Language of document : ECLI:EU:C:2014:85

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 12ης Φεβρουαρίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑26/13

Árpád Kásler,

      Hajnalka Káslerné Rábai      

κατά

OTP Jelzálogbank Zrt

[αίτηση του Kúria (Ουγγαρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές — Άρθρα 4, παράγραφος 2, και 6, παράγραφος 1 — Ρήτρες που εκφεύγουν του ελέγχου καταχρηστικότητας — Συμβατικές ρήτρες αφορώσες τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως ή τον ανάλογο χαρακτήρα της τιμής, οι οποίες είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό — Συμβάσεις πιστώσεως συνομολογούμενες σε ξένο νόμισμα — Απόκλιση μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πωλήσεως του ξένου νομίσματος — Εξουσίες του εθνικού δικαστή σε περίπτωση χαρακτηρισμού ρήτρας ως καταχρηστικής»





1.        Η υπό κρίση υπόθεση άπτεται του τομέα των συμβάσεων καταναλωτικής πίστεως που συνομολογούνται σε ξένο νόμισμα. Η προσφυγή σε αυτό το είδος συμβάσεων, η οποία αποτελεί πρακτική σχετικώς συχνή σε ορισμένα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία, εκ πρώτης όψεως, ενδέχεται να εμφανίζεται ελκυστική για τους δανειολήπτες λόγω του εφαρμοζόμενου επιτοκίου, το οποίο είναι χαμηλότερο του εν γένει ισχύοντος, αποδείχθηκε, κατόπιν της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσεως που ενέσκηψε στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, προβληματική για πολλούς ιδιώτες, λόγω της ισχυρής υποτιμήσεως ορισμένων νομισμάτων σε σχέση με το ξένο νόμισμα αναφοράς (ιδίως σε σχέση με το ελβετικό φράγκο). Συνεπεία τούτου, οι ιδιώτες αυτοί είναι αναγκασμένοι να καταβάλλουν δόσεις, στο εγχώριο νόμισμα, σημαντικά υψηλότερες εκείνων τις οποίες θα κατέβαλλαν εάν ο υπολογισμός είχε γίνει βάσει της ιστορικής συναλλαγματικής ισοτιμίας που ίσχυε κατά τον χρόνο αποδεσμεύσεως του κεφαλαίου. Τα προβλήματα που παρατηρήθηκαν ήταν τέτοια ώστε, εξ αντανακλάσεως, ο τραπεζικός τομέας ορισμένων κρατών μελών υπέστη σημαντικό πλήγμα (2).

2.        Τα υποβληθέντα από το Kúria (Ουγγαρία) προδικαστικά ερωτήματα δεν αφορούν εντούτοις άμεσα τη συμβατότητα της εν λόγω πρακτικής (3) με το δίκαιο της Ένωσης ή το ζήτημα κατά πόσον οι διατάξεις συμβάσεων καταναλωτικής πίστεως δύνανται ή πρέπει να κηρύσσονται καταχρηστικές εκ μόνου του λόγου ότι έχουν συνομολογηθεί σε ξένο νόμισμα, αλλά το ζήτημα εάν και σε ποιο βαθμό οι συμβατικές ρήτρες που ορίζουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες οι οποίες εφαρμόζονται, αντιστοίχως, κατά την αποδέσμευση και κατά την αποπληρωμή του δανείου καταλέγονται μεταξύ των ρητρών οι οποίες εκφεύγουν της κατ’ άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (4) εκτιμήσεως ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα, πρώτον, ως αφορώσες το κύριο αντικείμενο και/ή τη σχέση ποιότητας/τιμής των παρεχόμενων υπηρεσιών ή αγαθών και, δεύτερον, ως διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει επίσης στο Δικαστήριο ερώτημα περί των συνεπειών που ο εθνικός δικαστής καλείται ενδεχομένως να αντλήσει, κατ’ εφαρμογήν ιδίως του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε περίπτωση χαρακτηρισμού συμβατικών ρητρών ως καταχρηστικών.

3.        Μολονότι ο χαρακτήρας των υποβληθέντων ερωτημάτων είναι εν πολλοίς καινοφανής, καθόσον αυτά σκοπούν στην αποσαφήνιση του εννοιολογικού περιεχομένου της αποκαλούμενης «ρήτρας αποκλεισμού» του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, η παρασχεθησόμενη απάντηση θα κινείται κατ’ ανάγκην προς την κατεύθυνση εμπλουτισμού της νομολογίας περί προστασίας των καταναλωτών. Υπό την έννοια αυτή, φρονώ ότι επιβάλλεται εν προκειμένω η εξεύρεση ενός σημείου ισορροπίας μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου από την οδηγία 93/13 σκοπού προστασίας των καταναλωτών και, αφετέρου, της εκπεφρασμένης στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας δυνατότητας διαφυλάξεως, έως έναν βαθμό, των αρχών της αυτονομίας της βουλήσεως και της συμβατικής ελευθερίας. Πρέπει κυρίως να συνεκτιμηθεί, λαμβανομένης υπόψη της εξόχως περιπτωσιολογικής φύσεως του συστήματος που η εν λόγω οδηγία καθιερώνει, η αναγκαιότητα επιφορτίσεως του εθνικού δικαστή με το έργο της εξακριβώσεως της υπαγωγής ή μη των επίμαχων συμβατικών ρητρών στην κατηγορία των υποκείμενων σε έλεγχο καταχρηστικότητας ρητρών.

I –    Νομικό πλαίσιο

       Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Κατά τη δωδέκατη και τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13:

«[εκτιμώντας] ότι, παρ’ όλα αυτά, ως έχουν σήμερα οι εθνικές νομοθεσίες, μόνον μερική εναρμόνιση είναι δυνατή· ότι, ιδίως, μόνον οι συμβατικές ρήτρες για τις οποίες δεν υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση αποτελούν το αντικείμενο της [...] οδηγίας· ότι έχει σημασία εν προκειμένω να δοθεί στα κράτη η δυνατότητα, τηρουμένης της [Σ]υνθήκης [ΕΟΚ], να παρέχουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας στον καταναλωτή μέσω εθνικών διατάξεων αυστηρότερων από τις διατάξεις της [...] οδηγίας·

[…]

[ό]τι, για τις ανάγκες της παρούσας οδηγίας, η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα δεν πρέπει να αφορά τις ρήτρες που περιγράφουν το βασικό αντικείμενο της σύμβασης ούτε τη σχέση ποιότητας/τιμής του προμηθευομένου αγαθού της παροχής· ότι το βασικό αντικείμενο της σύμβασης και η σχέση ποιότητας/τιμής μπορούν, ωστόσο, να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα άλλων ρητρών […]».

5.        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«1.      Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης [...] θεωρείται καταχρηστική όταν[,] παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.

[…]

3.      Το παράρτημα περιέχει ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές.»

6.        Το άρθρο 4 της οδηγίας 93/13 ορίζει:

«1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

2.      Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

7.        Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ιδίας οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

8.        Το σημείο 1, στοιχεία ι΄ και λ΄, του παραρτήματος της οδηγίας 93/13, το οποίο αφορά τις ρήτρες για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της ιδίας οδηγίας, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις «ρήτρες που έχουν [ως] σκοπό ή αποτέλεσμα: […] ι) να επιτρέπουν στον επαγγελματία να τροποποιεί μονομερώς τους όρους της σύμβασης χωρίς σοβαρό λόγο ο οποίος να προβλέπεται στη σύμβαση· […] λ) […] να παρέχουν [...] στον παρέχοντα υπηρεσίες το δικαίωμα να αυξάνει τις τιμές του, χωρίς ο καταναλωτής να έχει [...] αντίστοιχο δικαίωμα που να του επιτρέπει να λύει τη σύμβαση στην περίπτωση που η τελική τιμή είναι πολύ υψηλή σε σχέση με την τιμή που συμφωνήθηκε κατά τη σύναψη της σύμβασης».

9.        Το σημείο 2, στοιχείο β΄, του εν λόγω παραρτήματος ορίζει ότι «το στοιχείο [ι΄] δεν αντιβαίνει στις ρήτρες με τις οποίες ο προμηθευτής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών επιφυλάσσεται του δικαιώματος να τροποποιεί το επιτόκιο που οφείλεται από τον καταναλωτή ή που οφείλεται σε αυτόν, ή το ποσό όλων των άλλων επιβαρύνσεων των σχετικών με τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες χωρίς καμία προειδοποίηση σε περίπτωση βάσιμου λόγου, αρκεί ο επαγγελματίας να επιβαρύνεται με την υποχρέωση να πληροφορεί αμέσως το άλλο ή τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη και αυτό ή αυτά να είναι ελεύθερα να καταγγείλουν πάραυτα τη σύμβαση», ενώ, κατά στοιχείο δ΄ του ιδίου σημείου, «[τ]ο στοιχείο [λ΄] δεν αντιβαίνει στις ρήτρες τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της τιμής, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι νόμιμες και ο τρόπος μεταβολής της τιμής περιγράφεται επακριβώς».

 Β –      Το ουγγρικό δίκαιο

10.      Το άρθρο 209 του ουγγρικού Αστικού Κώδικα, ως ίσχυε κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως, όριζε:

«1.      Γενική συμβατική ρήτρα ή συμβατική ρήτρα η οποία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως στο πλαίσιο συμβάσεως που συνάπτεται με καταναλωτή είναι καταχρηστική αν, κατ’ αντίθεση προς τις επιταγές της καλής πίστεως και της ισότητας των συμβαλλομένων, ορίζει μονομερώς και άνευ δικαιολογητικής βάσεως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, όπως απορρέουν από τη σύμβαση, κατά τρόπον ώστε να περιάγει σε μειονεκτική θέση τον αντισυμβαλλόμενο του προσώπου το οποίο επιβάλλει την οικεία συμβατική ρήτρα.  

2.       Κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού ή μη χαρακτήρα ρήτρας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των περιστάσεων που συνέτρεχαν κατά τη σύναψη της συμβάσεως και οι οποίες καθόρισαν τη σύναψή της, καθώς και η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και η σχέση της οικείας ρήτρας με άλλες ρήτρες της συμβάσεως ή με άλλες συμβάσεις.

[…]

4.      Οι σχετικές με τις καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες διατάξεις δεν εφαρμόζονται επί των συμβατικών ρητρών που ορίζουν το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως ούτε επί των ρητρών που καθορίζουν την ισορροπία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής.

[…]»

11.      Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 209 του ουγγρικού Αστικού Κώδικα τροποποιήθηκαν, με ισχύ από της 2ας Μαΐου 2009, ως ακολούθως:

«4.      Γενική συμβατική ρήτρα ή συμβατική ρήτρα η οποία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως στο πλαίσιο συμβάσεως που συνάπτεται με καταναλωτή είναι καταχρηστική εκ μόνου του λόγου ότι δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή ή κατανοητό.

5.      Οι σχετικές με τις καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες διατάξεις δεν εφαρμόζονται επί των συμβατικών ρητρών που ορίζουν το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως ούτε επί των ρητρών που καθορίζουν την ισορροπία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

12.      Κατά το άρθρο 237 του ιδίου κώδικα:

«1.      Σε περίπτωση άκυρης συμβάσεως, επιβάλλεται η επαναφορά των πραγμάτων στην προ της συνάψεως της συμβάσεως κατάσταση.

2.      Στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η επαναφορά των πραγμάτων στην προ της συνάψεως της συμβάσεως κατάσταση, ο δικαστής δύναται να κηρύξει τη σύμβαση έγκυρη για το χρονικό διάστημα έως την έκδοση της αποφάσεώς του. Επικύρωση άκυρης συμβάσεως χωρεί στην περίπτωση κατά την οποία είναι δυνατή η εξαφάνιση του λόγου ακυρώσεως, ιδίως, προκειμένου για ασυμμετρία μεταξύ των παροχών των συμβαλλομένων στο πλαίσιο τοκογλυφικής συμβάσεως, διά της εξαλείψεως του δυσανάλογου οφέλους. Στις περιπτώσεις αυτές διατάσσεται η επιστροφή της ενδεχομένως αχρεωστήτως καταβληθείσας παροχής.»

13.      Το άρθρο 239 του ουγγρικού Αστικού Κώδικα ορίζει:

«1.      Η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της συμβάσεως μόνον αν η εκτέλεση αυτής είναι αδύνατη άνευ του άκυρου μέρους. Νομικές διατάξεις δύνανται να προβλέπουν παρεκκλίσεις από την παρούσα διάταξη.

2.      Η ακυρότητα μέρους συμβάσεως συναφθείσας με καταναλωτή συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της συμβάσεως μόνον αν η εκτέλεση αυτής είναι αδύνατη άνευ του άκυρου μέρους.»

14.      Κατά το άρθρο 239/Α, παράγραφος 1, του ιδίου κώδικα:

«Έκαστος των συμβαλλομένων δύναται να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της συμβάσεως ή ορισμένων συμβατικών ρητρών (μερική ακυρότητα), χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει και την εφαρμογή των συνεπειών εκ της εν λόγω ακυρότητας.»

II – Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15.      Την 29η Μαΐου 2008 ο Á. Kásler και η H. Káslerné Rábai (στο εξής: ενάγοντες της κύριας δίκης) συνήψαν με την OTP Jelzálogbank Zrt (στο εξής: εναγομένη της κύριας δίκης) «σύμβαση ενυπόθηκου δανείου σε ξένο νόμισμα».

16.      Κατά το σημείο I/1 της εν λόγω συμβάσεως, η εναγομένη της κύριας δίκης όφειλε να χορηγήσει στους ενάγοντες της κύριας δίκης δάνειο ύψους 14 400 000 HUF, ενώ διευκρινιζόταν ότι «το ύψος του δανείου σε ξένο νόμισμα προσδιορίζεται βάσει της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος που εφαρμόζει η τράπεζα κατά τον χρόνο αποδεσμεύσεως των κεφαλαίων». Με το σημείο I της συμβάσεως οι ενάγοντες της κύριας δίκης ενημερώνονταν ότι, «μετά την αποδέσμευση των κεφαλαίων, το ποσό του δανείου, οι τόκοι και τα διαχειριστικά έξοδα, καθώς και οι τόκοι υπερημερίας και τα λοιπά έξοδα θα υπολογίζονται στο ξένο νόμισμα». Βάσει της τιμής αγοράς του ελβετικού φράγκου (CHF) που εφάρμοσε η εναγομένη της κύριας δίκης κατά τον χρόνο αποδεσμεύσεως των κεφαλαίων, το χορηγηθέν σε HUF ποσό αντιστοιχούσε σε 94 240,84 CHF. Οι ενάγοντες της κύριας δίκης όφειλαν να αποπληρώσουν το δάνειο εντός 25 ετών, με μηνιαίες δόσεις που θα καθίσταντο απαιτητές την τέταρτη ημέρα εκάστου μηνός.

17.      Δυνάμει του σημείου II της συμβάσεως, το δάνειο επιβαρυνόταν με ονομαστικό επιτόκιο 5,2 %, το οποίο, προσαυξανόμενο με διαχειριστικά έξοδα της τάξεως του 2,04 %, συνεπαγόταν συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο (ΣΕΠΕ) 7,43 % κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως.

18.      Τέλος, κατά το σημείο III/2 της συμβάσεως, «ο δανειστής [θα καθόριζε] το ποσό εκάστης των οφειλόμενων δόσεων σε HUF βάσει της τιμής πωλήσεως του [ξένου] νομίσματος που [θα είχε εφαρμόσει] η τράπεζα την προηγουμένη της ημέρας κατά την οποία η δόση [θα καθίστατο] απαιτητή».

19.      Οι ενάγοντες της κύριας δίκης άσκησαν αγωγή κατά της εναγομένης της κύριας δίκης, υποστηρίζοντας ότι η ρήτρα του σημείου 111/2 της συμβάσεως ήταν καταχρηστική. Οι ενάγοντες της κύριας δίκης επισήμαναν ότι η εν λόγω ρήτρα, δυνάμει της οποίας η τράπεζα μπορούσε να υπολογίζει το ύψος των ληξιπρόθεσμων δόσεων βάσει της τιμής πωλήσεως του ξένου νομίσματος που είχε εφαρμόσει η ίδια, συνεπαγόταν για την τράπεζα μονομερές και αδικαιολόγητο πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 209 του ουγγρικού Αστικού Κώδικα.

20.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε εν συνεχεία σε δεύτερο βαθμό. Με την απόφασή του το εφετείο έκρινε μεταξύ άλλων ότι, στο πλαίσιο συμβάσεως δανείου όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η τράπεζα δεν θέτει στη διάθεση του πελάτη ξένο νόμισμα ούτε, άλλωστε, παρέχει σε αυτόν κάποια χρηματοοικονομική υπηρεσία σχετική με την αγορά ή την πώληση συναλλάγματος και, συνεπώς, η τράπεζα δεν δύναται να εφαρμόζει, ως προς την αποπληρωμή του δανείου, συναλλαγματική ισοτιμία διαφορετική εκείνης που εφαρμόσθηκε κατά την αποδέσμευση του κεφαλαίου. Το εφετείο έκρινε επίσης ότι η επίμαχη ρήτρα δεν είναι σαφής και κατανοητή καθώς δεν καθιστά ευκρινή τον λόγο για τον οποίο ο τρόπος υπολογισμού του ύψους του δανείου κατά το στάδιο της αποπληρωμής διαφέρει του εφαρμοσθέντος κατά την αποδέσμευση του σχετικού κεφαλαίου τρόπου υπολογισμού.

21.      Κατά της αποφάσεως του εφετείου η εναγομένη της κύριας δίκης άσκησε αίτηση αναιρέσεως.

22.      Η εναγομένη της κύριας δίκης υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η επίμαχη ρήτρα, η οποία της παρέχει τη δυνατότητα να εισπράττει ποσό το οποίο αντιστοιχεί στην αντιπαροχή που της οφείλεται για το χορηγηθέν στους οφειλέτες δάνειο σε ξένο νόμισμα και εξυπηρετεί την κάλυψη των εξόδων με τα οποία επιβαρύνεται το πιστωτικό ίδρυμα στο πλαίσιο των συναλλαγών του για την αγορά συναλλάγματος, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προβλεπόμενης από το άρθρο 209, παράγραφος 4, του ουγγρικού Αστικού Κώδικα εξαιρέσεως και, ως εκ τούτου, εκφεύγει του ελέγχου καταχρηστικότητας κατά την έννοια του άρθρου 209, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα.

23.      Οι ενάγοντες της κύριας δίκης υποστήριξαν, αντιθέτως, ότι ένας τέτοιος έλεγχος είναι επιβεβλημένος. Οι εν λόγω ενάγοντες επισήμαναν, μεταξύ άλλων, ότι η τράπεζα δεν δύναται να αντιτάσσει σε αυτούς τις ιδιαιτερότητες του τρόπου λειτουργίας των τραπεζών και να τους μετακυλίει έξοδα που βαρύνουν την ίδια. Εφόσον η συναίνεση των δανειοληπτών αφορούσε την αποδέσμευση ποσού σε HUF, είναι ανεπίτρεπτο να συγχέονται τα έσοδα της τράπεζας με το χορηγηθέν δάνειο. Κατά τους ενάγοντες, η επίμαχη ρήτρα δεν είναι, ως εκ τούτου, σαφής.

24.      Υπό τις συνθήκες αυτές το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας [93/13] την έννοια ότι, σε περίπτωση οφειλής από δάνειο σε ξένο νόμισμα, το οποίο, όμως, καταβλήθηκε, στην πραγματικότητα, στο εγχώριο νόμισμα και πρέπει να αποπληρωθεί από τον καταναλωτή αποκλειστικώς στο εγχώριο νόμισμα, η σχετική με τη συναλλαγματική ισοτιμία του ξένου νομίσματος συμβατική ρήτρα, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, άπτεται της έννοιας «καθορισμός του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως»;

      Σε περίπτωση αποφατικής απαντήσεως, πρέπει, βάσει της δεύτερης περιπτώσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας [93/13], η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πωλήσεως [του νομίσματος] να θεωρηθεί αμοιβή της οποίας ο σύμμετρος ή μη χαρακτήρας προς την παρασχεθείσα υπηρεσία δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας; Ασκεί συναφώς καθοριστική επιρροή το ζήτημα κατά πόσον έλαβε πράγματι χώρα πράξη ανταλλαγής νομίσματος μεταξύ του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και του καταναλωτή;

2)       Εφόσον γίνει δεκτό ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής δύναται, ανεξαρτήτως των διατάξεων του εθνικού δικαίου, να εξετάζει ομοίως τον καταχρηστικό χαρακτήρα τέτοιων συμβατικών ρητρών, έχει η προαναφερθείσα επιταγή περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως, στην περίπτωση κατά την οποία οι εν λόγω ρήτρες δεν είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, την έννοια ότι η οικεία ρήτρα πρέπει να είναι αυτή καθ’εαυτήν σαφής και κατανοητή για τον καταναλωτή από γραμματικής απόψεως ή πρέπει επιπλέον να είναι σαφείς και κατανοητοί για τον εν λόγω καταναλωτή οι οικονομικοί λόγοι στους οποίους ανάγεται η εφαρμογή της συμβατικής ρήτρας, καθώς και η σχέση της εν λόγω ρήτρας με άλλες ρήτρες της συμβάσεως;

3)      Έχουν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 και η σκέψη 73 της       αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Banco Español de Crédito [(5)] την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής δεν δύναται να θεραπεύσει, προς όφελος του καταναλωτή, την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας που έχει συμπεριληφθεί στους γενικούς όρους συμβάσεως δανείου συναφθείσας με καταναλωτή, διά της τροποποιήσεως ή συμπληρώσεως της επίμαχης συμβατικής ρήτρας, στην περίπτωση κατά την οποία, μετά την απαλοιφή της καταχρηστικής ρήτρας, καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση της συμβάσεως βάσει των λοιπών συμβατικών ρητρών; Ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο περιλαμβάνει διάταξη ενδοτικού δίκαιου η οποία διέπει, σε περίπτωση εξαφανίσεως της άκυρης ρήτρας, το επίμαχο νομικό ζήτημα;»

25.      Η εναγομένη της κύριας δίκης, η Ουγγρική Κυβέρνηση, η Τσέχικη Κυβέρνηση, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ελληνική Κυβέρνηση, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη την 5η Δεκεμβρίου 2013, έλαβαν μέρος η εναγομένη της κύριας δίκης, η Ουγγρική Κυβέρνηση και η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.

III – Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

26.      Προ της εξετάσεως ενός εκάστου των υποβληθέντων ερωτημάτων, επιβάλλονται ορισμένες παρατηρήσεις επί του νοήματος (ratio legis) και του εννοιολογικού εύρους του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13.

 Α –      Εισαγωγικές παρατηρήσεις επί του νοήματος και του εννοιολογικού εύρους του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13

27.      Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 αποτελεί αδιαμφισβήτητα έκφανση της δυνατότητας συνεκτιμήσεως της αυτονομίας της βουλήσεως και της συμβατικής ελευθερίας των μερών, η οποία είναι απότοκος της οικονομίας της αγοράς.

28.      Η διάταξη αυτή εξαρτά την εφαρμογή της εξαιρέσεως, η οποία αποκλείει την υπαγωγή ορισμένων συμβατικών ρητρών σε έλεγχο καταχρηστικότητας, από τη συνδρομή δύο σωρευτικώς προβλεπόμενων προϋποθέσεων: πρώτον, οι επίμαχες ρήτρες πρέπει να αφορούν «το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως» ή «το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου»· δεύτερον, οι ρήτρες πρέπει να είναι «διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό».

29.      Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 93/13 (6), το κείμενο της οδηγίας που υιοθετήθηκε εν τέλει για την αντιμετώπιση της πρακτικής των καταχρηστικών ρητρών υπολείπεται σημαντικά της φιλόδοξης αρχικής προτάσεως της Επιτροπής (7), καθόσον επεβάλλετο η επίτευξη συμβιβασμού μεταξύ, αφενός, του σκοπού προστασίας των καταναλωτών και της προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα των καταχρηστικών ρητρών και, αφετέρου, των αρχών της αυτονομίας της βουλήσεως και της συμβατικής ελευθερίας οι οποίες είναι βαθιά ριζωμένες στις νομικές παραδόσεις της πλειονότητας των κρατών μελών στο πεδίο του δικαίου των συμβάσεων.

30.      Κατ’ ουσίαν, ο εν λόγω συμβιβασμός εκδηλώνεται, κατά την άποψή μου, με δύο κυρίως τρόπους.

31.      Πρώτον και εν αντιθέσει προς την πρόταση της Επιτροπής περί εισαγωγής στην οδηγία εξαντλητικού καταλόγου με τις ρήτρες οι οποίες θα έπρεπε αυτοδικαίως να θεωρούνται καταχρηστικές, ο περιλαμβανόμενος στο παράρτημα της οδηγίας 93/13 κατάλογος ρητρών έχει αμιγώς ενδεικτικό χαρακτήρα.

32.      Δεύτερον, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η εν λόγω οδηγία αφορά αποκλειστικώς, αφενός, τις ρήτρες που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως (άρθρο 3 της οδηγίας 93/13) και, αφετέρου, τις ρήτρες οι οποίες αφορούν τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως ή το ανάλογο μεταξύ της τιμής και της παροχής (άρθρο 4, παράγραφος 2).

33.      Όσον αφορά τη διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, από την κοινή θέση της 22ας Σεπτεμβρίου 1992 προκύπτει με σαφήνεια ότι αυτή προσετέθη προκειμένου να αποκλεισθεί «οτιδήποτε αποτελεί άμεση απόρροια της συμβατικής ελευθερίας των μερών». Εν ολίγοις, εκφράσθηκε η επιθυμία να μη θιγεί ο πυρήνας της συμβατικής σχέσεως (essentialia negotii), εφόσον αυτός έχει ορισθεί με σαφείς και κατανοητούς όρους.

34.      Η εισαγωγή, ωστόσο, μιας τέτοιας διατάξεως θα μπορούσε να θεωρηθεί για διαφόρους λόγους παράδοξη.

35.      Κατ’ αρχάς, προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, ενώ η οδηγία 93/13 σκοπεί πρωτίστως στην προστασία του καταναλωτή, αποκλείει τη δυνατότητα υπαγωγής σε έλεγχο καταχρηστικότητας των διατάξεων οι οποίες συγκροτούν αυτόν καθ’ εαυτόν τον «πυρήνα» της συμβάσεως χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεως (8). Αυτός είναι βεβαίως και ο λόγος για τον οποίο ορισμένα κράτη μέλη επέλεξαν να διευρύνουν τα όρια της προστασίας που παρέχει η οδηγία 93/13 και να μη συμπεριλάβουν στις πράξεις μεταφοράς της τον περιορισμό που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 2, αυτής (9).

36.      Επιπροσθέτως, μολονότι δεν δύναται να παραγνωρισθεί η επιθυμία που εκφράσθηκε κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 93/13, περί κατοχυρώσεως σε ορισμένο βαθμό της αυτονομίας της βουλήσεως και της συμβατικής ελευθερίας, εγείρει εύλογες απορίες η ratio legis της εν λόγω διατάξεως. Εφόσον, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, εκφεύγουν, εν πάση περιπτώσει, του ελέγχου καταχρηστικότητας οι συμβατικές ρήτρες που έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της ιδίας οδηγίας παρεμβαίνει σε πεδίο στο οποίο η συμβατική ελευθερία δεν έχει εκφρασθεί πλήρως.

37.      Το παράδοξο αυτό ήρθη εν μέρει με την προπαρατεθείσα απόφαση Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid, με την οποία το Δικαστήριο προέβη σε σημαντικές διευκρινίσεις ως προς τη λειτουργία που επιτελεί το άρθρο 4, παράγραφος 2, στο σύστημα προστασίας που καθιερώνει η οδηγία 93/13.

38.      Υπενθυμίζοντας, κατ’ αρχάς, ότι με την οδηγία 93/13 επήλθε μόνο στοιχειώδης και μερική εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί καταχρηστικών ρητρών και, παράλληλα, αναγνωρίζοντας στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρέχουν στον καταναλωτή προστασία επιπέδου υψηλότερου εκείνου της οδηγίας, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι σκοπός της εν λόγω διατάξεως δεν είναι ο καθορισμός του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 93/13, αλλά αποκλειστικώς o καθορισμός των επιμέρους λεπτομερειών και της εκτάσεως του ουσιαστικού ελέγχου των συμβατικών ρητρών οι οποίες δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και περιγράφουν τις ουσιώδεις παροχές συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή. Τέλος, αποκλείοντας τον αναγκαστικό χαρακτήρα της διατάξεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι τα άρθρα 4, παράγραφος 2, και 8 της εν λόγω οδηγίας έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών που αφορούν τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως ή τη συμμετρία μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των αγαθών ή των υπηρεσιών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Συγκεκριμένα, επιτρέποντας τον πλήρη δικαστικό έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα ρητρών όπως αυτές του άρθρου 4, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, οι οποίες περιλαμβάνονται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, μια εθνική κανονιστική ρύθμιση εξασφαλίζει στην πράξη στον καταναλωτή, συμφώνως προς το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας, προστασία επιπέδου υψηλότερου εκείνου που καθιερώνει η οδηγία (10).

39.      Το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων θα πρέπει, προς την κατεύθυνση εξελίξεως της προαναφερθείσας νομολογιακής θέσεως και υπό το πρίσμα της συλλογιστικής που θα αναπτυχθεί στη συνέχεια των προτάσεων, να οδηγήσει στον ορισμό των εννοιών του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 επί τη βάσει αυτοτελών κριτηρίων (11), ανεξάρτητων των προσεγγίσεων που έχουν προκριθεί σε εθνικό επίπεδο.

40.      Τούτο προϋποθέτει, πρώτον, ότι τα κριτήρια που καθιστούν δυνατό τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου ή της σχέσεως ποιότητας/τιμής του παρεχόμενου αγαθού ή της παρεχόμενης υπηρεσίας πρέπει, παρά την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει ο επιλαμβανόμενος της υποθέσεως εθνικός δικαστής, να είναι σαφώς καθορισμένα.

41.      Δεύτερον, η προβλεπόμενη από την οδηγία 93/13 επιταγή περί «σαφούς και κατανοητού χαρακτήρα» πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ακόμη και ο ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι των επαγγελματιών με τους οποίους συνάπτει συμβάσεις. Η εξέταση του σαφούς και κατανοητού χαρακτήρα δεν πρέπει να περιορίζεται σε αμιγώς τυπικές ή γλωσσικές πτυχές, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ασυμμετρία, από πλευράς ενημερώσεως, η οποία χαρακτηρίζει τη σχέση καταναλωτή/επαγγελματία.

42.      Η εξέταση των υποβληθέντων από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικών ερωτημάτων θα γίνει υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των εκτιμήσεων.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

43.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημά του το Kúria ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν ο καταχρηστικός χαρακτήρας της συμβατικής ρήτρας που σχετίζεται με τη διαφορά μεταξύ της συναλλαγματικής ισοτιμίας που εφαρμόσθηκε κατά τη χορήγηση του δανείου και της συναλλαγματικής ισοτιμίας που εφαρμόζεται κατά την αποπληρωμή του, ρήτρας η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, υπόκειται σε έλεγχο ουσίας ή αν τούτο αποκλείεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, καθόσον μια τέτοια ρήτρα αφορά τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως ή της σχέσεως ποιότητας/τιμής της παροχής.

44.      Το Δικαστήριο καλείται γενικότερα να κρίνει αν κάθε στοιχείο της αντιπαροχής που ο οφειλέτης πρέπει να καταβάλει σε χρήμα συνιστά ρήτρα καθορίζουσα το «κύριο αντικείμενο της συμβάσεως» ή αν, πέραν του δανείου, το μόνο στοιχείο που άπτεται του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως είναι η καταβολή των τόκων (πρώτο σκέλος). Στην περίπτωση κατά την οποία επιβεβαιωθεί η δεύτερη υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης κατά πόσον η υποχρέωση καταβολής που απορρέει από τη διαφορά των συναλλαγματικών ισοτιμιών πρέπει να θεωρηθεί μέρος της «αμοιβής», κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 93/13 (δεύτερο σκέλος).

1.      Πρώτο σκέλος: εύρος της έννοιας «κύριο αντικείμενο της συμβάσεως»

45.      Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, με την προπαρατεθείσα απόφαση Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι «κύριες παροχές των συμβάσεων» που συνάπτονται μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή εμπίπτουν στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 (12). Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν εκλήθη να αποφανθεί επί του ζητήματος κατά πόσον η επίμαχη στην εν λόγω υπόθεση ρήτρα αφορούσε πράγματι κύριες παροχές.

46.      Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρέπει να παροράται ότι αρμόδια να προσδιορίζουν τα στοιχεία που άπτονται των κύριων παροχών συγκεκριμένης συμβάσεως είναι, εν τέλει, αποκλειστικώς τα εθνικά δικαστήρια. Η σχετική εκτίμηση προϋποθέτει αναντίρρητα ενδελεχή εξέταση της οικείας συμβάσεως, καθώς και του συνόλου των πραγματικών και νομικών περιστάσεων που περιέβαλαν τη σύναψή της (13).

47.      Εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης η οποία του έχει ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δύναται να εφαρμόζει γενικά κριτήρια για τον προσδιορισμό των εννοιών της οδηγίας 93/13 (14).

48.      Τούτο επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω διότι διαφαίνονται συναφώς διάφορες τάσεις, ιδίως σε σχέση με τη σύναψη συμβάσεων πιστώσεως. Σύμφωνα με μια πρώτη τάση, την οποία ακολουθεί ειδικότερα το Supreme Court (Ηνωμένο Βασίλειο) (15), δεν συντρέχει λόγος διακρίσεως μεταξύ των ουσιωδών στοιχείων της τιμής («core terms») και των επιβαρύνσεων που ενδεχομένως οφείλονται εξαιτίας της παρουσίας ορισμένων όρων («incidental terms») και, συνεπώς, όλες οι σχετικές με την παροχή υποχρεώσεις καταβολής πληρούν τα κριτήρια της προβλεπόμενης από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 εξαιρέσεως. Αντιθέτως, τα γερμανικά δικαστήρια, καθώς και η κρατούσα στη γερμανική θεωρία άποψη φαίνεται να υιοθετούν συναφώς μια πολύ στενότερη προσέγγιση (16).

49.      Κατά την άποψή μου, για τον προσδιορισμό του κυρίου αντικειμένου συμβάσεως, ο δικαστής καλείται να κρίνει, σε εκάστη των περιπτώσεων, ποια ή ποιες είναι οι ουσιώδεις παροχές οι οποίες πρέπει αντικειμενικώς να θεωρούνται ουσιώδεις στο πλαίσιο της οικονομίας της συμβάσεως. Η εκτίμηση αυτή, η οποία δεν μπορεί να νοείται κατά τρόπο αφηρημένο, δεν πρέπει να περιορίζεται σε εξέταση των παραμέτρων που προσδιορίζουν συγκεκριμένη σύμβαση σε σχέση με το εθνικό δίκαιο, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες που εκπορεύονται από τους ίδιους τους όρους της συμβάσεως.

50.      Εξάλλου, το κύριο αντικείμενο συμβάσεως εμπερικλείει, εν γένει, πλείονες άρρηκτα συνδεδεμένες πτυχές και, συνεπώς, μια τέτοια σύμβαση δεν δύναται να ορισθεί επαρκώς με αναφορά σε μέρος της υπηρεσίας ή του αγαθού που αυτή αφορά.

51.      Προς περαιτέρω αποσαφήνιση της θέσεώς μου θα φέρω ως παράδειγμα τη σύμβαση πωλήσεως αυτοκινήτου. Το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως δεν αφορά οιοδήποτε όχημα, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται όχημα συγκεκριμένης μάρκας, το οποίο διαθέτει ορισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά και ανταποκρίνεται σε ορισμένα αισθητικά κριτήρια.

52.       Προκειμένου για σύμβαση παροχής υπηρεσιών, θα μπορούσε να αναφερθεί ως παράδειγμα η σύμβαση οργανωμένου ταξιδίου που συνάπτεται μεταξύ καταναλωτή και ταξιδιωτικού πράκτορα. Εάν κριθεί κατά τρόπο αφηρημένο, υπό το πρίσμα του ισχύοντος εθνικού δικαίου και της πρακτικής, ότι μέρος του πυρήνα της συμβάσεως αποτελούν αναμφισβήτητα όχι μόνον οι υπηρεσίες μεταφοράς, αλλά ομοίως οι συνομολογηθείσες υπηρεσίες ενδιαιτήσεως, δεν δύναται να γίνει δεκτό ότι μία εκ των δύο αυτών πτυχών υπερτερεί της άλλης ή έχει δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με την άλλη. Αμφότερες αποτελούν αναμφισβήτητα μέρος του κυρίου αντικειμένου της οικείας συμβάσεως.

53.      Επιπροσθέτως, προκειμένου να αποφανθεί ότι συμβατική ρήτρα δεν εμπερικλείεται στο κύριο αντικείμενο της συμβάσεως, ο επιλαμβανόμενος της υποθέσεως εθνικός δικαστής θα πρέπει να εξακριβώνει, ανά περίπτωση, αν η ρήτρα αυτή συμβάλλει αντικειμενικώς, με οιονδήποτε τρόπο, στον καθορισμό, από νομικής ή εμπορικής πλευράς, των ουσιωδών χαρακτηριστικών του εν λόγω αντικειμένου. Αποτελεί, επομένως, έργο του δικαστή να εξακριβώσει αν η εν λόγω ρήτρα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των παροχών που ορίζουν τη σύμβαση, υπό την έννοια ότι, ελλείψει της ρήτρας αυτής, η σύμβαση απολλύει ένα εκ των θεμελιωδών χαρακτηριστικών της ή δεν δύναται να εκτελεσθεί βάσει των λοιπών συμβατικών όρων.

54.      Εν προκειμένω, προκειμένου να παρασχεθεί λυσιτελής απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, επιβάλλεται η παροχή των στοιχείων που καθιστούν δυνατή την εξακρίβωση των πτυχών που συνιστούν τις «κύριες παροχές» συμβάσεως πιστώσεως.

55.      Σε συνέχεια των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, επισημαίνεται ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον τα στοιχεία που αντλούνται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, αλλά ομοίως τα στοιχεία που απορρέουν από τους ίδιους τους όρους της οικείας συμβάσεως.

56.      Ως σύμβαση καταναλωτικής πίστεως δύναται εν γένει να ορισθεί η σύμβαση δυνάμει της οποίας ο δανειστής χορηγεί στον οφειλέτη συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, το οποίο ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει, προκειμένου για έντοκο δάνειο, εντόκως.

57.      Ο ορισμός αυτός αντιστοιχεί εν πολλοίς στον ορισμό που υιοθετείται από το δίκαιο της Ένωσης, επί παραδείγματι με την οδηγία 2008/48/EΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως (17), αλλά και στον ορισμό που έχει καθιερωθεί στο οικείο εθνικό δίκαιο, εν προκειμένω στο ουγγρικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 523, παράγραφος 1, του ουγγρικού Αστικού Κώδικα, με τη σύμβαση δανείου ο χρηματοπιστωτικός φορέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να θέσει στη διάθεση του οφειλέτη συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, το οποίο ο οφειλέτης υποχρεούται να αποδώσει κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση. Στο άρθρο 523, παράγραφος 2, του ουγγρικού Αστικού Κώδικα αναφέρεται ρητώς ως αντάλλαγμα μόνον η καταβολή τόκων.

58.      Εάν το ονομαστικό επιτόκιο αποτελεί μέρος αυτού καθ’ εαυτόν του πυρήνα της συμβάσεως πιστώσεως, τι συμβαίνει με μηχανισμό ο οποίος επιτρέπει στον δανειστή να υπολογίζει τις δόσεις βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας ξένου νομίσματος;

59.      Δύναται βεβαίως να υποστηριχθεί η άποψη ότι ο όρος «ρήτρα καθορίζουσα το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως» πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ιδιαιτέρως στενό και ότι, ως εκ τούτου, στην περίπτωση συμβάσεως πιστώσεως δεν δύναται να θεωρείται μέρος του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως κάθε στοιχείο της αντιπαροχής που ο οφειλέτης οφείλει να καταβάλει σε χρήμα στο πλαίσιο της οικείας συμφωνίας. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να νοηθεί διάκριση μεταξύ των συμβατικών διατάξεων που σχετίζονται με τον καθορισμό του επιτοκίου, το οποίο συνδέεται με το κύριο αντικείμενο, και των διατάξεων οι οποίες αφορούν, δεδομένου του μηχανισμού δανεισμού που εφαρμόσθηκε εν προκειμένω, χρεώσεις δευτερεύοντος ή παρεπόμενου χαρακτήρα.

60.      Εντούτοις, καίτοι η εν λόγω γενική εκτίμηση δυσχερώς θα μπορούσε να αμφισβητηθεί προκειμένου για σύμβαση πιστώσεως εν ευρεία εννοία, φρονώ ότι αυτή δεν ισχύει για όλες τις περιπτώσεις και, ιδιαιτέρως, προκειμένου για σύμβαση πιστώσεως η οποία ορίζεται ως «σύμβαση ενυπόθηκου δανείου σε ξένο νόμισμα».

61.      Εφόσον γίνει δεκτό ότι στην έννοια του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως εμπίπτει κάθε στοιχείο που τα μέρη όρισαν, λαμβανομένων υπόψη των σαφών όρων της συμβάσεως, ως τέτοιο, καθόσον η έννοια αυτή εμπερικλείει το σύνολο των ουσιωδών υποχρεώσεων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως αντιπαροχή της παρεχόμενης υπηρεσίας ή των παρεχόμενων υπηρεσιών (18), εκτιμώ ότι δυσχερώς θα μπορούσε να υποστηριχθεί ο περιορισμός του αντικειμένου της συμβάσεως αποκλειστικώς στις διατάξεις που σχετίζονται με τον καθορισμό του ονομαστικού επιτοκίου.

62.      Προκειμένου για δάνειο συνομολογηθέν σε ξένο νόμισμα, η ορίζουσα τις εφαρμοστέες συναλλαγματικές ισοτιμίες ρήτρα εμπερικλείεται, κατά πάσα πιθανότητα, στο κύριο αντικείμενο της συμβάσεως, καθόσον αποτελεί πιθανότατα ουσιώδη παράμετρό της, αφού, ελλείψει της εν λόγω ρήτρας, η εκτέλεση της συμβάσεως διακυβεύεται (19). Κατά την άποψή μου, η ρήτρα αυτή διαφέρει σαφώς από τον επίμαχο στην υπόθεση Invitel (20) μηχανισμό τροποποιήσεως των χρεώσεων για έξοδα εμβάσματος ή από τη ρήτρα περί επιτοκίου υπερημερίας την οποία αφορούσε η προπαρατεθείσα απόφαση Banco Español de Crédito.

63.      Συγκεκριμένα, ο μηχανισμός δανείου σε ξένο νόμισμα εμπερικλείει διάφορες επιμέρους πτυχές οι οποίες είναι, κατ’ αρχήν, άρρηκτα συνδεδεμένες. Πρώτον, το δάνειο, καίτοι στην πράξη καταβληθέν και αποπληρούμενο στο εγχώριο νόμισμα, έχει, εν πάση περιπτώσει, συνομολογηθεί σε ξένο νόμισμα. Δεύτερον, το εφαρμοστέο επιτόκιο, το οποίο εφαρμόζεται επί του ποσού του συνομολογηθέντος σε ξένο νόμισμα δανείου, είναι εν γένει χαμηλότερο εκείνου που εφαρμόζεται επί δανείου συνομολογούμενου στο εγχώριο νόμισμα. Τρίτον, οι δόσεις του δανείου καταβάλλονται στο εγχώριο νόμισμα βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας που ισχύει κατά τον χρόνο των καταβολών (21).

64.      Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρεί την άποψη ότι, λαμβανομένης υπόψη της επιταγής περί προστασίας των καταναλωτών, ο εθνικός δικαστής οφείλει, στο μέτρο του δυνατού, να αποδίδει στο κύριο αντικείμενο της συμβάσεως εννοιολογικό περιεχόμενο σχετικώς περιορισμένο. Η προσέγγιση που πρέπει να προκρίνεται ως προς τον ορισμό της κατ’ άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έννοιας του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως πρέπει να οδηγεί στον αποκλεισμό των διατάξεων με δευτερεύοντα ή επουσιώδη ρόλο στην οικονομία της συμβάσεως και όχι των διατάξεων οι οποίες αφορούν μία ή περισσότερες εκ των ουσιωδών παροχών που χαρακτηρίζουν τη σύμβαση.

65.      Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι, προκειμένου για σύμβαση δανείου όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν δύναται να αποκλεισθεί ότι η καθορίζουσα την εφαρμοστέα συναλλαγματική ισοτιμία ρήτρα αποτελεί, στον βαθμό κατά τον οποίο συνιστά έναν εκ των πυλώνων της συνομολογηθείσας σε ξένο νόμισμα συμβάσεως, μέρος του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως.

66.      Για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν υιοθετήσει την ανωτέρω πρόταση, επιβάλλεται να εξετασθεί κατά πόσον η υποχρέωση καταβολής που απορρέει από την απόκλιση μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πωλήσεως του ξένου νομίσματος δύναται να θεωρηθεί στοιχείο συνδεόμενο με τη σχέση ποιότητας/τιμής της παρεχόμενης υπηρεσίας.

2.      Δεύτερο σκέλος: δύναται η απόκλιση μεταξύ της τιμής πωλήσεως και της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος να θεωρηθεί στοιχείο συνδεόμενο με την οφειλόμενη στον δανειστή αμοιβή;

67.      Εν προκειμένω, μια επιφανειακή προσέγγιση θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη πρακτική αφορά κατ’ ανάγκην στοιχείο της τιμής και ότι, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να υποβληθεί σε έλεγχο ουσίας, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, μόνον αν η διατύπωση της επίμαχης ρήτρας δεν ήταν σαφής και κατανοητή.

68.      Δεν πρέπει εντούτοις να παροράται ότι δεν αποκλείονται του ελέγχου όλα τα στοιχεία της τιμής, αλλά αποκλειστικώς η συμμετρία μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή των αγαθών που παρέχονται ως αντάλλαγμα, αφετέρου. Όπως προκύπτει από την έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή της οδηγίας 93/13 (22), οι ρήτρες που καθορίζουν τον τρόπο υπολογισμού ή τους όρους τροποποιήσεως της τιμής υπόκεινται πλήρως στον προβλεπόμενο από την εν λόγω οδηγία έλεγχο.

69.      Εκτιμώ ότι η δεύτερη περίπτωση αποκλεισμού που προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι δυνατή η κατάφαση μιας σχεδόν μαθηματικής σχέσεως μεταξύ της ποιότητας της παροχής και της αμοιβής, περιπτώσεις στην πράξη εξαιρετικά σπάνιες ελλείψει σχετικής κλίμακας (23).

70.      Προκειμένου για συμβατικές ρήτρες συμβάσεως δανείου συνομολογηθέντος σε ξένο νόμισμα, η οποία προβλέπει ότι κατά τον χρόνο χορηγήσεως του δανείου εφαρμόζεται η τιμή αγοράς του ξένου νομίσματος, ενώ κατά τον χρόνο αποπληρωμής του η τιμή πωλήσεως του ξένου νομίσματος, η προβληματική έχει ως ακολούθως.

71.      Εάν, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης, η τράπεζα δεν παρέχει στον πελάτη ιδιαίτερη υπηρεσία, ενώ η αναφορά στο ξένο νόμισμα αποτελεί αποκλειστικώς πρότυπο μέτρο αξίας, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω απόκλιση μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πωλήσεως του ξένου νομίσματος δεν συνιστά ανάλογη αντιπαροχή και ότι χωρεί εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα της αντίστοιχης συμβατικής ρήτρας. Στη διαφορετική περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται ότι υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ, αφενός, της αποκλίσεως μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πωλήσεως και, αφετέρου, της ποιότητας της παροχής, ενδεχόμενο που θα πρέπει μάλλον να αποκλεισθεί λαμβανομένου υπόψη του κυμαινόμενου χαρακτήρα της εν λόγω αποκλίσεως, οι σχετικοί με την εν λόγω απόκλιση όροι δεν δύνανται να υποβληθούν σε έλεγχο καταχρηστικότητας.

72.      Λαμβανομένης υπόψη της προεκτεθείσας συλλογιστικής, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει επί του πρώτου ερωτήματος την απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση δανείου το οποίο έχει συνομολογηθεί σε ξένο νόμισμα, πλην όμως στην πραγματικότητα έχει καταβληθεί στο εγχώριο νόμισμα και πρέπει να αποπληρωθεί από τον καταναλωτή αποκλειστικώς στο εγχώριο νόμισμα, η συμβατική ρήτρα που ορίζει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, η οποία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, δύναται να θεωρηθεί ως συναρτώμενη με το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως, οσάκις προκύπτει με σαφήνεια από τη σύμβαση ότι η εν λόγω ρήτρα συνιστά ουσιώδη παράμετρό της. Αντιθέτως, η απόκλιση μεταξύ της τιμής πωλήσεως και της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος δεν δύναται να θεωρηθεί αμοιβή της οποίας η αντιστοιχία προς την παρεχόμενη υπηρεσία δεν δύναται να υποβληθεί σε έλεγχο καταχρηστικότητας.

       Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος: επιταγή περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως των ρητρών οι οποίες, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, εκφεύγουν του ελέγχου καταχρηστικότητας

73.      Η απάντηση επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά την προβλεπόμενη από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 επιταγή περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως, έχει νόημα μόνον εάν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι επί του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση. Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, προκειμένου για σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι οι ρήτρες που ορίζουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που εφαρμόζονται για τη χορήγηση και την αποπληρωμή του δανείου άπτονται πράγματι του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως.

74.      Κατ’ αρχάς, προ της προσεγγίσεως της ουσίας του υποβληθέντος ερωτήματος, επιβάλλεται η επισήμανση ότι αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να εξετάσει εάν η επιταγή περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως ισχύει ομοίως στην περίπτωση κατά την οποία αυτή δεν έχει περιληφθεί στις εθνικές διατάξεις.

75.      Όπως, συγκεκριμένα, τονίζει το αιτούν δικαστήριο, η εναγομένη είχε υποστηρίξει ότι το επιληφθέν της διαφοράς δικαστήριο δεν είχε την εξουσία να εξετάσει εάν οι επίμαχες ρήτρες ήταν διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εφόσον κατά την ημερομηνία καταρτίσεως της επίμαχης συμβάσεως πιστώσεως η εν λόγω επιταγή δεν είχε περιληφθεί στο άρθρο 209, παράγραφος 4, του ουγγρικού Αστικού Κώδικα.

76.      Συναφώς, φρονώ ότι από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου περί της υποχρεώσεως σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας, υποχρεώσεως η οποία επιβάλλεται ομοίως στα εθνικά δικαστήρια επί οριζόντιας διαφοράς (24), προκύπτει με αρκετή σαφήνεια ότι το εθνικό δικαστήριο που καλείται να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο οφείλει να το πράξει κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας 93/13, προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο από αυτήν αποτέλεσμα (25).

77.      Η εν λόγω υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο διότι το Δικαστήριο έχει τονίσει τη σημασία της επιταγής περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως, η οποία αποτυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, κρίνοντας ότι, προκειμένου να εξασφαλισθεί στην πράξη η επίτευξη των επιδιωκόμενων από την οδηγία 93/13 σκοπών προστασίας των καταναλωτών, η μεταφορά του εν λόγω άρθρου 4, παράγραφος 2, πρέπει να είναι πλήρης, ούτως ώστε η απαγόρευση του ελέγχου καταχρηστικότητας να καταλαμβάνει αποκλειστικώς τις ρήτρες που είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό (26).

78.      Εξ αυτού συνάγεται ότι ο επιληφθείς της διαφοράς εθνικός δικαστής δύναται (και δη υποχρεούται) να εξακριβώσει εάν οι επίμαχες ρήτρες ανταποκρίνονται στην κατ’ άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 επιταγή περί διαφάνειας, τούτο δε ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν κατά τον χρόνο καταρτίσεως της επίμαχης συμβάσεως δανείου η εν λόγω επιταγή είχε μεταφερθεί ρητώς στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

79.      Δεύτερον, ανακύπτει το ερώτημα εάν η επιταγή κατά την οποία, προκειμένου να μπορούν να εκφύγουν του ελέγχου καταχρηστικότητας, οι ρήτρες που αφορούν το κύριο αντικείμενο ή τη σχέση ποιότητας/τιμής πρέπει να είναι «σαφείς και κατανοητές» αφορά αποκλειστικώς την τυπική και γλωσσική πτυχή της ρήτρας ή εάν, γενικότερα, η εν λόγω επιταγή αφορά ομοίως τις οικονομικές συνέπειες της εφαρμογής της επίμαχης συμβατικής ρήτρας ή τη σχέση της με άλλες ρήτρες.

80.      Κατ’ επέκταση των όσων επισημάνθηκαν ανωτέρω, φρονώ ότι, ενώ η προστασία του καταναλωτή, ως ασθενούς μέρους, επιβάλλει κατ’ ανάγκην σαφή και αντικειμενική ερμηνεία των περιλαμβανόμενων στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 εννοιών «κύριο αντικείμενο» και «τιμή», αυτή υπαγορεύει, παράλληλα, τη διασταλτική ερμηνεία της επιταγής περί διαφάνειας. Όπως τόνισε η Επιτροπή, ο καταναλωτής ενδέχεται, λαμβανομένης υπόψη της ασθενέστερης θέσεως στην οποία βρίσκεται έναντι του επαγγελματία ως προς τον βαθμό ενημερώσεως, να αντιμετωπίζει δυσκολίες στην ορθή εκτίμηση των συνεπειών ορισμένων συμβατικών ρητρών, παρά το γεγονός ότι αυτές, από γλωσσικής απόψεως, είναι διατυπωμένες με σαφήνεια.

81.      Συνεπώς, η εξέταση του σαφούς και κατανοητού χαρακτήρα ρήτρας δεν θα πρέπει να περιορίζεται στην αμιγώς γραμματική πτυχή της. Ο σαφής και κατανοητός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας πρέπει να αξιολογείται με κριτήριο τον βαθμό κατά τον οποίο αυτή παρέχει στον καταναλωτή τις πληροφορίες βάσει των οποίων αυτός θα είναι σε θέση να σταθμίσει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της συνάψεως της δεδομένης συμβάσεως, καθώς και τους κινδύνους που η συγκεκριμένη πράξη εμπερικλείει. Ο καταναλωτής θα πρέπει να κατανοεί όχι μόνον το περιεχόμενο της ρήτρας, αλλά ομοίως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν (27).

82.      Επιπροσθέτως, κατά την άποψή μου, η ερμηνεία αυτή βρίσκει στέρεο έρεισμα στην πλέον πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου.

83.      Συγκεκριμένα, με την απόφαση RWE Vertrieb (28), η οποία αφορούσε μεταξύ άλλων την ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 93/13, το οποίο επιβάλλει στους επαγγελματίες την υποχρέωση διατυπώσεως των συμβατικών ρητρών που προτείνονται στους καταναλωτές «με σαφή και κατανοητό τρόπο», το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι αποτελούσε έργο του αιτούντος δικαστηρίου να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, εάν ο καταναλωτής ήταν σε θέση να προβλέψει τις χρεώσεις με τις οποίες ενδέχετο να επιβαρυνθεί.

84.      Μολονότι, βεβαίως, η εν λόγω νομολογιακή θέση αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 93/13, εκτιμώ ότι αυτή ισχύει κατά μείζονα λόγο προκειμένου για την επιταγή διαφάνειας του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, καθώς η διάταξη αυτή έχει το σημαντικό αποτέλεσμα να εξαιρεί από τον έλεγχο καταχρηστικότητας ορισμένους συμβατικούς όρους. Φρονώ, συγκεκριμένα, ότι η υπέρμετρη συρρίκνωση των σχετικών με τον σαφή και κατανοητό χαρακτήρα της οικείας ρήτρας επιταγών οι οποίες ασκούν επιρροή επί του ουσιαστικού ελέγχου και την τήρηση των οποίων είναι αρμόδιο να διαπιστώσει το εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, θα πρέπει να αποφεύγεται.

85.      Επιστρέφοντας στην υπόθεση της κύριας δίκης, εκτιμώ, άνευ προθέσεως να προδικάσω το αποτέλεσμα της εξετάσεως για την οποία είναι αρμόδιος ο εθνικός δικαστής, ότι από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, από αμιγώς γλωσσικής απόψεως, οι συμβατικοί όροι για τη συναλλαγματική ισοτιμία που εφαρμόσθηκε, αντιστοίχως, κατά την αποδέσμευση και κατά την αποπληρωμή του δανείου είναι διατυπωμένοι με σαφήνεια. Το σημείο I/1 της επίμαχης συμβάσεως ορίζει ότι «το ύψος του δανείου σε ξένο νόμισμα προσδιορίζεται βάσει της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος που εφαρμόζει η τράπεζα κατά τον χρόνο αποδεσμεύσεως των κεφαλαίων». Επιπροσθέτως, κατά το σημείο III/2 της ιδίας συμβάσεως, «ο δανειστής καθορίζει το ποσό εκάστης των οφειλόμενων δόσεων σε HUF βάσει της τιμής πωλήσεως του [ξένου] νομίσματος που είχε εφαρμόσει η τράπεζα την προηγουμένη της ημέρας κατά την οποία η δόση κατέστη ληξιπρόθεσμη».

86.      Ενώ, όμως, οι εν λόγω όροι δύνανται να χαρακτηρισθούν σαφείς, αμφιβολίες δύνανται να εκφρασθούν περί του κατά πόσον αυτοί είναι στο σύνολό τους κατανοητοί. Συγκεκριμένα, ανακύπτει το εύλογο ερώτημα κατά πόσον ο συγκεκριμένος καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να αξιολογήσει τις ακριβείς οικονομικές συνέπειες που η ρήτρα της συμβάσεως πιστώσεως η οποία αναφέρεται στην τιμή αγοράς του ξένου νομίσματος (και όχι στην τιμή πωλήσεώς του) έχει επί των ποσών που ο ίδιος θα κληθεί, εν τέλει, να καταβάλει.

87.      Μολονότι, εν αντιθέσει προς την άποψη που φαίνεται να υποστηρίζει η Επιτροπή, ο καταναλωτής ήταν σε σημαντικότατο βαθμό σε θέση να αξιολογήσει τον κίνδυνο στον οποίο ήταν εκτεθειμένος σε σχέση με την εκπεφρασμένη στο εγχώριο νόμισμα οφειλή του σε περίπτωση ανόδου της τρέχουσας αξίας του ξένου νομίσματος αναφοράς, δεδομένου ότι η συναφθείσα σύμβαση δανείου είχε συνομολογηθεί ακριβώς στο εν λόγω ξένο νόμισμα, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι ο καταναλωτής ήταν σε θέση να κατανοήσει, ελλείψει οιασδήποτε συναφούς επεξηγήσεως περιλαμβανομένης στο κείμενο της συμβάσεως ή παρασχεθείσας κατά τη σύναψή της, τους λόγους για τους οποίους οι δόσεις έπρεπε να υπολογίζονται βάσει της τιμής πωλήσεως του ξένου νομίσματος και δη όταν κατά τον χρόνο χορηγήσεως του δανείου είχε εφαρμοσθεί η τιμή αγοράς του ξένου νομίσματος.

88.      Πράγματι, πόσοι καταναλωτές, ακόμη και ευλόγως επιμελείς και ενημερωμένοι, είναι σε θέση να κατανοήσουν πλήρως τη διαφορά μεταξύ της τιμής πωλήσεως και της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος; Εν αντιθέσει προς ό,τι παρατηρείται εν γένει στην αγορά των κινητών αξιών, η αγορά και η πώληση ξένων νομισμάτων λειτουργούν ανά ζεύγος («cross») και πραγματοποιούνται σε συνάρτηση με άλλο νόμισμα. Επομένως, δεν υφίσταται μία μόνο συναλλαγματική ισοτιμία όψεως («spot»), αλλά δύο (29). Η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πωλήσεως ξένου νομίσματος («spread»), η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον αριθμό και την ποιότητα των παρεμβαινόντων σε συγκεκριμένη αγορά, ενδέχεται να είναι σημαντική. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία κατέχουν εν γένει οι επαγγελματίες του τραπεζικού και χρηματοοικονομικού τομέα και των οικείων κύκλων, δεν είναι κατ’ ανάγκην γνωστά στον μέσο καταναλωτή (30).

89.      Αποτελεί εντούτοις έργο του εθνικού δικαστηρίου να εξακριβώσει εάν, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που οι επαγγελματίες παρέσχον στον καταναλωτή προ της συνάψεως της συμβάσεως, ο καταναλωτής ήταν σε θέση να αξιολογήσει τις ακριβείς συνέπειες της αναφοράς στην τιμή αγοράς (και όχι στην τιμή πωλήσεως) του ξένου νομίσματος.

90.      Εν προκειμένω, το επιληφθέν δικαστήριο καλείται να κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη τα αντικειμενικά στοιχεία που παρασχέθηκαν κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως, αν ο καταναλωτής ήταν σε θέση να κατανοήσει ότι, πέραν των τόκων και των κινδύνων που συνεπαγόταν κατ’ ανάγκην η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του εγχώριου νομίσματος (στο οποίο πραγματοποιούσε την αποπληρωμή του δανείου) και του ξένου νομίσματος αναφοράς, επιβαρυνόταν, εν αγνοία του, με πρόσθετο κόστος λόγω της διαφοράς μεταξύ της τιμής πωλήσεως και της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος.

91.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων και εφόσον επί του πρώτου ερωτήματος δοθεί καταφατική απάντηση, η απάντηση που προτείνεται επί του δευτέρου ερωτήματος είναι ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αποτελεί έργο του αιτούντος δικαστηρίου να εξετάσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα των οικείων συμβατικών ρητρών, αφού αυτές δεν είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, τούτο δε βάσει σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του ισχύοντος κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως εθνικού δικαίου. Κατά την εξέταση του σαφούς και κατανοητού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως και, ιδίως, οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν στον καταναλωτή κατά τη σύναψη της συμβάσεως, ενώ ο έλεγχος των ρητρών δεν πρέπει να περιορίζεται σε αυστηρώς τυπικό και γλωσσικό επίπεδο, άλλα πρέπει να εκτείνεται στη δυνατότητα ακριβούς αξιολογήσεως των οικονομικών συνεπειών των εν λόγω ρητρών, καθώς και στις ενδεχόμενες μεταξύ τους σχέσεις.

 Δ –      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος: εξουσίες του εθνικού δικαστή για αντικατάσταση ή τροποποίηση ρήτρας χαρακτηρισθείσας ως καταχρηστικής

92.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το επιληφθέν της υποθέσεως εφετείο, αφού απεφάνθη υπέρ του καταχρηστικού χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας η οποία προέβλεπε υπολογισμό των δόσεων κατ’ εφαρμογήν της διαφοράς μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πωλήσεως του ξένου νομίσματος αναφοράς, αποφάσισε, βάσει του άρθρου 237, παράγραφος 2, του ουγγρικού Αστικού Κώδικα (31), να προβεί σε τροποποίηση της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως δανείου και να επιβάλει τον υπολογισμό των δόσεων αποπληρωμής του δανείου βάσει της εφαρμοζόμενης από την τράπεζα τιμής αγοράς.

93.      Η τροποποίηση στην οποία προέβη το εφετείο εγείρει το ερώτημα κατά πόσον μια τέτοια λύση είναι σύμφωνη με τη λύση που προκρίθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Banco Español de Crédito.

94.      Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω υποθέσεως, το Δικαστήριο είχε μεταξύ άλλων κληθεί να αποφανθεί επί του ζητήματος αν προσκρούει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία επιτρέπει στον εθνικό δικαστή, οσάκις αυτός διαπιστώνει την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, να συμπληρώνει την εν λόγω σύμβαση τροποποιώντας το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ρήτρας.

95.      Το Δικαστήριο απάντησε καταφατικώς επί του εν λόγω ερωτήματος, βασιζόμενο στο γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 και, γενικότερα, στους σκοπούς και την οικονομία της εν λόγω οδηγίας. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι ενδεχόμενη αναγνώριση της ευχέρειας αναθεωρήσεως του περιεχομένου καταχρηστικών ρητρών θα μπορούσε να υπονομεύσει την επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13. Κατά το Δικαστήριο, μια τέτοια ευχέρεια θα συνέτεινε στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού αποτελέσματος που έχει έναντι των επαγγελματιών η απλή και απόλυτη μη εφαρμογή τέτοιων καταχρηστικών ρητρών επί των καταναλωτών, στον βαθμό κατά τον οποίο θα εξακολουθούσε να τους εμβάλλει στον πειρασμό να χρησιμοποιούν τέτοιες ρήτρες, αφού αυτοί θα γνώριζαν ότι, ακόμα και αν οι ρήτρες κηρυχθούν άκυρες, η σύμβαση θα μπορεί να συμπληρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο ώστε να εξασφαλίζεται το συμφέρον τους. Ως εκ τούτου, ενδεχόμενη αναγνώριση της εν λόγω ευχέρειας στον εθνικό δικαστή δεν θα ήταν αυτή καθ’ εαυτήν σε θέση να εξασφαλίσει στον καταναλωτή προστασία εξίσου αποτελεσματική με εκείνη που συνεπάγεται η μη εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών (32).

96.      Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμη η επισήμανση ότι η κατεύθυνση την οποία ακολούθησε το Δικαστήριο σκοπούσε στην αποκατάσταση της συμβατικής ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών στην περίπτωση κατά την οποία η επίμαχη σύμβαση μπορούσε κατ’ αρχήν να εξακολουθήσει να υφίσταται «δίχως άλλη τροποποίηση πλην της προκύπτουσας από την απάλειψη των καταχρηστικών ρητρών, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου, η συνέχιση της σύμβασης είναι νομικώς εφικτή» (σκέψη 65 της αποφάσεως).

97.      Επιπροσθέτως, η επιβολή στον δικαστή της απαγορεύσεως να αναθεωρεί το περιεχόμενο ρήτρας την οποία αυτός χαρακτηρίζει καταχρηστική και, αντιστοίχως, η επιβολή της υποχρεώσεως απλού αποκλεισμού της εφαρμογής της εν λόγω ρήτρας αφορά την περίπτωση κατά την οποία η απαλοιφή της επίμαχης ρήτρας, ρήτρας η οποία έχει επικουρικό χαρακτήρα στην οικονομία της συμβάσεως, δεν διακυβεύει την ύπαρξη της εν λόγω συμβάσεως και δεν αποδεικνύεται επιζήμια για τον καταναλωτή.

98.      Η περίπτωση αυτή διαφέρει από την περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας η απαλοιφή της κριθείσας ως καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας συνεπάγεται αδυναμία συνεχίσεως της εκτελέσεως της συμβάσεως, γεγονός που έχει, εν τέλει, ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή. Συγκεκριμένα, η απαλοιφή των συμβατικών όρων που σχετίζονται με την εφαρμοστέα συναλλαγματική ισοτιμία θα καθιστούσε αδύνατη την εκτέλεση της συμβάσεως πιστώσεως. Επιπροσθέτως, ο καταναλωτής θα έπρεπε κατά πάσα πιθανότητα να αποπληρώσει άμεσα το ανεξόφλητο ποσό του δανείου. Εφόσον ο καταναλωτής αδυνατεί κατ’ αρχήν να προβεί σε άμεση εξόφληση, ο δανειστής θα κινούσε τη διαδικασία ικανοποιήσεώς του διά του ενυπόθηκου ακινήτου.

99.      Επιπλέον, εκτιμώ ότι η επέκταση της νομολογιακής θέσεως του Δικαστηρίου επί της δυνατότητας του εθνικού δικαστή να αντικαθιστά την άκυρη καταχρηστική ρήτρα με εθνικές διατάξεις ενδοτικού δικαίου δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε σκόπιμη.

100. Φρονώ ότι ο εθνικός δικαστής δεν θα έπρεπε, κατ’ αρχήν, να εμποδίζεται να απαλείφει, κατ’ εφαρμογήν αρχών του δικαίου των συμβάσεων, καταχρηστική ρήτρα, αντικαθιστώντας την με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, η αντικατάσταση με διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία θεωρείται ότι δεν περιέχει καταχρηστικές ρήτρες (33) και η οποία δύναται να έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της συμβάσεως παρά την απαλοιφή της επίμαχης ρήτρας, συμβάσεως η οποία εξακολουθεί, ως εκ τούτου, να δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη, συμπορεύεται, κατά την άποψή μου, με τους σκοπούς του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

101. Ο σκοπός που ο νομοθέτης της Ένωσης επιδιώκει στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13 συνίσταται στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών και, παράλληλα, στη διατήρηση, κατ’ αρχήν, του κύρους της συμβάσεως ως όλου και όχι στην ακύρωση όλων των συμβάσεων που περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες (34).

102. Αντιθέτως, αν μια τέτοια αντικατάσταση απαγορευόταν και ο δικαστής ήταν υποχρεωμένος να ακυρώσει τη σύμβαση, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής της ακυρότητας θα διακυβευόταν. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ακύρωση συνεπάγεται κατά κανόνα το απαιτητό του συνόλου του οφειλόμενου ποσού του δανείου, συνέπεια η οποία ενδέχεται να υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή και, ως εκ τούτου, να λειτουργεί περισσότερο προς τιμωρία του ιδίου παρά του δανειστή επαγγελματία, ο οποίος, δεδομένης της εν λόγω συνέπειας, δεν θα είχε κίνητρο να αποφεύγει την εισαγωγή τέτοιων ρητρών στις συμβάσεις του.

103. Υπό τις συνθήκες αυτές, μια «επικύρωση» της συμβάσεως διά της αντικαταστάσεως της καταχρηστικής ρήτρας με διάταξη ενδοτικού δικαίου, εφόσον τούτο είναι εφικτό δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου, στοιχείο που καλείται να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο, κρίνεται αναγκαία για την αποκατάσταση της πραγματικής ισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων και για την εξασφάλιση, με τον τρόπο αυτόν, της προστασίας του καταναλωτή έναντι των καταχρηστικών ρητρών, κύριου σκοπού της οδηγίας 93/13, μέσω της διαφυλάξεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας του μηχανισμού προστασίας που καθιερώνει η εν λόγω οδηγία.

104. Μολονότι είναι σαφές ότι το εν λόγω ζήτημα δεν υπεβλήθη άμεσα και συγκεκριμένα στην κρίση του Δικαστηρίου ούτε συζητήθηκε, ως εκ τούτου, από τους διαδίκους (35), κρίνεται σημαντική η επισήμανση ότι η εν λόγω εξουσία αντικαταστάσεως δεν θα πρέπει να είναι απεριόριστη: η παρέμβαση του δικαστή πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να σκοπεί στην αποκατάσταση, σε ορισμένο βαθμό, της ισότητας μεταξύ των επαγγελματιών και των καταναλωτών με τους οποίους αυτοί συμβάλλονται (36).

105. Η ευχέρεια αυτή δεν θα πρέπει να οδηγεί σε ανατροπή της συμβατικής ισορροπίας με παρέμβαση της κρατικής αρχής σε μεταγενέστερο της συνάψεως της συμβάσεως χρόνο. Είναι απολύτως σαφές ότι η σύμβαση εξακολουθεί κατ’ αρχήν να διέπεται από την ισχύουσα κατά τον χρόνο συνάψεώς της νομοθεσία και ότι οιαδήποτε παρέμβαση τρίτου, συμπεριλαμβανομένου του Κράτους κατά την άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας του, πρέπει να επιχειρείται με σύνεση, ως εν δυνάμει ικανή να θίξει τη συμβατική ελευθερία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό ο οποίος αποτελεί απόρροιά της (37).

106. Η απάντηση που προτείνεται επί του τρίτου ερωτήματος είναι ότι, μολονότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ο εθνικός δικαστής δεν δύναται να θεραπεύσει την ακυρότητα, έναντι του καταναλωτή, καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, ουδόλως εμποδίζεται να εφαρμόσει αυτός εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ικανή να αντικαταστήσει την άκυρη συμβατική ρήτρα, εφόσον, δυνάμει των κανόνων του εθνικού δικαίου, η σύμβαση δύναται να εξακολουθήσει να υφίσταται νομικώς μετά την απαλοιφή της καταχρηστικής ρήτρας.

IV – Πρόταση

107. Λαμβανομένης υπόψη της προεκτεθείσας αναλύσεως, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει επί των υποβληθέντων από το Kúria ερωτημάτων τις ακόλουθες απαντήσεις:

1)      Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση δανείου το οποίο έχει συνομολογηθεί σε ξένο νόμισμα, πλην όμως στην πραγματικότητα έχει καταβληθεί στο εγχώριο νόμισμα και πρέπει να αποπληρωθεί από τον καταναλωτή αποκλειστικώς στο εγχώριο νόμισμα, η συμβατική ρήτρα που ορίζει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, η οποία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, δύναται να θεωρηθεί ως συναρτώμενη με το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως, οσάκις προκύπτει με σαφήνεια από τη σύμβαση ότι η εν λόγω ρήτρα συνιστά ουσιώδη παράμετρό της. Αντιθέτως, η απόκλιση μεταξύ της τιμής πωλήσεως και της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος δεν δύναται να θεωρηθεί αμοιβή της οποίας η αντιστοιχία προς την παρεχόμενη υπηρεσία δεν δύναται να υποβληθεί σε έλεγχο καταχρηστικότητας.

2)      Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αποτελεί έργο του αιτούντος δικαστηρίου να εξετάσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα των οικείων συμβατικών ρητρών, αφού αυτές δεν είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, τούτο δε βάσει σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του ισχύοντος κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως εθνικού δικαίου. Κατά την εξέταση του σαφούς και κατανοητού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως και, ιδίως, οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν στον καταναλωτή κατά τη σύναψη της συμβάσεως, ενώ ο έλεγχος των ρητρών δεν πρέπει να περιορίζεται σε αυστηρώς τυπικό και γλωσσικό επίπεδο, άλλα πρέπει να εκτείνεται στη δυνατότητα ακριβούς αξιολογήσεως των οικονομικών συνεπειών των εν λόγω ρητρών, καθώς και στις ενδεχόμενες μεταξύ τους σχέσεις.

3)      Μολονότι, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ο εθνικός δικαστής δεν δύναται να θεραπεύσει την ακυρότητα, έναντι του καταναλωτή, καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, ουδόλως εμποδίζεται να εφαρμόσει αυτός εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ικανή να αντικαταστήσει την άκυρη συμβατική ρήτρα, εφόσον, δυνάμει των κανόνων του εθνικού δικαίου, η σύμβαση δύναται να εξακολουθήσει να υφίσταται νομικώς μετά την απαλοιφή της καταχρηστικής ρήτρας.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει συγκεκριμένα ότι οι οφειλές από δάνεια των ουγγρικών νοικοκυριών προς πιστωτικά ιδρύματα ανέρχονται στο 32,56 % του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Magyar Nemzeti Bank (Εθνικής Τράπεζας Ουγγαρίας) για το δεύτερο εξάμηνο του 2012, ενώ τα δάνεια που χορηγήθηκαν βάσει ξένου νομίσματος, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, αντιστοιχούν στο 18,54 % του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, ήτοι ανέρχονται στο ποσό των 5 289 δισεκατομμυρίων ουγγρικών φιορινιών (HUF). Όσον αφορά, ειδικότερα, τα συνομολογηθέντα σε ελβετικό φράγκο δάνεια, αυτά ήταν διαδεδομένα όχι μόνο στην Ουγγαρία, αλλά και σε άλλα κράτη μέλη, όπως η Πολωνία και η Κροατία.


3 –      Επιβάλλεται η επισήμανση ότι, σε εθνικό επίπεδο, έχει ασκηθεί σημαντικός αριθμός αγωγών με τις οποίες επιδιώκεται να αναγνωρισθεί ότι η προσφορά συμβάσεων πίστεως οι οποίες συνεπάγονται συναλλαγματικό κίνδυνο δύναται ενδεχομένως να χαρακτηρισθεί αθέμιτη και δόλια εμπορική πρακτική, καθώς ορισμένοι καταναλωτές διαμόρφωσαν πεπλανημένη αντίληψη περί των κινδύνων που οι εν λόγω συμβάσεις ενείχαν, λόγω μη τηρήσεως, εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, του καθήκοντος ενημερώσεως, παροχής συμβουλών και ειδοποιήσεως που αυτά υπέχουν έναντι των καταναλωτών. Προχωρώντας ακόμη περαιτέρω, ορισμένα κράτη μέλη έκριναν ότι επεβάλλετο να τεθεί υπό έλεγχο η εμπορική προσφορά σε ιδιώτες δανείων σε νομίσματα που εμπερικλείουν συναλλαγματικό κίνδυνο.


4 –      Οδηγία του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29).


5 –      Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, C‑618/10, Banco Español de Crédito.


6 –      Κοινή θέση του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1992, για την έκδοση της οδηγίας σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές (έγγραφο 8406/1/92, ΕΕ 1992, C 283, σ. 1, αριθ. 2).


7 –      Πρόταση της Επιτροπής, της 3ης Σεπτεμβρίου 1990, για οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με τους αθέμιτους όρους στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές [COM(90) 322 τελικό]. Για μια παρουσίαση του ιστορικού θεσπίσεως της οδηγίας και για διατυπωθείσες στη θεωρία θέσεις σχετικά με την εισαγωγή του άρθρου 4, παράγραφος 2, βλ. τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέως V. Trstenjak στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 3ης Ιουνίου 2010, C‑484/08, Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid (Συλλογή 2010, σ. I‑4785, ιδίως σημεία 61 έως 66).


8 –      Συναφώς, με τις προτάσεις του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Μαΐου 2001, C‑144/99, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2001, σ. I‑3541), ο γενικός εισαγγελέας Α. Tizzano είχε υπογραμμίσει ότι «ο αποκλεισμός από το σύστημα των γενικών όρων των ρητρών που έχουν ως αντικείμενο ουσιώδεις παροχές αποτελεί ουσιώδη περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς τις συνέπειες που προκύπτουν για όλες τις συμβάσεις, όπως οι ασφαλιστικές συμβάσεις, οι οποίες προσφέρονται ιδιαίτερα για μια τέτοια αμφίσημη διατύπωση, ακριβώς όσον αφορά το ουσιώδες αντικείμενό τους, δηλαδή, στο παράδειγμα αυτό, τον καθορισμό του ασφαλιζόμενου κινδύνου».


9 –      Βλ., συναφώς, την έκθεση της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2000, για την εφαρμογή της οδηγίας 93/13 [COM(2000) 248 τελικό]. Με την έκθεση αυτή τονίζεται ότι το γεγονός ότι πολλά κράτη μέλη δεν μετέφεραν στην εσωτερική τους έννομη τάξη τον εν λόγω περιορισμό του πεδίου εφαρμογής δεν προκάλεσε πρακτικά προβλήματα εφαρμογής. Όπως επισημαίνεται, «[τ]α δικαστήρια αυτών των κρατών μελών δεν προέβησαν σε αναθεώρηση των τιμών ούτε σε τροποποίηση της έννοιας των συμβάσεων μαζικά ή αδιάκριτα όπως ήταν ο φόβος ορισμένων ειδημόνων και ορισμένων επαγγελματικών κύκλων. Πράγματι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων ούτε η ίδια η τιμή, που προκύπτει από τις συνθήκες του ανταγωνισμού, ούτε οι ρήτρες που αναφέρονται με τρόπο σαφή και κατανοητό στον ορισμό του αντικειμένου της σύμβασης, δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν προβλήματα που θα έπρεπε να λυθούν με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί καταχρηστικών ρητρών. Η εξαίρεσή τους από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας προκαλεί ωστόσο αμφιβολίες όσον αφορά την ερμηνεία που είναι επιζήμιες για την ορθή εφαρμογή του κειμένου».


10 –      Προπαρατεθείσα απόφαση Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid (σκέψεις 42 έως 44).


11 –      Βλ. τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέως V. Trstenjak στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid (σημείο 68).


12 –      Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση (σκέψη 34).


13 –      Βλ., για τον ανατιθέμενο στον εθνικό δικαστή ρόλο, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, C‑137/08, VB Pénzügyi Lízing (Συλλογή 2010, σ. I‑10847, σκέψη 49).


14 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 1ης Απριλίου 2004, C‑237/02, Freiburger Kommunalbauten (Συλλογή 2004, σ. I‑3403, σκέψη 22).


15 –      Βλ., μεταξύ άλλων, Office of Fair Trading v. Abbey National [2009] UKSC 6.


16 –      Για μια λεπτομερέστερη παρουσίαση των διαφορών που παρουσιάζουν οι προκριθείσες από τα κράτη μέλη ερμηνείες, βλ. ειδικότερα το Issues paper της Law Commission/Scottish Law Commission της 25ης Ιουλίου 2012 (Unfair Terms in Consumer contracts, a new approach ?) και, ιδίως, τα σημεία 7.55 έως 7.66, το οποίο είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://lawcommission.justice.gov.uk/docs/unfair_terms_in_consumer_contracts_issues.pdf. Βλ. επίσης την εισήγηση του M. Schillig, «Directive 93/13 and the ‘price term exemption’: a comparative analysis in the light of the ‘market for lemons’ rationale», ICLQ [International and Comparative Law Quarterly] (2011), τόμος 60 (4), σ. 933 έως 963.


17 –      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133, σ. 66, και διορθωτικά ΕΕ 2009, L 207, σ. 14, ΕΕ 2010, L 199, σ. 40, και ΕΕ 2011, L 234, σ. 46), το άρθρο 3, στοιχείο γ΄, της οποίας ορίζει ως σύμβαση πιστώσεως τη «σύμβαση δυνάμει της οποίας πιστωτικός φορέας χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει σε καταναλωτή πίστωση υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής, δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, με εξαίρεση τις συμβάσεις που συνάπτονται για τη συνεχή παροχή υπηρεσιών ή για την προμήθεια αγαθών του ίδιου είδους, σύμφωνα με τις οποίες ο καταναλωτής καταβάλλει με δόσεις το τίμημα για τις εν λόγω υπηρεσίες ή αγαθά κατά τη διάρκεια της παροχής τους».


18 –      Συναφώς, με τις προτάσεις της στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2012, C‑453/10, Pereničová και Perenič, η γενική εισαγγελέας V. Trstenjak επισήμανε ότι, «[ό]σον αφορά την υπαγωγή στα αναφερόμενα στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 αντικείμενα, πρέπει να επισημανθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θεωρεί την αναφορά του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου σημαντική, διότι αφορά, τελικώς, ένα από τα κύρια αντικείμενα της πιστωτικής συμβάσεως. Πράγματι, παρέχει πληροφόρηση για το κόστος που θα πρέπει να καταβάλει ο λήπτης της πιστώσεως στον παρέχοντα την πίστωση για τη χορήγηση του δανείου. Κατά συνέπεια, το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο εντάσσεται, ως αντάλλαγμα για την κύρια παροχή του παρέχοντος την πίστωση, στο συνολικό πλαίσιο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών βάσει της πιστωτικής συμβάσεως. Επομένως, και η ρήτρα που περιέχει εσφαλμένη αναφορά σχετικά με το κόστος, επειδή, παραδείγματος χάριν, το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο υπολογίσθηκε εσφαλμένα, υπόκειται σε έλεγχο ουσίας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, εφόσον δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό» (σημείο 117).


19 –      Εν προκειμένω, στο πλαίσιο του τρίτου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι ενδεχόμενη απαλοιφή της επίμαχης ρήτρας θα διακύβευε το κύρος και την εκτέλεση της συμβάσεως δανείου.


20 –      Απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, C‑472/10.


21 –      Συναφώς, το άρθρο 231, παράγραφος 2, του ουγγρικού Αστικού Κώδικα ορίζει συγκεκριμένα ότι «[χ]ρηματική απαίτηση σε νόμισμα άλλο [από το νόμιμο νόμισμα του τόπου εκπληρώσεως] μετατρέπεται βάσει της τρέχουσας αξίας του ξένου νομίσματος στον τόπο και κατά τον χρόνο της καταβολής».


22 –      Προμνησθείσα έκθεση της 27ης Απριλίου 2000 (σ. 15 και 16).


23 –      Τον ιδιαιτέρως περιορισμένο χαρακτήρα αυτής της περιπτώσεως αποκλεισμού υπογραμμίζει και ο M. Schillig με το προμνησθέν άρθρο του (σ. 947). Ο συγγραφέας τονίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η σχέση ποιότητας/τιμής ουδέποτε υπόκειται σε έλεγχο, καθώς δεν υφίσταται κανένα νομικό πρότυπο το οποίο θα μπορούσε να παρέχει κατευθυντήριες γραμμές για έναν τέτοιο έλεγχο.


24 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, C‑106/89, Marleasing (Συλλογή 1990, σ. I‑4135, σκέψη 8), και της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C‑472/93, Spano κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I‑4321, σκέψη 17).


25 –      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, C‑240/98 έως C‑244/98, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (Συλλογή 2000, σ. I‑4941, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


26 –      Βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid (σκέψη 39).


27 –      Αυτή άλλωστε είναι και η ερμηνεία που θα πρέπει να δοθεί στο εννοιολογικό περιεχόμενο των δύο όρων («σαφής» και «κατανοητός»). Ο «σαφής χαρακτήρας» φαίνεται να αφορά κυρίως τη διατύπωση της ρήτρας. Ο «κατανοητός χαρακτήρας» της ρήτρας αφορά, αντιθέτως, την κατανόηση του πραγματικού περιεχόμενου της χρησιμοποιούμενης διατυπώσεως.


28 –      Απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, C‑92/11.


29 –      Η ενιαία συναλλαγματική ισοτιμία η οποία ανακοινώνεται σε τακτική βάση από τον οικονομικό ή τον γενικής ύλης Τύπο είναι η μέση τιμή δύο συναλλαγματικών ισοτιμιών.


30 –      Εκτιμώ, χωρίς πρόθεση να προδικάσω τη λύση που θα προκρίνει εν τέλει ο εθνικός δικαστής, ότι από κανένα στοιχείο της συμβάσεως δεν καθίσταται απολύτως κατανοητό σε τι ακριβώς συνίσταται η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πωλήσεως του ξένου νομίσματος.


31 –      Κατά την εν λόγω διάταξη, «[σ]την περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η επαναφορά των πραγμάτων στην προ της συνάψεως της συμβάσεως κατάσταση, ο δικαστής δύναται να κηρύξει τη σύμβαση έγκυρη για το χρονικό διάστημα έως την έκδοση της αποφάσεώς του. Επικύρωση άκυρης συμβάσεως χωρεί στην περίπτωση κατά την οποία είναι δυνατή η εξαφάνιση του λόγου ακυρώσεως, ιδίως, προκειμένου για ασυμμετρία μεταξύ των παροχών των συμβαλλομένων στο πλαίσιο τοκογλυφικής συμβάσεως, διά της εξαλείψεως του δυσανάλογου οφέλους. Στις περιπτώσεις αυτές διατάσσεται η επιστροφή της ενδεχομένως αχρεωστήτως καταβληθείσας παροχής».


32 –      Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Banco Español de Crédito (σκέψεις 69 και 70).


33 –      Βλ. τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, κατά την οποία «οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες».


34 –      Προπαρατεθείσα απόφαση Pereničová και Perenič (σκέψη 31).


35 –      Με τις παρατηρήσεις της η εναγομένη επισήμανε, εντούτοις, ότι το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής της ενδοτικού δικαίου κανονιστικής ρυθμίσεως είναι υποθετικό, δεδομένου ότι, κατά την ημερομηνία συνάψεως της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως δανείου, δεν υφίστατο τέτοια κανονιστική ρύθμιση. Η εναγομένη επισήμανε επίσης ότι ενδεχόμενη κήρυξη, εκ μέρους του δικαστή, της ενδοτικού δικαίου κανονιστικής διατάξεως ως εφαρμοστέας κατά τρόπο δεσμευτικό θα περιόριζε σημαντικά τη συμβατική ελευθερία.


36 –      Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Banco Español de Crédito (σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


37 –      Μολονότι η απόφαση περί παραπομπής δεν μνημονεύει ρητώς τις σχετικές ενδοτικού δικαίου διατάξεις, από τα στοιχεία που παρέσχε η Ουγγρική Κυβέρνηση προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως, οι ενδοτικού δικαίου διατάξεις στις οποίες φαίνεται να αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο είναι αυτές του άρθρου 200/A του νόμου CXII του 1996, περί των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 234/A του ιδίου νόμου. Κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες θα ετύγχαναν εφαρμογής επί όλων των συμβάσεων που υφίσταντο την 27η Νοεμβρίου 2010, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες που εφαρμόζονταν μέχρι τότε στις συνομολογηθείσες σε ξένο νόμισμα συμβάσεις δανείου θα αντικαθίσταντο από την επίσημη ισοτιμία που καθορίζεται από τη Magyar Nemzeti Bank ή από τη μέση συναλλαγματική ισοτιμία που καθορίζεται από την τράπεζα.