Language of document : ECLI:EU:T:2018:842

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 27ης Νοεμβρίου 2018 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – ΕΥΕΔ – Διορισμός – Θέση του επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Αιθιοπία – Απόφαση περί μη παρατάσεως του διορισμού – Συμφέρον της υπηρεσίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Ίση μεταχείριση»

Στην υπόθεση T‑315/17,

Chantal Hebberecht, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, κάτοικος Fourmies (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον B. Maréchal, δικηγόρο,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), εκπροσωπούμενης από τους S. Marquardt και R. Spac,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της ΕΥΕΔ, κοινοποιηθείσας στην προσφεύγουσα-ενάγουσα στις 3 Φεβρουαρίου 2017, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς της κατά της αποφάσεως της ΕΥΕΔ να μην παρατείνει τον διορισμό της στη θέση της επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Αιθιοπία και, αφετέρου, την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υποστηρίζει ότι υπέστη η προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, P. Nihoul (εισηγητή) και J. Svenningsen, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Μαΐου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα-ενάγουσα [στο εξής: προσφεύγουσα], Chantal Hebberecht, είναι υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ). Την 1η Σεπτεμβρίου 2013, διορίστηκε επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Αιθιοπία, για περίοδο τεσσάρων ετών.

2        Με σημείωμα της ΕΥΕΔ της 22ας Μαρτίου 2016, οι υπάλληλοι της ΕΥΕΔ που υπηρετούσαν στις αντιπροσωπείες τις οποίες αφορούσε η εναλλαγή προσωπικού που έπρεπε να πραγματοποιηθεί το 2017 ή το 2018 ενημερώθηκαν για τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση για πρόωρη εναλλαγή ή για παράταση του διορισμού τους. Με το σημείωμα αυτό διευκρινιζόταν ότι η αίτηση θα γινόταν δεκτή μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες, λαμβανομένου υπόψη του συμφέροντος της υπηρεσίας.

3        Στις 15 Απριλίου 2016, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση παρατάσεως, υποστηρίζοντας ότι επιθυμούσε να αξιοποιήσει την πείρα της στην Αιθιοπία για ένα πέμπτο έτος, πριν από τη συνταξιοδότησή της την 1η Σεπτεμβρίου 2018.

4        Με απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) της ΕΥΕΔ απέρριψε την αίτηση αυτή, επισημαίνοντας ότι, «χάριν της διασφαλίσεως της τακτικής εναλλαγής των επικεφαλής της αντιπροσωπείας, εφαρμόστηκε εν γένει μια σαφής πολιτική κινητικότητας μετά από μια θητεία τεσσάρων ετών κατ’ ανώτατο όριο».

5        Με σημείωμα της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, η προσφεύγουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, καταχωρισθείσα στις 30 Σεπτεμβρίου 2016. Προς στήριξη της εν λόγω διοικητικής ενστάσεως, υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει από νομικής απόψεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας, τη συνέχεια της υπηρεσίας, τη διαφάνεια, την ίση μεταχείριση και την τήρηση των μέτρων θετικής διακρίσεως υπέρ των γυναικών. Κατά την προσφεύγουσα:

–        το συμφέρον της υπηρεσίας είναι να διατηρηθεί η ορθή διαχείριση της αντιπροσωπείας, υπό τη διεύθυνση ενός πεπειραμένου επικεφαλής αντιπροσωπείας· η προσφεύγουσα διαθέτει την πείρα και τις σχέσεις που είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η σταθερότητα της Αιθιοπίας και να παύσει η μεταναστευτική ροή, και τούτο προς το συμφέρον της Ένωσης·

–        η αναχώρησή της θα διατάρασσε, σε επίπεδο διοίκησης, τη συνέχεια της υπηρεσίας που διασφαλίζεται από την ΕΥΕΔ·

–        ουδεμία εξήγηση της δόθηκε σχετικά με την άρνηση της παρατάσεως·

–        η αίτησή της υποβλήθηκε στο ίδιο πνεύμα με άλλες, οι οποίες όμως έγιναν δεκτές·

–        αν η ληφθείσα απόφαση είχε αυτό το περιεχόμενο, η παράτασή της θητείας της στη θέση του επικεφαλής αντιπροσωπείας, ως γυναίκας με βαθμό AD 14, θα συνιστούσε υποδειγματικό μέτρο θετικής διακρίσεως.

6        Με απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2017, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 3 Φεβρουαρίου 2017 (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως), ο γενικός γραμματέας της ΕΥΕΔ, υπό την ιδιότητά του ως ΑΔΑ, απέρριψε την ένσταση. Κατά την ΑΔΑ:

–        η Διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως των αναγκών που συνδέονται με το συμφέρον της υπηρεσίας· το συμφέρον αυτό επιβάλλει την τακτική κινητικότητα του προσωπικού των αντιπροσωπειών, ιδίως όσον αφορά τους επικεφαλής των αντιπροσωπειών αυτών· άνευ προβλεψιμότητας και αυτοματισμού, η αποτελεσματικότητα της εναλλαγής του προσωπικού θα διακυβευόταν· η κατάσταση στην Αιθιοπία δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «εξαιρετική»· οι προσωπικοί λόγοι δεν αποτελούν βάσιμο λόγο προκειμένου να επιτραπεί παρέκκλιση·

–        η συνέχεια της υπηρεσίας διασφαλίζεται από την ΕΥΕΔ, παρουσία του αναπληρωτή επικεφαλής της αντιπροσωπείας·

–        η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ως σαφή, έστω και συνοπτική, δικαιολογητική βάση την πολιτική της ΕΥΕΔ να διασφαλίζει την τακτική κινητικότητα του προσωπικού·

–        η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι υφίσταται αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη διαφοροποίηση σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο·

–        εν απουσία υποχρεώσεως προς τούτο, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η προσφεύγουσα ήταν γυναίκα για να εξετάσει την ζητηθείσα παράταση, δεδομένου ότι η παράταση αυτή πρέπει να δικαιολογείται αποκλειστικώς από το συμφέρον της υπηρεσίας.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

7        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Μαΐου 2017, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή].

8        Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

9        Οι διάδικοι αγόρευσαν κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαΐου 2018.

10      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

–        να ακυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως·

–        να υποχρεώσει την ΕΥΕΔ να καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, ένα κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 250 000 ευρώ, επικουρικώς, 200 000 ευρώ ή, έτι επικουρικότερον, 150 000 ευρώ, 100 000 ευρώ ή 50 000 ευρώ·

–        να καταδικάσει την ΕΥΕΔ στα δικαστικά έξοδα.

Η ΕΥΕΔ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της προσβαλλομένης πράξεως

11      Με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, η προσφεύγουσα ζητεί να ακυρώσει την «απόφαση η οποία ελήφθη από την [ΑΔΑ] της [ΕΥΕΔ] [Ares(2017) 615970 – 03/02/2017] όσον αφορά την απόρριψη της αιτήσεως περί παρατάσεως κατά ένα έτος της αποστολής [της] […] ως Επικεφαλής της Αντιπροσωπείας της ΕΕ στην Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Αιθιοπίας».

12      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η πράξη που προσδιορίζεται με αυτόν τον τρόπο από την προσφεύγουσα, μέσω του αριθμού που έλαβε στη βάση δεδομένων Ares, αντιστοιχεί στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως.

13      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία εφαρμοζόμενη στις υπαλληλικές υποθέσεις της Ένωσης, η διοικητική ένσταση, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, και η ρητή ή σιωπηρή απόρριψή της αποτελούν συστατικό μέρος μιας σύνθετης διαδικασίας και συνιστούν απλώς προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή, ακόμη και αν τύποις βάλλει κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, έχει ως αποτέλεσμα να υποβληθεί στην κρίση του δικαστή η βλαπτική πράξη κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1989, Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψεις 7 και 8), εκτός από την περίπτωση που η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως έχει διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση αυτή (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2006, Staboli κατά Επιτροπής, T‑281/04, EU:T:2006:334, σκέψη 26).

14      Πράγματι, κάθε απόφαση απορριπτική διοικητικής ενστάσεως, είτε ρητή είτε σιωπηρή, όταν είναι σαφής και αμιγής, απλώς επιβεβαιώνει την πράξη ή την παράλειψη για την οποία παραπονείται ο ενιστάμενος και δεν συνιστά, μεμονωμένως λαμβανομένη, πράξη δεκτική προσβολής, οπότε τα αιτήματα που στρέφονται κατά της αποφάσεως αυτής που δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο έναντι της αρχικής αποφάσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι στρέφονται κατά της αρχικής πράξεως. Μια ρητή απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, μπορεί να μην έχει χαρακτήρα επιβεβαιωτικό της πράξεως την οποία προσβάλλει ο προσφεύγων. Τούτο συμβαίνει όταν η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως περιέχει επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος βάσει νέων νομικών και πραγματικών στοιχείων ή όταν τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως συνιστά πράξη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως, και μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί βλαπτική πράξη η οποία αντικαθιστά την προσβαλλόμενη (βλ. αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2017, Skareby κατά ΕΥΕΔ, T‑585/16, EU:T:2017:613, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

15      Εν προκειμένω, η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως απλώς επικυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι δεν τροποποιεί το διατακτικό της ούτε περιέχει επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος σε συνάρτηση με νέα νομικά ή πραγματικά περιστατικά. Το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή για τη λήψη της αποφάσεως επί της διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας παρέσχε, σε απάντηση των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα με τη διοικητική ένσταση, ορισμένες διευκρινίσεις σε σχέση με το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως αποτελεί αυτοτελή βλαπτική για την προσφεύγουσα πράξη (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Birkhoff, T-377/08 P, EU:T:2009:485, σκέψεις 55 και 56, και της 14ης Νοεμβρίου 2013, Ευρωπόλ κατά Kalmár, T-455/11 P, EU:T:2013:595, σκέψη 41).

16      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο, πρέπει να θεωρηθεί ότι το ακυρωτικό αίτημα προβάλλεται μόνον κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, της οποίας η νομιμότητα πρέπει πάντως να εξετασθεί λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που παρατίθεται στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, HQ/OCVV, T-592/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:897, σκέψη 21).

 Επί του ακυρωτικού αιτήματος

17      Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, αφορώντες, ο πρώτος, την προσβολή του συμφέροντος και της συνέχειας της υπηρεσίας, ο δεύτερος, παράβαση της υποχρεώσεως διαφάνειας και, ο τρίτος, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του συμφέροντος και της συνέχειας της υπηρεσίας

18      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως διαιρείται σε δύο σκέλη που αφορούν, αντιστοίχως, το συμφέρον και τη συνέχεια της υπηρεσίας.

–       Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά το συμφέρον της υπηρεσίας

19      Με το πρώτο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το συμφέρον της υπηρεσίας το οποίο επέβαλλε, κατ’ αυτήν, να της χορηγηθεί η παράταση την οποία είχε ζητήσει.

20      Προς στήριξη της απόψεώς της προβάλλει τέσσερα επιχειρήματα.

21      Κατ’ αρχάς, ισχυρίζεται ότι δεν έπρεπε να διαταραχθεί η λειτουργία μιας αντιπροσωπείας που, υπό τη διεύθυνσή της, λειτουργούσε με υψηλή αποδοτικότητα και ζήλο.

22      Εν συνεχεία, υποστηρίζει ότι έπρεπε να εξακολουθήσει να υπάρχει στην Αιθιοπία μια πλήρως λειτουργική αντιπροσωπεία λόγω των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν από την Ένωση στην εν λόγω χώρα και των κινδύνων που προκαλούσαν, για την Ένωση, οι πιθανότητες τοπικής ή περιφερειακής αποσταθεροποιήσεως δυνάμενης να προκαλέσει μια νέα μεταναστευτική κρίση.

23      Περαιτέρω, η προσφεύγουσα φρονεί ότι πληρούσε με ιδανικό τρόπο τις απαιτήσεις που επέβαλλαν οι ανάγκες της υπηρεσίας: εμπειρία κτηθείσα στη διπλωματική κονίστρα, ιδίως στον τομέα της αναπτυξιακής βοήθειας· γνώσεις κτηθείσες σε σχέση με την εν λόγω χώρα και την εν λόγω περιοχή· σχέσεις εμπιστοσύνης και σεβασμού με τις τοπικές αρχές· πρόσβαση σε ευαίσθητα δεδομένα κατόπιν της εντάξεώς της σε καλώς ενημερωμένους κύκλους.

24      Τέλος, επισημαίνει ότι η μη αποδοχή του αιτήματος παρατάσεως θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως πράξη κακής διαχειρίσεως των δημόσιων πόρων και ότι το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε πολλά κράτη μέλη από τα ακροδεξιά κόμματα που αντιτίθενται στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

25      Τα επιχειρήματα αυτά αμφισβητούνται από την ΕΥΕΔ.

26      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προσβάλλει μια απόφαση που ελήφθη ως προς την ίδια στο πλαίσιο της πολιτικής της κινητικότητας την οποία εφαρμόζει η ΕΥΕΔ και η οποία συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, την εκ περιτροπής μετακίνηση κάθε μέλους του προσωπικού, ανά τετραετία – η δε πολιτική αυτή στηρίζεται στις ακόλουθες πράξεις:

–        το άρθρο 2 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, κατά το οποίο γίνεται περιοδική μετάθεση των υπαλλήλων που υπηρετούν σε τρίτες χώρες κατ’ εφαρμογήν μιας ειδικής διαδικασίας, καλούμενης «διαδικασία κινητικότητας»·

–        το άρθρο 6, παράγραφος 10, της αποφάσεως 2010/427/ΕΕ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για τον καθορισμό της οργάνωσης και της λειτουργίας της [ΕΥΕΔ] (ΕΕ 2010, L 201, σ. 30), κατά το οποίο «ο ύπατος εκπρόσωπος θεσπίζει τους κανόνες για την κινητικότητα προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι τα μέλη του προσωπικού της ΕΥΕΔ διατηρούν υψηλό βαθμό κινητικότητας»·

–        τον «EU Delegations’ guide» (οδηγό για τις αντιπροσωπείες της ΕΕ), που προβλέπει ότι ο διορισμός σε αντιπροσωπεία συνήθως διαρκεί τέσσερα έτη και ότι το προσωπικό έχει τη δυνατότητα να ζητήσει παράταση ή πρόωρη συνταξιοδότηση, εξυπακούεται όμως ότι οι παρεκκλίσεις αυτές χωρούν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες και να λαμβάνουν υπόψη το συμφέρον της υπηρεσίας.

27      Σε σχέση με την πολιτική αυτή της εναλλαγής προσωπικού, πρέπει να τονισθεί ότι, κατά τη νομολογία, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς την οργάνωση των υπηρεσιών τους σε συνάρτηση με την αποστολή που τους έχει ανατεθεί καθώς και ως προς τον διορισμό, για τις ανάγκες της εν λόγω αποστολής, του προσωπικού που έχουν στη διάθεσή τους, υπό την προϋπόθεση, όμως, αφενός, ότι ο διορισμός αυτός γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, αφετέρου, ότι τηρείται η ισοτιμία των θέσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 1988, Hecq κατά Επιτροπής, 19/87, EU:C:1998:165, σκέψη 6, και της 19ης Οκτωβρίου 2017, Bernaldo de Quiros κατά Επιτροπής, T-649/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:736, σκέψη 22).

28      Στο πλαίσιο του ελέγχου που ασκεί επί των αποφάσεων που αφορούν την οργάνωση των υπηρεσιών, το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται προσφυγής, πρέπει να εξετάζει εάν η ΑΔΑ ενήργησε εντός εύλογων και θεμιτών ορίων και δεν έκανε χρήση της διακριτικής της ευχέρειας κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, T‑223/99, EU:T:2000:292, σκέψη 53, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2004, Soubies κατά Επιτροπής, T-325/02, EU:T:2004:271, σκέψη 50).

29      Προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης, η προσφεύγουσα πρέπει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία να ανατρέπουν τις εκτιμήσεις της διοικήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 24ης Απριλίου 2013, Demeneix κατά Επιτροπής, F-96/12, EU:F:2013:52, σκέψη 45 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Εν προκειμένω, είναι προφανές ότι η απαίτηση αυτή δεν τηρήθηκε, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα εξέθεσε τις απόψεις της σχετικά με το συμφέρον της υπηρεσίας χωρίς να αμφισβητήσει με πειστικό τρόπο τις εκτιμήσεις της ΕΥΕΔ, εκτιμήσεις των οποίων την αξιοπιστία δεν κατόρθωσε να κλονίσει.

31      Ως εκ τούτου, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, η ΕΥΕΔ έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι η αντιπροσωπεία θα εξακολουθήσει να λειτουργεί προσηκόντως υπό τη διεύθυνση ενός νέου επικεφαλής αντιπροσωπείας διορισθέντος επί τη βάσει, μεταξύ άλλων, των διοικητικών ικανοτήτων του.

32      Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, η ΕΥΕΔ έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι οι δυσκολίες οι οποίες αντιμετωπίζονταν στην εν λόγω χώρα ή στην εν λόγω περιοχή δεν διέφεραν, ως προς τη φύση τους, ή ως προς την έντασή τους, από αυτές που αντιμετωπίζονταν σε άλλα μέρη, χωρίς αυτό να εμποδίζει κατ’ ανάγκην την άσκηση της πολιτικής της εναλλαγής προσωπικού, εξυπακουομένου ότι οι δυσκολίες αυτές μπορούσαν να αντιμετωπισθούν, κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό, από άλλο διπλωμάτη, ο οποίος έχει επιλεγεί με κριτήριο την πείρα και τις γνώσεις που απαιτούνται για την ανάληψη τέτοιων καθηκόντων σε αυτού του είδους την αντιπροσωπεία.

33      Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα, η ΕΥΕΔ έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι κάθε επικεφαλής αντιπροσωπείας που υπηρετεί στη θέση αυτή επί σειρά ετών έπρεπε οπωσδήποτε να διαθέτει τα προσόντα που επεσήμανε η προσφεύγουσα και ότι η αποδοχή του αιτήματος παρατάσεως επί της βάσεως αυτής θα καθιστούσε αδύνατη, ή σχεδόν αδύνατη, την άσκηση της πολιτικής της εναλλαγής προσωπικού, σε αυτό το επίπεδο ευθύνης.

34      Όσον αφορά το τελευταίο επιχείρημα, η ΕΥΕΔ έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι η τακτική κινητικότητα εντός του οργανισμού της, μεταξύ δε άλλων και στη συγκεκριμένη αντιπροσωπεία, συνέβαλλε στη χρηστή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών και στην ενίσχυση της εικόνας της Ένωσης, δεδομένου ότι ευθυγραμμιζόταν με την πρακτική που ακολουθούνταν συναφώς στα κράτη μέλη.

35      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημαίνει η ΕΥΕΔ, η κινητικότητα αποτελεί πάγια αρχή στο πλαίσιο της οργανώσεως των διπλωματικών υπηρεσιών, με σκοπό την αποφυγή της υπέρμετρης εγγύτητας, η οποία ενδέχεται να προέλθει από την υπερβολικά μακρά παραμονή, μεταξύ των διπλωματών και των αρχών, φορέων και κύκλων με επιρροή στις χώρες διαπιστεύσεως.

36      Δεδομένου ότι οι εξηγήσεις αυτές είναι εύλογες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η εκτίμηση της ΕΥΕΔ δεν ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και, ως εκ τούτου, αυτό το πρώτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά τη συνέχεια της υπηρεσίας

37      Κατά την προσφεύγουσα, η συνέχεια της υπηρεσίας επέβαλλε να της δοθεί η ζητηθείσα παράταση, στο μέτρο που ο αριθμός των αναχωρήσεων που είχαν αναγγελθεί στην αντιπροσωπεία μπορούσε να την αποσταθεροποιήσει, ελλείψει του ισχυρού αντερείσματος το οποίο θα αποτελούσε η διατήρηση του επικεφαλής της αντιπροσωπείας.

38      Η θέση αυτή αμφισβητείται από την ΕΥΕΔ.

39      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το συμφέρον της υπηρεσίας απαιτεί να μην υπάρχει διακοπή στη συνέχειά της (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, PF κατά Επιτροπής, T-617/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:829, σκέψη 100 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και, ως εκ τούτου, ο έλεγχος να πρέπει να αφορά επίσης την ύπαρξη ενδεχόμενης πρόδηλης πλάνης η οποία η οποία αίρει τον εύλογο χαρακτήρα των εκτιμήσεων της ΑΔΑ (βλ. νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 28 και 29 ανωτέρω).

40      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι, πέραν της δικής της αναχωρήσεως, είχε προβλεφθεί στο πλαίσιο της εναλλαγής προσωπικού για το 2017 η αναχώρηση πέντε ακόμη προσώπων σε σημαντικές θέσεις, ήτοι, αφενός, από το προσωπικό της ΕΥΕΔ, της βοηθού της, του προϊσταμένου διοικήσεως και του προϊσταμένου του τμήματος πολιτικής και, αφετέρου, από το προσωπικό της Γενικής Διεύθυνσης Διεθνούς Συνεργασίας και Ανάπτυξης, του προϊσταμένου συνεργασίας και του προϊσταμένου του τμήματος «αγροτικής ανάπτυξης και ασφάλειας τροφίμων».

41      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ανανέωση του προσωπικού είναι σύμφυτη με την κινητικότητα και δεν θίγει, αφ’ εαυτού, τη συνέχεια της υπηρεσίας, δεδομένου ότι η συνέχεια αυτή διασφαλίζεται μέσω της συνεννοήσεως μεταξύ του αποχωρούντος προσωπικού, του εναπομένοντος προσωπικού και του νέου προσωπικού, που επιλέγεται, ιδίως, βάσει των γνώσεων και της εμπειρίας που διαθέτει για το είδος της συγκεκριμένης θέσεως εργασίας.

42      Το επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν αναιρεί την αξιοπιστία των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η ΕΥΕΔ, δεδομένου ότι αυτή η τελευταία έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι, εν προκειμένω, η συνέχεια θα διασφαλιζόταν, στο πλαίσιο της συνεννοήσεως αυτής, πρώτον, με τη διατήρηση του αναπληρωτή επικεφαλής της αντιπροσωπείας που υπηρετούσε ήδη δύο έτη και επρόκειτο να παραμείνει άλλα δύο έτη, δεύτερον, με την άφιξη ενός νέου προϊσταμένου του τμήματος πολιτικής διαθέτοντος τις γνώσεις και την πείρα που απαιτούνταν και, τρίτον, με την αναγραφή της θέσεως του επικεφαλής αντιπροσωπείας στον κατάλογο των θέσεων προς πλήρωση στο πλαίσιο της εναλλαγής προσωπικού για το 2017 ούτως ώστε η θέση αυτή να μην παραμένει ποτέ κενή.

43      Κατά τον ίδιο τρόπο, η ΕΥΕΔ έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, προκειμένου να διασφαλισθεί μεσοπρόθεσμα η συνέχεια της υπηρεσίας, ήταν σκόπιμο να διορισθεί ο νέος επικεφαλής της αντιπροσωπείας το 2017, ούτως ώστε να παρασχεθεί στην ομάδα η δυνατότητα να αναλύσει, υπό τη νέα αυτή ηγεσία, τις διαγραφόμενες στη χώρα εξελίξεις μετά τις εκλογές που επρόκειτο να μεσολαβήσουν.

44      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, δεδομένου ότι ουδεμία πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διαπιστώθηκε, το σκέλος σχετικά με τη συνέχεια της υπηρεσίας πρέπει να απορριφθεί όπως και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του, δεδομένου ότι και τα δύο σκέλη που τον αποτελούν απορρίφθηκαν,.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως διαφάνειας

45      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι κανόνες περί διαφάνειας δεν τηρήθηκαν, δεδομένου ότι ουδεμία πραγματική εξήγηση της δόθηκε πλην της δηλώσεως που της ανακοινώθηκε προφορικά, σύμφωνα με την οποία η πολιτική της κινητικότητας δεν επιδέχεται εξαιρέσεις, δήλωση η οποία, εξάλλου, είναι εσφαλμένη λαμβανομένων υπόψη άλλων περιπτώσεων στις οποίες έγιναν δεκτές ορισμένες εξαιρέσεις.

46      Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξεως (βλ. αποφάσεις της 1ης Μαρτίου 2017, Silvan κατά Επιτροπής, T-698/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:131, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 19ης Ιουλίου 2017, Κοινοβούλιο κατά Meyrl, T‑699/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:524, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, έχει σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι βάσιμη ή αν είναι ενδεχομένως πλημμελής και, ως εκ τούτου, μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, και, αφετέρου, να παράσχει τη δυνατότητα στον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξεως αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2017, LP κατά Ευρωπόλ, T‑719/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:7, σκέψη 17).

48      Εν προκειμένω, η ΕΥΕΔ εξέθεσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η άρνησή της να δώσει παράταση βασίστηκε στην ανάγκη να διασφαλισθεί η τακτική εναλλαγή των επικεφαλής αντιπροσωπείας, δεδομένου ότι μετά από θητεία τεσσάρων ετών κατ’ ανώτατο όριο στην ίδια θέση ακολουθείται εν γένει μια σαφής πολιτική κινητικότητας.

49      Η αιτιολογία αυτή επανελήφθη και αναπτύχθηκε με λεπτομέρεια στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, τα δε προβληθέντα από την προσφεύγουσα επιχειρήματα εξετάσθηκαν εμπεριστατωμένα με την αιτιολογία αυτή, όπως προκύπτει από τη σκέψη 6 ανωτέρω.

50      Κατά τα λοιπά, το επιχείρημα που αντλείται από τον εσφαλμένο χαρακτήρα της αιτιολογίας ταυτίζεται με τον λόγο ακυρώσεως σχετικά με την ίση μεταχείριση, ο οποίος εξετάζεται κατωτέρω.

51      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

52      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως υποδιαιρείται σε τρία σκέλη.

–       Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά φυλετικές διακρίσεις εις βάρος της προσφεύγουσας

53      Με το πρώτο σκέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η απόρριψη της αιτήσεώς της στηρίχθηκε σε διάκριση λόγω αντισημιτισμού.

54      Ανεξαρτήτως του γενικόλογου χαρακτήρα των ισχυρισμών αυτών, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ απαιτεί, επί ποινή απαραδέκτου, να έχει ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος προβάλλεται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ούτως ώστε η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να ήταν σε θέση να γνωρίζει τις αιτιάσεις του ενδιαφερομένου κατά της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, T‑476/11 P, EU:T:2013:557, σκέψεις 71 και 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55      Εν προκειμένω, στη διοικητική της ένσταση, η προσφεύγουσα ουδεμία μνεία έκανε των υπονοιών της περί αντισημιτισμού. Εξάλλου, δεν προέβαλε ότι περιστάσεις που προέκυψαν μετά τη διοικητική ένσταση θα μπορούσαν να δώσουν λαβή για υπόνοιες περί εις βάρος της διακρίσεως.

56      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

–       Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αφορά τη χορήγηση παρατάσεως σε άλλους επικεφαλής αντιπροσωπείας

57      Με το δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η ΕΥΕΔ έχει παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως απορρίπτοντας τη χορήγηση παρατάσεως στην ίδια, αλλά χορηγώντας την σε άλλους επικεφαλής αντιπροσωπείας που βρίσκονταν, ωστόσο, σε παρόμοια κατάσταση.

58      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση διασφαλίσεως της ίσης μεταχειρίσεως συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, C-550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

59      Κατά τη νομολογία, η αρχή αυτή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, C-550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Η αρχή αυτή δεν παραβιάζεται από διαφορές που είναι δικαιολογημένες επί τη βάσει ενός αντικειμενικού και εύλογου κριτήριου, όταν υφίσταται αναλογία μεταξύ των διαφορών αυτών και του σκοπού που επιδιώκεται μέσω της εν λόγω διαφοροποιήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2004, Afari κατά ΕΚΤ, T-11/03, EU:T:2004:77, σκέψη 65, και της 23ης Ιανουαρίου 2007, Chassagne κατά Επιτροπής, F-43/05, EU:F:2007:14, σκέψη 91).

61      Στην επιχειρηματολογία της, η ΕΥΕΔ επισημαίνει ότι οι αποφάσεις σχετικά με τις παρατάσεις στηρίζονται στο συμφέρον της υπηρεσίας, δεδομένου ότι είναι δύσκολο η αρχή της ισότητας να εφαρμοστεί επ’ αυτών, καθότι οι συγκρίσεις καθίστανται πολύπλοκες από τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των χωρών.

62      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η εν λόγω αρχή είναι γενικής ισχύος και εφαρμόζεται στις πράξεις που εκδίδει η ΑΔΑ στο πλαίσιο του ΚΥΚ κάθε φορά που είναι δυνατή η σύγκριση μεταξύ των καταστάσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2006, Buendia Sierra κατά Επιτροπής, T-311/04, EU:T:2006:329, σκέψη 130).

63      Η εφαρμογή της, καθ’ εαυτήν, δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι οι αποφάσεις που αφορούν τις αιτήσεις παρατάσεως έχουν ως έρεισμα το συμφέρον της υπηρεσίας, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ των αντικειμενικών και εύλογων κριτηρίων που μπορούν να δικαιολογήσουν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ μονίμων υπαλλήλων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2006, De Smedt κατά Επιτροπής, F-59/05, EU:F:2006:105, σκέψη 76).

64      Από τα έγγραφα που υποβλήθηκαν από τους διαδίκους και από τις ανταλλαγές επιχειρημάτων που διεξήχθησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι, ακόμα και αν δεν είναι ευχερής, εντούτοις είναι εφικτή η σύγκριση μεταξύ των απαντήσεων στις αιτήσεις παρατάσεως, διότι η ΕΥΕΔ προβαίνει η ίδια σε μια τέτοια σύγκριση στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, φροντίζοντας να επισημάνει για ποιο λόγο οι επικεφαλής των αντιπροσωπειών τους οποίους αναφέρει η προσφεύγουσα βρίσκονταν σε διαφορετικές καταστάσεις από τη δική της.

65      Ως εκ τούτου, η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως αναλύει τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα σχετικά με τις τέσσερις αιτήσεις που έγιναν δεκτές, μολονότι τα εν λόγω πρόσωπα βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση με τη δική της υπό το πρίσμα της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και της πολιτικής αστάθειας που επικρατούσε στη χώρα διαπιστεύσεως.

66      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να εξεταστεί βάσει της νομολογίας που παρέχει στη Διοίκηση ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για να αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ο δε δικαστής της Ένωσης πρέπει ως εκ τούτου να εξακριβώσει, κατά τον έλεγχό του, εάν συνέτρεξε αυθαίρετη διάκριση ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Pleijte κατά Επιτροπής, F-91/08, EU:F:2010:13, σκέψη 58).

67      Από την ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ των διαδίκων προκύπτει ότι, από τους φακέλους που επικαλείται η προσφεύγουσα, δύο αιτήσεις αφορούν το έτος της εναλλαγής προσωπικού κατά τη διάρκεια του οποίου υποβλήθηκε από την προσφεύγουσα η αίτηση παρατάσεως, ήτοι το έτος 2017.

68      Σε μία περίπτωση, η παράταση χορηγήθηκε, σύμφωνα με την ΕΥΕΔ, προκειμένου να διατηρηθεί ένας διπλωμάτης στη θέση του για τη συνήθη διάρκεια υπηρεσίας στην αλλοδαπή, ήτοι τέσσερα έτη, δεδομένου ότι είχε διοριστεί στη θέση αυτή αρχικώς για περίοδο μη υπερβαίνουσα τα τρία έτη, καθώς επρόκειτο για διορισμό σε «δύσκολη» χώρα. Στην υπόθεση εκείνη, η ΕΥΕΔ επιθυμούσε να εναρμονιστεί η διάρκεια του διορισμού του προσώπου αυτού προς την ακολουθούμενη στην υπηρεσία πρακτική, ήτοι για διάρκεια κατά τέσσερα έτη κατ’ ανώτατον όριο. Για την ΕΥΕΔ, η εν λόγω κατάσταση διαφέρει από εκείνη της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι αυτή είχε διοριστεί για διάρκεια τεσσάρων ετών στη θέση του επικεφαλής της αντιπροσωπείας.

69      Στην άλλη περίπτωση, η απόφαση δικαιολογούνταν, σύμφωνα με την ΕΥΕΔ, από την ανάγκη να παραμείνει τη θέση του ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας ούτως ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στην ομάδα να παρακολουθήσει υπό τη διεύθυνσή του τις εξελίξεις σε σχέση με τη διεξαγωγή εκλογών στη χώρα διαπιστεύσεως.

70      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι εκλογές διεξήχθησαν επίσης στη χώρα στην οποία υπηρετούσε, οπότε, για την ταυτότητα του λόγου, η αίτησή της θα έπρεπε να γίνει δεκτή.

71      Σύμφωνα με την ΕΥΕΔ, οι δύο καταστάσεις δεν μπορούν εντούτοις να συγκριθούν, καθώς οι εκλογές που ελήφθησαν υπόψη στις αποφάσεις δεν είχαν διεξαχθεί κατά τον ίδιο χρόνο σε σχέση με την αναχώρηση του επικεφαλής της αντιπροσωπείας. Στη χώρα όπου η παράταση χορηγήθηκε, διεξήχθησαν πριν την εναλλαγή προσωπικού, πράγμα που καθιστούσε ευκταία τη διατήρηση του προϊσταμένου αντιπροσωπείας στη θέση του για την ανάλυση των μετέπειτα εξελίξεων. Τα πράγματα είχαν άλλως στη χώρα όπου είχε τοποθετηθεί η προσφεύγουσα, στην οποία οι εκλογές έπονταν της αναχωρήσεως του επικεφαλής της αντιπροσωπείας, γεγονός που καθιστούσε προτιμότερη την άμεση αλλαγή, καθώς η ομάδα ήταν τότε σε θέση να παρακολουθήσει την όλη διαδικασία καθοδηγούμενη υπό νέα διεύθυνση.

72      Με τα δικόγραφά της, η προσφεύγουσα αναλύει ακόμη άλλες δύο περιπτώσεις στις οποίες, κατ’ αυτήν, χορηγήθηκε παράταση κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

73      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω περιπτώσεις αφορούσαν προηγούμενα έτη εναλλαγής προσωπικού, με αποτέλεσμα ότι οι συγκρίσεις, ακόμη και αν εξακολουθούν να είναι εφικτές, εντούτοις είναι λιγότερο άμεσες, διότι οι προτεραιότητες και οι περιορισμοί μπορούν να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου.

74      Σε μία περίπτωση, η παράταση χορηγήθηκε, σύμφωνα με την ΕΥΕΔ, διότι η αντιπροσωπεία, αντιθέτως προς εκείνη της οποίας είναι επικεφαλής η προσφεύγουσα, δεν προέβλεπε θέση αναπληρωτή επικεφαλής της αντιπροσωπείας. Στην άλλη περίπτωση, η παράταση χορηγήθηκε για να μη συμπέσει η αποχώρηση του επικεφαλής αντιπροσωπείας με αυτήν του επικεφαλής του τμήματος πολιτικής, γεγονός που εκτιμήθηκε ως απευκταίο, καθώς η αντιπροσωπεία απαρτιζόταν από μια μικρή ομάδα, τα δε εναπομένοντα μέλη δεν μπορούσαν να διασφαλίσουν τη συνέχειά της.

75      Σε κανέναν από τους δύο αυτούς φακέλους, ούτε σε εκείνους που εξετάστηκαν ανωτέρω, δεν ελήφθη, εν πάση περιπτώσει, η απόφαση περί χορηγήσεως παρατάσεως προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να ολοκληρώσει τη σταδιοδρομία του στη θέση στην οποία υπηρετούσε, δεδομένου ότι η απόφαση στηρίχθηκε, αντιθέτως, σε αξιολόγηση με γνώμονα το συμφέρον της υπηρεσίας και το όφελος που συνιστούσε η διατήρηση του ενδιαφερομένου εν συγκρίσει προς το πλεονέκτημα που μπορούσε να αντληθεί από την άφιξη ενός νέου διευθυντικού στελέχους.

76      Κατά το Γενικό Δικαστήριο, οι εκτιμήσεις αυτές που διατυπώνονται στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως για να εξηγηθεί η διαφοροποίηση μεταξύ των φακέλων είναι εύλογες, η δε προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να πιθανολογείται ότι συνέτρεξε αυθαίρετη διάκριση ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

77      Όσον αφορά το βάρος που μπορεί να δοθεί στους προσωπικούς λόγους, όπως είναι η επιθυμία του ενδιαφερομένου να ολοκληρώσει τη σταδιοδρομία του σε συγκεκριμένο τόπο, υπενθυμίζεται ότι οι αποφάσεις πρέπει να βασίζονται στο συμφέρον της υπηρεσίας και ότι, ακόμη και αν η αρχή μπορεί να τους λάβει υπόψη της, οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν να υπερισχύσουν έναντι άλλων στοιχείων που θεωρούνται σοβαρότερα υπό το πρίσμα του συμφέροντος αυτού.

78      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται έναντι των γυναικών

79      Με το τρίτο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αίτησή της θα έπρεπε να γίνει δεκτή βάσει του άρθρου 1δ, παράγραφοι 2 και 3, του ΚΥΚ, το οποίο, κατά την Επιτροπή, απαιτεί τη θέσπιση μέτρων που αντισταθμίζουν την υποεκπροσώπηση των γυναικών στις διευθυντικές θέσεις στη δημόσια διοίκηση της Ένωσης.

80      Η θέση αυτή αντικρούεται από την ΕΥΕΔ.

81      Κατά το άρθρο 1δ, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η πλήρης ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία αποτελεί βασικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή όλων των πτυχών του ΚΥΚ.

82      Κατά την ίδια διάταξη, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να διατηρούν ή να θεσπίζουν μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα προς διευκόλυνση της ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας από το υποεκπροσωπούμενο φύλο ή προς πρόληψη ή αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων στην επαγγελματική σταδιοδρομία.

83      Σύμφωνα με το άρθρο 1δ, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, οι ΑΔΑ των θεσμικών οργάνων καθορίζουν, από κοινού, μετά από γνώμη της επιτροπής Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, τα μέτρα και τις δράσεις που αποσκοπούν στην προώθηση της ισότητας των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών στους τομείς που καλύπτονται από τον ΚΥΚ και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ιδίως για την επανόρθωση των ανισοτήτων που θίγουν τις ευκαιρίες των γυναικών στους τομείς που καλύπτονται από τον ΚΥΚ.

84      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, πρώτον, ότι η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών αποτελεί «ουσιώδες» στοιχείο για την εφαρμογή του ΚΥΚ, δεύτερον, ότι η διάσταση αυτή πρέπει να ασκεί επιρροή σε «όλες» τις πτυχές της εφαρμογής αυτής, τρίτον, ότι τα θεσμικά όργανα μπορούν να λαμβάνουν μέτρα για να αντισταθμίζουν την υποεκπροσώπηση των γυναικών σε ορισμένες θέσεις και, τέταρτον, ότι πρέπει να καθορίζουν από κοινού μέτρα ικανά να άρουν τις de facto ανισότητες που επηρεάζουν τις ευκαιρίες των γυναικών.

85      Σύμφωνα με την ΕΥΕΔ, το φύλο δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη στις αποφάσεις για την παράταση του διορισμού σε θέση προϊσταμένου αντιπροσωπείας, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές πρέπει να στηρίζονται, αποκλειστικώς, στο συμφέρον της υπηρεσίας.

86      Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, στην οποία η ΕΥΕΔ επισήμανε ότι, «δεδομένου ότι η παράταση του διορισμού του προσωπικού στην Αντιπροσωπεία υπαγορεύθηκε αποκλειστικώς από το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη το φύλο της για να εξεταστεί η πιθανή παράταση της θητείας της στη θέση αυτή».

87      Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε, επίσης, με την απάντηση της ΕΥΕΔ στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με την οποία η ΕΥΕΔ υπογράμμισε, αφενός, ότι «δεν [υπήρχαν] στοιχεία τα οποία να συνδέουν την πολιτική ισότητας των ευκαιριών και την πολιτική κινητικότητας εντός της ΕΥΕΔ» και, αφετέρου, ότι «η εξέταση μιας τέτοιας αιτήσεως [παρατάσεως] εντασσ[όταν] στο πλαίσιο της πολιτικής για την κινητικότητα και όχι […] της πολιτικής για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών».

88      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της ΕΥΕΔ τόνισε, επαναλαμβάνοντας κατ’ ουσίαν τα ανωτέρω, ότι «η πολιτική κινητικότητας [ήταν] αυτοτελής πολιτική προς την πολιτική για την ισότητα των ευκαιριών». Σε απάντηση των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ΕΥΕΔ διευκρίνισε επίσης ότι «οι αιτήσεις παρατάσεως [είχαν] εξετασθεί υπό το πρίσμα του συμφέροντος της υπηρεσίας σε κάθε επιμέρους περίπτωση, ανεξαρτήτως του εάν ο αιτών [ήταν] άνδρας ή γυναίκα».

89      Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, θεσπίζοντας τις επίμαχες διατάξεις, οι συντάκτες του ΚΥΚ εκδήλωσαν τη βούλησή τους να προσδώσουν στην ισότητα των φύλων, ιδίως στην εκπροσώπηση των γυναικών σε ορισμένα καθήκοντα, μια «ουσιώδη θέση» στο πλαίσιο των αποφάσεων που θέτουν σε εφαρμογή «όλες» τις πτυχές του ΚΥΚ.

90      Τη βούληση αυτή δεν απηχούν οι θέσεις που έλαβε η ΕΥΕΔ η οποία, εξ όσων δήλωσε κατά τη διάρκεια των διοικητικών και των ένδικων διαδικασιών, τόνισε, αντιθέτως, ότι, σε ό, τι την αφορούσε, θεωρούσε τις εκτιμήσεις σχετικά με το φύλο άσχετες προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

91      Η ΕΥΕΔ υποστηρίζει ότι καμία διάταξη δεν της επιβάλλει, στην παρούσα κατάσταση, να αντισταθμίζει την υποεκπροσώπηση των γυναικών σε ορισμένα καθήκοντα, δεδομένου ότι τέτοιες διατάξεις μπορούν να θεσπιστούν μόνον βάσει του άρθρου 1δ, παράγραφοι 2 ή 3, του ΚΥΚ, το οποίο δεν έχει ακόμη τεθεί σε εφαρμογή.

92      Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα είναι να καθορισθεί εάν, εν αναμονή των μέτρων που πρέπει να ληφθούν ως εκ τούτου από τα θεσμικά όργανα, τα όργανα αυτά μπορούν, όπως υποστηρίζει η ΕΥΕΔ, να αποκλείουν από τις αποφάσεις που θέτουν σε εφαρμογή πτυχές του ΚΥΚ τις εκτιμήσεις σχετικά με το φύλο, ιδίως όσον αφορά την εκπροσώπηση των γυναικών σε ορισμένες θέσεις.

93      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο άρθρο 1δ, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, οι συντάκτες του ΚΥΚ δεν εξαγγέλλουν απλώς τη λήψη μέτρων από τα θεσμικά όργανα. Δηλώνουν, επίσης, χωρίς η δήλωση αυτή να συνοδεύεται από οποιαδήποτε προθεσμία ή από οποιαδήποτε αίρεση και χωρίς να εξαρτάται από τη λήψη ορισμένων μέτρων, ότι η ισότητα των φύλων αποτελεί «ουσιώδη» διάσταση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο «όλων» των πτυχών της εφαρμογής του ΚΥΚ.

94      Επομένως, η ΕΥΕΔ, αποκλείοντας την ισότητα των φύλων από τις εκτιμήσεις επί των οποίων στήριξε την έκδοση της αποφάσεως σχετικά με την αίτηση παρατάσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα, μολονότι η διάσταση αυτή έχει ουσιώδη χαρακτήρα, κατά τους συντάκτες του ΚΥΚ, παρέβη τις διατάξεις του ΚΥΚ που επικαλείται η προσφεύγουσα.

95      Η πλάνη αυτή είναι πρόδηλη δεδομένης της αντιθέσεως μεταξύ, αφενός, του αποκλεισμού των σχετικών με το φύλο εκτιμήσεων στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως και, αφετέρου, της ουσιώδους σημασίας την οποία αποδίδουν στις εκτιμήσεις αυτές οι συντάκτες του ΚΥΚ.

96      Εντούτοις, κατά τη νομολογία, η ακύρωση διοικητικής αποφάσεως λόγω πλάνης δεν δικαιολογείται εάν η πλάνη αυτή δεν επηρέασε αποφασιστικά το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Ιουνίου 2015, Navarro κατά Επιτροπής, T-556/14 P, EU:T:2015:368, σκέψη 26).

97      Εν προκειμένω, το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως θα μπορούσε να είναι διαφορετικό εάν η ισότητα των φύλων δεν είχε αποκλειστεί, εξ υπαρχής, από την εκτίμηση στην οποία προέβη η ΕΥΕΔ, μολονότι οι αποφάσεις σχετικά με την οργάνωση των υπηρεσιών της πρέπει να εντάσσονται στο νομικό πλαίσιο που θεσπίζει ο ΚΥΚ.

98      Για τον λόγο αυτόν, πρέπει να γίνει δεκτό το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

99      Η προσφεύγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η ΕΥΕΔ να της καταβάλει λόγω ηθικής βλάβης ένα κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 250 000 ευρώ, επικουρικώς, 200 000 ευρώ ή, έτι επικουρικότερον, 150 000 ευρώ, 100 000 ευρώ ή 50 000 ευρώ.

100    Δυνάμει του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να παρατίθενται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής ή της αγωγής, ενδεχομένως, χωρίς άλλα στοιχεία προς στήριξή της. Για τη διαφύλαξη της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει, προκειμένου μια προσφυγή ή αγωγή να είναι παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων ερείδεται αυτή να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του εισαγωγικού δικογράφου. Όσον αφορά, ειδικότερα, δικόγραφο αγωγής με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημιών οι οποίες φέρονται ότι προκλήθηκαν από θεσμικό όργανο της Ένωσης, το δικόγραφο αυτό πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό της συμπεριφοράς που ο ενάγων προσάπτει στο όργανο, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και τον χαρακτήρα και την έκταση της εν λόγω ζημίας (βλ. διάταξη της 16ης Ιανουαρίου 2004, Arizona Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑369/03 R, EU:T:2004:9, σκέψη 120 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

101    Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι το δικόγραφο της αγωγής δεν πληροί, όσον αφορά τον προσδιορισμό της προβαλλόμενης ζημίας, καθώς και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας αυτής, τις προϋποθέσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

102    Πράγματι, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα στοιχείο για την απόδειξη της υπάρξεως ζημίας, για τον υπολογισμό της εκτάσεώς της ή για την απόδειξη της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας.

103    Επομένως, η παρούσα αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

104    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

105    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η ΕΥΕΔ ηττήθηκε ως προς το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) της 30ής Ιουνίου 2016 περί απορρίψεως της αιτήσεως της ChantalHebberecht να παραταθεί κατά ένα έτος η θητεία της ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Αιθιοπία.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή κατά τα λοιπά.

3)      Καταδικάζει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Pelikánová

Nihoul

Svenningsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Νοεμβρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.