Language of document : ECLI:EU:C:2014:282

Υπόθεση C‑26/13

Árpád Kásler

και

Hajnalka Káslerné Rábai

κατά

OTP Jelzálogbank Zrt

(αίτηση του Kúria για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Καταχρηστική ρήτρα σε συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή — Άρθρα 4, παράγραφος 2, και 6, παράγραφος 1 — Εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών — Εξαίρεση ρητρών σχετικών με το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως και το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής εφόσον είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό — Συμβάσεις καταναλωτικού δανείου συνομολογηθείσες σε ξένο νόμισμα — Ρήτρες σχετικά με συναλλαγματικές ισοτιμίες — Διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς, εφαρμοστέας κατά τoν χρόνο αποδεσμεύσεως του δανείου, και της τιμής πωλήσεως, εφαρμοστέας κατά τον χρόνο αποδόσεώς του — Εξουσίες του εθνικού δικαστή υφισταμένης συμβατικής ρήτρας η οποία χαρακτηρίζεται “καταχρηστική” — Εφαρμογή εθνικής διατάξεως εθνικού δικαίου αντί της καταχρηστικής ρήτρας — Επιτρέπεται»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2014

1.        Προστασία των καταναλωτών — Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές — Οδηγία 93/13 — Πεδίο εφαρμογής — Ρήτρες που αφορούν τον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της συμβάσεως ή την τιμή ή την αμοιβή και τις υπηρεσίες ή τα αγαθά που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα — Έννοια — Ρήτρα συμβάσεως δανείου συνομολογηθείσας σε ξένο νόμισμα και συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως — Δεν εμπίπτει

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2)

2.        Προστασία των καταναλωτών — Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές — Οδηγία 93/13 — Πεδίο εφαρμογής — Ρήτρες που αφορούν τον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της συμβάσεως ή αφορούν την τιμή ή την αμοιβή και τις υπηρεσίες ή τα αγαθά που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα — Δεν εμπίπτουν — Προϋποθέσεις — Απαιτείται να πληρούνται οι απαιτήσεις περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως καθώς και περί διαφάνειας — Περιεχόμενο

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2)

3.        Προστασία των καταναλωτών — Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές — Οδηγία 93/13 — Κήρυξη του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας — Περιεχόμενο — Εθνική ρύθμιση που παρέχει την εξουσία στο εθνικό δικαστήριο που κηρύσσει την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας να εφαρμόζει αντ’ αυτής εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου — Επιτρέπεται

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)

1.        Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι οι όροι «κύριο αντικείμενο της συμβάσεως» καλύπτουν ρήτρα συμβάσεως δανείου συνομολογηθείσας σε ξένο νόμισμα και συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, δυνάμει της οποίας η τιμή πωλήσεως του ξένου νομίσματος εφαρμόζεται προς τον σκοπό του υπολογισμού των δόσεων αποπληρωμής του δανείου, μόνο σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η εν λόγω ρήτρα ορίζει κύρια παροχή της συμβάσεως αυτής και η οποία, ως τέτοια, χαρακτηρίζει τη σύμβαση, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει λαμβανομένης υπόψη της φύσεως, της όλης οικονομίας και των ρητρών της συμβάσεως, καθώς και του νομικού και πραγματικού πλαισίου της. Τέτοιου είδους ρήτρα, στον βαθμό που επιβάλλει στον καταναλωτή υποχρέωση καταβολής, στο πλαίσιο της αποδόσεως του δανείου, των ποσών που απορρέουν από τη διαφορά μεταξύ της τιμής πωλήσεως και της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενέχει «αμοιβή» το ανάλογο ή μη της οποίας ως ανταλλάγματος για την παροχή του δανειστή δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκτιμήσεως του καταχρηστικού της χαρακτήρα, δυνάμει του εν λόγω άρθρου.

Λαμβανομένου υπόψη του εξαιρετικού χαρακτήρα του άρθρου 4, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας και της απαιτήσεως η διάταξη αυτή να ερμηνεύεται συσταλτικώς, οι συμβατικές ρήτρες που αφορούν τον καθορισμό του «κύριου αντικειμένου της συμβάσεως» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, είναι αυτές που ορίζουν τις κύριες παροχές της συμβάσεως και οι οποίες, ως τέτοιες, χαρακτηρίζουν τη σύμβαση. Αντιθέτως, οι ρήτρες που έχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με τις ρήτρες που ορίζουν την ουσία αυτή καθεαυτήν του συμβατικού δεσμού δεν είναι δυνατό να εμπίπτουν στην έννοια του «κύριου αντικειμένου της συμβάσεως», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου.

Συναφώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, η κατηγορία ρητρών που αφορούν το ανάλογο ή μη της τιμής ή της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή των αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας έχει περιορισμένο χαρακτήρα, εφόσον η εν λόγω εξαίρεση αφορά αποκλειστικώς το ανάλογο ή μη της τιμής ή της αμοιβής και των υπηρεσιών ή των αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα.

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η εξαίρεση από την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περιορίζεται στον έλεγχο του ανάλογου ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των αγαθών ή των υπηρεσιών που παρέχονται σε αντάλλαγμα, αφετέρου, η εξαίρεση αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής σε περίπτωση αμφισβητήσεως της ασυμμετρίας μεταξύ της τιμής πωλήσεως του ξένου νομίσματος, η οποία πρέπει να χρησιμοποιηθεί, βάσει της συγκεκριμένης ρήτρας, για τον υπολογισμό των δόσεων του δανείου, και της τιμής αγοράς του εν λόγω νομίσματος, η οποία πρέπει να χρησιμοποιηθεί, κατ’ εφαρμογή άλλων ρητρών της συμβάσεως δανείου, για τον υπολογισμό του ύψους του αποδεσμευθέντος δανείου.

(βλ. σκέψεις 49, 50, 54, 57, 59, διατακτ. 1)

2.        Αν ρήτρα αφορά τον καθορισμό του «κύριου αντικειμένου της συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, η εν λόγω ρήτρα εκφεύγει του ελέγχου καταχρηστικότητας μόνον εφόσον είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.

Ειδικότερα, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας έχει την έννοια ότι όσον αφορά συμβατική ρήτρα, η απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως των ρητρών επιβάλλει όχι μόνο οι ρήτρες να είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό για τον καταναλωτή από γραμματική άποψη, αλλά επιπλέον η σύμβαση να εκθέτει κατά τρόπο διαφανή την ακριβή λειτουργία του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος που προβλέπει η επίμαχη ρήτρα καθώς και τη σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου μηχανισμού και του μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες που τα ανωτέρω συνεπάγονται γι’ αυτόν.

Επιπλέον, όσον αφορά τις ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να κρίνει αν, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η διαφήμιση και η πληροφόρηση που παρέχει ο δανειστής στο πλαίσιο της διαπραγματεύσεως συμβάσεως δανείου, ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, μπορούσε όχι μόνο να πληροφορηθεί την ύπαρξη της διαφοράς, η οποία παρατηρείται γενικώς στην αγορά των κινητών αξιών, μεταξύ της συναλλαγματικής ισοτιμίας πωλήσεως και της συναλλαγματικής ισοτιμίας αγοράς του ξένου νομίσματος, αλλά και να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες, εν δυνάμει σημαντικές, που θα συνεπαγόταν γι’ αυτόν η εφαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας αγοράς για τον υπολογισμό των δόσεων των οποίων θα είναι ο τελικός υπόχρεος και, ως εκ τούτου, το συνολικό ύψος του δανείου του.

(βλ. σκέψεις 61, 74, 75, διατακτ. 2)

3.        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται μετά την κατάργηση της καταχρηστικής ρήτρας, δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που επιτρέπει στον εθνικό δικαστή να θεραπεύει την ακυρότητα της καταχρηστικής ρήτρας διά της εφαρμογής αντ’ αυτής εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου.

Ειδικότερα, η εφαρμογή εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου αντί καταχρηστικής ρήτρας συνάδει με τους σκοπούς του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθόσον τείνει να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα, και όχι να ακυρώσει όλες τις συμβάσεις που περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες.

Αντιθέτως, αν δεν επιτρεπόταν η εφαρμογή εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου αντί καταχρηστικής ρήτρας και, κατά συνέπεια, ο δικαστής όφειλε να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, τούτο θα συνεπαγόταν δυνητικώς ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή, με αποτέλεσμα ο αποτρεπτικός χαρακτήρας που απορρέει από την ακύρωση της συμβάσεως να διακυβευόταν.

Επομένως, μια τέτοια ακύρωση συνεπάγεται κατά κανόνα το απαιτητό του συνόλου του οφειλόμενου ποσού του δανείου, συνέπεια η οποία ενδέχεται να υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή και, ως εκ τούτου, να λειτουργεί περισσότερο προς τιμωρία του ιδίου παρά του δανειστή, ο οποίος, δεδομένης της εν λόγω συνέπειας, δεν θα είχε κίνητρο να αποφεύγει την εισαγωγή τέτοιων ρητρών στις συμβάσεις του.

(βλ. σκέψεις 82-85, διατακτ. 3)