Language of document :

Προσφυγή της 6ης Ιανουαρίου 2014 – Simet SpA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση T-15/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Simet SpA (Rossano Calabro, Ιταλία) (εκπρόσωποι: A. Clarizia και P. Clarizia, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

Να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 2ας Οκτωβρίου 2013 – C (2013) 6251 τελικό – σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ και του άρθρου 62 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Κρατική ενίσχυση αριθ. SA.33.037 (2012/C) – Ιταλία – αποζημίωση καταβληθείσα στη SIMET S.p.A για την παροχή υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών από το 1987 έως το 2003.

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η υπό κρίση προσφυγή ασκείται κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, της 2ας Οκτωβρίου 2013- C (2013) 6251 τελικό, κατά την οποία οι αποζημιώσεις που καταβλήθηκαν στη SIMET δυνάμει αποφάσεως του ιταλικού Consiglio di Stato και κοινοποιήθηκαν από τις εθνικές αρχές αποτελούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, για το δε μέτρο αυτό δεν χωρούσε απαλλαγή από την υποχρέωση προηγούμενης ενημερώσεως που διαλαμβάνεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1191/69.

Η εταιρία SIMET διατείνεται συναφώς ότι η διαφορά την οποία εκδίκασε το εθνικό δικαστήριο αφορούσε την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η προσφεύγουσα λόγω των παρανομιών που ενείχαν οι πράξεις του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών (στο εξής: ΥΥΜ) σε σχέση με την άσκηση δραστηριοτήτων παροχής δημόσιας υπηρεσίας διαπεριφερειακών οδικών μεταφορών κατά το χρονικό διάστημα από το 1987 έως και το 2003.

Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από το ότι η εθνική ρύθμιση στην οποία στηρίχθηκε το ΥΥΜ για να ρυθμίσει τις δραστηριότητες της SIMET, κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορά η απόφαση του Consiglio di Stato, είναι ασύμβατη με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1191/69 ο οποίος, κατόπιν των τροποποιήσεων που επέφερε ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1893/91, απαγόρευε στα κράτη μέλη να επιβάλλουν σε επιχειρήσεις, οι οποίες, όπως η SIMET, παρέχουν υπηρεσία διαπεριφερειακής μεταφοράς προσώπων με λεωφορεία, οποιαδήποτε υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από το ότι, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Επιτροπή, η SIMET υπείχε υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, καθόσον οι μονομερείς πράξεις εκχωρήσεως, τις οποίες εξέδωσε το ΥΥΜ για την παροχή διαπεριφερειακών υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών με λεωφορείο, σύμφωνα με όσα επιτάσσει η ιταλική νομοθεσία, στέρησαν σαφώς από τη SIMET κάθε αυτονομία ως προς την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητάς της, καθόσον η δραστηριότητα αυτή ρυθμιζόταν και επιβαλλόταν απευθείας από τη διοίκηση.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από παραβίαση των αρχών που έχουν εφαρμογή επί ζητημάτων αποκαταστάσεως της ζημίας λόγω παραβάσεως του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχές βάσει των οποίων, εφόσον αρχή κράτους μέλους λαμβάνει, στο πλαίσιο ασκήσεως της αρμοδιότητάς της, διοικητικό μέτρο αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης, τότε η αρχή αυτή υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη ο αποδέκτης του μέτρου, δεδομένου του παράνομου χαρακτήρα του μέτρου αυτού.

Ο τέταρτος λόγος αντλείται από το ότι, εν πάση περιπτώσει, ουδεμία κρατική ενίσχυση χορηγήθηκε στη SIMET, δεδομένου ότι η μέθοδος υπολογισμού των ποσών που της καταβλήθηκαν σε αποκατάσταση της ζημίας, μέσω παραπομπής στα κριτήρια που διαλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 1191/69, για τη επιβαρυμένη με υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας δραστηριότητα οδικών μεταφορών που άσκησε μεταξύ των ετών 1987 και 2003, καθιστά δυνατό να αποκλεισθεί κάθε κίνδυνος υπέρμετρης αποζημιώσεως της SIMET, καθόσον τα ποσά αυτά αποτελούν απλώς αντιστάθμιση των πρόσθετων δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε η εταιρία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, οι οποίες της επιβλήθηκαν παρανόμως.