Language of document : ECLI:EU:T:2009:492

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 10ης Δεκεμβρίου 2009 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία εκπτώσεως – Λεκτικό κοινοτικό σήμα Stella – Προγενέστερη διαδικασία ανακοπής, η οποία έχει στηριχθεί στο εν λόγω σήμα – Παραδεκτό – Άρθρο 50, παράγραφος 1, και άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρα 51, παράγραφος 1, και 56, παράγραφος 1, του κανονισμού (EK) 207/2009]»

Στην υπόθεση T‑27/09,

Stella Kunststofftechnik GmbH, με έδρα το Eltville (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από την M. Beckensträter, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τους A. Führer και G. Schneider,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και προσθέτως παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου:

Stella Pack S.A., με έδρα το Lubartów (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τον O. Bischof, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 13ης Νοεμβρίου 2008 (υπόθεση R 693/2008‑4), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως εκπτώσεως μεταξύ των Stella Kunststofftechnik GmbH και Stella Pack sp. z o.o.,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο, M. Prek και V. M. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Ιανουαρίου 2009,

έχοντας υπόψη το απαντητικό υπόμνημα του ΓΕΕΑ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Απριλίου 2009,

έχοντας υπόψη το απαντητικό υπόμνημα της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Απριλίου 2009,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και κρίνοντας επομένως, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 135Α του Κανονισμού Διαδικασίας, ότι πρέπει να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 29 Φεβρουαρίου 1996, η προσφεύγουσα, Stella Kunststofftechnik GmbH, υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (EE 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθείς από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)]. Κατόπιν τακτοποιήσεως της αιτήσεως, ως ημερομηνία καταθέσεως ορίστηκε η 22α Ιουλίου 1996, δυνάμει του άρθρου 27 του κανονισμού 40/94 (ήδη άρθρο 27 του κανονισμού 207/2009) και του κανόνα 9 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1).

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο Stella.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 6, 8, 16, 20 και 21, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών ενόψει της καταχώρισης σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως αυτός έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 6: «Προϊόντα από μέταλλο, (εφόσον περιλαμβάνονται στην κατηγορία 6), ιδίως δοχεία, μπουκάλια, συσκευασίες και καπάκια, πώματα και χαρτιά περιτυλίγματος, δοχεία και πώματα μπουκαλιών, καπάκια που κλείνουν ερμητικά, μεταλλικά καπάκια, μεταλλικά κουτιά και δοχεία»·

–        κλάση 8: «Χειροκίνητα εργαλεία και μηχανήματα χειρός, και ειδικότερα πιεστήρια με μοχλό»

–        κλάση 16: «Χαρτί, χαρτόνι και αντικείμενα από αυτά τα υλικά, εφόσον περιλαμβάνονται στην κατηγορία 16, ιδίως δοχεία και συσκευασίες· υλικά συσκευασίας από πλαστικές ύλες (εφόσον περιλαμβάνονται στην κατηγορία 16), δοχεία και συσκευασίες από χαρτί και πλαστικές ύλες καθώς και από χαρτόνι και πλαστικές ύλες»·

–        κλάση 20: «Προϊόντα, εφόσον περιλαμβάνονται στην κατηγορία 20, από πλαστικές ύλες, μπουκάλια, δοχεία, συσκευασίες και καπάκια, πώματα, πώματα μπουκαλιών και δοχείων, καπάκια που κλείνουν ερμητικά»·

–        κλάση 21: «Δοχεία και μπουκάλια από γυαλί, από συνθετικές ύλες ή από συνδυασμό γυαλιού και πλαστικού».

4        Το σημείο αυτό καταχωρίστηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2001 ως κοινοτικό σήμα (στο εξής: επίμαχο σήμα).

5        Στις 11 Μαΐου 2004, η παρεμβαίνουσα, Stella Pack S.A. (πρώην Stella Pack sp. z.o.o.) υπέβαλε στο ΓΕΕΑ αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δυνάμει του κανονισμού 40/94.

6        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εικονιστικό σήμα που περιλαμβάνει το στοιχείο «stella pack».

7        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 4, 6, 16, 20 και 21 του Διακανονισμού της Νίκαιας και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 4: «Κεριά»·

–        κλάση 6: «Μεταλλικά φύλλα συσκευασίας»·

–        κλάση 16: «Μεμβράνες, μεγάλες και μικρές πλαστικές τσάντες για συσκευασία (πουγκιά ή τσάντες για ψώνια), χαρτί, μεγάλες και μικρές χάρτινες τσάντες για συσκευασία, τσάντες απορριμμάτων από χαρτί ή πλαστικό, χάρτινα φίλτρα καφέ, χάρτινα τραπεζομάντιλα»·

–        κλάση 20: «Καλαμάκια από πλαστικά υλικά»·

–        κλάση 21: «Γάντια για εργασίες στο σπίτι, γάντια κηπουρικής, σκεύη τραπεζιού από πλαστικό, όπως δοχεία, πιάτα, γαβάθες, πλαστικά σκεύη, καφετιέρες φίλτρου (μη ηλεκτρικές), οδοντογλυφίδες, ξύλινα σουβλάκια για σασλίκ, σκεύη ανάδευσης, δοχεία παγωτού (ειδικά διαμορφωμένα), μανταλάκια ενδυμάτων, πετσέτες (πανιά), σφουγγάρια, σφουγγαρίστρες».

8        Στις 27 Ιουνίου 2005 η προσφεύγουσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009), ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του εικονιστικού σήματος την οποία ζήτησε η παρεμβαίνουσα.

9        Κατ’ επίκληση δικαιώματος επί του επίμαχου σήματος, η ανακοπή στρεφόταν κατά της καταχωρίσεως του σήματος το οποίο αφορούσε η αίτηση της παρεμβαίνουσας για τα ακόλουθα προϊόντα που εμπίπτουν στις κλάσεις 6, 16 και 21 του Διακανονισμού της Νίκαιας:

–        κλάση 6: «Μεταλλικά φύλλα συσκευασίας»·

–        κλάση 16: «όλα τα εμπίπτοντα στην κλάση αυτή προϊόντα εκτός από τα χάρτινα τραπεζομάντιλα»·

–        κλάση 21: «Σκεύη τραπεζιού από πλαστικό, όπως δοχεία, πιάτα, γαβάθες, καφετιέρες φίλτρου, οδοντογλυφίδες, πλαστικά σκεύη, ξύλινα σουβλάκια για σασλίκ, σκεύη ανάδευσης, δοχεία παγωτού.

10      Στις 22 Δεκεμβρίου 2006, η παρεμβαίνουσα υπέβαλε ενώπιον του ΓΕΕΑ αίτηση εκπτώσεως από τα δικαιώματα επί του επίμαχου σήματος, δυνάμει των άρθρων 50, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και 55, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρα 51, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και 56, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009].

11      Στις 27 Φεβρουαρίου 2008, το τμήμα ακυρώσεως, αφού έκρινε ότι δεν είχε γίνει η απαιτούμενη ουσιαστική χρήση του επίμαχου σήματος όσον αφορά ορισμένα προϊόντα, κήρυξε άκυρη την καταχώριση του σήματος αυτού από 22ας Δεκεμβρίου 2006 για τα ακόλουθα προϊόντα: «προϊόντα από μέταλλο (εφόσον περιλαμβάνονται στην κατηγορία 6), χειροκίνητα εργαλεία και μηχανήματα χειρός, και ειδικότερα πιεστήρια με μοχλό της κλάσεως 8, χαρτί, χαρτόνι και αντικείμενα από αυτά τα υλικά (εφόσον περιλαμβάνονται στην κατηγορία 16) της κατηγορίας 16 καθώς και προϊόντα, εφόσον περιλαμβάνονται στην κατηγορία 20, από πλαστικές ύλες». Αντιθέτως, διατήρησε σε ισχύ την καταχώριση του επίμαχου σήματος όσον αφορά τα υπόλοιπα προϊόντα που καλύπτει το σήμα αυτό.

12      Στις 28 Απριλίου 2008, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), κατά του συνόλου της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεως. Επέμεινε ότι είχε γίνει χρήση του επίμαχου σήματος και, επιπροσθέτως, ισχυρίστηκε κατ’ ουσίαν ότι η αίτηση εκπτώσεως της παρεμβαίνουσα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα είχε ήδη κινήσει, κατ’ επίκληση δικαιωμάτων επί του ίδιου σήματος, διαδικασία ανακοπής ενώπιον του ΓΕΕΑ κατά του εικονιστικού σήματος Stella pack και ότι η εν λόγω διαδικασία ήταν εκκρεμής.

13      Με την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2008, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 18 Νοεμβρίου 2008 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την εν λόγω προσφυγή.

14      Όσον αφορά το παραδεκτό της, έκρινε ότι η προσφυγή ήταν εν μέρει απαράδεκτη στο μέτρο που η προσφεύγουσα προσέβαλε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεως στο σύνολό της, ενώ η αίτηση εκπτώσεως από το δικαίωμα επί του επίμαχου σήματος είχε απορριφθεί για ορισμένα προϊόντα και, ως εκ τούτου, η σχετική απόφαση δεν ήταν, ως προς αυτά, δυσμενής για την προσφεύγουσα.

15      Επί της ουσίας, το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε ότι, δεδομένου ότι με την απόφαση του τμήματος ακυρώσεως απορρίφθηκε εν μέρει η αίτηση εκπτώσεως με αναλυτική αιτιολογία και κρίθηκε ότι, κατ’ αρχήν, το επίμαχο σήμα είχε χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο ικανό να διασφαλίσει τη διατήρηση σε ισχύ των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτό όσον αφορά ορισμένα προϊόντα, η προσφεύγουσα όφειλε να μην επαναλάβει απλώς τον ισχυρισμό περί χρήσεως του εν λόγω σήματος, αλλά να αποδείξει εμπεριστατωμένα για ποιο λόγο τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε προκειμένου να αποδείξει την εν λόγω χρήση έπρεπε να κριθούν κατάλληλα για τη διασφάλιση της διατηρήσεως σε ισχύ των σχετικών δικαιωμάτων όσον αφορά και εκείνα τα προϊόντα σε σχέση με τα οποία το τμήμα ακυρώσεως αποφάνθηκε ότι έπρεπε να εκπέσει από τα δικαιώματά της επί του επίμαχου σήματος. Όμως, κατά το τμήμα προσφυγών, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα στοιχείο προς τούτο. Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας όσον αφορά τη διαδικασία ανακοπής που είχε κινήσει ενώπιον του ΓΕΕΑ στις 27 Ιουνίου 2005 ήσαν άνευ σημασίας. Κατά το τμήμα προσφυγών, μόνον η εν λόγω διαδικασία ανακοπής θα μπορούσε, το πολύ, να ανασταλεί, τούτο όμως δεν ίσχυε για την περίπτωση της διαδικασίας κηρύξεως εκπτώσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να διαπιστώσει ότι η αίτηση εκπτώσεως έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη και, επικουρικώς, αφού ακυρώσει και την απόφαση του τμήματος ακυρώσεως της 27ης Φεβρουαρίου 2008, να αναστείλει την εκτέλεση της απόφασης επί της αιτήσεως εκπτώσεως, της 22ας Δεκεμβρίου 2006, μέχρις ότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της διαδικασίας ανακοπής που αυτή κίνησε, και

–        να καταδικάσει την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων εκείνων της διαδικασίας στην οποία ανάγεται η υπό κρίση διαφορά, καθώς και στα έξοδα του ΓΕΕΑ.

17      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή, και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

18      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος αφορά πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το τμήμα προσφυγών κακώς απέρριψε τους ισχυρισμούς που αυτή προέβαλε προς απόδειξη ουσιαστικής χρήσεως του επίμαχου σήματος. Ο δεύτερος λόγος αφορά τον καταχρηστικό χαρακτήρα της αιτήσεως εκπτώσεως, καθόσον το τμήμα προσφυγών έπρεπε να κρίνει απαράδεκτη την εν λόγω αίτηση ή έστω να αναστείλει τη σχετική διαδικασία, στο μέτρο που αφορά σήμα του οποίου επίκληση είχε ήδη γίνει προς στήριξη εκκρεμούς διαδικασίας ανακοπής ενώπιον του ΓΕΕΑ.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ουσιαστική χρήση του επίμαχου σήματος

19      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, που εφαρμόζεται επί υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, και του άρθρου 132, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως. Κατά πάγια νομολογία, μολονότι το κύριο μέρος της προσφυγής μπορεί να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, ως προς συγκεκριμένα σημεία, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, γενική παραπομπή σε άλλα δικόγραφα δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, δυνάμει των ως άνω διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο ίδιο το κείμενο της προσφυγής [απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑183/03, Applied Molecular Evolution κατά ΓΕΕΑ (APPLIED MOLECULAR EVOLUTION), Συλλογή 2004, σ. ΙΙ-3113, σκέψη 11, και της 19ης Οκτωβρίου 2006, T‑350/04 έως T‑352/04, Συλλογή 2006, σ. ΙΙ-4255, σκέψη 33].

20      Εν προκειμένω, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα, πέραν της απλής αναφοράς σε άρθρα του κανονισμού 40/94 και της μνείας σε ορισμένες διατάξεις των εσωτερικών εγκυκλίων του ΓΕΕΑ, παραπέμπει γενικώς στο από 2 Απριλίου 2007 υπόμνημά της και στα παραρτήματά του, τα οποία κατέθεσε στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως, προκειμένου να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του επίμαχου σήματος όσον αφορά τα προϊόντα για τα οποία το τμήμα ακυρώσεως κήρυξε άκυρη την καταχώριση του επίμαχου σήματος. Υπ’ αυτές τις συνθήκες και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως σχετικά με τον καταχρηστικό χαρακτήρα της αιτήσεως εκπτώσεως

21      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, πριν την αίτηση εκπτώσεως από τα δικαιώματα επί του επίμαχου σήματος που κατέθεσε η παρεμβαίνουσα, άσκησε η ίδια στις 27 Ιουνίου 2005 ανακοπή ενώπιον του ΓΕΕΑ, κατ’ επίκληση του εν λόγω σήματος, κατά της διαδικασίας καταχωρίσεως του σήματος που κίνησε η παρεμβαίνουσα. Δεδομένου ότι η διαδικασία ανακοπής ήταν εκκρεμής κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως εκπτώσεως, το τμήμα ακυρώσεων όφειλε να απορρίψει την εν λόγω αίτηση, άλλως να αναστείλει τη διαδικασία πριν την περάτωση, με την έκδοση οριστικής αποφάσεως, της προγενέστερης διαδικασίας ανακοπής.

22      Δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 1, σημείο α΄, του κανονισμού 40/94, ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο ΓΕΕΑ ή μετά από ανταγωγή στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, αν, επί διάστημα πέντε συναπτών ετών, δεν έχει γίνει ουσιαστική χρήση του σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωρισθεί και δεν υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση. Εντούτοις, κατά την ίδια διάταξη, κανένας δεν μπορεί να επικαλεστεί την έκπτωση του δικαιούχου από τα δικαιώματά του επί του σήματος, αν, κατά το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της λήξεως αυτής της περιόδου και της υποβολής της αιτήσεως ή της ασκήσεως ανταγωγής, υπήρξε έναρξη ή επανάληψη της ουσιαστικής χρήσης του σήματος, Πάντως, η έναρξη ή επανάληψη της χρήσης, εντός προθεσμίας τριών μηνών πριν από την υποβολή της αίτησης ή την άσκηση ανταγωγής, η οποία αρχίζει να υπολογίζεται το νωρίτερο με τη συμπλήρωση της συνεχούς πενταετίας μη χρήσης, δεν λαμβάνεται υπόψη, αν οι προπαρασκευαστικές ενέργειες για την έναρξη ή την επανάληψη της χρήσης πραγματοποιήθηκαν μόνον αφού έλαβε γνώση ο δικαιούχος ότι θα μπορούσε να υποβληθεί η αίτηση ή να ασκηθεί η ανταγωγή.

23      Το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94, το οποίο αφορά την αίτηση εκπτώσεως, ορίζει ότι η αίτηση αυτή μπορεί να υποβληθεί στο ΓΕΕΑ από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και κάθε οργάνωση που έχει συσταθεί για την εκπροσώπηση των συμφερόντων κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες, εμπόρων ή καταναλωτών, οι οποίοι σύμφωνα με το δίκαιο στο οποίο υπόκεινται μπορούν να παρίστανται ενώπιον δικαστηρίου.

24      Πρώτον, όσον αφορά τις εν λόγω διατάξεις στις οποίες η προσφεύγουσα στηρίζει τον λόγο ακυρώσεως που προβάλλει, υπενθυμίζεται ότι, όπως ορθώς ισχυρίζεται το ΓΕΕΑ, δεν συνάγεται από το γράμμα τους ότι είναι δυνατό μια διαδικασία ανακοπής κατ’ επίκληση δικαιωμάτων επί σήματος, η οποία εξακολουθεί να είναι εκκρεμής, να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ως προς το παραδεκτό ή ακόμη τη διεξαγωγή της διαδικασίας κηρύξεως εκπτώσεως από το δικαίωμα επί του οικείου σήματος.

25      Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν αποκλειστικώς και μόνον τους λόγους εκπτώσεως και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατό να υποβληθεί αίτηση ενώπιον του ΓΕΕΑ, ανεξαρτήτως της κινήσεως οποιασδήποτε διαδικασίας.

26      Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα επικαλείται, προς στήριξη του οικείου λόγου ακυρώσεως, τις διατάξεις του κανονισμού 2868/95, καθώς και τις διατάξεις των εσωτερικών εγκυκλίων του ΓΕΕΑ, ως είχαν το Νοέμβριο του 2007, σχετικά με τις διαδικασίες κηρύξεως εκπτώσεως ή ακυρότητας, καθώς και την απόδειξη της χρήσεως στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής.

27      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι εν λόγω διατάξεις και εγκύκλιοι θα μπορούσαν να επιβάλλουν πρόσθετες προϋποθέσεις σε σχέση με τις οριζόμενες στον κανονισμό 40/94, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές δεν προβλέπουν ότι αίτηση εκπτώσεως από τα δικαιώματα επί σήματος είναι απαράδεκτη λόγω του ότι εκκρεμεί διαδικασία επί ανακοπής κινηθείσα κατ’ επίκληση του εν λόγω σήματος.

28      Ο κανόνας 37 του κανονισμού 2868/95, ο οποίος αφορά τις αιτήσεις για την κήρυξη εκπτώσεως ή ακυρότητας, διευκρινίζει απλώς τους όρους υπό τους οποίους είναι δυνατή η υποβολή μιας τέτοιας αιτήσεως, και ιδίως τα στοιχεία που αυτή πρέπει να περιλαμβάνει.

29      Ομοίως, δεν συνάγεται από το γράμμα των σχετικών με τη διαδικασία κηρύξεως εκπτώσεως εσωτερικών εγκυκλίων του ΓΕΕΑ, ήτοι από το τμήμα D, κεφάλαιο 2, των εγκυκλίων αυτών, όπως ίσχυαν τον Νοέμβριο του 2007, ότι η διαδικασία κηρύξεως εκπτώσεως είναι απαράδεκτη ή πρέπει να ανασταλεί για τον λόγο ότι έχει προηγηθεί η κίνηση μιας, εκκρεμούς ακόμη, διαδικασίας ανακοπής κατ’ επίκληση σήματος ως προς το οποίο ζητείται η κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας. Ιδίως, στο σημείο 3.1.2 των εν λόγω εγκυκλίων σχετικά με την ουσιαστική χρήση, το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα, αναφέρεται απλώς ότι τα μέσα εκτιμήσεως μιας τέτοιας χρήσεως κατά τις διαδικασίες ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως είναι ίδια με τα χρησιμοποιούμενα κατά την εξέταση της αποδείξεως της χρήσεως κοινοτικών σημάτων στη διαδικασία ανακοπής και ότι πρέπει να εφαρμόζονται οι λεπτομερείς διατάξεις του τμήματος 6 των εσωτερικών εγκυκλίων σχετικά με τη διαδικασία ανακοπής.

30      Στο εν λόγω τμήμα 6 των εσωτερικών εγκυκλίων, που πραγματεύεται την απόδειξη της χρήσεως, και ιδίως στο σημείο 4, σχετικά με την περίοδο της χρήσεως, το οποίο επίσης επικαλείται η προσφεύγουσα, υπενθυμίζεται απλώς ότι, κατά το άρθρο 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 42, παράγραφος 2 του κανονισμού 207/2009), το οποίο αφορά τη διαδικασία ανακοπής, η υποχρέωση αποδείξεως της χρήσεως συνεπάγεται ότι, κατά την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος, το προγενέστερο σήμα είχε καταχωριστεί πριν από τουλάχιστον πέντε χρόνια. Δεν γίνεται πουθενά λόγος για ενδεχόμενη επιρροή της διαδικασίας ανακοπής επί της διαδικασίας κηρύξεως εκπτώσεως, υπό την έννοια ότι την καθιστά απαράδεκτη ή επιβάλλει την αναστολή της έως ότου ολοκληρωθεί η πρώτη διαδικασία.

31      Δεύτερον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η αίτηση εκπτώσεως από δικαίωμα επί σήματος δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί πριν την περάτωση προγενέστερης διαδικασίας ανακοπής που κινήθηκε κατ’ επίκληση του σήματος αυτού αντιβαίνει στην εν γένει οικονομία των διατάξεων του κανονισμού 40/94.

32      Συγκεκριμένα, από τον εν λόγω κανονισμό προκύπτει ότι οι διαδικασίες ανακοπής και κηρύξεως εκπτώσεως είναι δύο διαδικασίες ειδικές και αυτοτελείς, καθεμία από τις οποίες έχει τα αποτελέσματα που της προσιδιάζουν, και ότι το ΓΕΕΑ μπορεί να επιληφθεί και να αποφανθεί επί αιτήσεως εκπτώσεως, ανεξαρτήτως της προγενέστερης ασκήσεως ανακοπής η οποία εκκρεμεί και στηρίζεται στο σήμα που αφορά η διαδικασία κηρύξεως εκπτώσεως.

33      Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι εν λόγω διαδικασίες προβλέπονται από διαφορετικούς τίτλους του κανονισμού 40/94. Η ανακοπή διέπεται από τον τίτλο IV, τέταρτο τμήμα (ήδη τίτλος IV, τμήμα 4, του κανονισμού 207/2009), ενώ η διαδικασία κηρύξεως εκπτώσεως ρυθμίζεται από τον τίτλο VI, δεύτερο και τέταρτο τμήμα, του ίδιου κανονισμού (ήδη τίτλος VI, τμήματα 2 και 4, του κανονισμού 207/2009).

34      Η καθεμία από τις δύο διαδικασίες έχει αντικείμενο και αποτελέσματα που της προσιδιάζουν. Σκοπός της ανακοπής είναι να καταστήσει ανίσχυρη, υπό ορισμένους όρους, αίτηση καταχωρίσεως σήματος λόγω της υπάρξεως προγενέστερου σήματος και η απόρριψη της εν λόγω αιτήσεως δεν συνεπάγεται έκπτωση από το σήμα αυτό. Έκπτωση μπορεί να επέλθει μόνο κατόπιν κινήσεως διαδικασίας έχουσας ειδικώς τέτοιο αντικείμενο

35      Η διαφορά αυτή αντικειμένου και αποτελεσμάτων δικαιολογεί την ύπαρξη διαφορετικών κανόνων, ειδικών για κάθε διαδικασία. Έτσι, καίτοι μεταξύ των προϋποθέσεων του παραδεκτού της ανακοπής που θέτουν το άρθρο 42 του κανονισμού 40/94 (ήδη άρθρο 41 του κανονισμού 207/2009) και ο κανόνας 18 του κανονισμού 40/94 [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουνίου 2002, T‑232/00, Chef Revival USA κατά ΓΕΕΑ – Massagué Marín (Chef), Συλλογή 2002, σ. ΙΙ‑2749, σκέψη 32] καταλέγονται το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος και η προθεσμία τριών μηνών για την άσκηση ανακοπής, το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία κηρύξεως εκπτώσεως δεν περιέχει, όπως υπογραμμίζει το ΓΕΕΑ, μνεία σε οποιοδήποτε έννομο συμφέρον.

36      Ομοίως, καμία προθεσμία δεν προβλέπεται για την κίνηση διαδικασίας κηρύξεως εκπτώσεως, πλην του ότι, προκειμένου να επιτευχθεί η έκπτωση από δικαίωμα επί σήματος, ο αιτών πρέπει να είναι σε θέση να επικαλεστεί, σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/49, ότι επί διάστημα πέντε συναπτών ετών δεν έχει γίνει ουσιαστική χρήση του σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωρισθεί και ότι δεν υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση.

37       Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι ορθώς έκρινε το τμήμα ακυρώσεως, με τη σκέψη 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η δυνατότητα οποιουδήποτε προσώπου να υποβάλει αίτηση εκπτώσεως από δικαίωμα επί σήματος λόγω μη χρήσεως είναι τελείως ανεξάρτητη από τυχόν παράλληλες διαδικασίες ανακοπής που αφορούν το κοινοτικό σήμα κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση εκπτώσεως. Το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η αίτηση εκπτώσεως από δικαίωμα επί σήματος είναι απαράδεκτη λόγω προγενέστερης κινήσεως διαδικασίας ανακοπής, η οποία στηρίζεται στο εν λόγω σήμα και εξακολουθεί να εκκρεμεί κατά την κατάθεση της οικείας αιτήσεως, πρέπει συνεπώς να απορριφθεί.

38      Επισημαίνεται επίσης ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε στο μέτρο που έκρινε, με τη σκέψη 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι είναι πάντως δυνατό η κίνηση διαδικασίας κηρύξεως εκπτώσεως μετά την άσκηση ανακοπής να επιφέρει αναστολή της διαδικασίας ανακοπής. Πράγματι, σε περίπτωση κηρύξεως εκπτώσεως από το δικαίωμα επί του προγενέστερου σήματος, η διαδικασία ανακοπής στερείται αντικειμένου.

39      Αντιθέτως, η συνέχιση της διαδικασίας ανακοπής, πριν την περάτωση της διαδικασίας κηρύξεως εκπτώσεως, δεν θα συνεπαγόταν κανένα όφελος υπέρ του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος το οποίο προβάλλεται στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής και κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση εκπτώσεως. Πράγματι, ακόμη και αν η διαδικασία ανακοπής κατέληγε στην απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, τίποτε δεν θα εμπόδιζε την εκ νέου υποβολή της ίδιας αιτήσεως, άπαξ και ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος κηρυσσόταν έκπτωτος από τα δικαιώματά του επ’ αυτού.

40       Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η υποβολή από την παρεμβαίνουσα αιτήσεως εκπτώσεως από το δικαίωμα επί του επίμαχου σήματος συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, δεδομένου ότι η διαδικασία ανακοπής ήταν εκκρεμής, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

41      Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί προσβολή του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεώς της ως δικαιούχου κοινοτικού σήματος και του δικαιώματός της ακροάσεως, όπως έπραξε με το δικόγραφο της προσφυγής της, για να προσβάλει μια διαδικασία κηρύξεως εκπτώσεως από δικαίωμα επί σήματος καθόσον διεξάγεται πριν περατωθεί προγενέστερη διαδικασία ανακοπής, στηριχθείσα επί του ίδιου σήματος,.

42      Αφενός, ο λόγος ακυρώσεως που προβάλλει συναφώς η προσφεύγουσα είναι αορίστως διατυπωμένος, ώστε δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός κατά τρόπο σαφή και επακριβή. Παραπέμπει, χωρίς καμία πραγματική επεξήγηση, σε πλείονα άρθρα του κανονισμού 40/94, ήτοι στα άρθρα 15 (νυν άρθρο 15 του κανονισμού 207/2009), 43, καθώς και στα άρθρα 77 και 79 (νυν άρθρα 79 και 83 του κανονισμού 207/2009), τα οποία αφορούν τη χρήση του κοινοτικού σήματος, την εξέταση της ανακοπής, την κοινοποίηση των αποφάσεων του ΓΕΕΑ και την αναφορά στις γενικές αρχές. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την παραπομπή στον κανόνα 69 του κανονισμού 2868/95 που ρυθμίζει την κοινοποίηση εγγράφων σε περίπτωση πλειόνων διαδίκων.

43      Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, με την αιτίαση αυτή, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 73, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 40/94 (ήδη άρθρο 75, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 207/2009), που ορίζει ότι οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ δεν μπορούν να στηρίζονται παρά μόνο σε λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη διάταξη αυτή, το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ μπορεί να στηρίξει την απόφασή του μόνον επί των πραγματικών ή νομικών στοιχείων επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους [απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 2004, C‑447/02 P, KWS Saat κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I‑10107, σκέψη 42, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2005, T‑242/02, Sunrider κατά ΓΕΕΑ (TOP), Συλλογή 2005, σ. II‑2793, σκέψη 59, και απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑242/02, L & D κατά ΓΕΕΑ – Sämann (Aire Limpio), Συλλογή 2006, σ. ΙΙ-2699, σκέψη 115].

44      Η εν λόγω διάταξη κατοχυρώνει, στο πλαίσιο του δικαίου του κοινοτικού σήματος, τη γενική αρχή προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑320/03, Citicorp κατά ΓΕΕΑ (LIVE RICHLY), Συλλογή 2005, σ. II‑3411, σκέψη 21, και της 7ης Φεβρουαρίου 2007, T‑317/05, Kustom Musical Amplification κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα κιθάρας), Συλλογή 2007, σ. II‑427, σκέψη 26]. Δυνάμει της εν λόγω γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, οι αποδέκτες των αποφάσεων των δημοσίων αρχών οι οποίες θίγουν κατά τρόπο αισθητό τα συμφέροντά τους πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν λυσιτελώς την άποψή τους [απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 1974, 17/74, Transocean Marine Paint κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 441, σκέψη 15· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 2002, T‑34/00, Eurocool Logistik κατά ΓΕΕΑ (EUROCOOL), Συλλογή 2002, σ. II‑683, σκέψη 21, και LIVE RICHLY, προπαρατεθείσα σκέψη 22].

45      Εξάλλου, κατά τη νομολογία, το δικαίωμα ακροάσεως καταλαμβάνει όλα τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η λήψη της αποφάσεως, όχι όμως στην τελική θέση που προτίθεται να λάβει η διοίκηση (αποφάσεις Aire Limpio, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 116, και Σχήμα κιθάρας, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 27). Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν είναι υποχρεωμένο να ακούσει τον προσφεύγοντα όσον αφορά τη σχετική με την τελική του θέση εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών [απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Νοεμβρίου 2007, T‑458/05, Tegometall International κατά ΓΕΕΑ – Wuppermann (TEK), Συλλογή 2007, σ. II‑4721, σκέψη 45].

46      Πάντως, στην προκείμενη περίπτωση, φαίνεται ότι η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να υποβάλει τις παρατηρήσεις της για όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που αποτελούν τη βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

47      Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 7 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία δεν αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα, της δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της ενώπιον τόσο του τμήματος ανακοπών όσο και του τμήματος προσφυγών.

48      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

49      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το ζήτημα του παραδεκτού του δεύτερου και τρίτου αιτήματος της προσφεύγουσας, τα οποία αμφισβητεί το ΓΕΕΑ

 Επί των δικαστικών εξόδων

50      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

51      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Βηλαράς

Prek

Ciucă

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Δεκεμβρίου 2009.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.