Language of document : ECLI:EU:C:2018:653

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C61/17, C62/17 και C72/17

Miriam Bichat κ.λπ.

κατά

Aviation Passage Service Berlin GmbH & Co. KG

(αιτήσεις του Landesarbeitsgericht Berlin-Brandenburg
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 98/59/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο – Έννοια του όρου “επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη” – Διαδικασία διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους – Βάρος αποδείξεως»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 7ης Αυγούστου 2018

Κοινωνική πολιτική – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 98/59 – Διαδικασίες ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων – Έννοια του όρου “επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη” – Περιεχόμενο – Αυτοτελής και ενιαία ερμηνεία

(Οδηγία 98/59 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 4, εδ. 1)

Το άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, έχει την έννοια ότι ο όρος «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη» αφορά κάθε επιχείρηση που είναι συνδεδεμένη με τον εργοδότη μέσω σχέσεων συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο του τελευταίου ή μέσω άλλων εννόμων σχέσεων που της παρέχουν τη δυνατότητα να ασκεί καθοριστική επιρροή στα όργανα λήψεως αποφάσεων του εργοδότη και να τον υποχρεώνει στον σχεδιασμό ή στην πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων.

Συναφώς, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 δεν περιέχει ορισμό της έννοιας «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη» ούτε παραπέμπει, ως προς το σημείο αυτό, στο δίκαιο των κρατών μελών. Επομένως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από τις επιταγές τόσο της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι το γράμμα διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό του νοήματος και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2005, Junk, C‑188/03, EU:C:2005:59, σκέψεις 29 και 30, καθώς και της 13ης Μαΐου 2015, Lyttle κ.λπ., C‑182/13, EU:C:2015:317, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Υπό τις συνθήκες αυτές, από την ερμηνεία του ιστορικού θεσπίσεως και από τον σκοπό του άρθρου 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 προκύπτει, αφενός, ότι η έννοια «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη» αφορά κάθε επιχείρηση η οποία, βάσει της εντάξεώς της στον ίδιο όμιλο ή βάσει συμμετοχής της στο εταιρικό κεφάλαιο η οποία της εξασφαλίζει τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στη συνέλευση ή/και στα όργανα λήψεως αποφάσεων που λειτουργούν στο εσωτερικό του εργοδότη, μπορεί να υποχρεώσει τον εργοδότη αυτόν να λάβει απόφαση για τον σχεδιασμό ή για την πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων.

Επιπλέον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην ως άνω έννοια εμπίπτουν επίσης περιπτώσεις κατά τις οποίες μια επιχείρηση, μολονότι δεν διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων περί του οποίου έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει καθοριστική επιρροή, κατά την έννοια της σκέψεως 31 της παρούσας αποφάσεως, η οποία εκδηλώνεται με τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών εντός των εταιρικών οργάνων, τούτο δε, μεταξύ άλλων, λόγω της διασποράς του εταιρικού κεφαλαίου του εργοδότη, της σχετικά χαμηλής συμμετοχής των εταίρων στις συνελεύσεις ή της υπάρξεως συμφωνιών μεταξύ εταίρων στο εσωτερικό του εργοδότη.

Αφετέρου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία της αρχής της ασφάλειας δικαίου, κριτήρια που αντλούνται από αμιγώς πραγματικές καταστάσεις, όπως το κριτήριο της υπάρξεως κοινού περιουσιακού συμφέροντος μεταξύ του εργοδότη και της άλλης επιχειρήσεως ή το κριτήριο του «καλώς εννοούμενου συμφέροντος της ίδιας της επιχειρήσεως να τηρήσει τις υποχρεώσεις ενημερώσεως, διαβουλεύσεως και κοινοποιήσεως που προβλέπει η οδηγία 98/59», περί του οποίου έκανε λόγο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις της, δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη καταστάσεως στην οποία μια επιχείρηση ελέγχει τον εργοδότη, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59.

(βλ. σκέψεις 29, 40-42, 45 και διατακτ.)