΓΕΕΑ, C‑398/08 P, EU:C:2010:29, σκέψη 59).

18      Από αυτές τις προκαταρκτικές εκτιμήσεις προκύπτει ότι, προκειμένου να κριθεί αν οι λόγοι που προβάλλει η προσφεύγουσα είναι βάσιμοι, πρέπει προηγουμένως να προσδιορισθεί η σημασία του πολωνικού όρου «cinkciarz», η οποία πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τον όρο αυτό [πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Lancôme κατά ΓΕΕΑ – CMS Hasche Sigle (COLOR EDITION), T‑160/07, EU:T:2008:261, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

19      Συναφώς, από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας προκύπτει ότι ο όρος «cinkciarz» αφορούσε ένα πρόσωπο το οποίο ασκούσε λαθραία παράνομη δραστηριότητα ανταλλαγής συναλλάγματος, όταν, την εποχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας και αμέσως μετά από αυτή, η δραστηριότητα αυτή αποτελούσε το αντικείμενο κρατικού μονοπωλίου. Ο όρος αυτός είχε προσλάβει αρνητική χροιά διότι συνδεόταν με δραστηριότητα η οποία θεωρούνταν παράνομη και ασκούνταν από ύποπτα πρόσωπα. Μετά τη νομιμοποίηση, το 1989, της ασκήσεως της δραστηριότητας ανταλλαγής συναλλάγματος από πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, η δραστηριότητα αυτή μπορούσε εφεξής να ασκείται ελεύθερα από ανταλλακτήρια συναλλάγματος τα οποία, λόγω του νόμιμου χαρακτήρα τους, διακρίνονταν από τα πρόσωπα που χαρακτηρίζονταν με τον εν λόγω όρο. Έκτοτε, ο όρος αυτός φαίνεται να έχει προσλάβει κυρίως ιστορική σημασία, προσδιορίζοντας τα πρόσωπα που ασκούσαν έως το 1989 παράνομη και λαθραία δραστηριότητα ανταλλαγής συναλλάγματος.

20      Δεδομένου ότι η ιστορική περίοδος στην οποία εντάσσεται η δημιουργία του όρου «cinkciarz» παρήλθε μόλις το 1989, αλλά και λαμβανομένης υπόψη της φήμης που απέκτησε η ιστορική φιγούρα των προσώπων που χαρακτηρίζονται με τον εν λόγω όρο στην πολωνική κουλτούρα, όπως μαρτυρούν, μεταξύ άλλων, διάφοροι τίτλοι άρθρων που παραπέμπουν στην ως άνω ιστορική φιγούρα (παραρτήματα E.20, E.24 έως E.26), αλλά και πρόσφατα δημοσιεύματα επί του θέματος (παραρτήματα E.19, E.21, E.36 έως E.41), πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος, στις 26 Ιανουαρίου 2015, η πλειονότητα του ενδιαφερόμενου κοινού γνώριζε την ιστορική σημασία του όρου αυτού.

21      Διαπιστώνοντας στο σημείο 10 του δικογράφου της προσφυγής, ως προς τον όρο «cinkciarz», ότι το «επάγγελμα […] [αυτό] δεν είναι επισήμως αναγνωρισμένο» ή ότι «παρήλθαν οι ένδοξες ημέρες του», η προσφεύγουσα παραδέχεται σιωπηρά ότι ο εν λόγω όρος προσδιορίζει ουσιαστικά το πρόσωπο που αντάλλασσε λαθραία συνάλλαγμα την εποχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας. Επίσης, η προσφεύγουσα παραδέχεται ρητώς, στο σημείο 11 του δικογράφου της προσφυγής, ότι ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κυρίως στα δημοσιεύματα για να προσδιορίσει ένα τέτοιο πρόσωπο. Υποστηρίζει, εντούτοις, στα ως άνω δύο σημεία του δικογράφου της προσφυγής ότι το «επάγγελμα» που συνίσταται στη «λαθρεμπορία συναλλάγματος» δεν έχει εκλείψει και ότι το πρόσωπο που επιδίδεται σήμερα σε τέτοιου είδους δραστηριότητες μπορεί ακόμη να χαρακτηριστεί ως «cinkciarz», αναγνωρίζει δε παράλληλα, στο σημείο 12 του δικογράφου της προσφυγής, ότι ο όρος αυτός έχει αρνητική χροιά και χρησιμοποιείται επικριτικά και κατά κύριο λόγο απαξιωτικά.

22      Οι ισχυρισμοί αυτοί επιρρωννύονται από ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

23      Συναφώς, οι ορισμοί που προέρχονται από λεξικά (παραρτήματα E.1 έως E.15) είναι αμφίσημοι. Συγκεκριμένα, μολονότι σε όλους επισημαίνεται ότι το ουσιαστικό «cinkciarz» είναι όρος της καθομιλουμένης ο οποίος προσδιορίζει τον έμπορο συναλλάγματος, τα σχετικά λήμματα φαίνεται να αντιστοιχούν στην ιστορική σημασία του όρου αυτού. Εντούτοις, ορισμένα άρθρα που έχουν δημοσιευθεί στο διαδίκτυο μαρτυρούν ότι ο όρος αυτός συνέχισε να χρησιμοποιείται και εκλαμβάνεται ως όρος δηλωτικός του προσώπου που επιδίδεται σήμερα στην ανταλλαγή συναλλάγματος λαθραία και δόλια, και ως εκ τούτου παράνομα, όπως ενεργούσαν οι «cinkciarz» την εποχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας (παραρτήματα E.32 και E.33) και, κατ’ επέκταση, σε οιαδήποτε δραστηριότητα που έχει δόλιο, παραβατικό ή ανέντιμο χαρακτήρα ή θεωρείται ως τέτοιου είδους δραστηριότητα (παράρτημα E.31).

24      Εντούτοις, αναγράφοντας, στο σημείο 10 του δικογράφου της προσφυγής, ότι ο όρος «cinkciarz» μπορεί επίσης να προσδιορίζει «τον παρέχοντα υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος εκτός των επίσημων διαύλων» και, στο σημείο 25 του δικογράφου της προσφυγής, ότι ο όρος αυτός «χρησιμοποιείται συνήθως στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών σχετικών με την ανταλλαγή συναλλάγματος εκτός των επίσημων διαύλων από πολλούς επιχειρηματίες», και προσθέτοντας, στο σημείο 24 του δικογράφου της προσφυγής, ότι ο εν λόγω όρος «χρησιμοποιείται, υπό κανονικές συνθήκες, για την παρουσίαση των [σχετικών] προϊόντων ή υπηρεσιών», η προσφεύγουσα φαίνεται να υπονοεί ότι ο όρος «cinkciarz» μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ουδέτερα, δηλαδή χωρίς οιαδήποτε αρνητική ή απαξιωτική χροιά, για να προσδιορίσει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ασκεί δραστηριότητα ανταλλαγής συναλλάγματος. Στο δικόγραφο της προσφυγής δεν γίνεται, ωστόσο, καμία αναφορά στα έγγραφα που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

25      Ερωτηθείσα επ’ αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι ο ισχυρισμός αυτός τεκμηριωνόταν με τα παραρτήματα E.29, E.30 και E.34.

26      Προσκομίζοντας, στη συνέχεια, το άρθρο που αποτελεί το παράρτημα E.30 και φέρει τον τίτλο «Με αυτόν τον τρόπο οι cinkciarz αποσπούν χρήματα από τους ταξιδιώτες στα αεροδρόμια», παραδέχθηκε ωστόσο ότι το άρθρο αυτό αναφερόταν επικριτικά σε μια δραστηριότητα που αποσκοπούσε στην εξαπάτηση. Όσον αφορά δε το άρθρο που αποτελεί το παράρτημα E.29 και φέρει τον τίτλο «Μήπως η Κυβέρνηση αντιγράφει τους cinkciarz;», η προσφεύγουσα υπογράμμισε απλώς ότι το άρθρο αυτό καταδεικνύει την τρέχουσα χρήση του όρου «cinkciarz» χωρίς να υποστηρίζει ότι ο όρος αυτός δεν έχει επικριτικό περιεχόμενο.

27      Αντιθέτως, η προσφεύγουσα υποστήριξε, πάντοτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, στο άρθρο που αποτελεί το παράρτημα E.34 και δημοσιεύθηκε στις 17 Απριλίου 2014 με τίτλο «Οι cinkciarz του διαδικτύου. Η ιστορία τεσσάρων τύπων που “τσέπωσαν” 20 δισεκατομμύρια από τις τράπεζες», ο όρος «cinkciarz» χρησιμοποιούνταν για να προσδιορίσει πολλές διαφορετικές οικονομικές οντότητες, μεταξύ των οποίων η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα, ή για να προσδιορίσει τις «υπηρεσίες εμπορίας συναλλάγματος εκτός των επίσημων διαύλων».

28      Από το περιεχόμενο του άρθρου αυτού μπορεί να συναχθεί ότι, με τον όρο «διαφορετικές οικονομικές οντότητες», η προσφεύγουσα εννοούσε τις επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες ανταλλαγής συναλλάγματος μέσω άλλης οδού, και δη του διαδικτύου, και οι οποίες διαφοροποιούνται από τις τράπεζες ως προς τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που εφαρμόζουν. Από το εν λόγω άρθρο προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις αυτές γνώρισαν μεγάλη άνθιση χάρη σε ένα νόμο του 2011, ο οποίος επέτρεψε στους δανειολήπτες που είχαν συνάψει δάνειο σε ελβετικά φράγκα με πολωνικές τράπεζες να εξοφλούν τις μηνιαίες δόσεις των δανείων αυτών σε νομίσματα που αγόρασαν από άλλες επιχειρήσεις πλην των εν λόγω τραπεζών. Το συγκεκριμένο άρθρο ανέφερε ότι η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα είχαν κατανείμει μεταξύ τους, σε δύο ίσα περίπου μερίδια, το σύνολο σχεδόν της πολωνικής αγοράς συναλλάγματος στο διαδίκτυο, στην οποία δραστηριοποιούνταν επίσης, εντελώς περιθωριακά, άλλες σαράντα επιχειρήσεις.

29      Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το άρθρο αυτό ουδόλως αποδεικνύει ότι ο όρος «cinkciarz» χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει, με ουδέτερο τρόπο, ορισμένες επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος, και δη αυτές που δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο, ή για να προσδιορίσει τις υπηρεσίες που παρέχουν οι επιχειρήσεις αυτές.

30      Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο ασχολείται κυρίως με δύο επιχειρήσεις, μία εκ των οποίων είναι η παρεμβαίνουσα, της οποίας η ονομασία μνημονεύεται επανειλημμένα. Στο πλαίσιο αυτό, η παρουσία του όρου «cinkciarz» στον τίτλο και σε ένα χωρίο του άρθρου αυτού δεν μπορεί να συνεκτιμηθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη η ονομασία της παρεμβαίνουσας. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον τίτλο του εν λόγω άρθρου, η χρήση του όρου αυτού στο συγκεκριμένο άρθρο δεν αφορά αυτές καθαυτές τις δύο επιχειρήσεις που αποτελούν το αντικείμενο του άρθρου, αλλά τους τέσσερις ιδρυτές των επιχειρήσεων αυτών, των οποίων οι επαγγελματικές σταδιοδρομίες περιγράφονται και των οποίων οι δηλώσεις παρατίθενται στο εν λόγω άρθρο. Ομοίως, τη μοναδική φορά κατά την οποία ο όρος «cinkciarz» απαντά στο κείμενο του ως άνω άρθρου, δεν αφορά αυτές τις δύο επιχειρήσεις, αλλά τους ιδρυτές τους των οποίων οι επιχειρήσεις παρουσιάζονται ως «η επιχείρησή τους». Επίσης, όταν δεν μνημονεύονται με την εμπορική επωνυμία τους ή με τις ονομασίες που παραπέμπουν στις ιστοσελίδες τους στο διαδίκτυο (Currency One, Internetowykantor.pl και Walutomat.pl, αφενός, Cinkciarz.pl, αφετέρου), οι εν λόγω επιχειρήσεις προσδιορίζονται στο συγκεκριμένο άρθρο ως «ανταλλακτήρια συναλλάγματος στο διαδίκτυο» ή «ηλεκτρονικά ανταλλακτήρια συναλλάγματος».

31      Ως εκ περισσού επισημαίνεται ότι, στο σημείο 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών ανέλυσε, κατ’ ουσίαν, με παρόμοιο τρόπο τα έγγραφα στα οποία στηριζόταν η γνωμοδότηση που αποτελεί το παράρτημα E.43 και η οποία ήταν η μόνη γνωμοδότηση υπέρ της ουδέτερης σημασίας του όρου «cinkciarz». Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε την εν λόγω ανάλυση, αλλά ούτε και επικαλέστηκε την εν λόγω γνωμοδότηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

32      Συμπερασματικά προκύπτει, ως προς το σημείο αυτό, ότι δύο έννοιες του όρου «cinkciarz» συνδέονται με τις υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος. Πρόκειται, πρώτον, για την ιστορική έννοια του όρου, η οποία προσδιορίζει το πρόσωπο που αντάλλασσε λαθραία και παράνομα συνάλλαγμα την εποχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας. Δεύτερον, πρόκειται για τη σύγχρονη έννοια, στο πλαίσιο της οποίας ο όρος αυτός χρησιμοποιείται με γενική και κατ’ επέκταση σημασία ως συνώνυμος του λαθρέμπορου ή του απατεώνα, αλλά και για να προσδιορίσει, κοντά στην ιστορική έννοια του όρου, ένα πρόσωπο το οποίο ασχολείται και στην εποχή μας με τη λαθραία και δόλια, και συνεπώς παράνομη, εμπορία συναλλάγματος. Αντιθέτως, όπως ορθώς διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών, δεν αποδείχθηκε ότι ο όρος «cinkciarz» προσδιορίζει στην εποχή μας, με ουδέτερο τρόπο, πρόσωπο ή επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος.

33      Επομένως, το βάσιμο των λόγων ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να εξεταστεί επί τη βάσει αυτών των εννοιών του όρου«cinkciarz».

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 σε σχέση με τις υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος

34      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο όρος «cinkciarz» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσδιορίσει τον επιχειρηματία που παρέχει υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος εκτός των επίσημων διαύλων και ότι, κατά συνέπεια, πρόκειται για ονομασία επαγγέλματος, η οποία πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιείται ελεύθερα, ανεξαρτήτως αν χρησιμοποιείται κυρίως με αρνητική έννοια.

35      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν το βάσιμο του λόγου αυτού. Κατά την παρεμβαίνουσα, ο όρος «cinkciarz» έχει μόνον ιστορική σημασία, προσδιορίζει δε το πρόσωπο που διακινούσε λαθραία ξένο συνάλλαγμα την εποχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας και δεν χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει οιαδήποτε σύγχρονη δραστηριότητα ανταλλαγής συναλλάγματος.

36      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προελεύσεως ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας.

37      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 14 ανωτέρω, για να εμπίπτει ένα σημείο στην απαγόρευση που επιβάλλει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, πρέπει ο συσχετισμός του με τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες να είναι αρκούντως άμεσος και συγκεκριμένος, ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να είναι σε θέση να αντιληφθεί αμέσως και χωρίς περαιτέρω σκέψη μια περιγραφή των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών ή ενός χαρακτηριστικού τους.

38      Ο περιγραφικός χαρακτήρας σημείου εκτιμάται μόνο σε σχέση με το πώς το αντιλαμβάνεται το ενδιαφερόμενο κοινό, αφενός, και σε σχέση με τα σχετικά προϊόντα και υπηρεσίες, αφετέρου (βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, COLOR EDITION, T‑160/07, EU:T:2008:261, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Εν προκειμένω, τα σχετικά προϊόντα και υπηρεσίες είναι, κατ’ ουσίαν, όσον αφορά την κλάση 9, τo λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις και οι φορείς δεδομένων, όσον αφορά δε την κλάση 36, οι τραπεζικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος, οι υπηρεσίες μεσιτείας και διαχειρίσεως ακινήτων, οι υπηρεσίες εισπράξεως απαιτήσεων, οι υπηρεσίες που συνδέονται με τις ασφαλίσεις και οι υπηρεσίες εμπειρογνωμόνων επί φορολογικών θεμάτων και, όσον αφορά την κλάση 41, οι υπηρεσίες δημοσιεύσεως και εκδόσεως, οι υπηρεσίες παιγνίων και υπηρεσίες που συνδέονται με την εκπαίδευση και τη διδασκαλία. Το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι τέτοιου είδους προϊόντα και υπηρεσίες απευθύνονται τόσο στους επαγγελματίες όσο και στο ευρύ κοινό και ότι το επίπεδο προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού κυμαίνεται από μέτριο έως αυξημένο. Έκρινε, εξάλλου, ότι ο περιγραφικός χαρακτήρας του επίμαχου σήματος έπρεπε να εκτιμηθεί βάσει της αντιλήψεως του κοινού που ομιλεί την πολωνική γλώσσα, δεδομένου ότι το σήμα αυτό αποτελείται από όρο ο οποίος έχει ορισμένη σημασία στη γλώσσα αυτή.

40      Οι εκτιμήσεις αυτές δεν αμφισβητούνται και κανένα στοιχείο δεν είναι ικανό να τις κλονίσει. Πρέπει, εντούτοις, να υπογραμμιστεί ότι το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο κοινό είναι εν μέρει εξειδικευμένο δεν μπορεί να ασκεί καθοριστική επιρροή στα νομικά κριτήρια βάσει των οποίων εκτιμάται ο περιγραφικός χαρακτήρας ενός σημείου [απόφαση της 7ης Μαΐου 2019, Fissler κατά ΓΕΕΑ (vita), T‑423/18, EU:T:2019:291, σκέψη 14].

41      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, απαγορεύοντας την καταχώριση ως σημάτων των σημείων ή ενδείξεων που αναφέρει, επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, ο οποίος επιβάλλει να μπορούν να χρησιμοποιούνται ελεύθερα από όλους τα σημεία ή οι ενδείξεις που είναι περιγραφικές των χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες ζητείται η καταχώριση. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει να έχει μία μόνον επιχείρηση τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τέτοια σημεία ή ενδείξεις λόγω της καταχωρίσεώς τους ως σημάτων (βλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, ΓΕΕΑ κατά Wrigley, C‑191/01 P, EU:C:2003:579, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Η εκ μέρους του νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιλογή του όρου «χαρακτηριστικό» τονίζει το γεγονός ότι τα σημεία που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 είναι μόνον αυτά τα οποία χρησιμεύουν για να δηλώσουν μια ευκόλως αναγνωρίσιμη από το ενδιαφερόμενο κοινό ιδιότητα των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία έχει ζητηθεί η καταχώριση. Συνεπώς, άρνηση καταχωρίσεως σημείου βάσει της διατάξεως αυτής επιτρέπεται μόνον αν είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι το σημείο αυτό θα αναγνωρισθεί πράγματι από το ενδιαφερόμενο κοινό ως περιγραφή ενός εκ των εν λόγω χαρακτηριστικών (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψη 50, και της 7ης Μαΐου 2019, vita, T‑423/18, EU:T:2019:291, σκέψη 43).

43      Για να αρνηθεί το EUIPO την καταχώριση επί τη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, δεν απαιτείται τα κατά το άρθρο αυτό σημεία και ενδείξεις που αποτελούν το σήμα να χρησιμοποιούνται όντως, κατά το χρονικό σημείο της αιτήσεως καταχωρίσεως, για την περιγραφή προϊόντων ή υπηρεσιών όπως εκείνα για τα οποία υποβάλλεται η αίτηση ή χαρακτηριστικών των ως άνω προϊόντων ή υπηρεσιών. Αρκεί, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, τα εν λόγω σημεία και οι ενδείξεις να μπορούν να χρησιμοποιούνται για τους ως άνω σκοπούς (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, ΓΕΕΑ κατά Wrigley, C‑191/01 P, EU:C:2003:579, σκέψη 32).

44      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Ένωσης, το οποίο μπορεί να αποτελείται από ένα και μόνον κράτος μέλος (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Storck κατά ΓΕΕΑ, C‑25/05 P, EU:C:2006:422, σκέψη 83).

45      Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο όρος «cinkciarz» είναι περιγραφικός των υπηρεσιών ανταλλαγής συναλλάγματος και ότι, επομένως, η καταχώριση του επίμαχου σήματος, το οποίο αποτελείται αποκλειστικά από τον όρο αυτό, πρέπει να ακυρωθεί στο μέτρο που αυτό το σήμα καλύπτει τις εν λόγω υπηρεσίες.

46      Από τα διαλαμβανόμενα στις σκέψεις 19 έως 32 ανωτέρω προκύπτει ότι ο όρος «cinkciarz», υπό τις κρίσιμες εν προκειμένω έννοιες, αφενός, ενέχει ιστορικό αλλά και σύγχρονο συσχετισμό με τις υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος και, αφετέρου, εκλαμβάνεται μόνον ως απαξιωτικός όρος, δηλαδή ενέχει μια αρνητική και υποτιμητική εκτίμηση για το πρόσωπο που προσδιορίζει, δηλαδή ένα πρόσωπο το οποίο επιδίδεται σε διακίνηση, σε απάτες ή σε ενέργειες που θεωρούνται ανέντιμες, ενδεικτικά δε και όχι περιοριστικά, στο πλαίσιο της λαθραίας ανταλλαγής συναλλάγματος.

47      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 δεν απαιτείται να έχει η περιγραφική ένδειξη θετική ή ουδέτερη χροιά, αλλά μόνον να περιγράφει ένα προϊόν ή μια υπηρεσία που καλύπτεται από την αίτηση καταχωρίσεως ή ορισμένο χαρακτηριστικό του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Επιπλέον, ο όρος «cinkciarz» μπορεί να απολέσει με την πάροδο του χρόνου την αρνητική σημασία του.

48      Κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 37 και 38 ανωτέρω, η εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 είναι δυνατή μόνον εάν, λαμβανομένου υπόψη του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το επίμαχο σημείο, ο συσχετισμός του με τη σχετική υπηρεσία είναι αρκούντως άμεσος και συγκεκριμένος, ώστε το κοινό αυτό να είναι σε θέση να αντιληφθεί αμέσως και χωρίς περαιτέρω σκέψη μια περιγραφή της εν λόγω υπηρεσίας ή ενός χαρακτηριστικού της.

49      Η νομολογία αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη σε συνδυασμό με τη νομολογία που ορίζει ότι περιγραφικά σημεία και περιγραφικές ενδείξεις κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως είναι μόνον όσα δύνανται να χρησιμοποιηθούν, στο πλαίσιο της συνήθους χρήσεως από τον καταναλωτή, για να προσδιορίσουν, είτε άμεσα είτε με μνεία ενός από αυτά τα ουσιώδη χαρακτηριστικά, το προϊόν ή την υπηρεσία για το οποίο ζητήθηκε η καταχώριση (βλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2012, XXXLutz Marken κατά ΓΕΕΑ, C‑306/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:401, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Συναφώς επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 2017/1001, ο κανονισμός αυτός έχει ως σκοπό να συμβάλει στην εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εντός της εσωτερικής αγοράς. Όμως, οι ελευθερίες αυτές αφορούν μόνον τα εμπορεύματα που εισάγονται νόμιμα στο οικονομικό και εμπορικό κύκλωμα της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Josemans, C‑137/09, EU:C:2010:774, σκέψη 42) και, κατ’ αναλογία, την παροχή νόμιμων υπηρεσιών. Εξ αυτού συνάγεται ότι η προστασία την οποία προβλέπει το δίκαιο των σημάτων της Ένωσης μπορεί να παρέχεται μόνο σε σήμα το οποίο προσδιορίζει νόμιμα προϊόντα και νομίμως παρεχόμενες υπηρεσίες.

51      Τεκμαίρεται δε ότι ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, έχει επίγνωση του γεγονότος αυτού, τουλάχιστον διότι γνωρίζει ότι οι αξίες του κράτους δικαίου αποτελούν τη βάση της Ένωσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 ΣΕΕ, και ότι συνυφασμένο με το κράτος δικαίου είναι το ότι ο νόμος δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενο την προστασία ή την ενθάρρυνση των παράνομων πράξεων, δεδομένου ότι το χαρακτηριστικό αυτό του κράτους δικαίου είναι παγκοίνως γνωστό. Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο όρος «cinkciarz» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσδιορίζει ένα «επάγγελμα», καθόσον συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με την τέλεση παράνομων πράξεων.

52      Επομένως, εν προκειμένω, το ενδιαφερόμενο κοινό έχει επίγνωση του γεγονότος ότι οι καλυπτόμενες από το επίμαχο σήμα υπηρεσίες δεν μπορούν να είναι λαθραίες και παράνομες δραστηριότητες ανταλλαγής συναλλάγματος.

53      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο όρος «cinkciarz», από τον οποίο αποτελείται το σήμα αυτό, ο οποίος προσδιορίζει τέτοιου είδους λαθραίες και παράνομες δραστηριότητες, δεν μπορεί να χρησιμεύσει, στο πλαίσιο της συνήθους χρήσεώς του από το ενδιαφερόμενο κοινό, για να προσδιορίσει τις νόμιμες υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος. Είναι δυνατό να συσχετισθεί συναφώς η νομολογία κατά την οποία, όταν πρόκειται για σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση της γεωγραφικής προελεύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας για την οποία ζητείται η καταχώριση, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 δεν απαγορεύει την καταχώριση γεωγραφικών ονομασιών στην περίπτωση των οποίων είναι απίθανο, λόγω των χαρακτηριστικών του δηλούμενου τόπου, το ενδεχόμενο να υποθέσουν οι ενδιαφερόμενοι κύκλοι ότι η οικεία κατηγορία προϊόντων προέρχεται από τον τόπο αυτόν (βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Bundesverband Souvenir – Geschenke – Ehrenpreise κατά ΓΕΕΑ, C‑488/16 P, EU:C:2018:673, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54      Κατά συνέπεια, ο όρος «cinkciarz» δεν παρέχει στο ενδιαφερόμενο κοινό τη δυνατότητα να αντιληφθεί αμέσως και χωρίς περαιτέρω σκέψη μια περιγραφή των νόμιμων υπηρεσιών ανταλλαγής συναλλάγματος ή της οντότητας που παρέχει τέτοιου είδους υπηρεσίες. Πράγματι, καθόσον ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του εν λόγω όρου, δηλαδή το γεγονός ότι προσδιορίζει λαθραίες και παράνομες δραστηριότητες, έρχεται σε πλήρη αντίθεση προς ένα εγγενές χαρακτηριστικό των υπηρεσιών αυτών, δηλαδή τον σύννομο χαρακτήρα τους, το ενδιαφερόμενο κοινό θα μπορεί να συσχετίσει το επίμαχο σήμα με τις νόμιμες υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος μόνον εάν αντιπαρέλθει την αντίφαση αυτή για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο σήμα, χρησιμοποιούμενο ειρωνικά και πνευματωδώς, καλύπτει, αντιθέτως προς τη σημασία του, υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος οι οποίες παρέχονται σύννομα.

55      Ως εκ τούτου, ο συσχετισμός του επίμαχου σήματος με τις καλυπτόμενες από αυτό υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος δεν είναι αρκούντως άμεσος και συγκεκριμένος.

56      Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται από την εξέταση του σκοπού γενικού συμφέροντος που επιδιώκεται με την προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 απαγόρευση καταχωρίσεως, σκοπός ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εξετάσεως όλων των κρίσιμων στοιχείων που χαρακτηρίζουν μια αίτηση καταχωρίσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 8ης Απριλίου 2003, Linde κ.λπ., C‑53/01 έως C‑55/01, EU:C:2003:206, σκέψη 75) ή, όπως εν προκειμένω, μια καταχώριση ως προς την οποία ζητείται η κήρυξη της ακυρότητας.

57      Κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 41 ανωτέρω, η διάταξη αυτή έχει ως σκοπό να παραμένουν ελεύθερα προς χρήση από όλους τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες τα σημεία ή οι ενδείξεις που περιγράφουν τα χαρακτηριστικά των σχετικών υπηρεσιών. Πράγματι, εάν επιτρεπόταν σε μια επιχείρηση να μονοπωλεί τη χρήση ενός περιγραφικού όρου, τούτο θα συνεπαγόταν τον περιορισμό του λεξιλογίου που θα είχαν στη διάθεσή τους οι ανταγωνιστές της για την περιγραφή των δικών τους προϊόντων [πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, Larrañaga Otaño κατά ΓΕΕΑ (GRAPHENE), T‑458/13, EU:T:2014:891, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Ο εν λόγω σκοπός γενικού συμφέροντος εντάσσεται στο πλαίσιο του συστήματος ανόθευτου ανταγωνισμού που η Συνθήκη ΛΕΕ επιδιώκει να καθιερώσει και να διατηρήσει, ουσιώδες στοιχείο του οποίου αποτελεί το δίκαιο των σημάτων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Μαΐου 2003, Libertel, C‑104/01, EU:C:2003:244, σκέψεις 48 έως 52).

58      Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις σχετικά με την έννοια του όρου «cinkciarz» προκύπτει ότι ο όρος αυτός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με μια ουσιώδη πτυχή της δραστηριότητας που προσδιορίζει, δηλαδή τον λαθραίο και παράνομο χαρακτήρα της, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με ένα εγγενές χαρακτηριστικό των επίμαχων υπηρεσιών ανταλλαγής συναλλάγματος, και δη τον σύννομο χαρακτήρα τους.

59      Τέλος, είναι βεβαίως αληθές ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, τα σημεία και οι ενδείξεις των οποίων απαγορεύεται η καταχώριση δυνάμει της διατάξεως αυτής είναι εκείνα τα οποία μπορούν απλώς να χρησιμοποιηθούν για περιγραφικούς σκοπούς, χωρίς να απαιτείται τα εν λόγω σημεία ή ενδείξεις να χρησιμοποιούνται πράγματι κατά το χρονικό σημείο υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως.

60      Ωστόσο, μια τέτοια δυνατότητα χρήσεως μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον αν μπορεί ευλόγως να πιθανολογηθεί ότι το επίμαχο σημείο θα συνιστά στο μέλλον, κατά την αντίληψη των ενδιαφερομένων κύκλων, περιγραφή των χαρακτηριστικών των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2004, Koninklijke KPN Nederland, C‑363/99, EU:C:2004:86, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, το εν λόγω ενδεχόμενο δεν μπορεί να στηρίζεται σε απλές εικασίες, αλλά πρέπει, αντιθέτως, να εδράζεται σε ορισμένα στοιχεία που να το καθιστούν ευλόγως πιθανό [πρβλ. απόφαση της 12ης Μαρτίου 2008, Compagnie générale de diététique κατά ΓΕΕΑ (GARUM), T‑341/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:70, σκέψη 43].

61      Μια τέτοια εικασία αποτελεί το ενδεχόμενο, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, ο όρος «cinkciarz» να απολέσει στο μέλλον την αρνητική χροιά που συνδέεται με τον λαθραίο και παράνομο χαρακτήρα της δραστηριότητας που προσδιορίζει, η οποία αποτελεί ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του και να υποδηλώνει, επομένως, με ουδέτερο τρόπο την άσκηση δραστηριότητας ανταλλαγής συναλλάγματος.

62      Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και από τις διαπιστώσεις που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 19, 23 και 32 ανωτέρω, στην αρχή ο όρος «cinkciarz», με τις έννοιες που του αποδίδονταν εν προκειμένω, προσέλαβε αρνητική σημασία συνδεόμενη με την παράνομη και λαθραία δραστηριότητα των προσώπων που προσδιορίζει ενώ, μετά την αλλαγή του ιστορικού πλαισίου εντός του οποίου εμφανίστηκε, εξελίχθηκε το περιεχόμενό του και δόθηκε έμφαση στην εν λόγω αρνητική χροιά του όρου, διότι η χρήση του έχει γενικευθεί για να υποδηλώνει το πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα η οποία θεωρείται παράνομη, δόλια ή ανέντιμη. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 29 και 30 ανωτέρω, δεν υφίσταται καμία αποχρώσα ένδειξη από την οποία να προκύπτει ότι ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται και ουδέτερα για να προσδιορίζει την επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος.

63      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, ουδόλως προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος, θα μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ότι ο όρος «cinkciarz» θα καθίστατο στο μέλλον, κατά την αντίληψη των ενδιαφερομένων κύκλων, περιγραφικός όρος των σχετικών υπηρεσιών.

64      Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς αποφάσισε ότι το επίμαχο σήμα δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρο δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 όσον αφορά τις υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως σε σχέση με τα καλυπτόμενα από το επίμαχο σήμα προϊόντα και υπηρεσίες πλην των υπηρεσιών ανταλλαγής συναλλάγματος

65      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά την απόρριψη του αιτήματος κηρύξεως ακυρότητας που στηριζόταν στον περιγραφικό χαρακτήρα των λοιπών σχετικών προϊόντων και υπηρεσιών, πλην της ανταλλαγής συναλλάγματος, διότι το τμήμα προσφυγών έλαβε συνολικά υπόψη, και όχι ανά κατηγορία, αυτά τα άλλα προϊόντα και υπηρεσίες.

66      Στο σημείο 59 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών, αποδεχόμενο, συναφώς, την αιτιολογία της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων, διαπίστωσε ότι, καθόσον ο όρος «cinkciarz» δεν είναι περιγραφικός των υπηρεσιών ανταλλαγής συναλλάγματος, τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο για τις λοιπές υπηρεσίες και τα προϊόντα που προσδιορίζει, των οποίων η σύνδεση με τον εν λόγω όρο είναι ακόμη ασθενέστερη.

67      Υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση του τμήματος προσφυγών να αιτιολογεί τις αποφάσεις του, η οποία απορρέει ιδίως από το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, έχει τον διττό σκοπό να παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, προκειμένου να προασπίσουν τα δικαιώματά τους, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας της συγκεκριμένης αποφάσεως. Από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την πράξη, ενώ δεν απαιτείται να παρατίθενται εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως πληροί τις προμνησθείσες απαιτήσεις πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2018, EUIPO κατά Puma, C‑564/16 P, EU:C:2018:509, σκέψεις 64 και 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία που είχε αναπτύξει η προσφεύγουσα ενώπιον των οργάνων του EUIPO, όπως εξάλλου προβάλλεται και με το δικόγραφο της προσφυγής της, περιοριζόταν απλώς στην επισήμανση του τρόπου με τον οποίο ορισμένες κατηγορίες των σχετικών προϊόντων και υπηρεσιών, πλην των υπηρεσιών ανταλλαγής συναλλάγματος, μπορούσαν, κατά την άποψή της, να συσχετιστούν με τις υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος ή με τα πρόσωπα που παρέχουν τέτοιου είδους υπηρεσίες. Εξ αυτού συνήγαγε το συμπέρασμα ότι ο όρος «cinkciarz», τον οποίο θεωρούσε περιγραφικό όσον αφορά τις υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος, ήταν επίσης περιγραφικός ενός χαρακτηριστικού αυτών των άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών.

69      Στο πλαίσιο αυτό, το τμήμα προσφυγών, δεδομένου ότι είχε προηγουμένως διαπιστώσει ότι ο όρος «cinkciarz» δεν ήταν περιγραφικός για τις υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος, απορρίπτοντας συνεπώς την παραδοχή επί της οποίας στηριζόταν η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες πλην των υπηρεσιών ανταλλαγής συναλλάγματος, μπορούσε να περιοριστεί στην παροχή ενιαίας αιτιολογίας για όλα τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες.

70      Πράγματι, το EUIPO μπορεί να παράσχει ενιαία αιτιολογία, σε σχέση με έναν απόλυτο λόγο απαραδέκτου της καταχωρίσεως, για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που σχετίζονται μεταξύ τους αρκούντως άμεσα και συγκεκριμένα, ώστε να αποτελούν επαρκώς ομοιογενή κατηγορία προϊόντων ή υπηρεσιών, ιδίως λόγω των κοινών χαρακτηριστικών τους τα οποία είναι κρίσιμα για την εξέταση της δυνατότητας προβολής του συγκεκριμένου λόγου απαραδέκτου. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνεται in concreto σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να μπορεί να αποκλεισθεί ότι όλα τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση έχουν ένα χαρακτηριστικό το οποίο είναι κρίσιμο για την εξέταση ενός απόλυτου λόγου απαραδέκτου και ότι, συνεπώς, μπορούν να συγκεντρωθούν, για την εξέταση της συγκεκριμένης αιτήσεως καταχωρίσεως σε σχέση με τον απόλυτο αυτόν λόγο απαραδέκτου, σε μία και μόνη, επαρκώς ομοιογενή κατηγορία (πρβλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2017, EUIPO κατά Deluxe Entertainment Services Group, C‑437/15 P, EU:C:2017:380, σκέψεις 30 έως 34).

71      Εν προκειμένω, όμως, η ίδια η προσφεύγουσα ήταν αυτή που κατέταξε αυτά τα άλλα προϊόντα και υπηρεσίες, πλην των υπηρεσιών ανταλλαγής συναλλάγματος, στην ίδια κατηγορία βάσει ενός ενιαίου και μοναδικού χαρακτηριστικού τους, το οποίο κατ’ αυτήν δικαιολογούσε την αναγνώριση του περιγραφικού χαρακτήρα του σημείου CINKCIARZ σε σχέση με αυτά τα άλλα προϊόντα και υπηρεσίες, δηλαδή ότι όλα σχετίζονται με τη δραστηριότητα ανταλλαγής συναλλάγματος.

72      Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών, αφού έκρινε ότι το επίμαχο σήμα δεν ήταν περιγραφικό για τις υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος, ορθώς δέχθηκε, στο πλαίσιο επαρκούς εξετάσεως, ότι το συμπέρασμα αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο και για τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες, πλην των υπηρεσιών ανταλλαγής συναλλάγματος, που έχουν ορισμένη σχέση με τις εν λόγω υπηρεσίες. Πράγματι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το τμήμα προσφυγών προέβη σε in concreto εκτίμηση, αποφαινόμενο σχετικά με τη σύνδεση επί της οποίας η ίδια η προσφεύγουσα στήριζε το αίτημά της κηρύξεως ακυρότητας, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, σε σχέση με αυτά τα άλλα προϊόντα και υπηρεσίες. Επιπλέον, η εξέταση αυτή κατέληξε σε συμπέρασμα το οποίο συνάδει με τη διάταξη αυτή.

73      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001

74      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001 επιβάλλεται λόγω του περιγραφικού χαρακτήρα του σημείου CINKCIARZ, δεδομένου ότι ένα περιγραφικό σημείο στερείται οπωσδήποτε διακριτικού χαρακτήρα.

75      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν εξέτασε τον διακριτικό χαρακτήρα του επίμαχου σήματος σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίστηκε και με την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού για το σήμα αυτό. Ειδικότερα, ο απαξιωτικός χαρακτήρας του όρου «cinkciarz» δεν αποκλείει, κατά την άποψή της, το ενδεχόμενο να διαπιστωθεί η έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα. Εν προκειμένω, καθόσον ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται συνήθως στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών ανταλλαγής συναλλάγματος εκτός των επίσημων διαύλων, το σήμα που αποτελείται από τον όρο αυτό δεν μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία προσδιορισμού της εμπορικής προελεύσεως των προϊόντων και υπηρεσιών που προσδιορίζει. Για τον ίδιο λόγο, ο εν λόγω όρος δεν διαθέτει κάποιο ευρηματικό, ασυνήθιστο ή απροσδόκητο στοιχείο, ούτε είναι ικανός να προκαλέσει έκπληξη στο πολωνικό κοινό.

76      Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το λεκτικό σημείο CINKCIARZ ως όρο ο οποίος υποδηλώνει ένα πρόσωπο το οποίο επιδίδεται στην παράνομη εμπορία συναλλάγματος, έναν κερδοσκόπο ή έναν απατεώνα. Όταν χρησιμοποιείται σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσδιορίζει, εκλαμβάνεται από το κοινό αυτό ως πρωτότυπη, παραπλανητική ή ειρωνική ονομασία και, εξ αυτού του λόγου, ως ονομασία που προκαλεί έκπληξη και η οποία μπορεί να δηλώσει την εμπορική προέλευση των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών και να γίνει ευχερώς αντιληπτή ως τέτοια.

77      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα.

78      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001 σημαίνει ότι το σήμα αυτό καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση ως προερχόμενων από συγκεκριμένη επιχείρηση και, συνεπώς, καθιστά δυνατή τη διάκριση των προϊόντων ή υπηρεσιών αυτών από εκείνα άλλων επιχειρήσεων (βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010, Audi κατά ΓΕΕΑ, C‑398/08 P, EU:C:2010:29, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79      Ο διακριτικός αυτός χαρακτήρας πρέπει να εκτιμάται, αφενός, σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση και, αφετέρου, σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το εν λόγω σημείο (βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Henkel κατά ΓΕΕΑ, C‑456/01 P και C‑457/01 P, EU:C:2004:258, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Καταρχάς διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων που δόθηκαν σε σχέση με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί στο μέτρο που στηρίζεται στην παραδοχή ότι το επίμαχο σήμα είναι περιγραφικό των προϊόντων και των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωριστεί.

81      Εν συνεχεία, από τα σημεία 53 και 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών εξέτασε τον διακριτικό χαρακτήρα του επίμαχου σήματος λαμβάνοντας υπόψη την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού καθώς και τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωριστεί. Μολονότι, βεβαίως, από το όλο πλαίσιο συνάγεται ότι, σιωπηρώς, η ανάλυση που διαλαμβάνεται στα σημεία αυτά αφορά κυρίως τις υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, στα σημεία 59 και 60 της εν λόγω αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών επεξέτεινε τη συλλογιστική του, κρίνοντας ότι οι διαπιστώσεις που αφορούσαν τις υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος ίσχυαν κατά μείζονα λόγο και για τα λοιπά σχετικά προϊόντα και υπηρεσίες λόγω της ασθενέστερης συνδέσεως που υφίσταται μεταξύ αυτών των άλλων προϊόντων και υπηρεσιών και του όρου «cinkciarz».

82      Τέλος, στο μέτρο που ο ισχυρισμός ότι το επίμαχο σήμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο όρος «cinkciarz» «χρησιμοποιείται συνήθως στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών ανταλλαγής συναλλάγματος εκτός των επίσημων διαύλων», επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της απαντήσεως που δόθηκε σε σχέση με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, διαπιστώθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού, καθόσον τούτο προϋποθέτει ότι ο συγκεκριμένος όρος μπορεί να προσδιορίζει με ουδέτερο τρόπο τις δραστηριότητες ανταλλαγής συναλλάγματος, ανεξαρτήτως του νόμιμου ή παράνομου χαρακτήρα τους.

83      Αντιθέτως, λαμβανομένης υπόψη της συνήθους χρήσεως του όρου «cinkciarz» σε σχέση με λαθραίες και παράνομες δραστηριότητες ανταλλαγής συναλλάγματος, χρήσεως η οποία είναι γνωστή στο ενδιαφερόμενο κοινό, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως έκρινε και το τμήμα προσφυγών, ότι ο όρος αυτός έχει υπαινικτικό ή υποδηλωτικό χαρακτήρα έναντι των νόμιμων υπηρεσιών ανταλλαγής συναλλάγματος.

84      Εντούτοις, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 54 ανωτέρω, δεδομένου ότι ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του όρου «cinkciarz», δηλαδή το γεγονός ότι προσδιορίζει λαθραίες και παράνομες δραστηριότητες, έρχεται σε πλήρη αντίθεση προς ένα εγγενές χαρακτηριστικό των υπηρεσιών ανταλλαγής συναλλάγματος, δηλαδή τον σύννομο χαρακτήρα τους, το ενδιαφερόμενο κοινό θα μπορεί να συσχετίσει το επίμαχο σήμα με τις νόμιμες υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος μόνον εάν αντιπαρέλθει την αντίφαση αυτή για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο σήμα, χρησιμοποιούμενο ειρωνικά και πνευματωδώς, καλύπτει, αντιθέτως προς τη σημασία του, υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος οι οποίες παρέχονται σύννομα. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, όσον αφορά τις υπηρεσίες αυτές, ο συγκεκριμένος όρος απαιτεί μια προσπάθεια ερμηνείας εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κοινού και, εξ αυτού του λόγου, διαθέτει ορισμένη πρωτοτυπία και ικανότητα να εντυπώνεται στη μνήμη, με αποτέλεσμα να μπορεί να απομνημονευθεί εύκολα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010, Audi κατά ΓΕΕΑ, C‑398/08 P, EU:C:2010:29, σκέψη 59) και ικανό να δηλώνει στον καταναλωτή την εμπορική προέλευση των προϊόντων και υπηρεσιών που προσδιορίζει. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εν λόγω όρος έχει διακριτικό χαρακτήρα σε σχέση με τις υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος.

85      Οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν και για τις σχετικές υπηρεσίες της κλάσεως 36 οι οποίες συνδέονται με τις υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος, και δη, κατ’ ουσίαν, με τις τραπεζικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.

86      Όσον αφορά τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες που προσδιορίζει το επίμαχο σήμα, όπως διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών, η σύνδεση μεταξύ της σημασίας του όρου «cinkciarz» την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, δηλαδή αυτής που αφορά την παράνομη και λαθραία δραστηριότητα ανταλλαγής συναλλάγματος, με αυτά τα άλλα προϊόντα και υπηρεσίες που δεν συνδέονται άμεσα με την εμπορία συναλλάγματος, είναι ασήμαντη, αν όχι ανύπαρκτη. Κατά συνέπεια, το επίμαχο σήμα θα μπορούσε να έχει, στην καλύτερη περίπτωση, έναν πολύ περιορισμένο υπαινικτικό χαρακτήρα για ορισμένα εξ αυτών των άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών και, επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας η οποία στηρίζεται κυρίως στον περιγραφικό χαρακτήρα του εν λόγω σήματος όσον αφορά τις υπηρεσίες ανταλλαγής συναλλάγματος και στη σχέση που υφίσταται μεταξύ των υπηρεσιών αυτών και των λοιπών σχετικών προϊόντων και υπηρεσιών. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι οι εκτιμήσεις που διαλαμβάνονται στη σκέψη 84 ανωτέρω ισχύουν, επί της ουσίας, και για τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωρισθεί το επίμαχο σήμα, λαμβανομένης υπόψη της γενικής σημασίας του εν λόγω όρου, ο οποίος προσδιορίζει ένα πρόσωπο το οποίο επιδίδεται σε οιαδήποτε δραστηριότητα που θεωρείται παράνομη, δόλια ή ανέντιμη. Πράγματι, η αντίφαση που προκύπτει από τη χρήση του όρου αυτού για τον προσδιορισμό των νόμιμων προϊόντων ή υπηρεσιών προκαλεί έκπληξη και απαιτεί ορισμένη σκέψη, στοιχεία από τα οποία συνάγεται η ύπαρξη ορισμένου διακριτικού χαρακτήρα.

87      Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

88      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

89      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του EUIPO και της παρεμβαίνουσας, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Currency One S.A. φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) και η Cinkciarz.pl sp. z o.o.

Nihoul

Svenningsen

Öberg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Δεκεμβρίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.