Language of document : ECLI:EU:T:2019:353

Υπόθεση T107/17

Frank Steinhoff κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 23ης Μαΐου 2019

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Οικονομική και νομισματική πολιτική – EKT – Εθνικές κεντρικές τράπεζες – Αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους – Συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα – Ρήτρες συλλογικής δράσης – Υποχρεωτική ανταλλαγή ελληνικών χρεογράφων – Ιδιώτες πιστωτές – Γνώμη της EKT – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Αρχή pacta sunt servanda – Άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Άρθρο 124 ΣΛΕΕ»

1.      Αγωγή αποζημιώσεως – Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής – Πενταετής παραγραφή – Άσκηση της προσφυγής την παραμονή της λήξεως της προθεσμίας – Παραδεκτό – Μεταγενέστερη τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής – Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρα 263, εδ. 4, και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 76)

(βλ. σκέψεις 30-33)

2.      Ένδικη διαδικασία – Προσκόμιση αποδείξεων – Προσκόμιση εγγράφων που έχουν συνταχθεί σε γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα διαδικασίας – Υποχρέωση προσκομίσεως μεταφράσεως στη γλώσσα διαδικασίας – Παράβαση – Συνέπειες

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 46 § 2)

(βλ. σκέψεις 35-37)

3.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αντικείμενο – Αίτημα αποκαταστάσεως ζημίας προκληθείσας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Η Τράπεζα καταλογίζει τη ζημία στις ενέργειες κράτους μέλους – Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρα 268 και 340 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 42-46)

4.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αυτοτέλεια – Διαφορά ως προς την προσφυγή ακυρώσεως

(Άρθρα 263 και 268 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψη 51)

5.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Κατάφωρη παράβαση του δικαίου της Ένωσης – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 52-54)

6.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αντικείμενο – Αίτημα αποκαταστάσεως ζημίας προκληθείσας από μη δεσμευτική πράξη πολιτικής φύσεως – Παραδεκτό

(Άρθρα 263 και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 55-57)

7.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Εφαρμογή – Γνώμες που απευθύνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προς τις εθνικές αρχές σχετικά με τα εθνικά σχέδια νομοθετικών διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο της αρμοδιότητάς της – Δεσμευτικός χαρακτήρας – Δεν υφίσταται – Εξουσία εκτιμήσεως της EKT όσον αφορά την έκδοση των γνωμών

(Άρθρο 127 § 4 ΣΛΕΕ· απόφαση 98/415 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 3 και άρθρα 2 και 4)

(βλ. σκέψεις 71, 72)

8.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Κανόνας δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Έννοια – Αρχή pacta sunt servanda – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 77, 78)

9.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Κατάφωρη παράβαση του δικαίου της Ένωσης – Παράλειψη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να καταγγείλει, με γνώμη απευθυνόμενη προς κράτος μέλος, κατάφωρη παραβίαση της αρχής pacta sunt servanda λόγω ψήφισης νόμου ο οποίος τροποποιεί τους όρους που εφαρμόζονται στα χρεόγραφα στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του εθνικού δημοσίου χρέους – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 79-85)

10.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Κανόνας δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Έννοια – Δικαίωμα της ιδιοκτησίας – Εμπίπτει

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 17 § 1)

(βλ. σκέψεις 96, 97)

11.    Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Δικαίωμα της ιδιοκτησίας – Περιορισμοί – Επιτρέπονται – Προϋποθέσεις

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 17 § 1 και 52 § 1)

(βλ. σκέψεις 99, 100)

12.    Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Εφαρμογή – Γνώμες που απευθύνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προς τις εθνικές αρχές σχετικά με τα εθνικά σχέδια νομοθετικών διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο της αρμοδιότητάς της – Ψήφιση νόμου, από κράτος μέλος, για τον περιορισμό της αξίας ορισμένων χρεογράφων με σκοπό την προστασία της εθνικής οικονομίας και της ζώνης του ευρώ από κίνδυνο αδυναμίας πληρωμών του οικείου κράτους μέλους – Δυσανάλογος περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 127 § 4 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 17 § 1· απόφαση 98/415 του Συμβουλίου)

(βλ. σκέψεις 105, 108-116)

13.    Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων – Εθνική ρύθμιση περί περιορισμού της αξίας των χρεογράφων έκδοσης ή εγγύησης του οικείου κράτους μέλους – Δικαιολόγηση αντλούμενη από την ανάγκη προστασίας της εθνικής οικονομίας και της ζώνης του ευρώ από κίνδυνο αδυναμίας πληρωμών του οικείου κράτους μέλους – Επιτρέπεται

(Άρθρο 63 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 119, 120, 122-124)

14.    Ένδικη διαδικασία – Εκδίκαση των υποθέσεων από το Γενικό Δικαστήριο – Προστασία χορηγούμενη στους διαδίκους από την αθέμιτη χρήση των εγγράφων της διαδικασίας – Συμβιβασμός με την αρχή της ελευθερίας αποδείξεως – Χρήση διαδικαστικού εγγράφου προερχόμενου από άλλη υπόθεση – Επιτρέπεται – Υποβολή διαδικαστικού εγγράφου με ελλείπουσες σελίδες – Τακτοποίηση με το υπόμνημα απαντήσεως – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του αντιδίκου – Δεν συντρέχει

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 85)

(βλ. σκέψεις 129-131)

15.    Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Απαγόρευση λήψεως μέτρων για την παροχή προνομιακής προσβάσεως στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χωρίς να συντρέχουν λόγοι προληπτικής εποπτείας – Εθνική ρύθμιση περί περιορισμού της αξίας των χρεογράφων έκδοσης ή εγγύησης του οικείου κράτους μέλους – Δικαιολόγηση αντλούμενη από την ανάγκη προστασίας της εθνικής οικονομίας και της ζώνης του ευρώ από κίνδυνο αδυναμίας πληρωμών του οικείου κράτους μέλους – Επιτρέπεται

(Άρθρο 124 ΣΛΕΕ· κανονισμός 3604/93 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

(βλ. σκέψεις 136-138)

16.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Κανόνας δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Έννοια – Απαγόρευση λήψεως μέτρων για την παροχή προνομιακής προσβάσεως στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χωρίς να συντρέχουν λόγοι προληπτικής εποπτείας – Δεν εμπίπτει

(Άρθρα 124 και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 139, 140)

17.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Ζημία – Αιτιώδης συνάφεια – Μη συνδρομή μιας εκ των προϋποθέσεων – Απόρριψη της αγωγής αποζημιώσεως στο σύνολό της

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 143, 144)

Σύνοψη

Με την απόφαση Steinhoff κ.λπ. κατά EKT (T‑107/17), η οποία εκδόθηκε στις 23 Μαΐου 2019, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε αγωγή αποζημιώσεως με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν ιδιώτες πιστωτές κατόπιν της εκδόσεως γνώμης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) σχετικά με τους τίτλους εκδόσεως ή εγγυήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (1).

Στις 2 Φεβρουαρίου 2012 η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε από την EKT, βάσει του άρθρου 127, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 282, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, να διατυπώσει γνώμη σχετικά με το ελληνικό σχέδιο νόμου 4050/2012 για τη θέσπιση κανόνων τροποποίησης τίτλων έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου με συμφωνία των ομολογιούχων, για την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, η οποία στηριζόταν ιδίως στην εφαρμογή «ρητρών συλλογικής δράσεως» (στο εξής: CAC). Δεδομένου ότι η ΕΚΤ εξέδωσε θετική γνώμη για το νομοσχέδιο, το Ελληνικό Κοινοβούλιο το ψήφισε στις 23 Φεβρουαρίου 2012.

Δυνάμει του μηχανισμού των CAC, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις των επίμαχων χρεογράφων επρόκειτο να καταστούν νομικά δεσμευτικές για όλους τους κατόχους τίτλων διεπόμενων από το ελληνικό δίκαιο και εκδοθέντων πριν την 31η Δεκεμβρίου 2011, όπως αυτοί είχαν προσδιοριστεί με την πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία εγκρίθηκαν οι προσκλήσεις για τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών (Private Sector Involvement, στο εξής: PSI), εφόσον οι εν λόγω τροποποιήσεις θα εγκρίνονταν από απαρτία των ομολογιούχων αντίστοιχη προς τα δύο τρίτα τουλάχιστον της ονομαστικής αξίας των εν λόγω τίτλων. Δεδομένου ότι επιτεύχθηκαν η απαρτία και η πλειοψηφία που απαιτούνταν για τη σχεδιαζόμενη ανταλλαγή, όλοι οι κάτοχοι ελληνικών χρεογράφων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αντετίθεντο στην εν λόγω ανταλλαγή, αναγκάστηκαν να ανταλλάξουν τους τίτλους τους κατ’ εφαρμογή του νόμου 4050/2012, με αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας των τίτλων αυτών. Οι ενάγοντες, κάτοχοι ελληνικών χρεογράφων, αφού απέρριψαν την προσφορά ανταλλαγής των τίτλων τους, μετείχαν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, στο πλαίσιο του PSI και των CAC που τέθηκαν σε εφαρμογή δυνάμει του ελληνικού νόμου 4050/2012.

Με την αγωγή τους, οι ενάγοντες έθεσαν ζήτημα ευθύνης της EKT για τη ζημία που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν λόγω του ότι η EKT παρέλειψε, με τη γνώμη της, να επιστήσει την προσοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στον παράνομο χαρακτήρα της σχεδιαζόμενης αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους μέσω της υποχρεωτικής ανταλλαγής χρεογράφων.

Όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της EKT, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, πρώτον, ότι οι γνώμες της EKT δεν δεσμεύουν τις εθνικές αρχές. Πράγματι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 3 και με το άρθρο 4 της απόφασης 98/415 (2), οι εθνικές αρχές οφείλουν μόνο να λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω γνώμες οι οποίες δεν θίγουν τις αρμοδιότητες των αρχών αυτών στους τομείς που αποτελούν αντικείμενο των οικείων σχεδίων. Επομένως, μολονότι η τήρηση της υποχρέωσης διαβούλευσης με την EKT προϋποθέτει τη δυνατότητα της τελευταίας να καθιστά λυσιτελώς γνωστή την άποψή της στις εθνικές αρχές, εντούτοις δεν μπορεί να τους επιβάλει να αποδέχονται την άποψη αυτή. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η EKT διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την έκδοση των γνωμών της. Η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η EKT συνεπάγεται ότι μόνον πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της εν λόγω εξουσίας δύναται να θεμελιώσει την εξωσυμβατική της ευθύνη. Κατά συνέπεια, μόνο μια κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες είναι ικανή να στοιχειοθετήσει την εξωσυμβατική ευθύνη της EKT.

Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι κακώς υποστήριξαν οι ενάγοντες ότι η EKT προέβη σε παράνομη ενέργεια δυνάμενη να στοιχειοθετήσει την εξωσυμβατική ευθύνη της, καθόσον δεν κατήγγειλε, με την επίμαχη γνώμη, την παραβίαση της αρχής pacta sunt servanda την οποία φέρεται ότι συνεπάγεται εις βάρος τους η έκδοση του νόμου 4050/2012. Συγκεκριμένα, η απόκτηση από τους ενάγοντες των επίμαχων χρεογράφων έκδοσης και εγγύησης της Ελληνικής Δημοκρατίας δημιούργησε μια συμβατική σχέση μεταξύ αυτών και της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η συμβατική αυτή σχέση δεν διέπεται από την αρχή pacta sunt servanda του άρθρου 26 της Σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών (3). Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου της 1, η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται μόνον επί των συνθηκών μεταξύ κρατών. Κατά συνέπεια, το άρθρο 26 της Σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών δεν αποτελεί κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα στους ενάγοντες.

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι οι γνώμες της EKT δεν έχουν ούτε ως αποδέκτες τους ιδιώτες ούτε ως κύριο αντικείμενο τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ ιδιώτη και κράτους μέλους κατόπιν της έκδοσης χρεογράφων από το εν λόγω κράτος μέλος. Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 2 της απόφασης 98/415, οι αποδέκτες των γνωμών της EKT είναι όχι ιδιώτες αλλά οι αρχές των κρατών μελών που οφείλουν να ζητούν τη γνώμη της EKT. Ως εκ τούτου, όταν, όπως εν προκειμένω, ζητείται η γνώμη της EKT από την Ελληνική Δημοκρατία σχετικά με ένα σχέδιο κανονιστικής ρύθμισης που αφορά τις εθνικές τράπεζες και τους εφαρμοστέους κανόνες στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στον βαθμό που οι κανόνες αυτοί επηρεάζουν σημαντικά τη σταθερότητα των χρηματοδοτικών αυτών ιδρυμάτων και των χρηματαγορών, η EKT δεν υποχρεούται να αποφανθεί σχετικά με την τήρηση, από το εν λόγω κράτος μέλος, της γενικής αρχής του δικαίου των συμβάσεων pacta sunt servanda έναντι των κατόχων κρατικών χρεογράφων. Επομένως, η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της EKT δεν παρέχει στους ενάγοντες δικαίωμα να αξιώσουν από το όργανο αυτό να καταγγείλει προσβολή συμβατικού δικαιώματος που έχουν έναντι της Ελληνικής Δημοκρατίας κατόπιν της εκ μέρους τους απόκτησης ελληνικών χρεογράφων έκδοσης και εγγύησης του εν λόγω κράτους μέλους.

Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο περιορισμός της αξίας των επίμαχων χρεογράφων των εναγόντων δεν συνιστούσε δυσανάλογο μέτρο σε σχέση προς τον σκοπό ο οποίος συνίσταται στην προστασία της οικονομίας της Ελληνικής Δημοκρατίας και της ζώνης του ευρώ από τον κίνδυνο παύσης πληρωμών της Ελληνικής Δημοκρατίας και κατάρρευσης της οικονομίας της. Επομένως, κακώς οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι τα επίμαχα μέτρα συνιστούν προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κρίνοντας ότι, εν προκειμένω, τα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή με τον νόμο 4050/2012 δικαιολογούνταν από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, στο μέτρο που οι περιστάσεις που οδήγησαν στη θέσπιση του νόμου αυτού ήταν πράγματι εξαιρετικές, διότι, ελλείψει αναδιάρθρωσης, δεν μπορούσε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο μιας βραχυπρόθεσμης χρεοκοπίας της Ελληνικής Δημοκρατίας, έστω και επιλεκτικής. Ομοίως, τα επίμαχα μέτρα αποσκοπούσαν στη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Επιπλέον, οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι τα εν λόγω μέτρα ήταν δυσανάλογα. Τα μέτρα αυτά κατέστησαν εφικτή την αποκατάσταση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της ενώ δεν αποδεικνύεται ότι υπερέβησαν το αναγκαίο μέτρο για την αποκατάσταση της σταθερότητας αυτής. Ειδικότερα, η συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών στην ανταλλαγή ελληνικών χρεογράφων σε αποκλειστικά εθελοντική βάση –όπως προτείνουν οι ενάγοντες– δεν θα είχε μπορέσει να εξασφαλίσει την επιτυχία της εν λόγω ανταλλαγής τίτλων. Πράγματι, σε περίπτωση μη εξασφάλισης της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των ιδιωτών πιστωτών, λίγοι εκ των πιστωτών αυτών θα είχαν αποδεχθεί την εν λόγω ανταλλαγή, λαμβανομένου υπόψη του επακόλουθου ηθικού κινδύνου, δηλαδή του γεγονότος ότι θα επωμίζονταν τις συνέπειες των κινδύνων που θα αναλάμβαναν οι πιστωτές οι οποίοι δεν συμμετείχαν στην ανταλλαγή ελληνικών χρεογράφων.

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι ενάγοντες κακώς επικαλέστηκαν την ύπαρξη παρανομίας συνεπαγόμενης την ευθύνη της EKT έναντι αυτών, λόγω του ότι η EKT δεν κατήγγειλε παράβαση του άρθρου 124 ΣΛΕΕ. Πράγματι, το άρθρο 124 ΣΛΕΕ απαγορεύει κάθε μέτρο –μη υπαγορευόμενο από λόγους προληπτικής εποπτείας– το οποίο παρέχει, ιδίως στα κράτη μέλη, προνομιακή πρόσβαση στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να παροτρύνει τα κράτη μέλη να ακολουθούν υγιή δημοσιονομική πολιτική αποφεύγοντας το ενδεχόμενο η νομισματική χρηματοδότηση των δημοσίων ελλειμμάτων ή η προνομιακή πρόσβαση των δημοσίων αρχών στις χρηματοπιστωτικές αγορές να οδηγήσουν σε υπερχρέωση ή σε υπερβολικά ελλείμματα των κρατών μελών. Ο νόμος 4050/2012 δεν αποσκοπεί όμως στη διόγκωση του χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά, αντιθέτως, στη μείωσή του, λαμβανομένου υπόψη του υπερβολικού του ύψους, τούτο δε μέσω υποτίμησης της αξίας των διακρατούμενων από τους ενάγοντες τίτλων. Επιπλέον, το σχέδιο νόμου συνέβαλε στη διαφύλαξη τόσο των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας όσο και της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ζώνης του ευρώ. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 124 ΣΛΕΕ δεν αποσκοπεί στην προστασία των εναγόντων και δεν τους παρέχει δικαιώματα.


1      Γνώμη της ΕΚΤ, της 17ης Φεβρουαρίου 2012, σχετικά με τους όρους των τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου (CON/2012/12).


2      Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, σχετικά με τη διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις εθνικές αρχές για τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων.


3      Σύμβαση της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969 (Recueil des traités des Nations Unies, τόμος 1155, σ. 331).