Language of document : ECLI:EU:C:2019:405

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GIOVANNI PITRUZZELLA

της 14ης Μαΐου 2019(1)

Υπόθεση C-260/18

Kamil Dziubak,

Justyna Dziubak

κατά

Raiffeisen Bank International AG z siedziba w Wiedniu, prowadzacy działalność w Polsce w formie oddziału pod nazwą Raiffeisen Bank International AG Oddział w Polsce, πρώην Raiffeisen Bank Polska SA z siedzibą w Warszawie

[αίτηση του Sąd Okręgowy w Warszawie
(περιφερειακού πρωτοδικείου Βαρσοβίας, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Συμβάσεις συνομολογηθείσες σε ξένο νόμισμα – Ρήτρα περί καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας – Αποτελέσματα της αναγνώρισης του καταχρηστικού χαρακτήρα τέτοιας ρήτρας – Δυνατότητα του δικαστηρίου να συμπληρώσει τη σύμβαση κάνοντας χρήση εθνικών διατάξεων γενικού χαρακτήρα – Εκτίμηση του συμφέροντος του καταναλωτή – Διατήρηση της σύμβασης σε ισχύ χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες»






I.      Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (2) προβλέπει τα εξής:

«Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση».

2.        Το άρθρο 4 της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

2.      Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό».

3.        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες».

4.        Το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές».

2.      Το πολωνικό δίκαιο

5.        Το άρθρο 56 του Ustawa z 23 kwietnia 1964 r. Kodeks cywilny (νόμου της 23ης Απριλίου 1964 περί Αστικού Κώδικα, Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας του 2007, θέση 459, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, στο εξής: Αστικός Κώδικας) ορίζει τα εξής:

«Η δικαιοπραξία αναπτύσσει, πέραν των εννόμων συνεπειών που ορίζονται σε αυτήν, και τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από τον νόμο, τις αρχές της κοινωνικής συμβιώσεως και τα συναλλακτικά ήθη».

6.        Το άρθρο 3531 του αστικού κώδικα ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να διαμορφώσουν την έννομη σχέση τους κατά την ελεύθερη βούλησή τους, εφόσον το περιεχόμενο ή ο σκοπός της δεν αντιβαίνουν στη φύση της σχέσεως, στον νόμο ή στις αρχές της κοινωνικής συμβιώσεως».

7.        Το άρθρο 354 του αστικού κώδικα ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει την οφειλή του σύμφωνα με το περιεχόμενό της και με τρόπο που να ανταποκρίνεται στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό της και στις αρχές της κοινωνικής συμβιώσεως και, εφόσον στον τομέα αυτόν υφίστανται συγκεκριμένα συναλλακτικά ήθη, με τρόπο που να ανταποκρίνεται επίσης σε αυτά τα συναλλακτικά ήθη.

2.      Ο δανειστής οφείλει να συμπράξει κατά τον ίδιο τρόπο για την εκπλήρωση της οφειλής».

II.    Τα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

8.        Στις 14 Νοεμβρίου 2008, οι διάδικοι της κύριας δίκης συνήψαν, ως καταναλωτές, σύμβαση ενυπόθηκου δανείου διάρκειας 480 μηνών. Στο πλαίσιο της σύμβασης, η τράπεζα χορήγησε στους δανειολήπτες δάνειο εκπεφρασμένο σε πολωνικά ζλότι (PLN), αλλά συνδεδεμένο με ξένο νόμισμα, εν προκειμένω το ελβετικό φράγκο (CHF).

9.        Οι κανόνες για τη σύνδεση του δανείου με το ξένο νόμισμα καθορίζονταν στον κανονισμό ενυπόθηκου δανείου που εφάρμοζε η τράπεζα, ο οποίος είχε ενσωματωθεί στη σύμβαση.

10.      Στην παράγραφο 7, σημείο 4, του κανονισμού ενυπόθηκου δανείου προβλέπονταν, κατ’ ουσίαν, ότι το δάνειο θα χορηγηθεί σε PLN, με συναλλαγματική ισοτιμία η οποία δεν μπορούσε να είναι κατώτερη της εφαρμοστέας στην αγορά του ξένου νομίσματος (CHF) βάσει του ισχύοντος πίνακα κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Το χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου, σε ξένο νόμισμα (CHF), θα υπολογίζονταν βάσει της ισχύουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου.

11.      Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 9, σημείο 2, του κανονισμού ενυπόθηκου δανείου, οι πληρωτέες δόσεις του δανείου θα ήταν εκπεφρασμένες σε CHF και θα χρεώνονταν κατά τη δήλη ημέρα της εκάστοτε δανειακής δόσης στον τηρούμενο σε PLN τραπεζικό λογαριασμό, ενώ για τη μετατροπή μεταξύ των νομισμάτων κρίσιμη ήταν η ισοτιμία πώλησης στη λήξη της εργάσιμης ημέρας που προηγούνταν της δήλης ημέρας της δόσης, κατά τον ισχύοντα στην τράπεζα πίνακα.

12.      Το επιτόκιο του δανείου ήταν μεταβλητό και συνετίθετο από το επιτόκιο αναφοράς LIBOR 3M (CHF) και το σταθερό τραπεζικό περιθώριο.

13.      Οι δανειολήπτες άσκησαν αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με αίτημα, κυρίως, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της σύμβασης δανείου, λόγω του προβαλλόμενου ως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που αφορούν τον μηχανισμό σύνδεσης με ξένο νόμισμα, ο οποίος προεκτέθηκε στα σημεία 11 και 12 των παρουσών προτάσεων. Ειδικότερα, οι δανειολήπτες υποστήριξαν ότι οι ρήτρες ήταν παράνομες καθόσον παρείχαν στην τράπεζα τη δυνατότητα να καθορίζει μονομερώς και κατά διακριτική ευχέρεια τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των νομισμάτων. Ως εκ τούτου, η τράπεζα προσδιόριζε μονομερώς το χρεωστικό υπόλοιπο του εκπεφρασμένου σε ξένο νόμισμα δανείου καθώς και το αποτέλεσμα της μετατροπής της εκπεφρασμένης σε ξένο νόμισμα δόσης του δανείου σε πολωνικά ζλότι (PLN).

14.      Κατά τους δανειολήπτες, η αναγνώριση του καταχρηστικού χαρακτήρα τέτοιων ρητρών θα καταστήσει αδύνατο τον καθορισμό της εφαρμοστέας συναλλαγματικής ισοτιμίας και, επομένως, θα πρέπει να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της.

15.      Επικουρικώς, οι δανειολήπτες ζήτησαν να εκτελεστεί η σύμβαση χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες, βάσει του ποσού του δανείου εκπεφρασμένου σε PLN και του συμβατικώς συμφωνημένου επιτοκίου, το οποίο διαμορφώνεται από το μεταβλητό επιτόκιο LIBOR και το σταθερό τραπεζικό περιθώριο.

16.      Η τράπεζα αμφισβήτησε τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών και υποστήριξε, επικουρικώς, ότι, ακόμη και μετά την ενδεχόμενη απαλοιφή των ρητρών αυτών από τη σύμβαση, τα μέρη θα δεσμεύονται από τις άλλες συμβατικές διατάξεις.

17.      Κατά την τράπεζα, ελλείψει διατάξεως ενδοτικού δικαίου ορίζουσας τον τρόπο καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας, θα πρέπει, με σκοπό την ερμηνεία της σύμβασης μετά την απαλοιφή των καταχρηστικών ρητρών, να χρησιμοποιηθούν ως γνώμονας οι γενικές αρχές που προκύπτουν από τα άρθρα 56, 65 και 354 του πολωνικού αστικού κώδικα, και ιδίως οι αρχές της ερμηνείας των δηλώσεων βούλησης και τα συναλλακτικά ήθη.

18.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, ως καταχρηστικές, οι προβλεπόμενες στην επίμαχη σύμβαση ρήτρες δεν δεσμεύουν τους δανειολήπτες. Επισημαίνει επίσης ότι, μετά την απαλοιφή των ρητρών αυτών, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί η συναλλαγματική ισοτιμία και, επομένως, να εκτελεστεί η σύμβαση.

19.      Στο πλαίσιο αυτό, το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό πρωτοδικείο Βαρσοβίας, Πολωνία) ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων συμβατικών ρητρών που διέπουν τον τρόπο εκπληρώσεως των παροχών από τα μέρη οδηγεί σε ακυρότητα ολόκληρης της συμβάσεως εις βάρος του καταναλωτή, τα κενά της συμβάσεως δύνανται να καλυφθούν, όχι διά της εφαρμογής διατάξεων ενδοτικού δικαίου, που αντικαθιστούν άμεσα την καταχρηστική ρήτρα, αλλά διά της εφαρμογής διατάξεων του εθνικού δικαίου που καθορίζουν τις έννομες συνέπειες που αναπτύσσει μια δικαιοπραξία βάσει και των αρχών της επιείκειας (της κοινωνικής συμβιώσεως) ή των συναλλακτικών ηθών;

2)      Πρέπει ενδεχομένως να καθορίζονται οι συνέπειες της ακυρότητας ολόκληρης της συμβάσεως για τον καταναλωτή βάσει των περιστάσεων που συνέτρεχαν κατά τη σύναψή της ή βάσει των περιστάσεων που συντρέχουν κατά τον χρόνο που ανέκυψε η ένδικη διαφορά μεταξύ των μερών ως προς την εγκυρότητα της οικείας ρήτρας (επίκληση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας αυτής από τον καταναλωτή), και ποια σημασία πρέπει να προσδοθεί στην άποψη του καταναλωτή κατά την πορεία μιας τέτοιας ένδικης διαφοράς;

3)      Δύνανται να εξακολουθήσουν να ισχύουν συμβατικοί όροι που συνιστούν καταχρηστικές ρήτρες υπό την έννοια της οδηγίας 93/13, εφόσον η διατήρησή τους θα ήταν, κατά τον χρόνο της δικαστικής διαγνώσεως της διαφοράς, αντικειμενικά επωφελής για τον καταναλωτή;

4)      Επιτρέπεται, υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, να οδηγήσει η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, που ρυθμίζουν το ύψος της παροχής και τον τρόπο εκπληρώσεώς της από τα μέρη, σε μια κατάσταση στην οποία η έννομη σχέση, όπως διαμορφώνεται από τη σύμβαση μετά την απαλοιφή των καταχρηστικών ρητρών, να μην ανταποκρίνεται πλέον στη βούληση των μερών ως προς την κύρια παροχή; Επιτρέπεται, ιδίως, παρά τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται άλλοι συμβατικοί όροι που δεν κρίθηκαν καταχρηστικοί, οι οποίοι διέπουν την κύρια υποχρέωση παροχής του καταναλωτή και οι οποίοι κατά τη συμφωνία των μερών (όπως αποτυπώθηκε στη σύμβαση) είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένοι από πλευράς περιεχομένου με τη ρήτρα που αμφισβητείται από τον καταναλωτή;»

III. Νομική εκτίμηση

1.      Οδηγία 93/13 και αναγνώριση του καταχρηστικού χαρακτήρα των σχετικών με τη συναλλαγματική ισοτιμία ρητρών

20.      Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται σε σειρά υποθέσεων (3) των οποίων έχει επιληφθεί το Δικαστήριο και οι οποίες έχουν ως αντικείμενο καταχρηστικές ρήτρες και, ειδικότερα, τα αποτελέσματα της διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας «συναλλαγματικής διαφοράς» (4) η οποία περιέχεται σε συμβάσεις δανείου συνδεδεμένες με ξένο νόμισμα και εξοφλούμενες σε εθνικό νόμισμα.

21.      Η χρήση του συγκεκριμένου είδους συνδεδεμένων με ξένο νόμισμα δανείων ήταν ευρέως διαδεδομένη σε διάφορες χώρες λόγω του χαμηλότερου επιτοκίου που εφαρμοζόταν στο ξένο νόμισμα σε σχέση με το νόμισμα του κράτους στο οποίο πραγματοποιούνταν η συναλλαγή.

22.      Όπως υπενθυμίστηκε επανειλημμένως στη νομολογία του Δικαστηρίου (5), το σύστημα προστασίας που θέσπισε η οδηγία 93/13 στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο καταναλωτής ευρίσκεται σε υποδεέστερη θέση έναντι του επαγγελματία όσον αφορά τόσο τη διαπραγματευτική θέση και ικανότητα όσο και το επίπεδο πληροφόρησης (6).

23.      Επομένως, άμεσος σκοπός της οδηγίας είναι να αποκαταστήσει την ισορροπία μεταξύ της θέσης του καταναλωτή και εκείνης του επαγγελματία.

24.      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, οι καταχρηστικές ρήτρες «δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές». Η διάταξη αυτή είναι «επιτακτικού χαρακτήρα διάταξη, η οποία τείνει να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα» (7).

25.      Επομένως, αφ’ ης στιγμής διαθέτει τα αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία (8), το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας και να παρεμβαίνει επ’ αυτής, θέτοντας τέλος στην ανισορροπία αυτή, ώστε να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της προστασίας στην οποία σκοπεί η οδηγία 93/13.

26.      Συγκεκριμένα, η ανισορροπία μεταξύ των μερών απαιτεί θετική παρέμβαση, μη εξαρτώμενη από τους συμβαλλομένους στη σύμβαση (9), την οποία δικαιολογεί το δημόσιο συμφέρον επί του οποίου εδράζεται η διασφαλιζόμενη υπέρ των καταναλωτών με την οδηγία προστασία (10).

27.      Πιο μακροπρόθεσμος σκοπός της οδηγίας, ο οποίος εντοπίζεται στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 6 και 7 της οδηγίας 93/13, είναι η παύση της χρήσης καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις με τους καταναλωτές, μέσω του αποτρεπτικού αποτελέσματος που έχει για τους επαγγελματίες «η πλήρης απαγόρευση εφαρμογής […] τέτοιων καταχρηστικών ρητρών» (11).

28.      Αφού διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας, το εθνικό δικαστήριο καλείται να την αφήσει ανεφάρμοστη, καθόσον, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, το οποίο αναγνωρίζει την αυτονομία των κρατών μελών ως προς τον καθορισμό των νομικών καθεστώτων που έχουν εφαρμογή στις καταχρηστικές ρήτρες, επιβάλλει σε αυτά την υποχρέωση να προβλέπουν ότι τέτοιες ρήτρες «δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές» (12).

29.      Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας, να συναγάγει όλες τις εξ αυτού απορρέουσες συνέπειες κατά το εθνικό δίκαιο ώστε η ρήτρα αυτή να μην παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι των καταναλωτών, εκτός εάν ο ίδιος ο καταναλωτής εναντιώνεται στην απαλοιφή της εν λόγω ρήτρας (13).

30.      Επιπλέον, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, καθώς και την αιτιολογική σκέψη 21 (14), η σύμβαση «εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες» (15).

31.      Επομένως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να παρέμβει στο περιεχόμενο της ρήτρας της οποίας τον καταχρηστικό χαρακτήρα διαπιστώνει. Συγκεκριμένα, αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία παρέχει στο εθνικό δικαστήριο την εξουσία να συμπληρώνει την επίμαχη σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της ρήτρας αυτής (16).

32.      Ειδικότερα, τέτοια παρέμβαση θα καθιστούσε ενδεχομένως δυσχερέστερη την επίτευξη του μακροπρόθεσμου σκοπού της οδηγίας, ήτοι την αποτροπή της χρήσης καταχρηστικών ρητρών στη σύμβαση από τον επαγγελματία (17), όπως προεκτέθηκε στο σημείο 27 των παρουσών προτάσεων. Συγκεκριμένα, οι επαγγελματίες θα μπορούσαν να ενθαρρυνθούν να χρησιμοποιούν τέτοιες ρήτρες, γνωρίζοντας ότι, ακόμη και σε περίπτωση διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα τους, η σύμβαση θα μπορεί παρά ταύτα να συμπληρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο.

33.      Η μόνη εξαίρεση στον κανόνα αυτό διατυπώθηκε στη νομολογία στην υπόθεση Kásler (18), στην οποία το Δικαστήριο προσδιόρισε τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να δικαιολογείται παρέμβαση με την οποία το εθνικό δικαστήριο συμπληρώνει τη σύμβαση.

34.      Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αντικατάσταση της καταχρηστικής ρήτρας μέσω εθνικής διάταξης ενδοτικού δικαίου, εφόσον συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: πρώτον, η μη εφαρμογή της ρήτρας που κρίθηκε καταχρηστική να συνεπάγεται, κατά το εθνικό δίκαιο, την ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της και, δεύτερον, η ακύρωση της σύμβασης αυτής να έχει ιδιαίτερα επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή (19).

35.      Επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν αντιτίθεται στην κατάργηση από το εθνικό δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή των αρχών του δικαίου των συμβάσεων, της καταχρηστικής ρήτρας και στην υποκατάστασή της με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου σε περιπτώσεις στις οποίες η ακύρωση της καταχρηστικής ρήτρας θα υποχρέωνε το εθνικό δικαστήριο να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, εκθέτοντας με τον τρόπο αυτό τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, με αποτέλεσμα η ενέργεια αυτή να λειτουργεί ως τιμωρία του (20).

36.      Η ακύρωση σύμβασης δανείου θα είχε καταρχήν ως συνέπεια να καταστεί αμέσως απαιτητό το υπολειπόμενο οφειλόμενο ποσό, σε έκταση η οποία ενδέχεται να υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή και, ως εκ τούτου, θα λειτουργούσε περισσότερο ως τιμωρία του τελευταίου παρά του δανειστή ο οποίος, συνακόλουθα, δεν θα είχε κίνητρο να αποφεύγει την εισαγωγή τέτοιων ρητρών στις συμβάσεις που προτείνει (21).

37.      Αυτή η εξαίρεση από τον κανόνα της απαγόρευσης συμπλήρωσης της σύμβασης από το εθνικό δικαστήριο σε περίπτωση ακύρωσης καταχρηστικής ρήτρας δικαιολογείται πλήρως με γνώμονα τον σκοπό της οδηγίας 93/13, ο οποίος, όπως προεκτέθηκε, τείνει να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα, και όχι να ακυρώσει κάθε σύμβαση που περιέχει καταχρηστικές ρήτρες (22).

38.      Η λογική και η συστηματική ερμηνεία επιβάλλουν να εξεταστούν τα προδικαστικά ερωτήματα με την ακόλουθη σειρά: πρώτα, το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, εν συνεχεία, το δεύτερο και το πρώτο προδικαστικό ερώτημα και, τέλος, το τρίτο προδικαστικό ερώτημα. Συγκεκριμένα, εάν, σε απάντηση στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, διαπιστωθεί ότι η σύμβαση μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται ακόμη και χωρίς την καταχρηστική ρήτρα, τα άλλα προδικαστικά ερωτήματα καθίστανται σε μεγάλο βαθμό αλυσιτελή, καθόσον προϋποθέτουν την ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της. Επιπλέον, μόνο στην περίπτωση που ήθελε διαπιστωθεί ότι η ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της μπορεί να έχει επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή, προϋπόθεση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος με το οποίο το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει ορισμένα ενδεχόμενα σχετικά με την ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της, θα μπορούσε να εκτιμηθεί το ενδεχόμενο αντικατάστασης της καταχρηστικής ρήτρας με τον τρόπο που προτείνεται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Τέλος, μόνο στην περίπτωση που δεν είναι δυνατόν ούτε να διατηρηθεί η σύμβαση σε ισχύ ούτε να αντικατασταθεί η καταχρηστική ρήτρα, μπορεί να τεθεί ευλόγως το πρόβλημα περί του οποίου γίνεται λόγος στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, σχετικά με τη δυνατότητα διατήρησης σε ισχύ της καταχρηστικής ρήτρας.

2.      Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα

39.      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, κατά το μέρος που προβλέπει ότι «η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους». Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν μπορεί να διατηρηθεί σε ισχύ σύμβαση κατόπιν απαλοιφής καταχρηστικής ρήτρας η οποία συνδέεται αναπόσπαστα με άλλες ρήτρες που καθορίζουν την κύρια υποχρέωση της σύμβασης.

40.      Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, η σύμβαση που προκύπτει μετά την απαλοιφή των καταχρηστικών ρητρών θα είναι σύμβαση διαφορετική από εκείνη την οποία συνήψαν τα μέρη και δεν θα αντικατοπτρίζει την αρχική βούλησή τους.

41.      Εάν η ρήτρα «συναλλαγματικής διαφοράς» είναι καταχρηστική και, επομένως, δεν εφαρμόζεται, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή του είδους της σύμβασης από σύμβαση συνδεδεμένη με το CHF και υποκείμενη στο επιτόκιο του νομίσματος αυτού σε σύμβαση συνδεδεμένη με το PLN, η οποία θα εξακολουθεί όμως να υπόκειται στο χαμηλότερο επιτόκιο του CHF.

42.      Η εκτίμηση όσον αφορά τη δυνατότητα να εξακολουθήσει η σύμβαση να δεσμεύει τους συμβαλλομένους σύμφωνα με τους ίδιους όρους όταν αυτό είναι νομικώς εφικτό (23) βάσει του εθνικού δικαίου εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο.

43.      Συγκεκριμένα, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο (24), προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας, τόσο η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας όσο και ο καθορισμός των αποτελεσμάτων που απορρέουν από την εν λόγω αναγνώριση του καταχρηστικού χαρακτήρα πρέπει να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου.

44.      Εξ όσων προκύπτουν από τη δικογραφία και την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου, οι αμφισβητήσεις και οι αιτιάσεις περί καταχρηστικού χαρακτήρα αφορούν τις ρήτρες που έχουν ως αντικείμενο τη συναλλαγματική διαφορά.

45.      Η εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτηρισμό της συμβατικής ρήτρας της οποίας προβάλλεται, και ενδεχομένως εν συνεχεία διαπιστώνεται, ο καταχρηστικός χαρακτήρας έχει προδήλως προκαταρκτικό χαρακτήρα, καθόσον το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 εξαιρεί από την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα από το δικαστήριο τις ρήτρες που αφορούν τον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι διατυπωμένες με σαφή και κατανοητό τρόπο.

46.      Επομένως, το εθνικό δικαστήριο καλείται, κατά πρώτον, να κρίνει αν η βαλλόμενη ρήτρα εμπίπτει στον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, εκτιμά αν η διατύπωση της εν λόγω ρήτρας είναι σαφής και κατανοητή. Μόνο στην περίπτωση που η εκτίμηση αυτή είναι αρνητική και, επομένως, το δικαστήριο διαπιστώνει ότι η συμβατική ρήτρα η οποία εμπίπτει στον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης είναι διατυπωμένη κατά τρόπο μη σαφή ή μη κατανοητό, μπορεί το εν λόγω δικαστήριο να εκτιμήσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας (25).

47.      Κατά δεύτερον, το εθνικό δικαστήριο καλείται να εκτιμήσει τα αποτελέσματα της διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα, με σκοπό να εξακριβώσει αν η σύμβαση μπορεί να εξακολουθήσει να δεσμεύει τους συμβαλλομένους ακόμη και χωρίς την εν λόγω ρήτρα. Όταν η ρήτρα εμπίπτει στην έννοια του αντικειμένου της σύμβασης είναι λιγότερο πιθανό να είναι νομικώς εφικτή η διατήρηση της σύμβασης σε ισχύ, κατά το εθνικό δίκαιο· πάντως, πρόκειται για εκτίμηση η οποία εναπόκειται αποκλειστικά και μόνο στο αιτούν δικαστήριο.

48.      Το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει, κατά την εθνική νομοθεσία και τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, αν η διατήρηση της σύμβασης σε ισχύ είναι νομικώς εφικτή (26) χωρίς την καταχρηστική ρήτρα.

49.      Κατά το Δικαστήριο, «η συνήθης συνέπεια της υπάρξεως καταχρηστικής ρήτρας σε μια σύμβαση συνίσταται στην αναποτελεσματικότητα μόνο της ρήτρας αυτής και στην κατά τα λοιπά διατήρηση της συμβάσεως, η οποία, άπαξ αρθεί η έλλειψη ισορροπίας που υφίστατο εις βάρος του καταναλωτή, συνεχίζει να δεσμεύει τα μέρη. Από τον γενικό αυτόν κανόνα μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση μόνον αν η ίδια η σύμβαση αντικειμενικά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την καταχρηστική ρήτρα» (27).

50.      Όπως διευκρινίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, «[ό]σον αφορά τα κριτήρια με βάση τα οποία εξακριβώνεται αν μια σύμβαση μπορεί πράγματι να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες, επισημαίνεται ότι τόσο το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 όσο και οι απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου ως προς τις οικονομικές δραστηριότητες συνηγορούν υπέρ μιας αντικειμενικής προσέγγισης κατά την ερμηνεία της διάταξης αυτής». Επομένως, το συμφέρον των συμβαλλομένων «δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το αποφασιστικό κριτήριο για τη μελλοντική τύχη της σύμβασης» (28).

51.      Η αντικειμενική αυτή προσέγγιση συνάδει προς τους σκοπούς της οδηγίας περί αποκατάστασης της ισορροπίας μεταξύ των μερών μέσω της απαλοιφής των καταχρηστικών ρητρών και όχι της εξάλειψης κάθε σύμβασης περιέχουσας καταχρηστικές ρήτρες.

52.      Σκοπός της οδηγίας δεν είναι ούτε η πλήρης εξάλειψη σύμβασης της οποίας ορισμένες ρήτρες κρίθηκαν καταχρηστικές ούτε η πάση θυσία διατήρηση αυτής σε ισχύ ούτε, πόσω μάλλον, η διατήρηση αυτής σε ισχύ διότι είναι επωφελής για έναν εκ των συμβαλλομένων.

53.      Σκοπός της οδηγίας είναι μάλλον να αποκαταστήσει την ισορροπία μεταξύ των συμβαλλομένων (29) και να παραγάγει αποτρεπτικά αποτελέσματα στο μέλλον έναντι του επαγγελματία.

54.      Επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας είναι ουδέτερο ως προς τη σκοπιμότητα της απαλοιφής ή της διατήρησης σε ισχύ της σύμβασης, απαλλαγμένης από τις καταχρηστικές ρήτρες, και τόσο η εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτηρισμό των καταχρηστικών ρητρών ως αφορωσών τον καθορισμό του αντικειμένου της σύμβασης όσο και η εκτίμηση σχετικά με τη διατήρηση ή μη σε ισχύ της σύμβασης απαλλαγμένης από τις καταχρηστικές ρήτρες πρέπει να διενεργηθούν από το εθνικό δικαστήριο, βάσει του εθνικού δικαίου, τηρουμένων των γενικών κριτηρίων που προεκτέθηκαν.

3.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

55.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα έχει δύο σκέλη. Το Δικαστήριο καλείται, κατά πρώτον, να αποφανθεί σχετικά με το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να εκτιμηθούν οι συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης στο σύνολό της και, κατά δεύτερον, να καθορίσει τη βαρύτητα που πρέπει να αποδοθεί στη βούληση του καταναλωτή.

56.      Καίτοι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας διευκρινίζει ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας πρέπει να κρίνεται «αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη» (30), αντιθέτως, η οδηγία δεν παρέχει ρητή ένδειξη σχετικά με το χρονικό σημείο στο οποίο πρέπει να εκτιμηθούν οι συνέπειες που έχει στη σύμβαση η αναγνώριση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας.

57.      Εναπόκειται, επομένως, στο εθνικό δικαστήριο, όπως προεκτέθηκε, να συναγάγει, βάσει του εθνικού δικαίου, όλες τις συνέπειες που απορρέουν από τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας.

58.      Ως εκ τούτου, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εκτιμήσει, βάσει του εθνικού δικαίου, αν είναι νομικώς εφικτό να διατηρηθεί η σύμβαση σε ισχύ μετά την απαλοιφή των καταχρηστικών ρητρών και, επίσης, το χρονικό σημείο στο οποίο πρέπει να εκτιμηθούν, βάσει του εθνικού δικαίου, τα αποτελέσματα της διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας.

59.      Εντούτοις, κατά την άποψή μου, ελλείψει ρητών ενδείξεων οι οποίες μπορούν να συναχθούν από το εθνικό δίκαιο, δύο λόγοι φαίνεται να υποδεικνύουν ότι το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα της αναγνώρισης του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών καθώς και οι συνέπειες της ενδεχόμενης ακύρωσης της σύμβασης στο σύνολό της –και της ενδεχόμενης σκοπιμότητας συμπλήρωσης της σύμβασης από το δικαστήριο– πρέπει να είναι αυτό του χρόνου επίλυσης της διαφοράς.

60.      Κατά πρώτον, από συστηματική άποψη, προκειμένου να επιτευχθούν πλήρως οι άμεσοι σκοποί της οδηγίας οι οποίοι, όπως προεκτέθηκε, τείνουν στην αποκατάσταση ουσιαστικής ισορροπίας μεταξύ των μερών, τα αποτελέσματα της ακύρωσης των καταχρηστικών ρητρών πρέπει να εκτιμηθούν ως προς τη συγκεκριμένη και παρούσα κατάσταση, ήτοι ως προς τις περιστάσεις που υφίστανται κατά τον χρόνο επίλυσης της διαφοράς από το εθνικό δικαστήριο. Συγκεκριμένα, το πλαίσιο των συμφερόντων των συμβαλλομένων μπορεί να διαφέρει κατά τον χρόνο αυτό σε σχέση με τον χρόνο σύναψης της σύμβασης.

61.      Κατά δεύτερον, η εκτίμηση των αποτελεσμάτων αυτών κατά τον χρόνο επίλυσης της διαφοράς συνάδει με το περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Kásler (31).

62.      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η προϋπόθεση βάσει της οποίας η σύμβαση –η οποία, κατά το εθνικό δίκαιο, πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της μετά την απαλοιφή των καταχρηστικών ρητρών– μπορεί να συμπληρωθεί από το δικαστήριο μέσω της αντικατάστασης της καταχρηστικής ρήτρας με ρήτρα ενδοτικού δικαίου συντρέχει μόνο όταν η ακύρωση της σύμβασης είναι «ιδιαίτερα επιζήμια» (32) για τον καταναλωτή.

63.      Αυτό σημαίνει ότι τα συμφέροντα του καταναλωτή τα οποία πρέπει να λάβει υπόψη το εθνικό δικαστήριο είναι αυτά που υφίστανται κατά τον χρόνο της δίκης και όχι εκείνα βάσει των οποίων ο καταναλωτής αποφάσισε να συνάψει τη σύμβαση.

64.      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, προκειμένου να εκτιμηθεί η σημασία που πρέπει να αποδοθεί στη βούληση του καταναλωτή ο οποίος καλείται να επιλέξει μεταξύ της ακύρωσης της σύμβασης στο σύνολό της και της συμπλήρωσης αυτής, είναι σκόπιμο να αναλυθεί η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Kásler, ιδίως ως προς τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία.

65.      Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας εθνική ρύθμιση η οποία παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία, όταν διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, να συμπληρώνει την εν λόγω σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της ρήτρας αυτής (33).

66.      Η μόνη περίπτωση στην οποία γίνεται δεκτή παρέμβαση του δικαστή είναι η εξαιρετική περίπτωση στην οποία, εάν «δεν επιτρέπονταν η εφαρμογή εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου αντί καταχρηστικής ρήτρας και, κατά συνέπεια, ο δικαστής όφειλε να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, τούτο θα συνεπάγονταν δυνητικώς ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή, με αποτέλεσμα ο αποτρεπτικός χαρακτήρας που απορρέει από την ακύρωση της συμβάσεως να διακυβεύονταν» (34).

67.      Φρονώ ότι μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι, όταν ο καταναλωτής, καλούμενος από το δικαστήριο να επιλέξει μεταξύ της ακύρωσης της σύμβασης στο σύνολό της, ως αποτέλεσμα της απαλοιφής των καταχρηστικών ρητρών, και της συμπλήρωσης της σύμβασης με διαφορετική διάταξη προκειμένου αυτή να διατηρηθεί σε ισχύ, δηλώνει τη βούλησή του να ακυρωθεί η σύμβαση στο σύνολό της, δεν συντρέχει η δεύτερη από τις προϋποθέσεις που τίθενται στην απόφαση Kásler. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο δεν θα μπορούσε να θεωρήσει ιδιαιτέρως επιζήμια για τον καταναλωτή την ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της λαμβανομένης υπόψη της συνειδητής και επαναλαμβανόμενης δήλωσης βούλησης του εν λόγω καταναλωτή.

68.      Εν κατακλείδι, όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εκτιμήσει, βάσει του εθνικού δικαίου, το χρονικό σημείο στο οποίο πρέπει να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα της διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας, λαμβανομένου υπόψη, ελλείψει ρητών νομοθετικών ενδείξεων, ότι τα συμφέροντα του καταναλωτή τα οποία πρέπει να συνεκτιμηθούν είναι τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο της δίκης. Πρέπει επίσης να θεωρηθεί ότι η βούληση του καταναλωτή υπερισχύει της εφαρμογής συστήματος προστασίας όπως αυτό της αντικατάστασης της καταχρηστικής ρήτρας, με σκοπό τη διατήρηση σε ισχύ της σύμβασης χωρίς τη ρήτρα που κρίθηκε καταχρηστική.

4.      Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα

69.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, κατόπιν διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, η σύμβαση μπορεί να συμπληρωθεί κάνοντας χρήση εθνικών διατάξεων οι οποίες προβλέπουν ότι το περιεχόμενο δικαιοπραξίας μπορεί να συμπληρωθεί βάσει των αρχών της επιείκειας ή των συναλλακτικών ηθών.

70.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η σύμβαση μπορεί να συμπληρωθεί μέσω διατάξεων οι οποίες, καίτοι δεν είναι ενδοτικού δικαίου, περιέχουν ρήτρες γενικού χαρακτήρα οι οποίες παραπέμπουν σε κανόνες κοινωνικής συμβίωσης.

71.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, το εθνικό δικαστήριο πρέπει, κατά πρώτον, να εξακριβώσει αν οι διατάξεις γενικού χαρακτήρα, οι οποίες ενδέχεται, κατ’ αυτό, να συνιστούν κατάλληλο μέσο για τη συμπλήρωση της σύμβασης ως προς τις ρήτρες που κρίθηκαν καταχρηστικές, εμπίπτουν στην κατηγορία των «νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου» (35) οι οποίες «εφαρμόζονται […] μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως» (36).

72.      Κατά την οδηγία, για τις ρήτρες αυτές ισχύει τεκμήριο μη καταχρηστικού χαρακτήρα, το οποίο απορρέει από την περίσταση ότι απηχούν νομοθετική ή κανονιστική διάταξη αναγκαστικού δικαίου. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο εθνικός νομοθέτης έχει επιτύχει την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων (37).

73.      Εν προκειμένω, εξ όσων προκύπτουν από τη δικογραφία, οι διατάξεις γενικού χαρακτήρα τις οποίες μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο και οι οποίες παραπέμπουν σε αρχές συναλλακτικών ηθών δεν εμπεριέχουν εκτίμηση του νομοθέτη όσον αφορά την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και, επομένως, δεν φαίνεται να καλύπτονται από το τεκμήριο μη καταχρηστικού χαρακτήρα που απαιτεί η οδηγία.

74.      Σε τέτοια περίπτωση, η εισαγωγή συμβατικής ρήτρας η οποία απηχεί τέτοιες γενικές διατάξεις θα συνιστούσε «δημιουργική» παρέμβαση ικανή να μεταβάλει την ισορροπία των συμφερόντων που επιδίωξαν οι συμβαλλόμενοι, περιορίζοντας υπερβολικά τη συμβατική αυτονομία.

75.      Κατά δεύτερον, παραπέμποντας στις επισημάνσεις που εκτέθηκαν ανωτέρω στα σημεία 31 έως 37, φρονώ ότι η εκτεθείσα από το αιτούν δικαστήριο κατάσταση δεν μπορεί να υπαχθεί στην προβλεπόμενη στην υπόθεση Kásler περίπτωση, η οποία, δεδομένου ότι συνιστά εξαίρεση, δεν μπορεί να ερμηνευθεί συσταλτικώς.

76.      Ο λόγος που δικαιολογεί την ύπαρξη της εξαίρεσης, η οποία περιορίζει τη δυνατότητα παρέμβασης του δικαστηρίου μόνο στις ρήτρες που απηχούν κανονιστικές διατάξεις ενδοτικού δικαίου, συνάδει προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1, παράγραφος 2, και στην αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας, κατά τα προεκτεθέντα στο σημείο 71.

77.      Προκειμένου να αποφευχθούν αποτελέσματα υπερβολικά επιζήμια για τον καταναλωτή συνεπεία της ακύρωσης της σύμβασης στο σύνολό της, η προβλεπόμενη στην απόφαση Kásler εξαίρεση παρέχει στο δικαστήριο εξουσία παρέμβασης για τη συμπλήρωση της σύμβασης, η οποία πρέπει, εντούτοις, να περιοριστεί στην αντικατάσταση της καταχρηστικής ρήτρας με ρήτρα η οποία απηχεί την κανονιστική διάταξη ενδοτικού δικαίου, χωρίς κανένα ερμηνευτικό ή «δημιουργικό» περιθώριο.

78.      Αντιθέτως, κάνοντας χρήση γενικής ρήτρας, το δικαστήριο θα προέβαινε σε εκτίμηση ως προς το περιεχόμενο της γενικής ρήτρας και την εφαρμογή της εντός της σύμβασης.

79.      Κάτι τέτοιο αντιβαίνει στον γενικό κανόνα, τον οποίο έχει υπενθυμίσει επανειλημμένως το Δικαστήριο, ο οποίος υποχρεώνει το εθνικό δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστη καταχρηστική ρήτρα, χωρίς εντούτοις να έχει το δικαίωμα να αναθεωρήσει το περιεχόμενό της.

80.      Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που προεκτέθηκαν, πρέπει να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στο άρθρο 1, παράγραφος 2, και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 συμπλήρωση της σύμβασης από το εθνικό δικαστήριο –η οποία αφορά την καταχρηστική ρήτρα– μέσω της χρήσης εθνικών διατάξεων γενικού χαρακτήρα που δεν είναι διατάξεις ενδοτικού δικαίου.

5.      Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα

81.      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν είναι δυνατόν να διατηρηθεί σε ισχύ η καταχρηστική συμβατική ρήτρα όταν η λύση αυτή είναι επωφελέστερη κυρίως για τον καταναλωτή.

82.      Η δυνατότητα αυτή ανακύπτει μόνο όταν το εθνικό δικαστήριο, βάσει του εθνικού δικαίου και τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, εκτιμά ότι δεν είναι νομικώς εφικτή η διατήρηση σε ισχύ της σύμβασης χωρίς τη ρήτρα που κρίθηκε καταχρηστική και δεν είναι εφικτή η αντικατάσταση της καταχρηστικής ρήτρας κατά τις προϋποθέσεις που διατύπωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Kásler.

83.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει ρητώς ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, η δε πάγια νομολογία του Δικαστηρίου δεν δέχεται παρεκκλίσεις από την αρχή αυτή (38).

84.      Η μοναδική εξαίρεση από τον κανόνα αυτό αναγνωρίστηκε στην υπόθεση Pannon (39), στην οποία έγινε δεκτό ότι η ρήτρα, η οποία κρίθηκε καταχρηστική, εξακολουθεί να δεσμεύει τον καταναλωτή διότι αυτός το ζήτησε ρητώς.

85.      Επομένως, όπως επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, διαπιστώνεται ότι ο ρόλος του δικαστηρίου πρέπει να περιορίζεται στη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας και στην υποχρέωση να ενημερώσει τον καταναλωτή σχετικά με τις συνέπειες της διαπίστωσης αυτής, περιλαμβανομένης της διευκρίνισης ότι η επίμαχη ρήτρα δεν είναι πλέον δεσμευτική.

86.      Επομένως, εκτός εάν ο καταναλωτής, αφού ενημερώθηκε δεόντως από το εθνικό δικαστήριο για τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα της ρήτρας, παρέχει την ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεσή του και δηλώνει την πρόθεσή του να μην επικαλεστεί τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό χαρακτήρα τέτοιας ρήτρας (40), αυτή, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεν θα δεσμεύει τον καταναλωτή.

87.      Επομένως, ελλείψει ρητής δήλωσης της βούλησης του καταναλωτή, το δικαστήριο δεν μπορεί να διατηρήσει σε ισχύ την καταχρηστική ρήτρα, ούτε καν εάν κρίνει ότι η λύση αυτή είναι, κατά την άποψή του, επωφελέστερη για τον καταναλωτή.

88.      Πάντως, εν προκειμένω, ο καταναλωτής εναντιώνεται ρητώς στη διατήρηση σε ισχύ της καταχρηστικής ρήτρας και, επομένως, η προβλεπόμενη στην απόφαση Pannon εξαίρεση δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.

IV.    Προτάσεις

89.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό πρωτοδικείο Βαρσοβίας, Πολωνία) ως εξής:

1)      Αντιβαίνει στο άρθρο 1, παράγραφος 2, και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ συμπλήρωση της σύμβασης από το εθνικό δικαστήριο –ως προς καταχρηστικές ρήτρες καθορίζουσες τους τρόπους και την έκταση της παροχής, οι οποίες συνεπάγονται ακύρωση της επιζήμιας για τον καταναλωτή σύμβασης– μέσω της χρήσης εθνικών διατάξεων γενικού χαρακτήρα, που προβλέπουν ότι το περιεχόμενο δικαιοπραξίας συμπληρώνεται από τα αποτελέσματα που απορρέουν από τις αρχές της επιείκειας ή των συναλλακτικών ηθών, οι οποίες διατάξεις δεν είναι, επομένως, διατάξεις ενδοτικού δικαίου.

2)      Το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εκτιμήσει, βάσει του εθνικού δικαίου, το χρονικό σημείο στο οποίο πρέπει να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα της διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας, λαμβανομένου υπόψη, ελλείψει ρητών νομοθετικών ενδείξεων, ότι τα συμφέροντα του καταναλωτή τα οποία πρέπει να συνεκτιμηθούν είναι τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο της δίκης. Επιπλέον, η βούληση του καταναλωτή, ο οποίος εκτιμά ότι δεν θίγεται από την ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της, υπερισχύει της εφαρμογής συστήματος προστασίας όπως αυτό της αντικατάστασης της καταχρηστικής ρήτρας με παράλληλη διατήρηση της σύμβασης σε ισχύ.

3)      Αντιβαίνει στην οδηγία 93/13 η διατήρηση σε ισχύ καταχρηστικών ρητρών οι οποίες, κατά τον χρόνο επίλυσης της διαφοράς, είναι αντικειμενικά επωφελείς για τον καταναλωτή, ελλείψει ρητής σχετικής δήλωσης της βούλησης του καταναλωτή.

4)      Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει, βάσει του εθνικού δικαίου και τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας και τον καθορισμό του αντικειμένου της σύμβασης με σκοπό να εξακριβώσει εάν η σύμβαση μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει απαλλαγμένη από τις καταχρηστικές ρήτρες.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


2      Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).


3      Βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ. (C-186/16, EU:C:2017:703), καθώς και αποφάσεις της 31ης Μαΐου 2018, Sziber (C-483/16, EU:C:2018:367), της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, OTP Bank και OTP Faktoring (C-51/17, EU:C:2018:750), της 14ης Μαρτίου 2019, Dunai (C-118/17, EU:C:2019:207), της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria (C-70/17, EU:C:2019:250). Βλ., επίσης, υποθέσεις GT, C-38/17, Bankia, C-92/16, Banco Bilbao, C‑167/16, οι οποίες εκκρεμούν ακόμη ενώπιον του Δικαστηρίου.


4      Ο ορισμός αυτός παραπέμπει στη ρήτρα σε σύμβαση δανείου συνδεδεμένου με ξένο νόμισμα, η οποία συνάπτεται μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και αφορά τη μέθοδο καθορισμού του ποσού της οφειλής του δανειολήπτη σε ξένο νόμισμα. Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση Dunai, C‑118/17 (EU:C:2018:921, σημείο 32).


5      Βλ., ιδίως, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C‑240/98 έως C-244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 25), καθώς και, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C-168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 25), της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C-415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 44), και της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 39).


6      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria (C-70/17, EU:C:2019:250, σκέψη 49).


7      Αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C-415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 45), καθώς και της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


8      Επισημαίνεται ότι, καίτοι αρχικά το Δικαστήριο αναγνώρισε στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας με σκοπό την επίτευξη του σκοπού που καθορίζεται στο άρθρο 6 της οδηγίας, ήτοι τη μη δέσμευση του καταναλωτή από καταχρηστική ρήτρα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro, C-168/05, EU:C:2006:675, σκέψεις 27 και 28, καθώς και της 27ης Ιουνίου 2000, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores, C-240/98 έως C-244/98, EU:C:2000:346, σκέψεις 26 και 28, και της 21ης Νοεμβρίου 2002, Cofidis, C-473/00, EU:C:2002:705, σκέψεις 32 έως 34), εντούτοις, από την απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C-243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 32), το εθνικό δικαστήριο υπέχει «υποχρέωση να εξετάζει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αυτό»· πρβλ. επίσης, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2010, VB Pénzügyi Lízing (C-137/08, EU:C:2010:659, σκέψη 44), καθώς και της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 44), της 30ής Μαΐου 2013, Asbeek Brusse και de Man Garabito (C-488/11, EU:C:2013:341, σκέψεις 40, 41 και 44), και της 7ης Αυγούστου 2018, Banco Santander και Escobedo Cortés (C-96/16 και C‑94/17, EU:C:2018:643, σκέψη 53).


9      Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C-168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 26).


10      Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C-168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 38).


11      Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 69).


12      Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 62).


13      Αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria (C-70/17, EU:C:2019:250, σκέψη 52), της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψεις 63 και 65), και της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C-243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 35). Γενικότερα, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 58), και της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič (C-453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 30), και διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, Pohotovosť (C-76/10, EU:C:2010:685, σκέψη 62).


14      Η αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 93/13 εκθέτει ότι, «[εκτιμώντας ότι] τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφεύγεται η παρουσία καταχρηστικών ρητρών μέσα στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία· ότι, εάν παρ’ όλα αυτά εμφανίζονται στις συμβάσεις καταχρηστικές ρήτρες, δεν θα δεσμεύουν τον καταναλωτή, η δε σύμβαση θα εξακολουθεί να δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τους ίδιους όρους, εάν μπορεί να υφίσταται χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες».


15      Άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.


16      Αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria (C-70/17, EU:C:2019:250, σκέψη 53), της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 73), και της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 77).


17      Αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria (C-70/17, EU:C:2019:250, σκέψη 54), και της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψεις 69 και 70), καθώς και διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, Pohotovosť (C-76/10, EU:C:2010:685, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18      Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C-26/13, EU:C:2014:282).


19      Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 83).


20      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria (C-70/17, EU:C:2019:250, σκέψη 56).


21      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria (C-70/17, EU:C:2019:250, σκέψη 58).


22      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria (C-70/17, EU:C:2019:250, σκέψη 57).


23      Πρβλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C-421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


24      Βλ. νομολογία που μνημονεύεται στην υποσημείωση 13.


25      Πρβλ. αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2015, Van Hove (C-96/14, EU:C:2015:262, σκέψεις 37 έως 39), της 3ης Ιουνίου 2010, Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid (C-484/08, EU:C:2010:309, σκέψη 32), και της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


26      Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C-421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Υπ’ αυτή την έννοια, τέλος, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria (C-70/17, EU:C:2019:250, σκέψη 63).


27      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Tizzano στην υπόθεση Ynos (C-302/04, EU:C:2005:576, σημείο 79).


28      Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič (C-453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 32).


29      Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič (C-453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 31).


30      Αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C-243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 32), της 9ης Νοεμβρίου 2010, VB Pénzügyi Lízing (C-137/08, EU:C:2010:659, σκέψη 42), της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C-415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 71), της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C-421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 61), της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ. (C‑186/16, EU:C:2017:703, σκέψη 36), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Abanca Corporación Bancaria και Bankia (C‑70/17 και C-179/17, EU:C:2018:724, σημείο 70).


31      Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C-26/13, EU:C:2014:282).


32      Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 83).


33      Αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 73), της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 77), και της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria (C-70/17, EU:C:2019:250, σκέψη 53).


34      Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 83).


35      Άρθρο 1, παράγραφος 2, και αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 93/13.


36      Αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 93/13.


37      Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, OTP Bank και OTP Faktoring (C-51/17, EU:C:2018:750, σκέψεις 52 και 53).


38      Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 62).


39      Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C-243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 33), στην οποία διευκρινίζεται ότι, «[κ]ατά την εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρεώσεως, ο εθνικός δικαστής δεν οφείλει, πάντως, δυνάμει της οδηγίας, να μην εφαρμόσει την επίδικη ρήτρα αν ο καταναλωτής, αφού ενημερώθηκε προηγουμένως από τον δικαστή, δεν προτίθεται να επικαλεστεί τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό χαρακτήρα της». Πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria (C-70/17, EU:C:2019:250, σκέψη 52), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Abanca Corporación Bancaria και Bankia (C-70/17 και C-179/17, EU:C:2018:724, σημείο 135).


40      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Abanca Corporación Bancaria και Bankia (C-70/17 και C-179/17, EU:C:2018:724, σημείο 136).