Language of document : ECLI:EU:C:2021:433

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 3ης Ιουνίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/71/ΕΚ – Ενημερωτικό δελτίο σε περίπτωση δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών ή με σκοπό την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση – Άρθρο 3, παράγραφος 2 – Άρθρο 6 – Προσφορά απευθυνόμενη τόσο σε ιδιώτες επενδυτές όσο και σε ειδικούς επενδυτές – Περιεχόμενο των πληροφοριών που παρέχονται με το ενημερωτικό δελτίο – Αγωγή για την αναγνώριση ευθύνης – Ιδιώτες επενδυτές και ειδικοί επενδυτές – Γνώση της οικονομικής κατάστασης του εκδότη»

Στην υπόθεση C‑910/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Δεκεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

Bankia SA

κατά

Unión Mutua Asistencial de Seguros (UMAS),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, N. Piçarra (εισηγητή), D. Šváby, S. Rodin και K. Jürimäe, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Bankia SA, εκπροσωπούμενη από τους J. M. Fatás Monforte, J. Salinas Aguirre και D. Sarmiento Ramírez-Escudero, abogados,

–        η Unión Mutua Asistencial de Seguros (UMAS), εκπροσωπούμενη από την L. Lozano García, abogada,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Aguilera Ruiz και J. Rodríguez de la Rúa Puig,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil καθώς και από την J. Očková,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους T. Scharf και J. Rius Riu,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, και του άρθρου 6 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ 2003, L 345, σ. 64), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/11/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008 (ΕΕ 2008, L 76, σ. 37) (στο εξής: οδηγία 2003/71).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Bankia SA και της Unión Mutua Asistencial de Seguros (UMAS) σχετικά με τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Bankia, ως εκδότη μετοχών που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας προσφοράς, εκ των πληροφοριών που παρασχέθηκαν με ενημερωτικό δελτίο το οποίο δημοσιεύθηκε πριν από την προσφορά αυτή.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η οδηγία 2003/71 καταργήθηκε από τις 20 Ιουλίου 2019 με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή κατά την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 2003/71/ΕΚ (ΕΕ 2017, L 168, σ. 12). Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της οδηγίας 2003/71.

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 10, 16, 18, 19, 21 και 27 της οδηγίας 2003/71 είχαν ως εξής:

«(10)      Ο σκοπός της παρούσας οδηγίας και των εκτελεστικών της μέτρων είναι να διασφαλίσουν την προστασία των επενδυτών και την αποτελεσματικότητα της αγοράς, σύμφωνα με τα υψηλού επιπέδου κανονιστικά πρότυπα που έχουν εγκριθεί από τα αρμόδια διεθνή φόρα.

[…]

(16)      Ένας από τους στόχους της παρούσας οδηγίας είναι η προστασία των επενδυτών. Επιβάλλεται συνεπώς να ληφθούν υπόψη οι διαφορετικές απαιτήσεις προστασίας των διαφόρων κατηγοριών επενδυτών καθώς και το επίπεδο ειδικών γνώσεών τους. Η γνωστοποίηση μέσω του ενημερωτικού δελτίου δεν είναι απαραίτητη σε περιπτώσεις που οι προσφορές περιορίζονται σε ειδικούς επενδυτές. Αντίθετα, για τη μεταπώληση στο κοινό ή τη δημόσια διαπραγμάτευση μέσω εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά απαιτείται η δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου.

[…]

(18)      Η παροχή πλήρους πληροφόρησης για τις κινητές αξίες και τους εκδότες τους προάγει, σε συνδυασμό με την εφαρμογή κανόνων δεοντολογίας, την προστασία των επενδυτών. Επιπλέον, οι πληροφορίες αυτές συνιστούν αποτελεσματικά μέσα για τη βελτίωση της εμπιστοσύνης στις κινητές αξίες και, επομένως, συμβάλλουν στην ομαλή λειτουργία και ανάπτυξη των αγορών κινητών αξιών. Η μορφή υπό την οποία θα πρέπει να διατίθενται οι πληροφορίες αυτές είναι η δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου.

(19)      Η επένδυση σε κινητές αξίες, όπως και οποιαδήποτε άλλη μορφή επένδυσης, εμπεριέχει κίνδυνο. Ως εκ τούτου, απαιτούνται σε όλα τα κράτη μέλη διασφαλίσεις για την προστασία των συμφερόντων των παρόντων και δυνητικών επενδυτών ώστε να έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε εμπεριστατωμένη εκτίμηση των σχετικών κινδύνων και να είναι σε θέση να λαμβάνουν πλήρως ενημερωμένοι τις επενδυτικές τους αποφάσεις.

[…]

(21)      Η πληροφόρηση είναι συντελεστής θεμελιώδους σημασίας για την προστασία του επενδυτή: ένα περιληπτικό σημείωμα το οποίο περιέχει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά και κινδύνους που συνδέονται με τον εκδότη, τον ενδεχόμενο εγγυητή και τις κινητές αξίες, θα πρέπει να περιλαμβάνεται στο ενημερωτικό δελτίο. Προκειμένου να εξασφαλίζεται εύκολη πρόσβαση σ’ αυτές τις πληροφορίες, το περιληπτικό σημείωμα θα πρέπει να συντάσσεται σε μη τεχνική γλώσσα και, κατά κανόνα, δεν θα πρέπει να περιέχει περισσότερες από 2 500 λέξεις στη γλώσσα στην οποία είχε συνταχθεί αρχικά το ενημερωτικό σημείωμα.

[…]

(27)      Η προστασία των επενδυτών θα πρέπει να διασφαλίζεται με τη δημοσίευση αξιόπιστων πληροφοριών. Οι εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά υποχρεούνται να γνωστοποιούν, όχι όμως και να δημοσιεύουν, επικαιροποιημένες πληροφορίες τακτικά. Για τη συμπλήρωση των πληροφοριών αυτών, οι εκδότες θα πρέπει να συντάσσουν τουλάχιστον ετησίως κατάλογο όλων των συναφών πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν ή κατέστησαν προσιτές στο κοινό κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σύμφωνα με τις διάφορες προϋποθέσεις δημοσιότητας, οι οποίες ορίζονται σε άλλη κοινοτική νομοθεσία. […]»

5        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προέβλεπε τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

δ)      “δημόσια προσφορά κινητών αξιών”: ανακοίνωση, υπό οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε μέσο, η οποία απευθύνεται σε πρόσωπα και περιέχει επαρκείς πληροφορίες για τους όρους της προσφοράς και τις προσφερόμενες κινητές αξίες, ώστε να παρέχεται στον επενδυτή η δυνατότητα να αποφασίζει την αγορά ή την εγγραφή για την αγορά αυτών των κινητών αξιών. Ο ορισμός αυτός εφαρμόζεται επίσης και στην τοποθέτηση κινητών αξιών μέσω χρηματοοικονομικών μεσολαβητών·

ε)      “ειδικοί επενδυτές”:

i)      νομικές οντότητες που υπάγονται σε ρυθμιστικό καθεστώς ή έχουν άδεια λειτουργίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές, μεταξύ των οποίων: πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων, άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με άδεια λειτουργίας ή υπαγόμενα σε ρυθμιστικό καθεστώς, ασφαλιστικές εταιρείες, οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και οι εταιρείες διαχείρισής τους, συνταξιοδοτικά ταμεία και οι εταιρείες διαχείρισής τους, διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων καθώς και οντότητες χωρίς άδεια λειτουργίας ή μη υπαγόμενες σε ρυθμιστικό καθεστώς, των οποίων ο εταιρικός στόχος είναι αποκλειστικά οι επενδύσεις σε κινητές αξίες·

ii)      εθνικές και περιφερειακές κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες, διεθνείς και υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και άλλοι παρεμφερείς διεθνείς οργανισμοί·

[…]

iv)      “ορισμένα φυσικά πρόσωπα”: υπό τον όρο αμοιβαίας αναγνώρισης, ένα κράτος μέλος μπορεί να επιτρέπει σε φυσικά πρόσωπα τα οποία διαμένουν στο εν λόγω κράτος μέλος και το ζητούν ρητώς, να θεωρούνται ειδικοί επενδυτές, εάν τα πρόσωπα αυτά πληρούν τουλάχιστον δύο από τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 2·

v)      “ορισμένες [μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ)]”: υπό τον όρο αμοιβαίας αναγνώρισης, ένα κράτος μέλος μπορεί να επιτρέπει σε ΜΜΕ οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα στο εν λόγω κράτος μέλος και το ζητούν ρητώς να θεωρούνται ειδικοί επενδυτές·

[…]

η)      “εκδότης”: νομική οντότητα που εκδίδει ή προτίθεται να εκδώσει κινητές αξίες·

[…]»

6        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Υποχρέωση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου», προέβλεπε τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν να γίνεται καμία δημόσια προσφορά κινητών αξιών στο έδαφός τους πριν από τη δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου.

2.      Η υποχρέωση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου δεν ισχύει στα ακόλουθα είδη προσφορών:

α)      προσφορά κινητών αξιών η οποία απευθύνεται μόνον σε ειδικούς επενδυτές· […]

[…]

3.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που βρίσκεται ή λειτουργεί στο έδαφός τους, υπόκειται στην υποχρέωση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου.»

7        Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας προέβλεπε εξαιρέσεις από την υποχρέωση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου για ορισμένα είδη κινητών αξιών.

8        Το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/71 όριζε τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 8 παράγραφος 2, το ενημερωτικό δελτίο περιέχει όλες τις πληροφορίες οι οποίες, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εκδότη και των κινητών αξιών που αποτελούν το αντικείμενο της δημόσιας προσφοράς ή εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, είναι απαραίτητες προκειμένου να παρέχεται στους επενδυτές η δυνατότητα να εκτιμούν ενήμεροι τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις, τη χρηματοοικονομική θέση, τα κέρδη, τις απώλειες και τις προοπτικές του εκδότη και του τυχόν εγγυητή και τα δικαιώματα που ενσωματώνονται σε αυτές τις κινητές αξίες. Οι πληροφορίες αυτές παρουσιάζονται με εύληπτο τρόπο ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα ανάλυσής τους και σε συνοπτική μορφή.

2.      Το ενημερωτικό δελτίο περιέχει πληροφορίες για τον εκδότη και τις κινητές αξίες που αποτελούν το αντικείμενο δημόσιας προσφοράς ή εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά. Περιλαμβάνει επίσης περιληπτικό σημείωμα. Το περιληπτικό σημείωμα είναι σύντομο και διατυπωμένο σε μη τεχνική γλώσσα. Περιλαμβάνει τα κύρια χαρακτηριστικά και τους κινδύνους που συνδέονται με τον εκδότη, τον τυχόν εγγυητή και τις κινητές αξίες και συντάσσεται στη γλώσσα στην οποία συντάχθηκε αρχικά το ενημερωτικό δελτίο. Το περιληπτικό σημείωμα περιέχει επίσης προειδοποίηση ότι:

[…]

δ)      αστική ευθύνη αποδίδεται στα πρόσωπα εκείνα που υπέβαλαν το περιληπτικό σημείωμα, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε μετάφρασής του, και ζήτησαν την κοινοποίησή του, αλλά μόνον εάν το εν λόγω σημείωμα είναι παραπλανητικό, ανακριβές ή ασυνεπές αναγιγνωσκόμενο μαζί με τα άλλα μέρη του ενημερωτικού δελτίου.

[…]»

9        Το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ευθύνη για το ενημερωτικό δελτίο», προέβλεπε τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι την ευθύνη για τις πληροφορίες που παρέχονται σε ένα ενημερωτικό δελτίο φέρει τουλάχιστον ο εκδότης ή τα διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά όργανα του εκδότη, ο προσφέρων ή το πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή ο εγγυητής, ανάλογα με την περίπτωση. Τα υπεύθυνα πρόσωπα πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς στο ενημερωτικό δελτίο με το όνομα και την ιδιότητά τους, ή, στην περίπτωση νομικών προσώπων, με την επωνυμία και την καταστατική τους έδρα, ενώ παράλληλα πρέπει να περιλαμβάνονται δηλώσεις των εν λόγω προσώπων με τις οποίες να βεβαιώνεται ότι, καθόσον γνωρίζουν, οι πληροφορίες που περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο είναι σύμφωνες με την πραγματικότητα και δεν υπάρχουν παραλείψεις που να αλλοιώνουν το περιεχόμενο του δελτίου.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις περί αστικής ευθύνης εφαρμόζονται στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τις πληροφορίες που παρέχονται σε ένα ενημερωτικό δελτίο.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι καμία αστική ευθύνη δεν μπορεί να αποδοθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο αποκλειστικά και μόνο βάσει του περιληπτικού σημειώματος, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε μετάφρασής του, εκτός και αν το εν λόγω σημείωμα είναι παραπλανητικό, ανακριβές ή ασυνεπές προς άλλα μέρη του ενημερωτικού δελτίου.»

 Το ισπανικό δίκαιο

10      Το άρθρο 28 του Ley 24/1988, de 28 de julio, del Mercado de Valores (νόμου 24/1988, για την αγορά κινητών αξιών, της 28ης Ιουλίου 1988, BOE αριθ. 181, της 29ης Ιουλίου 1988, σ. 23405), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, προέβλεπε τα εξής:

«1.      Την ευθύνη για τα στοιχεία που περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο φέρει κατ’ ελάχιστον ο εκδότης, ο προσφέρων ή το πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε επίσημη δευτερεύουσα αγορά και οι διαχειριστές αυτών, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται με κανονιστική ρύθμιση.

[…]

2.      Τα υπεύθυνα για τις πληροφορίες πρόσωπα πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς στο ενημερωτικό δελτίο με το όνομα και την ιδιότητά τους, ή, στην περίπτωση νομικών προσώπων, με την επωνυμία και την καταστατική τους έδρα. Παράλληλα, πρέπει να περιλαμβάνονται δηλώσεις των εν λόγω προσώπων με τις οποίες να βεβαιώνεται ότι, καθόσον γνωρίζουν, οι πληροφορίες που περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο είναι σύμφωνες με την πραγματικότητα και δεν υπάρχουν παραλείψεις που να αλλοιώνουν το περιεχόμενο του δελτίου.

3.      Σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται με κανονιστική ρύθμιση, όλα τα πρόσωπα που επισημαίνονται στις ως άνω παραγράφους, κατά περίπτωση, ευθύνονται για όλες τις ζημίες που προκλήθηκαν στους κατόχους των αποκτηθεισών κινητών αξιών συνεπεία ψευδών στοιχείων ή παραλείψεων συναφών στοιχείων στο ενημερωτικό δελτίο ή στο έγγραφο που κατά περίπτωση οφείλει να καταρτίσει ο εγγυητής.

[…]

4.      Καμία ευθύνη δεν αποδίδεται στα πρόσωπα που αναφέρονται στις ανωτέρω παραγράφους αποκλειστικά και μόνο βάσει του περιληπτικού σημειώματος ή της μετάφρασής του, εκτός εάν το εν λόγω σημείωμα είναι παραπλανητικό, ανακριβές ή ασυνεπές προς άλλα μέρη του ενημερωτικού δελτίου, ή εάν δεν παρέχει, όταν αναγιγνώσκεται μαζί με τα άλλα μέρη του ενημερωτικού δελτίου, ουσιώδεις πληροφορίες οι οποίες βοηθούν τους επενδυτές όταν εξετάζουν εάν θα επενδύσουν στις κινητές αξίες.»

11      Το άρθρο 30 bis, παράγραφος 1, του νόμου αυτού όριζε τα ακόλουθα:

«Ως δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή εγγραφής για την αγορά κινητών αξιών νοείται κάθε ανακοίνωση, υπό οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε μέσο, η οποία απευθύνεται σε πρόσωπα και περιέχει επαρκείς πληροφορίες για τους όρους της προσφοράς και τις προσφερόμενες κινητές αξίες, ώστε να παρέχεται στον επενδυτή η δυνατότητα να αποφασίζει την αγορά ή την εγγραφή για την αγορά αυτών των κινητών αξιών.

Η υποχρέωση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου δεν ισχύει ως προς τα ακόλουθα είδη προσφορών, τα οποία, για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, δεν νοούνται ως δημόσια προσφορά:

α)      προσφορά κινητών αξιών η οποία απευθύνεται μόνον σε ειδικούς επενδυτές.

[…]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Το 2011, με σκοπό την εισαγωγή της στο χρηματιστήριο, η Bankia προέβη σε δημόσια προσφορά εγγραφής για την αγορά μετοχών, κατανεμημένη σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα απευθυνόταν σε ιδιώτες επενδυτές, πλην των ειδικών επενδυτών κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/71 (στο εξής: ιδιώτες επενδυτές) καθώς και σε εργαζόμενους και διευθυντικά στελέχη της εταιρίας αυτής, ενώ το δεύτερο τμήμα, το λεγόμενο «θεσμικό τμήμα», απευθυνόταν σε «ειδικούς επενδυτές».

13      Τα δύο τμήματα της προσφοράς προτάθηκαν από την ημερομηνία καταχώρισης του ενημερωτικού δελτίου στην Comisión Nacional del Mercado de Valores (εθνική επιτροπή αγοράς κινητών αξιών, Ισπανία), ήτοι από τις 29 Ιουνίου 2011. Από την ημερομηνία αυτή, και έως τις 18 Ιουλίου 2011, διανύθηκε η περίοδος που καλείται «διαδικασία βιβλίου προσφορών», κατά τη διάρκεια της οποίας οι δυνητικοί ειδικοί επενδυτές είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν προτάσεις εγγραφής. Στις 18 Ιουλίου 2011 η τιμή των μετοχών καθορίστηκε στο ποσό των 3,75 ευρώ, τόσο για το σχετικό με τους ιδιώτες επενδυτές τμήμα όσο και για το θεσμικό τμήμα. Οι επιλεγείσες προτάσεις κατέστησαν, κατόπιν της έγκρισής τους, αμετάκλητες. Η μεταβίβαση των αντίστοιχων μετοχών στους επενδυτές πραγματοποιήθηκε αυθημερόν και η εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο έγινε την επόμενη ημέρα.

14      Στο πλαίσιο της πρόσκλησης εγγραφής, η Bankia ήρθε σε επαφή με την UMAS, οντότητα η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της αλληλασφάλισης και, ως εκ τούτου, θεωρείται ειδικός επενδυτής. Στις 5 Ιουλίου 2011 η UMAS ενέγραψε εντολή αγοράς 160 000 μετοχών, έναντι τιμήματος 3,75 ευρώ ανά μετοχή, που αντιστοιχεί σε συνολικό ποσό 600 000 ευρώ.

15      Σε συνέχεια της εκ νέου κατάρτισης των ετήσιων λογαριασμών της Bankia, οι μετοχές της εταιρίας αυτής απώλεσαν σχεδόν το σύνολο της αξίας τους στη δευτερεύουσα αγορά και ανεστάλη η διαπραγμάτευσή τους.

16      Η UMAS άσκησε αγωγή κατά της Bankia, με κύριο αίτημα να κηρυχθεί άκυρη η εντολή αγοράς των μετοχών λόγω ελαττώματος βούλησης και επικουρικό αίτημα να αναγνωριστεί η ευθύνη της Bankia εκ του παραπλανητικού χαρακτήρα του ενημερωτικού δελτίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κήρυξε άκυρη την εντολή αγοράς των μετοχών και διέταξε την επιστροφή των καταβληθέντων από την UMAS ποσών, χωρίς να αποφανθεί επί της ευθύνης της Bankia.

17      Η Bankia άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης ενώπιον του Audiencia Provincial de Madrid (περιφερειακού δικαστηρίου Μαδρίτης, Ισπανία), το οποίο, αντιθέτως προς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε το αίτημα της UMAS για την κήρυξη ακυρότητας, ενώ, αντιθέτως, δέχθηκε το αίτημα για την αναγνώριση ευθύνης εκ του ενημερωτικού δελτίου.

18      Κατόπιν της εν λόγω απόφασης, η Bankia άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία), το οποίο είχε ήδη κρίνει, στο πλαίσιο διαδικασιών που είχαν κινήσει ιδιώτες επενδυτές, ότι το εκδοθέν από την Bankia ενημερωτικό δελτίο περιείχε σοβαρές ανακρίβειες ως προς την πραγματική οικονομική κατάσταση της εταιρίας.

19      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ένα τμήμα της προσφοράς απευθυνόταν σε ιδιώτες επενδυτές, με συνέπεια να καταστεί υποχρεωτική η δημοσίευση του ενημερωτικού δελτίου, το οποίο, παρότι δεν απευθυνόταν σε ειδικούς επενδυτές, ήταν σε θέση να επηρεάσει την επενδυτική απόφασή τους. Κατά το δικαστήριο αυτό, ούτε η οδηγία 2003/71 ούτε το ισπανικό δίκαιο προβλέπουν ρητώς ότι οι ειδικοί επενδυτές μπορούν να θεμελιώνουν ευθύνη του εκδότη λόγω της ύπαρξης ανακριβούς ενημερωτικού δελτίου όταν η δημόσια προσφορά εγγραφής είναι μικτή, δηλαδή όταν απευθύνεται τόσο σε ιδιώτες όσο και σε ειδικούς επενδυτές. Υπογραμμίζει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/71 απαλλάσσει από την υποχρέωση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου τους εκδότες προσφορών που απευθύνονται αποκλειστικά σε ειδικούς επενδυτές, καθώς οι επενδυτές αυτοί θεωρείται ότι έχουν την ικανότητα και τα μέσα πληροφόρησης που τους επιτρέπουν να λαμβάνουν τεκμηριωμένη απόφαση, ενώ η αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας αυτής αναφέρει ότι η προστασία των επενδυτών πρέπει να διασφαλίζεται με τη δημοσίευση αξιόπιστων πληροφοριών, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών επενδυτών.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Οσάκις δημόσια προσφορά εγγραφής για την αγορά μετοχών απευθύνεται τόσο σε ιδιώτες επενδυτές όσο και σε ειδικούς επενδυτές, και σε περίπτωση που εκδίδεται ενημερωτικό δελτίο για τους ιδιώτες επενδυτές, [το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/71 έχουν την έννοια ότι] νομιμοποιούνται να ασκήσουν αγωγή για την αναγνώριση ευθύνης από το ενημερωτικό δελτίο αμφότερες οι κατηγορίες επενδυτών ή αποκλειστικά έχουν το δικαίωμα αυτό οι ιδιώτες επενδυτές;

2)      Στην περίπτωση που στο [πρώτο] ερώτημα δοθεί απάντηση ότι νομιμοποιούνται να ασκήσουν αγωγή και οι ειδικοί επενδυτές, είναι δυνατόν να συνεκτιμηθεί συναφώς ο βαθμός γνώσεως των τελευταίων όσον αφορά την οικονομική κατάσταση του εκδότη της δημόσιας προσφοράς εγγραφής με βάση πληροφορίες που δεν περιέχονται στο δελτίο και βάσει των εννόμων και εμπορικών σχέσεων που τους συνδέουν με τον εν λόγω εκδότη (συμμετοχή τους στο μετοχικό κεφάλαιο, στα διαχειριστικά όργανα κ.λπ.);»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

21      Η UMAS υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, πρώτον, διότι τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν είχαν προταθεί από τους διαδίκους της κύριας δίκης και δεν μπορούν να υποβληθούν αυτεπαγγέλτως από το αιτούν δικαστήριο. Δεύτερον, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, λόγω παραλείψεων και ελαττωμάτων στην έκθεση των πραγματικών περιστατικών καθώς και στην έκθεση των λόγων που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Τρίτον, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς τα πρόσωπα που μπορούν να ασκήσουν την κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/71 αγωγή.

22      Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι το σύστημα που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλίσει την ενότητα της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης στα κράτη μέλη, προβλέπει ευθεία συνεργασία μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, μέσω διαδικασίας στην οποία οι διάδικοι δεν αναλαμβάνουν καμία πρωτοβουλία. Ως εκ τούτου, μολονότι το αιτούν δικαστήριο είναι ελεύθερο να καλέσει τους διαδίκους της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί να προτείνουν σχέδια τα οποία ενδέχεται να γίνουν δεκτά κατά τη διατύπωση προδικαστικών ερωτημάτων, σε αυτό και μόνον εναπόκειται να αποφασίσει εν τέλει τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο των ερωτημάτων αυτών (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Consiglio Nazionale dei Geologi, C‑136/12, EU:C:2013:489, σκέψεις 28 έως 30).

23      Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζει η UMAS, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά ερωτήματα μη προταθέντα από τους διαδίκους της κύριας δίκης, το γεγονός αυτό δεν επισύρει το απαράδεκτό της.

24      Δεύτερον, για τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 43). Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα υποβληθέν από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν, ιδίως, δεν τηρούνται οι απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που προβλέπονται στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας ή όταν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους του κανόνα του δικαίου της Ένωσης που ζητείται δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως (πρβλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Supreme Site Services κ.λπ., C‑186/19, EU:C:2020:638, σκέψη 42).

25      Τα επιχειρήματα που προβάλλει η UMAS σχετικά με την εφαρμοστέα στη διαφορά της κύριας δίκης ισπανική νομοθεσία δεν αναιρούν το τεκμήριο λυσιτέλειας που ισχύει για τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο τήρησε τις απαιτήσεις του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας, καθόσον εξέθεσε με επαρκή ακρίβεια τα επίμαχα στη διαφορά της κύριας δίκης πραγματικά και νομικά στοιχεία, το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς και τη σχέση που υφίσταται μεταξύ της διαφοράς αυτής και της ζητούμενης ερμηνείας των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.

26      Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

27      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/71, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, αυτής, έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση δημόσιας προσφοράς εγγραφής για την αγορά μετοχών η οποία απευθύνεται τόσο σε ιδιώτες επενδυτές όσο και σε ειδικούς επενδυτές, αγωγή για την αναγνώριση ευθύνης εκ των πληροφοριών που παρασχέθηκαν με το ενημερωτικό δελτίο μπορούν να ασκήσουν όχι μόνον οι ιδιώτες επενδυτές, αλλά και οι ειδικοί επενδυτές.

28      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν ερμηνεύεται διάταξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της και οι σκοποί που επιδιώκει, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και το σύνολο των ρυθμίσεων του δικαίου της Ένωσης [απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, X (Είσπραξη συμπληρωματικών εισαγωγικών δασμών), C‑160/18, EU:C:2020:190, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

29      Επισημαίνεται συναφώς ότι η οδηγία 2003/71 δεν προσδιορίζει τους επενδυτές που μπορούν να ασκήσουν τέτοια αγωγή για την αναγνώριση ευθύνης. Πράγματι, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας προσδιορίζει μόνον τα πρόσωπα τα οποία δύναται να φέρουν την ευθύνη για το ανακριβές ή ελλιπές περιεχόμενο του ενημερωτικού δελτίου.

30      Όσον αφορά τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η οδηγία αυτή, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική της σκέψη 10 προκύπτει ότι η προστασία των επενδυτών καθώς και η ομαλή λειτουργία και ανάπτυξη των αγορών αποτελούν τον βασικό πυρήνα τους (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, Almer Beheer και Daedalus Holding, C‑441/12, EU:C:2014:2226, σκέψεις 31 και 33).

31      Επιπλέον, από τον συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων 18, 21 και 27 της οδηγίας 2003/71 προκύπτει ότι η πλήρης, αξιόπιστη και ευχερώς προσιτή πληροφόρηση σχετικά με τις κινητές αξίες και τους εκδότες ενισχύει την προστασία των επενδυτών και συνιστά αποτελεσματικό μέσο για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην εύρυθμη λειτουργία και την ανάπτυξη των οικείων αγορών με την αποτροπή της διασάλευσής τους από ενδεχόμενες ανωμαλίες (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, Almer Beheer και Daedalus Holding, C‑441/12, EU:C:2014:2226, σκέψη 33).

32      Στο πλαίσιο αυτό, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας, η δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου συμβάλλει στην καθιέρωση εγγυήσεων για την προστασία των συμφερόντων των παρόντων και δυνητικών επενδυτών, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αξιολογούν τους κινδύνους που συνεπάγεται η επένδυση σε κινητές αξίες και να λαμβάνουν ως εκ τούτου πλήρως ενημερωμένοι τις επενδυτικές αποφάσεις τους.

33      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι επενδυτής ο οποίος μετέσχε σε προσφορά κινητών αξιών στο πλαίσιο της οποίας δημοσιεύθηκε ενημερωτικό δελτίο μπορεί νομίμως να στηριχθεί στις πληροφορίες που παρέχονται με το ενημερωτικό δελτίο και, κατά συνέπεια, δικαιούται να ασκήσει αγωγή για την αναγνώριση ευθύνης εκ των πληροφοριών αυτών, ανεξαρτήτως του αν το εν λόγω εκδοθέν ενημερωτικό δελτίο απευθυνόταν στον επενδυτή αυτόν.

34      Η ως άνω ερμηνεία του άρθρου 6 της οδηγίας 2003/71 δεν αναιρείται από τη διάκριση μεταξύ των ιδιωτών επενδυτών και των ειδικών επενδυτών που απορρέει από το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής.

35      Ομολογουμένως, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει σειρά παρεκκλίσεων από την κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού γενική υποχρέωση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου, ιδίως όταν η προσφορά κινητών αξιών απευθύνεται αποκλειστικά σε ειδικούς επενδυτές. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 16 της ίδιας οδηγίας, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να διαφοροποιήσει τις ανάγκες προστασίας των διαφόρων κατηγοριών επενδυτών, ιδίως ανάλογα με το επίπεδο των ειδικών γνώσεών τους. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση προηγούμενης δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου δεν ισχύει για προσφορές κινητών αξιών που προορίζονται αποκλειστικά για ειδικούς επενδυτές, καθώς αυτοί, αντιθέτως προς τους ιδιώτες επενδυτές, μπορούν να έχουν πρόσβαση, με δικά τους μέσα, στις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τις επενδυτικές αποφάσεις τους, ανεξαρτήτως του ενημερωτικού δελτίου.

36      Παρά ταύτα, από το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/71, το οποίο, ως παρέκκλιση από την αρχή που καθιερώνει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 29ης Ιουλίου 2019, Funke Medien NRW, C‑469/17, EU:C:2019:623, σκέψη 69, και της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch, C‑125/18, EU:C:2020:138, σκέψη 30), δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι ειδικοί επενδυτές δεν δικαιούνται να ασκήσουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 6 της οδηγίας 2003/71 αγωγή για την αναγνώριση ευθύνης εκ των πληροφοριών που περιέχονται σε ενημερωτικό δελτίο δημοσιευόμενο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, αυτής.

37      Συγκεκριμένα, στην περίπτωση μικτής προσφοράς όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία απευθύνεται τόσο σε ειδικούς όσο και σε ιδιώτες επενδυτές, όλοι οι επενδυτές, ανεξαρτήτως της ιδιότητάς τους, έχουν στη διάθεσή τους το έγγραφο αυτό, το οποίο, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας απόφασης, πρέπει να περιλαμβάνει πλήρεις και αξιόπιστες πληροφορίες επί των οποίων μπορούν νομίμως να στηριχθούν. Εξάλλου, όπως διευκρίνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 30 των προτάσεών του, οι παρεκκλίσεις από την υποχρέωση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου, περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, δεν απαγορεύουν την εκούσια δημοσίευση ενός τέτοιου εγγράφου απευθυνόμενου προς όλους τους επενδυτές.

38      Επομένως, όπως κατ’ ουσίαν υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 38 των προτάσεών του, εκ του λόγου ότι τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2003/71 προβλέπουν, λεπτομερώς, πολυάριθμες παρεκκλίσεις από την υποχρέωση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου, ενώ το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής θεσπίζει, άνευ εξαιρέσεων, την αρχή της αστικής ευθύνης σε περίπτωση ανακριβούς ενημερωτικού δελτίου, είναι σαφές ότι η τελευταία αυτή διάταξη επιβάλλεται να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν έχει δημοσιευτεί ενημερωτικό δελτίο, πρέπει να μπορεί να ασκηθεί αγωγή για την αναγνώριση αστικής ευθύνης εκ των πληροφοριών που παρέχονται με αυτό, ανεξαρτήτως της ιδιότητας του επενδυτή που θεωρεί ότι έχει θιγεί.

39      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/71, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση δημόσιας προσφοράς εγγραφής για την αγορά μετοχών απευθυνόμενης τόσο σε ιδιώτες επενδυτές όσο και σε ειδικούς επενδυτές, αγωγή για την αναγνώριση ευθύνης εκ των πληροφοριών που παρασχέθηκαν με το ενημερωτικό δελτίο μπορούν να ασκήσουν όχι μόνον οι ιδιώτες επενδυτές, αλλά και οι ειδικοί επενδυτές.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

40      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/71 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις οι οποίες, στο πλαίσιο αγωγής ασκηθείσας από ειδικό επενδυτή για την αναγνώριση ευθύνης εκ των πληροφοριών που παρέχονται με το ενημερωτικό δελτίο, επιτρέπουν, ή ακόμη και επιβάλλουν, στον δικαστή να συνεκτιμήσει ότι ο επενδυτής αυτός γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την οικονομική κατάσταση του εκδότη της δημόσιας προσφοράς εγγραφής για την αγορά μετοχών, λαμβανομένων υπόψη των σχέσεών του με τον εκδότη και ανεξαρτήτως του ενημερωτικού δελτίου.

41      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/71 προβλέπει στο πρώτο εδάφιό του ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις περί αστικής ευθύνης εφαρμόζονται στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τις πληροφορίες που παρέχονται σε ένα ενημερωτικό δελτίο. Επομένως, το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 2, δεν απαιτεί τη θέσπιση ειδικών διατάξεων του εθνικού δικαίου στον τομέα αυτό, υπό την επιφύλαξη, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής, ότι καμία αστική ευθύνη δεν μπορεί να αποδοθεί σε «οποιοδήποτε πρόσωπο» αποκλειστικά και μόνο βάσει του περιληπτικού σημειώματος, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε μετάφρασής του, εκτός και αν το εν λόγω σημείωμα είναι παραπλανητικό, ανακριβές ή ασυνεπές προς άλλα μέρη του ενημερωτικού δελτίου.

42      Επομένως, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 44, 47 και 49 των προτάσεών του, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/71 αναγνωρίζει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη κατά τον καθορισμό των λεπτομερειών άσκησης της αγωγής για την αναγνώριση ευθύνης εκ των πληροφοριών που παρέχονται με το ενημερωτικό δελτίο.

43      Εξάλλου, από το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 16, προκύπτει ότι, μολονότι το ενημερωτικό δελτίο πώλησης κινητών αξιών περιέχει ουσιώδεις πληροφορίες ώστε οι ιδιώτες επενδυτές να λαμβάνουν πλήρως ενημερωμένοι τις επενδυτικές αποφάσεις τους, οι ειδικοί επενδυτές, δεδομένου ιδίως του επιπέδου των ειδικών γνώσεών τους, έχουν, αντιθέτως, κατά κανόνα πρόσβαση σε άλλα πληροφοριακά στοιχεία ικανά να διαφωτίσουν τις αποφάσεις τους.

44      Επομένως, τα κράτη μέλη μπορούν κατ’ αρχήν, θεσπίζοντας, ενδεχομένως, στις εθνικές έννομες τάξεις τους ειδικές διατάξεις στον τομέα της αστικής ευθύνης, να επιτρέπουν, ή και να επιβάλλουν, τη συνεκτίμηση του επιπέδου των ειδικών γνώσεων του ειδικού επενδυτή, καθώς και των σχέσεών του με τον οικείο εκδότη των κινητών αξιών κατά το στάδιο της στοιχειοθέτησης της ευθύνης εκ των πληροφοριών που παρέχονται με το ενημερωτικό δελτίο, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/71.

45      Εντούτοις, μολονότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν θεσπίζουν κανόνες για την άσκηση της κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/71 αγωγής για την αναγνώριση ευθύνης κατ’ εφαρμογήν της αρχής της θεσμικής και δικονομικής αυτονομίας, η αρχή αυτή πρέπει εντούτοις να εφαρμόζεται τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, προκειμένου να διαφυλάσσεται η πρακτική αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Hirmann, C‑174/12, EU:C:2013:856, σκέψη 40).

46      Η αρχή της ισοδυναμίας επιτάσσει οι εθνικές δικονομικές διατάξεις που διέπουν καταστάσεις υπαγόμενες στο δίκαιο της Ένωσης να μην είναι δυσμενέστερες από εκείνες που ισχύουν για παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, ενώ η αρχή της αποτελεσματικότητας απαιτεί οι διατάξεις αυτές να μην καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Deutsche Umwelthilfe, C‑752/18, EU:C:2019:1114, σκέψη 33).

47      Κατά συνέπεια, στην περίπτωση που διατάξεις του εθνικού δικαίου επιτρέπουν, ή και επιβάλλουν, στο πλαίσιο αγωγής για την αναγνώριση ευθύνης δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/71, να συνεκτιμάται η γνώση της οικονομικής κατάστασης του εκδότη την οποία έχει ή πρέπει να έχει ο ειδικός επενδυτής, λαμβανομένων υπόψη των σχέσεών του με τον εκδότη, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται μιας τέτοιας αγωγής για την αναγνώριση ευθύνης να εξακριβώσει ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι δυσμενέστερες από εκείνες που διέπουν παρόμοιες αγωγές τις οποίες ήδη προβλέπει το εθνικό δίκαιο ούτε έχουν καταστήσει αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση της εν λόγω αγωγής.

48      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/71 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες, στο πλαίσιο αγωγής ασκηθείσας από ειδικό επενδυτή για την αναγνώριση ευθύνης εκ των πληροφοριών που παρέχονται με το ενημερωτικό δελτίο, επιτρέπουν, ή και επιβάλλουν, στον δικαστή να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι ο επενδυτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την οικονομική κατάσταση του εκδότη της δημόσιας προσφοράς εγγραφής για την αγορά μετοχών, λαμβανομένων υπόψη των σχέσεών του με τον εκδότη και ανεξαρτήτως του ενημερωτικού δελτίου, υπό τον όρο ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι δυσμενέστερες από εκείνες που διέπουν παρόμοιες αγωγές τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο και ότι δεν καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση της αγωγής αυτής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

49      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/11/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2008/11, έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση δημόσιας προσφοράς εγγραφής για την αγορά μετοχών απευθυνόμενης τόσο σε ιδιώτες επενδυτές όσο και σε ειδικούς επενδυτές, αγωγή για την αναγνώριση ευθύνης εκ των πληροφοριών που παρασχέθηκαν με το ενημερωτικό δελτίο μπορούν να ασκήσουν όχι μόνον οι ιδιώτες επενδυτές, αλλά και οι ειδικοί επενδυτές.

2)      Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/71, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/11, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες, στο πλαίσιο αγωγής ασκηθείσας από ειδικό επενδυτή για την αναγνώριση ευθύνης εκ των πληροφοριών που παρέχονται με το ενημερωτικό δελτίο, επιτρέπουν, ή και επιβάλλουν, στον δικαστή να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι ο επενδυτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την οικονομική κατάσταση του εκδότη της δημόσιας προσφοράς εγγραφής για την αγορά μετοχών, λαμβανομένων υπόψη των σχέσεών του με τον εκδότη και ανεξαρτήτως του ενημερωτικού δελτίου, υπό τον όρο ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι δυσμενέστερες από εκείνες που διέπουν παρόμοιες αγωγές τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο και ότι δεν καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση της αγωγής αυτής.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.