Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2023 ο Aldo D’Agostino κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 25 Ιουλίου 2023 στην υπόθεση T-90/23, Aldo D’Agostino κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

(Υπόθεση C-571/23 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Aldo D’Agostino (εκπρόσωπος: M. De Siena, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Αιτήματα

Ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της απορριπτικής διάταξης που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στις 25 Ιουλίου 2023 στην υπόθεση T-90/23 μεταξύ του Aldo D’ Agostino και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και, ως εκ τούτου, να γίνουν δεκτά τα αιτήματα που διατύπωσε πρωτοδίκως. Κατά συνέπεια, ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

I. να διαπιστώσει ότι στοιχειοθετείται εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από την Πρόεδρό της Christine Lagarde, διότι η ΕΚΤ:

I.α) προκάλεσε την κατάρρευση της αξίας των ανηκόντων στον Aldo D’Agostino χρηματοοικονομικών τίτλων, οι οποίοι προσκομίστηκαν ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής που ασκήθηκε πρωτοδίκως και καλούνται SI FTSE.COPERP, κατά 841 809,34 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 99,47 % της συνολικής αξίας του επενδυθέντος κεφαλαίου ύψους 846 198,90 ευρώ, καθότι, στις 12 Μαρτίου 2020 η Christine Lagarde, υπό την ιδιότητα της Προέδρου της ΕΚΤ, προφέροντας την περίφημη φράση «Δεν είμαστε εδώ για τη μείωση των διαφορών μεταξύ επιτοκίων δανεισμού (spread), δεν είναι αυτή η αποστολή της ΕΚΤ», προκάλεσε σημαντική πτώση της αξίας των τίτλων σε όλα τα χρηματιστήρια του κόσμου και δη πτώση 16,92 % στο Χρηματιστήριο του Μιλάνου, ποσοστό το οποίο ουδέποτε είχε καταγραφεί στην ιστορία του εν λόγω θεσμού και των άλλων χρηματιστηρίων του κόσμου, ανακοινώνοντας σε συνέντευξη τύπου, η οποία μεταδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, ότι η ΕΚΤ δεν θα στήριζε πλέον την αξία τίτλων εκδοθέντων από χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και, ως εκ τούτου, ανακοινώνοντας τον ριζικό αναπροσανατολισμό της νομισματικής πολιτικής που ακολουθείτο υπό τον προηγούμενο πρόεδρο, του οποίου η θητεία έληξε τον Νοέμβριο του 2019·

I.β) με την προπεριγραφείσα συμπεριφορά και συνεπεία της εν λόγω ιλιγγιώδους πτώσης του δείκτη τιμών του Χρηματιστηρίου του Μιλάνου, προκάλεσε τη μείωση της αξίας της περιουσίας του νυν αναιρεσείοντος·

I.γ) προκάλεσε στον αναιρεσείοντα περιουσιακή ζημία λόγω διαφυγόντος κέρδους ύψους 841 809,34 ευρώ·

I.δ) ως εκ τούτου, προκάλεσε στον αναιρεσείοντα περιουσιακή ζημία συνολικού ύψους 1 840 493,24·

I.ε) προκάλεσε στον αναιρεσείοντα ηθική βλάβη λόγω της ψυχικής οδύνης του ίδιου και της οικογένειάς του, λόγω τρώσεως της τιμής, της υπόληψης, της προσωπικής και επαγγελματικής υπόληψης, η οποία ανέρχεται σε 1 000 000,00 ευρώ.

Κατά συνέπεια:

II) να υποχρεώσει την ΕΚΤ, εκπροσωπούμενη από την Πρόεδρό της, στην αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που συνίσταται σε θετική ζημία και διαφυγόν κέρδος, στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και στην αποκατάσταση της ζημίας που συνδέεται με την «απώλεια ευκαιρίας» υπέρ του Aldo D’Agostino, όλων των ζημιών και βλαβών εκτιμώμενων βάσει των κριτηρίων τα οποία μνημονεύονται στο δικόγραφο της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής, δια της καταβολής των εξής ποσών:

II.1. 1 840 493,24 ευρώ, προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας·

II.2. 1 000 000,00 ευρώ, προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης·

II.3. και ως εκ τούτου, στην καταβολή του συνολικού ποσού 2 840 493,24 ευρώ·

II.4. το ποσό το οποίο το Δικαστήριο ήθελε προσδιορίσει και εκκαθαρίσει, κατά δίκαιη κρίση, ως αποκατάσταση της ζημίας που συνδέεται με την απώλεια ευκαιρίας·

II.5 των τόκων υπερημερίας υπολογιζόμενων από τις 12 Μαρτίου 2020, ημερομηνία επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, και μέχρι την πραγματική επανόρθωση·

III) επικουρικώς, να αποζημιώσει τον αναιρεσείοντα καταδικάζοντας την ΕΚΤ, εκπροσωπούμενη από την εν ενεργεία Πρόεδρό της, στην καταβολή, για τις προαναφερθείσες κατηγορίες ζημίας, κάθε άλλου ποσού που θα προσδιοριστεί κατά τη διάρκεια της δίκης, κατά το μέτρο που ήθελε κριθεί εύλογο και δίκαιο·

IV) άπαντα τα ανωτέρω ποσά προσαυξανόμενα με τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους από τις 12 Μαρτίου 2020, ημερομηνία επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, και μέχρι την πραγματική επανόρθωση·

V) να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεώς του, ο αναιρεσείων προβάλλει, πρώτον και προκαταρκτικώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του αν, με τη δήλωση της 12ης Μαρτίου 2020, η Πρόεδρος της ΕΚΤ παρέβη τις διατάξεις που μνημονεύονται στο δικόγραφο της προσφυγής, αλλά, αντιθέτως, απλώς επισήμανε ότι οι διατάξεις αυτές δεν αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες· ως εκ τούτου, το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου είναι ελλιπές και πλημμελές.

Δεύτερον, ο αναιρεσείων αμφισβητεί τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 15 έως 28 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, σύμφωνα με τις οποίες η εξωσυμβατική ευθύνη της ΕΚΤ δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω διότι η ΕΚΤ δεν παρέβη κανόνα που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι οι διατάξεις τις οποίες επικαλέστηκε είναι θεσμικοί κανόνες οι οποίοι καθορίζουν τις ειδικές αρμοδιότητες των διαφόρων οργάνων της ΕΚΤ, απονέμοντάς τους ειδικές εξουσίες. Οι κανόνες αυτοί απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες και δη το δικαίωμα των ιδιωτών τα διάφορα όργανα να ενεργούν εντός των ορίων των θεσμικών αρμοδιοτήτων που τους εκχωρούνται από τον νόμο, σύμφωνα με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Τρίτον, επικουρικώς, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι, σε περίπτωση που οι κανόνες τους οποίους παρέβη η Πρόεδρος της ΕΚΤ δεν αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορεί να γίνει δεκτό καθόσον είναι απόρροια συσταλτικής ερμηνείας του άρθρου 340 ΣΛΕΕ. Η διάταξη αυτή, όπως και το άρθρο 2043 του ιταλικού αστικού κώδικα, δεν προβαίνει σε διάκριση η οποία προσδίδει υπέρτερη σημασία στους κανόνες που αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες έναντι άλλων κανόνων, συνδέοντας την ύπαρξη αξίωσης αποζημίωσης του ζημιωθέντος μόνο με την παράβαση των κανόνων που εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία. Επιπλέον, το σκεπτικό είναι αντίθετο προς τις αρχές που διατυπώνονται στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-868/16, με την οποία έγινε δεκτό ότι η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης μπορεί να στοιχειοθετηθεί με κάθε παράνομη συμπεριφορά που προκαλεί ζημία ικανή να προκαλέσει τέτοια ευθύνη.

Τέταρτον, ο αναιρεσείων αμφισβητεί την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι ο νυν αναιρεσείων υποστήριξε μεν ότι η Πρόεδρος της ΕΚΤ ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας πλην όμως δεν ανέπτυξε ειδικώς την επιχειρηματολογία του στο δικόγραφο της προσφυγής και παρουσίασε το γεγονός αυτό απλώς και μόνον ως συνέπεια των παραβάσεων των διατάξεων που μνημονεύονται στο δικόγραφο της προσφυγής, οι οποίες δεν αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Ο αναιρεσείων προβάλλει ότι κατάχρηση εξουσίας είναι «η χρήση της εξουσίας κατά τρόπο μη σύμφωνο προς τις νομοθετικές επιταγές», και συντρέχει όταν ένα όργανο της Ένωσης υποπίπτει σε παραβίαση γενικών αρχών, όπως η αντικειμενικότητα, η καλή πίστη, η δέουσα επιμέλεια· κατά την άποψή του, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την επίδικη δήλωση η Πρόεδρος της ΕΚΤ παραβίασε την αρχή της αντικειμενικότητας και της δέουσας επιμέλειας.

Πέμπτον, ο αναιρεσείων αμφισβητεί την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των επίδικων δηλώσεων της Προέδρου της ΕΚΤ και της πτώσης των χρηματιστηριακών δεικτών τιμών· υποστηρίζει ότι η απόδειξη αυτή προκύπτει από το δικόγραφο της προσφυγής και τα παραρτήματά της. Τονίζει ότι από το δελτίο τύπου έπειτα από τη συνέντευξη τύπου της Προέδρου της ΕΚΤ στις 12 Μαρτίου 2020, τον σχολιασμό από τα ιταλικά και διεθνή ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης καθώς και τις δηλώσεις του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας προκύπτει ότι ήταν γενική πεποίθηση ότι η πτώση των χρηματιστηριακών τιμών είχε προκληθεί αποκλειστικώς από την επίδικη δήλωση της Προέδρου της ΕΚΤ. Εξάλλου, η πρωτοβουλία της Προέδρου της ΕΚΤ να ζητήσει συγνώμη και να διορθώσει τη δήλωσή της αποδείκνυε ότι είχε αναγνωρίσει ότι είχε προκαλέσει εξαιρετικά επιβλαβείς συνέπειες στις αγορές. Η εν λόγω απόδειξη παρασχέθηκε επίσης με το περιεχόμενο, τα συμπεράσματα και τα παραρτήματα της έκθεσης του πραγματογνώμονα που συντάχθηκε κατόπιν αιτήματος του νυν αναιρεσείοντος.

Έκτον, ο αναιρεσείων αμφισβητεί την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης όσον αφορά την πολύ περιορισμένη αποδεικτική αξία που προσδόθηκε στην τεχνική έκθεση του ορκωτού πραγματογνώμονα, με το σκεπτικό ότι συντάχθηκε από πραγματογνώμονα της επιλογής του αναιρεσείοντος. Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το ότι επρόκειτο για έκθεση πραγματογνώμονα ο οποίος ορκίστηκε ενώπιον του αρμόδιου δικαστικού οργάνου δίδοντας τον ακόλουθο όρκο «Ορκίζομαι ότι διενήργησα με επιμέλεια και πίστη τα καθήκοντα που μου ανατέθηκαν, έχοντας μοναδικό σκοπό την έκθεση της αλήθειας ενώπιον του δικαστηρίου».

____________