Language of document : ECLI:EU:C:2011:732

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/09 P και C-107/09 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Government of Gibraltar

και

Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας

και

Βασίλειο της Ισπανίας

κατά

Government of Gibraltar

και

Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Ουσιαστική επιλεκτικότητα – Φορολογικό καθεστώς – Γιβραλτάρ – Εταιρίες “offshore”»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Παροχή από δημόσιες αρχές ευνοϊκής φορολογικής μεταχειρίσεως σε ορισμένες εταιρίες – Εμπίπτει – Φορολογική ελάφρυνση που συνιστά γενικής ισχύος μέτρο εφαρμοζόμενο αδιακρίτως σε όλους τους επιχειρηματίες – Αποκλείεται

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

2.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Φορολόγηση η οποία εξαρτάται από την υλοποίηση κερδών από υποκείμενο στον φόρο και έχει ανώτατο όριο σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

3.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Εκτίμηση η οποία στηρίζεται στο γεγονός ότι ελήφθη υπόψη η χρησιμοποιηθείσα φορολογική τεχνική – Αποκλείεται

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

4.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Φορολογικό καθεστώς βάσει του οποίου παρέχεται η δυνατότητα σε ομάδα εταιριών να εξαιρούνται ως εκ της φύσεώς τους από τις βάσεις επιβολής του φόρου – Εμπίπτει

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

5.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Εξέταση καθεστώτος ενισχύσεων στο σύνολό του – Επιτρέπεται

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ)

6.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Συμβατό ενισχύσεως με την κοινή αγορά – Εκτίμηση σύμφωνα με την ανακοίνωση για τις κρατικές ενισχύσεις στον φορολογικό τομέα – Περιεχόμενο

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ· ανακοίνωση 98/C 384/03 της Επιτροπής)

7.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγορεύονται – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά – Εκτίμηση υπό το πρίσμα του άρθρου 87 ΕΚ – Συνεκτίμηση προγενέστερης πρακτικής – Αποκλείεται

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

8.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων σε θέματα φορολογικών επιβαρύνσεων – Αποκλείεται – Προϋπόθεση

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

9.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγορεύονται – Παρεκκλίσεις – Καθήκον συνεργασίας του κράτους μέλους που ζητεί παρέκκλιση

(Άρθρο 87 § 2 ΕΚ)

10.      Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Εφαρμογή στις διοικητικές διαδικασίες που κινεί η Επιτροπή – Εξέταση των σχεδίων ενισχύσεων – Περιεχόμενο

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

1.        Η έννοια της ενισχύσεως είναι ευρύτερη από αυτήν της επιδοτήσεως, διότι περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις καθαυτές, αλλά και κρατικές παρεμβάσεις οι οποίες, κατά διαφόρους τρόπους, περιορίζουν τις επιβαρύνσεις που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της αυτής φύσεως και επιφέρουν ταυτόσημα αποτελέσματα.

Εντεύθεν προκύπτει ότι ένα μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση και το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, περιάγει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Αντιθέτως, πλεονεκτήματα απορρέοντα από γενικής ισχύος μέτρο εφαρμοζόμενο αδιακρίτως σε όλους τους επιχειρηματίες δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 71-73)

2.        Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ επιβάλλει να εξακριβώνεται αν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

Μέτρο με το οποίο προβλέπεται φορολογία δυνάμει του φόρου μισθωτών υπηρεσιών και του φόρου κτιριακών εγκαταστάσεων των επιχειρήσεων οφείλεται μόνον καθόσον ο υποκείμενος στον φόρο έχει κέρδη και το ανώτατο όριο της φορολογίας δυνάμει των φορολογικών αυτών βάσεων δεν χορηγεί επιλεκτικά πλεονεκτήματα, στο μέτρο κατά το οποίο η προϋπόθεση υπάρξεως κερδών και το ανώτατο όριο φορολογίας των κερδών είναι, αφεαυτά, γενικά μέτρα εφαρμοστέα αδιακρίτως σε όλους τους επιχειρηματίες και, επομένως, δεν δύνανται να χορηγούν επιλεκτικά πλεονεκτήματα.

(βλ. σκέψεις 75, 77, 80)

3.        Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ δεν κάνει διάκριση μεταξύ των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους, και, επομένως, ανεξαρτήτως των χρησιμοποιηθεισών τεχνικών.

Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της επιλεκτικότητας σχεδίου φορολογικής μεταρρυθμίσεως, προσέγγιση στηριζόμενη μόνον στο γεγονός ότι ελήφθη υπόψη η χρησιμοποιηθείσα φορολογική τεχνική δεν καθιστά δυνατή την εξέταση των αποτελεσμάτων του επίδικου φορολογικού μέτρου και αποκλείει εκ προοιμίου το ενδεχόμενο να χαρακτηρισθεί «επιλεκτικό πλεονέκτημα» η πλήρης φοροαπαλλαγή ορισμένων υποκειμένων στον φόρο.

Οι θεωρήσεις αυτές ισχύουν κυρίως για φορολογικό σύστημα το οποίο, αντί να προβλέπει γενικούς κανόνες για το σύνολο των επιχειρήσεων, από τους οποίους υπάρχουν παρεκκλίσεις υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων, καταλήγει σε παρεμφερές αποτέλεσμα προσαρμόζοντας και συνδυάζοντας τους φορολογικούς κανόνες ούτως ώστε η εφαρμογή τους να οδηγεί σε διαφοροποιημένη φορολογική επιβάρυνση των διαφόρων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 87-88, 93)

4.        Διαφορετική φορολογική επιβάρυνση απορρέουσα από την εφαρμογή «γενικού» φορολογικού συστήματος δεν αρκεί, αφεαυτή, προς απόδειξη της επιλεκτικότητας μιας φορολογίας για τους σκοπούς του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Επομένως, για να αναγνωρισθεί ότι τα αποτελούντα τη φορολογική βάση κριτήρια ενός φορολογικού συστήματος παρέχουν επιλεκτικά πλεονεκτήματα, πρέπει επίσης να μπορούν να διακρίνουν τις δικαιούχους επιχειρήσεις δυνάμει των ιδιοτήτων που τις χαρακτηρίζουν ως προνομιούχο κατηγορία, καθιστώντας έτσι δυνατό τον χαρακτηρισμό του συστήματος αυτού ως ευνοϊκού για «ορισμένες» επιχειρήσεις ή «ορισμένες» παραγωγές υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Ωστόσο, περί αυτού πρόκειται όταν το γεγονός ότι ορισμένες επιχειρήσεις αποκαλούμενες «offshore» δεν φορολογούνται δεν είναι τυχαία συνέπεια του επίδικου συστήματος, αλλά η αναπόφευκτη συνέπεια του ότι οι βάσεις επιβολής του φόρου έχουν ακριβώς προβλεφθεί ώστε οι εταιρίες «offshore» οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, δεν χρησιμοποιούν υπαλλήλους και δεν κατέχουν επαγγελματικούς χώρους, να μη διαθέτουν φορολογική βάση υπό την έννοια των βάσεων επιβολής του φόρου τις οποίες περιλαμβάνει το σχέδιο φορολογικής μεταρρυθμίσεως. Επομένως, βάσει του γεγονότος ότι οι εν λόγω εταιρίες, οι οποίες αποτελούν ομάδα εταιριών ως προς τις βάσεις επιβολής του φόρου του σχεδίου φορολογικής μεταρρυθμίσεως, δεν εμπίπτουν στη φορολογία, ακριβώς λόγω των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της ομάδας αυτής, δύναται να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω εταιρίες απολαύουν επιλεκτικών πλεονεκτημάτων.

(βλ. σκέψεις 103-107)

5.        Η Επιτροπή μπορεί, όσον αφορά σύστημα κρατικών ενισχύσεων, προκειμένου να αποφανθεί αν το σύστημα αυτό περιέχει στοιχεία ενισχύσεως, να περιορισθεί στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του.

(βλ. σκέψη 122)

6.        Η ανακοίνωση για τις κρατικές ενισχύσεις στον φορολογικό τομέα, ως μέτρο εσωτερικής τάξεως ληφθέν από τη Διοίκηση, δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως κανόνας δικαίου. Θέτει κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να παρεκκλίνει, σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

(βλ. σκέψη 128)

7.        Μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να εκτιμηθεί ο χαρακτήρας ορισμένου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως και όχι σε σχέση με την προβαλλόμενη προηγούμενη πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής.

(βλ. σκέψη 136)

8.        Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως δεν αναφέρεται στα κρατικά μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, τα μέτρα είναι εκ πρώτης όψεως επιλεκτικής εφαρμογής, όταν η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος επιβαρύνσεων στο οποίο εντάσσονται.

Στο κράτος μέλος που εισάγει τέτοια διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων από πλευράς επιβαρύνσεων απόκειται να αποδείξει ότι η εν λόγω επιβάρυνση πράγματι δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του εν λόγω συστήματος.

(βλ. σκέψεις 145-146)

9.        Το κράτος μέλος που ζητεί να του επιτραπεί να χορηγήσει ενισχύσεις κατά παρέκκλιση από τους κανόνες της Συνθήκης υπέχει έναντι της Επιτροπής καθήκον συνεργασίας. Στο πλαίσιο αυτού του καθήκοντος οφείλει, μεταξύ άλλων, να παράσχει όλα τα στοιχεία που θα δώσουν τη δυνατότητα στο όργανο αυτό να ελέγξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρεκκλίσεως που ζητείται.

(βλ. σκέψη 147)

10.      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, απαιτεί ότι στο οικείο κράτος μέλος δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του ως προς το υποστατό και το βάσιμο των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων και ως προς τα έγγραφα που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή προκειμένου να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι συντρέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, καθώς και ως προς τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Καθόσον δεν έχει δοθεί στο κράτος μέλος η δυνατότητα να σχολιάσει τις παρατηρήσεις αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί να τις λάβει υπόψη κατά την έκδοση της αποφάσεώς της κατά του κράτους αυτού.

Τα ενδιαφερόμενα άτομα, πλην του οικείου κράτους μέλους, στη διαδικασία ελέγχου κρατικών ενισχύσεων, έχουν απλώς τη δυνατότητα να αποστέλλουν στην Επιτροπή κάθε πληροφοριακό στοιχείο που θα της ήταν χρήσιμο για τις μελλοντικές της ενέργειες και δεν μπορούν να απαιτήσουν να λάβουν μέρος οι ίδιοι σε διαδικασία αντιπαραθέσεως επιχειρημάτων με την Επιτροπή, όπως αυτή που λαμβάνει χώρα με το εν λόγω κράτος μέλος.

(βλ. σκέψεις 165, 181)