Language of document : ECLI:EU:C:2024:435

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 30ής Μαΐου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας – Υποχρέωση παροχής πληροφοριών σχετικά με την οικονομική κατάσταση ενός παρόχου επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης – Οδηγία 2000/31/ΕΚ – Συντονισμένος τομέας – Αρχή του ελέγχου στο κράτος μέλος καταγωγής – Παρεκκλίσεις – Έννοια των “μέτρων που στρέφονται κατά συγκεκριμένης υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας” – Κανονισμός (ΕE) 2019/1150 – Σκοπός»

Στην υπόθεση C‑665/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) με απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Οκτωβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Amazon Services Europe Sàrl

κατά

Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, N. Wahl (εισηγητή), J. Passer και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Amazon Services Europe Sàrl, εκπροσωπούμενη από τη F. Angeloni, τον M. Berliri, τη S. Borocci, την G. Gelera και τη F. Moretti, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τη L. Delbono και τη R. Guizzi, avvocati dello Stato,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek, την T. Suchá και τον J. Vláčil,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τη M. Browne, Chief State Solicitor, τον A. Joyce και τον M. Tierney, επικουρούμενους από τον D. Fennelly, BL,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη L. Armati, τη M. Escobar Gómez, τον S. L. Kalėda και τον L. Malferrari,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 2024,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1150 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την προώθηση της δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης (ΕΕ 2019, L 186, σ. 57), της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ 2000, L 178, σ. 1), της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 2015, L 241, σ. 1), της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36), και του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Amazon Services Europe Sàrl (στο εξής: Amazon), λουξεμβουργιανής εταιρίας, και της Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni (ρυθμιστικής αρχής επικοινωνιών, Ιταλία) (στο εξής: AGCOM) με αντικείμενο μέτρα που έλαβε η τελευταία έναντι παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 2019/1150

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 7 και 51 του κανονισμού 2019/1150 έχουν ως εξής:

«(3)      Οι καταναλωτές έχουν ενστερνιστεί τη χρήση των επιγραμμικών πλατφορμών. Ένα ανταγωνιστικό, δίκαιο και διαφανές επιγραμμικό οικοσύστημα μέσα στο οποίο οι εταιρείες συμπεριφέρονται με υπευθυνότητα είναι επίσης απαραίτητο για την ευημερία των καταναλωτών. Η διασφάλιση της διαφάνειας και της εμπιστοσύνης στην οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ επιχειρήσεων θα μπορούσε να συμβάλει έμμεσα στη βελτίωση της εμπιστοσύνης του καταναλωτή προς την οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών. Όμως, οι απευθείας επιπτώσεις που η ανάπτυξη της οικονομίας των πλατφορμών αυτών έχει για τους καταναλωτές καλύπτονται από άλλους τομείς του ενωσιακού δικαίου, και ειδικότερα από το κεκτημένο σε θέματα προστασίας των καταναλωτών.

[...]

(7)      Θα πρέπει να θεσπιστεί ένα στοχευμένο σύνολο υποχρεωτικών κανόνων σε επίπεδο [Ευρωπαϊκής] Ένωσης, ώστε να διασφαλιστεί ένα δίκαιο, προβλέψιμο, βιώσιμο και αξιόπιστο επιγραμμικό επιχειρηματικό περιβάλλον εντός της εσωτερικής αγοράς. Ειδικότερα, θα πρέπει να παρέχονται στους χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης κατάλληλη διαφάνεια, καθώς και αποτελεσματικές δυνατότητες προσφυγής σε ολόκληρη την Ένωση ώστε να διευκολύνεται η άσκηση διασυνοριακών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων εντός της Ένωσης και έτσι να βελτιωθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αντιμετωπιστεί οποιοσδήποτε πιθανός αναδυόμενος κατακερματισμός στους συγκεκριμένους τομείς που καλύπτει ο παρών κανονισμός.

[...]

(51)      Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η διασφάλιση δίκαιου, προβλέψιμου, βιώσιμου και αξιόπιστου επιγραμμικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος εντός της εσωτερικής αγοράς δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να αποφασίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 [ΣΕΕ]. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.»

4        Κατά το άρθρο 1 του ως άνω κανονισμού:

«1.      Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς θεσπίζοντας κανόνες που εξασφαλίζουν κατάλληλη διαφάνεια, αμεροληψία και δυνατότητα αποτελεσματικής προσφυγής σε επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και χρήστες εταιρικών ιστότοπων, σε σχέση με επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης.

2.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και τις επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης που παρέχονται ή προσφέρονται προς παροχή στους επιχειρηματικούς χρήστες και τους χρήστες εταιρικών ιστότοπων, αντίστοιχα, που είναι εγκατεστημένοι ή διαμένουν στην Ένωση και οι οποίοι προσφέρουν προϊόντα ή υπηρεσίες, μέσω των εν λόγω επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης, σε καταναλωτές που βρίσκονται στην Ένωση, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασης ή διαμονής των παρόχων των εν λόγω υπηρεσιών και ανεξαρτήτως του κατά τα άλλα εφαρμοστέου δικαίου.

[...]

5.      Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το ενωσιακό δίκαιο και ειδικότερα το ενωσιακό δίκαιο που ισχύει στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας επί αστικών υποθέσεων, του ανταγωνισμού, της προστασίας των δεδομένων, της προστασίας των εμπορικών απορρήτων, της προστασίας των καταναλωτών, του ηλεκτρονικού εμπορίου και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.»

5        Το άρθρο 2, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      “επιχειρηματικός χρήστης”: κάθε φυσικό πρόσωπο που ενεργεί υπό εμπορική ή επαγγελματική ιδιότητα ή κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο προσφέρει προϊόντα ή υπηρεσίες, μέσω επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, σε καταναλωτές για σκοπούς σχετικούς με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα».

 Η οδηγία 2000/31

6        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/31:

«1.      Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εξασφαλίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μεταξύ των κρατών μελών.

[...]

5.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

α)      στο φορολογικό τομέα·

[...]».

7        Το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[...]

η)      “συντονισμένος τομέας”: οι προϋποθέσεις που ισχύουν στα νομικά συστήματα των κρατών μελών προκειμένου για φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ή υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για γενικές διατάξεις ή για διατάξεις σχεδιασμένες ειδικά για τον τομέα αυτό·

i)      ο συντονισμένος τομέας αφορά απαιτήσεις προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται ο φορέας παροχής υπηρεσιών σχετικά με:

–      την ανάληψη δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως προϋποθέσεις σχετικά με τα προσόντα, την έγκριση ή την κοινοποίηση,

–      την άσκηση δραστηριότητας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως απαιτήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του φορέα παροχής υπηρεσιών, σχετικά με την ποιότητα ή το περιεχόμενο της υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για τη διαφήμιση και τη σύναψη συμβάσεων, ή απαιτήσεις σχετικά με την ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών·

[...]».

8        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχει ένας φορέας εγκατεστημένος στο έδαφός του να τηρούν τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις του οι οποίες εμπίπτουν στο συντονισμένο τομέα.

2.      Τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για λόγους που αφορούν το συντονισμένο τομέα, να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.

[...]

4.      Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 σε σχέση με συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)      τα μέτρα πρέπει:

i)      να είναι αναγκαία για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

–        δημόσια τάξη, ιδίως πρόληψη, έρευνα, διαπίστωση και δίωξη εγκλημάτων, στα οποία περιλαμβάνονται η προστασία των ανηλίκων και η καταπολέμηση της πρόκλησης μίσους λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας, καθώς και οι παραβιάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που αφορούν μεμονωμένα πρόσωπα,

–        προστασία της δημόσιας υγείας,

–        δημόσια ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της προάσπισης της εθνικής ασφάλειας και άμυνας,

–        προστασία του καταναλωτή, περιλαμβανομένου και του επενδυτή·

ii)      να στρέφονται κατά μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία βλάπτει τους στόχους που αναφέρονται στο σημείο i) ή συνιστά σοβαρό κίνδυνο που απειλεί να βλάψει τους προαναφερόμενους στόχους·

iii)      να είναι ανάλογα προς τους στόχους αυτούς·

β)      πριν από τη λήψη των εν λόγω μέτρων και ανεξαρτήτως τυχόν δικαστικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών και ενεργειών που αναλαμβάνονται στα πλαίσια ποινικών ερευνών, το κράτος μέλος:

–        έχει ζητήσει από το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να λάβει μέτρα και το τελευταίο δεν έλαβε μέτρα ή τα μέτρα ήταν ανεπαρκή,

–        έχει κοινοποιήσει στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 την πρόθεσή του να λάβει τέτοια μέτρα.

[...]»

 Η οδηγία 2006/123

9        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123 ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τις γενικές διατάξεις που διευκολύνουν την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, διατηρώντας ταυτόχρονα υψηλό ποιοτικό επίπεδο υπηρεσιών.»

10      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Αν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας έρχονται σε σύγκρουση με διάταξη άλλης κοινοτικής πράξης που ρυθμίζει τις ειδικές πτυχές της πρόσβασης και της άσκησης δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας σε ειδικούς τομείς ή ειδικά επαγγέλματα, η διάταξη της άλλης κοινοτικής πράξης υπερισχύει και εφαρμόζεται σ’ αυτούς τους ειδικούς τομείς ή τα ειδικά επαγγέλματα. [...]»

11      Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη σέβονται το δικαίωμα των παρόχων υπηρεσιών να παρέχουν υπηρεσίες σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο εδρεύουν.

Το κράτος μέλος στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία εξασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών και την ελεύθερη άσκησή της στο έδαφός του.

Τα κράτη μέλη δεν εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της στο έδαφός τους από απαιτήσεις που δεν τηρούν τις ακόλουθες αρχές:

α)      μη εισαγωγή διακρίσεων: οι απαιτήσεις δεν πρέπει να εισάγουν, άμεσα ή έμμεσα, διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή, όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, ανάλογα με το κράτος μέλος στο οποίο εδρεύουν·

β)      αναγκαιότητα: οι απαιτήσεις πρέπει να δικαιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας ή προστασίας του περιβάλλοντος·

γ)      αναλογικότητα: οι απαιτήσεις πρέπει να είναι κατάλληλες για να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου στόχου και να μην υπερβαίνουν το όριο που είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου.»

 Η οδηγία 2015/1535

12      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1535 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[...]

β)      “υπηρεσία”: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών.

[...]

ε)      “κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες”: απαίτηση γενικής φύσεως σχετικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες των υπηρεσιών που περιγράφονται στο στοιχείο β) και στην άσκησή τους, ειδικότερα διατάξεις για τους παρέχοντες υπηρεσίες, τις υπηρεσίες και τον αποδέκτη των υπηρεσιών, εξαιρουμένων των κανόνων που δεν αναφέρονται ειδικά στις υπηρεσίες που ορίζονται στο ίδιο σημείο.

[...]

στ)      “τεχνικός κανόνας”: τεχνική προδιαγραφή ή άλλη απαίτηση ή κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των οικείων διοικητικών διατάξεων των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική de jure ή de facto, για την εμπορία, την παροχή υπηρεσιών, την εγκατάσταση ενός φορέα παροχής υπηρεσιών ή τη χρήση σε κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα του κράτους αυτού, όπως επίσης, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 7, οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος και την παροχή ή χρήση μιας υπηρεσίας ή την εγκατάσταση για την παροχή των υπηρεσιών αυτών.

[...]»

13      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα, εκτός εάν πρόκειται απλώς για αυτούσια μεταφορά ενός διεθνούς ή ευρωπαϊκού προτύπου, οπότε αρκεί μια απλή πληροφόρηση ως προς το συγκεκριμένο πρότυπο· επίσης, απευθύνουν στην Επιτροπή κοινοποίηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η θέσπιση ενός τέτοιου τεχνικού κανόνα, εκτός εάν οι λόγοι αυτοί συνάγονται ήδη από το ίδιο το σχέδιο.»

 Το ιταλικό δίκαιο

 Ο νόμος 249 της 31ης Ιουλίου 1997

14      Το άρθρο 1 του legge n. 249 – Istituzione dell’Autorità per le garanzie nelle comunicazioni e norme sui sistemi delle telecomunicazioni e radiotelevisivo (νόμου 249 περί ίδρυσης της ρυθμιστικής αρχής επικοινωνιών και περί κανόνων για τα συστήματα τηλεπικοινωνιών και ραδιοτηλεόρασης), της 31ης Ιουλίου 1997 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 177, της 31ης Ιουλίου 1997), ορίζει τα εξής:

«[...]

29.      Όσοι, στις κοινοποιήσεις που ζητεί η [AGCOM], δηλώνουν λογιστικά δεδομένα ή πραγματικά περιστατικά σχετικά με την άσκηση της δραστηριότητάς τους τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2621 του Αστικού Κώδικα.

30.      Όσοι δεν κοινοποιούν, εντός των τασσόμενων προθεσμιών και με τον προβλεπόμενο τρόπο, τα έγγραφα, τα στοιχεία και τις πληροφορίες που ζητεί η [AGCOM] τιμωρούνται με διοικητικό πρόστιμο ποσού από ένα εκατομμύριο [ιταλικές λίρες (ITL) (περίπου 516 ευρώ) έως διακόσια εκατομμύρια ITL (περίπου 103 000 ευρώ)] το οποίο επιβάλλει η αρχή αυτή.

[...]»

15      Ο νόμος 249 της 31ης Ιουλίου 1997, όπως τροποποιήθηκε με τον legge n. 178 – Bilancio di previsione dello Stato per l’anno finanziario 2021 e bilancio pluriennale per il triennio 2021-2023 (νόμο 178 περί κρατικού προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2021 και περί πολυετούς προϋπολογισμού για την τριετία 2021-2023), της 30ής Δεκεμβρίου 2020 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 322, της 30ής Δεκεμβρίου 2020), προβλέπει στο άρθρο 1, παράγραφος 6, στοιχείο c, σημείο 14-bis, τα εξής:

«Η [AGCOM] έχει τα ακόλουθα καθήκοντα:

[...]

c)      το συμβούλιο:

[...]

14-bis)      διασφαλίζει την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού [2019/1150], ιδίως με την έκδοση κατευθυντήριων γραμμών, την προώθηση κωδίκων δεοντολογίας και τη συλλογή σχετικών πληροφοριών».

 Η απόφαση αριθ. 397/13

16      Στις 25 Ιουνίου 2013 η AGCOM εξέδωσε την delibera n. 397/13/CONS – Informativa economica di sistema (απόφαση αριθ. 397/13/CONS, περί συστηματικής δήλωσης οικονομικών πληροφοριών) (στο εξής: απόφαση αριθ. 397/13).

17      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της απόφασης αριθ. 397/13 απαριθμεί τις κατηγορίες προσώπων που υποχρεούνται να υποβάλλουν στην AGCOM έγγραφο με τίτλο «Informativa economica di sistema» (συστηματική δήλωση οικονομικών πληροφοριών) (στο εξής: IES).

18      Το άρθρο 6 της απόφασης αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.      Όσοι, προς εκπλήρωση της υποχρέωσης που προβλέπεται στο άρθρο 2 της παρούσας απόφασης, κοινοποιούν στοιχεία που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τιμωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 29, του νόμου [249 της 31ης Ιουλίου 1997].

2.      Όσοι δεν εκπληρώνουν, εντός των τασσόμενων προθεσμιών και με τον προβλεπόμενο τρόπο, την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 τιμωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 30, του νόμου [249 της 31ης Ιουλίου 1997].»

 Η απόφαση αριθ. 161/21

19      Στις 12 Μαΐου 2021 η AGCOM εξέδωσε την delibera n. 161/21/CONS – Modifiche alla delibera n. 397/13 del 25 giugno 2013 «Informativa Economica di Sistema» (απόφαση αριθ. 161/21/CONS για την τροποποίηση της απόφασης 397/13 της 25ης Ιουνίου 2013 «Συστηματική δήλωση οικονομικών πληροφοριών») (στο εξής: απόφαση αριθ. 161/21).

20      Κατά το προοίμιο της απόφασης αριθ. 161/21:

«[...]

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό 2019/1150 [...]

Έχοντας υπόψη τον νόμο [178 της 30ής Δεκεμβρίου 2020] [...]

[...]

Εκτιμώντας ότι η [IES] είναι ετήσια αναφορά την οποία πρέπει να υποβάλλουν οι φορείς παροχής υπηρεσιών επικοινωνιών και η οποία αφορά τα στοιχεία ταυτοποίησης και οικονομικά δεδομένα σχετικά με την ασκούμενη από τα οικεία πρόσωπα δραστηριότητα, με σκοπό τη συλλογή των στοιχείων που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση συγκεκριμένων νομικών υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η αποτίμηση του Sistema integrato delle comunicazioni [ολοκληρωμένου συστήματος επικοινωνιών (SIC)] και ο έλεγχος των κατώτατων ορίων συγκέντρωσης στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, οι αναλύσεις της αγοράς και ενδεχόμενων δεσποζουσών θέσεων ή, εν πάση περιπτώσει, επιζήμιων για την πολυφωνία, η ετήσια έκθεση και οι έρευνες [...], καθώς και με σκοπό την επικαιροποίηση της στατιστικής βάσης των φορέων παροχής υπηρεσιών επικοινωνιών·

Εκτιμώντας ότι ο νόμος [178 της 30ής Δεκεμβρίου 2020] παρέχει νέες αρμοδιότητες στην [AGCOM], αναθέτοντάς της την αποστολή να διασφαλίζει “την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού [2019/1150], ιδίως με την έκδοση κατευθυντήριων γραμμών, την προώθηση κωδίκων δεοντολογίας και τη συλλογή σχετικών πληροφοριών”·

[Εκτιμώντας], ως εκ τούτου, ότι είναι αναγκαία η επέκταση [ορισμένων] υποχρεώσεων κοινοποίησης IES στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης, προκειμένου να συλλέγονται ετησίως κρίσιμες πληροφορίες και να ασκούνται οι δραστηριότητες με σκοπό τη διασφάλιση της κατάλληλης και αποτελεσματικής εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150 και την εκπλήρωση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην [AGCOM] με τον νόμο [178 της 30ής Δεκεμβρίου 2020]·

[...]».

21      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της ως άνω απόφασης τροποποίησε τον κατάλογο του άρθρου 2 της απόφασης αριθ. 397/13, επεκτείνοντας την υποχρέωση υποβολής IES στην AGCOM στις εξής δύο κατηγορίες προσώπων:

«[...]

h)      Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης: φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία, μολονότι δεν κατοικούν ή δεν είναι εγκατεστημένα στην ημεδαπή, παρέχουν ή προσφέρονται να παράσχουν επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης, όπως αυτές ορίζονται στον κανονισμό 2019/1150, σε επιχειρηματικούς χρήστες που είναι εγκατεστημένοι ή κατοικούν στην Ιταλία·

i)      Οι πάροχοι επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης: φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία, μολονότι δεν κατοικούν ή δεν είναι εγκατεστημένα στην ημεδαπή, παρέχουν ή προσφέρονται να παράσχουν επιγραμμική μηχανή αναζήτησης, όπως αυτή ορίζεται στον κανονισμό 2019/1150, στην ιταλική γλώσσα ή σε επιχειρηματικούς χρήστες που είναι εγκατεστημένοι ή κατοικούν στην Ιταλία.

[...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

22      Η Amazon, η οποία εδρεύει στο Λουξεμβούργο, διαχειρίζεται διαδικτυακή πλατφόρμα μέσω της οποίας φέρνει σε επαφή πωλητές με καταναλωτές, με σκοπό την πραγματοποίηση συναλλαγών με αντικείμενο την πώληση αγαθών.

23      Κατόπιν των τροποποιήσεων του εθνικού νομικού πλαισίου, αφενός, με τον νόμο 178 της 30ής Δεκεμβρίου 2020 και, αφετέρου, με την απόφαση αριθ. 161/21, στις οποίες προέβησαν οι ιταλικές αρχές μεταξύ άλλων και με σκοπό να διασφαλίσουν την εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150, η Amazon υπόκειται πλέον, ως πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, στην υποχρέωση να υποβάλλει στην AGCOM την IES, ήτοι έγγραφο στο οποίο πρέπει να συμπληρωθούν πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση του παρόχου.

24      Η Amazon άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της απόφασης αριθ. 161/21.

25      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Amazon υποστηρίζει ότι η απόφαση αυτή, στο μέτρο που της επιβάλλει την υποχρέωση να υποβάλλει IES στην AGCOM, αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών, στον κανονισμό 2019/1150 και σε πλείονες οδηγίες.

26      Ως προς το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει, κατά πρώτον, ότι, κατόπιν της έκδοσης του κανονισμού 2019/1150, ο Ιταλός νομοθέτης τροποποίησε, με τον νόμο 178 της 30ής Δεκεμβρίου 2020, τον νόμο 249 της 31ης Ιουλίου 1997.

27      Ως εκ τούτου, ανατέθηκε στην AGCOM η μέριμνα για την εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150, μεταξύ άλλων μέσω της συλλογής πληροφοριών (άρθρο 1, παράγραφος 6, στοιχείο c, σημείο 14-bis, του νόμου 249 της 31ης Ιουλίου 1997, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 178 της 30ής Δεκεμβρίου 2020).

28      Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, με την απόφαση αριθ. 161/21, η AGCOM τροποποίησε την απόφαση αριθ. 397/13, προκειμένου να λάβει υπόψη τα μέτρα που έλαβε ο Ιταλός νομοθέτης προς εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση υποβολής της IES στην AGCOM επεκτάθηκε στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης (στο εξής: πάροχοι των επίμαχων υπηρεσιών) που προσφέρουν υπηρεσίες στην Ιταλία.

29      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, αφενός, ότι η υποβολή της IES είχε αρχικά προβλεφθεί για τις ανάγκες του Garante per la radiodiffusione e l’editoria (Επιτρόπου για τις ραδιοτηλεοπτικές και εκδοτικές δραστηριότητες, Ιταλία), δυνάμει νομοθετικών διατάξεων που του παρείχαν την εξουσία να λαμβάνει μέτρα για τον έλεγχο της ορθότητας των λογιστικών δεδομένων και των λοιπών πληροφοριών που όφειλαν να του δηλώνουν ορισμένες οντότητες, και, αφετέρου, ότι οι αρμοδιότητες του Επιτρόπου μεταβιβάστηκαν στην AGCOM.

30      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, με την απόφαση αριθ. 161/21, η AGCOM επέβαλε στους παρόχους των επίμαχων υπηρεσιών τη διαβίβαση σημαντικών και συγκεκριμένων πληροφοριών σχετικά με την οικονομική κατάστασή τους. Ειδικότερα, οι εν λόγω πάροχοι υποχρεούνται να της δηλώνουν τα συνολικά έσοδά τους από ιστοτόπους διαδικτυακών πωλήσεων, τα εισπραττόμενα ποσά από τέλη συνδρομής και τέλη εγγραφής, σύνδεσης ή συμμετοχής για τη χρήση της πλατφόρμας διαδικτυακών πωλήσεων από χρήστες εγκατεστημένους στην Ιταλία για την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών στους καταναλωτές, τις πάγιες και μεταβλητές προμήθειες επί των πωλήσεων αγαθών και υπηρεσιών που πραγματοποιούνται μέσω της πλατφόρμας διαδικτυακών πωλήσεων από επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, του κανονισμού 2019/1150 (στο εξής: επιχειρηματικοί χρήστες), που είναι εγκατεστημένοι στην Ιταλία, τις πάγιες και μεταβλητές προμήθειες που καταβάλλουν οι εγκατεστημένοι στην Ιταλία επιχειρηματικοί χρήστες για τις πωλήσεις αγαθών ή υπηρεσιών που προτείνουν στους καταναλωτές μέσω της πλατφόρμας διαδικτυακών πωλήσεων, τα λοιπά έσοδά τους από υπηρεσίες διαμεσολάβησης, πλην της διαφήμισης, οι οποίες παρέχονται σε εγκατεστημένους στην Ιταλία επιχειρηματικούς ή άλλους χρήστες οι οποίοι προτείνουν προς πώληση στους καταναλωτές αγαθά ή υπηρεσίες μέσω της πλατφόρμας διαδικτυακών πωλήσεων.

31      Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι η παράλειψη διαβίβασης της IES στην AGCOM ή η κοινοποίηση ανακριβών στοιχείων συνεπάγεται την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 29 και 30, του νόμου 249 της 31ης Ιουλίου 1997.

32      Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω στοιχεία, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η υποχρέωση υποβολής της IES στην AGCOM ενδέχεται να αντιβαίνει από πολλές απόψεις στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, στον κανονισμό 2019/1150 και σε διάφορες οδηγίες.

33      Όσον αφορά τον κανονισμό 2019/1150, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ της τήρησης των προβλεπόμενων από αυτόν υποχρεώσεων και των πληροφοριών που ζητούνται με την IES, οι οποίες αφορούν κυρίως τα έσοδα των παρόχων των επίμαχων υπηρεσιών και δεν έχουν σημασία ως προς τη διαφάνεια και τον δίκαιο χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ των παρόχων και των επιχειρηματικών χρηστών. Κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, με τα εθνικά μέτρα δυνάμει των οποίων οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης υποχρεούνται πλέον να υποβάλλουν την IES στην AGCOM (στο εξής: επίδικα εθνικά μέτρα), οι ιταλικές αρχές εισήγαγαν στην ιταλική έννομη τάξη διατάξεις που προβλέπουν έλεγχο επί στοιχείων σχετικών με τους ίδιους τους παρόχους των επίμαχων υπηρεσιών ο οποίος είναι εντελώς διαφορετικός από τον προβλεπόμενο στον κανονισμό έλεγχο που αφορά την τήρηση εκ μέρους τους των υποχρεώσεων που αυτός προβλέπει.

34      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ιδίως ότι, στην περίπτωση που οι πληροφορίες που πρέπει να συμπληρωθούν στην IES δεν θεωρηθούν ως κρίσιμες ή χρήσιμες για την ορθή εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150, η απόφαση αριθ. 161/21 θα είναι άκυρη κατά το μέτρο που ο νόμος 178 της 30ής Δεκεμβρίου 2020 αναθέτει στην AGCOM το καθήκον διασφάλισης της κατάλληλης και αποτελεσματικής εφαρμογής του κανονισμού αυτού και όχι την εξουσία να εκδίδει άλλες ρυθμιστικές πράξεις στον συγκεκριμένο τομέα.

35      Όσον αφορά την οδηγία 2015/1535, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στα άρθρα της 1 και 5 και εκτιμά ότι οι εθνικές διατάξεις βάσει των οποίων οι υπόχρεοι πάροχοι υπηρεσιών πρέπει να υποβάλλουν την IES στην AGCOM εισάγουν συγκεκριμένα μια γενική απαίτηση για την παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και ότι, επομένως, χωρίς προηγούμενη κοινοποίησή τους στην Επιτροπή δεν είναι δυνατή η προβολή τους έναντι των ιδιωτών.

36      Όσον αφορά την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ και εξειδικεύεται στις οδηγίες 2000/31 και 2006/123, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31 καθιερώνει την αρχή ότι, στον «συντονισμένο τομέα», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας πρέπει να υπόκεινται στο νομικό καθεστώς του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών και ότι τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν μέτρα τα οποία παρεκκλίνουν από την αρχή αυτή μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις τις οποίες ορίζει η παράγραφος 4 του άρθρου 3. Πλην όμως, κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, τα επίδικα εθνικά μέτρα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές.

37      Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει, αφετέρου, ότι, κατά το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/123, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της στο έδαφός τους από απαιτήσεις που δεν τηρούν τις αρχές της μη εισαγωγής διακρίσεων, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Πλην όμως, κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, τα επίδικα εθνικά μέτρα παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιτίθεται ο κανονισμός [2019/1150] σε εθνική διάταξη η οποία, προκειμένου, ειδικότερα, να διασφαλισθεί η κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, μεταξύ άλλων, μέσω της συλλογής σχετικών πληροφοριών, επιβάλλει στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης την υποχρέωση να διαβιβάζουν περιοδικά σχετικές πληροφορίες για τα έσοδά τους;

2)      Βάσει του κανονισμού [2019/1150], μπορεί να θεωρηθεί ότι οι πληροφορίες οι οποίες προβλέπονται στην [IES] και αφορούν κυρίως τα πραγματοποιούμενα έσοδα είναι σχετικές με τον σκοπό που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός και εξυπηρετούν τον σκοπό αυτόν;

3)      Επιβάλλει η οδηγία [2015/1535] στα κράτη μέλη την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα με τα οποία προβλέπεται για τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης η επιβολή της υποχρέωσης διαβίβασης αναφοράς που περιλαμβάνει σχετικές πληροφορίες για τα έσοδά τους, η παράβαση της οποίας συνεπάγεται την επιβολή προστίμου; Σε καταφατική περίπτωση, επιτρέπει η οδηγία [αυτή] σε ιδιώτη να αντιταχθεί στην έναντι αυτού εφαρμογή των μέτρων που δεν έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή;

4)      Απαγορεύει το άρθρο 3 της οδηγίας [2000/31] σε εθνικές αρχές να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες, προκειμένου να διασφαλισθεί η εφαρμογή του κανονισμού [2019/1150], προβλέπουν για τους φορείς παροχής υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε [άλλο κράτος μέλος], αλλά δραστηριοποιούνται στην Ιταλία, πρόσθετες υποχρεώσεις διοικητικού και χρηματικού χαρακτήρα, όπως τη διαβίβαση αναφοράς η οποία περιλαμβάνει σχετικές πληροφορίες για τα έσοδά τους, η παράβαση των οποίων συνεπάγεται την επιβολή προστίμου;

5)      Απαγορεύουν η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών η οποία προβλέπεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ και το άρθρο 16 της οδηγίας [2006/123], καθώς και η οδηγία [2000/31], σε εθνικές αρχές να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες, προκειμένου να διασφαλισθεί η εφαρμογή του κανονισμού [2019/1150], προβλέπουν για τους φορείς παροχής υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε [άλλο κράτος μέλος], πρόσθετες υποχρεώσεις διοικητικού και χρηματικού χαρακτήρα, όπως τη διαβίβαση αναφοράς η οποία περιλαμβάνει σχετικές πληροφορίες για τα έσοδά τους, η παράβαση των οποίων συνεπάγεται την επιβολή προστίμου;

6)      Επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας [2000/31] στα κράτη μέλη την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα με τα οποία προβλέπεται για τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης η επιβολή της υποχρέωσης διαβίβασης αναφοράς που περιλαμβάνει σχετικές πληροφορίες για τα έσοδά τους, η παράβαση της οποίας συνεπάγεται την επιβολή προστίμου; Σε καταφατική περίπτωση, επιτρέπει η οδηγία [αυτή] σε ιδιώτη να αντιταχθεί στην έναντι αυτού εφαρμογή των μέτρων που δεν έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

39      Η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, κατά το μέτρο που το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της κρισιμότητας και της χρησιμότητας, υπό το πρίσμα του σκοπού του κανονισμού 2019/1150, των πληροφοριών που πρέπει να συμπληρώνονται στην IES, όπερ συνεπάγεται διαπιστώσεις εκ μέρους του Δικαστηρίου σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά, που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο, εξάλλου, παραλείπει τελείως να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο οι εν λόγω πληροφορίες δεν είναι ούτε κρίσιμες ούτε χρήσιμες.

40      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που στηρίζεται σε σαφή διάκριση των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, κάθε εκτίμηση των επίδικων περιστατικών εμπίπτει στη δικαιοδοσία του εθνικού δικαστηρίου. Ωστόσο, για να του δώσει μια χρήσιμη απάντηση, το Δικαστήριο μπορεί, σε πνεύμα συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια, να του παράσχει όλα τα στοιχεία που κρίνει αναγκαία (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Επιπλέον, το Δικαστήριο, μολονότι δεν εναπόκειται σε αυτό να αποφανθεί επί της ερμηνείας κανόνων του δικαίου ενός κράτους μέλους, εντούτοις δύναται να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τις απαιτούμενες διευκρινίσεις σχετικά με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που ενδέχεται να αντιτίθενται στους εν λόγω κανόνες (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2016, Lesoochranárske zoskupenie VLK, C‑243/15, EU:C:2016:838, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 8ης Μαΐου 2019, Rossato και Conservatorio di Musica F. A. Bonporti, C‑494/17, EU:C:2019:387, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αποτελεί ενιαίο σύνολο με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα και ότι, με τα προδικαστικά αυτά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο την ερμηνεία του κανονισμού 2019/1150 εντός του πραγματικού και νομικού πλαισίου που εκθέτει με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

43      Επομένως, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

 Επί του πρώτου, του δευτέρου, του τετάρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

44      Με το πρώτο, το δεύτερο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν πρώτα και από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/123 ή το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε μέτρα λαμβανόμενα από κράτος μέλος, με δεδηλωμένο σκοπό τη μέριμνα για την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150, δυνάμει των οποίων, για την παροχή των υπηρεσιών τους στο κράτος μέλος αυτό, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος υποχρεούνται επ’ απειλή κυρώσεων να υποβάλλουν περιοδικά σε αρχή του πρώτου κράτους μέλους έγγραφο σχετικό με την οικονομική κατάστασή τους, στο οποίο πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς πολυάριθμες πληροφορίες, ιδίως σχετικά με τα έσοδα του παρόχου.

45      Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία 2006/123, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 47, παράγραφος 2, ΕΚ και του άρθρου 55 ΕΚ, των οποίων το γράμμα επαναλήφθηκε κατ’ ουσίαν στο άρθρο 53, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 62 ΣΛΕΕ, αντιστοίχως, έχει μεταξύ άλλων ως σκοπό τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών. Από την πλευρά της, η οδηγία 2000/31, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 47, παράγραφος 2, ΕΚ, του άρθρου 55 ΕΚ και του άρθρου 95 ΕΚ, των οποίων το γράμμα επαναλήφθηκε κατ’ ουσίαν στο άρθρο 53, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στο άρθρο 62 και στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ, αντιστοίχως, έχει ως σκοπό, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο της 1, παράγραφος 1, την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εξασφαλίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μεταξύ των κρατών μελών.

46      Δεδομένου ότι οι δύο ως άνω οδηγίες συγκεκριμενοποιούν την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, αν διαπιστωθεί ότι η μία από αυτές τις οδηγίες αντιτίθεται σε εθνικά μέτρα όπως τα επίδικα στην κύρια δίκη, παρέλκει η εξέταση του πρώτου, του δευτέρου, του τετάρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος υπό το πρίσμα του άρθρου αυτού.

47      Βεβαίως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 6 των προτάσεών του, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή κατά τη νομολογία στα μέτρα που εμπίπτουν στον φορολογικό τομέα, ο οποίος αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/31, δυνάμει του άρθρου της 1, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ (πρβλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Airbnb Ireland και Airbnb Payments UK, C‑83/21, EU:C:2022:1018, σκέψη 38). Εντούτοις, εν προκειμένω, ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι τα επίδικα εθνικά μέτρα σχετίζονται με την ανάγκη διασφάλισης της εκπλήρωσης φορολογικών υποχρεώσεων.

48      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, αν οι διατάξεις της έρχονται σε σύγκρουση με διάταξη άλλης πράξης της Ένωσης που ρυθμίζει τις ειδικές πτυχές της πρόσβασης και της άσκησης δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας σε ειδικούς τομείς, η διάταξη της άλλης πράξης της Ένωσης υπερισχύει και εφαρμόζεται σε αυτούς τους ειδικούς τομείς.

49      Λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31 αφορά ειδικές πτυχές της πρόσβασης και της άσκησης δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως εξέθεσε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 204 έως 207 των προτάσεών του, στην περίπτωση που διαπιστωθεί, αφενός, ότι εθνικά μέτρα όπως τα επίδικα στην κύρια δίκη εμπίπτουν στη διάταξη αυτή και, αφετέρου, ότι αυτή αντιτίθεται στα εν λόγω εθνικά μέτρα, παρέλκει η εξέταση του πρώτου, του δευτέρου, του τετάρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος υπό το πρίσμα της οδηγίας 2006/123.

50      Ως εκ τούτου, πρέπει κατ’ αρχάς να ερμηνευθεί το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31.

51      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 3 προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχει ένας φορέας εγκατεστημένος στο έδαφός του να τηρούν τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις του οι οποίες εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα. Η παράγραφος 2 του άρθρου 3 διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για λόγους που αφορούν τον συντονισμένο τομέα, να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.

52      Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31, τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον συντρέχουν ορισμένες σωρευτικές προϋποθέσεις, να λαμβάνουν, σε σχέση με συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας που εμπίπτει στον συντονισμένο τομέα, μέτρα που εισάγουν παρέκκλιση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας (πρβλ. απόφαση της 19 Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland, C‑390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 83).

53      Διευκρινίζεται ότι ο «συντονισμένος τομέας» για τον οποίο γίνεται λόγος στο άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31 καλύπτει, κατά τον ορισμό του άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, της ίδιας οδηγίας, τις προϋποθέσεις που ισχύουν στα νομικά συστήματα των κρατών μελών προκειμένου για φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ή υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για γενικές διατάξεις ή για διατάξεις σχεδιασμένες ειδικά για τον τομέα αυτόν. Ο συντονισμένος τομέας αφορά απαιτήσεις προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται ο φορέας παροχής υπηρεσιών σχετικά με την ανάληψη δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως προϋποθέσεις σχετικά με τα προσόντα, την έγκριση ή την κοινοποίηση, και την άσκηση δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως οι απαιτήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του φορέα παροχής υπηρεσιών ή σχετικά με την ποιότητα ή το περιεχόμενο της υπηρεσίας.

54      Συνεπώς, η οδηγία 2000/31 στηρίζεται στην εφαρμογή των αρχών του ελέγχου στο κράτος μέλος καταγωγής και της αμοιβαίας αναγνώρισης και, ως εκ τούτου, στο πλαίσιο του συντονισμένου τομέα τον οποίο ορίζει το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας, οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας ρυθμίζονται μόνο στο κράτος μέλος στου οποίου το έδαφος είναι εγκατεστημένοι οι φορείς που παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2023, Google Ireland κ.λπ., C‑376/22, EU:C:2023:835, σκέψη 42).

55      Κατά συνέπεια, αφενός, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος ως κράτος μέλος καταγωγής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να ρυθμίσει τις υπηρεσίες αυτές και, ως εκ τούτου, να προστατεύσει τους σκοπούς γενικού συμφέροντος που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/31 (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2023, Google Ireland κ.λπ., C‑376/22, EU:C:2023:835, σκέψη 43).

56      Αφετέρου, σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος, ως κράτος μέλος προορισμού των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, να μην περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών αυτών απαιτώντας την τήρηση πρόσθετων υποχρεώσεων οι οποίες εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα και έχουν θεσπιστεί από αυτό (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2023, Google Ireland κ.λπ., C‑376/22, EU:C:2023:835, σκέψη 44).

57      Κατά συνέπεια, το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31 δεν επιτρέπει, με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που επιτρέπονται υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, να υπόκειται ο φορέας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας ο οποίος επιθυμεί να παρέχει την υπηρεσία αυτή σε άλλο κράτος μέλος και όχι σε εκείνο στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος σε επιβαλλόμενες από το άλλο αυτό κράτος μέλος απαιτήσεις που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα.

58      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι τα επίδικα εθνικά μέτρα, κατά το μέτρο που επιτάσσουν, επ’ απειλή κυρώσεων, την υποβολή της IES στην AGCOM από τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη και όχι στην Ιταλική Δημοκρατία, επιβάλλουν στους παρόχους αυτούς την υποχρέωση να πληρούν προϋποθέσεις οι οποίες δεν απαιτούνται στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένοι.

59      Ομοίως, δεν αμφισβητείται ότι οι υπηρεσίες αυτές εμπίπτουν στις «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31.

60      Πλην όμως, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η υποχρέωση υποβολής της IES στην AGCOM δεν εμπίπτει στον «συντονισμένο τομέα», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2000/31, δεδομένου ότι αποσκοπεί στο να παράσχει στην AGCOM τη δυνατότητα να λάβει από τους παρόχους των επίμαχων υπηρεσιών τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της. Συνεπώς, κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, η υποχρέωση αυτή δεν έχει ως σκοπό να επιβάλει στους παρόχους των επίμαχων υπηρεσιών τη λήψη άδειας για την ανάληψη δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας ή την άσκηση τέτοιας δραστηριότητας.

61      Ως προς το ζήτημα αυτό, το γεγονός ότι η υποχρέωση περιοδικής υποβολής σε αρχή κράτους μέλους πληροφοριών σχετικά με την οικονομική κατάσταση της υπόχρεης επιχείρησης, επ’ απειλή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, επιβάλλεται για τους σκοπούς της άσκησης εκ μέρους της εν λόγω αρχής εποπτείας όσον αφορά το νομότυπο της άσκησης της δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ουδόλως ασκεί επιρροή στο περιεχόμενο της υποχρέωσης αυτής προς την οποία οφείλουν να συμμορφωθούν οι πάροχοι τέτοιων υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος και επιθυμούν να τις παρέχουν στο πρώτο κράτος μέλος. Εξάλλου, η δυνατότητα ενός παρόχου να αρχίσει και να συνεχίσει de facto την παροχή μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, χωρίς να έχει εκπληρώσει την εν λόγω υποχρέωση, δεν επηρεάζει την αναγκαιότητα συμμόρφωσης προς αυτήν προκειμένου να ασκεί νομίμως την επίμαχη δραστηριότητα.

62      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ιταλική Κυβέρνηση, υποχρέωση όπως αυτή που αφορά την περιοδική υποβολή της IES στην AGCOM αποτελεί απαίτηση σχετικά με την άσκηση δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας και, επομένως, εμπίπτει στον «συντονισμένο τομέα», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2000/31.

63      Ως εκ τούτου, το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31 αντιτίθεται σε μέτρα λαμβανόμενα από κράτος μέλος δυνάμει των οποίων, για την παροχή των υπηρεσιών τους στο κράτος μέλος αυτό, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος υποχρεούνται επ’ απειλή κυρώσεων να υποβάλλουν περιοδικά σε αρχή του πρώτου κράτους μέλους έγγραφο σχετικό με την οικονομική κατάστασή τους, στο οποίο πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς πολυάριθμες πληροφορίες σχετικά ιδίως με τα έσοδα του παρόχου, εκτός αν τα εν λόγω μέτρα πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 3.

64      Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Τσεχικής Κυβερνήσεως κατά το οποίο το άρθρο 3 ενδέχεται να μην αντιτίθεται σε τέτοια μέτρα, εφόσον εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν η νομολογία σχετικά με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ κατά την οποία δεν προσκρούει στην απαγόρευση του άρθρου αυτού εθνική νομοθεσία η οποία ισχύει ως προς όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν δραστηριότητες στην εθνική επικράτεια, η οποία δεν σκοπεί στη ρύθμιση των προϋποθέσεων που αφορούν την άσκηση της παροχής υπηρεσιών των οικείων επιχειρήσεων, και της οποίας τα δυνητικώς περιοριστικά αποτελέσματα επί της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών είναι υπέρμετρα αβέβαια και έμμεσα για να μπορεί η υποχρέωση την οποία θεσπίζει να θεωρηθεί ικανή να αποτελέσει εμπόδιο στην ανωτέρω ελευθερία (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Airbnb Ireland και Airbnb Payments UK, C‑83/21, EU:C:2022:1018, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Πράγματι, όπως εξέθεσε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 166 και 167 των προτάσεών του, αφενός, οι απαιτήσεις που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της ανωτέρω νομολογίας, δεδομένου ότι εξ ορισμού έχουν ως αντικείμενο τη ρύθμιση της πρόσβασης σε δραστηριότητα που συνίσταται στην παροχή υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, καθώς και της άσκησης της δραστηριότητας αυτής. Αφετέρου, ο νομοθέτης της Ένωσης, κατά τη θέσπιση πράξεως παράγωγου δικαίου, μπορεί να εξειδικεύσει μια θεμελιώδη ελευθερία η οποία κατοχυρώνεται από τη Συνθήκη ΛΕΕ, προβλέποντας όρους για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ακόμη πιο ευνοϊκούς από εκείνους που προβλέπει το πρωτογενές δίκαιο (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Rina Services κ.λπ., C‑593/13, EU:C:2015:399, σκέψη 40).

66      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αν εθνικά μέτρα όπως αυτά για τα οποία έγινε λόγος στη σκέψη 63 της παρούσας απόφασης πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31.

67      Προς τούτο, πρώτον, τονίζεται ότι, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της εν λόγω διάταξης, σε αυτήν μπορούν να εμπίπτουν μόνο τα μέτρα «που στρέφονται κατά συγκεκριμένης υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας».

68      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2023, Google Ireland κ.λπ. (C‑376/22, EU:C:2023:835), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτουν στα «μέτρα που στρέφονται κατά συγκεκριμένης υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά τη διάταξη αυτή, γενικά και αφηρημένα μέτρα τα οποία αφορούν μια περιγραφόμενη με γενικούς όρους κατηγορία συγκεκριμένων υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και εφαρμόζονται αδιακρίτως σε κάθε φορέα παροχής της εν λόγω κατηγορίας υπηρεσιών.

69      Εν προκειμένω, με την επιφύλαξη της εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, τα επίδικα εθνικά μέτρα έχουν, κατά τα φαινόμενα, γενικό και αφηρημένο περιεχόμενο και, επομένως, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «μέτρα που στρέφονται κατά συγκεκριμένης υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31.

70      Εξάλλου, κατά την εν λόγω διάταξη, για να θεωρηθεί ότι συνάδουν προς αυτήν, τα εθνικά μέτρα πρέπει να είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης, την προστασία της δημόσιας υγείας και της δημόσιας ασφάλειας ή την προστασία των καταναλωτών.

71      Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν αυτό συμβαίνει όσον αφορά εθνικά μέτρα που λαμβάνονται με δεδηλωμένο σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150.

72      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 5, ο κανονισμός 2019/1150 δεν θίγει το ενωσιακό δίκαιο και ειδικότερα, μεταξύ άλλων, το ενωσιακό δίκαιο που ισχύει στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου.

73      Δεδομένου ότι η οδηγία 2000/31 προφανώς εμπίπτει στον τομέα αυτόν, μέτρα όπως τα επίδικα εθνικά μέτρα μπορούν να θεωρηθούν ως σύμφωνα προς το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, για τον λόγο ότι έχουν ως σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150, μόνον αν διαπιστωθεί ότι ο σκοπός του κανονισμού αυτού αντιστοιχεί σε έναν από τους σκοπούς που απαριθμούνται στη διάταξη αυτήν.

74      Πλην όμως, ο κανονισμός 2019/1150, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές του σκέψεις 7 και 51, έχει ως σκοπό να θεσπίσει ένα στοχευμένο σύνολο υποχρεωτικών κανόνων σε επίπεδο Ένωσης, ώστε να διασφαλιστεί ένα δίκαιο, προβλέψιμο, βιώσιμο και αξιόπιστο επιγραμμικό επιχειρηματικό περιβάλλον εντός της εσωτερικής αγοράς. Ειδικότερα, στους επιχειρηματικούς χρήστες θα πρέπει να παρέχεται κατάλληλη διαφάνεια, καθώς και αποτελεσματικές δυνατότητες προσφυγής σε ολόκληρη την Ένωση, ώστε να διευκολύνεται η άσκηση διασυνοριακών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων εντός της Ένωσης και έτσι να βελτιωθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

75      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού διευκρινίζει ότι σκοπός του είναι να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς θεσπίζοντας κανόνες που εξασφαλίζουν κατάλληλη διαφάνεια, αμεροληψία και δυνατότητα αποτελεσματικής προσφυγής σε επιχειρηματικούς χρήστες και χρήστες εταιρικών ιστότοπων σε σχέση με επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης.

76      Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 186 έως 190 των προτάσεών του, ακόμη και αν υποτεθεί ότι εθνικά μέτρα όπως τα επίδικα εθνικά μέτρα αποσκοπούν στη διασφάλιση του σκοπού του κανονισμού 2019/1150, δεν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ, αφενός, του σκοπού αυτού και, αφετέρου, εκείνων που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/31 και υπενθυμίζονται στη σκέψη 70 της παρούσας απόφασης.

77      Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι ο σκοπός του κανονισμού 2019/1150 δεν αφορά ούτε τη δημόσια τάξη, ούτε την προστασία της δημόσιας υγείας, ούτε τη δημόσια ασφάλεια.

78      Όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι αυτή δεν καλύπτει την προστασία των επιχειρήσεων. Πλην όμως, ο κανονισμός 2019/1150 θεσπίζει κανόνες για τις σχέσεις μεταξύ των παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και των επιχειρηματικών χρηστών.

79      Εν συνεχεία, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 2019/1150, η σχέση μεταξύ «της διαφάνειας και της εμπιστοσύνης στην οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ επιχειρήσεων» και της «βελτίωση[ς] της εμπιστοσύνης του καταναλωτή προς την οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών» είναι μόνον έμμεση.

80      Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 3 διευκρινίζεται ότι «οι απευθείας επιπτώσεις που η ανάπτυξη της οικονομίας των πλατφορμών αυτών έχει για τους καταναλωτές καλύπτονται από άλλους τομείς του ενωσιακού δικαίου, και ειδικότερα από το κεκτημένο σε θέματα προστασίας των καταναλωτών».

81      Πρέπει να προστεθεί ότι η παράγραφος 4 του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31, ως εξαίρεση από την αρχή του ελέγχου στο κράτος μέλος καταγωγής, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2012, Probst, C‑119/12, EU:C:2012:748, σκέψη 23, και της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains, C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 70). Συνεπώς, η εν λόγω εξαίρεση δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μέτρα τα οποία ενδέχεται το πολύ να έχουν έμμεση μόνο σχέση με έναν από τους σκοπούς που απαριθμούνται στη διάταξη αυτήν.

82      Ως εκ τούτου, από το γεγονός ότι εθνικά μέτρα λήφθηκαν με δεδηλωμένο σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150 δεν μπορεί να συναχθεί ότι είναι αναγκαία για τη διασφάλιση ενός από τους σκοπούς που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/31.

83      Ως εκ τούτου, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 μέτρα λαμβανόμενα από κράτος μέλος δυνάμει των οποίων, για την παροχή των υπηρεσιών τους στο κράτος μέλος αυτό, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος υποχρεούνται επ’ απειλή κυρώσεων να υποβάλλουν περιοδικά σε αρχή του πρώτου κράτους μέλους έγγραφο σχετικό με την οικονομική κατάστασή τους, στο οποίο πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς πολυάριθμες πληροφορίες σχετικά ιδίως με τα έσοδα του παρόχου.

84      Δεδομένου ότι τα επίδικα εθνικά μέτρα εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31 και η ερμηνεία της οδηγίας αυτής καθιστά δυνατή την απάντηση στο πρώτο, το δεύτερο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκαν στη σκέψη 44 της παρούσας απόφασης, παρέλκει, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις σκέψεις 45 έως 49 της παρούσας αποφάσεως, η ερμηνεία του άρθρου 56 ΣΛΕΕ ή της οδηγίας 2006/123.

85      Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο, το δεύτερο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε μέτρα λαμβανόμενα από κράτος μέλος, με δεδηλωμένο σκοπό τη μέριμνα για την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150, δυνάμει των οποίων, για την παροχή των υπηρεσιών τους στο κράτος μέλος αυτό, οι πάροχοι υπηρεσιών επιγραμμικής διαμεσολάβησης που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος υποχρεούνται επ’ απειλή κυρώσεων να υποβάλλουν περιοδικά σε αρχή του πρώτου κράτους μέλους έγγραφο σχετικό με την οικονομική κατάστασή τους, στο οποίο πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς πολυάριθμες πληροφορίες, ιδίως σχετικά με τα έσοδα του παρόχου.

 Επί του τρίτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

86      Το τρίτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν τις προβλεπόμενες από τις οδηγίες 2000/31 και 2015/1535 υποχρεώσεις προηγούμενης κοινοποίησης των οποίων η μη τήρηση συνεπάγεται αδυναμία προβολής έναντι των ιδιωτών των μέτρων τα οποία, μολονότι θα έπρεπε να είχαν κοινοποιηθεί, δεν κοινοποιήθηκαν.

87      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο, το δεύτερο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

88      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο»),

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε μέτρα λαμβανόμενα από κράτος μέλος, με δεδηλωμένο σκοπό τη μέριμνα για την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1150 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την προώθηση της δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, δυνάμει των οποίων, για την παροχή των υπηρεσιών τους στο κράτος μέλος αυτό, οι πάροχοι υπηρεσιών επιγραμμικής διαμεσολάβησης που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος υποχρεούνται επ’ απειλή κυρώσεων να υποβάλλουν περιοδικά σε αρχή του πρώτου κράτους μέλους έγγραφο σχετικό με την οικονομική κατάστασή τους, στο οποίο πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς πολυάριθμες πληροφορίες, ιδίως σχετικά με τα έσοδα του παρόχου.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.