Language of document : ECLI:EU:F:2016:26

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)

της 2ης Μαρτίου 2016

Υπόθεση F‑3/15

Jürgen Frieberger

και

Benjamin Vallin

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Συντάξεις — Μεταρρύθμιση του ΚΥΚ — Κανονισμός 1023/2013 — Άρθρο 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ — Αύξηση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως — Επιστροφή των εισφορών στο συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ένωσης — Άρθρο 26 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ — Επανυπολογισμός της προσαυξήσεως των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία οι J. Frieberger και B. Vallin ζητούν την ακύρωση των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 13ης και 26ης Μαρτίου 2014 με τις οποίες απορρίφθηκαν τα από 9 και 17 Δεκεμβρίου 2013 αντίστοιχα αιτήματα των προσφευγόντων αφενός, να τους επιστραφεί, μέρος των εισφορών τους στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης και αφετέρου, να επανυπολογιστούν τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα που μεταφέρθηκαν προς το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ζητούν επίσης, στο μέτρο που είναι αναγκαίο, την ακύρωση των αποφάσεων της 26ης Σεπτεμβρίου 2014 με τις οποίες απορρίφθηκαν οι από 11 και 23 Ιουνίου 2014 διοικητικές τους ενστάσεις κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων της 13ης και 26ης Μαρτίου 2014.

Απόφαση:      Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 26ης Μαρτίου 2014 με την οποία απορρίφθηκε η από 17 Δεκεμβρίου 2013 αίτηση του J. Frieberger περί επανυπολογισμού των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων που μεταφέρθηκαν προς το συνταξιοδοτική σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακυρώνεται. Παρέλκει η απόφανση επί της προσφυγής του B. Vallin κατά της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 13ης Μαρτίου 2014 καθόσον με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτημα περί επανυπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του που μεταφέρθηκαν στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης — Αίτημα ακυρώσεως βλαπτικής ατομικής πράξεως — Αναρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να διαπιστώσει τον παράνομο χαρακτήρα διατάξεως γενικής ισχύος στο διατακτικό των αποφάσεών του

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Απορριπτική απόφαση — Η Διοίκηση δεν υποχρεούται να αντικαταστήσει την αιτιολογία της αρχικής πράξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90)

3.      Υπάλληλοι — Συντάξεις — Χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος — Όροι διατηρήσεως της αναλογιστικής ισορροπίας του συνταξιοδοτικού καθεστώτος της Ένωσης — Καθορισμός της εισφοράς των υπαλλήλων — Αναλογιστικός υπολογισμός στον οποίο λαμβάνονται υπόψη η εξέλιξη του πληθυσμού, η μισθολογική εξέλιξη και τα επιτόκια που υπολογίζονται όπως ορίζεται στο άρθρο 10 του παραρτήματος ΧΙΙ του ΚΥΚ — Νομιμότητα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 83 και 83α, και παραρτήματα XI, XII, άρθρο 10, και XIII, άρθρο 22)

4.      Πράξεις των οργάνων — Προοίμιο — Δεσμευτική νομική ισχύς — Δεν υφίσταται

5.      Θεμελιώδη δικαιώματα — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση στο πλαίσιο της επιχειρήσεως — Δυνατότητα αυτοτελούς επικλήσεως του εν λόγω δικαιώματος κατά τη διαδικασία προβολής ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά διατάξεως του Κανονισμού 1023/2013 — Αποκλείεται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 27)

6.      Υπάλληλοι — Συντάξεις — Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν προ της αναλήψεως υπηρεσίας στην Ένωση — Μεταφορά στο καθεστώς της Ένωσης — Προσαύξηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων — Επανυπολογισμός της προσαυξήσεως — Δεύτερος επανυπολογισμός που λαμβάνει χώρα μετά τη μεταρρύθμιση του ΚΥΚ του 2014 και μετά από τον πρώτο επανυπολογισμό ο οποίος έλαβε χώρα μετά τη μεταρρύθμιση του ΚΥΚ του 2004 — Επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρα 22 και 26 § 5· κανονισμός 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

1.      Μολονότι, στο πλαίσιο αιτήματος ακυρώσεως βλαπτικής ατομικής πράξεως, ο δικαστής της Ένωσης είναι όντως αρμόδιος να διαπιστώνει παρεμπιπτόντως τον παράνομο χαρακτήρα μιας διατάξεως γενικής ισχύος επί της οποίας στηρίζεται η προσβαλλόμενη πράξη, δεν είναι, αντιθέτως, αρμόδιος να περιλαμβάνει τέτοιου είδους διαπιστώσεις στο διατακτικό των αποφάσεών του.

(βλ. σκέψη 31)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2009, Ramaekers-Jørgensen κατά Επιτροπής, F‑74/08, EU:F:2009:142, σκέψη 37

2.      Όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν εξετάσεως διοικητικής ενστάσεως υπαλλήλου, κρίνει ότι η αιτιολογία της αρχικής πράξεως κατά της οποίας βάλλει η ένσταση αυτή είναι βάσιμη και συγχρόνως επαρκής για να απαντήσει στις προβληθείσες με την ένσταση αιτιάσεις, δεν έχει λόγο να αποστεί από αυτή την αιτιολογία, αντικαθιστώντας την με νέα. Μπορεί, ως εκ τούτου, στην περίπτωση αυτή, να απορρίψει την ένσταση, επαναλαμβάνοντας στην απορριπτική απόφαση τους ίδιους λόγους με αυτούς που εκτίθενται στην αρχική πράξη, χωρίς να είναι δυνατόν να της προσαφθεί παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ή παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

Ειδικότερα στην περίπτωση διοικητικών ενστάσεων με πανομοιότυπο περιεχόμενο από πλείονες ενδιαφερομένους, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ότι επιφύλαξε στις εν λόγω ενστάσεις στερεότυπη απάντηση. Αντίθετα, η συγκεκριμένη πρακτική είναι σύμφωνη προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως και εγγυάται την ίση μεταχείριση των ενισταμένων.

(βλ. σκέψεις 39 και 41)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Faita κατά ΕΟΚΕ, T‑619/13 P, EU:T:2014:1057, σκέψη 32

3.      Ο κανόνας του άρθρου 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά τον οποίο οι υπάλληλοι συμβάλλουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος συνταξιοδοτήσεως, πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 83α, παράγραφοι 1, 3 και 4, του ΚΥΚ που επιβάλλει την ισορροπία του εν λόγω καθεστώτος και τον έλεγχο της ισορροπίας αυτής με βάση αναλογιστική αποτίμηση διενεργούμενη ανά πενταετία, η οποία επικαιροποιείται κάθε έτος σύμφωνα με το παράρτημα XII του ΚΥΚ που περιέχει τις διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 83α του ΚΥΚ. Υπό τις συνθήκες αυτές, το συνταξιοδοτικό καθεστώς βρίσκεται σε ισορροπία, κατά την αναλογιστική έννοια του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, αν το επίπεδο των εισφορών που πρέπει να καταβάλουν κάθε έτος οι εν ενεργεία υπάλληλοι καθιστά δυνατή τη χρηματοδότηση του ενός τρίτου του μελλοντικού ύψους των δικαιωμάτων που οι υπάλληλοι αυτοί απέκτησαν κατά το ίδιο έτος. Έτσι, η αναλογιστική προσέγγιση την οποία υιοθέτησε ο νομοθέτης βασίζεται στη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για τον σκοπό αυτό, ο νομοθέτης έλαβε υπόψη του μια σειρά από αναλογιστικές παραδοχές.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι εισφορές των υπαλλήλων που ανέρχονται στο ένα τρίτο του ποσού που είναι απαραίτητο για τη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος πρέπει να εκληφθούν υπό την προαναφερθείσα αναλογιστική προοπτική και μακροπρόθεσμα, οπότε έτσι δεν είναι δυνατόν να αποκλειστούν αποκλίσεις ως προς την αποτίμηση.

Από το άρθρο 83α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ απορρέει επίσης ότι η αναλογιστική ισορροπία του συνταξιοδοτικού καθεστώτος εξασφαλίζεται με δύο στοιχεία, την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και το ποσοστό εισφοράς των υπαλλήλων στο εν λόγω καθεστώς. Πράγματι, όπως οι εισφορές των υπαλλήλων στο συνταξιοδοτικό καθεστώς συμβάλλουν στο να εξασφαλίζουν την ισορροπία του επειδή το χρηματοδοτούν κατά τρόπο άμεσο, ανάλογο αποτέλεσμα αναμένεται και από την αύξηση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, στο μέτρο που η αύξηση αυτή μεταφράζεται κατ’ αρχήν, ως παρέμβαση επί του εν λόγω καθεστώτος η οποία παράγει αποτελέσματα σε βάθος χρόνου.

Ωστόσο η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, μέσω ενός άμεσου αντισταθμιστικού μηχανισμού, η αύξηση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως θα πρέπει να οδηγήσει κατ' ανάγκην σε μείωση του ποσοστού της εισφοράς των υπαλλήλων για τα παρελθόντα έτη.

Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 1 του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, ο καθορισμός της εισφοράς των υπαλλήλων στο συνταξιοδοτικό καθεστώς, εξαρτάται ειδικότερα, από την ανά πενταετία διενεργούμενη αναλογιστική αποτίμηση η οποία συμπληρώνεται από την ετήσια επικαιροποίηση, αμφότερες δε προβλέπονται στο άρθρο 83α, παράγραφοι 3 και 4, του ΚΥΚ. Ωστόσο, αυτή η ανά πενταετία διενεργούμενη αναλογιστική αποτίμηση και η ετήσια επικαιροποίησή της βασίζονται σε ορισμένες παραμέτρους που καθορίζονται στο παράρτημα XII του ΚΥΚ.

Η πρώτη παράμετρος που λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της εισφοράς των υπαλλήλων είναι η «εξέλιξη του πληθυσμού», όπως αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2 του παραρτήματος XII του ΚΥΚ. Η εξέλιξη αυτή καθορίζεται από την παρατήρηση του πληθυσμού των συμμετεχόντων στο καθεστώς, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 του ιδίου παραρτήματος. Κατά το άρθρο αυτό, η εξέλιξη του πληθυσμού προκύπτει ειδικότερα από τη διάρθρωση του πληθυσμού αυτού και τη μέση ηλικία εξουσιοδοτήσεως. Η δε διάρθρωση του πληθυσμού πρέπει να κρίνεται βάσει του πίνακα θνησιμότητας, του προσδόκιμου ζωής, του ποσοστού αναπηρίας και της κατανομής του πληθυσμού ανά φύλο. Όσον αφορά τη μέση ηλικία συνταξιοδοτήσεως, αυτή διακρίνεται από τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως και το γεγονός ότι λαμβάνεται υπόψη εξηγείται από το ότι επηρεάζει καθοριστικότερα το πραγματικό βάρος των συντάξεων απ’ ό,τι η τελευταία.

Η δεύτερη παράμετρος που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της εισφοράς των υπαλλήλων είναι η εξέλιξη του βασικού μισθού για τον κάθε υπάλληλο έως τη «θεωρητική ηλικία συνταξιοδοτήσεως» (άρθρα 4 και 6 του παραρτήματος XII του ΚΥΚ). Επομένως, η παράμετρος αυτή συνεπάγεται ότι θα πραγματοποιηθεί μια εκτίμηση της μελλοντικής αξίας του βασικού μισθού του εν ενεργεία υπαλλήλου, λαμβανομένης υπόψη της προβολής του εν λόγω μισθού κατά τη στιγμή συνταξιοδοτήσεως (άρθρο 6, παράγραφος 1 του παραρτήματος ΧΙΙ του ΚΥΚ). Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, μολονότι λαμβάνεται υπόψη η νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως, εντούτοις στοιχεία όπως η δυνατότητα να παραμείνουν στην υπηρεσία υπάλληλοι μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ή το ενδεχόμενο να αποχωρήσουν από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδοτήσεως λαμβάνονται επίσης υπόψη, όπως επιβεβαιώνεται εμμέσως από το άρθρο 6, παράγραφος 4, του παραρτήματος XII του ΚΥΚ. Από τα ανωτέρω συνάγεται, οριστικά, ότι η «θεωρητική ηλικία συνταξιοδοτήσεως» που λαμβάνεται υπόψη εν προκειμένω είναι μια συνολική αξία.

Η τρίτη παράμετρος που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της εισφοράς των υπαλλήλων προκύπτει από τα επιτόκια τα οποία υπολογίζονται όπως ορίζεται στο άρθρο 10 του παραρτήματος ΧΙΙ του ΚΥΚ, ενώ ένα τέταρτο στοιχείο προκύπτει, κατά το άρθρο 10 του ιδίου παραρτήματος, από το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών των υπαλλήλων, το οποίο αντιστοιχεί στον μέσο όρο τριακονταετίας των ειδικών δεικτών που αναφέρονται στο παράρτημα XI του ΚΥΚ.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως, την οποία το άρθρο 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ όπως τροποποιήθηκε δυνάμει του Κανονισμού 1023/2013, καθορίζει ανάλογα με την ηλικία του κάθε υπαλλήλου κατά την 1η Μαΐου 2014, είναι στοιχείο το οποίο αλληλεπιδρά με τις εκτιμήσεις της μελλοντικής αξίας διαφόρων παραμέτρων (επιτόκιο, θνησιμότητα, μισθολογική εξέλιξη, κλπ) κατά την αποτίμηση της αναλογιστικής ισορροπίας του συνταξιοδοτικού καθεστώτος της Ένωσης και επομένως κατά τον καθορισμό της εισφοράς που κάθε υπάλληλος οφείλει να καταβάλει στο εν λόγω καθεστώς ώστε να εξασφαλιστεί το ένα τρίτο της εν λόγω ισορροπίας.

Συνεπώς, η εξέλιξη που θα γνωρίσει το ύψος της εισφοράς των υπαλλήλων στο συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ένωσης ενδέχεται να είναι ανεξάρτητη από τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως.

Τέλος, το συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ένωσης είναι οργανωμένο με βάση την αρχή της αλληλεγγύης και υπό την έννοια αυτή δεν νοείται ότι η σύνταξη που θα λάβει κάποιος υπάλληλος αποτελεί ακριβές αντάλλαγμα των εισφορών που έχει καταβάλει στο εν λόγω καθεστώς. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι εισφορές κάθε υπαλλήλου δεν δημιουργούν, για κάθε υπάλληλο, ατομικό δικαίωμα, το οποίο αποκτάται τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή , σε συγκεκριμένο αντάλλαγμα υπό τη μορφή συντάξεως και σε επιστροφή του ενδεχόμενου υπερβάλλοντος ποσού.

(βλ. σκέψεις 45 έως 54, 56 και 73)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2006, Campoli κατά Επιτροπής, T‑135/05, EU:T:2006:366, σκέψη 134

ΔΔΔΕΕ: απόφαση της 11ης Ιουλίου 2007, Wils κατά Κοινοβουλίου, F‑105/05, EU:F:2007:128, σκέψεις 85 και 86

4.      Η λειτουργία του προοιμίου μιας πράξεως γενικής ισχύος είναι να περιέχει την αιτιολογία της εν λόγω πράξεως, αναφέροντας, κατά κανόνα, αφενός τη συνολική κατάσταση που οδήγησε στην έκδοσή της και αφετέρου τους γενικούς σκοπούς που αυτή επιδιώκει. Συνεπώς, το προοίμιο μιας τέτοιας πράξεως δεν είναι νομικώς δεσμευτικό και δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για παρέκκλιση από τις διατάξεις της οικείας πράξεως, ούτε, κατά μείζονα λόγο, βάση για θεμελίωση του παράνομου χαρακτήρα των διατάξεων αυτής.

(βλ. σκέψη 69)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1998, Nilsson κ.λπ., C‑162/97, EU:C:1998:554, σκέψη 54

5.      Το άρθρο 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση στο πλαίσιο της επιχείρησης», προβλέπει ότι εξασφαλίζεται στους εργαζομένους, σε διάφορα επίπεδα, ενημέρωση και διαβούλευση, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές. Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 27 του Χάρτη προκύπτει ότι, προκειμένου το ως άνω άρθρο να αναπτύξει πλήρως τα αποτελέσματά του, πρέπει να εξειδικευθεί με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου.

Συναφώς, οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να θεμελιώσουν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 1, παράγραφος 73, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 1023/2013 ερειδόμενη αποκλειστικά και μόνον στο άρθρο 27 του Χάρτη, χωρίς μνεία άλλης διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που να το συμπληρώνει.

(βλ. σκέψεις 87 και 88)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale, C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψεις 44 και 45

6.      Το γράμμα του άρθρου 26, παράγραφος 5, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν αντίκειται σε δεύτερο επανυπολογισμό συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, κατόπιν της τροποποιήσεως του άρθρου 22 του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ από τον Κανονισμό 1023/2013 που αύξησε εκ νέου τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως, για υπάλληλο ο οποίος έχει ήδη πετύχει έναν πρώτο επανυπολογισμό της προσαυξήσεως των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων επ’ ευκαιρία της μεταρρυθμίσεως του 2004.

(βλ. σκέψη 97)