Language of document : ECLI:EU:T:2016:124

Υπόθεση T‑15/14

Simet SpA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις — Αντιστάθμιση λόγω υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας χορηγηθείσα αναδρομικώς από τις ιταλικές αρχές — Υπηρεσίες διαπεριφερειακής μεταφοράς με υπεραστικά λεωφορεία παρασχεθείσες μεταξύ 1987 και 2003 — Απόφαση κρίνουσα την ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά — Διατήρηση υποχρεώσεως δημόσιας υπηρεσίας — Χορήγηση αντισταθμίσεως — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1191/69»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 3ης Μαρτίου 2016

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Απαίτηση υπάρξεως γεγενημένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος – Προσφυγή κατά αποφάσεως της Επιτροπής σε θέματα κρατικών ενισχύσεων – Επιχείρηση που παραιτήθηκε από την αίτησή της περί εκτελέσεως αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου διατάσσουσας την καταβολή στην ως άνω επιχείρηση αντισταθμίσεως λόγω των δαπανών που συνεπαγόταν η παροχή δημόσιας υπηρεσίας – Δυνατότητα υποβολής νέας αιτήσεως με το ίδιο αντικείμενο ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου – Παραδεκτό

(Άρθρα 108 § 2 ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Μη υποβολή παρατηρήσεων εκ μέρους των ενδιαφερομένων – Δεν επηρεάζει το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής – Υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξετάσεως στοιχείων που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ρητής επικλήσεως – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 108 § 2 ΣΛΕΕ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας – Διάκριση σε σχέση με τις αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς αμφισβήτηση της βασιμότητας μιας αποφάσεως

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

4.      Μεταφορές – Υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας – Υποχρεωτική τιμολόγηση – Έννοια

(Κανονισμός 1191/69 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 5)

5.      Μεταφορές – Ενισχύσεις για τις μεταφορές – Διάκριση μεταξύ των εννοιών των «υποχρεώσεων που είναι συνυφασμένες με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας» και των «συμβάσεων δημόσιας υπηρεσίας» – Συμβάσεις μεταφοράς συναπτόμενες οικειοθελώς κατόπιν διαδικασίας διαγωνισμού

(Κανονισμός 1191/69 του Συμβουλίου, άρθρο 14 §§ 1 και 2)

6.      Μεταφορές – Ενισχύσεις για τις μεταφορές – Υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών – Οδικές μεταφορές – Διάκριση μεταξύ της έννοιας του «οικονομικού μειονεκτήματος» και του κινδύνου υπερβολικής αντισταθμίσεως

(Κανονισμός 1191/69 του Συμβουλίου, άρθρα 5, 10 και 11)

7.      Ένδικη διαδικασία – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης – Ισχυρισμός ο οποίος προβάλλεται για πρώτη φορά κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως και ο οποίος δεν αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού που έχει προβληθεί προηγουμένως – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48 § 2)

1.      Το έννομο συμφέρον αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως ασκούμενης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθ’ εαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε. Ως εκ τούτου, το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς κατά την ημερομηνία κατά την οποία ασκείται η προσφυγή και, επιπλέον, το έννομο συμφέρον πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται έως την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, ειδάλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως.

Σε περίπτωση που η προσφεύγουσα έχει παραιτηθεί από αίτηση περί εκτελέσεως αποφάσεως δικαστηρίου κράτους μέλους με την οποία αυτό υποχρέωνε τις αρχές του εν λόγω κράτους να καταβάλουν στην προσφεύγουσα αντιστάθμιση, αποφάσεως στην εκτέλεση της οποίας αρνήθηκαν να προβούν οι εν λόγω αρχές, η ακύρωση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία κρίθηκε ότι η αντιστάθμιση αυτή αποτελεί κρατική ενίσχυση, θα είχε ως αποτέλεσμα ότι οι εν λόγω εθνικές αρχές θα εξακολουθούσαν, εν πάση περιπτώσει, να είναι υποχρεωμένες να προβούν σε εκτέλεση της αποφάσεως του δικαστηρίου του οικείου κράτους μέλους, τούτο δε ανεξάρτητα από το αν η προσφεύγουσα έχει παραιτηθεί από την αίτησή της περί εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα, η οποία έχει ασκήσει την προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση, εξακολουθεί να διαθέτει συμφέρον για την επίλυση της ένδικης διαφοράς και η προσφυγή της είναι παραδεκτή.

(βλ. σκέψεις 64-66, 69, 72, 74)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 117)

3.      Το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να εξετάζει, στο πλαίσιο του ελέγχου της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, τη νομιμότητα, από ουσιαστικής απόψεως, των λόγων που προβάλλει η Επιτροπή προκειμένου να αιτιολογήσει την απόφασή της. Επομένως, στο πλαίσιο λόγου στηριζόμενου σε έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς αμφισβήτηση της βασιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αλυσιτελή και άνευ επιρροής.

(βλ. σκέψεις 130, 147)

4.      Μια υποχρεωτική τιμολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, του κανονισμού 1191/69, περί των ενεργειών των κρατών μελών που αφορούν τις υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών, χαρακτηρίζεται όχι μόνο από τον καθορισμό ή την έγκριση από δημόσια αρχή των κομίστρων, αλλά και, σωρευτικά, από τη διπλή προϋπόθεση ότι πρόκειται για «ιδιαίτερα» μέτρα για τα κόμιστρα που αφορούν ορισμένες κατηγορίες επιβατών ή προϊόντων ή ορισμένες γραμμές, και είναι, επιπλέον, αντίθετα προς τα εμπορικά συμφέροντα της επιχειρήσεως. Υπέρ αυτής της ερμηνείας συνηγορεί και το άρθρο 2, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, που διευκρινίζει ότι δεν συνιστούν υποχρεωτική τιμολόγηση τα γενικά μέτρα πολιτικής επί των τιμών καθώς και τα μέτρα που λαμβάνονται όσον αφορά τα κόμιστρα και τους όρους μεταφοράς γενικά, στο πλαίσιο της οργανώσεως της αγοράς μεταφορών ή μέρους αυτής. Επομένως, μία νόμιμη υποχρέωση γενικής εφαρμογής, που υποβάλλει σε έγκριση δημόσιας αρχής τα κόμιστρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά από μόνη της υποχρεωτική τιμολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, του κανονισμού 1191/69.

(βλ. σκέψη 159)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 173)

6.      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων και, ειδικότερα, προκειμένου περί της αποτιμήσεως της αντισταθμίσεως που αντιπροσωπεύει το αντάλλαγμα για παροχές υπηρεσιών οι οποίες διενεργήθηκαν από τις επιχειρήσεις, που ήσαν δικαιούχοι, προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, το οικονομικό μειονέκτημα και ο κίνδυνος υπερβολικής αντισταθμίσεως συνιστούν δύο διακριτά στοιχεία. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα 5, 10 και 11 του κανονισμού 1191/69, περί των ενεργειών των κρατών μελών που αφορούν τις υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών, η απόδειξη οικονομικού μειονεκτήματος είναι αναγκαία για τον καθορισμό του ύψους της αντισταθμίσεως που οφείλεται σε επιχείρηση μεταφοράς λόγω της μονομερούς επιβολής υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας. Αντιθέτως, ο κίνδυνος υπερβολικής αντισταθμίσεως μπορεί να απορρέει από σύνολο παραγόντων που μπορούν να έχουν ως συνέπεια την καταβολή αντισταθμίσεως ανώτερης από εκείνη που οφείλεται στην επιχείρηση αυτή βάσει του κανονισμού.

(βλ. σκέψη 178)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 197)