Language of document : ECLI:EU:C:2023:487

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

TAMARA ĆAPETA

της 15ης Ιουνίου 2023(1)

Υπόθεση C330/22

Friends of the Irish Environment CLG

κατά

Minister for Agriculture, Food and the Marine,

Ireland,

Attorney General

[αίτηση του High Court
(ανώτερου δικαστηρίου, Ιρλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κύρος – Κοινή αλιευτική πολιτική – Άρθρο 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Κανονισμός (ΕΕ) 1380/2013 – Κανονισμός (ΕΕ) 2019/472 – Καθορισμός των αλιευτικών δυνατοτήτων – Όρια συνολικών επιτρεπόμενων αλιευμάτων που υπερβαίνουν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση – Εξουσία εκτιμήσεως του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Κανονισμός (ΕΕ) 2020/123»






I.      Εισαγωγή

1.        Ένα όνομα που αντηχεί σε πολλούς αρχαίους ιρλανδικούς μύθους και θρύλους είναι αυτό του πνεύματος των ωκεανών, του Manannán mac Lir. Δεινός πολέμαρχος, που είχε για άρμα του τα κύματα, θεωρούνταν επίσης επιδέξιος αγρότης στις «θαλάσσιες πεδιάδες». Ιχθύς είχε στα κοπάδια του αντί για βοοειδή και πρόβατα. Τέτοια ήταν η αφθονία της σοδειάς του στα ύδατα που περιβάλλουν την Ιρλανδία που, όταν διαδοχικές βασιλικές επιτροπές εξέτασαν τον αλιευτικό κλάδο το 1863 και το 1885, οι κορυφαίοι ιχθυολόγοι της εποχής κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα αλιευτικά πεδία ήταν «ανεξάντλητα» (2).

2.        Δυστυχώς, έσφαλλαν. Τα αποθέματα ιχθύων δεν αποτελούν αέναο αυτοανανεούμενο πόρο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από την ανθρώπινη επιρροή. Όπως διαπιστώσαμε κατά τη διάρκεια του τρέχοντος αιώνα, τα αποθέματα ιχθύων απαιτούν προσεκτική διαχείριση, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιβίωσή τους. Αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα το οποίο επιχειρεί να αναδείξει η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα της εν λόγω μετέχουσας στη διαδικασία είναι ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 2020/123, ο οποίος καθορίζει τις αλιευτικές δυνατότητες για το 2020 (3), θέτει όρια αλίευσης για ορισμένα αποθέματα στα ύδατα πέριξ της Ιρλανδίας (4) τα οποία υπερβαίνουν τα επίπεδα που είναι βιώσιμα σε μακροπρόθεσμη βάση (5). Η προσφεύγουσα στηρίζει το εν λόγω επιχείρημα κυρίως στο βασικό νομοθέτημα για τη θέσπιση της κοινής αλιευτικής πολιτικής (στο εξής: ΚΑΠ) (6). Στην εν λόγω πράξη, ο νομοθέτης της Ένωσης όρισε το 2020 ως καταληκτική ημερομηνία εντός της οποίας η αλιεία στα ύδατα της Ένωσης θα πρέπει, για όλα τα αποθέματα, να πραγματοποιείται σε βιώσιμα επίπεδα.

3.        Ωστόσο, από νομικής απόψεως, στην υπό κρίση υπόθεση δεν εγείρεται το ζήτημα της βιωσιμότητας των επιπέδων τα οποία καθόρισε το Συμβούλιο. Η σχετική κρίση δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο. Αντιθέτως, η νομική επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας αφορά την ύπαρξη και τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως του Συμβουλίου κατά τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ύδατα της Ένωσης βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Προκειμένου το Δικαστήριο να επιλύσει το εν λόγω ζήτημα αρμοδιότητας, θα πρέπει, επίσης, να διαλευκάνει το συναφές ζήτημα σχετικά με τον βαθμό στον οποίο οι βασικοί σκοποί της ΚΑΠ μπορούν να επηρεαστούν από μια ειδική ως προς τον τόπο εφαρμογής και το αντικείμενό της νομοθετική πράξη η οποία ρυθμίζει τον εν λόγω τομέα.

II.    Το ιστορικό της διαφοράς και τα προδικαστικά ερωτήματα

4.        Το Συμβούλιο κατανέμει ετησίως τις αλιευτικές δυνατότητες μεταξύ των κρατών μελών, με βάση ένα προβλέψιμο μερίδιο των αποθεμάτων για κάθε είδος ιχθύων στα ύδατα της Ένωσης. Τα επιμέρους αυτά μερίδια είναι γνωστά ως total allowable catch (συνολικό επιτρεπόμενο αλίευμα, στο εξής: TAC). Κατά τον καθορισμό και την κατανομή των ετήσιων TAC, το Συμβούλιο οφείλει να ενεργεί σύμφωνα με τον σκοπό της ΚΑΠ, ο οποίος καθορίζεται στον βασικό κανονισμό ΚΑΠ.

5.        Το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού ΚΑΠ απαριθμεί διάφορους σκοπούς τους οποίους οφείλει να επιδιώκει η ΚΑΠ. Στην παράγραφο 1 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η ΚΑΠ «διασφαλίζει ότι οι δραστηριότητες αλιείας και υδατοκαλλιέργειας είναι περιβαλλοντικά βιώσιμες μακροπρόθεσμα». Στη συνέχεια, στην παράγραφο 2, διευκρινίζεται, στο πρώτο εδάφιο, ότι, κατά τη διαχείριση της ΚΑΠ, η Ευρωπαϊκή Ένωση «έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι η εκμετάλλευση των έμβιων βιολογικών πόρων της θάλασσας αποκαθιστά και διατηρεί τους πληθυσμούς των αλιευόμενων ειδών πάνω από τα επίπεδα εκείνα που μπορούν να εξασφαλίσουν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση». Ακολούθως, στο δεύτερο εδάφιο, εκτίθεται ότι «ο ρυθμός εκμετάλλευσης της μέγιστης βιώσιμης απόδοσης θα επιτευχθεί έως το 2015 όπου είναι δυνατόν και σε προοδευτική βάση με βαθμιαίες αυξήσεις μέχρι το 2020 το αργότερο για όλα τα αποθέματα» (7) (στο εξής: στόχος ΜΒΑ για το 2020).

6.        Η έννοια της μέγιστης βιώσιμης απόδοσης (στο εξής: ΜΒΑ) αντιστοιχεί σε μια στρατηγική αλίευσης που χρησιμοποιείται παγκοσμίως στην αλιεία. Στηρίζεται στην παραδοχή της ύπαρξης ορισμένου επιπέδου αλιευμάτων το οποίο μπορεί να αφαιρεθεί από ένα απόθεμα ιχθύων χωρίς να διαταραχθεί η δημογραφική ισορροπία του εν λόγω αποθέματος. Κατ’ ουσίαν, ο σκοπός είναι να αλιεύεται μόνον το πλεόνασμα ιχθύων που προκύπτει με φυσικό τρόπο, όταν το απόθεμα έχει ανέλθει στο σημείο ισορροπίας του και οι ρυθμοί αναπαραγωγής του επιβραδύνονται. Συνεπώς, με την αφαίρεση του εν λόγω πλεονάσματος, οι ρυθμοί αναπαραγωγής παραμένουν μεγιστοποιημένοι και το απόθεμα ιχθύων αναπληρώνεται ετησίως χωρίς να επηρεάζεται η μακροπρόθεσμη επιβίωσή του. Επομένως, η ΜΒΑ αποτελεί μια θεωρητική παραδοχή, η οποία αποσκοπεί στην επίτευξη ισορροπίας μεταξύ, αφενός, του σκοπού της διατήρησης των εμπορικά εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων ιχθύων για τις επόμενες γενιές και, αφετέρου, του οικονομικού και κοινωνικού συμφέροντος στην αλίευση των αποθεμάτων αυτών.

7.        Βάσει του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, το τι συνιστά ΜΒΑ για ένα συγκεκριμένο απόθεμα και ο τρόπος επίτευξής της υπολογίζονται με βάση τις «βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις» (8) και, ελλείψει κατάλληλων επιστημονικών στοιχείων, με βάση την προληπτική προσέγγιση (9). Όπως συμφωνούν όλοι οι μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία, η γνωμοδότηση που εκπονήθηκε ειδικά για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το International Council for the Exploration of the Sea (Διεθνές Συμβούλιο για την Εξερεύνηση της Θάλασσας, στο εξής: ICES) όσον αφορά τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα έλαβε υπόψη αμφότερες τις προσεγγίσεις αυτές. Δεν αμφισβητείται, επομένως, ότι τόσο οι «βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις» όσο και η προληπτική προσέγγιση, βάσει των οποίων το ICES εκπόνησε τη γνωμοδότησή του, κατέδειξαν ότι το TAC των τεσσάρων επίμαχων αποθεμάτων στα ύδατα πέριξ της Ιρλανδίας πρέπει να καθοριστεί σε μηδενικό επίπεδο για το 2020 προκειμένου να επιτευχθεί στο μέλλον η ΜΒΑ των αποθεμάτων αυτών (10).

8.        Επίσης, δεν αμφισβητείται ότι η ύπαρξη αποθεμάτων «μηδενικών αλιευμάτων», σε συνδυασμό με την «υποχρέωση εκφόρτωσης», σε «μικτή αλιεία» (11), οδηγεί στο συναφές πρόβλημα των ειδών με περιοριστική ποσόστωση που «καταπνίγουν» την αλίευση άλλων ειδών («choke species») και καθιστά αναγκαίο τον εξαναγκασμό των αλιευτικών σκαφών να παύουν τις δραστηριότητές τους πολύ πριν συμπληρώσουν τις κύριες ποσοστώσεις που τους αναλογούν. Το φαινόμενο αυτό χρήζει διασαφήνισης. Η μικτή αλιεία πραγματοποιείται σε ύδατα όπου υπάρχουν περισσότερα από ένα είδη ιχθύων και όπου είναι δυνατόν να αλιευθούν ταυτόχρονα διάφορα είδη ιχθύων στο πλαίσιο της ίδιας αλιευτικής δραστηριότητας. Η υποχρέωση εκφόρτωσης απαιτεί από όλα τα αλιευτικά σκάφη να διατηρούν επί των αλιευτικών σκαφών όλους τους ιχθύς που αλιεύονται, να τους καταγράφουν και να τους καταλογίζουν στις ποσοστώσεις που ισχύουν για τα εν λόγω αποθέματα (12). Στην πράξη, ο συνδυασμός των στοιχείων αυτών συνεπάγεται ότι ένα απόθεμα με μηδενικό TAC μπορεί να «καταπνίξει» την αλίευση άλλων αποθεμάτων σε μικτή αλιεία, όταν το απόθεμα αυτό αλιεύεται, συχνά ως παρεμπίπτον αλίευμα, ενώ άλλο είναι το απόθεμα που αποτελεί τον πραγματικό στόχο. Επομένως, η παρεμπίπτουσα αλίευση ενός αποθέματος μη εξαντληθείσας (ή μηδενικής) ποσόστωσης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την «κατάπνιξη» της αλιευτικής δραστηριότητας, καθόσον καθιστά υποχρεωτική την παύση της δραστηριότητας αυτής πολύ πριν από την αλίευση των κύριων ποσοστώσεων που αναλογούν στα οικεία σκάφη.

9.        Υπό το πρίσμα της ανωτέρω προβληματικής και μετά τη λήψη της γνωμοδότησης περί μηδενικών αλιευμάτων για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα, η Επιτροπή ζήτησε από το ICES νέα γνωμοδότηση, η οποία θα αφορούσε συγκεκριμένα την ποσότητα των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων των τεσσάρων επίμαχων αλιευμάτων που αλιεύονται στο πλαίσιο της επιδίωξης αλίευσης συγκεκριμένου αποθέματος-«στόχου» σε μικτή αλιεία. Όπως υποδηλώνει η ονομασία του, το απόθεμα-στόχος είναι το είδος του αποθέματος το οποίο προτίθεται να αλιεύσει ένα αλιευτικό σκάφος κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης αλιευτικής δραστηριότητας μετά τον απόπλου του. Οι ιχθύες που καταλήγουν στα δίχτυα του σκάφους εκ παραδρομής ή κατά τύχη αποτελούν τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα.

10.      Ανταποκρινόμενο στην αίτηση της Επιτροπής (13), το ICES παρέσχε εκτιμήσεις σχετικά με το πόσα παρεμπίπτοντα αλιεύματα των τεσσάρων επίμαχων αποθεμάτων θα ήταν πιθανόν να αλιευθούν σε περίπτωση αλίευσης ορισμένων αποθεμάτων-στόχων στα επίπεδα των TAC κατά τη διάρκεια του 2020 σε μικτή αλιεία πέριξ της Ιρλανδίας. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ληφθείσα από το ICES γνωμοδότηση δεν υποστήριζε ότι τα εν λόγω επίπεδα παρεμπιπτόντων αλιευμάτων συνάδουν με την επίτευξη της ΜΒΑ για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα, εφόσον τα αποθέματα αυτά αλιεύονται μόνον ως παρεμπίπτοντα αλιεύματα. Οι σχετικές εκτιμήσεις του ICES αποτελούσαν απλώς τη μαθηματική εκτίμηση του εν λόγω οργανισμού όσον αφορά την ποσότητα καθενός από τα τέσσερα αυτά αποθέματα η οποία θα αλιευόταν αναπόφευκτα, αν άλλο απόθεμα αποτελούσε τον στόχο.

11.      Στον κανονισμό του 2020, το Συμβούλιο, στηριζόμενο στις ανωτέρω εκτιμήσεις, καθόρισε τις αλιευτικές δυνατότητες για το 2020, όσον αφορά τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα, σε επίπεδα άνω του μηδενός, στα επίπεδα τα οποία το ICES είχε εκτιμήσει ως αναπόφευκτα παρεμπίπτοντα αλιεύματα σε μικτή αλιεία ή κάτω από τα επίπεδα αυτά.

12.      Βασιζόμενος στα ετήσια TAC που καθορίστηκαν από το Συμβούλιο για το 2020 και στις σχετικές ποσότητες που κατανεμήθηκαν στην Ιρλανδία, ο Minister for Agriculture, Food and the Marine (Υπουργός Γεωργίας, Τροφίμων και Ναυτιλίας, στο εξής: Υπουργός) εξέδιδε μηνιαίως αποφάσεις διαχείρισης της αλιείας σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του Sea Fisheries and Maritime Jurisdiction Act 2006 (νόμου του 2006 περί θαλάσσιας αλιείας και θαλάσσιας δικαιοδοσίας). Οι εν λόγω αποφάσεις προσδιόριζαν την ποσότητα των τεσσάρων επίμαχων αποθεμάτων ιχθύων που μπορούσαν να εκφορτώνονται από τα ιρλανδικά σκάφη κάθε μήνα του 2020.

13.      Η Friends of the Irish Environment CLG (στο εξής: προσφεύγουσα) άσκησε προσφυγή στην Ιρλανδία κατά των ανωτέρω αποφάσεων του Υπουργού. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο, καθορίζοντας τα TAC για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα άνω του μηδενός για το 2020, παρέβη τον βασικό κανονισμό ΚΑΠ και, ειδικότερα, ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο προς τον στόχο ΜΒΑ για το 2020, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις του Υπουργού είναι, κατά την προσφεύγουσα, ανίσχυρες.

14.      Προς υπεράσπιση των αποφάσεων που εξέδωσε (οπότε, αντίστοιχα, και των επιπέδων TAC του Συμβουλίου), ο Υπουργός προβάλλει, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα ότι ο βασικός κανονισμός ΚΑΠ πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/472 (14). Ο τελευταίος αυτός κανονισμός αποτελεί πράξη ίσης τυπικής ισχύος, που αναγνωρίζει ρητά τις δυσχέρειες της αλίευσης σε μικτή αλιεία και το συναφές ζήτημα της αποφυγής ενός είδους που «καταπνίγει» την αλίευση άλλων ειδών. Συγκεκριμένα, ο Υπουργός υποστηρίζει ότι, ως απόρροια του κανονισμού για τα Δυτικά Ύδατα, είναι επιτρεπτός ο καθορισμός TAC άνω του μηδενός για αποθέματα για τα οποία έχει διατυπωθεί πρόταση μηδενικών αλιευμάτων, εφόσον τούτο θα μπορούσε, σε ορισμένο βαθμό, να «αποτρέψει την κατάπνιξη».

15.      Υπό το πρίσμα του ανωτέρω πραγματικού και νομικού πλαισίου, το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Είναι αναγκαία η υποβολή της παρούσας αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, σε περίπτωση που ο κανονισμός του 2020 έχει αντικατασταθεί και/ή έχει λήξει η ισχύς των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο;

2.      Είναι το παράρτημα ΙΑ του [κανονισμού του 2020] ανίσχυρο, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών και των στόχων του [βασικού κανονισμού ΚΑΠ], και συγκεκριμένα του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, του [κανονισμού αυτού], συμπεριλαμβανομένου του επιδιωκόμενου από το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, σκοπού και των αρχών της χρηστής διακυβέρνησης που καθορίζονται στο άρθρο 3, στοιχεία γʹ και δʹ, του [βασικού] κανονισμού ΚΑΠ (καθώς και του βαθμού κατά τον οποίο εφαρμόζεται σε αποθέματα για τα οποία απαιτείται προληπτική προσέγγιση), σε συνδυασμό με τα άρθρα 9, 10, 15 και 16 του [βασικού] κανονισμού ΚΑΠ και τις αιτιολογικές σκέψεις του, καθώς και με τα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5, 8 και 10 του κανονισμού [(ΕΕ)] 2019/472 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[, της 19ης Μαρτίου 2019,] για τη θέσπιση πολυετούς σχεδίου για τα αποθέματα που αλιεύονται στα Δυτικά Ύδατα [και στα παρακείμενα ύδατα, και τις αλιευτικές δραστηριότητες εκμετάλλευσης των εν λόγω αποθεμάτων, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) 2016/1139 και (ΕΕ) 2018/973, και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007 και (ΕΚ) αριθ. 1300/2008 (ΕΕ 2019, L 83, σ. 1)] (στο εξής: κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα), στο μέτρο που τα [TAC] που καθορίζονται από τον κανονισμό του 2020 δεν συνάδουν με τις γνωμοδοτήσεις για τη [ΜΒΑ] τις οποίες έχει εκδώσει το [ICES] για ορισμένα είδη και οι οποίες προβλέπουν μηδενικά αλιεύματα;»

16.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η προσφεύγουσα, η Ιρλανδία, το Συμβούλιο και η Επιτροπή. Οι ανωτέρω μετέχοντες στη διαδικασία, καθώς και το Κοινοβούλιο, ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Μαρτίου 2023.

III. Ανάλυση

Α.      Εισαγωγή

17.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ο κανονισμός του 2020 είναι έγκυρος, στο μέτρο που καθορίζει αλιευτικές δυνατότητες άνω του μηδενός για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα στα ύδατα πέριξ της Ιρλανδίας (15). Η επίλυση του ζητήματος αυτού θα παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί του κύρους των εθνικών μέτρων κατανομής των εν λόγω ποσοστώσεων στην Ιρλανδία. Ωστόσο, ο κανονισμός του 2020 θα μπορεί να θεωρηθεί έγκυρος μόνον εφόσον έχει εκδοθεί εντός των ορίων της όποιας εξουσίας εκτιμήσεως καταλείπει στο Συμβούλιο ο νομοθέτης της Ένωσης. Συνεπώς, το Δικαστήριο πρέπει να ξεκινήσει την ανάλυσή του από το ζήτημα αν ο βασικός κανονισμός ΚΑΠ καταλείπει ή όχι στο Συμβούλιο εξουσία εκτιμήσεως, η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να καθορίζει τις ετήσιες αλιευτικές δυνατότητες για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα σε επίπεδα άνω του μηδενός. Σε περίπτωση που θεωρηθεί, όπως θα προτείνω, ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό, το Δικαστήριο θα πρέπει, σε δεύτερο στάδιο, να εκτιμήσει εάν άλλα στοιχεία του «πρωτογενούς δικαίου της ΚΑΠ», όπως ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα, επηρεάζουν το εν λόγω συμπέρασμα.

18.      Ως εκ τούτου, θα εξετάσω, κατ’ αρχάς, το πλαίσιο των Συνθηκών το οποίο διέπει την υπό κρίση διαφορά (Β). Κατά την ανάλυση αυτή, θα επιχειρήσω να εξηγήσω γιατί το κύρος του κανονισμού του 2020, καθώς και η μέθοδος ελέγχου που πρέπει να εφαρμοστεί από το Δικαστήριο για την εκτίμησή του, εξαρτάται από την ερμηνεία των δύο επίμαχων στην υπό κρίση υπόθεση κανονισμών: του βασικού κανονισμού ΚΑΠ και του κανονισμού για τα Δυτικά Ύδατα. Στη συνέχεια θα υπεισέλθω στην ερμηνεία των εν λόγω κανονισμών (Γ). Κατ’ αρχάς, θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι ο βασικός κανονισμός ΚΑΠ δεν κατέλιπε στο Συμβούλιο καμία εξουσία εκτιμήσεως ώστε να παρεκκλίνει από τις ληφθείσες εν προκειμένω γνωμοδοτήσεις κατά τον καθορισμό των TAC για τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα σε μικτή αλιεία (Γ1). Έπειτα, θα εξετάσω κατά πόσον η εν λόγω ρυθμιστική επιλογή επηρεάστηκε ενδεχομένως από τον κανονισμό για τα Δυτικά Ύδατα (Γ2). Κατόπιν τούτων, θα επικεντρωθώ πλέον στην εκτίμηση του κύρους του κανονισμού του 2020 υπό το πρίσμα των συμπερασμάτων μου (Δ1). Ωστόσο, θα προτείνω επίσης στο Δικαστήριο μια εναλλακτική λύση, σε περίπτωση που δεν συμμεριστεί το συμπέρασμά μου ότι ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα δεν παρεξέκλινε από τη σαφή επιταγή που περιλαμβάνεται στον βασικό κανονισμό ΚΑΠ (Δ2). Δεδομένου ότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός 2020 είναι ανίσχυρος, θα περιγράψω εν συντομία την ανάγκη να διατηρηθούν μολαταύτα τα αποτελέσματα του εν λόγω κανονισμού (Ε).

Β.      Το πλαίσιο των Συνθηκών και το εφαρμοστέο κριτήριο ελέγχου

19.      Το άρθρο 43 ΣΛΕΕ καθορίζει τη νομική βάση για τη θέσπιση μέτρων καθιέρωσης και διαχείρισης της ΚΑΠ. Το άρθρο 43, παράγραφος 2, προβλέπει τη συνήθη νομοθετική διαδικασία για την έκδοση νομοθετικών πράξεων στον τομέα της αλιείας· η διαδικασία αυτή πρέπει να χρησιμοποιείται για όλες τις πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται από τον νομοθέτη της Ένωσης (16). Το δε άρθρο 43, παράγραφος 3, προβλέπει ειδική νομοθετική διαδικασία, η οποία επιτρέπει στο Συμβούλιο να θεσπίζει μέτρα κατόπιν πρότασης της Επιτροπής. Η διάταξη αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θέσπιση των ειδικών μέτρων που απαριθμούνται εκεί, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο καθορισμός των «αλιευτικών δυνατοτήτων», ήτοι ο καθορισμός του TAC για συγκεκριμένο απόθεμα.

20.      Η σχέση μεταξύ των διατάξεων αυτών είναι αρκετά ιδιάζουσα (17). Στον τομέα της αλιείας, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου ερείδεται άμεσα στη Συνθήκη. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίζει μέτρα βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ακόμη και αν δεν του παρέχεται σχετική εξουσιοδότηση από νομοθετική πράξη εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (18). Ωστόσο, το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει στο Συμβούλιο να καθορίζει βασικές επιλογές πολιτικής στον τομέα της ΚΑΠ. Οι επιλογές αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (19). Όταν ο νομοθέτης καθορίσει τους σκοπούς της αλιευτικής πολιτικής βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, οι πολιτικές αυτές επιλογές δεσμεύουν το Συμβούλιο κατά την έκδοση πράξεων δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Επομένως, μολονότι οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 43 ΣΛΕΕ δεν συνδέονται μεταξύ τους, κατά κυριολεξία, κατά τον ίδιο τρόπο όπως συνδέονται μεταξύ τους οι βασικές και οι εκτελεστικές πράξεις, οι πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καθορίζουν τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου όταν αυτό ενεργεί δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (20).

21.      Επομένως, προκειμένου να εκτιμηθεί το κύρος μιας πράξης του Συμβουλίου που καθορίζει τις ετήσιες αλιευτικές δυνατότητες, πρέπει κατ’ αρχάς να προσδιοριστεί ο βαθμός στον οποίο ο ίδιος ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ήδη νομοθετήσει επί του ζητήματος αυτού δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (21). Τούτο συνεπάγεται την εκτίμηση του είδους της όποιας εξουσίας εκτιμήσεως καταλείπει στο Συμβούλιο το πλαίσιο πολιτικής που έχει καθοριστεί από τον νομοθέτη της Ένωσης.

22.      Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τρεις πράξεις: τον βασικό κανονισμό ΚΑΠ και τον κανονισμό για τα Δυτικά Ύδατα, δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και τον κανονισμό του 2020, δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

23.      Κατά την εξέταση του κύρους του κανονισμού του 2020 υπό το πρίσμα του βασικού κανονισμού ΚΑΠ και του κανονισμού για τα Δυτικά Ύδατα, η μέθοδος ελέγχου την οποία πρέπει να εφαρμόσει το Δικαστήριο διαφέρει αναλόγως του αν η προσβαλλόμενη «απόφαση» (ήτοι η απόφαση καθορισμού των TAC για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα άνω του μηδενός) ενέπιπτε ή όχι στην εξουσία εκτιμήσεως που καταλείπεται στο Συμβούλιο. Σε περίπτωση που ο νομοθέτης της Ένωσης δεν παρέσχε στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει στάθμιση κατά τον καθορισμό και την κατανομή των TAC από το 2020 και έπειτα, η διαπίστωση και μόνον ότι το Συμβούλιο παρεξέκλινε από τη νομοθετική επιλογή θα συνεπάγεται ότι η απόφασή του είναι ανίσχυρη. Αντιθέτως, αν το Συμβούλιο μπορούσε νομίμως να σταθμίσει τον σκοπό της επίτευξης ΜΒΑ, όσον αφορά τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα σε μικτή αλιεία, με άλλους σκοπούς της ΚΑΠ και να παρεκκλίνει, ενδεχομένως, από την πρόταση της γνωμοδότησης του ICES για μηδενικό TAC, τότε το κύρος της απόφασής του θα εξαρτάται από το αν υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που του καταλείπεται (22). Η έκταση του ελέγχου που πρέπει να εφαρμοστεί από το Δικαστήριο θα εξαρτάται, στην περίπτωση αυτή, από την έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως που καταλείπεται στο Συμβούλιο, καθώς και από την πολυπλοκότητα της εκτίμησης την οποία κλήθηκε να πραγματοποιήσει το Συμβούλιο (23).

24.      Επομένως, το κύριο ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί αφορά το εύρος της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία καταλείπει ο νομοθέτης της Ένωσης στο Συμβούλιο σε σχέση με τον καθορισμό των TAC για τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα σε μικτή αλιεία.

Γ.      Ερμηνεία του πρωτογενούς δικαίου της ΚΑΠ

1.      Το πλαίσιο πολιτικής του βασικού κανονισμού ΚΑΠ

25.      Ο βασικός κανονισμός ΚΑΠ αποτελεί την απάντηση του νομοθέτη της Ένωσης στην υπεραλίευση στα ύδατα της Ένωσης. Στην Πράσινη Βίβλο του 2009, που προηγήθηκε της πρότασης για τον βασικό κανονισμό ΚΑΠ, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι «η [προηγούμενη] ΚΑΠ αποδείχτηκε ανεπαρκής» και προειδοποίησε ότι ένα οικολογικό και βιώσιμο όραμα της ΚΑΠ «απέχει παρασάγγας από τη σημερινή πραγματικότητα της υπεραλίευσης [...] και της μείωσης του όγκου των ιχθύων που αλιεύουν οι Ευρωπαίοι αλιείς» (24).

26.      Ως εκ τούτου, στη νομοθετική της πρόταση, η Επιτροπή εξήγησε ότι ο γενικός σκοπός του προβλεπόμενου πλαισίου «είναι να διασφαλιστούν εκείνες οι δραστηριότητες αλιείας και υδατοκαλλιέργειας που θα δημιουργήσουν μακροπρόθεσμα βιώσιμες περιβαλλοντικές συνθήκες, οι οποίες αποτελούν προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός οικονομικά και κοινωνικά βιώσιμου αλιευτικού κλάδου που θα συμβάλλει στη διαθεσιμότητα των τροφίμων» (25). Με άλλα λόγια, η πρόταση του βασικού κανονισμού ΚΑΠ απέβλεπε στον αναπροσανατολισμό της ΚΑΠ, προκειμένου να επιτευχθεί ο μακροπρόθεσμος σκοπός της βιωσιμότητας των αλιευτικών δραστηριοτήτων.

27.      Η πολιτική αυτή επιλογή διατυπώνεται στο άρθρο 2 του βασικού κανονισμού ΚΑΠ. Καθορίζοντας τους σκοπούς της (αναθεωρημένης) ΚΑΠ, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού τονίζει την ανάγκη για μια μακροπρόθεσμη προοπτική και αναφέρεται σε εκτιμήσεις τόσο περιβαλλοντικής όσο και κοινωνικοοικονομικής φύσης. Συναφώς, η διάταξη αυτή αναφέρει ότι η ΚΑΠ αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι «οι δραστηριότητες αλιείας και υδατοκαλλιέργειας είναι περιβαλλοντικά βιώσιμες μακροπρόθεσμα και ότι υπόκεινται σε διαχείριση με τρόπο που είναι συμβατός με τον στόχο της επίτευξης οικονομικών, κοινωνικών οφελών και οφελών για την απασχόληση» (26).

28.      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού της ΚΑΠ προβλέπει ότι η διαχείριση της αλιείας «έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι η εκμετάλλευση των έμβιων βιολογικών πόρων της θάλασσας αποκαθιστά και διατηρεί τους πληθυσμούς των αλιευόμενων ειδών πάνω από τα επίπεδα εκείνα που μπορούν να εξασφαλίσουν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση» (27). Στη συνέχεια, στο άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, καθορίζεται, επιπλέον, η ημερομηνία-στόχος για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού: «έως το 2015 όπου είναι δυνατόν και σε προοδευτική βάση με βαθμιαίες αυξήσεις μέχρι το 2020 το αργότερο για όλα τα αποθέματα» (28). Κατόπιν τούτου, στο άρθρο 2, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού παρατίθενται και άλλοι σκοποί της ΚΑΠ, όπως το να «εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις δημιουργίας μιας οικονομικά βιώσιμης και ανταγωνιστικής αλιευτικής [...] βιομηχανίας» (άρθρο 2, παράγραφος 5, στοιχείο γʹ) και να «συμβάλλει στην εξασφάλιση επαρκούς επιπέδου διαβίωσης για όσους εξαρτώνται από τις αλιευτικές δραστηριότητες, λαμβάνοντας υπόψη την παράκτια αλιεία και τις κοινωνικοοικονομικές πτυχές» (άρθρο 2, παράγραφος 5, στοιχείο στʹ).

29.      Από μια σφαιρική εξέταση προκύπτει ότι το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού ΚΑΠ σαφώς και επιτρέπει τη στάθμιση μεταξύ των αντικρουόμενων απώτερων στόχων της βιωσιμότητας και της διαχείρισης της αλιείας, αφενός, και των οικονομικών και κοινωνικών επιδιώξεων των κοινοτήτων που εξαρτώνται από τη θάλασσα για τον βιοπορισμό τους, αφετέρου. Όταν, επομένως, το Συμβούλιο καλείται να εκτελέσει το καθήκον του καθορισμού και της κατανομής των αλιευτικών δυνατοτήτων, έχει κατ’ αρχήν ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως, η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να σταθμίζει τα αντικρουόμενα συμφέροντα που εμπεριέχονται στο άρθρο 2 του βασικού κανονισμού ΚΑΠ.

30.      Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, από το 2020 και έπειτα, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ αφαίρεσε από το Συμβούλιο τα στοιχεία εκείνα της εξουσίας εκτιμήσεως που αφορούν την κρίση σχετικά με το αν και μέχρι πότε πρέπει να επιτευχθούν τα επίπεδα της ΜΒΑ για τα αποθέματα που εμπίπτουν στον βασικό κανονισμό ΚΑΠ. Συγκεκριμένα, εκτιμώ ότι, τάσσοντας μια δεσμευτική προθεσμία, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη βούληση να εμποδίσει το Συμβούλιο να προκρίνει τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά συμφέροντα έναντι του μακροπρόθεσμου γενικού σκοπού της προοδευτικής αποκατάστασης και διατήρησης των πληθυσμών των αποθεμάτων ιχθύων πάνω από τα επίπεδα βιομάζας που μπορούν να εξασφαλίσουν τη ΜΒΑ. Ο νομοθέτης της Ένωσης αντιμετώπισε το ζήτημα αυτό όπως την υπόσχεση «όχι πια σοκολάτα από τη Δευτέρα»· διότι, αν η Δευτέρα δεν γίνει αντιληπτή ως αυστηρή προθεσμία, θα συνεχίσουμε να τρώμε σοκολάτα και η Δευτέρα δεν θα έρθει ποτέ.

31.      Για να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με την ευθύνη αυτή, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ δεσμεύει το Συμβούλιο με δύο τρόπους. Πρώτον, δεν επιτρέπεται απόκλιση από τον στόχο της ΜΒΑ μετά το 2020 (α). Δεύτερον, ο στόχος αυτός αφορά όλα τα αποθέματα αδιακρίτως, ανεξαρτήτως του αν σε ορισμένες αλιευτικές δραστηριότητες αναφέρονται ως «απόθεμα-στόχος» ή ως «παρεμπίπτοντα αλιεύματα» (β).

α)      Το έτος 2020 ως δεσμευτική ημερομηνία

32.      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ φαίνεται να καθορίζει ως δεσμευτική ημερομηνία το 2020. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η διάταξη αυτή αποκλείει τη δυνατότητα παρέκκλισης από τη νομοθετική απόφαση για επίτευξη της ΜΒΑ έως το 2020. Με άλλα λόγια, μέχρι τότε, παρέμενε δυνατή η στάθμιση μεταξύ του σκοπού της επίτευξης της ΜΒΑ και άλλων κοινωνικοοικονομικών σκοπών. Ωστόσο, από το έτος εκείνο και έπειτα, η δυνατότητα αυτή εξέλιπε και το ίδιο συνέβη με την εξουσία εκτιμήσεως την οποία διέθετε το Συμβούλιο και η οποία του επέτρεπε να παρεκκλίνει από τον σκοπό της επίτευξης της ΜΒΑ κατά τον καθορισμό των ετήσιων TAC του. Εν ολίγοις, θεσπίζοντας το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, ο νομοθέτης της Ένωσης φαίνεται ότι είχε ως σκοπό να αποκλείσει τη δυνατότητα της υπερίσχυσης βραχυπρόθεσμων κοινωνικοοικονομικών πιέσεων έναντι της επίτευξης των μακροπρόθεσμων στόχων βιωσιμότητας μετά το 2020.

33.      Η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 7 του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, κατά την οποία η επίτευξη των ποσοστών εκμετάλλευσης της ΜΒΑ μπορούσε ακόμη να αναβληθεί για μετά την αρχική ημερομηνία-στόχο του 2015, εφόσον η επίτευξή τους έως το έτος εκείνο ενείχε σοβαρούς κινδύνους για την κοινωνική και οικονομική βιωσιμότητα των θιγόμενων αλιευτικών στόλων. Τούτο συνεπάγεται ότι, από το 2020 και έπειτα, οι ανησυχίες αυτές δεν μπορούν πλέον να ληφθούν υπόψη.

34.      Κατά τη γνώμη μου, η εξαίρεση του σκοπού της ΜΒΑ από τη στάθμιση την οποία διενεργεί το Συμβούλιο κατά τον καθορισμό των ετήσιων αλιευτικών δυνατοτήτων συνάδει, επίσης, με τον «πρωταρχικό και γενικό σκοπό» (όπως ήταν ο όρος τον οποίο χρησιμοποίησε το Συμβούλιο στις γραπτές παρατηρήσεις του), ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ. Η διάταξη αυτή απαιτεί τη μακροπρόθεσμη επίτευξη περιβαλλοντικά βιώσιμης αλιείας. Η ίδια η Επιτροπή έχει παρατηρήσει, στο παρελθόν, ότι η αλιεία σε επίπεδα ΜΒΑ είναι, στην πραγματικότητα, μακροπρόθεσμα πιο αποδοτική για τον κλάδο της αλιείας απ’ ό,τι η διαρκής υπονόμευση των επιπέδων αυτών (29). Ως εκ τούτου, η μη συνεκτίμηση βραχυπρόθεσμων κοινωνικοοικονομικών σκοπών στο πλαίσιο των αποφάσεων λήψης μέτρων για την επίτευξη του σκοπού της ΜΒΑ εξυπηρετεί μακροπρόθεσμα όχι μόνον τους περιβαλλοντικούς σκοπούς της ΚΑΠ, αλλά και τους οικονομικούς, κοινωνικούς, εργασιακούς και επισιτιστικούς σκοπούς της.

35.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι το ανωτέρω συμπέρασμα επιρρωννύεται, επίσης, από στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται ο βασικός κανονισμός ΚΑΠ. Συναφώς, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή του Δικαστηρίου στις παραπομπές προς το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ οι οποίες περιλαμβάνονται σε άλλες διατάξεις του κανονισμού αυτού: η διάταξη αυτή μνημονεύεται ρητά οσάκις ο εν λόγω κανονισμός φαίνεται να καθορίζει συγκεκριμένο τρόπο διαχείρισης της αλιείας στο πλαίσιο του οποίου δεν πρέπει να διενεργείται περαιτέρω στάθμιση. Για παράδειγμα, το άρθρο 16, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, το οποίο διέπει τον τρόπο καθορισμού των αλιευτικών δυνατοτήτων, μνημονεύει αποκλειστικά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Αντιθέτως, η γενικότερη αναφορά στο άρθρο 2 του βασικού κανονισμού αυτού χρησιμοποιείται οσάκις κρίνεται αναγκαία μια προσέγγιση η οποία σταθμίζει όλους τους σκοπούς της ΚΑΠ (30).

β)      «Όλα τα αποθέματα»

36.      Ο στόχος της ΜΒΑ που πρέπει να επιτευχθεί έως το 2020 ισχύει, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, για «όλα τα αποθέματα» (31). Συνεπώς, από την ανάγνωση και μόνο της διάταξης αυτής προκύπτει σαφής και δεσμευτική υποχρέωση αλίευσης «όλων των αποθεμάτων» (ήτοι τόσο των αλιευμάτων-στόχων όσο και των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων), αδιακρίτως, στα επίπεδα της ΜΒΑ από το 2020 (32). Συντάσσομαι με την άποψη της προσφεύγουσας ότι δεν υφίσταται κανένας αξιόπιστος τρόπος διαφορετικής ερμηνείας του ανωτέρω ορισμού, καθώς τούτο θα σήμαινε ότι το Δικαστήριο θα αναδιατύπωνε άθελά του τον ορισμό του «αποθέματος», ο οποίος περιλαμβάνεται στον βασικό κανονισμό ΚΑΠ (33). Επομένως, από την ανάγνωση και μόνον του άρθρου 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η διάκριση μεταξύ αποθεμάτων-«στόχων» και αποθεμάτων που αποτελούν «παρεμπίπτοντα αλιεύματα», την οποία επιδιώκει να καθιερώσει το Συμβούλιο στον κανονισμό του 2020.

37.      Εξάλλου, φρονώ ότι το ανωτέρω συμπέρασμα επιρρωννύεται από την άποψη που διατύπωσε το Κοινοβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ουδεμία εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν μπορεί, στην πραγματικότητα, να συναχθεί ερμηνευτικά είτε από το ίδιο το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ είτε από άλλα σημεία του κανονισμού αυτού.

γ)      Πρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ να ερμηνεύεται διαφορετικά στις περιπτώσεις που αφορούν μικτή αλιεία;

38.      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή συμμερίζονται, κατ’ αρχήν, την ανωτέρω ερμηνεία περί δεσμευτικού στόχου από τον οποίο δεν χωρούν παρεκκλίσεις. Ωστόσο, το επιχείρημά τους, με βάση μια ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ υπό την έννοια ότι καθιερώνει ταυτόχρονα, αφενός, ένα αυστηρό πεδίο εφαρμογής («όλα τα αποθέματα») και, αφετέρου, μια καταληκτική ημερομηνία (2020), συνεπάγεται δυσβάστακτα πρακτικά προβλήματα για την αλιεία των τεσσάρων επίμαχων αποθεμάτων. Ειδικότερα, οι ως άνω μετέχοντες στη διαδικασία υποστηρίζουν ότι, λόγω του συνδυασμού της μικτής αλιείας, των TAC μηδενικών αλιευμάτων και της υποχρέωσης εκφόρτωσης, η απαγόρευση οποιασδήποτε παρέκκλισης από τον στόχο ΜΒΑ για αποθέματα μηδενικών αλιευμάτων μέχρι το 2020 θα «κατέπνιγε» τους αλιευτικούς στόλους που δραστηριοποιούνται στη μικτή αλιεία. Ως εκ τούτου, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει την εξαίρεση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων από την υποχρέωση ΜΒΑ στη μικτή αλιεία, εφόσον ο καθορισμός μηδενικών στόχων για τα αποθέματα αυτά θα υποχρέωνε τους στόλους να παύουν πρόωρα τις αλιευτικές τους δραστηριότητες όσον αφορά τους ιχθύς-στόχους.

39.      Φρονώ ότι το κείμενο του βασικού κανονισμού ΚΑΠ δεν υποδηλώνει τη δυνατότητα τέτοιας ερμηνείας. Όταν οι μετέχοντες στη διαδικασία ερωτήθηκαν συναφώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν μπόρεσαν να υποδείξουν συγκεκριμένο άρθρο το οποίο να παρέχει δυνατότητα τέτοιας διάκρισης. Στην πραγματικότητα, σε ολόκληρο τον βασικό κανονισμό ΚΑΠ αναγράφεται μόνο δύο φορές ο όρος «παρεμπίπτοντα αλιεύματα», και τούτο μάλιστα μόνο σε σημεία που δεν συνδέονται με το ζήτημα της εφαρμογής ή μη της υποχρέωσης ΜΒΑ στα παρεμπίπτοντα αλιεύματα σε μικτή αλιεία (34). Επιπλέον, η αναφορά, στο άρθρο 16, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, ότι «[ο]ι αλιευτικές δυνατότητες καθορίζονται σύμφωνα με τους στόχους που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2» χρησιμοποιεί τον προσδιορισμό «σύμφωνα με» ακριβώς για να καταδείξει την υποχρεωτική σύνδεση μεταξύ του καθορισμού των TAC και της διασφάλισης της επίτευξης του επιπέδου ΜΒΑ το αργότερο μέχρι το 2020 για όλα τα αποθέματα. Επομένως, η διάταξη αυτή ομοίως δεν διακρίνει μεταξύ αποθεμάτων-«στόχων» και αποθεμάτων που αποτελούν «παρεμπίπτοντα αλιεύματα».

40.      Η διαφορετική μεταχείριση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων στη μικτή αλιεία δεν μπορεί να στηριχθεί στην υποχρέωση εκφόρτωσης, την οποία επικαλούνται ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία. Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 32 του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, στην οποία εκτίθεται ότι η αύξηση του TAC λόγω της υποχρέωσης εκφόρτωσης θα πρέπει να είναι δυνατή μόνο «[μ]ε την επιφύλαξη επιστημονικών γνωμοδοτήσεων και χωρίς να διακυβεύονται οι στόχοι της μέγιστης βιώσιμης απόδοσης (ΜΒΑ)» (35). Ακόμη και στην περίπτωση αυτή δεν προβλέπεται καμία διαφορά μεταξύ δύο αυτών κατηγοριών αποθεμάτων.

41.      Η δυνατότητα διάκρισης μεταξύ αποθεμάτων-«στόχων» και αποθεμάτων που αποτελούν «παρεμπίπτοντα αλιεύματα δεν μπορεί να βασιστεί ρεαλιστικά ούτε στο άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, όπως επισήμανε η Ιρλανδία. Θα το εξηγήσω τούτο κατά την εκτίμηση του αντίκτυπου του κανονισμού για τα Δυτικά Ύδατα (βλ. σημείο 47 των παρουσών προτάσεων).

δ)      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

42.      Εν κατακλείδι, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ δεσμεύει τα κράτη μέλη να αλιεύουν στα επίπεδα της ΜΒΑ, το αργότερο μέχρι το 2020, για όλα τα αποθέματα ανεξαιρέτως. Κατά συνέπεια, ο βασικός κανονισμός ΚΑΠ δεν καταλείπει στο Συμβούλιο εξουσία εκτιμήσεως ώστε να παρεκκλίνει από την υποχρέωση της ΜΒΑ, όσον αφορά τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα, κατά τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων σε μικτή αλιεία.

2.      Ο αντίκτυπος του κανονισμού για τα Δυτικά Ύδατα

43.      Ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα αποτελεί πολυετές σχέδιο, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, το οποίο έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, τα σχέδια αυτά αποβλέπουν στη διασφάλιση της επίτευξης του σκοπού της «αποκατάσταση[ς] και τη[ς] διατήρηση[ς] αποθεμάτων ιχθύων πάνω από τα επίπεδα που μπορούν να εξασφαλίσουν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2». Επομένως, τα πολυετή σχέδια, μολονότι είναι σημαντικά για την επίτευξη των σκοπών της ΚΑΠ, ιδίως επειδή εξισορροπούν τις γενικές αρχές της διατήρησης και της βιωσιμότητας με κοινωνικοοικονομικούς σκοπούς (36), δεν αποσκοπούν στην τροποποίηση του στόχου ΜΒΑ για το 2020, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, αλλά, αντιθέτως, στην επίτευξή του.

44.      Ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα θεσπίζει πολυετές σχέδιο για τη διαχείριση των Δυτικών Υδάτων, μεταξύ άλλων και πέριξ της Ιρλανδίας (37). Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού απαριθμεί τα είδη βενθοπελαγικών αποθεμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του. Ωστόσο, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται και στα μη απαριθμούμενα παρεμπίπτοντα αλιεύματα που αλιεύονται κατά την αλίευση των προμνησθέντων ειδών αποθεμάτων (38). Ως απόρροια της διάκρισης αυτής, τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού για τα Δυτικά Ύδατα διακρίνουν ομοίως μεταξύ αποθεμάτων-«στόχων» (39) και αποθεμάτων που αποτελούν παρεμπίπτοντα αλιεύματα, αντίστοιχα. Για τα αποθέματα που αποτελούν παρεμπίπτοντα αλιεύματα, ο κανονισμός αυτός προβλέπει ότι η διαχείριση της μικτής αλιείας όσον αφορά τα εν λόγω αποθέματα «λαμβάνει υπόψη τη δυσκολία της ταυτόχρονης αλίευσης όλων των αποθεμάτων επιτυγχάνοντας ΜΒΑ, ιδίως σε καταστάσεις όπου αυτό οδηγεί σε πρόωρη απαγόρευση της αλιείας».

45.      Μπορεί η διάταξη αυτή να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μεταβάλλει τη διαπίστωση (βλ. σημείο 42 των παρουσών προτάσεων) ότι ο βασικός κανονισμός ΚΑΠ επιτάσσει την αλίευση «όλων των αποθεμάτων» σε επίπεδα ΜΒΑ από το 2020 και έπειτα, ανεξαρτήτως του αν αλιεύονται ως αποθέματα-«στόχοι» ή ως αποθέματα που αποτελούν «παρεμπίπτοντα αλιεύματα»; Κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί.

α)      Ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα ως έκφραση του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ

46.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιρλανδία υποστήριξε ότι ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα αποτελεί έκφραση της δυνατότητας, την οποία προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, για τα πολυετή σχέδια «να επιλ[ύουν] τα συγκεκριμένα προβλήματα της μικτής αλιείας σε σχέση με την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 για το μείγμα αποθεμάτων που καλύπτονται από το σχέδιο, σε περιπτώσεις όπου οι επιστημονικές γνωμοδοτήσεις υποδεικνύουν ότι δεν μπορεί να αυξηθεί η επιλεκτικότητα».

47.      Ανεξαρτήτως του αν τούτο ευσταθεί, δεν μπορώ να ερμηνεύσω το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα πολυετή σχέδια να αποκλίνουν από τον στόχο ΜΒΑ για το 2020, που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, στην ειδικότερη περίπτωση της μικτής αλιείας. Τούτο όχι μόνο θα ήταν αντίθετο στο σαφές γράμμα της διάταξης αυτής, αλλά θα αντέβαινε, επίσης, στον σκοπό που εξυπηρετεί η εν λόγω διατύπωση. Αν επιτρεπόταν η αλίευση ορισμένων αποθεμάτων ως «παρεμπιπτόντων αλιευμάτων» παρά τις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για μηδενικό TAC, τούτο θα σήμαινε ότι το Συμβούλιο θα μπορούσε να καθορίζει τις αλιευτικές δυνατότητες κατά τρόπο αντίθετο προς τις ίδιες τις αρχές της χρηστής διακυβέρνησης τις οποίες ο νομοθέτης της Ένωσης επεδίωξε να περιλάβει στη διαχείριση της ΚΑΠ (40). Κατά συνέπεια, η προβλεπόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ δυνατότητα να προβλέπουν τα πολυετή σχέδια συγκεκριμένους στόχους διατήρησης και μέτρα για την επίλυση ορισμένων προβλημάτων που συνδέονται με τη μικτή αλιεία δεν μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο ώστε να μπορεί το Συμβούλιο να εξαιρεί τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα από τον στόχο της ΜΒΑ ο οποίος καθορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ.

β)      Τροποποίησε ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα τον βασικό κανονισμό ΚΑΠ;

48.      Στις γραπτές παρατηρήσεις τους, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα αποτελεί, ταυτόχρονα, τη νεότερη και την ειδικότερη πράξη και ότι, ως εκ τούτου, οι ερμηνευτικοί κανόνες «lex posterior derogat legi priori» ή «lex specialis derogat legi generali» συνεπάγονται ότι ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα υπερισχύει του βασικού κανονισμού ΚΑΠ. Οι εν λόγω αρχές επιλύουν πράγματι συχνά τη σύγκρουση μεταξύ δύο κανόνων ίσης τυπικής ισχύος στα νομικά συστήματα των κρατών μελών και είναι αδιαμφισβήτητο ότι τόσο ο βασικός κανονισμός ΚΑΠ όσο και ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα έχουν εκδοθεί δυνάμει της ίδιας διάταξης, ήτοι του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

49.      Ωστόσο, πρώτον, το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει σαφή ιεράρχηση μεταξύ των κανόνων του παραγώγου δικαίου (41). Δεύτερον, φρονώ ότι δεν είναι συνετό οι ερμηνευτικοί κανόνες αυτού του είδους να εφαρμόζονται μηχανικά και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός και η ουσία των δύο συγκρινόμενων κανόνων. Από την άποψη αυτή, φρονώ ότι ένα πολυετές σχέδιο, ακόμη και αν βασίζεται στην ίδια διάταξη της Συνθήκης, δεν μπορεί να ασκεί εξίσου αποφασιστική επιρροή με αυτήν του ίδιου του βασικού κανονισμού ΚΑΠ. Εξάλλου, ο τελευταίος αυτός κανονισμός αποτελεί ακριβώς το νομοθέτημα το οποίο καθορίζει το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εκπονούνται τα πολυετή σχέδια. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν δεν υπάρχει μεταξύ των δύο κανονισμών ιεράρχηση από απόψεως νομικής βάσης στο επίπεδο του πρωτογενούς δικαίου, είναι σαφές ότι προβλέπεται ιεράρχηση στο επίπεδο του παραγώγου δικαίου.

50.      Τα πολυετή σχέδια προβλέπονται και ρυθμίζονται από τα άρθρα 9 και 10 του βασικού κανονισμού ΚΑΠ και έχουν ως σκοπό να συμβάλλουν στην επίτευξη του σκοπού που διατυπώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού (42). Τούτο σημαίνει ότι τα σχέδια αυτά μπορούν να εμπλουτίζουν, να συμπληρώνουν ή να εξειδικεύουν το βασικό πλαίσιο το οποίο θεσπίζει ο βασικός κανονισμός ΚΑΠ και ότι, ως εκ τούτου, καταλείπεται ευρύ περιθώριο για τη λήψη διαφορετικού περιεχομένου αποφάσεων σε επίπεδο πολιτικής· συνεπώς, οι πράξεις αυτές πρέπει να εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο που έχει ένα πολυετές σχέδιο, το σχέδιο αυτό δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να παρεκκλίνει από τη ρητή διατύπωση των σκοπών του βασικού κανονισμού ΚΑΠ.

51.      Σε περίπτωση όμως που οι δύο πράξεις θεωρηθούν ίσης τυπικής ισχύος, μπορεί ο βασικός κανονισμός ΚΑΠ να τροποποιηθεί σιωπηρά ή εμμέσως; Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο φάνηκε να ενστερνίζεται τη δυνατότητα αυτή. Συγκεκριμένα, εξέθεσε ότι, μολονότι η διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ είναι σαφής και χωρίς εξαιρέσεις, το νομικό πλαίσιο «εξελίχθηκε» με την έναρξη ισχύος του κανονισμού για τα Δυτικά Ύδατα. Όσον αφορά, ειδικότερα, την υποχρέωση εκφόρτωσης, το Κοινοβούλιο παρατήρησε ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι δεν ήταν πλέον εφικτή η εμμονή στον στόχο ΜΒΑ για το 2020 για όλα τα αποθέματα. Προς τούτο, τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού για τα Δυτικά Ύδατα επιχείρησαν να διακρίνουν μεταξύ αποθεμάτων-στόχων και αποθεμάτων που αποτελούν παρεμπίπτοντα αλιεύματα, μεταξύ άλλων, κατά τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων. Ως εκ τούτου, όπως εξέθεσε το Κοινοβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διατάξεις αυτές «τροποποίησαν σιωπηρά» το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, εξαιρώντας εν τέλει τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα από την περιλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή αναφορά σε «όλα τα αποθέματα». Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να διαφέρουν μεταξύ τους οι αλιευτικοί στόχοι όσον αφορά, αφενός, τα αποθέματα-στόχους και, αφετέρου, τα αποθέματα που αποτελούν παρεμπίπτοντα αλιεύματα, με μόνον τα πρώτα να αλιεύονται σε επίπεδα βιομάζας ικανά να αποκαταστήσουν τη ΜΒΑ. Συνεπώς, όταν το ίδιο απόθεμα αλιεύεται ως παρεμπίπτον αλίευμα, ο καθορισμός των TAC δεν περιορίζεται από τον στόχο ΜΒΑ για το 2020· εν ολίγοις, το Συμβούλιο «επανακτά» την εξουσία εκτιμήσεως, ώστε να μπορεί να πραγματοποιήσει στάθμιση με άλλους σκοπούς της ΚΑΠ, τουλάχιστον όσον αφορά την περιορισμένη περιοχή των Δυτικών Υδάτων (43).

52.      Δεν υφίσταται ρύθμιση σχετικά με το τι συνιστά τροποποίηση κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης. Θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι, αφ’ ης στιγμής μεταβληθεί η ουσία μιας πράξης, έχει επέλθει τροποποίηση. Προς τούτο, είναι δυνατή η έκδοση διακριτής τροποποιητικής πράξης. Μάλιστα, κατά τη συνήθη πρακτική των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, όταν μια νέα πράξη τροποποιεί προγενέστερη πράξη, προσδιορίζει ρητώς τις προγενέστερες διατάξεις που τροποποιούνται. Ωστόσο, τούτο δεν είναι, κατά κυριολεξία, απαραίτητο στην περίπτωση πράξεων ίσης τυπικής ισχύος.

53.      Ομοίως, δεν προβλέπεται καμία συνταγματική απαίτηση στο πρωτογενές ή στο παράγωγο δίκαιο της Ένωσης η οποία να επιβάλλει στον νομοθέτη συγκεκριμένη μέθοδο τροποποίησης. Μολονότι ορισμένες πτυχές του τρόπου με τον οποίο επέρχονται οι τροποποιήσεις ή οι καταργήσεις καθορίζονται σε οδηγούς σύνταξης (44) ή σε διοργανικές συμφωνίες (45), ωστόσο τα κείμενα αυτά δεν αποτελούν νομοθετήματα. Κατά συνέπεια, ο τρόπος με τον οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης επιφέρει τροποποιήσεις ή καταργήσεις σε προγενέστερα νομοθετήματα εξακολουθεί να αποτελεί «κοινοβουλευτικό προνόμιο».

54.      Θα μπορούσε εν προκειμένω να τεθεί το ερώτημα για ποιον λόγο θα έπρεπε να έχει σημασία το αν μια τροποποίηση επέρχεται ρητά ή σιωπηρά, εφόσον η συνέπεια προβλέπεται σε κάθε περίπτωση από τη νομοθεσία.

55.      Η πρώτη και πιο προφανής ανησυχία είναι ότι οι σιωπηρές τροποποιήσεις δεν είναι διαφανείς για το κοινό. Οι πολίτες πρέπει, τουλάχιστον σε γενικές γραμμές, να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή ποια είναι η νομοθεσία (46). Τούτο αποτελεί μια πτυχή της αρχής του κράτους δικαίου (47). Επομένως, οι σιωπηρές τροποποιήσεις χωρίς επεξήγηση αποτελούν τον μεγαλύτερο εχθρό της διαφανούς νομοθέτησης. Εγκυμονούν τον κίνδυνο διακύβευσης της ασφάλειας και της προβλεψιμότητας των προϋφιστάμενων σχέσεων, καθώς και των εξ αυτών αντλούμενων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (48).

56.      Δεύτερον, κατά τη γνώμη μου ένας λόγος για την επιμονή στο να εκφράζεται ρητώς η πρόθεση τροποποίησης, ιδίως όσον αφορά τις πολιτικές επιλογές, έγκειται στην απαίτηση να καθίσταται δυνατή η συμμετοχή στη νομοθετική διαδικασία. Η συμμετοχή αυτή αποτελεί σημαντική πτυχή των δημοκρατικών κοινωνιών. Όταν ο νομοθέτης της Ένωσης εκφράζει ανοικτά τις (προτεινόμενες) προθέσεις του, καθίσταται δυνατή η διαμόρφωση ουσιαστικής «νομοθετικής αντιπολίτευσης» στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας της Ένωσης, όχι μόνο στο Κοινοβούλιο, αλλά και από πλευράς των διαφόρων ενδιαφερομένων. Τούτο μπορεί, επίσης, να ενθαρρύνει το κοινό να εκφράζει τη συμφωνία ή τη διαφωνία του με την ψήφο του.

57.      Τέλος, πώς μπορεί το Δικαστήριο να κρίνει αν έχει τροποποιηθεί η νομοθεσία, όταν δεν περιλαμβάνονται, ούτε στο ίδιο το κανονιστικό κείμενο ούτε στα συνοδευτικά του έγγραφα, ρητές διευκρινίσεις σχετικά με την πρόθεση τροποποίησης προγενέστερων νομοθετικών επιλογών; Το Δικαστήριο έχει το καθήκον να συνάγει τη νομική σημασία των διατάξεων της Ένωσης, ερμηνεύοντάς τες εντός του πλαισίου και του σκοπού τους. Το καθήκον αυτό περιπλέκεται σημαντικά όταν το πλαίσιο και ο σκοπός αυτός έχουν τροποποιηθεί σιωπηρά από τον νομοθέτη της Ένωσης και δεν περιλαμβάνεται, στα προπαρασκευαστικά ή τα τελικά κείμενα, κανένα ίχνος διευκρίνισης σχετικά με την τροποποίηση αυτή. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν πρόκειται για τροποποιήσεις ουσιωδών στοιχείων πολιτικής, που ενδέχεται να ενδιαφέρουν το κοινό. Όταν, όπως εν προκειμένω, το Δικαστήριο είναι, κατ’ ουσίαν, υποχρεωμένο να αποφανθεί επί της «αληθούς» βούλησης του νομοθέτη της Ένωσης, η επίκληση της προβαλλόμενης βούλησης του νομοθέτη που εξέδωσε μια πράξη αποκτά πρόσθετη νομιμοποίηση, όταν η πράξη αυτή ή τα συνοδευτικά της έγγραφα στην πραγματικότητα απηχούν τα στοιχεία τα οποία ο εν λόγω νομοθέτης υποστηρίζει μεταγενέστερα ότι συνιστούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

58.      Στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί μόνο σε επίπεδο αρχών: η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει η σιωπηρή τροποποίηση να είναι αρκούντως σαφής ώστε να μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πρόκειται για τροποποίηση. Τούτο δε κατά μείζονα λόγο όταν πρόκειται για σιωπηρή αλλαγή πολιτικής, η οποία συνεπάγεται μεταβολή νομοθετικής κατεύθυνσης ή πολιτικής. Όσον αφορά δε ειδικότερα το τελευταίο αυτό είδος τροποποίησης νομοθετικής πράξης, θα τολμούσα να υποστηρίξω ότι υφίσταται τεκμήριο κατά της σιωπηρής τροποποίησης κανόνα του παραγώγου δικαίου της Ένωσης. Ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο θεσπίζεται παρέκκλιση, ρητά ή σιωπηρά, πρέπει να είναι σαφές στο Δικαστήριο ότι επήλθε τροποποίηση.

59.      Στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι καθόλου σαφές ότι ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα αποσκοπούσε στην έμμεση τροποποίηση του άρθρου 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι είναι αδύνατον να διαπιστωθεί με βεβαιότητα αν έχει επέλθει ή όχι τροποποίηση, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί μόνο τεκμαίροντας ότι δεν έχει επέλθει τροποποίηση του βασικού κανονισμού ΚΑΠ.

γ)      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

60.      Είμαι της γνώμης ότι η διάκριση την οποία εισάγουν τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού για τα Δυτικά Ύδατα μεταξύ στόχων και παρεμπιπτόντων αλιευμάτων δεν ασκεί επιρροή –και επομένως εξακολουθεί να υπόκειται– στη γενικότερη υποχρέωση, σε επίπεδο πολιτικής, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, για αλίευση όλων των αποθεμάτων σε επίπεδα ΜΒΑ μέχρι το 2020 το αργότερο. Τούτο σημαίνει ότι το Συμβούλιο δεν διέθετε εξουσία εκτιμήσεως η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα να καθορίσει τα TAC των τεσσάρων επίμαχων αποθεμάτων σε επίπεδα ανώτερα του μηδενός, έστω και αν επρόκειτο μόνο για την περίπτωση που τα αποθέματα αυτά αλιεύονται παρεμπιπτόντως.

Δ.      Το κύρος του κανονισμού του 2020

1.      Ανίσχυρος ο κανονισμός επειδή δεν καταλείπεται εξουσία εκτιμήσεως στο Συμβούλιο

61.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω συμπερασμάτων, η ανάλυσή μου σχετικά με το κύρος του κανονισμού του 2020 μπορεί να είναι αρκετά σύντομη.

62.      Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, και από το παράρτημα ΙΑ του κανονισμού του 2020, το Συμβούλιο καθόρισε τα TAC των τεσσάρων επίμαχων αποθεμάτων στα ύδατα πέριξ της Ιρλανδίας σε επίπεδα άνω του μηδενός.

63.      Τα TAC αυτά δεν συνάδουν με τις «βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις» ή με την προληπτική προσέγγιση της διαχείρισης της αλιείας προκειμένου να επιτευχθεί ΜΒΑ· τούτο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους. Επομένως, ο κανονισμός του 2020 αντιβαίνει εν μέρει στον προβλεπόμενο στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ σκοπό της προοδευτικής αποκατάστασης και διατήρησης των πληθυσμών των αποθεμάτων ιχθύων πάνω από τα επίπεδα βιομάζας που μπορούν να εξασφαλίσουν τη ΜΒΑ, μέχρι το 2020 το αργότερο, για όλα τα αποθέματα. Όπως εξήγησα στα σημεία 43 έως 60 των παρουσών προτάσεων, ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα δεν επηρεάζει το συμπέρασμα αυτό.

64.      Επομένως, το Συμβούλιο δεν διέθετε εξουσία εκτιμήσεως η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα να καθορίσει τις αλιευτικές δυνατότητες στα ύδατα πέριξ της Ιρλανδίας για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα σε επίπεδα άνω του μηδενός. Κατά συνέπεια, η απόφασή του ήταν παράνομη. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να κηρύξει το παράρτημα ΙΑ του κανονισμού του 2020 ανίσχυρο, στο μέτρο που καθορίζει τις αλιευτικές δυνατότητες για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα στα ύδατα πέριξ της Ιρλανδίας σε επίπεδα άνω του μηδενός.

2.      Ανίσχυρος ο κανονισμός λόγω υπέρβασης εκ μέρους του Συμβουλίου των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως

65.      Ωστόσο, είναι πιθανόν το Δικαστήριο να μη συμφωνήσει με την ερμηνεία του βασικού κανονισμού ΚΑΠ που προτείνω και/ή να κρίνει ότι ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα μπορούσε να τροποποιήσει –και πράγματι τροποποίησε– το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, εξαιρώντας τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα σε μικτή αλιεία από την έννοια «όλα τα αποθέματα». Στην περίπτωση αυτή, για την εκτίμηση του κύρους του κανονισμού του 2020 θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον το Συμβούλιο τήρησε τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει κατά τον καθορισμό των TAC για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα.

66.      Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο βασικός κανονισμός ΚΑΠ και ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα επιτρέπουν στο Συμβούλιο, κατά τον εκ μέρους του καθορισμό των ετήσιων αλιευτικών δυνατοτήτων, να σταθμίζει τον στόχο ΜΒΑ για το 2020 όσον αφορά τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα, όταν αλιεύονται ως παρεμπίπτοντα αλιεύματα σε μικτή αλιεία, με τους άλλους σκοπούς της ΚΑΠ. Με άλλα λόγια, το Συμβούλιο θα είναι σε θέση να παρεκκλίνει από τη γνωμοδότηση περί μηδενικών αλιευμάτων που εκδόθηκε για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα με σκοπό την επίτευξη της ΜΒΑ, σε περίπτωση που το κρίνει απαραίτητο, για παράδειγμα, προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωση των αλιευτικών στόλων ή τη διατήρηση του αριθμού των θέσεων εργασίας στον κλάδο της αλιείας.

67.      Πώς πρέπει το Δικαστήριο να ελέγξει κατά πόσον το Συμβούλιο τήρησε τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως στην υπό κρίση υπόθεση; Κατά τη γνώμη μου, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει κατά πόσον το Συμβούλιο έλαβε υπόψη όλους τους λόγους ανησυχίας που θα έπρεπε να συνεκτιμηθούν στο πλαίσιο της εν λόγω στάθμισης, ακόμη και αν δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον τρόπο με τον οποίο σταθμίστηκαν τα στοιχεία αυτά.

68.      Από τις εξηγήσεις που παρέθεσαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή προκύπτει σαφώς ότι ο κανονισμός του 2020 καθόρισε τα TAC σε επίπεδα άνω του μηδενός για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα στα ύδατα πέριξ της Ιρλανδίας, προκειμένου να αποφευχθεί η «κατάπνιξη» των αλιευτικών δραστηριοτήτων για τα άλλα αποθέματα(-στόχους). Με άλλα λόγια, οι ενέργειες του Συμβουλίου απέβλεπαν στην επίτευξη των κοινωνικοοικονομικών σκοπών της ΚΑΠ. Επομένως, το εν λόγω θεσμικό όργανο θα πρέπει να αποδείξει ότι έλαβε υπόψη όλους τους λόγους ανησυχίας σε σχέση με τους διάφορους σκοπούς στη στάθμιση των οποίων προέβη. Μεταξύ άλλων, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να διευκρινιστούν τουλάχιστον η πιθανή (χρηματοπιστωτική ή οικονομική) ζημία την οποία θα προκαλούσε στον κλάδο της αλιείας και στους σχετικούς παράκτιους πληθυσμούς το φαινόμενο των «choke species», καθώς και οι κίνδυνοι για τα επίμαχα αποθέματα ιχθύων και οι προοπτικές επίτευξης του στόχου ΜΒΑ για το 2020 όσον αφορά τα αποθέματα αυτά.

69.      Το ίδιο το Συμβούλιο φάνηκε να συμφωνεί ότι η εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει δεν περιορίζεται στο είδος και στην εμβέλεια των μέτρων που πρέπει να θεσπιστούν, αλλά εκτείνεται και στη διαπίστωση των βασικών πραγματικών περιστατικών. Επομένως, το Συμβούλιο θα πρέπει να αποδείξει στο Δικαστήριο ότι, κατά τον καθορισμό των επίμαχων στην υπό κρίση υπόθεση αλιευτικών δυνατοτήτων, προέβη στην εν λόγω διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών.

70.      Ωστόσο, όταν το Συμβούλιο κλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση να εξηγήσει επακριβώς την έκταση των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων που αναμένονται σε περίπτωση θέσπισης των σχετικών μηδενικών TAC, δεν μπόρεσε να παράσχει στο Δικαστήριο καμία λεπτομέρεια σχετικά με τα στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη του στο πλαίσιο της πραγματοποίησης της στάθμισης. Ούτε ήταν σε θέση να εξηγήσει ποιες δημοσιονομικές, οικονομικές ή κοινωνικές συνέπειες θα είχε ο καθορισμός μηδενικού TAC για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα στα ύδατα πέριξ της Ιρλανδίας. Η Επιτροπή, όντας η μόνη μετέχουσα στη διαδικασία που μπόρεσε να απαντήσει επί του ζητήματος αυτού, εξήγησε ότι ο αριθμός των σκαφών που θα επηρεάζονταν δυνητικά θα ανερχόταν σε περίπου 6 000 και ότι η δυνητική ζημία που θα προέκυπτε από το κλείσιμο ολόκληρης της θαλάσσιας λεκάνης πέριξ της Ιρλανδίας θα ανερχόταν σε περίπου 1 δισεκατομμύριο ευρώ (49). Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω τα αριθμητικά αυτά στοιχεία, αλλά η παράθεση δύο οικονομικών δεικτών μεταξύ πολλών (50) δεν αρκεί για να εξηγήσει πειστικά τον τρόπο κατά τον οποίο το Συμβούλιο φέρεται να πραγματοποίησε τη στάθμιση. Άλλωστε, επί τη βάσει αυτής ακριβώς της αιτιολογίας ασκεί το Δικαστήριο στη συνέχεια τον δικαστικό του έλεγχο, ακόμη και σε τομείς στους οποίους η σχετική εξουσία του είναι «περιορισμένη». Το Δικαστήριο απλώς δεν μπορεί να «εκτελέσει τα καθήκοντά του» αφηρημένα, όταν γίνεται αποδέκτης υποσχέσεων των θεσμικών οργάνων ότι τα κρίσιμα στοιχεία «ελήφθη[σαν] υπόψη».

71.      Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του στοιχεία, είναι σαφές ότι, στο πλαίσιο της στάθμισης εκ μέρους του Συμβουλίου (υπό την προϋπόθεση ότι το Συμβούλιο διέθετε πράγματι εξουσία εκτιμήσεως ώστε να μπορεί να προβεί σε στάθμιση μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών σκοπών και του στόχου ΜΒΑ για το 2020), ο βασικός σκοπός της επίτευξης της ΜΒΑ για το σύνολο των αποθεμάτων εξακολουθεί να μην μπορεί να αγνοηθεί εντελώς. Συναφώς, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι καθόρισε τα TAC για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα σε επίπεδα ίσα ή κατώτερα από τις εκτιμήσεις του ICES για τα αναπόφευκτα παρεμπίπτοντα αλιεύματα (51). Συγκεκριμένα, εξήγησε ότι αυτά τα (όπως τα αποκαλώ) «ευνοϊκότερα» επίπεδα καθιστούσαν δυνατή ορισμένη αύξηση της βιομάζας του αποθέματος αναπαραγωγής (για παράδειγμα, για τον γάδο στα δυτικά της Σκωτίας κατά 10 % περίπου) των τεσσάρων επίμαχων αποθεμάτων και ότι αυτός ήταν πράγματι ο σαφής σκοπός του Συμβουλίου. Και στην περίπτωση αυτή, μολονότι δεν αμφισβητώ τον ανωτέρω αριθμό, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι, ακόμη και στα επίπεδα αυτά, τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα εξακολουθούν να υπολείπονται του ελάχιστου ορίου βιομάζας που είναι αναγκαίο για την αναπαραγωγή των αποθεμάτων αυτών. Με άλλα λόγια, τα εν λόγω «ευνοϊκότερα» επίπεδα θα εξακολουθούν να προκαλούν ανεπανόρθωτη ζημία στα τέσσερα επίμαχα αποθέματα, δεδομένου ότι το TAC καθορίστηκε σε επίπεδο που αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό της υφιστάμενης βιομάζας τους (για παράδειγμα, όσον αφορά τον γάδο, τα TAC για το 2020 αντιπροσώπευαν, αντίστοιχα, το 62 % και το 54 % της βιομάζας του αποθέματος αναπαραγωγής στις δύο σχετικές αλιευτικές δραστηριότητες) (52). Εξ όσων γνωρίζω, τα επίπεδα αυτά επιλέχθηκαν με βάση την εκτίμηση του ICES όσον αφορά την ποσότητα των αναμενόμενων παρεμπιπτόντων αλιευμάτων. Ωστόσο, από τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι δεν ζητήθηκε καμία επιστημονική γνωμοδότηση σχετικά με τον πιθανό αντίκτυπο των επιλεγέντων TAC στις πιθανότητες ανάκαμψης των επίμαχων αποθεμάτων, είτε στα επίπεδα της ΜΒΑ είτε σε άλλο επίπεδο (53). Φρονώ, επομένως, ότι το Συμβούλιο, καθορίζοντας τα εν λόγω TAC σε επίπεδο που αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος της βιομάζας του αποθέματος αναπαραγωγής των τεσσάρων επίμαχων αποθεμάτων, δεν τήρησε την υποχρέωσή του να αναζητήσει και να διαμορφώσει το επίπεδο αυτό με βάση τις «βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις» ή την προληπτική προσέγγιση (54).

72.      Τέλος, το Συμβούλιο εξήγησε, τόσο γραπτώς όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, παράλληλα με τη συνεκτίμηση ορισμένων αλιευμάτων των τεσσάρων επίμαχων αποθεμάτων ως παρεμπιπτόντων αλιευμάτων, έλαβε υπόψη πρόσθετα διορθωτικά μέτρα, όπως τη δέσμευση των κρατών μελών να μην κάνουν χρήση της επιτρεπομένης από το άρθρο 15, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ αύξησης κατά 10 % των TAC όσον αφορά τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα. Λαμβανομένου υπόψη ότι το 10 % του μηδενικού TAC, όπως προτείνεται από το ICES, θα εξακολουθούσε να είναι μηδενικό, η δέσμευση αυτή δεν φαίνεται να αποτελεί σημαντικό διορθωτικό μέτρο. Το Συμβούλιο ισχυρίστηκε, επίσης, ότι θέσπισε τεχνικά μέτρα, όπως την υποχρεωτική χρήση αλιευτικών διχτυών με συγκεκριμένο μέγεθος ματιών σε συγκεκριμένα ύδατα, τα οποία θα αύξαναν την επιλεκτικότητα των αποθεμάτων που αλιεύονται σε μικτή αλιεία (55). Ωστόσο, οι υποχρεώσεις αυτές όχι μόνον καθιερώθηκαν μόλις στα μέσα του 2020, αλλά, το σημαντικότερο, το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ επιτρέπει τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων σε σχέση με τη μικτή αλιεία μόνον όταν η αύξηση της επιλεκτικότητας δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλον τρόπο. Επομένως, τυχόν μέτρα που αυξάνουν την επιλεκτικότητα θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη πριν από την αύξηση των TAC για τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα και όχι έπειτα από αυτήν.

73.      Εν κατακλείδι, ακόμη και αν ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τροποποιεί τον βασικό κανονισμό ΚΑΠ όσον αφορά τα αποθέματα που αποτελούν παρεμπίπτοντα αλιεύματα σε μικτή αλιεία (το οποίο όμως δεν ευσταθεί), φρονώ ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο δεν προσκόμισαν στο Δικαστήριο επαρκή στοιχεία ώστε να μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο κανονισμός του 2020 δεν εκδόθηκε καθ’ υπέρβασιν των ορίων που τίθενται από τον βασικό κανονισμό ΚΑΠ και τον κανονισμό για τα Δυτικά Ύδατα.

74.      Ακόμη και σε αυτήν την επικουρικώς εξεταζόμενη περίπτωση, προτείνω, ως εκ τούτου, στο Δικαστήριο να κηρύξει ανίσχυρο τον κανονισμό του 2020, στο μέτρο που καθορίζει τα TAC για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα στα ύδατα πέριξ της Ιρλανδίας σε επίπεδο άνω του μηδενός.

Ε.      Διατήρηση των αποτελεσμάτων του κανονισμού του 2020

75.      Η κήρυξη του κανονισμού του 2020 ως ανίσχυρου θα έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική εξαφάνιση της βάσης επί της οποίας καθορίστηκαν οι αλιευτικές δυνατότητες για το εν λόγω έτος, όπως ακριβώς θα συνέβαινε αν ο εν λόγω κανονισμός ακυρωνόταν (56). Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο διαθέτει βάσει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή και στο πλαίσιο των κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ προδικαστικών παραπομπών για την εκτίμηση του κύρους των πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διακριτική εξουσία να προσδιορίσει τα αποτελέσματα της οικείας πράξης που θεωρείται ότι διατηρούν την ισχύ τους (57).

76.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η ισχύς του κανονισμού του 2020 έληξε στο τέλος του 2020. Σύμφωνα με το αίτημα του Συμβουλίου, φρονώ ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένο να αμφισβητηθεί η νομιμότητα των αλιευτικών δραστηριοτήτων που ασκήθηκαν από καλόπιστους επιχειρηματίες, ιδίως υπό το πρίσμα του κινδύνου σοβαρών επιπτώσεων επί μεγάλου αριθμού εννόμων σχέσεων που δημιουργήθηκαν σε αυτήν τη βάση.

77.      Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που το Δικαστήριο επιλέξει να αποδεχθεί την πρότασή μου, προτείνω να περιορίσει τα χρονικά αποτελέσματα της κήρυξης του ανίσχυρου των σχετικών τμημάτων του παραρτήματος ΙΑ του κανονισμού του 2020, διατηρώντας τα για την περίοδο ισχύος του εν λόγω κανονισμού.

IV.    Πρόταση

78.      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

1.      Το παράρτημα ΙΑ του κανονισμού (ΕΕ) 2020/123 του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2020, σχετικά με τον καθορισμό για το 2020 για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ενωσιακά ύδατα και για τα ενωσιακά αλιευτικά σκάφη, σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα, είναι ανίσχυρο όσον αφορά τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα, στο μέτρο που καθορίζει αλιευτικές δυνατότητες άνω του μηδενός για:

–        τον γάδο (Gadus morhua) στη διαίρεση ICES 6.a [ενωσιακά και διεθνή ύδατα της 5b ανατολικώς των 12°00′ Δ (COD/5BE6A)],

–        τον γάδο (Gadus morhua) στις διαιρέσεις ICES 7.e-k,

–        το νταούκι Ατλαντικού (Merlangius merlangus) στη διαίρεση ICES 7.a (WHG/07A.),

–        το φασί Ατλαντικού (Pleuronectes platessa) στις διαιρέσεις ICES 7.h, 7.j και 7.k (PLE/7HJK.).

2.      Τα αποτελέσματα του παραρτήματος ΙΑ του κανονισμού 2020/123 διατηρούνται για τη διάρκεια ισχύος του εν λόγω κανονισμού.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Βλ. Roney, J.B., «[Mis-]managing Fisheries on the West Coast of Ireland in the Nineteenth Century», Humanities, τόμος 8(1), αριθ. 4, 2019, σ. 10, ο οποίος παραθέτει το ακόλουθο απόσπασμα από κείμενο του πρώτου συστηματικού θαλάσσιου βιολόγου της Βρετανίας, ο οποίος υπηρέτησε στη Βασιλική Επιτροπή του 1885: «με ορισμένες εξαιρέσεις, η πανίδα της ανοικτής θάλασσας, από απόψεως φύσης και περιβάλλοντος, φαίνεται να είναι, σε μεγάλο βαθμό, ανεξάρτητη από την επιρροή του ανθρώπου. [...] Η φύση σχεδόν απαρέγκλιτα εφαρμόζει τους δικούς της νόμους και, κατά κανόνα, οι νόμοι αυτοί στη θάλασσα εκφεύγουν της επιρροής του ανθρώπου». Βλ., επίσης, Roberts, C., The Unnatural History of the Sea, Island Press, 2007, σ. 142, 143 και 157 (όπου διαπιστώνεται ότι οι Βασιλικές Επιτροπές τόσο του 1863 όσο και του 1885 κατ’ ουσίαν ενστερνίστηκαν το συμπέρασμα περί απεριόριστης αλιείας).


3      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2020, σχετικά με τον καθορισμό για το 2020 για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ενωσιακά ύδατα και για τα ενωσιακά αλιευτικά σκάφη, σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα (ΕΕ 2020, L 25, σ. 1, στο εξής: κανονισμός του 2020).


4      Συγκεκριμένα, τα εν λόγω είδη και αλιευτικά πεδία είναι τα εξής: «Γάδος (Gadus morhua) στη διαίρεση 6.a (δυτικά της Σκωτίας)» (δημοσιεύθηκε στις 28 Ιουνίου 2019)· «Γάδος (Gadus morhua) στις διαιρέσεις 7.e-k (δυτική Μάγχη και νότιες Κελτικές Θάλασσες)» (δημοσιεύθηκε στις 16 Αυγούστου 2019)· «Νταούκι Ατλαντικού (Merlangius merlangus), στη διαίρεση 7.a (Θάλασσα της Ιρλανδίας)» (δημοσιεύθηκε στις 28 Ιουνίου 2019)· και «Φασί Ατλαντικού (Pleuronectes platessa) στις διαιρέσεις 7.h-k (νότια Κελτική Θάλασσα, νοτιοδυτικά της Ιρλανδίας)» (δημοσιεύθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2019) (χάριν απλούστευσης, τα ανωτέρω αποθέματα αναφέρονται ως τα «τέσσερα επίμαχα αποθέματα» και οι ανωτέρω διαιρέσεις ως τα «ύδατα πέριξ της Ιρλανδίας»).


5      Οι κρίσιμες εν προκειμένω αλιευτικές δυνατότητες προσδιορίζονται στο παράρτημα IA του κανονισμού του 2020.


6      Ήτοι στον κανονισμό (ΕΕ) 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την Κοινή Αλιευτική Πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 354, σ. 22, στο εξής: βασικός κανονισμός ΚΑΠ).


7      Η υπογράμμιση δική μου.


8      Όπως προκύπτει, για παράδειγμα, από το άρθρο 3, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ.


9      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 8, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, η προληπτική προσέγγιση της διαχείρισης της αλιείας σημαίνει μια «προσέγγιση σύμφωνα με την οποία η έλλειψη κατάλληλων επιστημονικών πληροφοριών δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως λόγος για την αναβολή ή την παράλειψη λήψης διαχειριστικών μέτρων για τη διατήρηση ειδών-στόχων, συναφών ή εξαρτώμενων ειδών ή ειδών που δεν αποτελούν στόχο της αλιείας, καθώς και του περιβάλλοντός τους».


10      Στη γνωμοδότηση αυτή του ICES διευκρινίζεται ότι η πρόταση για μηδενικό TAC όσον αφορά τα δύο αποθέματα γάδου και το απόθεμα νταουκιού Ατλαντικού βασίστηκε στην προσέγγιση της ΜΒΑ, ενώ η γνωμοδότηση για μηδενικό TAC όσον αφορά το φασί Ατλαντικού βασίστηκε στην προληπτική προσέγγιση. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τη γνωμοδότηση του ICES που περιλαμβάνεται στη δικογραφία και όπως επιβεβαίωσαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ακόμη και αν χρησιμοποιούνταν επίπεδα TAC σε ΜΒΑ για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα, τα αποθέματα αυτά θα εξακολουθούσαν να υπολείπονται του οριακού σημείου αναφοράς για τη βιομάζα αποθέματος αναπαραγωγής. Με άλλα λόγια, θα υπολείπονταν του σημείου πέραν του οποίου οι ρυθμοί αναπαραγωγής των εν λόγω αποθεμάτων θεωρούνται εξασθενημένοι. Ως εκ τούτου, ευχερώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι θα απαιτούνταν περισσότερο από ένα έτος μέχρι να μπορούν να αυξηθούν τα TAC για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα σε επίπεδο άνω του μηδενός.


11      Άρθρο 15 του βασικού κανονισμού ΚΑΠ.


12      Υπό το προϊσχύσαν καθεστώς για την ΚΑΠ, που είχε θεσπιστεί με τον κανονισμό (ΕΚ) 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΕΕ 2002, L 358, σ. 59), τα σκάφη δεν υποχρεούνταν να παύουν την αλιευτική δραστηριότητα μόλις εξαντλούνταν η ποσόστωσή τους για ένα από τα εν λόγω αποθέματα. Αντιθέτως, είχαν τη δυνατότητα να συνεχίζουν την αλίευση αναζητώντας άλλα αποθέματα-στόχους. Ως εκ τούτου, συνέχιζαν να αλιεύουν τα αποθέματα για τα οποία είχαν ήδη εξαντληθεί οι ποσοστώσεις, μολονότι δεν μπορούσαν νομίμως να τα εκφορτώσουν. Τα αλιεύματα που υπερέβαιναν την ποσόστωση απορρίπτονταν. Μετά την καθιέρωση της υποχρέωσης εκφόρτωσης, η πρακτική αυτή της απόρριψης ανεπιθύμητων αλιευμάτων δεν μπορεί πλέον να εφαρμοστεί.


13      Γενικότερα, το ζήτημα που έθεσε η Επιτροπή στο ICES αφορούσε κατά κύριο λόγο τα εξής: εάν η αλιεία πραγματοποιείται για το απόθεμα-στόχο Χ (π.χ. εγκλεφίνο) στα ύδατα μικτής αλιείας Υ, πόσα παρεμπίπτοντα αλιεύματα άλλου είδους αποθέματος (π.χ. γάδου) θα ήταν πιθανόν να καταλήξουν στα δίχτυα αλιέων της Ένωσης σε περίπτωση αλίευσης της ποσότητας που αντιστοιχεί στο μέγιστο TAC του ιχθύος-στόχου;


14      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2019, για τη θέσπιση πολυετούς σχεδίου για τα αποθέματα που αλιεύονται στα Δυτικά Ύδατα και στα παρακείμενα ύδατα, και τις αλιευτικές δραστηριότητες εκμετάλλευσης των εν λόγω αποθεμάτων, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) 2016/1139 και (ΕΕ) 2018/973, και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007 και (ΕΚ) αριθ. 1300/2008 (ΕΕ 2019, L 83, σ. 1, στο εξής: κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα).


15      Αυτό είναι κατ’ ουσίαν το περιεχόμενο του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, του οποίου την αναδιατύπωση έχουν προτείνει τόσο η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο. Το Δικαστήριο δεν ζήτησε τη γνώμη μου επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος.


16      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑103/12 και C‑165/12, EU:C:2014:2400, σκέψη 48).


17      Η προϊσχύσασα των ανωτέρω άρθρων διάταξη, ήτοι το άρθρο 37 ΣΕΚ, περιείχε μόνο μία νομική βάση για την έκδοση πράξεων στον τομέα της ΚΑΠ.


18      Πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑113/14, EU:C:2016:635, σκέψεις 58 και 59). Βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2022, Κοινοβούλιο κατά Συμβούλιου (Τεχνικά μέτρα σχετικά με τις αλιευτικές δυνατότητες) (C‑259/21, EU:C:2022:917, σκέψη 74), όπου διευκρινίζεται ότι η εξουσία της Επιτροπής να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δυνάμει των βασικών κανονισμών στον τομέα της αλιείας δεν εμποδίζει το Συμβούλιο να θεσπίζει, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας που αντλεί από το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τεχνικά μέτρα για ζητήματα παρόμοια με εκείνα τα οποία αφορά η κατ’ εξουσιοδότηση εξουσία της Επιτροπής.


19      Βλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑124/13 και C‑125/13, EU:C:2015:790, σκέψη 48), όπου επισημαίνεται ότι «η θέσπιση διατάξεων βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προϋποθέτει κατ’ ανάγκην εξέταση του ζητήματος κατά πόσον οι σχετικές διατάξεις είναι “αναγκαίες” για την επίτευξη των στόχων των κοινών πολιτικών που διέπει η Συνθήκη ΛΕΕ, οπότε προηγείται οπωσδήποτε της θεσπίσεώς τους μια πολιτική απόφαση την οποία μόνος αρμόδιος να λάβει είναι ο νομοθέτης της Ένωσης».


20      Βλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑124/13 και C‑125/13, EU:C:2015:790, σκέψεις 54 και 58).


21      Όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, το Συμβούλιο πρέπει όχι μόνο να ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του απονέμει το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, αλλά και εντός του πλαισίου που επιβάλλει το πρωτογενές δίκαιο της ΚΑΠ. Βλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑124/13 και C‑125/13, EU:C:2015:790, σκέψεις 58 και 59).


22      Στο ίδιο πνεύμα, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑124/13 και C‑125/13, EU:C:2015:337, σημείο 89), όπου επισημαίνεται ότι «η έκταση της διακριτικής ευχέρειας (ευρεία ή περιορισμένη) που διαθέτει το Συμβούλιο για τη λήψη μέτρων βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ εξαρτάται από τα περιθώρια δράσεως τα οποία αποφασίζει να του παραχωρήσει ο νομοθέτης της Ένωσης».


23      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, Ιταλία κατά Συμβουλίου (Αλιευτική ποσόστωση για τον ξιφία της Μεσογείου) (C‑611/17, EU:C:2019:332, σκέψεις 57 και 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


24      Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής, Μεταρρύθμιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής [COM(2009) 163 τελικό], της 22ας Απριλίου 2009, σ. 4-5. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που η Επιτροπή εξέφρασε την απόγνωσή της για την κατάσταση των αλιευτικών πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: σε δημοσίευση του 1994, το εν λόγω θεσμικό όργανο επισήμανε ότι «υπεράριθμοι αλιείς κυνηγούν σχετικώς λιγοστά ψάρια και, αφετέρου, ότι αλιεύονται υπερβολικώς πολλά νεαρά και ανώριμα ψάρια. Η αυξημένη ζήτηση του κοινού, η πίεση που υφίστανται οι αλιείς για να καλύψουν το αυξανόμενο επενδυτικό κόστος και η ανάπτυξη ολοένα πιο περίτεχνου εξοπλισμού, όπως το ηχοβολιστικό και το ραντάρ, που μπορεί να εντοπίζει κοπάδια ψαριών με μεγαλύτερη ακρίβεια, επέτειναν πιέσεις που ασκούνται στον σπάνιο αλιευτικό πόρο» [Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας, Γενική Γραμματεία, The new common fisheries policy (η νέα Κοινή Αλιευτική Πολιτική), Υπηρεσία Εκδόσεων, 1994, σ. 13].


25      Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την κοινή αλιευτική πολιτική [COM(2011) 425 τελικό], 13 Ιουλίου 2011, σ. 6.


26      Η υπογράμμιση δική μου.


27      Η υπογράμμιση δική μου.


28      Η υπογράμμιση δική μου.


29      Βλ., συναφώς, ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Εφαρμογή της αειφορίας στην αλιεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της μέγιστης βιώσιμης απόδοσης [COM(2006) 360 τελικό], 4 Ιουλίου 2006, σημείο 2.2: «Η αλιεία σε επίπεδα ΜΒΑ θα μειώσει το κόστος και θα αυξήσει τα κέρδη του κλάδου της αλιείας, ενώ θα μειωθεί η απαιτούμενη προσπάθεια (και οι συναφείς δαπάνες, όπως τα καύσιμα) ανά τόνο αλιευμάτων. Οι επιλογές των κρατών μελών και όσων ζουν από την αλιεία θα καταστούν ευκολότερες όταν θα καταστεί δυνατή η αλίευση περισσότερων αλιευμάτων και η κατανομή περισσότερου πλούτου στο πλαίσιο της αλιευτικής βιομηχανίας».


30      Εκτός από το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, οι διατάξεις σχετικά με τις αρχές και τους στόχους των πολυετών σχεδίων (άρθρο 9) και σχετικά με τη διαχείριση των αποθεμάτων κοινού ενδιαφέροντος (άρθρο 33) μνημονεύουν ρητά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ και, ως εκ τούτου, μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτάσσουν την περιβαλλοντική βιωσιμότητα ως τρόπο δράσης. Δεδομένου ότι απουσιάζει περαιτέρω μνεία άλλων σκοπών προς στάθμιση, εκτιμώ ότι είναι αβάσιμο το επιχείρημα ότι το Συμβούλιο διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως η οποία του παρέχει τη δυνατότητα στάθμισης του στόχου ΜΒΑ μέχρι το 2020 με άλλους σκοπούς. Τούτο προκύπτει και από την αντιδιαστολή, για παράδειγμα, προς τα μέτρα διατήρησης (άρθρα 6 και 11), το περιεχόμενο των πολυετών σχεδίων (άρθρο 10), τα εθνικά μέτρα (άρθρα 19 και 20), τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο διεθνών αλιευτικών οργανώσεων (άρθρο 29), την κοινή οργάνωση της αλιευτικής αγοράς (άρθρο 35) ή την οικονομική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο 40). Οσάκις οι διατάξεις αυτές ανατρέχουν στους σκοπούς της ΚΑΠ, μνημονεύουν γενικά το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού ΚΑΠ και, ως εκ τούτου, το σύνολο των αντικρουόμενων σκοπών που προβλέπονται στη διάταξη αυτή. Στις περιπτώσεις αυτές, φρονώ ότι το Συμβούλιο διαθέτει ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως η οποία του παρέχει τη δυνατότητα στάθμισης μεταξύ των αντικρουόμενων συμφερόντων που κρίνει αναγκαία.


31      Η υπογράμμιση δική μου.


32      Δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά ότι υπήρξε ενδεχομένως μεταβολή της γλωσσικής σημασίας του όρου από το 2013 έως σήμερα· δεν πρόκειται βεβαίως για νόμο από την εποχή της βασιλείας του Ερρίκου του Ζʹ, όπως ο διάσημος νόμος που προέβλεπε ότι όποιο μέλος του βασιλικού οίκου κατηγορούνταν για συνωμοσία με σκοπό τη δολοφονία του βασιλιά ή οποιουδήποτε άρχοντα του βασιλείου έπρεπε να δικάζεται από σώμα ενόρκων αποτελούμενο από «δώδεκα θλιμμένους [sad] άνδρες». Όπως διευκρίνισε ο δικαστής Lord Leggatt, «[η] λέξη “sad” σήμαινε τότε νηφάλιος και διακριτικός. Θα ήταν παράλογο, μολονότι η συνήθης σημασία της λέξης μεταβλήθηκε αργότερα, να ερμηνευθεί ο νόμος υπό την έννοια ότι απαιτούσε τη συγκρότηση του σώματος των ενόρκων από δώδεκα δυστυχισμένα άτομα», United Kingdom Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου), News Corp UK & Ireland Ltd (προσφεύγουσα) κατά Commissioners for His Majesty’s Revenue and Customs (καθών), [2023] UKSC 7, σκέψη 82.


33      Στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 14, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, ως «απόθεμα» ορίζεται «ο έμβιος υδρόβιος πόρος που απαντάται σε μια δεδομένη περιοχή διαχείρισης».


34      Ο βασικός κανονισμός ΚΑΠ χρησιμοποιεί τον όρο «παρεμπίπτοντα αλιεύματα» στην αιτιολογική του σκέψη 29, όταν αναφέρεται στη δυνατότητα των κρατών μελών για καταλογισμό «των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων στην ποσόστωση του είδους-στόχου». Η δε δυνατότητα αυτή προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ και επιτρέπει στα κράτη μέλη να αφαιρούν από την ποσόστωσή τους για το απόθεμα-στόχο τα «αλιεύματα ειδών που υπόκεινται σε υποχρέωση εκφόρτωσης και αλιεύονται καθ’ υπέρβαση των ποσοστώσεων των συγκεκριμένων αποθεμάτων, ή αλιεύματα ειδών για τα οποία το κράτος μέλος δεν διαθέτει ποσόστωση [...] εφόσον το απόθεμα του είδους εκτός στόχου βρίσκεται εντός ασφαλούς βιολογικού ορίου». Ωστόσο, όπως εκτέθηκε ανωτέρω και όπως επιβεβαίωσαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η γνωμοδότηση του ICES για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα αποδεικνύει ότι για κανένα από τα αποθέματα αυτά δεν θα είχαν επιτευχθεί ασφαλή βιολογικά όρια για το έτος 2020, ακόμη και αν δεν είχε καθοριστεί TAC για τα αποθέματα αυτά. Με άλλα λόγια, στην προκειμένη περίπτωση, δεν θα ήταν δυνατή ούτε η εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, σε περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι η διάταξη αυτή αποτελεί την πηγή της προβαλλόμενης εξουσίας εκτιμήσεως του Συμβουλίου.


35      Η υπογράμμιση δική μου.


36      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑124/13 και C‑125/13, EU:C:2015:337, σημείο 73).


37      Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού για τα Δυτικά Ύδατα καθορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.


38      Από τα τέσσερα επίμαχα στην υπό κρίση υπόθεση αποθέματα μόνο ένα είδος [ο γάδος (Gadus morhua) στις διαιρέσεις 7e-k του ICES] περιλαμβάνεται στον κατάλογο του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού για τα Δυτικά Ύδατα. Τούτο σημαίνει ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στα τρία άλλα αποθέματα μόνον ως παρεμπίπτοντα αλιεύματα, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού για τα Δυτικά Ύδατα.


39      Βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού για τα Δυτικά Ύδατα, όταν τα αποθέματα αλιεύονται ως στόχοι, πρέπει να επιτυγχάνουν τον στόχο ΜΒΑ για το 2020.


40      Οι αρχές της χρηστής διακυβέρνησης, στις οποίες «βασίζεται» η ΚΑΠ, απαιτούν, βάσει του άρθρου 3, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, τη «θέσπιση μέτρων σύμφωνα με τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις».


41      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2020, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑620/18, EU:C:2020:1001, σκέψη 119), όπου υπενθυμίζεται ότι «η εσωτερική νομιμότητα μιας πράξης της Ένωσης δεν μπορεί να εξεταστεί υπό το πρίσμα άλλης κανονιστικής πράξης της Ένωσης της ίδιας κανονιστικής ισχύος, εκτός αν έχει εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν της τελευταίας αυτής πράξης ή αν προβλέπεται ρητώς σε μία από τις δύο πράξεις ότι η μία κατισχύει της άλλης».


42      Βλ., συναφώς, άρθρο 9, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ, το οποίο διευκρινίζει τον σκοπό των πολυετών σχεδίων.


43      Δεδομένου ότι ο κανονισμός για τα Δυτικά Ύδατα αφορά μόνο μια συγκεκριμένη περιοχή, δεν μπορεί να τροποποιήσει το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΚΑΠ αυτό καθεαυτό. Επομένως, μπορεί το πολύ να θεωρηθεί ότι θεσπίζει περιφερειακές παρεκκλίσεις από το πλαίσιο το οποίο καθορίζει ο βασικός κανονισμός ΚΑΠ.


44      Βλ., για παράδειγμα, τον κοινό πρακτικό οδηγό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τα πρόσωπα που συμβάλλουν στη σύνταξη των νομοθετικών κειμένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2016, σημείο 18.14: «πρέπει κατά κανόνα να γίνονται τυπικές τροποποιήσεις των πράξεων που επιθυμούμε να τροποποιήσουμε».


45      Βλ., για παράδειγμα, διοργανική συμφωνία, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, για τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας (ΕΕ 1999, C 73, σ. 1), σημεία 18 και 21, όπου προβλέπεται ότι «[κ]άθε τροποποίηση πράξης διατυπώνεται με σαφήνεια» και ότι «[ο]ι πράξεις και οι διατάξεις που καθίστανται άνευ αντικειμένου καταργούνται ρητώς».


46      Μολονότι, στην πραγματικότητα, η πλήρης διαφάνεια του νομικού καθεστώτος αποτελεί ανέφικτο ιδεώδες· βλ. συναφώς, κατ’ αναλογίαν, απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Νοεμβρίου 2005, Leyla Şahin κατά Τουρκίας (CE:ECHR:2005:1110JUD004477498, § 91): «Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη ότι, όσο σαφώς διατυπωμένη και αν είναι μια νομική διάταξη, η εφαρμογή της ενέχει, αναπόφευκτα, στοιχεία δικαστικής ερμηνείας, δεδομένου ότι πάντοτε θα υπάρχει ανάγκη αποσαφήνισης αμφίβολων σημείων και προσαρμογής στις συγκεκριμένες περιστάσεις. Ένα περιθώριο αμφιβολίας σε σχέση με οριακά πραγματικά περιστατικά δεν καθιστά, αφ’ εαυτού, μια νομική διάταξη απρόβλεπτη στην εφαρμογή της. Ούτε το γεγονός και μόνον ότι μια τέτοια διάταξη επιδέχεται περισσότερες από μία ερμηνείες σημαίνει ότι δεν πληροί την απαίτηση της “προβλεψιμότητας” κατά την έννοια της Σύμβασης». Βλ., επίσης, τη συχνά παρατιθέμενη επισήμανση του γενικού εισαγγελέα N. Wahl, ότι η εύρεση μιας «“πραγματικής” […] acte clair θα φαινόταν […] απίθανη ακριβώς όσο μια συνάντηση με μονόκερω» [προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις X κατά Inspecteur van Rijksbelastingdienst και T.A. van Dijk κατά Staatssecretaris van Financiën (C‑72/14 και C‑197/14, EU:C:2015:319, σημείο 62)].


47      Για τις τυπικές και ουσιαστικές πτυχές της έννοιας του κράτους δικαίου, βλ. Bačić Selanec, N., και Ćapeta, T., «The Rule of Law and Adjudication of the Court of Justice of the European Union», The Changing European Union: A Critical View on the Role of Law and the Courts, Modern Studies in European Law, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2022, σ. 35-62.


48      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, GGP Italy κατά Επιτροπής (T‑474/15, EU:T:2017:36, σκέψη 63), όπου διευκρινίζεται ότι «η αρχή της ασφάλειας δικαίου σκοπεί στη διασφάλιση του προβλέψιμου των καταστάσεων και των εννόμων σχέσεων τις οποίες διέπει το δίκαιο της Ένωσης. Προς τούτο, έχει θεμελιώδη σημασία η εκ μέρους των θεσμικών οργάνων τήρηση της αρχής της μη αλλοιώσεως των πράξεων που έχουν εκδώσει, οι οποίες επηρεάζουν τη νομική και πραγματική κατάσταση των υποκειμένων δικαίου, οπότε τα θεσμικά όργανα μπορούν να τροποποιήσουν τις πράξεις αυτές μόνο στο πλαίσιο των κανόνων που διέπουν την αρμοδιότητα και τη διαδικασία». Πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1981, Gondrand και Garancini (169/80, EU:C:1981:171, σκέψη 17), και της 22ας Φεβρουαρίου 1984, Kloppenburg (70/83, EU:C:1984:71, σκέψη 11).


49      Θα πρέπει να προσθέσω ότι το ποσό αυτό της πιθανής ζημίας θα προέκυπτε μόνο σε περίπτωση εξ ολοκλήρου παύσης των αλιευτικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, δεν παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο διευκρινίσεις ως προς τον λόγο για τον οποίο θα συνέβαινε κάτι τέτοιο ούτε ως προς το ότι το κλείσιμο ολόκληρης της θαλάσσιας λεκάνης θα αποτελούσε την αναγκαία συνέπεια του μηδενισμού των TAC για τα τέσσερα επίμαχα αποθέματα.


50      Με βάση μια ρεαλιστική εκτίμηση, υποθέτω ότι το Συμβούλιο θα είχε, επίσης, εξετάσει τον αριθμό των αλιευτικών δραστηριοτήτων που αναμενόταν ότι θα έπαυαν, την ενδεχόμενη προσαρμοστικότητα των αλιευτικών στόλων ώστε να αναπροσανατολίσουν τις αλιευτικές τους δραστηριότητες σε διαφορετικά αποθέματα ή ύδατα, τον αριθμό των θέσεων εργασίας που ενδέχεται να χαθούν σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή σε έναν συγκεκριμένο κλάδο ή παρόμοια στοιχεία σχετικά με τους εξαρτώμενους οικονομικούς φορείς (που είναι γνωστοί στη μακροοικονομία ως «δευτερογενείς» ή «τριτογενείς» κλάδοι).


51      Η εκτίμηση του ICES όσον αφορά τα αναπόφευκτα παρεμπίπτοντα αλιεύματα γάδου στα δυτικά της Σκωτίας ήταν 1 279 τόνοι και το Συμβούλιο καθόρισε το TAC για τον γάδο στα εν λόγω ύδατα στους 1 279 τόνους. Για τα άλλα τρία αποθέματα, το TAC που καθορίστηκε από το Συμβούλιο ήταν χαμηλότερο από τις εκτιμήσεις του ICES (για τον γάδο στην Κελτική θάλασσα το ICES εκτίμησε μεταξύ 1 331 και 1 854 τόνων και το Συμβούλιο καθόρισε το TAC στους 805 τόνους· για το νταούκι Ατλαντικού στην Ιρλανδική θάλασσα το ICES εκτίμησε μεταξύ 901 και 917 τόνων παρεμπιπτόντων αλιευμάτων και το Συμβούλιο καθόρισε το TAC στους 721 τόνους· τέλος, για το φασί Ατλαντικού το ICES εκτίμησε 100 τόνους παρεμπιπτόντων αλιευμάτων και το Συμβούλιο καθόρισε το TAC στους 67 τόνους).


52      Όπως διευκρίνισε το αιτούν δικαστήριο στη σκέψη 102 της διατάξεως περί παραπομπής.


53      Τούτο επιβεβαιώθηκε από την Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο δεν ζητήθηκε η εν λόγω γνωμοδότηση.


54      Βλ., συναφώς, άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού για τα Δυτικά Ύδατα.


55      Βλ. άρθρο 13 του κανονισμού για το 2020.


56      Βλ. απόφαση της 26ης Απριλίου 1994, Roquette Frères (C‑228/92, EU:C:1994:168, σκέψη 17).


57      Βλ., για παράδειγμα και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Απριλίου 2016, Borealis Polyolefine κ.λπ. (C‑191/14, C‑192/14, C‑295/14, C‑389/14 και C‑391/14 έως C‑393/14, EU:C:2016:311, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).