Language of document : ECLI:EU:F:2013:203

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 12ης Δεκεμβρίου 2013

Υπόθεση F‑129/12

CH

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση — Διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί — Πρόωρη καταγγελία της συμβάσεως — Αίτηση αρωγής — Ηθική παρενόχληση»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο CH ζητεί να ακυρωθούν η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2012, περί καταγγελίας της συμβάσεώς του διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού, η απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, περί απορρίψεως της αιτήσεώς του αρωγής, και, καθόσον είναι αναγκαίο, οι αποφάσεις περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων που ασκήθηκαν κατά των αποφάσεων αυτών, καθώς και να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να του καταβάλει αποζημίωση ύψους 120 000 ευρώ.

Απόφαση:      Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2012, περί καταγγελίας της συμβάσεως του CH ως διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού, ακυρώνεται. Η απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, περί απορρίψεως της από 22 Δεκεμβρίου 2011 αιτήσεως αρωγής του CH, ακυρώνεται. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα καταβάλει στον CH το ποσόν των 50 000 ευρώ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο CH.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί — Απόλυση για λόγους που αφορούν τη σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Υποχρέωση ακροάσεως του ενδιαφερόμενου

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2, στοιχείο α΄· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 5α και 139 § 1, στοιχείο δ΄)

2.      Υπάλληλοι — Διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί — Απόλυση για λόγους που αφορούν τη σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Διακριτική ευχέρεια της αρμοδίας για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχής — Περιεχόμενο

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 31 § 1· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 5α και 139 § 1, στοιχείο δ΄)

3.      Υπάλληλοι — Ηθική παρενόχληση — Πηγή της παρενοχλήσεως — Φερόμενος δράστης της παρενοχλήσεως — Mέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — Περιλαμβάνεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α §§ 1 και 2)

4.      Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση — Εφαρμογή στις περιπτώσεις ηθικής παρενοχλήσεως — Υποβολή αιτήσεως αρωγής — Απόλυση συνεπεία της υποβολής της αιτήσεως αρωγής — Αίτηση μη στερούμενη αντικειμένου κατόπιν της καταγγελίας της συμβάσεως του αιτούντος

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 31 § 1· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12α και 24)

5.      Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση — Εφαρμογή σε περιπτώσεις ηθικής παρενοχλήσεως — Εντοπισμός του δράστη της παρενοχλήσεως — Περιεχόμενο της υποχρεώσεως αρωγής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12α και 24· εσωτερικός κανονισμός του Κοινοβουλίου, άρθρο 9 § 2)

6.      Υπαλληλικές προσφυγές — Αγωγή αποζημιώσεως — Ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως που δεν εξασφαλίζει επαρκή αποκατάσταση της ηθικής βλάβης — Επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως

(Άρθρο 340 § 2 ΣΛΕΕ)

1.      Προκειμένου για απόφαση περί απολύσεως διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού λόγω απώλειας της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του, η οποία εκδόθηκε χωρίς ακρόαση του ενδιαφερομένου από την αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του. Η απόφαση περί απολύσεως συνιστά ατομικό μέτρο εις βάρος του ενδιαφερομένου, ο οποίος διαθέτει, επομένως, δικαίωμα ακροάσεως.

(βλ. σκέψεις 33 και 34)

2.      Ως προς το ζήτημα αν η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή, όταν δέχεται εκ μέρους βουλευτού αίτημα με αντικείμενο την καταγγελία συμβάσεως διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού πριν από τη λήξη της, λόγω κλονισμού της σχέσεως εμπιστοσύνης, δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη τον κλονισμό αυτό και να ικανοποιήσει το αίτημα περί απολύσεως, διότι δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την αντιμετώπιση του εν λόγω αιτήματος, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 2, των Μέτρων εφαρμογής του τίτλου VII του Καθεστώτος που διέπει το λοιπό προσωπικό, τα οποία θεσπίσθηκαν με απόφαση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου, ο βουλευτής που ζητεί την καταγγελία της συμβάσεως διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού οφείλει να διευκρινίσει τον/τους λόγο/λόγους καταγγελίας και ότι, κατά το δεύτερο εδάφιο, η εν λόγω αρχή καταγγέλλει τη σύμβαση αφού εξετάσει το σχετικό αίτημα. Επομένως, από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή οφείλει, τουλάχιστον, να εξετάσει τη νομιμότητα του αιτήματος καταγγελίας. Στην αντίθετη περίπτωση, η υποχρέωση του βουλευτή να διευκρινίσει τον/τους λόγο/λόγους καταγγελίας και η υποχρέωση της αρχής να εξετάσει τη νομιμότητα του αιτήματος θα στερούνταν νοήματος.

Επομένως, και ενώ παρέλκει η απόφανση επί της εκτάσεως της εκ μέρους της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής εξετάσεως του αιτήματος δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 2, των Μέτρων εφαρμογής, το γράμμα του άρθρου αυτού επιτάσσει να ελέγχει η αρχή αυτή αν ο λόγος που ενδεχομένως προβάλλεται επ' αυτού παραβιάζει, ως εκ της ουσίας του, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις διατάξεις που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων αυτών.

(βλ. σκέψεις 39 έως 41)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 17 Οκτωβρίου 2006, T‑406/04, Bonnet κατά Δικαστηρίου, σκέψη 52

3.      Τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 12α του ΚΥΚ έχουν εφαρμογή όταν ο δράστης της παρενοχλήσεως είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μολονότι είναι, βεβαίως, αληθές ότι το άρθρο 12α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ εφαρμόζεται μόνο στους υπαλλήλους, είναι επίσης αληθές ότι η δεύτερη παράγραφος της διατάξεως αυτής αναφέρεται στον υπάλληλο που είναι θύμα ηθικής παρενοχλήσεως χωρίς καμία διευκρίνιση ως προς την πηγή της παρενοχλήσεως αυτής. Επομένως, η πρώτη παράγραφος της εν λόγω διατάξεως δεν απαγορεύει, αφ' εαυτής, στο Κοινοβούλιο να ενεργήσει, όταν ο φερόμενος ως δράστης της παρενοχλήσεως είναι μέλος του οργάνου αυτού.

(βλ. σκέψη 51)

4.      H αίτηση αρωγής δεν καθίσταται άνευ αντικειμένου κατόπιν της καταγγελίας της συμβάσεως του αιτούντος. Πράγματι, εάν, πριν από την ημερομηνία καταγγελίας της συμβάσεως, ο αιτών είχε όντως υποστεί παρενόχληση, αυτά τα πραγματικά περιστατικά θα είχαν επέλθει και η καταγγελία της συμβάσεως δεν θα μπορούσε, στην περίπτωση αυτή, να τα εξαλείψει. Το καθήκον αρωγής της Ένωσης δεν παύει, μεταξύ άλλων, να υφίσταται κατά τον χρόνο λήξεως των καθηκόντων του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, καθόσον μια τέτοια ερμηνεία είναι προδήλως ασυμβίβαστη προς τον σκοπό και την έκταση του εν λόγω καθήκοντος. Πράγματι, υπό το πρίσμα του άρθρου 31, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά το οποίο κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του, πρέπει να τονισθεί ότι ο λόγος υπάρξεως του καθήκοντος αρωγής δεν είναι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου αυτού, το συμφέρον του ενδιαφερομένου.

(βλ. σκέψεις 52 και 53)

5.      Το άρθρο 24 του ΚΥΚ τυγχάνει εφαρμογής όταν ο φερόμενος ως δράστης της παρενοχλήσεως είναι βουλευτής. Κατά το γράμμα του άρθρου αυτού, ο σκοπός του είναι να προστατεύσει τους υπαλλήλους κατά των ενεργειών τρίτων. Επειδή οι βουλευτές δεν ανήκουν στο προσωπικό του Κοινοβουλίου, έχουν, σε σχέση με τους υπαλλήλους που είναι θύματα της συμπεριφοράς τους, την ιδιότητα τρίτου. Η εφαρμογή του άρθρου 24 του ΚΥΚ δεν μπορεί να αποκλειστεί ούτε λόγω του γεγονότος ότι το Κοινοβούλιο δεν διαθέτει κανένα μέσο καταναγκασμού έναντι των μελών του. Πράγματι, στο μέτρο που πρόκειται για την προστασία του υπαλλήλου κατά των ενεργειών τρίτων και λαμβανομένου υπόψη ότι τα όργανα, κατ’ αρχήν, δεν διαθέτουν μέσα καταναγκασμού κατά των τρίτων, ο ΚΥΚ προβλέπει καθήκον αρωγής το οποίο καθιστά δυνατό για τη Διοίκηση να παρέχει αρωγή στον υπάλληλο, όταν αυτός αναζητεί προστασία με τα ένδικα βοηθήματα και μέσα του κράτους μέλους στο οποίο διενεργήθηκαν οι επικρινόμενες πράξεις.

Άλλωστε, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, του εφαρμοστέου εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου, η συμπεριφορά των βουλευτών χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό, βασίζεται στις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές, όπως αυτές καθορίζονται με τα θεμελιώδη κείμενα της Ένωσης, και διαφυλάσσει το κύρος του Κοινοβουλίου. Κατά συνέπεια, τίποτε δεν εμποδίζει το Κοινοβούλιο να ζητήσει, με επίκληση της προπαρατεθείσας διατάξεως, από βουλευτή να συνεργαστεί σε διοικητική έρευνα, προκειμένου να ελεγχθεί η φερόμενη ως συνιστώσα παρενόχληση συμπεριφορά του τελευταίου.

Επιπλέον, επιβάλλεται να τονισθεί ότι μια ερμηνεία των άρθρων 12α και 24 του ΚΥΚ σε σχέση με τη ρύθμιση που διέπει τις συμβάσεις των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών κατά την οποία η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή δεν θα μπορούσε ούτε να κινήσει διοικητική έρευνα, προκειμένου να εξετάσει μια περίπτωση ηθικής παρενοχλήσεως της οποίας ο φερόμενος ως δράστης θα ήταν βουλευτής, ούτε να παράσχει αρωγή σε ένα τέτοιο βοηθό κατά των ενεργειών βουλευτή θα στερούσε από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα τα εν λόγω άρθρα και θα απέκλειε οποιαδήποτε μορφή ελέγχου επί της αιτήσεως αρωγής, έστω και περιορισμένου. Η ερμηνεία αυτή έρχεται προδήλως σε αντίθεση προς το άρθρο 31, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ορίζει ρητώς ότι κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του.

(βλ. σκέψεις 55 και 57 έως 59)

6.      Κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση παράνομης πράξεως μπορεί να συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και κατ’ αρχήν επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη, εκτός εάν ο προσφεύγων-ενάγων αποδεικνύει ότι έχει υποστεί ηθική βλάβη η οποία μπορεί να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και δεν είναι δυνατό να αποκατασταθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή.

Είναι σαφές ότι το αίσθημα αδικίας και η ταλαιπωρία που προκαλεί σε κάποιον το γεγονός ότι πρέπει να κινήσει διαδικασία προ της ασκήσεως προσφυγής και στη συνέχεια να ασκήσει ένδικη προσφυγή, προκειμένου να αναγνωριστούν τα δικαιώματά του, συνιστά βλάβη απορρέουσα από το γεγονός και μόνον ότι η Διοίκηση υπέπεσε σε παρατυπίες. Η βλάβη αυτή μπορεί να αποκατασταθεί, όταν δεν αντισταθμίζεται από την ικανοποίηση που απορρέει από την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων.

(βλ. σκέψεις 64 και 65)

Παραπομπή:

ΔEΕ: 9 Ιουλίου 1987, 44/85, 77/85, 294/85 και 295/85, Hochbaum και Rawes κατά Επιτροπής, σκέψη 22· 7 Φεβρουαρίου 1990, C‑343/87, Culin κατά Επιτροπής, σκέψεις 27 και 28

ΓΔΕΕ: 9 Νοεμβρίου 2004, T‑116/03, Montalto κατά Συμβουλίου, σκέψη 127· 6 Ιουνίου 2006, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, σκέψη 131

ΔΔΔΕΕ: 8 Μαΐου 2008, F‑6/07, Suvikas κατά Συμβουλίου, σκέψη 151