Language of document :

Προσφυγή της 5ης Φεβρουαρίου 2024 – Coöperatieve Rabobank κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-57/24)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Coöperatieve Rabobank U.A. (Ουτρέχτη, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωποι: R. Wesseling και F. Brouwer, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση C(2023) 7811 της Επιτροπής, της 22ας Νοεμβρίου 2023, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση AT.40512 – Ομόλογα σε ευρώ) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ·

επικουρικώς, να ακυρώσει εν μέρει το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ και να μειώσει το επιβληθέν με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης απόφασης πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ·

εν πάση περιπτώσει, να μειώσει το ύψος του επιβληθέντος με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης απόφασης προστίμου σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ·

να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας ή, επικουρικώς, εύλογο μέρος των εξόδων αυτών σύμφωνα με το άρθρο 134 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, παρέσχε ανεπαρκή αιτιολογία και/ή εκτίμησε εσφαλμένως τα αποδεικτικά στοιχεία καθόσον έκρινε ότι η Rabobank επέδειξε συμπεριφορά κατατείνουσα στον περιορισμό και/ή στη νόθευση του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα,

η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι όλες οι επικοινωνίες που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζουν τον ανταγωνισμό ως εκ του αντικειμένου τους·

η Επιτροπή περιλαμβάνει εσφαλμένως στους ισχυρισμούς της επικοινωνίες που αφορούν μόνο συναλλαγές αντισυμβαλλομένων μεταξύ της Rabobank και της Deutsche Bank.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, παρέσχε ανεπαρκή αιτιολογία και/ή εκτίμησε εσφαλμένως τα αποδεικτικά στοιχεία καθόσον έκρινε, βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ότι: α) η συμπεριφορά κατέτεινε στην επίτευξη ενιαίου σκοπού ή στην εκτέλεση συνολικού σχεδίου και β) η εικαζόμενη παράβαση ήταν συνεχής καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου. Ειδικότερα,

η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι όλες οι επικοινωνίες στόχευαν στην εκτέλεση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό σχεδίου για το οποίο κάνει λόγο η προσβαλλόμενη απόφαση·

η Επιτροπή δεν απέδειξε σε επαρκή βαθμό ότι οι επιμέρους περιπτώσεις φερόμενης ως αντίθετης προς τον ανταγωνισμό επικοινωνίας συνιστούν αδιάλειπτη και συνεχή παράβαση διάρκειας άνω των 10 ετών.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η μεθοδολογία της Επιτροπής για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου αντιβαίνει στο άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003, στις κατευθυντήριες γραμμές για τα πρόστιμα και στην αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα,

δεν υφίσταται βάση για την επιβολή από την Επιτροπή προστίμου αναφορικά με περιόδους κατά τις οποίες δεν συνεχιζόταν η παράβαση·

το πρόστιμο που επιβάλλει η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυσανάλογο προς τη βαρύτητα και την οικονομική σημασία της εικαζόμενης παράβασης, η οποία συνίσταται σε πολύ μικρό αριθμό φερόμενων ως αντίθετων προς τον ανταγωνισμό επαφών που κατανέμονταν σε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα·

η τιμή που χρησιμοποιήθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση ως «αξία των πωλήσεων» υπερβαίνει κατά πολύ το εισόδημα της Rabobank και, ως εκ τούτου, την οικονομική σημασία της εικαζόμενης παράβασης, όπερ συνιστά παρέκκλιση από την έννοια της «αξίας των πωλήσεων» και από την υποχρέωση χρησιμοποίησης των «καλύτερων διαθέσιμων στοιχείων» για τα οποία κάνουν λόγο οι κατευθυντήριες γραμμές για τα πρόστιμα.

____________