Language of document : ECLI:EU:F:2010:23

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 15ης Απριλίου 2010

Υπόθεση F-104/08

Άγγελος Αγγελίδης

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Κενή θέση — Εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως περί ακυρώσεως της αποφάσεως περί διορισμού — Νέα ανακοίνωση κενής θέσεως — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Αρχή της ομαλής εξελίξεως της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων — Ίση μεταχείριση — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Καθήκον αρωγής — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Κατάχρηση εξουσίας»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο Α. Αγγελίδης ζητεί, αφενός, την ακύρωση της υπ’ αριθ. 12564 ανακοινώσεως για την πλήρωση της θέσεως του διευθυντή της Διευθύνσεως Δημοσιονομικών Υποθέσεων της Γενικής Διευθύνσεως «Εσωτερικές Πολιτικές της Ένωσης» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των αποφάσεων περί διορισμού της V. στη θέση αυτή και περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του και των αποφάσεων περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεών του κατά των αποφάσεων αυτών, και, αφετέρου, να υποχρεωθεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που ο προσφεύγων-ενάγων υπέστη λόγω των αποφάσεων αυτών, καθώς και, τέλος, να του αποδοθεί ad personam ο βαθμός του διευθυντή.

Απόφαση: Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταδικάζεται να καταβάλει το ποσό των 1 000 ευρώ στον Α. Αγγελίδη. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά έξοδά του και το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προσφυγή κατά αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως — Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρα 90 και 91)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρο 233 ΕΚ)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Ακύρωση αποφάσεως διορισμού — Υποχρεώσεις της διοικήσεως

(Άρθρο 233 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρο 91)

4.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Κριτήρια — Συμφέρον της υπηρεσίας — Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως

5.      Υπάλληλοι — Ανακοίνωση κενής θέσεως — Αντικείμενο — Συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρο 29)

6.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Λόγοι ακυρώσεως — Κατάχρηση εξουσίας — Έννοια

1.      Αίτημα περί ακυρώσεως, τυπικώς στρεφόμενο κατά της απορρίψεως ενστάσεως υπαλλήλου, έχει ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της πράξεως κατά της οποίας ασκήθηκε η ένσταση και στερείται αυτοτελούς περιεχομένου.

(βλ. σκέψη 18)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 17 Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8

ΓΔΕΕ: 6 Απριλίου 2006, T‑309/03, Camós Grau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1173, σκέψη 43

ΔΔΔΕΕ: 9 Ιουλίου 2009, F‑85/08, Notarnicola κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. Ι‑Α‑1‑263 και ΙΙ‑Α‑1‑1429, σκέψη 14

2.      Σε περίπτωση ακυρώσεως, από τον κοινοτικό δικαστή, πράξεως θεσμικού οργάνου, απόκειται στο όργανο αυτό, δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα που επάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως. Για να συμμορφωθεί με την ακυρωτική δικαστική απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχεται η ακυρωθείσα πράξη υποχρεούται να σεβασθεί όχι μόνον το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και το οποίο συνιστά το αναγκαίο του έρεισμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιορισθεί η ακριβής έννοια των όσων κρίθηκαν με το διατακτικό. Συγκεκριμένα, με το σκεπτικό αυτό, αφενός, προσδιορίζεται η ακριβής πράξη που θεωρήθηκε παράνομη και, αφετέρου, εμφαίνονται οι ακριβείς λόγοι της ελλείψεως νομιμότητας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και τους οποίους το οικείο όργανο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως. Η ακύρωση πράξεως από τον κοινοτικό δικαστή αναπτύσσει αποτελέσματα ex tunc και, άρα, εξαφανίζει από την έννομη τάξη αναδρομικά την ακυρωθείσα πράξη. Το καθού όργανο υποχρεούται, βάσει του άρθρου 233 ΕΚ, να λάβει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να εξαφανίσει τα αποτελέσματα της διαπιστωθείσας παρανομίας, γεγονός που, στην περίπτωση ήδη εκτελεσθείσας πράξεως, συνεπάγεται την επαναφορά του προσφεύγοντος στη νομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από την έκδοση της εν λόγω πράξεως.

(βλ. σκέψεις 35 και 36)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 13 Ιουλίου 2000, C‑8/99 P, Gómez de Enterría y Sanchez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑6031, σκέψεις 19 και 20

ΓΔΕΕ: 27 Ιουνίου 2000, T‑47/97, Plug κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑119 και II‑527, σκέψη 58· 5 Δεκεμβρίου 2002, T‑119/99, Hoyer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑239 και II‑1185, σκέψη 35· 17 Δεκεμβρίου 2003, T‑324/02, McAuley κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑337 και II‑1657, σκέψη 56· 29 Ιουνίου 2005, T‑254/04, Παππάς κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑177 και II‑787, σκέψεις 36 και 37

3.      Το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να καθορίσει, υποκαθιστώντας τη διοικητική αρχή, τα συγκεκριμένα μέτρα που πρέπει ενδεχομένως να λάβει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Σε αυτήν απόκειται, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ, να επιλέξει μεταξύ των διαφόρων μέτρων που μπορούν να ληφθούν για να συμβιβασθούν τα υπηρεσιακά συμφέροντα με την ανάγκη αποκαταστάσεως της ζημίας του προσφεύγοντος. Η ΑΔΑ δεν υποχρεούται να περατώσει διαδικασία προσλήψεως που κινήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29 του ΚΥΚ. Η αρχή αυτή εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και αν η διαδικασία προσλήψεως ακυρώθηκε εν μέρει με απόφαση του κοινοτικού δικαστή. Επομένως, η ακυρωτική απόφαση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να έχει επιπτώσεις στη διακριτική ευχέρεια της ΑΔΑ να επεκτείνει τις δυνατότητές της επιλογής προς το συμφέρον της υπηρεσίας, αποσύροντας την αρχική ανακοίνωση κενής θέσεως και κινώντας συγχρόνως νέα διαδικασία για την κάλυψη της επίμαχης θέσεως.

(βλ. σκέψεις 41 και 42)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 14 Φεβρουαρίου 1990, T‑38/89, Hochbaum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑43, σκέψη 15· 8 Οκτωβρίου 1992, T‑84/91, Meskens κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑2335, σκέψη 78· 21 Ιουνίου 1996, T‑41/95, Moat κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑319 και II‑939, σκέψεις 38 και 39· Παππάς κατά Επιτροπής των Περιφερειών, προπαρατεθείσα, σκέψη 44· 17 Οκτωβρίου 2006, T‑432/03 και T‑95/05, Dehon κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑209 και II‑A‑2‑1077, σκέψη 49

4.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία όσον αφορά την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας και, ειδικότερα, τον καθορισμό των ειδικών απαιτήσεων για την προκηρυσσόμενη θέση. Ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στο αν η εν λόγω αρχή κινήθηκε εντός μη επιλήψιμων ορίων και αν χρησιμοποίησε την εξουσία της εκτιμήσεως κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

(βλ. σκέψη 58)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Ιουνίου 1997, T‑237/95, Carbajo Ferrero κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑141 και II‑429, σκέψη 99

5.      Σκοπός της προκηρύξεως κενής θέσεως είναι, αφενός, να ενημερωθούν οι ενδιαφερόμενοι κατά τρόπο όσο το δυνατόν ακριβέστερο σχετικά με τη φύση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την πλήρωση της προκηρυσσόμενης θέσεως, και, αφετέρου, να οριστεί, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατά τρόπο δεσμευτικό για την ίδια, το πλαίσιο της νομιμότητας εντός του οποίου η εν λόγω αρχή πρόκειται να διενεργήσει τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή παραβιάζει το πλαίσιο αυτό και, επιπλέον, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, αν δεχθεί υποψηφιότητα υποβληθείσα μετά τη λήξη της οριζόμενης με την προκήρυξη προθεσμία, χωρίς το εκπρόθεσμο να οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία.

(βλ. σκέψη 78)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 4 Μαΐου 2005, Sena κατά ΕΟΑΑ, T‑30/04, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑113 και II‑519, σκέψη 52

6.      Μια απόφαση είναι πλημμελής λόγω καταχρήσεως εξουσίας, μόνον εφόσον, βάσει αντικειμενικών, ουσιωδών και συγκλινουσών ενδείξεων, παρίσταται εκδοθείσα για την επίτευξη σκοπών ξένων προς αυτούς που επικαλείται.

(βλ. σκέψη 89)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 25 Φεβρουαρίου 1987, 52/86, Banner κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 979, σκέψη 6· 8 Ιουνίου 1988, 135/87, Βλάχου κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1988, σ. 2901, σκέψη 27

ΔΔΔΕΕ: 21 Οκτωβρίου 2009, F‑33/08, V κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. Ι‑Α‑1‑403 και ΙΙ‑Α‑1‑2159, σκέψη 250