Language of document : ECLI:EU:T:2010:192

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 12ης Μαΐου 2010

Υπόθεση T-560/08 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Stefan Meierhofer

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Πρόσληψη — Γενικός διαγωνισμός — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η αποτυχία υποψηφίου στην προφορική δοκιμασία — Άρνηση της Επιτροπής να απαντήσει σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 14ης Οκτωβρίου 2008, F-74/07, Meierhofer κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑319 και II‑A‑1‑1745).

Απόφαση: Το Γενικό Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 14ης Οκτωβρίου 2008, F-74/07, Meierhofer κατά Επιτροπής (Συλλογή Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑319 και II‑A‑1‑1745), αναπέμπει την υπόθεση στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης και επιφυλάσσεται επί των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Αναίρεση — Έννομο συμφέρον — Προϋπόθεση — Ωφέλεια του αναιρεσείοντος

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 56, εδ. 3)

2.      Διαδικασία — Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας — Αποδεικτικά μέσα — Εξουσία εκτιμήσεως του δικαστή της Ένωσης — Έκταση

3.      Διαδικασία — Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας — Αίτημα προσκομίσεως εγγράφου — Λαμβάνεται υπόψη ο εμπιστευτικός χαρακτήρας

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 44 § 2)

1.      Στο πλαίσιο αναιρέσεων που ασκούνται από όργανο το οποίο ήταν καθού πρωτοδίκως κατά αποφάσεως η οποία δέχθηκε τα αιτήματα υπαλλήλου, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως εξαρτάται από την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο προϋποθέτει ότι η αναίρεση μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

Συναφώς, εφόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: ΔΔΔ) ακύρωσε απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η αποτυχία υποψηφίου στην προφορική δοκιμασία διαγωνισμού, λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, το οικείο όργανο, για να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή, υποχρεούται να εκδώσει νέα απόφαση, να συμπεριλάβει ή να αποκλείσει τον ενδιαφερόμενο από τον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού. Η νέα αυτή απόφαση θα αντικαταστήσει την απόφαση που ακυρώθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Αντιθέτως, αν αναιρεθεί η απόφαση του ΔΔΔ, η ακυρωθείσα απόφαση θα ανακτήσει όλα τα αποτελέσματά της και πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο νέας εξετάσεως, υπό το πρίσμα των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

Εξάλλου, η εξαφάνιση αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως θα ωφελήσει, εν πάση περιπτώσει, το καθού όργανο, στον βαθμό που, εάν τελικώς απορριφθεί η προσφυγή πρωτοδίκως, θα προστατευθεί οριστικά από κάθε αίτημα αποζημιώσεως του ενάγοντος λόγω ζημίας που θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι υπέστη από την επίδικη απόφαση.

(βλ. σκέψεις 41, 44, 45 και 47)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 13 Ιουλίου 2000, C‑174/99 P, Κοινοβούλιο κατά Richard, Συλλογή 2000, σ. I‑6189, σκέψεις 33 και 34 · 3 Απριλίου 2003, C‑277/01 P, Κοινοβούλιο κατά Samper, Συλλογή 2003, σ. I‑3019, σκέψεις 28 και 31

2.      Εναπόκειται στον δικαστή, και όχι στους διαδίκους, να εκτιμήσει τη σκοπιμότητα λήψεως μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας ή της διεξαγωγής αποδείξεων, οι δε διάδικοι μπορούν, ενδεχομένως, να αμφισβητήσουν την επιλογή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως. Έτσι, στον δικαστή εναπόκειται, και όχι στους διαδίκους, να εκτιμήσει αν είναι αναγκαίο να διαταχθεί διεξαγωγή αποδείξεων για τους σκοπούς της εκδοθησομένης αποφάσεως.

Ωστόσο, καίτοι αληθεύει ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να ζητήσουν από τον δικαστή της Ένωσης να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων, εντούτοις ο δικαστής δεν μπορεί να εξαγάγει συμπεράσματα από την απουσία, από τη δικογραφία, ορισμένων στοιχείων, εφόσον δεν έχει εξαντλήσει τα μέσα που προβλέπει ο Κανονισμός Διαδικασίας για να επιτύχει την προσκόμισή τους από τον οικείο διάδικο.

(βλ. σκέψεις 61 και 62)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 27 Οκτωβρίου 1994, T‑34/92, Fiatagri και New Holland Ford κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑905

3.      Παρά τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των Κανονισμών Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και του ΔΔΔ, εξακολουθεί να υφίσταται η δυνατότητα να ακολουθήσει το ΔΔΔ την ίδια διαδικασία με εκείνη που ακολουθεί το Γενικό Δικαστήριο, κατά την οποία, όταν ένας διάδικος πληροφορεί τον δικαστή ότι εκτιμά ότι δεν μπορεί να προβεί στις ενέργειες που απαιτούν τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας διότι ορισμένα από τα έγγραφα που ζητήθηκαν είναι εμπιστευτικά, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει διάταξη με την οποία εντέλλεται ο διάδικος αυτός να προσκομίσει τα επίμαχα έγγραφα προβλέποντας ταυτόχρονα ότι δεν θα γνωστοποιηθούν, επί του παρόντος, στον αντίδικο.

Βεβαίως, ούτε ο Οργανισμός του Δικαστηρίου ούτε ο Κανονισμός Διαδικασίας του ΔΔΔ ούτε, εξάλλου, οι Κανονισμοί Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου προβλέπουν τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεως σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του αποδέκτη της διατάξεως, δεδομένου ότι η μόνη δυνατή αντιμετώπιση της αρνήσεως είναι η συναγωγή των αντίστοιχων συμπερασμάτων στην απόφαση περί τερματισμού της διαδικασίας.

Εντούτοις, πριν ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, το ΔΔΔ έχει υποχρέωση να εξαντλήσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να επιτύχει την προσκόμιση των επίμαχων εγγράφων. Έτσι, εφόσον ένα όργανο επιμένει, ενώπιον του ΔΔΔ, όσον αφορά τον φερόμενο ως εμπιστευτικό χαρακτήρα των εγγράφων που του ζητήθηκαν, το ΔΔΔ πρέπει, αυτεπαγγέλτως, να προσφύγει στη διάταξη του Κανονισμού Διαδικασίας του, η οποία του παρέχει τη δυνατότητα, ενδεχομένως, να λάβει υπόψη τον εν λόγω εμπιστευτικό χαρακτήρα των εγγράφων και να λάβει, εάν είναι απαραίτητο, τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την προστασία τους. Πάντως, το άρθρο 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του ΔΔΔ παρέχει τη δυνατότητα εκδόσεως διατάξεως με την οποία να ζητείται η προσκόμιση εγγράφου που φέρεται ως εμπιστευτικό.

(βλ. σκέψεις 72 έως 74, 76 και 77)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 10 Ιουνίου 1980, 155/78, M. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1980, σ. 1797, σκέψεις 20 και 21

ΓΔΕΕ, 8 Ιουλίου 2008, T‑48/05, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1585, σκέψεις 54 και 55· 18 Μαρτίου 2009, T‑299/05, Shanghai Excell M & E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II‑573, σκέψεις 24 έως 26