Language of document : ECLI:EU:C:2014:319

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 8ης Μαΐου 2014 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑359/11 και C‑400/11

Alexandra Schulz

κατά

Technische Werke Schussental GmbH und Co.KG


Josef Egbringhoff

κατά

Stadtwerke Ahaus GmbH

[αιτήσεις του Bundesgerichtshof (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 2003/54/ΕΚ — Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας — Οδηγία 2003/55/ΕΚ — Εσωτερική αγορά φυσικού αερίου — Συμβάσεις μεταξύ προμηθευτών και πελατών, οι οποίες διέπονται από την εθνική νομοθεσία — Υποχρέωση καθολικής υπηρεσίας — Γενικοί όροι — Μονομερής αναπροσαρμογή της τιμής της υπηρεσίας από τον προμηθευτή — Κατάλληλο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή — Τελικοί καταναλωτές — Απαιτήσεις διαφάνειας των συμβατικών όρων και προϋποθέσεων — Σχέση με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές — Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της δικαστικής αποφάσεως»





1.        Δυνάμει της διαδικασίας ελευθερώσεως της αγοράς, διάφοροι τομείς υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (2), οι οποίοι κατά το παρελθόν αποτελούσαν μονοπώλια, υπέστησαν σημαντικές αλλαγές. Αυτό ακριβώς συνέβη και στην αγορά ενέργειας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι οδηγίες για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο (3) (ή, συλλογικά, «οδηγίες για την ενέργεια») καθορίζουν τους κανόνες της σταδιακής ελευθερώσεως της αγοράς ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (4). Μολονότι οι συγκεκριμένες οδηγίες αφορούν πρωτίστως το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας στον ανταγωνισμό, περιλαμβάνουν επίσης διατάξεις που αποσκοπούν στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, ιδίως δε ως προς τη διαφάνεια των συμβατικών όρων και προϋποθέσεων για τους τελικούς καταναλωτές. Βάσει των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες αποβλέπουν στην εγγύηση παροχής καθολικής υπηρεσίας (5), απαιτείται από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να προστατεύουν τους καταναλωτές, και ειδικότερα τους ευάλωτους καταναλωτές, από την αποσύνδεση, ένας δε εκ των μηχανισμών επιτεύξεως του ανωτέρω σκοπού είναι ο καθορισμός του ύστατου προμηθευτή.

2.        Σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, οι προμηθευτές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, όταν λειτουργούν υπό το καθεστώς της ΥΚΥ, υπέχουν εκ του νόμου υποχρέωση να συνάπτουν συμβάσεις με οικιακούς πελάτες. Στις συμβάσεις αυτές προβλέπεται συγκεκριμένη τιμή για την παροχή ενέργειας. Το ζήτημα που ανέκυψε στις διαδικασίες της κύριας δίκης αφορά κατά πόσον, παράλληλα με την ως άνω υποχρέωση, οι προμηθευτές ενέργειας απολαύουν επίσης του δικαιώματος μονομερούς αναπροσαρμογής των τιμών. Προκειμένου να αποφανθεί επί του συγκεκριμένου ζητήματος, το γερμανικό Bundesgerichtshof ζητεί καθοδήγηση από το Δικαστήριο αναφορικά με το κατάλληλο επίπεδο προστασίας που πρέπει να διασφαλίζεται για τους τελικούς καταναλωτές, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, σε σχέση με τις συγκεκριμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Αναμφιβόλως, το ζήτημα έχει θεμελιώδη σημασία. Τούτο συμβαίνει διότι η νομιμότητα της αναπροσαρμογής των τιμών εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στην προβλεπόμενη από το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια και από το άρθρο 3, παράγραφος 3 της οδηγίας για το φυσικό αέριο απαίτηση να εκτίθενται οι συμβατικοί όροι και προϋποθέσεις κατά τρόπο διαφανή.

3.        Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο θα πρέπει επίσης να αποφανθεί επί της πιθανής σχέσεως μεταξύ της προαναφερθείσας απαιτήσεως διαφάνειας και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα άρθρα 3 και 5 της οδηγίας 93/13 (6). Η ανάγκη αυτή ανέκυψε διότι προσφάτως το Δικαστήριο παρέσχε διευκρινίσεις ως προς τις σχετικές υποχρεώσεις με την απόφασή του στην υπόθεση RWE Vertrieb (7), η οποία επίσης αφορούσε συμβάσεις παροχής ενέργειας. Ως εκ τούτου, η κρίσιμη πρόκληση στις υπό κρίση υποθέσεις είναι να διερευνηθεί εάν οι απαιτήσεις διαφάνειας θα πρέπει να ερμηνεύονται με τρόπο ενιαίο, παρά το γεγονός ότι προβλέπονται σε νομικές πράξεις που επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Όπως θα αποπειραθώ να καταδείξω στη συνέχεια, εκτιμώ ότι η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα θα πρέπει να είναι αρνητική.

I –    Νομικό πλαίσιο

 A —      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια

4.        Στην αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια ορίζεται ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να φροντίζουν ώστε οι οικιακοί πελάτες και, όπου κρίνεται σκόπιμο από τα κράτη μέλη, οι μικρές επιχειρήσεις να απολαύουν του δικαιώματος εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια συγκεκριμένης ποιότητας σε άμεσα συγκρίσιμες, διαφανείς και λογικές τιμές. Στο πνεύμα αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των ευάλωτων πελατών.

5.        Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 26 της ίδιας οδηγίας, η τήρηση των επιταγών που συνδέονται με τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας αποτελεί θεμελιώδη απαίτηση της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια. Για τον σκοπό αυτό, η οικεία οδηγία καθορίζει κοινά ελάχιστα πρότυπα ώστε να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι στόχοι της καθολικής προστασίας των καταναλωτών και της επάρκειας του εφοδιασμού.

6.        Το άρθρο 3 της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια, στο οποίο απαριθμούνται οι κανόνες που αφορούν τις υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και την προστασία των καταναλωτών, ορίζει ότι:

«3.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλοι οι οικιακοί πελάτες και, όπου κρίνεται σκόπιμο από τα κράτη μέλη, οι μικρές επιχειρήσεις […] απολαύουν της καθολικής υπηρεσίας, δηλαδή του δικαιώματος να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια συγκεκριμένης ποιότητας εντός του εδάφους τους σε λογικές, εύκολα και άμεσα συγκρίσιμες και διαφανείς τιμές. Για να διασφαλίσουν την παροχή καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να καθορίσουν έναν ύστατο προμηθευτή […]

[…]

5.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τελικών πελατών και, ειδικότερα, μεριμνούν ώστε να υπάρχουν επαρκείς διασφαλίσεις για την προστασία των ευάλωτων καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που τους βοηθούν να αποφύγουν την αποσύνδεση. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα προστασίας των τελικών πελατών σε απομακρυσμένες περιοχές. Διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις προϋποθέσεις, τη γενική πληροφόρηση και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο επιλέξιμος πελάτης είναι πράγματι σε θέση να αλλάξει προμηθευτή. Όσον αφορά τουλάχιστον τους οικιακούς πελάτες, τα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στο παράρτημα Α.»

7.        Στο παράρτημα Α της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια εξειδικεύονται τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν τα κράτη μέλη για την προστασία των καταναλωτών. Ειδικότερα, ορίζονται τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των [κοινοτικών] κανόνων σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, ιδίως της οδηγίας 97/7/ΕΚ [(8)] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και [της οδηγίας 93/13/ΕΚ του Συμβουλίου], τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 3 έχουν ως στόχο να εξασφαλίζουν ότι οι πελάτες:

α)      έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν σύμβαση με τον φορέα παροχής υπηρεσιών ηλεκτρικής ενέργειας, στην οποία καθορίζονται:

—      […]

—      οι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατόν να λαμβάνονται οι εκάστοτε τελευταίες πληροφορίες σχετικά με όλα τα εφαρμοζόμενα τιμολόγια και τέλη συντήρησης,

—      η διάρκεια της σύμβασης, οι όροι ανανέωσης και λήξης της παροχής υπηρεσιών και της σύμβασης, η ύπαρξη τυχόν δικαιώματος λύσης της σύμβασης,

—      οι αποζημιώσεις και οι διακανονισμοί επιστροφών που εφαρμόζονται σε περίπτωση αθέτησης της σύμβασης όσον αφορά το επίπεδο ποιότητας της υπηρεσίας […]

[…]

Οι όροι πρέπει να είναι δίκαιοι και σαφώς γνωστοί εκ των προτέρων. Οπωσδήποτε, οι πληροφορίες αυτές πρέπει να παρέχονται πριν από τη σύναψη ή επιβεβαίωση της σύμβασης. […]

β)      ειδοποιούνται δεόντως σχετικά με οποιαδήποτε πρόθεση τροποποίησης των συμβατικών όρων και ενημερώνονται σχετικά με το δικαίωμα λύσης της σύμβασης όταν τους απευθύνεται η σχετική ειδοποίηση. Οι φορείς παροχής υπηρεσιών ειδοποιούν τους συνδρομητές τους απευθείας για οποιαδήποτε αύξηση τελών, την κατάλληλη χρονική στιγμή και το αργότερο μία κανονική χρονική περίοδο χρέωσης μετά τη χρονική στιγμή κατά την οποία η αύξηση τίθεται σε ισχύ. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πελάτες παραμένουν ελεύθεροι να λύσουν τις αντίστοιχες συμβάσεις, εάν δεν αποδέχονται τους νέους όρους οι οποίοι τους έχουν κοινοποιηθεί από τον φορέα παροχής υπηρεσιών ηλεκτρικής ενέργειας·

γ)      λαμβάνουν διαφανείς πληροφορίες σχετικά με τις ισχύουσες τιμές και τιμολόγια, καθώς και τους συνήθεις όρους και προϋποθέσεις όσον αφορά την πρόσβαση και τη χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρικής ενέργειας·

δ)      έχουν ευρεία ελευθερία επιλογής των μεθόδων πληρωμής. Οιαδήποτε διαφορά στους όρους και στις προϋποθέσεις θα αντανακλά τις δαπάνες που φέρει ο προμηθευτής των διαφόρων συστημάτων πληρωμών. [...] Οι γενικοί όροι και προϋποθέσεις πρέπει να είναι δίκαιοι και διαφανείς. Πρέπει να διατυπώνονται σε σαφή και κατανοητή γλώσσα. […]»

2.      Η οδηγία για το φυσικό αέριο 

8.        Η αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας για το φυσικό αέριο ορίζει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πελάτες, όταν συνδέονται με το δίκτυο αερίου, να ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματά τους να προμηθεύονται αέριο συγκεκριμένης ποιότητας σε λογικές τιμές. Για τον λόγο αυτό, τα μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη για την προστασία των τελικών πελατών ενδέχεται να διαφέρουν όταν αφορούν, αφενός, τα νοικοκυριά και, αφετέρου, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

9.        Η αιτιολογική σκέψη 27 της ίδιας οδηγίας διευκρινίζει περαιτέρω ότι η τήρηση των επιταγών που συνδέονται με τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας αποτελεί θεμελιώδη απαίτηση της οδηγίας για το φυσικό αέριο. Για τον λόγο αυτό, στην οδηγία για το φυσικό αέριο καθορίζονται ελάχιστα κοινά πρότυπα ώστε να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι στόχοι της προστασίας των καταναλωτών και της επάρκειας του εφοδιασμού.

10.      Παρόμοιο με το άρθρο 3 της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια είναι και το άρθρο 3 της οδηγίας για το φυσικό αέριο, υπό την έννοια ότι καθορίζει τα χαρακτηριστικά των υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που υπέχουν οι επιχειρήσεις παροχής φυσικού αερίου και το επίπεδο της προστασίας των καταναλωτών. Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη προβλέπει τα εξής:

«3.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τελικών πελατών και για την εξασφάλιση υψηλών επιπέδων προστασίας του καταναλωτή, ειδικότερα δε μεριμνούν ώστε να υπάρχουν επαρκείς διασφαλίσεις για την προστασία των ευάλωτων καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που τους βοηθούν να αποφύγουν την αποσύνδεση. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα προστασίας των πελατών που είναι συνδεδεμένοι με το δίκτυο αερίου σε απομακρυσμένες περιοχές. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν τον ύστατο προμηθευτή για τους πελάτες τους συνδεδεμένους με το δίκτυο αερίου. Διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις προϋποθέσεις, τη γενική πληροφόρηση και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο επιλέξιμος πελάτης είναι πράγματι σε θέση να αλλάξει προμηθευτή. Όσον αφορά τουλάχιστον τους οικιακούς πελάτες, τα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στο παράρτημα Α.»

11.      Όπως και στην οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια, το παράρτημα Α περιλαμβάνει έναν κατάλογο μέτρων τα οποία πρέπει να λαμβάνουν τα κράτη μέλη για την προστασία των καταναλωτών. Ειδικότερα, ορίζονται τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των [κοινοτικών] κανόνων σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, ιδίως [της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου] και [της οδηγίας 93/13/ΕΚ του Συμβουλίου], τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 3 έχουν ως στόχο να εξασφαλίζουν ότι οι πελάτες:

α)      έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν σύμβαση με τον φορέα παροχής υπηρεσιών φυσικού αερίου, στην οποία καθορίζονται:

—      […]

—      οι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατόν να λαμβάνονται οι εκάστοτε τελευταίες πληροφορίες σχετικά με όλα τα εφαρμοζόμενα τιμολόγια και τέλη συντήρησης∙

—      η διάρκεια της σύμβασης, οι όροι ανανέωσης και λήξης της παροχής υπηρεσιών και της σύμβασης, η ύπαρξη τυχόν δικαιώματος λύσης της σύμβασης∙

—      […]

Οι όροι πρέπει να είναι δίκαιοι και σαφώς γνωστοί εκ των προτέρων. Οπωσδήποτε, οι πληροφορίες αυτές πρέπει να παρέχονται πριν από τη σύναψη ή επιβεβαίωση της σύμβασης. Όταν οι συμβάσεις συνάπτονται με την παρεμβολή κάποιου μεσάζοντα, οι προαναφερόμενες πληροφορίες πρέπει επίσης να παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης·

β)      ειδοποιούνται δεόντως σχετικά με οποιαδήποτε πρόθεση τροποποίησης των συμβατικών όρων και ενημερώνονται σχετικά με το δικαίωμα λύσης της συμβάσεως όταν τους απευθύνεται η σχετική ειδοποίηση. Οι φορείς παροχής υπηρεσιών ειδοποιούν τους συνδρομητές τους απευθείας για οποιαδήποτε αύξηση τελών, την κατάλληλη χρονική στιγμή και το αργότερο μία κανονική χρονική περίοδο χρέωσης μετά τη χρονική στιγμή κατά την οποία η αύξηση τίθεται σε ισχύ. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πελάτες παραμένουν ελεύθεροι να λύσουν τις αντίστοιχες συμβάσεις, εάν δεν αποδέχονται τους νέους όρους οι οποίοι τους έχουν κοινοποιηθεί από τον φορέα παροχής υπηρεσιών αερίου·

γ)      λαμβάνουν διαφανείς πληροφορίες σχετικά με τις ισχύουσες τιμές και τιμολόγια, καθώς και τους συνήθεις όρους και προϋποθέσεις όσον αφορά την πρόσβαση και τη χρήση των υπηρεσιών φυσικού αερίου·

δ)      έχουν ευρεία ελευθερία επιλογής των μεθόδων πληρωμής. Οιαδήποτε διαφορά στους όρους και στις προϋποθέσεις θα αντανακλά τις δαπάνες που φέρει ο προμηθευτής των διαφόρων συστημάτων πληρωμών. [...] Οι γενικοί όροι και προϋποθέσεις πρέπει να είναι δίκαιοι και διαφανείς. Πρέπει να διατυπώνονται σε σαφή και κατανοητή γλώσσα. […]

[…]

ζ)      όταν συνδέονται με το δίκτυο αερίου, ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματά τους να προμηθεύονται, δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, φυσικό αέριο καθορισμένης ποιότητας σε λογικές τιμές.»

 B —      Το γερμανικό δίκαιο

12.      Κατά τον κρίσιμο χρόνο για τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, οι γενικοί όροι και προϋποθέσεις δυνάμει των οποίων οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας υποχρεούνταν να συνδέουν οποιοδήποτε πρόσωπο στο δίκτυό τους και να διαθέτουν ηλεκτρική ενέργεια με τις τιμές του γενικού τιμολογίου (πελάτες γενικού καθεστώτος) ρυθμίζονταν από τις διατάξεις της Verordnung über Allgemeine Bedingungen für die Elektrizitätsversorgung von Tarifkunden (στο εξής: AVBEltV) (9) και, ακολούθως, από τις διατάξεις της Verordnung über Allgemeine Bedingungen für die Grundversorgung von Haushaltskunden und die Ersatzversorgung mit Elektrizität aus dem Niederspannungsnetz (στο εξής: StromGVV) (10). Οι εν λόγω διατάξεις αποτελούσαν ταυτόχρονα αναπόσπαστο τμήμα των συμβάσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας που συνάπτονταν μεταξύ του προμηθευτή και των πελατών γενικού καθεστώτος.

13.      Το άρθρο 4 της AVBEltV ορίζει:

«(1)      Ο φορέας παροχής ηλεκτρικής ενέργειας διαθέτει [την ηλεκτρική ενέργεια] σύμφωνα με τα εκάστοτε ισχύοντα γενικά τιμολόγια και τους εκάστοτε ισχύοντες γενικούς όρους και προϋποθέσεις.

(2)      Οι μεταβολές των γενικών τιμολογίων και οι τροποποιήσεις των γενικών όρων δεν παράγουν αποτελέσματα πριν από τη δημοσιοποίησή τους.»

14.      Το άρθρο 32 της AVBEltV περιέχει τις ακόλουθες διατάξεις για την καταγγελία:

«(1)      Η σύμβαση ισχύει χωρίς διακοπή έως ότου ένα από τα μέρη την καταγγείλει τηρώντας προθεσμία ενός μηνός από το τέλος του ημερολογιακού μήνα. […]

(2)      Σε περίπτωση μεταβολής των γενικών τιμολογίων ή τροποποιήσεως των γενικών όρων από τον φορέα παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο πλαίσιο της παρούσας κανονιστικής αποφάσεως, ο πελάτης δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση τηρώντας προθεσμία δύο εβδομάδων από το τέλος του ημερολογιακού μήνα της δημοσιοποιήσεως της μεταβολής ή της τροποποιήσεως».

15.      Το άρθρο 5, παράγραφος 2, της StromGVV ορίζει:

«Οι μεταβολές των γενικών τιμολογίων και οι τροποποιήσεις των λοιπών γενικών όρων ισχύουν από την έναρξη του σχετικού μήνα, υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί η δημοσιοποίησή τους τουλάχιστον έξι εβδομάδες πριν από τη σχεδιαζόμενη μεταβολή ή τροποποίηση. Κατά τον χρόνο της δημοσιοποιήσεως ο βασικός προμηθευτής υποχρεούται επίσης να απευθύνει προς τον πελάτη έγγραφη ειδοποίηση στην οποία θα περιλαμβάνονται οι σχεδιαζόμενες μεταβολές ή τροποποιήσεις, καθώς και να προβεί στην ανάρτησή τους στην ιστοσελίδα του. Οι μεταβολές των γενικών τιμολογίων και οι τροποποιήσεις των γενικών όρων ισχύουν μόνο μετά από τη δημοσιοποίησή τους.»

16.      Βάσει του άρθρου 20 της StromGVV, η προθεσμία για την κοινοποίηση της καταγγελίας της βασικής συμβάσεως παροχής ηλεκτρικής ενέργειας εκπνέει στο τέλος του οικείου ημερολογιακού μήνα.

17.      Κατά τον κρίσιμο χρόνο για τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, οι γενικοί όροι και προϋποθέσεις δυνάμει των οποίων οι επιχειρήσεις παροχής φυσικού αερίου υποχρεούνταν να συνδέουν οποιοδήποτε πρόσωπο στο δίκτυό τους και να διαθέτουν φυσικό αέριο με τις τιμές του γενικού τιμολογίου (πελάτες γενικού καθεστώτος) ρυθμίζονταν από τις διατάξεις της Verordnung über Allgemeine Bedingungen für die Gasversorgung von Tarifkunden (στο εξής: AVBGasV) (11). Οι εν λόγω διατάξεις αποτελούσαν ταυτόχρονα αναπόσπαστο τμήμα των συμβάσεων προμήθειας φυσικού αερίου που συνάπτονταν μεταξύ του προμηθευτή και των πελατών γενικού καθεστώτος.

18.      Το άρθρο 4 της AVBGasV ορίζει:

«(1)      Ο φορέας παροχής φυσικού αερίου διαθέτει το φυσικό αέριο σύμφωνα με τα εκάστοτε ισχύοντα γενικά τιμολόγια και τους εκάστοτε ισχύοντες γενικούς όρους και προϋποθέσεις. […]

(2)      Οι μεταβολές των γενικών τιμολογίων και οι τροποποιήσεις των γενικών όρων δεν παράγουν αποτελέσματα πριν από τη δημοσιοποίησή τους.

19.      Το άρθρο 32 της AVBGasV περιέχει τις ακόλουθες διατάξεις για την καταγγελία:

«(1)      Η σύμβαση ισχύει χωρίς διακοπή έως ότου ένα από τα μέρη την καταγγείλει τηρώντας προθεσμία ενός μηνός από το τέλος του ημερολογιακού μήνα […]

(2)      Σε περίπτωση μεταβολής των γενικών τιμολογίων ή τροποποιήσεως των γενικών όρων από τον φορέα παροχής φυσικού αερίου στο πλαίσιο της παρούσας κανονιστικής αποφάσεως, ο πελάτης δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση τηρώντας προθεσμία δύο εβδομάδων από το τέλος του ημερολογιακού μήνα της δημοσιοποιήσεως της μεταβολής ή της τροποποιήσεως».

20.      Περαιτέρω, το δικαίωμα μονομερούς αναπροσαρμογής των τιμών, τόσο των φορέων παροχής ηλεκτρικής ενέργειας όσο και των φορέων παροχής φυσικού αερίου, περιορίζεται από τη νομολογία του αιτούντος δικαστηρίου, κατά την οποία επιτρέπεται στους προμηθευτές να τροποποιούν τα τιμολόγιά τους μόνον εφόσον οι σχετικές τροποποιήσεις είναι εύλογες. Κατά συνέπεια, οι τιμές μπορούν να αναπροσαρμοστούν κατά την εύλογη κρίση του προμηθευτή και κάθε αναπροσαρμογή δεσμεύει αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη μόνον εάν ανταποκρίνεται στο κριτήριο του εύλογου χαρακτήρα. Για τον λόγο αυτό, κάθε αναπροσαρμογή των τιμολογίων υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Η απαίτηση να πληρούται το κριτήριο του εύλογου χαρακτήρα σημαίνει επίσης ότι οι προμηθευτές υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τους και τις ενδεχόμενες μειώσεις του κόστους.

II – Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

21.      Στην υπόθεση C-359/11, η Technische Werke Schussental GmbH und Co.KG (στο εξής: TWS), φορέας παροχής φυσικού αερίου, προμήθευε την A. Schulz ως πελάτη γενικού καθεστώτος, για το ακίνητό της στο Baienfurt, με φυσικό αέριο από το δίκτυό της, χρεώνοντας την τιμή που ίσχυε για τους οικιακούς πελάτες. Από την 1η Ιανουαρίου 2005 έως την 1η Ιανουαρίου 2007, η TWS αύξησε συνολικά τέσσερις φορές την τιμή μονάδας του φυσικού αερίου που παρείχε· την 1η Απριλίου 2007 έγινε μια μείωση της τιμής μονάδας. Η A. Schulz υπέβαλε ένσταση κατά των τιμολογιακών αναπροσαρμογών που αφορούσαν τους ετήσιους εκκαθαριστικούς λογαριασμούς των ετών 2005, 2006 και 2007, υποστηρίζοντας ότι οι αυξήσεις της τιμής του φυσικού αερίου ήσαν καταχρηστικές.

22.      Κατά την ένδικη διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η TWS απαίτησε την εξόφληση των μη καταβληθέντων ποσών για τα έτη 2005 έως και 2007. Το Amtsgericht έκανε δεκτή την αγωγή της TWS, η οποία είχε ως αίτημα την καταβολή ποσού 2 733,12 ευρώ, τόκων υπερημερίας και δικαστικών εξόδων. Το εφετείο απέρριψε την έφεση της A. Schulz, της αναγνώρισε ωστόσο το δικαίωμα να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

23.      Στο πλαίσιο αυτό, το Bundesgerichtshof, καθόσον διατηρούσε αμφιβολίες σχετικά με το συμβατό της οικείας εθνικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 98/30/ΕΚ, σε συνδυασμό με το παράρτημα Α, στοιχείο β΄, και/ή στοιχείο γ΄, της οδηγίας αυτής, την έννοια ότι η εθνική νομοθετική ρύθμιση για τις μεταβολές τιμών στις συμβάσεις παράδοσης φυσικού αερίου προς τους οικιακούς πελάτες, προς τους οποίους οι παραδόσεις γίνονται εντός του πλαισίου της γενικής υποχρέωσης εφοδιασμού (πελάτες γενικού καθεστώτος), ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις διαφάνειας, όταν δεν αναφέρει τους λόγους, τους όρους και την έκταση της μεταβολής των τιμών, αλλά εξασφαλίζει ότι η επιχείρηση παροχής φυσικού αερίου θα ειδοποιεί τους πελάτες της εγκαίρως πριν από κάθε αύξηση των τιμών και ότι οι πελάτες θα έχουν το δικαίωμα να καταγγείλουν τη σύμβαση, εφόσον δεν αποδέχονται τους νέους όρους που τους ανακοινώνονται;»

24.      Στην υπόθεση C-400/11, η Stadtwerke Ahaus GmbH (στο εξής: SWA) ήταν η δημοτική επιχείρηση που προμήθευε τον J. Egbringhoff με φυσικό αέριο και ηλεκτρική ενέργεια. Στον εκκαθαριστικό λογαριασμό που αφορούσε το έτος 2004, η SWA χρέωσε ως τιμή μονάδας για τη μεν προμήθεια φυσικού αερίου τα 3,521 λεπτά ανά κιλοβατώρα (λεπτά/kWh), για τη δε προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας τα 9,758 λεπτά/kWh.

25.      Σε διάφορες χρονικές στιγμές μεταξύ των ετών 2005 έως και 2008, η SWA προέβη σε διαδοχικές αυξήσεις των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου που παρείχε. Όλες αυτές οι αυξήσεις είχαν προηγουμένως δημοσιοποιηθεί. Στις 18 Ιανουαρίου 2008, ο J. Egbringhoff υπέβαλε ένσταση κατά του εκκαθαριστικού λογαριασμού που του απέστειλε η SWA στις 6 Ιανουαρίου 2006 σχετικά με προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας κατά το έτος 2005, υποστηρίζοντας ότι οι εν λόγω αυξήσεις δεν ήσαν εύλογες. Ωστόσο, ο ίδιος εξόφλησε τις απαιτήσεις που πρoέβαλε εκ των υστέρων η SWA με τους εκκαθαριστικούς λογαριασμούς των ετών 2005, 2006 και 2007, επιφυλασσόμενος κάθε δικαιώματός του. Η SWA αγνόησε τα επανειλημμένα αιτήματα του J. Egbringhoff να αποδείξει τον εύλογο χαρακτήρα των τιμών που χρέωνε και να του επιστρέψει το συνολικό ποσό των 746,54 ευρώ, το οποίο ο ίδιος υποστήριζε ότι της είχε καταβάλει, χωρίς νόμιμη αιτία, για την προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας.

26.      Με την αγωγή που άσκησε στις 30 Δεκεμβρίου 2008, ο J. Egbringhoff απαίτησε από την SWA να του επιστρέψει εντόκως το ποσό των 746,54 ευρώ. Επιπλέον, ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της SWA να βασίσει τον υπολογισμό των τιμών μονάδας για την προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας ως προς την εκκαθάριση του 2008 στις τιμές που ίσχυαν το 2004. Μολονότι η αγωγή του απορρίφθηκε τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, του επετράπη, εντούτοις, να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

27.      Το Bundesgerichtshof, όπως και στην αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η A. Schulz, έτσι και στην αίτηση αναιρέσεως του J. Egbringhoff, διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά το συμβατό της σχετικής γερμανικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ, σε συνδυασμό με το παράρτημα Α, στοιχείο β΄, και/ή στοιχείο γ΄, της οδηγίας αυτής, την έννοια ότι η εθνική νομοθετική ρύθμιση για τις μεταβολές τιμών στις συμβάσεις παράδοσης ηλεκτρικής ενέργειας προς τους οικιακούς πελάτες, προς τους οποίους οι παραδόσεις γίνονται εντός του πλαισίου της γενικής υποχρέωσης εφοδιασμού (πελάτες γενικού καθεστώτος), ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις διαφάνειας, όταν δεν αναφέρει μεν τους λόγους, τους όρους και την έκταση της μεταβολής των τιμών, αλλά εξασφαλίζει ότι η επιχείρηση παροχής ηλεκτρικής ενέργειας θα ειδοποιεί τους πελάτες της εγκαίρως πριν από κάθε αύξηση των τιμών και ότι οι πελάτες θα έχουν το δικαίωμα να καταγγείλουν τη σύμβαση, εφόσον δεν αποδέχονται τους νέους όρους που τους ανακοινώνονται;»

28.      Στην υπόθεση C-359/11, υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις η TWS, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Στην υπόθεση C‑400/11, υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις ο J. Egbringhoff, η SWA, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

29.      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2014, οι δύο υποθέσεις ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Η A. Schulz, η TWS, ο J. Egbringhoff, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικές παρατηρήσεις στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Φεβρουαρίου 2014.

III – Ανάλυση

 Α       Το γενικό πλαίσιο

30.      Με τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλει το Δικαστήριο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί σε ποιον βαθμό ικανοποιούνται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια και στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας για το φυσικό αέριο απαιτήσεις διαφάνειας, όταν οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις που διέπουν την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου εντός του πλαισίου της ΥΚΥ το μόνο που προβλέπουν για την περίπτωση κατά την οποία ο πάροχος της υπηρεσίας αποφασίζει να μεταβάλει μονομερώς τις τιμές κατόπιν κατάλληλης έγκαιρης ειδοποιήσεως, είναι το δικαίωμα καταγγελίας τη συμβάσεως (12). Κατά την εξέταση του συγκεκριμένου ζητήματος θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν υποχρεώνουν τον προμηθευτή που λειτουργεί υπό καθεστώς ΥΚΥ να γνωστοποιεί στον πελάτη πληροφορίες που αφορούν τους λόγους, τους όρους και την έκταση της μεταβολής της τιμής.

31.      Η ανάγκη παροχής διευκρινίσεων αναφορικά με τις απαιτήσεις διαφάνειας που προβλέπονται στις οδηγίες για την ενέργεια ανέκυψε στο πλαίσιο των προσπαθειών της Ένωσης για την ελευθέρωση και το άνοιγμα στον ανταγωνισμό της ευρωπαϊκής αγοράς στον ενεργειακό τομέα. Η διαδικασία ελευθερώσεως προχώρησε βάσει των ίδιων γενικών αρχών τόσο στην περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας όσο και στην περίπτωση του φυσικού αερίου και, ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να δοθεί μία ενιαία απάντηση στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, μολονότι μεταξύ των δύο νομικών πράξεων εντοπίζονται κάποιες ουσιώδεις διαφορές (13).

32.      Δεδομένου ότι οι αντικειμενικοί σκοποί των οδηγιών για την ενέργεια ταυτίζονται, οι προβλεπόμενες στις δύο νομικές πράξεις απαιτήσεις διαφάνειας θα πρέπει να ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο. Ο σκοπός των οδηγιών για την ενέργεια είναι διττός. Αφενός, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, κύριος στόχος τους είναι η διασφάλιση της ελευθερώσεως της αγοράς ενέργειας μέσω της σταδιακής εισαγωγής του ανταγωνισμού σε έναν τομέα ο οποίος χαρακτηριζόταν, παραδοσιακά, από την κυριαρχία των εθνικών μονοπωλίων. Με άλλα λόγια, οι σχετικές οδηγίες αποσκοπούν στην πραγμάτωση μίας ενιαίας αγοράς στον τομέα της ενέργειας (14). Αφετέρου, οι εν λόγω οδηγίες αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη διασφαλίσεως της επάρκειας του εφοδιασμού (15).

33.      Ο δεύτερος στόχος συνδέεται άμεσα με την ΥΚΥ η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3 των οδηγιών για την ενέργεια. Μια ΥΚΥ, όπως η προβλεπόμενη στις σχετικές διατάξεις των οδηγιών για την ενέργεια, τίθεται προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η υπηρεσία (εν προκειμένω, η προμήθεια ενέργειας) θα παρέχεται στους πελάτες σε εύλογη τιμή και υπό λογικούς όρους, ανεξάρτητα από την οικονομική, κοινωνική και γεωγραφική τους κατάσταση (16). Με άλλα λόγια, το καθεστώς αυτό λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο μιας ανταγωνιστικής αγοράς και, με τον τρόπο αυτό, λειτουργεί ως «δίχτυ ασφαλείας» για τους πλέον ευάλωτους πελάτες (17). Ωστόσο, όσον αφορά τους προμηθευτές ενέργειας, η ΥΚΥ παρεμβαίνει ουσιωδώς στην ελευθερία του επιχειρείν, ιδίως λόγω της απαιτήσεως να είναι οι τιμές που διαμορφώνονται στο πλαίσιο της ΥΚΥ λογικές (18).

34.      Οι υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αντικατοπτρίζουν με σαφήνεια τις εγγενείς δυσκολίες συγκερασμού των συμφερόντων των τελικών πελατών που προμηθεύονται ενέργεια στο πλαίσιο μιας ΥΚΥ και των συμφερόντων των προμηθευτών που λειτουργούν υπό αυτό το καθεστώς. Οι υπό κρίση υποθέσεις αφορούν συμβάσεις καθολικής υποχρεώσεως εφοδιασμού (19) με ηλεκτρική ενέργεια και/ή φυσικό αέριο. Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, υπό το συγκεκριμένο καθεστώς παροχής υπηρεσιών, οι προμηθευτές ενέργειας στη Γερμανία υπέχουν εκ του νόμου την υποχρέωση να συνδέουν οποιοδήποτε πρόσωπο στο δίκτυό τους και να παρέχουν ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο σε τιμές γενικού τιμολογίου. Με άλλα λόγια, οι εν λόγω συμβάσεις οι οποίες διέπονται από την εθνική νομοθεσία εκφεύγουν του πεδίου της ελευθερίας των συμβάσεων. Τούτο καθίσταται όλως σαφές αν ληφθεί υπόψη ότι, δυνάμει των οικείων εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων, οι προμηθευτές ενέργειας είναι υποχρεωμένοι να συνάπτουν συμβάσεις ακόμη και με ανεπιθύμητους πελάτες. Ομοίως, οι ρυθμίσεις αυτές περιορίζουν ουσιωδώς τη δυνατότητα των προμηθευτών να καταγγέλλουν συμβάσεις με τέτοιου είδους πελάτες (μια μορφή παρεμβάσεως η οποία σαφώς ενισχύεται από τα άρθρα 3 των οδηγιών για την ενέργεια, όπου προβλέπεται η υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν μέτρα ώστε να αποφεύγεται η αποσύνδεση του πελάτη από το δίκτυο).

35.      Όπως εκτέθηκε εν συντομία ανωτέρω, η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση RWE Vertrieb παρέσχε σαφή καθοδήγηση ως προς την επιλογή του καταλληλότερου κριτηρίου αναφορικά με τις απαιτήσεις διαφάνειας που προβλέπονται στην οδηγία 93/13. Μολονότι η εν λόγω υπόθεση αφορούσε πρωτίστως την ερμηνεία της οδηγίας 93/13, εντούτοις αναφερόταν και στην οδηγία για το φυσικό αέριο, καθόσον το αντικείμενο των επίδικων συμβάσεων ήταν η παροχή φυσικού αερίου δυνάμει «ειδικών συμβάσεων» (20).

36.      Ωστόσο, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 εξαιρεί ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της τυχόν συμβατικές ρήτρες «[…] που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου». Για αυτό τον λόγο η συγκεκριμένη οδηγία δεν έχει εφαρμογή στις επίμαχες εν προκειμένω συμβάσεις, όπως έγινε δεκτό από όλους τους διαδίκους που υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις (21). Η ανωτέρω διαπίστωση εξηγεί επίσης και το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις μόνον αναφορικά με τις απαιτήσεις διαφάνειας που προβλέπονται στις οδηγίες για την ενέργεια, και όχι με τις απαιτήσεις διαφάνειας τις οποίες θέτει η οδηγία 93/13.

37.      Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η A. Schulz, ο J. Egbringhoff και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου στην υπόθεση RWE Vertrieb ως προς τις απαιτήσεις διαφάνειας που προβλέπονται στην οδηγία 93/13 μπορούν να μεταφερθούν αυτούσια και στις υπό κρίση υποθέσεις, θα ξεκινήσω την ανάλυσή μου εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο.

 Β —      Η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση RWE Vertrieb και οι συνέπειές της για τις υπό κρίση υποθέσεις

38.      Με την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση RWE Vertrieb, το Δικαστήριο παρέσχε σαφείς ενδείξεις αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου κριτηρίου το οποίο πρέπει να εφαρμόζεται κατά τον δικαστικό έλεγχο του δίκαιου (ή μη) χαρακτήρα συμβατικών ρητρών που διέπουν συμβάσεις παροχής φυσικού αερίου οι οποίες, ενώ παραπέμπουν ρητώς σε εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, συγκεκριμένα δε όπως το άρθρο 4 της ABVGasV, συνάπτονται βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων. Στην υπόθεση RWE Vertrieb, η επίδικη τυποποιημένη συμβατική ρήτρα δυνάμει της οποίας ο εκάστοτε προμηθευτής φυσικού αερίου διατηρούσε το δικαίωμα μεταβολής των τιμών συνίστατο σε απλή παραπομπή στις σχετικές εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Η εθνική νομοθεσία, με τη σειρά της, απλώς παρέπεμπε εκ νέου στο ισχύον γενικό τιμολόγιο και στους ισχύοντες γενικούς όρους και προϋποθέσεις. Το Δικαστήριο, όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει την έννοια των απαιτήσεων διαφάνειας που προβλέπονταν από την οδηγία 93/13, επέστησε την προσοχή στην ανάγκη να διασφαλίζεται ότι η σύμβαση εκθέτει κατά τρόπο διαφανή τον λόγο και τον τρόπο αναπροσαρμογής των εκάστοτε ισχυουσών τιμών. Έτσι, ο καταναλωτής θα μπορεί να προβλέψει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις ενδεχόμενες μεταβολές των τιμών αυτών. Επιπλέον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ζητήματος εάν τέτοιες τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες είναι δίκαιες, πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στη δυνατότητα ασκήσεως του δικαιώματος καταγγελίας της συμβάσεως (22).

39.      Το Δικαστήριο, μολονότι έκρινε ότι ο εθνικός δικαστής ήταν ο μόνος αρμόδιος να εκτιμήσει εάν οι τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες ήταν πράγματι δίκαιες, κατέστησε εντούτοις σαφές ότι η υποχρέωση γνωστοποιήσεως στον καταναλωτή τόσο του λόγου και του τρόπου αναπροσαρμογής των τιμών όσο και του δικαιώματος καταγγελίας δεν εκπληρώνεται όταν οι γενικοί όροι και προϋποθέσεις της οικείας συμβάσεως απλώς παραπέμπουν στις νομοθετικές διατάξεις που καθορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών. Στην υπόθεση RWE Vertrieb το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι έχει ιδιαίτερη σημασία ο καταναλωτής να πληροφορείται από τον πωλητή ή τον προμηθευτή το περιεχόμενο των κρίσιμων νομοθετικών διατάξεων, ή καλύτερα των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις εν λόγω διατάξεις, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως (23). Κατά την άποψή μου, το ανωτέρω συμπέρασμα ήταν απολύτως δικαιολογημένο, δεδομένου ότι οι σχετικές εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις απλώς παρέπεμπαν στο ισχύον γενικό τιμολόγιο και στους ισχύοντες γενικούς όρους και προϋποθέσεις.

40.      Εάν η ανωτέρω ερμηνεία μεταφερθεί αυτούσια στις υπό κρίση υποθέσεις, θα προκύψει ως αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις όπως οι επίμαχες ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δεν ικανοποιούν τις προβλεπόμενες στις οδηγίες για την ενέργεια απαιτήσεις διαφάνειας. Συγκεκριμένα, μολονότι οι κρίσιμες εν προκειμένω εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις διασφαλίζουν το δικαίωμα λύσεως της συμβάσεως στην περίπτωση που ο πελάτης δεν αποδέχεται τη μονομερή αναπροσαρμογή των τιμών από τον προμηθευτή, οι διατάξεις αυτές δεν επιβάλλουν εντούτοις στον εκάστοτε πάροχο ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου την υποχρέωση να γνωστοποιεί στον πελάτη τον λόγο και τον τρόπο αναπροσαρμογής των τιμών.

41.      Ωστόσο, θα ήμουν ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι σε μια τόσο διασταλτική ερμηνεία της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση RWE Vertrieb.

42.      Όπως σημειώθηκε ανωτέρω, οι συμβάσεις που αποτέλεσαν το αντικείμενο της διαφοράς στην υπόθεση RWE Vertrieb στηρίζονταν στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Ωστόσο, οι διατάξεις σχετικά με την αναπροσαρμογή των τιμών του φυσικού αερίου που προβλέπονταν στους γενικούς όρους και προϋποθέσεις των εν λόγω συμβάσεων παρέπεμπαν στις εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις (ιδίως στο άρθρο 4 της ABVGasV) που διέπουν τις συμβάσεις γενικού καθεστώτος, οι οποίες είναι όμοιες με αυτές της προκείμενης υποθέσεως. Η γραμματική διατύπωση των γενικών όρων και προϋποθέσεων στην υπόθεση RWE Vertrieb παρέπεμπε στην εθνική νομοθεσία η οποία σιωπούσε απολύτως αναφορικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες θα ήταν επιτρεπτή η μεταβολή των τιμών. Επιπλέον, οι εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις δεν αναφέρονταν καθόλου σε συμβάσεις υπό την μορφή των συμβάσεων που αποτέλεσαν το αντικείμενο της υποθέσεως RWE Vertrieb, αλλά, αποκλειστικώς, σε συμβάσεις γενικού καθεστώτος (24). Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απλή παραπομπή στις σχετικές εθνικές διατάξεις, η οποία δεν συνοδευόταν από αναλυτικότερη επεξήγηση του περιεχομένου τους, δεν ήταν συμβατή με τα «[…] άρθρα 3 και 5 της οδηγίας 93/13 σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/55» (η υπογράμμιση δική μου) (25).

43.      Όπως παρατηρεί η Γερμανική Κυβέρνηση, το Δικαστήριο εξέτασε με την απόφασή του στην υπόθεση RWE Vertrieb τις συνέπειες των απαιτήσεων διαφάνειας που προβλέπονταν από την οδηγία 93/13 σε συνδυασμό με την οδηγία για το φυσικό αέριο. Εκτιμώ ότι η χρήση της φράσεως «σε συνδυασμό με» αποκλείει εξαρχής τη δυνατότητα κατ’ αναλογίαν εφαρμογής της ερμηνείας στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο στην υπόθεση RWE Vertrieb και σε άλλες υποθέσεις, όπως οι προκείμενες, όπου δεν εφαρμόζεται η οδηγία 93/13 (26). Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του νομικού πλαισίου της υποθέσεως RWE Vertrieb και των παραπομπών που γίνονταν με την εν λόγω απόφαση στη σχετική με την οδηγία 93/13 νομολογία του Δικαστηρίου (27), καθίσταται, κατά την άποψή μου, σαφές ότι το πρώτιστο μέλημα του Δικαστηρίου στην περίπτωση εκείνη ήταν η ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων της οδηγίας 93/13.

44.      Όπως δέχτηκε το ίδιο το Δικαστήριο, ο νομοθέτης εξαίρεσε από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 τις συμβατικές ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και διέπουν συμβάσεις συγκεκριμένης κατηγορίας, στηριζόμενος στο σκεπτικό ότι, στις περιπτώσεις αυτές, έχει ήδη προηγηθεί μια στάθμιση προς εξισορρόπηση των συμφερόντων των συμβαλλομένων μερών. Πράγματι, εύλογα μπορεί να γίνει δεκτό ότι, ως προς αυτή την κατηγορία των συμβάσεων, ο εθνικός νομοθέτης έχει ήδη σταθμίσει καταλλήλως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών (28).

45.      Αυτό ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω.

46.      Δεν θα πρέπει εξάλλου να παραβλεφθεί το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις συμβάσεις που αποτέλεσαν το αντικείμενο της διαφοράς στην υπόθεση RWE Vertrieb, οι οποίες είχαν σκοπίμως εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής των εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων για τις συμβάσεις γενικού καθεστώτος, οι επίμαχες εν προκειμένω συμβάσεις, ουσιαστικά, διέπονται από αυτές ακριβώς τις εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις, ήτοι την ABVGasV (καθώς και τις AVBEltV και StromGVV). Το Δικαστήριο έχει ήδη επισημάνει ότι η ενδεχόμενη βούληση των μερών να επεκτείνουν την εφαρμογή αυτού του καθεστώτος σε διαφορετική κατηγορία συμβάσεων δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την εκ μέρους του εθνικού νομοθέτη εξισορρόπηση του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών (29).

47.      Για τους λόγους αυτούς συμφωνώ απολύτως με τη Γερμανική Κυβέρνηση ότι, στις περιπτώσεις όπου δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της οδηγίας 93/13, μοναδικό σημείο αναφοράς προκειμένου να εκτιμηθεί εάν οι οικείες εθνικές νομοθετικές διατάξεις πληρούν ή όχι τις απαιτήσεις διαφάνειας που προβλέπονται από τις οδηγίες για την ενέργεια, πρέπει να αποτελούν οι διατάξεις των συγκεκριμένων αυτών οδηγιών. Ακολούθως, θα αποπειραθώ να αναλύσω τις εν λόγω απαιτήσεις.

 Γ —      Οι απαιτήσεις διαφάνειας σύμφωνα με τις οδηγίες για την ενέργεια

48.      Η απαίτηση για διαφάνεια των συμβατικών όρων και προϋποθέσεων προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια και στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας για το φυσικό αέριο. Αμφότερες αυτές οι διατάξεις έχουν ως σκοπό, παράλληλα με τον κύριο στόχο της ελευθερώσεως της αγοράς στον τομέα της ενέργειας, να διασφαλίσουν «[…] υψηλά επίπεδα προστασίας των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια σχετικά με τους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις, τη γενική πληροφόρηση και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών».

49.      Η γραμματική διατύπωση των συγκεκριμένων διατάξεων μάλλον δεν βοηθά ιδιαιτέρως στην αποσαφήνιση του περιεχομένου της φράσεως «[…] διαφάνεια σχετικά με τους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις». Πράγματι, θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη, την οποία όντως προβάλλει η Επιτροπή, ότι, παρά τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των πραγματικών περιστατικών των υπό κρίση υποθέσεων και των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως RWE Vertrieb, οι απαιτήσεις διαφάνειας που προβλέπονται στις οδηγίες για την ενέργεια θα μπορούσαν δικαιολογημένα να ερμηνευθούν κατά τον ίδιο τρόπο με τις απαιτήσεις διαφάνειας τις οποίες θέτει η οδηγία 93/13. Ειδικότερα, τούτο θα απέβαινε προς όφελος της προστασίας των καταναλωτών.

50.      Προκειμένου να εξηγήσω για ποιον λόγο διαφωνώ με τη συγκεκριμένη προσέγγιση, θα αναλύσω κατ’ αρχάς τη διαφορετική συλλογιστική στην οποία στηρίζονται, αφενός, η οδηγία 93/13 και, αφετέρου, οι οδηγίες για την ενέργεια και το πώς η διαφορετική αυτή συλλογιστική αντανακλά στις απαιτήσεις που επιβάλλονται στους επαγγελματίες και στους παρόχους υπηρεσιών αντιστοίχως. Ακολούθως, θα εκθέσω με ποιόν τρόπο, κατά την άποψή μου, μπορούν να συγκεραστούν τα αντικρουόμενα συμφέροντα των παρόχων υπηρεσιών και των πελατών εντός του συγκεκριμένου πλαισίου της ελευθερώσεως της αγοράς στον τομέα της ενέργειας.

1.      Συμβάσεις που στηρίζονται στην ελεύθερη βούληση των μερών, κατ’ αντιδιαστολή προς τις συμβάσεις που συνάπτονται στο πλαίσιο της ΥΚΥ

51.      Όπως διευκρινίστηκε ανωτέρω, με την απόφαση RWE Vertrieb, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο πελάτης πρέπει να πληροφορείται τους λόγους, τους όρους και την έκταση τυχόν μελλοντικών μεταβολών της τιμής πριν από τη σύναψη της συμβάσεως. Σε περιπτώσεις όπως αυτές των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, φρονώ ότι δεν συντρέχει η ίδια ανάγκη. Η άποψή μου αυτή στηρίζεται στη διαπίστωση ότι οι συμβάσεις που διέπονται από την οδηγία 93/13 εντάσσονται σε διαφορετικό πλαίσιο απ’ ό,τι οι συμβάσεις που διέπονται από τις οδηγίες για την ενέργεια.

52.      Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να τονιστεί ότι, δυνάμει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13, οι επαγγελματίες διατηρούν το δικαίωμα να μη συμβάλλονται με συγκεκριμένους πελάτες (30). Επίσης, σε αντίθεση με τους παρόχους που λειτουργούν υπό καθεστώς ΥΚΥ, οι επαγγελματίες έχουν τη δυνατότητα να αναπροσαρμόζουν τις τιμές τους χωρίς να απαιτείται από αυτούς να τηρούν το κριτήριο του εύλογου χαρακτήρα το οποίο προβλέπεται στις οδηγίες για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο (άρθρο 3, παράγραφος 5 και σημείο ζ΄ του παραρτήματος Α, αντιστοίχως). Σε αυτή τη συμβατική σχέση μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία, ο καταναλωτής βρίσκεται αναμφιβόλως σε δυσμενέστερη θέση. Τούτο συμβαίνει, ειδικότερα, διότι ο καταναλωτής έχει περιορισμένη διαπραγματευτική ισχύ σε σχέση με τον επαγγελματία (ιδίως δε σε σχέση με τυποποιημένες, ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις τους, συμβάσεις).

53.      Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να υποτιμηθεί η σημασία της εκ των προτέρων γνώσεως όλων των απαραίτητων πληροφοριών που αφορούν τη σύναψη μιας συμβάσεως (31). Σε τελική ανάλυση, οι συγκεκριμένες πληροφορίες θα επιτρέψουν στον καταναλωτή να προβεί στη βέλτιστη επιλογή μεταξύ των διαφόρων επαγγελματιών και, επί της ουσίας, να συγκρίνει τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις των συμβάσεων που αυτοί προτείνουν προς σύναψη (32). Όπως δέχθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση RWE Vertrieb, η πληροφόρηση αυτή βοηθά τον καταναλωτή να επιλέξει μεταξύ διαφόρων επαγγελματιών, καθόσον είναι ενήμερος, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, τόσο για τους λόγους ενδεχόμενης μελλοντικής αναπροσαρμογής των τιμών όσο και για τη μέθοδο υπολογισμού της.

54.      Αντιθέτως, οι συμβάσεις που διέπονται από το καθεστώς της ΥΚΥ η οποία προβλέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια και από το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας για το φυσικό αέριο, λειτουργούν σε διαφορετικό πλαίσιο. Το πλαίσιο αυτό είναι η ελευθέρωση της αγοράς. Ωστόσο, όπως ήδη ανέλυσα, τόσο από τις αιτιολογικές σκέψεις (33) όσο και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες (34) αμφότερων αυτών των οδηγιών συνάγεται επίσης ότι η διασφάλιση της επάρκειας εφοδιασμού και η λήψη μέτρων για την αποφυγή της αποσυνδέσεως αναγνωρίζονται, εντός του πλαισίου της ΥΚΥ, ως σκοποί θεμελιώδους σημασίας (35).

55.      Ασφαλώς, η επίτευξη αυτών των σκοπών προϋποθέτει ότι οι πάροχοι υπηρεσιών παραμένουν οικονομικώς βιώσιμοι. Ένας από τους λόγους είναι ότι οι πάροχοι υποχρεούνται να παρέχουν τουλάχιστον κάποιες βασικές υπηρεσίες με συγκεκριμένες προδιαγραφές σε όλους τους επιλέξιμους πελάτες, ενώ παράλληλα η ελευθερία τους να μεταβάλλουν τις τιμές και να καταγγέλλουν τις συμβάσεις τους με ανεπιθύμητους πελάτες περιορίζεται σημαντικά από τον εθνικό νομοθέτη. Ως εκ τούτου, η παραδοχή ότι οι πάροχοι υπηρεσιών οι οποίοι λειτουργούν υπό τους περιορισμούς μιας ΥΚΥ θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα μετακυλίσεως του επιπλέον κόστους τους στους πελάτες αποτελεί μάλλον το κατάλληλο μέσο συγκερασμού της εγγενούς αντιθέσεως μεταξύ των δύο βασικών σκοπών που επιδιώκονται με τις δύο οδηγίες για την ενέργεια.

56.      Συναφώς, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, με το σημείο β΄ του παραρτήματος Α καθεμίας από τις οδηγίες για την ενέργεια, το οποίο επιτρέπει την τροποποίηση των συμβατικών όρων και την αναπροσαρμογή των τιμών, αναγνωρίζεται ρητώς ότι οι πάροχοι υπηρεσιών που λειτουργούν υπό τους περιορισμούς της ΥΚΥ έχουν έννομο συμφέρον, εντός της διάρκειας ισχύος της συμβάσεως, να μετακυλίσουν στους πελάτες τους μια ενδεχόμενη αύξηση του κόστους δίχως να είναι υποχρεωμένοι να καταγγείλουν τη σύμβαση. Αυτό το δικαίωμα αναπροσαρμογής των τιμών δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο όταν οι συγκεκριμένοι πάροχοι υπέχουν εκ του νόμου υποχρέωση να συμβάλλονται με ειδικές κατηγορίες πελατών, δηλαδή όταν λειτουργούν υπό καθεστώς ΥΚΥ.

57.      Η ανάγκη μετακυλίσεως της αυξήσεως του κόστους στους πελάτες προκειμένου να διασφαλιστεί η οικονομική βιωσιμότητα των προμηθευτών εξηγεί για ποιον λόγο γίνεται δεκτή η μονομερής αναπροσαρμογή των τιμών εντός του πλαισίου της ΥΚΥ. Ωστόσο, η ανάγκη διασφαλίσεως της οικονομικής βιωσιμότητας δεν αποσαφηνίζει πλήρως τι συνεπάγεται η απαίτηση διαφάνειας των συμβατικών όρων και προϋποθέσεων εντός του συγκεκριμένου πλαισίου. Συνεπάγεται καθήκον ενημερώσεως του πελάτη αναφορικά με τους λόγους, τους όρους και την έκταση ενδεχόμενης μελλοντικής μεταβολής των τιμών; Εάν ναι, σε ποια χρονική στιγμή θα πρέπει να γνωστοποιούνται οι πληροφορίες αυτές;

2.      Επίτευξη της δέουσας ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων των πελατών και των δικαιωμάτων των παρόχων υπηρεσιών στο πλαίσιο μιας ΥΚΥ

58.      Σε αντίθεση με τις βασικές αρχές της ανταγωνιστικής αγοράς, ο πάροχος υπηρεσιών που λειτουργεί υπό το καθεστώς της ΥΚΥ υπέχει την υποχρέωση να συνάπτει συμβάσεις ακόμη και με ανεπιθύμητους πελάτες και να προμηθεύει αυτούς τους πελάτες με ηλεκτρική ενέργεια ή φυσικό αέριο σε λογικές τιμές (36). Κατά την άποψή μου, η σχετική υποχρέωση περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα των προμηθευτών να διαμορφώνουν τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών κατά τη διακριτική τους ευχέρεια. Προκειμένου να μετριάσει τη συνέπεια αυτή, ο εθνικός νομοθέτης παρεμβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 3 των δύο οδηγιών για την ενέργεια ώστε να επιτευχθεί η εξισορρόπηση «[…] του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών σε [ορισμένες] συμβάσεις» (37). Παρά ταύτα, παραμένει το ερώτημα κατά πόσον, υπό το πρίσμα των απαιτήσεων διαφάνειας που προβλέπονται από τις συγκεκριμένες διατάξεις, επιτεύχθηκε όντως η δέουσα ισορροπία από τη γερμανική νομοθεσία, δεδομένης, ιδίως, της ανάγκης προστασίας των ευάλωτων καταναλωτών.

59.      Λαμβανομένων υπόψη των όσων προεκτέθηκαν σε σχέση με τις θεμελιώδεις, από συστηματικής απόψεως, διαφορές μεταξύ των συμβάσεων που συνάπτονται με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και των συμβάσεων που συνάπτονται στο πλαίσιο των εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων περί υποχρεώσεως παροχής καθολικής υπηρεσίας, φρονώ ότι δεν συντρέχει λόγος να ερμηνευθούν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια και από το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας για το φυσικό αέριο απαιτήσεις διαφάνειας υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι λόγοι, οι όροι και η έκταση της αναπροσαρμογής των τιμών γνωστοποιούνται στους πελάτες πριν από τη σύναψη της συμβάσεως (38). Πράγματι, δεδομένου ότι ο βασικός σκοπός των οδηγιών για την ενέργεια δεν είναι η προστασία των καταναλωτών (39), αλλά η ελευθέρωση της αγοράς, η ανάγκη της προστασίας των πελατών θα πρέπει να σταθμίζεται με τα συμφέροντα των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Για να επιτευχθεί η δέουσα ισορροπία μεταξύ αυτών των συμφερόντων, εκτιμώ ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι προαναφερθείσες πληροφορίες κοινοποιούνται στους πελάτες κατά τη χρονική στιγμή που τους γνωστοποιείται η αναπροσαρμογή της τιμής. Το σκεπτικό μου είναι το εξής.

60.      Όσον αφορά τα δικαιώματα των πελατών, τα στοιχεία που έχουν ιδιαίτερη σημασία είναι, κατ’ εμέ, δύο: το δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως και το δικαίωμα αμφισβητήσεως, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο, του εύλογου χαρακτήρα συγκεκριμένης τιμολογιακής αυξήσεως (40). Τα ως άνω δικαιώματα συνδέονται μεταξύ τους, υπό την έννοια ότι έχουν νόημα μόνον αν ο πελάτης διαθέτει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της τιμολογιακής αυξήσεως και τον τρόπο υπολογισμού της. Τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία δεν είναι απλώς αναγκαία για να αποφασίσει ο πελάτης εάν αξίζει να προβεί σε καταγγελία της συμβάσεως (όπου αυτό είναι εφικτό) και σε επιλογή διαφορετικού προμηθευτή. Είναι, αναμφιβόλως, θεμελιώδους σημασίας για τον πελάτη ο οποίος θα πρέπει να αποφασίσει εάν θα προσβάλει δικαστικά την τιμολογιακή αύξηση.

61.      Πράγματι, μολονότι το σημείο β΄ του παραρτήματος Α των δύο οδηγιών για την ενέργεια επιτρέπει ένα περιθώριο ελιγμών όσον αφορά το ζήτημα της αναπροσαρμογής των τιμών, εντούτοις η ίδια διάταξη επιβάλλει επίσης στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι πελάτες θα ενημερώνονται εγκαίρως σχετικά με τις σχεδιαζόμενες μεταβολές των συμβατικών όρων και προϋποθέσεων. Επιπλέον, τα κράτη μέλη υποχρεώνονται να διασφαλίζουν ότι οι πελάτες θα λαμβάνουν γνώση του δικαιώματός υπαναχωρήσεώς τους από μια ήδη συναφθείσα σύμβαση. Τα δικαιώματα όμως των πελατών δεν εξαντλούνται στο σημείο αυτό.

62.      Όπως σημείωσε το αιτούν δικαστήριο, εν προκειμένω, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το σημείο γ΄ του παραρτήματος Α, καθόσον το συγκεκριμένο σημείο έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ότι οι πελάτες θα λαμβάνουν διαφανείς πληροφορίες σχετικά με τις ισχύουσες τιμές και τιμολόγια, καθώς και τους συνήθεις όρους και προϋποθέσεις όσον αφορά την πρόσβαση και τη χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρικής ενέργειας. Με άλλα λόγια, ενώ το σημείο β΄ απαιτεί ρητώς να διασφαλίζεται το δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως εκ μέρους του πελάτη στην περίπτωση αυξήσεως των τιμών, το σημείο γ΄ προσθέτει ακόμη ένα στοιχείο σε αυτή την απαίτηση, υπαγορεύοντας ότι οι ισχύουσες τιμές πρέπει να πληρούν τους όρους διαφάνειας. Παρά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Γερμανική Κυβέρνηση περί του αντιθέτου, πρέπει οπωσδήποτε, για να διασφαλιστεί η τήρηση των απαιτήσεων διαφάνειας άπαξ και οι τιμές αναπροσαρμοστούν, να γνωστοποιούνται στον πελάτη οι λόγοι, οι όροι και η έκταση της αναπροσαρμογής αυτής.

63.      Πάντως, λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι κατά τη μεταφορά των διατάξεων των οδηγιών για την ενέργεια στις εθνικές έννομες τάξεις τα κράτη μέλη απολαύουν σημαντικής διακριτικής ευχέρειας, εκτιμώ ότι η απόφαση σχετικά με τις τεχνικές λεπτομέρειες της γνωστοποιήσεως των λόγων και του τρόπου της αναπροσαρμογής των τιμών στους πελάτες θα πρέπει να επαφίεται στον εθνικό νομοθέτη. Ωστόσο, η εν λόγω διακριτική ευχέρεια επ’ ουδενί σημαίνει ότι μπορεί ο εθνικός νομοθέτης να μη λάβει οποιοδήποτε μέτρο προς εξισορρόπηση του δικαιώματος των προμηθευτών ενέργειας για μονομερή αναπροσαρμογή των τιμών, όπως συμβαίνει εν προκειμένω στη Γερμανία. Όντως, αν γινόταν δεκτό ότι η σχετική διακριτική ευχέρεια εκτείνεται σε τέτοιον βαθμό, η αποτελεσματικότητα των απαιτήσεων διαφάνειας που προβλέπονται από τις οδηγίες για την ενέργεια θα θιγόταν ουσιωδώς και αυτές θα κατέληγαν, εν τέλει, κενές περιεχομένου.

64.      Ομολογουμένως, η άποψη που υποστηρίζω συνεπάγεται διαφορετικά επίπεδα προστασίας των τελικών πελατών ανάλογα, σε τελική ανάλυση, με την εφαρμογή ή όχι της οδηγίας 93/13. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ακόμη και ότι οι ευάλωτοι πελάτες περιέρχονται έτσι σε δυσμενέστερη θέση απ’ ό,τι οι πελάτες που μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα τον πάροχο της υπηρεσίας. Πάντως, αυτή η άποψη μάλλον γίνεται δεκτή και από τον νομοθέτη της Ένωσης. Το παράρτημα Α αμφότερων των οδηγιών για την ενέργεια παραπέμπει ρητώς στην οδηγία 93/13, ορίζοντας ότι τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 3 εκάστης των οδηγιών ισχύουν «[…] με την επιφύλαξη των [κοινοτικών] κανόνων σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, [ιδίως της οδηγίας 93/13]». Κατά την άποψή μου, η μοναδική πιθανή εξήγηση είναι ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν αποσκοπούσε στην ευθυγράμμιση, μέσω της απλής παραπομπής στην οδηγία 93/13, του επιπέδου προστασίας των πελατών που απορρέει από τις οδηγίες για την ενέργεια με το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών το οποίο προβλέπεται από την οδηγία 93/13. Τούτο καθίσταται σαφές εάν ληφθεί υπόψη ότι η πρόταση την οποία έκανε, κατά τη νομοθετική διαδικασία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς αυτή την κατεύθυνση δεν αποτυπώθηκε στο τελικό κείμενο των οδηγιών για την ενέργεια (41). Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή υποδηλώνει ότι το επίπεδο προστασίας που παρέχεται από την οδηγία 93/13 μπορεί να είναι υψηλότερο και, τουλάχιστον, πρέπει να μεταφέρεται αυτούσιο στο πλαίσιο των συμβάσεων γενικού καθεστώτος στον ενεργειακό τομέα.

65.      Ωστόσο, αυτό που προκύπτει με σαφήνεια είναι ότι, θεσπίζοντας τις εν λόγω διατάξεις, και πιο συγκεκριμένα προσθέτοντας το σημείο β΄ στο παράρτημα Α αμφότερων των οδηγιών για την ενέργεια, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι τελικοί καταναλωτές θα έχουν τη δυνατότητα λύσεως των συμβάσεών τους στην περίπτωση που δεν αποδέχονται τις τιμολογιακές αυξήσεις. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το δικαίωμα του παρόχου της υπηρεσίας για μονομερή αύξηση της τιμής της υπηρεσίας εκθέτει τον πελάτη στον κίνδυνο αδικαιολόγητων αυξήσεων της τιμής, η ως άνω επιλογή θα πρέπει να θεωρείται δικαιολογημένη στο επίπεδο των συναλλαγών. Κατά την άποψή μου, για το σύνολο των πελατών, ανεξάρτητα εάν θεωρούνται ευάλωτοι ή μη, το δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως είναι ύψιστης σημασίας. Η δυνατότητα αποτελεσματικής ασκήσεως του σχετικού δικαιώματος εκ μέρους του πελάτη προϋποθέτει τη γνωστοποίηση των λόγων, των όρων και της εκτάσεως της αναπροσαρμογής της τιμής κατά τη χρονική στιγμή στην οποία αυτός πληροφορείται την επικείμενη αναπροσαρμογή, και όχι αργότερα από αυτή τη χρονική στιγμή (42).

66.      Πράγματι, μολονότι είναι πιθανό ότι, στην πράξη, μόνον ένα πολύ μικρό ποσοστό των πελατών θα προέβαλλε ενστάσεις κατά των τιμολογιακών αναπροσαρμογών, στηριζόμενο σε αυτά τα πληροφοριακά στοιχεία, εντούτοις θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι και μόνη η υποχρέωση γνωστοποιήσεως των οικείων πληροφοριακών στοιχείων ενδέχεται, σε κάποιον βαθμό, να λειτουργήσει αποτρεπτικά για αδικαιολόγητες αυξήσεις των τιμών. Υπό την έννοια αυτή, οι απαιτήσεις διαφάνειας τις οποίες θέτουν οι οδηγίες για την ενέργεια συνεισφέρουν επίσης στη διατήρηση των τιμών σε «εύλογο» επίπεδο, τη στιγμή μάλιστα που η συγκεκριμένη υποχρέωση συνιστά έναν εκ των ακρογωνιαίων λίθων της προβλεπόμενης από τις εν λόγω οδηγίες ΥΚΥ.

67.      Συνεπώς, συμπεραίνω ότι, κατά ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 5, της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια και του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας για το φυσικό αέριο, οι απαιτήσεις διαφάνειας που προβλέπονται από τις εν λόγω διατάξεις δεν πληρούνται, όσον αφορά την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου σε οικιακούς πελάτες δυνάμει συμβάσεων γενικού καθεστώτος, από εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες, κατά τον καθορισμό των τιμολογιακών αναπροσαρμογών σε τέτοιου είδους συμβάσεις, δεν υποχρεώνουν τον προμηθευτή της υπηρεσίας να γνωστοποιεί στον πελάτη τους λόγους, τους όρους και την έκταση της τιμολογιακής αναπροσαρμογής κατά τη χρονική στιγμή που ο πελάτης πληροφορείται την εκάστοτε τιμολογιακή αναπροσαρμογή, και όχι αργότερα από αυτή τη χρονική στιγμή.

68.      Τέλος, η TWS, η SWA και η Γερμανική Κυβέρνηση ζήτησαν από το Δικαστήριο, εάν αποφανθεί ότι οι γερμανικές νομοθετικές ρυθμίσεις επί της αναπροσαρμογής των τιμών είναι ασύμβατες προς το δίκαιο της Ένωσης, να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της εκδοθησομένης αποφάσεως. Όπως θα αναλύσω ακολούθως, εκτιμώ ότι, υπό τις προκείμενες περιστάσεις, το σχετικό αίτημα είναι αιτιολογημένο και πρέπει να γίνει δεκτό από το Δικαστήριο.

 Δ       Τα αποτελέσματα που συνεπάγεται η διαπίστωση της ασυμβατότητας θα πρέπει να περιοριστούν χρονικά

69.      Όπως είναι ευρέως γνωστό, το Δικαστήριο δέχεται να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεών του μόνο στις εξαιρετικές περιστάσεις κατά τις οποίες πληρούνται σωρευτικώς δύο κριτήρια. Η θέση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι η ερμηνεία του νομικού κανόνα στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο αποσκοπεί στην αποσαφήνιση και στον ορισμό της έννοιας και του πεδίου εφαρμογής του συγκεκριμένου κανόνα όπως αυτά θα όφειλαν να έχουν γίνει κατανοητά και να εφαρμόζονται από τη χρονική στιγμή που ο εν λόγω κανόνας τέθηκε σε ισχύ. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρώτο κριτήριο που θα πρέπει να πληρούται είναι ότι η διαπίστωση σχετικά με το ασύμβατο θα πρέπει να ενέχει «[…] κίνδυνο σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων». Κατά την αξιολόγηση μιας τέτοιας καταστάσεως αποκτά ιδιαίτερη σημασία ο αριθμός των εννόμων σχέσεων που έχουν συσταθεί καλοπίστως βάσει ρυθμίσεως η οποία εθεωρείτο νομίμως ισχύουσα. Το δεύτερο κριτήριο που θα πρέπει να πληρούται είναι ότι οι αθέμιτες συμπεριφορές θα πρέπει να οφείλονταν σε αντικειμενική και σοβαρή αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής της σχετικής ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης (43).

70.      Κατά την άποψή μου, εν προκειμένω, πληρούνται αμφότερα τα ως άνω κριτήρια.

71.      Πριν προχωρήσω στην ανάλυση των περιστάσεων που ισχύουν στις υπό κρίση υποθέσεις, θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να υπογραμμιστεί ότι το Δικαστήριο απέρριψε ρητώς παρόμοιο αίτημα το οποίο προβλήθηκε στην υπόθεση RWE Vertrieb. Επί της ουσίας, η απόρριψη του εν λόγω αιτήματος υπήρξε απόρροια της διαπιστώσεως ότι οι οικονομικές επιπτώσεις για τους φορείς παροχής φυσικού αερίου δεν θα απέρρεαν ευθέως και αποκλειστικώς από την ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης από το Δικαστήριο. Αντίθετα, κρίθηκε ότι, σε τελική ανάλυση, καθοριστική ως προς τις σχετικές επιπτώσεις θα ήταν η εκτίμηση στην οποία θα προέβαινε το αιτούν δικαστήριο αναφορικά με τον καταχρηστικό χαρακτήρα των επίδικων συμβατικών ρητρών και όρων στο πλαίσιο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως (44).

72.      Αντιθέτως (45), στις υπό κρίση υποθέσεις ζητείται από το Δικαστήριο όχι μόνο να αποσαφηνίσει την έννοια άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, αλλά επίσης, και κυρίως, να αποφανθεί εάν οι κρίσιμες γερμανικές νομοθετικές ρυθμίσεις είναι συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης.

73.      Για τον λόγο αυτό, είμαι απολύτως βέβαιος ότι η διαπίστωση σχετικά με το ασύμβατο των εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων προς το δίκαιο της Ένωσης ενέχει τον κίνδυνο σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων για τους ενδιαφερόμενους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Βάσει της συλλογιστικής που ακολούθησε το αιτούν δικαστήριο, το δικαίωμα των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου να μεταβάλουν μονομερώς τις τιμές εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο θα ερμηνεύσει το Δικαστήριο την έννοια και το πεδίο εφαρμογής της απαιτήσεως διαφάνειας που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια και στο άρθρο 3, παράγραφος3, της οδηγίας για το φυσικό αέριο. Εάν το Δικαστήριο υιοθετήσει την προσέγγισή μου αναφορικά με τα ερμηνευτικά ζητήματα που προκύπτουν στις υπό κρίση υποθέσεις, αναπροσαρμογές τιμών όπως οι προκείμενες στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου θα είναι άκυρες.

74.      Εξυπακούεται ότι οι επιπτώσεις που θα είχε μια τέτοια έκβαση στο σύνολο του ενεργειακού τομέα στη Γερμανία θα ήταν κάθε άλλο παρά αμελητέα (46). Κατά την άποψή μου, το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ο αριθμός των πελατών που προμηθεύονται ενέργεια δυνάμει συμβάσεων στο πλαίσιο της υποχρεώσεως καθολικής υπηρεσίας στη Γερμανία εμφανίζεται να ακολουθεί σταθερά φθίνουσα πορεία (47). Μολονότι η βαρύτητα των οικονομικών επιπτώσεων που θα προκληθούν από τη διαπίστωση σχετικά με το μη συμβατό θα εξαρτηθεί, εκ των πραγμάτων, από την προθεσμία παραγραφής την οποία θα επιλέξει να εφαρμόσει ο εθνικός δικαστής (ζήτημα το οποίο απομένει να ρυθμιστεί σε επίπεδο εθνικής έννομης τάξης (48)), εκτιμώ, εντούτοις, ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ο «[…] κίνδυνος σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων». Επιπλέον, ακόμη και αν ο αριθμός των πελατών που θα επηρεαστούν από την απόφαση του Δικαστηρίου επίσης εξαρτάται, εκ των πραγμάτων, από την εφαρμοστέα προθεσμία παραγραφής, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι υπάρχει φθίνουσα τάση των συμβάσεων γενικού καθεστώτος, ο εν λόγω αριθμός θα είναι (σημαντικά) υψηλότερος από την εκτίμηση σχετικά με το έτος 2013, την οποία προσκόμισε η TWS στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση (49).

75.      Κατόπιν των ανωτέρω, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά κανόνα, ο κίνδυνος επελεύσεως σημαντικών οικονομικών επιπτώσεων δεν επαρκεί, από μόνος του, για την αποδοχή του αιτήματος περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων μιας δικαστικής αποφάσεως. Όπως έχω αναλύσει σε άλλες προτάσεις μου (50), οποιαδήποτε διαφορετική προσέγγιση θα σήμαινε ότι, αντίθετα με την ισχύουσα αρχή που επιτάσσει την αποδοχή τέτοιου είδους αιτημάτων μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις, οι σοβαρότερες και οι πλέον πολυετείς παραβάσεις θα ήταν αυτές που θα αντιμετωπίζονταν με τον πιο ευνοϊκό τρόπο. Για αυτό τον λόγο θα πρέπει επίσης να πληρούται και το δεύτερο κριτήριο, βάσει του οποίου απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικώς, αφενός, η προϋπόθεση ότι οι εμπλεκόμενοι ενεργούν καλοπίστως και, αφετέρου, η προϋπόθεση ότι υφίσταται πραγματική αβεβαιότητα ως προς την έννοια και το πεδίο εφαρμογής των κρίσιμων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.

76.      Εκτιμώ ότι, στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, πληρούται και αυτό το κριτήριο (51). Πρώτον, είναι σαφές ότι οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου προέβησαν καλοπίστως στην αναπροσαρμογή των τιμών, στηριζόμενοι σε εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες θεωρούνταν νομίμως ισχύουσες. Δεύτερον, όπως ανέλυσα ανωτέρω, δεν υφίσταται κάποιος αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί την εφαρμογή της λύσεως που έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση RWE Vertrieb και σε καταστάσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13. Πράγματι, στο μέτρο που η ως άνω απόφαση δεν έχει άμεση σημασία για τις υπό κρίση υποθέσεις, οι απαιτήσεις διαφάνειας που προβλέπονται στις οδηγίες για την ενέργεια δεν έχουν, μέχρι τώρα, αποτελέσει το αντικείμενο κάποιας αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία τους. Όπως προκύπτει από τις παρούσες προτάσεις, υφίσταται σημαντική αβεβαιότητα αναφορικά με την έννοια των συγκεκριμένων απαιτήσεων. Μόνον το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να άρει αυτή την αβεβαιότητα με την έκδοση της αποφάσεώς του επί των υπό κρίση υποθέσεων.

77.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο, εάν δεχθεί, όπως και εγώ, ότι οι οικείες εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις δεν πληρούν τις απαιτήσεις διαφάνειας που προβλέπονται από το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια και από το άρθρο 3, παράγραφος 3 της οδηγίας για το φυσικό αέριο, να κάνει δεκτό το αίτημα που υποβλήθηκε κατά την προκείμενη ένδικη διαδικασία και να προβεί στον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της εκδοθησομένης αποφάσεώς του.

IV – Πρόταση

78.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Bundesgerichtshof ως εξής:

Κατά την ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ, και του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 98/30/ΕΚ, οι απαιτήσεις διαφάνειας που προβλέπονται στις εν λόγω διατάξεις δεν ικανοποιούνται, όσον αφορά την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε οικιακούς πελάτες δυνάμει συμβάσεων γενικού καθεστώτος, από τις ρυθμίσεις της εθνικής έννομης τάξης οι οποίες, κατά τον καθορισμό των τιμολογιακών αναπροσαρμογών σε τέτοιου είδους συμβάσεις, δεν υποχρεώνουν τους προμηθευτές να γνωστοποιούν στους πελάτες τους λόγους, τους όρους και την έκταση της τιμολογιακής αναπροσαρμογής κατά τη χρονική στιγμή που ο πελάτης πληροφορείται την αναπροσαρμογή, και όχι αργότερα από αυτή τη χρονική στιγμή.

Η ερμηνεία των ανωτέρω αναφερομένων διατάξεων δεν παράγει έννομα αποτελέσματα πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί των υπό κρίση υποθέσεων.


1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 —      Οι τομείς αυτοί περιλαμβάνουν τις τηλεπικοινωνίες, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο, καθώς και τις υπηρεσίες σιδηροδρόμων.


3 —      Οδηγία 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ (ΕΕ L 176, σ. 37), και οδηγία 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 98/30/ΕΚ (ΕΕ L 176, σ. 57).


4 —      Ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, COM(2001) 125 τελικό, σ. 2 (στο εξής: ανακοίνωση της Επιτροπής του 2001).


5 —      Μολονότι οι συγκεκριμένες διατάξεις (ήτοι, το άρθρο 3 της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια και το άρθρο 3 της οδηγίας για το φυσικό αέριο, τα οποία παρατίθενται κατωτέρω στα σημεία 6 και 10, αντιστοίχως) αφορούν την υποχρέωση παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, στις παρούσες προτάσεις μου θα αναφέρομαι στην υποχρέωση που επιβάλλεται με τις εν λόγω διατάξεις ως υποχρέωση καθολικής υπηρεσίας (ή, στο εξής: ΥΚΥ).


6 —      Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (EE L 95, σ. 29).


7 —      Απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, C-92/11.


8 —      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις — Δήλωση του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 1 — Δήλωση της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση (ΕΕ L 144, σ. 19)


9 —      Κανονιστική απόφαση για τους γενικούς όρους εφοδιασμού των πελατών γενικού καθεστώτος με ηλεκτρική ενέργεια, της 21ης Ιουνίου 1979 (BGBl. I, σ. 684).


10 —      Κανονιστική απόφαση για τους γενικούς όρους του βασικού και του εναλλακτικού εφοδιασμού νοικοκυριών με ηλεκτρική ενέργεια από το δίκτυο χαμηλής τάσης, της 26ης Οκτωβρίου 2006 (BGBl. I, σ. 2391).


11 —      Κανονιστική απόφαση για τους γενικούς όρους εφοδιασμού των πελατών γενικού καθεστώτος με φυσικό αέριο, της 21ης Ιουνίου 1979 (BGB1. I, σ. 676).


12 —      Όπως διευκρινίστηκε στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν το συμβατό της εθνικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης και όχι το ενδεχόμενο άμεσο αποτέλεσμα των υπό κρίση διατάξεων στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας σε εθνικό επίπεδο. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι κρίσιμο, εν προκειμένω, το ζήτημα εάν, και αν ναι σε ποιο βαθμό, οι συγκεκριμένες εθνικές νομοθετικές διατάξεις είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης.


13 —      Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται ακόμη και από μια γρήγορη επισκόπηση του αντίστοιχου άρθρου 3 καθεμίας από τις δύο οδηγίες για την ενέργεια. Μάλιστα, ένας συγγραφέας έχει περιγράψει την οδηγία για το φυσικό αέριο ως «σαφώς πιο περιορισμένη» από την οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια όσον αφορά την ΥΚΥ και την ανάγκη διασφαλίσεως λογικών τιμών. Βλ., σχετικώς, Pront-van Brommel, S., «The Development of the European Electricity Market in a Juridical No Man’s Land», σε Dorsman, A., κ.λπ. (επιμ.), Financial Aspects in Energy, Springer-Verlag, Βερολίνο: 2011, σ. 167 έως 193, και σ. 187.


14 —      Βλ., την ανακοίνωση της Επιτροπής του 2001, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4.


15 — Όπ.π. (σ. 41).


16 —      Σχετικά με την έννοια της καθολικής υπηρεσίας γενικώς, βλ. Rott, P., «A New Social Contract Law for Public Services? — Consequences from Regulation of Services of General Economic Interest in the EC», European Review of Contract Law (1) 2000, σ. 323 έως 345, ειδικότερα δε σ. 330 επ. Βλ., επίσης Nihoul, P., «The status of consumers in European liberalisation directives», Yearbook of Consumer Law, 2009, σ. 67 έως 106.


17 —      Rott, όπ.π. (σ. 330).


18 —      Μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια κάνει λόγο για εύλογο χαρακτήρα των τιμών, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας για το φυσικό αέριο σιωπά ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Ωστόσο, εκτιμώ ότι η συγκεκριμένη απόκλιση δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι ουδεμία απαίτηση τίθεται ως προς την ανάγκη διασφαλίσεως λογικών σε σχέση με την προμήθεια φυσικού αερίου δυνάμει της ΥΚΥ που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Η άποψή μου στηρίζεται στο γεγονός ότι τόσο στην αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας για το φυσικό αέριο όσο και στο σημείο ζ΄ του παραρτήματος Α αυτής γίνεται ρητή αναφορά στο δικαίωμα του πελάτη να προμηθεύεται φυσικό αέριο σε λογικές τιμές.


19 —      Δυνάμει της γερμανικής νομοθεσίας, οι προμηθευτές ενέργειας έχουν τη δυνατότητα να συμβάλλονται με τους καταναλωτές για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων. Οι συμβάσεις που εμπίπτουν στη συγκεκριμένη κατηγορία χαρακτηρίζονται, για ιστορικούς λόγους, ως «ειδικές συμβάσεις». Εκτός από τη δυνατότητα συνάψεως τέτοιου είδους συμβάσεων, οι προμηθευτές υπέχουν εκ των εθνικών νομοθετικών διατάξεων την υποχρέωση να συμβάλλονται και με πελάτες για τους οποίους ισχύουν οι τιμές του γενικού τιμολογίου (συμβάσεις που διέπονται από την υποχρέωση καθολικής υπηρεσίας).


20 —      Βλ. υποσημείωση 7.


21 —      Ως εκ τούτου, δεν θα αναλύσω το γενικότερο, και σαφώς εριζόμενο, ζήτημα τι πρέπει να θεωρηθεί ως συμβατική ρήτρα η οποία «[…] απηχεί νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου».


22 —      Απόφαση RWE Vertrieb (σκέψη 55 και διατακτικό).


23 —      Όπ.π.


24 —      Βλ. σκέψεις 17 και 18.


25 —      Όπ.π. (σκέψη 55 και διατακτικό).


26 —      Βλ. επίσης τις προτάσεις μου στην απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2013, C-95/12, Επιτροπή κατά Γερμανίας (σημείο 32).


27 —      Απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, C-472/10, Invitel (σκέψεις 24, 26 και 28).


28 —      Απόφαση RWE Vertrieb (σκέψη 28). Βλ. επίσης το σημείο 47 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην ίδια απόφαση.


29 —      Όπ.π. (σκέψη 29).


30 —      Nihoul, όπ.π., σχετικά με την άποψη ότι δεν πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνεται ως δεδομένο ότι όλοι οι καταναλωτές έχουν την ίδια σημασία ή την ίδια αξία για τις επιχειρήσεις που αναζητούν πελάτες.


31 —      Πράγματι, η δικαιολογητική βάση της οδηγίας 93/13 εντοπίζεται, ακριβώς, στην αποκατάσταση της συγκεκριμένης ανισορροπίας και στην επαναφορά της ισότητας μεταξύ των καταναλωτών και των επαγγελματιών. Βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, C-415/11, Aziz (σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


32 —      Όπως υποστηρίζει ένας συγγραφέας, αυτή ακριβώς είναι η «κατεξοχήν, από πλευράς ανταγωνισμού, λειτουργία» των απαιτήσεων διαφάνειας που προβλέπονται στην οδηγία 93/13. Βλ., Micklitz, H.-W., «Chapter 3. Unfair terms in consumer contracts», σε Micklitz, H.-W., Reich, N. και Rott, P., Understanding EU Consumer Law, Intersentia, Αμβέρσα: 2009, σ. 119 έως 150, στη σ. 138.


33 —      Η ανάγκη διασφαλίσεως της επάρκειας του εφοδιασμού ταυτόχρονα με την εξασφάλιση της παροχής καθολικής υπηρεσίας αναδεικνύεται από τον συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων 24 και 26 της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια, καθώς και των αιτιολογικών σκέψεων 26 και 27 της οδηγίας για το φυσικό αέριο.


34 —      COM(2001) 125 τελικό (σ. 41).


35 —      Ο στόχος που συνδέεται με την ελευθέρωση του ενεργειακού τομέα είναι διφυής. Συγκεκριμένα, επιδιώκεται, αφενός, να δημιουργηθεί μια ανταγωνιστική αγορά και, αφετέρου να διασφαλιστεί ότι η παροχή ενέργειας, η οποία θεωρείται γενικού οικονομικού συμφέροντος, θα είναι εγγυημένη στον ευρύτερο δυνατό βαθμό. Βλ., σε σχέση με την οδηγία για το φυσικό αέριο, την απόφαση της 20ής Απριλίου 2010, C-265/08, Federutility κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. I‑3377, σκέψεις 20 επ.). Βλ. επίσης Bartl, M., «The affordability of energy: how much protection for the vulnerable consumers?», Journal of Consumer Policy (33) 2010, σ. 225 έως 245, στη σ. 226.


36 —      Η υποχρέωση του παρόχου να συνάπτει τέτοιες συμβάσεις απορρέει από το σημείο α΄ του παραρτήματος Α καθεμίας από τις δύο οδηγίες για την ενέργεια. Βλ. επίσης Bartl, όπ.π., αναφορικά με το ζήτημα της προσιτής προσβάσεως στην ενέργεια και την εκεί ανάλυση των διαφορετικών λύσεων στις οποίες κατέφυγαν τα κράτη μέλη προκειμένου να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα διασφαλίσεως ενέργειας σε προσιτές τιμές για τους ευάλωτους πελάτες. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί εν προκειμένω το γεγονός ότι η απαίτηση διασφαλίσεως καθολικής υπηρεσίας στον ενεργειακό τομέα έχει πλέον αναχθεί και στο επίπεδο του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης. Μάλιστα, εκτός από το άρθρο 14 ΣΛΕΕ το οποίο αφορά τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, και το πρωτόκολλο 26 της Συνθήκης της Λισσαβώνας ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι πρέπει να διασφαλίζεται η παροχή καθολικής υπηρεσίας σε προσιτές τιμές.


37 —      Απόφαση RWE Vertrieb (σκέψη 28).


38 —      Επί του συγκεκριμένου ζητήματος, διαφωνώ ουσιωδώς με τη συλλογιστική που ανέπτυξε η γενική εισαγγελέας V. Trstenjak στο σημείο 69 (το οποίο παραπέμπει στην υποσημείωση 50) των προτάσεών της στην υπόθεση RWE Vertrieb. Κατά την άποψη της γενικής εισαγγελέα, τόσο η οδηγία 93/13 όσο και η οδηγία για το φυσικό αέριο συνιστούν νομικές πράξεις της Ένωσης στον τομέα του δικαίου της προστασίας των καταναλωτών και θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως αλληλοσυμπληρούμενες (και, συνεπώς, να ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο). Για τη γενική εισαγγελέα, οι εν λόγω νομικές πράξεις αποτελούν ενιαίο νομικό σύνολο. Κατά τη γνώμη μου, η ανωτέρω θέση στηρίζεται σε πλάνη. Μολονότι η οδηγία 93/13 αφορά πράγματι το δίκαιο προστασίας των καταναλωτών (δίκαιο των δικαιοπραξιών), η οδηγία για το φυσικό αέριο (και η οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια) συνδέονται με μια εντελώς διαφορετική σφαίρα του δικαίου, ήτοι την απελευθέρωση της αγοράς και τη θέσπιση της ΥΚΥ στο πλαίσιο της παροχής ενέργειας στους τελικούς καταναλωτές. Λαμβανομένης υπόψη της βασικής αυτής διαφοράς, εκτιμώ ότι δεν θα πρέπει, διά της νομολογιακής οδού, να ευθυγραμμίζεται η ερμηνεία της έννοιας της διαφάνειας ενώ το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται δεν είναι το ίδιο στις δύο περιπτώσεις.


39 —      Το ως άνω συμπέρασμα συνάγεται, μεταξύ άλλων, και από την ορολογία που χρησιμοποιήθηκε στις οδηγίες για την ενέργεια. Πράγματι, ενώ η οδηγία 93/13 αφορά συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και επαγγελματιών, οι οδηγίες για την ενέργεια κάνουν λόγο για πελάτες και παρόχους υπηρεσιών. Σημειωτέον επίσης ότι τα μέτρα που καλούνται να λάβουν τα κράτη μέλη για την προστασία των τελικών καταναλωτών ενδέχεται να περιλαμβάνουν τόσο τους οικιακούς πελάτες όσο και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.


40 —      Μολονότι το συγκεκριμένο δικαίωμα δεν προβλέπεται ρητώς από τις οδηγίες για την ενέργεια, εντούτοις θεωρώ ότι συνιστά αναγκαίο συμπλήρωμα της υποχρεώσεως να παρέχεται στους τελικούς πελάτες ενέργεια σε λογικές τιμές. Πράγματι, δίχως τη δυνατότητα δικαστικής προσβολής των τιμολογιακών μεταβολών, η απαίτηση για λογικές τιμές θα παρέμενε κενό γράμμα.


41 —      Το Κοινοβούλιο μάλιστα εισηγήθηκε, με τη σχετική Πρότασή του, να προστεθεί στα εν λόγω παραρτήματα και ένα επιπλέον σημείο, δυνάμει του οποίου η ισχύς της οδηγίας 93/13 θα επεκτεινόταν και σε συμβάσεις γενικού καθεστώτος στον ενεργειακό τομέα, ωστόσο η συγκεκριμένη πρόταση απορρίφθηκε και δεν περιλήφθηκε στο τελικό κείμενο των οδηγιών για την ενέργεια. Βλ., συναφώς, το πρώτο μέρος της αναφοράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 1ης Μαρτίου 2002 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 96/92/ΕΚ και 98/30/ΕΚ όσον αφορά τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου (Α5-0077/2002), νομοθετικές προτάσεις, τροποποιήσεις 89 και 160, σ. 65, 66 και 107. Βλ. επίσης την ανάλυσή μου στην υποσημείωση 39 ανωτέρω, σχετικά με την προσέγγιση της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak.


42 —      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αναφέρθηκε ότι, δυνάμει του εθνικού δικαίου, οι πάροχοι των υπηρεσιών υπέχουν έναντι του πελάτη, μόλις αυτός ασκήσει αγωγή ενώπιον δικαστηρίου, υποχρέωση γνωστοποιήσεως του συνόλου των κρίσιμων πληροφοριακών στοιχείων που αφορούν τις τιμολογιακές αναπροσαρμογές. Ωστόσο, εκτιμώ ότι μια τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ισοδύναμη της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως των λόγων, των όρων και της εκτάσεως της τιμολογιακής αναπροσαρμογής στον πελάτη κατά τη χρονική στιγμή που αυτός πληροφορείται την αναπροσαρμογή, όπως άλλωστε καταδεικνύει η υπόθεση C-400/11, στην οποία ο J. Egbringhoff ματαίως ζητούσε να λάβει γνώση των συγκεκριμένων πληροφοριακών στοιχείων μέχρις ότου προσέφυγε ενώπιον των δικαστικών αρχών. Πράγματι, προκειμένου ο πελάτης να εκτιμήσει κατά πόσον η προσβολή ενώπιον δικαστηρίου μιας τιμολογιακής μεταβολής θα έχει επιτυχή έκβαση, τα σχετικά πληροφοριακά στοιχεία θα πρέπει να του έχουν ήδη γνωστοποιηθεί πριν προσφύγει ενώπιον των δικαστικών αρχών.


43 —      Για παράδειγμα, βλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 2012, C-338/11 έως C-347/11,  FIM Santander Top 25 Euro (σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


44 —      Απόφαση RWE Vertrieb (σκέψη 60).


45 —      Ωστόσο, εάν το Δικαστήριο εφαρμόσει κατ’ αναλογία το σκεπτικό της αποφάσεως RWE Vertrieb και σε περιστάσεις όπως αυτές των υπό κρίση υποθέσεων, θα ήταν παράλογο να κάνει δεκτό το αίτημα περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων μιας αποφάσεως με την οποία επικυρώνεται η ήδη δοθείσα, με προηγούμενη απόφασή του, ερμηνεία. Τούτο διότι δεν θα υφίστατο πλέον «[…] αντικειμενική και σοβαρή αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής των υπό κρίση διατάξεων του δικαίου της Ένωσης».


46 —      Όπως συνάγεται από τα αριθμητικά στοιχεία που προσκομίστηκαν από την TWS στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την παρούσα χρονική στιγμή, [18] και [4] εκατομμύρια οικιακοί πελάτες προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο, αντιστοίχως, δυνάμει συμβάσεων γενικού καθεστώτος.


47 —      Πράγματι, όπως επισημάνθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η συγκεκριμένη εξέλιξη δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι πελάτες εναλλάσσονται συνεχώς μεταξύ των προμηθευτών και αναζητούν ειδικές συμβάσεις οι οποίες προσφέρονται στο πλαίσιο της ανταγωνιστικής αγοράς.


48 —      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ανέκυψε ένα ζήτημα το οποίο αφορούσε την ισχύουσα προθεσμία παραγραφής. Μολονότι γίνεται δεκτό ότι, κατά πάγια νομολογία, η προθεσμία παραγραφής των αξιώσεων που προέρχονται από ειδικές συμβάσεις είναι τριετής, εντούτοις, δεν έχει ακόμη καθοριστεί η προθεσμία παραγραφής που εφαρμόζεται στις αξιώσεις που προκύπτουν από τις συμβάσεις γενικού καθεστώτος. Συναφώς, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί εκ προοιμίου η εφαρμογή μιας μεγαλύτερης, δεκαετούς, προθεσμίας παραγραφής.


49 — Βλ. υποσημείωση 47.


50 —      Βλ. τις προτάσεις μου στην απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, C-82/12, Transportes Jordi Besora (σημείο 54).


51 —      Η συγκεκριμένη άποψη βέβαια ισχύει στο μέτρο που το Δικαστήριο θα αποφανθεί ότι, εφαρμόζοντας τις γενικές αρχές που συνάγονται από την απόφαση RWE Vertrieb, δεν απομακρύνεται κάθε αβεβαιότητα αναφορικά με το συμβατό των εθνικών νομοθετικών διατάξεων προς τις απαιτήσεις διαφάνειας που προβλέπονται στις οδηγίες για την ενέργεια.