Language of document : ECLI:EU:T:2014:1095

Υπόθεση T‑400/10

Hamas

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας — Δέσμευση κεφαλαίων — Πραγματική βάση των αποφάσεων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων — Μνεία τρομοκρατικών πράξεων — Απαίτηση περί υπάρξεως αποφάσεως αρμόδιας αρχής κατά την έννοια της κοινής θέσεως 2001/931 — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Καθορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων ακυρώσεως»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 17ης Δεκεμβρίου 2014

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή στρεφόμενη κατά καταργηθείσας πράξεως – Αποτελέσματα της καταργήσεως και της ακυρώσεως, αντιστοίχως – Εξακολουθεί να υφίσταται συμφέρον του προσφεύγοντος για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως

(Αποφάσεις του Συμβουλίου 2010/386/ΚΕΠΠΑ, 2011/70/ΚΕΠΠΑ, 2011/430/ΚΕΠΠΑ, 2011/872/ΚΕΠΠΑ, 2012/333/ΚΕΠΠΑ, 2012/765/ΚΕΠΠΑ, 2013/395/ΚΕΠΠΑ και 2014/72/ΚΕΠΠΑ· κανονισμοί του Συμβουλίου 610/2010, 83/2011, 687/2011, 1375/2011, 542/2012, 1169/2012, 714/2013 και 125/2014)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Πράξη αμιγώς ενημερωτικού χαρακτήρα – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

3.      Πράξεις των θεσμικών οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων ληφθείσα σε βάρος ορισμένων προσώπων και οντοτήτων υπόπτων για τρομοκρατικές δραστηριότητες – Απόφαση που αφορά πρόσωπο το οποίο είχε τελέσει τρομοκρατικές πράξεις στο παρελθόν – Ελάχιστες απαιτήσεις – Πραγματική βάση της αποφάσεως που πρέπει να ερείδεται επί στοιχείων τα οποία εξετάστηκαν συγκεκριμένα και ελήφθησαν υπόψη σε αποφάσεις αρμοδίων εθνικών αρχών

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου)

4.      Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα σε βάρος ορισμένων προσώπων και οντοτήτων στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Έκδοση ή διατήρηση σε ισχύ βάσει εθνικής αποφάσεως για την κίνηση ερευνών και τη διενέργεια ανακρίσεων ή την άσκηση ποινικής διώξεως – Επανεξέταση προκειμένου να δικαιολογηθεί η διατήρηση της καταχωρίσεως στον κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Συμβούλιο – Περιεχόμενο

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 4· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου)

5.      Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Περιορισμός εκ μέρους του Δικαστηρίου – Ειδικά περιοριστικά μέτρα σε βάρος ορισμένων προσώπων και οντοτήτων στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας – Κίνδυνος να θιγεί σοβαρά και ανεπανόρθωτα η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων – Διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων των ακυρωθείσας αποφάσεως για χρονικό διάστημα τριών μηνών ή έως την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση αναιρέσεως ή την απόρριψη της σχετικής αιτήσεως

(Άρθρο 264, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 56, εδ. 1· απόφαση 2014/483/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου· κανονισμός 790/2014 του Συμβουλίου)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 59)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 71-75)

3.      Η κοινή θέση 2001/931, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, επιτάσσει, για την προστασία των οικείων προσώπων και λαμβανομένου υπόψη ότι η Ένωση δεν έχει τη δυνατότητα να διεξάγει η ίδια έρευνες, να μη στηρίζεται η πραγματική βάση αποφάσεως της Ένωσης περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, όσον αφορά την τρομοκρατία, σε στοιχεία τα οποία το Συμβούλιο φέρεται να έχει αντλήσει από τον Τύπο ή από το Διαδίκτυο, αλλά να στηρίζεται σε στοιχεία τα οποία έχουν συγκεκριμένα εξετασθεί και ληφθεί υπόψη σε αποφάσεις αρμοδίων εθνικών αρχών κατά την έννοια της κοινής θέσεως 2001/931.

Μόνον επί τέτοιας αξιόπιστης πραγματικής βάσεως απόκειται, εν συνεχεία, στο Συμβούλιο να ασκήσει το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων σε επίπεδο Ένωσης, ιδίως όσον αφορά τις περί της σκοπιμότητας εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίζονται τέτοιες αποφάσεις.

(βλ. σκέψεις 110, 111)

4.      Μολονότι το ουσιώδες ζήτημα κατά την επανεξέταση έγκειται στο αν, κατόπιν της καταχωρίσεως του ονόματος του οικείου προσώπου στον κατάλογο σχετικά με τη δέσμευση κεφαλαίων ή κατόπιν της προηγούμενης επανεξετάσεως, η πραγματική κατάσταση μεταβλήθηκε κατά τρόπο που να μην μπορεί πλέον να συναχθεί το ίδιο συμπέρασμα περί εμπλοκής του προσώπου αυτού σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, με συνέπεια το Συμβούλιο να δύναται, εφόσον παρίσταται ανάγκη και στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας του εκτιμήσεως, να αποφασίσει ότι πρόσωπο πρέπει να εξακολουθήσει να περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αφορά τη δέσμευση κεφαλαίων εφόσον δεν έχει μεταβληθεί η πραγματική κατάσταση, εντούτοις κάθε νέα τρομοκρατική πράξη την οποία το Συμβούλιο εντάσσει στην αιτιολογία που παραθέτει επ’ ευκαιρία της ως άνω επανεξετάσεως, προκειμένου να δικαιολογηθεί ότι το οικείο πρόσωπο εξακολουθεί να περιλαμβάνεται στον κατάλογο σχετικά με τη δέσμευση κεφαλαίων, πρέπει, στο πλαίσιο του διαρθρωμένου σε δύο επίπεδα συστήματος λήψεως αποφάσεων που καθιερώθηκε με την κοινή θέση 2001/931 και επειδή το Συμβούλιο δεν έχει τη δυνατότητα να διενεργεί έρευνες, να έχει αποτελέσει αντικείμενο εξετάσεως και αποφάσεως εκ μέρους αρμόδιας αρχής κατά την έννοια της εν λόγω κοινής θέσεως. Η υποχρέωση του Συμβουλίου να θεμελιώνει τις αποφάσεις του περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, όσον αφορά την τρομοκρατία, επί πραγματικής βάσεως αντλούμενης από αποφάσεις αρμοδίων αρχών απορρέει ευθέως από το διαρθρωμένο σε δύο επίπεδα σύστημα που καθιερώθηκε με την κοινή θέση 2001/93. Η υποχρέωση αυτή, επομένως, δεν εξαρτάται από τη συμπεριφορά του οικείου προσώπου ή της οικείας ομάδας. Το Συμβούλιο οφείλει, βάσει της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, που αποτελεί ουσιώδη τύπο, να μνημονεύει, στην αιτιολογία των αποφάσεών του περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, τις αποφάσεις αρμοδίων εθνικών αρχών που έχουν ειδικώς εξετάσει και λάβει υπόψη τις τρομοκρατικές πράξεις τις οποίες το Συμβούλιο παραθέτει εκ νέου ως πραγματική βάση των αποφάσεών του.

(βλ. σκέψεις 127, 129, 130)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 144, 145)