Language of document : ECLI:EU:T:2022:389

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 22ας Ιουνίου 2022 (*)

«Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων – Ειδικά καθήκοντα εποπτείας που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ – Απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος – Σοβαρή παράβαση των διατάξεων με τις οποίες ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η οδηγία 2005/60/ΕΚ – Αναλογικότητα – Παράβαση της νομοθεσίας σχετικά με τη διακυβέρνηση των πιστωτικών ιδρυμάτων – Δικαιώματα άμυνας – Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας»

Στην υπόθεση T‑797/19,

Anglo Austrian AAB AG, πρώην Anglo Austrian AAB Bank AG, με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία),

BeleggingMaatschappij «FarEast» BV, με έδρα το Velp (Κάτω Χώρες),

εκπροσωπούμενες από τους M. Ketzer και O. Behrends, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από την C. Hernández Saseta, την E. Yoo και τον M. V. Hümpfner,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, M. J. Costeira (εισηγήτρια), M. Kancheva, B. Berke και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019 της προέδρου του ένατου τμήματος να κάνει δεκτό το αίτημα εκδίκασης της υποθέσεως κατά προτεραιότητα,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτηση για τον καθορισμό ημερομηνίας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός τριών εβδομάδων από της επιδόσεως του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 2020, Anglo Austrian AAB Bank και Belegging‑Maatschappij «Far‑East» κατά ΕΚΤ (T‑797/19 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:37), με την οποία ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση των προσφευγουσών περί αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως,

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Anglo Austrian AAB και Belegging‑Maatschappij «Far‑East» κατά ΕΚΤ [C‑114/20 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:1059], με την οποία ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως κατά της ως άνω διατάξεως,

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 15ης Απριλίου 2020, Anglo Austrian AAB Bank και Belegging‑Maatschappij «Far‑East» κατά ΕΚΤ, με την οποία ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε δεύτερη αίτηση περί αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, την οποία οι προσφεύγουσες είχαν καταθέσει σύμφωνα με το άρθρο 160 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Anglo Austrian AAB και Belegging‑Maatschappij «Far‑East» κατά ΕΚΤ [C‑207/20 P(R), μη δημοσιευθείσα, ECLI:EU:C:2020:1057], με την οποία ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως κατά της ως άνω διατάξεως,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες Anglo Austrian AAB AG, πρώην Anglo Austrian AAB Bank AG (στο εξής: AAB Bank), και Belegging‑Maatschappij «Far‑East» BV (στο εξής: μέτοχος), ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως ECB‑SSM‑2019‑AT 8 WHD‑2019 0009 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της 14ης Νοεμβρίου 2019, με την οποία η ΕΚΤ ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας που είχε χορηγηθεί στην AAB Bank για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

I.      Ιστορικό της διαφοράς

2        Η πρώτη προσφεύγουσα, η AAB Bank, αποτελούσε εγκατεστημένο στην Αυστρία λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63). Ασκούσε τις δραστηριότητές της κατόπιν άδειας λειτουργίας η οποία της είχε χορηγηθεί δυνάμει του Bundesgesetz über das Bankwesen (Bankwesengesetz) (αυστριακός τραπεζικός νόμος, στο εξής: BWG).

3        Η δεύτερη προσφεύγουσα, η μέτοχος, είναι εταιρία χρηματοδοτικών συμμετοχών η οποία κατέχει το 99,99 % των μετοχών της AAB Bank.

4        Στις 26 Απριλίου 2019, η Österreichische Finanzmarktbehörde (αυστριακή αρχή εποπτείας χρηματοπιστωτικών αγορών, Αυστρία, στο εξής: FMA) υπέβαλε στην ΕΚΤ σχέδιο απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της AAB Bank ως πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με το άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 468/2014 της ΕΚΤ, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της ΕΚΤ, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΕ 2014, L 141, σ. 1).

5        Με έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2019, η ΕΚΤ διαβίβασε στην AAB Bank σχέδιο απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, επί του οποίου η τελευταία έλαβε θέση στις 23 Ιουλίου 2019.

6        Η ΕΚΤ ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της AAB Bank ως πιστωτικού ιδρύματος με την προσβαλλόμενη απόφαση, με ισχύ από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

7        Κατ’ ουσίαν, η ΕΚΤ θεώρησε ότι, με βάση τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η FMA στο πλαίσιο των καθηκόντων προληπτικής εποπτείας που ασκεί και οι οποίες αφορούσαν τη συνεχή και επαναλαμβανόμενη μη τήρηση των απαιτήσεων σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας καθώς και την εσωτερική διακυβέρνηση της AAB Bank, η AAB Bank δεν ήταν σε θέση να διασφαλίσει την ορθή διαχείριση των κινδύνων της.

8        Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ θεώρησε ότι πληρούνταν τα κριτήρια που δικαιολογούσαν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας που είχε χορηγηθεί στην AAB Bank για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 18, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338) και έχουν ενσωματωθεί στο αυστριακό δίκαιο, δεδομένου ότι η AAB Bank είχε διαπράξει τις παραβάσεις του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και ιεʹ, της εν λόγω οδηγίας, όπως ενσωματώθηκε στο αυστριακό δίκαιο, η δε ανάκληση της άδειας λειτουργίας ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

9        Πέραν τούτου, η ΕΚΤ αρνήθηκε να αναστείλει τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως για χρονικό διάστημα τριάντα ημερών, με την αιτιολογία ότι οι παρατηρήσεις της AAB Bank δεν μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω τη νομιμότητα αυτής, η εν λόγω δε απόφαση δεν μπορούσε να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία, ενώ το δημόσιο συμφέρον προστασίας των καταθετών, των επενδυτών και των λοιπών επιχειρηματικών εταίρων της AAB Bank καθώς και η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος δικαιολογούσαν την άμεση εφαρμογή της.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Λόγω κωλύματος ενός μέλους του ένατου πενταμελούς τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε με απόφασή του της 18ης Μαΐου 2021 άλλον δικαστή για τη συμπλήρωση του τμήματος.

11      Κατόπιν του θανάτου του δικαστή B. Berke την 1η Αυγούστου 2021, οι τρεις δικαστές που υπογράφουν την παρούσα απόφαση συνέχισαν τη διάσκεψη, σύμφωνα με το άρθρο 22 και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

12      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Αυγούστου 2021, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε σε νέα εισηγήτρια δικαστή, μέλος του ένατου τμήματος.

13      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

14      Η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη κατά το μέρος που ασκήθηκε από τη μέτοχο και

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί του παραδεκτού της προσφυγής κατά το μέρος που ασκήθηκε από τη μέτοχο

15      Χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας του Δικαστηρίου, η προσφυγή της μετόχου είναι απαράδεκτη, λόγω του ότι αυτή δεν θίγεται άμεσα από την προσβαλλόμενη απόφαση.

16      Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι μέτοχοι πιστωτικού ιδρύματος του οποίου η άδεια λειτουργίας για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος ανακλήθηκε δεν επηρεάζονται άμεσα από την απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας (πρβλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψεις 107 έως 115 και 119).

17      Ως εκ τούτου, η προσφυγή είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που ασκήθηκε από τη μέτοχο.

Β.      Επί της ουσίας

18      Προς στήριξη της προσφυγής της, η AAB Bank προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως.

19      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013, καθόσον η ΕΚΤ προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του εθνικού δικαίου. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 34 του κανονισμού 468/2014, υπό το πρίσμα του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, προκύπτουσα από την άρνηση της ΕΚΤ να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της AAB Bank. Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας της μετόχου.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013, καθόσον η ΕΚΤ προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του εθνικού δικαίου

20      Προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως η AAB Bank προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας τις οποίες προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και στο άρθρο 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013, στο άρθρο 83 του κανονισμού 468/2014 και στο άρθρο 18, στοιχείο στʹ, και στο άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και ιεʹ, της οδηγίας 2013/36, ούτε και οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στις εφαρμοστέες διατάξεις του αυστριακού δικαίου με τις οποίες ενσωματώθηκαν προαναφερθείσες διατάξεις στην εσωτερική έννομη τάξη, η δε ΕΚΤ εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς να έχει τη σχετική αρμοδιότητα.

21      Ο ως άνω λόγος ακυρώσεως διαιρείται σε δύο σκέλη.

1)      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013, καθόσον δεν πληρούνταν τα κριτήρια τα οποία δικαιολογούν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας και τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 18, στοιχείο στʹ, και στο άρθρο 67, στοιχεία δʹ και ιεʹ, της οδηγίας 2013/36, όπως οι εν λόγω διατάξεις ενσωματώθηκαν στο αυστριακό δίκαιο

22      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η AAB Bank υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και στο άρθρο 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013, στο άρθρο 83 του κανονισμού 468/2014 και στο άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG, με το οποίο ενσωματώθηκε στο αυστριακό δίκαιο το άρθρο 18 της οδηγίας 2013/36, καθώς και οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 67 της εν λόγω οδηγίας, δεν πληρούνταν, καθόσον δεν είχε κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρή παράβαση, κατά την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης, σύμφωνα με τα άρθρα 34 και επόμενα του Bundesgesetz zur Verhinderung der Geldwäsche und Terrorismusfinanzierung im Finanzmarkt (ομοσπονδιακού νόμου σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στη χρηματοπιστωτική αγορά, στο εξής: FM‑GwG), τα οποία θεσπίστηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2005, L 309, σ. 15) [νυν οδηγίας 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας [2005/60] και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2015, L 141, σ. 73)]. Συναφώς, προσάπτει στην ΕΚΤ, αφενός, ότι εσφαλμένως θεώρησε ότι η AAB Bank είχε κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας με την οποία ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η οδηγία 2005/60 (νυν οδηγία 2015/849) και, αφετέρου, ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά τις διατάξεις στις οποίες βασίστηκε για τη διαπίστωσή της ότι οι εικαζόμενες παραβάσεις της νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δικαιολογούσαν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

23      Η ΕΚΤ αντικρούει την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

24      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η ΕΚΤ θεώρησε ότι η AAB Bank είχε κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/60 (νυν οδηγίας 2015/849), κατά την έννοια του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36, οι οποίες δικαιολογούν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της βάσει του άρθρου 18, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας, όπως ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG.

25      Συγκεκριμένα, θεώρησε ότι η AAB Bank είχε παραβεί το άρθρο 39, παράγραφος 2, και παράγραφος 2b, πέμπτο και ενδέκατο εδάφιο, του BWG καθώς και το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2 έως 4, 6 και 7, το άρθρο 7, παράγραφος 7, το άρθρο 9, το άρθρο 23, παράγραφος 3, και το άρθρο 29 του FM‑GwG.

26      Αφού επισήμανε ότι η φύση, ο αριθμός και η συχνότητα των αναγκαστικών μέτρων εποπτείας τα οποία χρειάστηκε να λάβει η FMA, όπως είναι οι επίσημες διαταγές, επέτειναν τη σοβαρότητα των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν, καθώς και το γεγονός ότι αυτά αφορούσαν μεγάλο χρονικό διάστημα, η ΕΚΤ παρέθεσε προς στήριξη των συμπερασμάτων της, μεταξύ άλλων, τα εξής:

–        την έκθεση που συνέταξε η Oesterreichische Nationalbank (εθνική κεντρική τράπεζα της Αυστρίας) στο πλαίσιο επιτόπιου ελέγχου που είχε διενεργήσει στις 22 Ιανουαρίου 2010, κατά τον οποίο είχε διαπιστώσει σημαντικές πλημμέλειες των ρυθμίσεων της AAB Bank για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

–        την έκθεση που συνέταξε η FMA κατόπιν επιτόπιου ελέγχου που είχε διενεργήσει στις 11 Ιουλίου 2013, στην οποία διαπιστώθηκαν 38 ελλείψεις ή παραβάσεις της νομοθεσίας όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

–        την έκθεση της 24ης Μαρτίου 2015, στην οποία διαπιστώθηκαν παρατυπίες στους 18 από τους 20 ελέγχους των οποίων τα συμπεράσματα επιβεβαιώθηκαν στη συνέχεια με δικαστική απόφαση έχουσα ισχύ δεδικασμένου·

–        την επίσημη διαταγή της FMA της 18ης Αυγούστου 2015, με την οποία η FMA υποχρέωνε την AAB Bank να εφαρμόσει σε όλους τους πελάτες της τις διατάξεις του 2008 για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

–        την κύρωση που επέβαλε η FMA στις 14 Σεπτεμβρίου 2016 για παράβαση σε ατομικό και συστημικό επίπεδο των νομικών απαιτήσεων όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

–        την απόφαση του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου, Αυστρία) της 7ης Φεβρουαρίου 2019, με αριθμό W230 2138107‑1/37E, η οποία επικύρωσε την επιβληθείσα στις 14 Σεπτεμβρίου 2016 από την FMA κύρωση, μειώνοντας παράλληλα το σχετικό πρόστιμο·

–        τη διάταξη του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία), της 15ης Μαΐου 2019, με αριθμό Ro 2019/02/0006‑3, με την οποία απορρίφθηκε το ένδικο μέσο που άσκησε AAB Bank κατά της αποφάσεως του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου) της 7ης Φεβρουαρίου 2019·

–        την απόφαση του Landesgericht für Zivilrechtssachen Wien (περιφερειακού δικαστηρίου αστικών υποθέσεων Βιέννης, Αυστρία) της 23ης Φεβρουαρίου 2017, με αριθμό 33 Cg 716s 18, στην οποία αναφέρεται ότι «[σ]την περίπτωση εννέα πιστοδοτικών πράξεων “back‑to‑back” με άλλες τράπεζες οι οποίες εξετάστηκαν λεπτομερώς από την FMA ή τους εξωτερικούς ελεγκτές διαπιστώθηκαν σοβαρές παραβάσεις των εφαρμοστέων διατάξεων και στις εννέα από αυτές»·

–        την επίσημη διαταγή της 24ης Οκτωβρίου 2018 της FMA, με την οποία διαπιστώθηκαν πολυάριθμες παραβάσεις της νομοθεσίας τις οποίες είχε διαπράξει η AAB Bank στο πλαίσιο των σχέσεών της με την Meinl Bank Antigua Ltd και ιδίως το γεγονός ότι, αφότου ανακοίνωσε τη δέσμευση των λογαριασμών της Meinl Bank Antigua, η AAB Bank επέτρεψε τη μεταφορά κεφαλαίων ύψους 19,5 εκατομμυρίων ευρώ από τον κύριο λογαριασμό της εν λόγω τράπεζας, χωρίς να διαθέτει κανένα κατάλληλο έγγραφο για τις εμπορικές σχέσεις της·

–        την έκθεση της FMA της 17ης Ιανουαρίου 2019, η οποία καταρτίστηκε κατόπιν του επιτόπιου ελέγχου του 2018 (στο εξής: «έκθεση την οποία συνέταξε η FMA για τον τέταρτο έλεγχο») και στην οποία διαπιστώθηκαν 22 παραλείψεις ή παραβάσεις νομικών διατάξεων, ορισμένες εκ των οποίων αφορούσαν την Meinl Bank Antigua·

–        τη διαδικασία που κίνησε η FMA στις 7 Ιουνίου 2019 για να αποκαταστήσει τη νομική συμμόρφωση όσον αφορά τα εναπομείναντα 15 συμπεράσματα της έκθεσης την οποία συνέταξε για τον τέταρτο έλεγχο, επί της οποίας η AAB Bank υπέβαλε παρατηρήσεις οι οποίες ελήφθησαν υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να διαπιστωθεί, κατ’ ουσίαν, ότι οι περισσότερες από τις παραβάσεις συνεχίζονταν·

–        τις εκθέσεις των ελεγκτών της AAB Bank και ορισμένα πραγματικά στοιχεία τα οποία συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

1)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά παράβαση του άρθρου 18, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/36 και του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36, όπως ενσωματώθηκαν στο αυστριακό δίκαιο, καθόσον η AAB Bank δεν είχε κηρυχθεί υπεύθυνη παραβάσεως της εθνικής νομοθεσίας με την οποία ενσωματώθηκε η οδηγία 2005/60 (νυν οδηγία 2015/849) στην εσωτερική έννομη τάξη

27      Η AAB Bank υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι βάσει των αποφάσεων που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις του BWG ή του FM‑GwG, διότι οι παραβάσεις οι οποίες της καταλογίστηκαν με τις εν λόγω αποφάσεις ήταν παλαιές, παραγεγραμμένες ή δεν ήταν σοβαρές ή είχαν αποκατασταθεί και διότι δεν είχαν διαπιστωθεί με αποφάσεις οι οποίες έχουν ισχύ δεδικασμένου.

28      Η ΕΚΤ αμφισβητεί την ως άνω αιτίαση.

29      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1024/2013 και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 14 του ίδιου κανονισμού, η ΕΚΤ διαθέτει, βάσει των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί με τον εν λόγω κανονισμό, αποκλειστική αρμοδιότητα να χορηγεί άδεια λειτουργίας στα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα κράτη μέλη τα οποία συμμετέχουν στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό και να ανακαλεί τις άδειες λειτουργίας των εν λόγω ιδρυμάτων.

30      Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας στις περιπτώσεις που προβλέπει η σχετική νομοθεσία της Ένωσης, είτε με δική της πρωτοβουλία κατόπιν διαβουλεύσεων με την εθνική αρμόδια αρχή του συμμετέχοντος κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το πιστωτικό ίδρυμα είτε κατόπιν προτάσεως από την εθνική αρμόδια αρχή.

31      Εξάλλου, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1024/2013 ορίζει ότι, για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον εν λόγω κανονισμό και προκειμένου να διασφαλιστούν υψηλά πρότυπα εποπτείας, η ΕΚΤ εφαρμόζει όλη την οικεία νομοθεσία του δικαίου της Ένωσης και, αν η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία μεταφοράς των εν λόγω οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη.

32      Επομένως, η ΕΚΤ υποχρεούται, για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1024/2013, να εφαρμόζει, πέραν των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, τις διατάξεις με τις οποίες ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η οδηγία 2013/36, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της οδηγίας αυτής.

33      Υπενθυμίζεται επίσης ότι το άρθρο 18, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/36 προβλέπει ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος όταν το πιστωτικό ίδρυμα διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 67, παράγραφος 1, της οδηγίας.

34      Το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36 αφορά την περίπτωση κατά την οποία πιστωτικό ίδρυμα κηρύχθηκε υπεύθυνο για σοβαρή παράβαση των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/60.

35      Όσον αφορά τα εθνικά μέτρα τα οποία επικαλείται η AAB Bank, με τα οποία ενσωματώθηκε η οδηγία 2013/36 στην εσωτερική έννομη τάξη, από το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG προκύπτει ότι, σε περίπτωση παράβασης εκ μέρους πιστωτικού ιδρύματος, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του BWG ή των νομικών πράξεων που εκδόθηκαν προς εφαρμογήν του, η FMA οφείλει:

«[…] 3. να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στις περιπτώσεις που άλλα προβλεπόμενα στον BWG μέτρα δεν μπορούν να διασφαλίσουν τη λειτουργία του πιστωτικού ιδρύματος.»

36      Εξάλλου, το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του FM‑GwG ορίζει τα εξής:

«Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων που επιβάλλει το άρθρο 34, παράγραφοι 2 και 3, [του FM‑GwG], η FMA δύναται […] να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε […]».

37      Οι υποχρεώσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG σκοπούν στην ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων της οδηγίας 2005/60 (νυν οδηγίας 2015/849) οι οποίες αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, σε σοβαρές, επαναλαμβανόμενες ή συστηματικές παραβάσεις του άρθρου 6, παράγραφοι 1, 2 έως 4, 6 και 7, του άρθρου 7, παράγραφος 7, του άρθρου 9, του άρθρου 23, παράγραφος 3, και του άρθρου 29 του FM‑GwG.

38      Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση η ΕΚΤ θεώρησε, μεταξύ άλλων, ότι από τις αποφάσεις της FMA και από τις αποφάσεις των αυστριακών δικαστηρίων προκύπτει ότι από το 2010 και τουλάχιστον μέχρι το 2019 η AAB Bank δεν διέθετε κατάλληλη διαδικασία διαχείρισης των κινδύνων για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση του άρθρου 39, παράγραφος 2, του BWG, σε συνδυασμό με το άρθρο 39, παράγραφος 2b, ενδέκατο εδάφιο, του BWG, και ότι από τις αποφάσεις της FMA και τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων προκύπτει ότι η AAB Bank είχε κηρυχθεί υπεύθυνη σοβαρών, επαναλαμβανόμενων και συστηματικών παραβάσεων του άρθρου 6, παράγραφοι 1, 2 έως 4, 6 και 7, του άρθρου 7, παράγραφος 7, του άρθρου 9, του άρθρου 23, παράγραφος 3, και του άρθρου 29 του FM‑GwG.

i)      Επί του επιχειρήματος κατά το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να έχει κριθεί υπεύθυνο σοβαρής παραβάσεως με πρόσφατη δικαστική απόφαση η οποία έχει ισχύ δεδικασμένου

39      Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η FMA έχει, βάσει του αυστριακού δικαίου, την αρμοδιότητα να εκδίδει αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώνεται και επιβάλλεται κύρωση για παράβαση των διατάξεων του BWG και του FM‑GwG που θεσπίστηκαν προς εφαρμογήν της οδηγίας 2005/60 (νυν οδηγίας 2015/849).

40      Επομένως, η FMA δύναται να εκδίδει διοικητικές αποφάσεις με τις οποίες ένα πιστωτικό ίδρυμα κηρύσσεται υπεύθυνο για σοβαρή, επαναλαμβανόμενη ή συστηματική παράβαση κατά την έννοια του άρθρου 34, παράγραφος 2, του FM‑GwG, με το οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36.

41      Κατά την AAB Bank, οι κυρώσεις για σοβαρές παραβάσεις κατά την έννοια του άρθρου 34, παράγραφος 2, του FM‑GwG μπορούν να επιβληθούν μόνο βάσει του διοικητικού ποινικού δικαίου ή του ποινικού δικαίου και πρέπει να διαπιστώνονται στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, με απόφαση η οποία έχει ισχύ δεδικασμένου.

42      Εντούτοις, αφενός, από το άρθρο 39, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60 (νυν άρθρο 58, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/849) προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη του δικαιώματός τους να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, πρέπει να προβλέπουν στη νομοθεσία τους κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις τις οποίες μπορούν να επιβάλλουν στα πιστωτικά ιδρύματα που παραβιάζουν τις θεσπιζόμενες κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω οδηγίας εθνικές διατάξεις.

43      Ως εκ τούτου, οι σοβαρές παραβάσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 34, παράγραφος 2, του FM‑GwG, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 39, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60, μπορούν να επιφέρουν την επιβολή τόσο ποινικών όσο και διοικητικών κυρώσεων, η δε φύση της ποινής (ποινική ή διοικητική) δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό της παράβασης ως «σοβαρής».

44      Αφετέρου, όσον αφορά τη φύση της απόφασης με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση, στη περίπτωση κατά την οποία η διαπίστωση της παράβασης των επίμαχων διατάξεων και η σχετική κύρωση εμπίπτουν στην αρμοδιότητα διοικητικής αρχής, το να θεωρηθεί ότι, όπως υποστηρίζει η AAB Bank, η διάπραξη σοβαρών παραβάσεων σε σχέση με τις ως άνω διατάξεις μπορεί να διαπιστωθεί μόνο με δικαστικές αποφάσεις οι οποίες έχουν ισχύ δεδικασμένου θα είχε ως αποτέλεσμα η εφαρμογή του άρθρου 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του FM‑GwG και του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG να εξαρτάται από το αν το εκάστοτε ίδρυμα θα επιλέξει να ασκήσει ή να μην ασκήσει προσφυγή κατά των αποφάσεων της διοικητικής αρχής.

45      Δεύτερον, από τη νομολογία η οποία αφορά τις πράξεις των οργάνων της Ένωσης προκύπτει ότι απόφαση η οποία δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως από τον αποδέκτη της αποκτά έναντι αυτού ισχύ δεδικασμένου (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 2007, Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, T‑474/04, EU:T:2007:306, σκέψη 37, και της 8ης Μαΐου 2019, Lucchini κατά Επιτροπής, T‑185/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:298, σκέψη 38).

46      Από τη νομολογία σχετικά με τις πράξεις των οργάνων της Ένωσης προκύπτει επίσης ότι η ενοχή του κατηγορουμένου για παράβαση αποδεικνύεται οριστικώς μόνον όταν η απόφαση που διαπιστώνει την παράβαση αποκτά ισχύ δεδικασμένου (πρβλ. απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2007, Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, T‑474/04, EU:T:2007:306, σκέψη 76).

47      Η ως άνω νομολογία πρέπει να εφαρμοστεί, κατ’ αναλογίαν, στις αποφάσεις των εθνικών διοικητικών αρχών, όπως είναι η FMA, με τις οποίες διαπιστώνεται παράβαση των εθνικών διατάξεων που αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

48      Ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί επομένως να κηρυχθεί υπεύθυνο για σοβαρές παραβάσεις κατά την έννοια του άρθρου 34 παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36, βάσει διοικητικών αποφάσεων.

49      Βεβαίως, όπως υποστηρίζει η AAB Bank, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο αποκλεισμός από την αγορά μέσω της εκπτώσεως του παραχωρησιούχου μιας επιχείρησης η οποία εκμεταλλεύεται τυχερά παίγνια, για την οποία υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι έχει εμπλακεί σε εγκληματικές δραστηριότητες, θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ως ανάλογος προς τον σκοπό της καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας μόνον αν στηρίζεται σε απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου και αφορά διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρής παραβάσεως (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Costa και Cifone, C‑72/10 και C‑77/10, EU:C:2012:80, σκέψη 81).

50      Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των εποπτικών κανόνων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, αλλά και της ιδιαίτερης ευθύνης των πιστωτικών ιδρυμάτων ως προς το ζήτημα αυτό και της ανάγκης να υπάρξουν το συντομότερο δυνατόν συνέπειες για την παράβαση των εν λόγω κανόνων, πρέπει να θεωρηθεί ότι διοικητική απόφαση με την οποία πιστωτικό ίδρυμα κηρύσσεται υπεύθυνο για σοβαρές παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/60 (νυν οδηγίας 2015/849), κατά την έννοια του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG, αρκεί για τη δικαιολόγηση της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.

51      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AAB Bank, δεν μπορεί να προσαφθεί στην ΕΚΤ το γεγονός ότι διαπίστωσε πως η AAB Bank είχε κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις με μη δικαστικές και μη έχουσες ισχύ δεδικασμένου αποφάσεις.

52      Κατά τα λοιπά, υπογραμμίζεται ότι οι εκθέσεις εσωτερικού ελέγχου της AAB Bank δεν μπορούν να θεωρηθούν, αφ’ εαυτών, επαρκείς προκειμένου να αποδειχθεί αν το πιστωτικό ίδρυμα είχε κηρυχθεί υπεύθυνο για σοβαρές παραβάσεις, καθόσον δεν μπορούν να χαρακτηριστούν διοικητικά ή δικαστικά μέτρα με τα οποία το εν λόγω ίδρυμα κηρύχθηκε υπεύθυνο για σοβαρές παραβάσεις.

53      Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AAB Bank, μολονότι τέτοιες εκθέσεις μπορούν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν για την αντίκρουση των διαπιστώσεων της ΕΚΤ που δεν στηρίζονται σε απρόσβλητη απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η διάπραξη παράβασης, δεν μπορούν ωστόσο να θεωρηθούν επαρκείς για την αντίκρουση των διαπιστώσεων που διαλαμβάνονται σε απρόσβλητες διοικητικές αποφάσεις και δικαστικές αποφάσεις οι οποίες έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

54      Εξάλλου, με τα επιχειρήματα της AAB Bank που αφορούν την εκτίμηση του βιώσιμου και μόνιμου χαρακτήρα του επιχειρηματικού μοντέλου της, τη διάρθρωση κινδύνου πελατών της, την παραίτηση από τις καταπιστευματικές συναλλαγές αντιστήριξης, τα χαρακτηριστικά του διενεργούμενου σε αυτή ελέγχου και τον αριθμό των γνωστοποιήσεων της ΕΚΤ με τις οποίες εκφράζονται για αυτήν υπόνοιες δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε απρόσβλητες αποφάσεις με τις οποίες η AAB Bank κηρύχθηκε υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις.

55      Το ίδιο ισχύει και για τα επιχειρήματα της AAB Bank σχετικά με τις διαπιστώσεις της ΕΚΤ όσον αφορά τους ιδιοκτήτες της και την ανάμειξή της στο σκάνδαλο Odebrecht, καθώς και όσον αφορά την Meinl Bank Antigua.

56      Συγκεκριμένα, τα ανωτέρω επιχειρήματα αφορούν πραγματικά στοιχεία τα οποία προβάλλει ως εκ περισσού η ΕΚΤ και τα οποία δεν σχετίζονται με την εφαρμογή του κριτηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36, το οποίο απαιτεί τα οικεία ιδρύματα να έχουν κηρυχθεί υπεύθυνα για σοβαρές παραβάσεις.

57      Δεν μπορούν επομένως να αναιρέσουν το γεγονός ότι η AAB Bank κηρύχθηκε υπεύθυνη για παραβάσεις με απρόσβλητες διοικητικές αποφάσεις ή δικαστικές αποφάσεις οι οποίες απέκτησαν ισχύ δεδικασμένου.

58      Ομοίως, τα επιχειρήματα της AAB Bank όσον αφορά το γεγονός ότι οι διαπιστωθείσες παραβάσεις είναι παλαιές ή έχουν αποκατασταθεί δεν αναιρούν το ως άνω συμπέρασμα.

59      Συγκεκριμένα, ούτε ο BwG, ούτε ο FM‑GwG, ούτε το άρθρο 18, στοιχείο στʹ, ούτε και το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36 επιβάλλουν, αφενός, να τηρείται ορισμένη προθεσμία για τη λήψη υπόψη προγενέστερων αποφάσεων με τις οποίες αποδεικνύεται η ευθύνη των παραβατών και, αφετέρου, οι παραβάσεις να είναι αδιάλειπτες ή να εξακολουθούν να υφίστανται κατά την έκδοση της απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, πόσο μάλλον όταν πρόκειται, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, για πολλές αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν εντός χρονικού διαστήματος πολλών ετών.

60      Το ίδιο ισχύει a fortiori στην περίπτωση παραβάσεων οι οποίες διαπιστώθηκαν τρία ή πέντε μόνον έτη πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και οι οποίες δεν μπορούν να θεωρηθούν παλαιές.

61      Επιπλέον, ο ισχυρισμός της AAB Bank ότι ορισμένες παραβάσεις που διαπιστώθηκαν έχουν αποκατασταθεί και δεν μπορούν πλέον να δικαιολογήσουν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, αναιρεί τον σκοπό της διασφάλισης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, καθόσον η μη ανάκληση της άδειας λειτουργίας θα επέτρεπε στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν διαπράξει σοβαρές παραβάσεις να συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους ενόσω οι αρμόδιες αρχές δεν αποδεικνύουν τη διάπραξη νέων παραβάσεων.

62      Για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να απορριφθεί και το επιχείρημα ότι η AAB Bank έθεσε σε εφαρμογή άλλα μέτρα για τη βελτίωση της κατάστασης, όπως, μεταξύ άλλων, την εξωτερική ανάθεση του εσωτερικού ελέγχου, τη βελτίωση διαφόρων διαδικασιών καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες από τις 22 Ιουλίου 2019 και τα συστήματα δέσμευσης λογαριασμών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

63      Το ίδιο ισχύει και για την φερόμενη κάλυψη των παραλείψεων που αφορούσαν τον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων στο σύστημα, για την οποία η FMA ενημερώθηκε από την AAB Bank με έγγραφο της 19ης Μαρτίου 2019.

64      Κατά τα λοιπά, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η AAB Bank κηρύχθηκε επίσης πιο πρόσφατα υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις με την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018 της FMA, στην οποία διαπιστώθηκε η απουσία επαληθεύσιμων εγγράφων σχετικά με την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όσον αφορά τις επιχειρηματικές σχέσεις της, μεταξύ άλλων, με την Meinl Bank Antigua, κατά της οποίας ωστόσο η AAB Bank δεν άσκησε προσφυγή.

65      Ομοίως, όπως επισήμανε η ΕΚΤ στην προσβαλλόμενη απόφαση, η FMA διαπίστωσε 22 παραλείψεις ή παραβάσεις νομικών διατάξεων στην έκθεση την οποία συνέταξε για τον τέταρτο έλεγχο, εκ των οποίων ορισμένες αφορούσαν την Meinl Bank Antigua.

66      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, δεδομένου ότι με απρόσβλητες διοικητικές αποφάσεις και έχουσες ισχύ δεδικασμένου δικαστικές αποφάσεις οι οποίες είχαν εκδοθεί μεταξύ των ετών 2010 και 2018 η AAB Bank είχε επανειλημμένως κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις των διατάξεων του FM‑GwG, με τον οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η οδηγία 2005/60 (πρώην οδηγία 2015/849), τα επιχειρήματα της AAB Bank κατά τα οποία οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν έχουν αποκατασταθεί και οι εκθέσεις εσωτερικού ελέγχου επιβεβαίωσαν ότι οι βελτιώσεις που επήλθαν ήταν ικανοποιητικές δεν αποδεικνύουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά το μέρος που η ΕΚΤ θεώρησε ότι η AAB Bank είχε κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις οι οποίες δικαιολογούσαν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του FM‑GwG και του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36.

ii)    Επί του αντικτύπου τυχόν παραγραφής των σοβαρών παραβάσεων που διαπιστώθηκαν με αποφάσεις των διοικητικών ή δικαστικών αρχών

67      Η AAB Bank υποστηρίζει ότι οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν στην έκθεση την οποία συνέταξε η FMA για τον τέταρτο έλεγχο δεν είναι πλέον κρίσιμες, καθόσον πρέπει να θεωρηθούν ήσσονος σημασίας ή παραγεγραμμένες βάσει του άρθρου 36 του FM‑GwG, το οποίο προβλέπει προθεσμία παραγραφής τριών ετών, δεδομένου ότι ο έλεγχος αφορούσε πραγματικά περιστατικά τα οποία ανάγονταν στο 2014 ή σε ημερομηνίες πριν από το έτος αυτό.

68      Ωστόσο, κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν στην έκθεση την οποία συνέταξε η FMA για τον τέταρτο έλεγχο δεν είναι οι μοναδικές σοβαρές παραβάσεις επί των οποίων στηρίχθηκε η ΕΚΤ προκειμένου να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας με την προσβαλλόμενη απόφαση και, ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της AAB Bank, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμα, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

69      Εν συνεχεία, ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να επικαλεστεί τυχόν παραγραφή των σοβαρών παραβάσεων για τις οποίες κηρύχθηκε υπεύθυνο με διοικητική απόφαση προκειμένου να αποδείξει ότι για τους σκοπούς της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του δεν κηρύχθηκε υπεύθυνο για τέτοιες παραβάσεις.

70      Συγκεκριμένα, από τη χρονική στιγμή κατά την οποία η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση καθίσταται απρόσβλητη, δεν τίθεται πλέον ζήτημα παραγραφής των πράξεων για τις οποίες αυτή εκδόθηκε. Επομένως, τίποτε δεν εμποδίζει την ΕΚΤ να λάβει υπόψη της την εν λόγω απρόσβλητη απόφαση για τους σκοπούς της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.

71      Κατά τα λοιπά, η ερμηνεία που υποστηρίζει η AAB Bank, κατά την οποία η απρόσβλητη απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη σε περίπτωση παραγραφής των πράξεων οι οποίες στοιχειοθετούν παράβαση, θα είχε ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση σοβαρών παραβάσεων, η δυνατότητα ανάκλησης της άδειας λειτουργίας να εξαρτάται από τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας η οποία κατέληξε στη διαπίστωση των παραβάσεων ή από τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας η οποία κατέληξε στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας και, ως εκ τούτου, θα αναιρούσε την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013.

72      Το ανωτέρω επιχείρημα δεν καταδεικνύει επομένως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει νομικό σφάλμα κατά το μέρος που η ΕΚΤ θεώρησε ότι η AAB Bank είχε κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις κατά την έννοια του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG.

iii) Επί της αμφισβητήσεως των πράξεων που καταλογίστηκαν στην AAB Bank στο πλαίσιο των σχέσεών της με τη Meinl Bank Antigua

73      Η AAB Bank αμφισβητεί τη διαπίστωση της ΕΚΤ ότι ενέκρινε ή πραγματοποίησε στους λογαριασμούς της παράνομες συναλλαγές της Meinl Bank Antigua και ότι απέκρυψε πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω τράπεζα, αίροντας τη δέσμευση που είχε επιβληθεί στους συγκεκριμένους λογαριασμούς για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

74      Συναφώς, η ΕΚΤ έλαβε υπόψη τις ανωτέρω παραβάσεις στηριζόμενη, μεταξύ άλλων, στις περιλαμβανόμενες στην απόφαση της FMA της 24ης Οκτωβρίου 2018 διαπιστώσεις, εκ των οποίων συνήγαγε ότι η AAB Bank είχε παραβεί το άρθρο 39, παράγραφος 2 και παράγραφος 2b, πέμπτο και ενδέκατο εδάφιο, του BWG και το άρθρο 23, παράγραφος 3, του FM‑GWG.

75      Πλην όμως, η ανωτέρω απόφαση είναι οριστική και η AAB Bank δεν άσκησε κατ’ αυτής προσφυγή, παρότι μπορούσε να το πράξει ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου).

76      Επομένως, το επιχείρημα της AAB Bank ότι δεν υφίσταται οριστική διαπίστωση παράβασης των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει όσον αφορά τον έλεγχο και την τεκμηρίωση ούτε και άλλη ποινικώς κολάσιμη παράβαση η οποία να έχει διαπιστωθεί με δικαστική απόφαση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

77      Εξάλλου, οι ισχυρισμοί ότι η AAB Bank προωθούσε απλώς ροές πληρωμών, τις οποίες, ως ανταποκρίτρια τράπεζα της Meinl Bank Antigua, δεν κινούσε η ίδια, δεδομένου ότι συνεργάστηκε με την Bundeskriminalamt (ομοσπονδιακή υπηρεσία δικαστικής αστυνομίας, Αυστρία), δέσμευσε με δική της πρωτοβουλία τους οικείους λογαριασμούς και διαβίβασε στην FMA τα στοιχεία που της ζητήθηκαν σχετικά με τις συναλλαγές που αφορούσαν τους δεσμευμένους λογαριασμούς και τις πληροφορίες σχετικά με τη νόμιμη άρση της δέσμευσης όσον αφορά ορισμένες συναλλαγές, οι οποίοι σκοπό έχουν να μειώσουν την απαξία των παραβάσεων που καταλογίστηκαν στην AAB Bank, δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω τη διάπραξη των σοβαρών παραβάσεων που διαπιστώθηκαν με την απρόσβλητη απόφαση της FMA την οποία έλαβε υπόψη της η ΕΚΤ.

78      Τα ανωτέρω επιχειρήματα δεν είναι επομένως ικανά να καταδείξουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά το μέρος που η ΕΚΤ θεώρησε ότι η AAB Bank είχε κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις κατά την έννοια του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG.

iv)    Επί της αμφισβητήσεως της σοβαρότητας των παραβάσεων για τις οποίες η AAB Bank κηρύχθηκε υπεύθυνη

79      Η AAB Bank υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, προκειμένου οι παραβάσεις να χαρακτηριστούν σοβαρές κατά την έννοια του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG, θα πρέπει να βαίνουν πέραν της μη τηρήσεως των επιμέρους διατάξεων της νομοθεσίας με τις οποίες ενσωματώθηκαν στο εθνικό δίκαιο οι διατάξεις που αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Κατ’ αυτήν, οι παραβάσεις για τις οποίες, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, κηρύχθηκε υπεύθυνη δεν μπορούν να θεωρηθούν σοβαρές.

80      Εν συνεχεία, οι παραβάσεις οι οποίες επιβεβαιώθηκαν με διάταξη του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου) της 7ης Φεβρουαρίου 2019, η οποία φέρει τον αριθμό W230 2138107‑1, ήταν όλες ήσσονος σημασίας και δεν χαρακτηρίστηκαν από το εν λόγω δικαστήριο ως σοβαρές ή συστηματικές.

81      Τέλος, οι πράξεις οι οποίες της προσάπτονται στην έκθεση την οποία συνέταξε η FMA για τον τέταρτο έλεγχο αφορούν όλες παραβάσεις ήσσονος σημασίας, οι οποίες δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

82      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η ΕΚΤ επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι από τις αποφάσεις των αρμόδιων εθνικών αρχών προκύπτει ότι η AAB Bank παραβίαζε από το 2010 τη νομοθεσία σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας κατά τρόπο σοβαρό, συστηματικό και συνεχή, ενώ πραγματοποιούσε παράλληλα συναλλαγές υψηλού κινδύνου.

83      Υπογράμμισε επίσης ότι, λαμβανομένων υπόψη των πιο πρόσφατων αξιολογήσεων της FMA, η AAB Bank εξακολουθούσε να παραβαίνει κατά τρόπο σοβαρό τις ως άνω διατάξεις και, ως εκ τούτου, να εκθέτει σε σημαντικό κίνδυνο αυτή την ίδια, τον αυστριακό χρηματοπιστωτικό τομέα και τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό.

84      Πέραν τούτου, η ΕΚΤ υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με την αξιολόγηση της FMA, η AAB Bank παραβίαζε τη νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας κατά τρόπο σοβαρό, επαναλαμβανόμενο και συστηματικό από το 2010, μη λαμβάνοντας μέτρα για την αποκατάσταση των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν, ενώ παράλληλα δεν έδειχνε διατεθειμένη να συνεργαστεί με την FMA.

85      Η ΕΚΤ συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι η AAB Bank είχε κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις των διατάξεων του FM‑GwG που θεσπίστηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/60 (νυν οδηγίας 2015/849), η διάπραξη των οποίων δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της.

86      Λαμβανομένων υπόψη των πολυάριθμων παραβάσεων που διέπραξε η AAB Bank, οι οποίες διαπιστώθηκαν με τις διοικητικές και δικαστικές αποφάσεις που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και στο σημείο 26 ανωτέρω και καταδεικνύουν τον συστηματικό, σοβαρό και συνεχή χαρακτήρα των παραβάσεων της νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η ΕΚΤ δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως καθόσον θεώρησε ότι η συγκεκριμένη τράπεζα είχε κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις από τις αρμόδιες αυστριακές αρχές και τα αυστριακά δικαστήρια, κατά την έννοια του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG.

87      Συγκεκριμένα, όπως έκρινε η ΕΚΤ στην προσβαλλόμενη απόφαση, από τις ανωτέρω διοικητικές και δικαστικές αποφάσεις προκύπτει ότι η AAB Bank παρέβη κατά τρόπο σοβαρό και συνεχή την υποχρέωσή της να διαθέτει οργανωτική διάρθρωση και κατάλληλη διαδικασία για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ότι η εν λόγω τράπεζα είχε κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις της νομοθεσίας σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

88      Ειδικότερα, δεδομένου ότι με τις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από την εκ μέρους της FMA πρόταση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, οι οποίες είχαν καταστεί απρόσβλητες κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, οι αρμόδιες αρχές έκριναν ότι η AAB Bank ήταν υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις των εθνικών διατάξεων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η σοβαρότητα των επίμαχων παραβάσεων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της ΕΚΤ.

89      Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού των ως άνω διατάξεων, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της προστασίας της ευρωπαϊκής τραπεζικής αγοράς, δεν μπορεί να προσαφθεί στην ΕΚΤ το γεγονός ότι θεώρησε ότι συστηματικές, σοβαρές και συνεχείς παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας έπρεπε να χαρακτηριστούν ως σοβαρές παραβάσεις οι οποίες δικαιολογούσαν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας κατά την έννοια του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG και άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36.

90      Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AAB Bank, από την προσβαλλόμενη απόφαση, από τα μέτρα που έλαβε η FMA και από τις αποφάσεις των αυστριακών δικαστηρίων που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι οι παραβάσεις που ελήφθησαν υπόψη βαίνουν πέραν της μη τηρήσεως των επιμέρους διατάξεων της νομοθεσίας με τις οποίες ενσωματώθηκαν στο εθνικό δίκαιο οι διατάξεις που αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και ότι οι συγκεκριμένες παραβάσεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ήσσονος σημασίας.

91      Συνεπώς, η AAB Bank δεν απέδειξε ότι η ΕΚΤ υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως καθόσον θεώρησε ότι η AAB Bank είχε κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις οι οποίες δικαιολογούσαν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας κατά την έννοια του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG.

92      Η πρώτη αιτίαση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει επομένως να απορριφθεί.

2)      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ για τη διαπίστωση ότι οι φερόμενες παραβάσεις της νομοθεσίας σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δικαιολογούσαν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας

93      Η AAB Bank ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι οι μοναδικές διατάξεις της αυστριακής νομοθεσίας που προβλέπουν ανάκληση της άδειας λειτουργίας για σοβαρές παραβάσεις της νομοθεσίας σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 31, παράγραφος 3, σημείο 2, και του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG και ότι η παράβαση της νομοθεσίας σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας δεν επιτρέπει την ανάκληση της άδειας λειτουργίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 70 του BWG. Θεωρεί ότι η ΕΚΤ δεν στηρίχθηκε στους ανωτέρω κανόνες και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν αρμόδια να στηριχθεί στους εν λόγω κανόνες.

94      Αμφισβητεί επομένως, κατ’ ουσίαν, τη νομική βάση της οποίας γίνεται επίκληση στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τη διαπίστωση ότι οι παραβάσεις της νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας δικαιολογούσαν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας δυνάμει του αυστριακού δικαίου.

95      Εκ των ανωτέρω συνάγει ότι πρόκειται για παράβαση της αυστριακής νομοθεσίας και προσθέτει ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να επικαλεστεί άμεσα τις διατάξεις της οδηγίας 2013/36, αλλά μπορεί να αντλήσει τις εξουσίες παρέμβασής της μόνον από τις ουσιαστικές διατάξεις του αυστριακού δικαίου τραπεζικής εποπτείας.

96      Η AAB Bank ισχυρίζεται επίσης, κατ’ ουσίαν, ότι η ΕΚΤ παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει καθόσον δεν μνημονεύει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις παραβιασθείσες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

97      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

98      Ωστόσο, ισχυρισμός ο οποίος αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού προβληθέντος ρητώς ή σιωπηρώς σε προγενέστερο στάδιο, με το δικόγραφο της προσφυγής, και ο οποίος συνδέεται στενά με αυτόν μπορεί να κριθεί παραδεκτός.

99      Προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ως ανάπτυξη ισχυρισμού ή αιτιάσεως που είχε προβληθεί σε προγενέστερο στάδιο, ένα νέο επιχείρημα πρέπει να συνδέεται αρκούντως στενά με τους ισχυρισμούς ή τις αιτιάσεις που είχαν διατυπωθεί αρχικώς στο δικόγραφο της προσφυγής (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2009, SGL Carbon κατά Επιτροπής, C‑564/08 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:703, σκέψεις 20 έως 34, και της 16ης Δεκεμβρίου 2010, AceaElectrabel Produzione κατά Επιτροπής, C‑480/09 P, EU:C:2010:787, σκέψη 111).

100    Στο δικόγραφο της προσφυγής, η AAB Bank ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1024/2013 και της εφαρμοστέας αυστριακής νομοθεσίας, δεδομένου ότι δεν πληρούνταν οι προβλεπόμενες στο εν λόγω δίκαιο προϋποθέσεις, συνήγαγε δε εξ αυτού ότι η ΕΚΤ δεν είχε το δικαίωμα να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της.

101    Πάντως, τα επιχειρήματα που προβάλλονται με το υπόμνημα απαντήσεως προς στήριξη της δεύτερης αιτιάσεως του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως έχουν σκοπό να αμφισβητήσουν τους κανόνες με βάση τους οποίους η ΕΚΤ έκρινε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της AAB Bank ήταν δικαιολογημένη με βάση το αυστριακό δίκαιο και να καταδείξουν ότι η ΕΚΤ δεν στηρίχθηκε σε εθνική διάταξη η οποία της παρέχει το δικαίωμα ανάκλησης της άδειας λειτουργίας σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

102    Δεδομένου ότι τα ως άνω επιχειρήματα συνδέονται στενά με τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη του πρώτου λόγου της προσφυγής ακυρώσεως, πρέπει να θεωρηθούν ως ανάπτυξη των εν λόγω επιχειρημάτων και, ως εκ τούτου, να κριθούν παραδεκτά.

103    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι η AAB Bank είχε παραβιάσει, μεταξύ άλλων, τις συγκεκριμένες διατάξεις του BWG και εξ αυτού συνήγαγε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 70, παράγραφος 4, του BWG, το οποίο προβλέπει την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

104    Επισήμανε επίσης ότι η AAB Bank είχε παραβιάσει πολλές διατάξεις του FM‑GwG σχετικές με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 25 ανωτέρω.

105    Πάντως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AAB Bank, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι μοναδικές διατάξεις του αυστριακού δικαίου που προβλέπουν ανάκληση της άδειας λειτουργίας για παραβάσεις της νομοθεσίας που αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 31, παράγραφος 3, σημείο 2, και του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG και ότι η παράβαση των υποχρεώσεων που επιβάλλει ο BWG σχετικά με την πρόληψη του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη με βάση το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG.

106    Συγκεκριμένα, το άρθρο 39, παράγραφοι 2 και 2b, του BWG, το οποίο κατά την ΕΚΤ παρέβη η AAB Bank, αναφέρεται ρητώς στον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ενώ από το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG προκύπτει ότι παραβάσεις του BWG, όπως οι προαναφερθείσες, μπορούν να δικαιολογήσουν ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

107    Δεδομένου ότι, βάσει του αυστριακού δικαίου, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας δικαιολογείται σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων που επιβάλλουν ο BWG και ο FM‑GwG όσον αφορά την πρόληψη του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η δε ΕΚΤ στηρίχθηκε στις εν λόγω διατάξεις, τα επιχειρήματα της AAB Bank περί απουσίας εξουσιοδοτικής βάσεως ή περί παραβάσεως του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1024/2013 πρέπει να απορριφθούν.

108    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ΕΚΤ στηρίχθηκε σε εσφαλμένη νομική βάση, υπενθυμίζεται ότι η ακύρωση διοικητικής αποφάσεως λόγω εσφαλμένης νομικής βάσης δεν δικαιολογείται όταν το σφάλμα δεν επηρέασε καθοριστικά την εκτίμηση στην οποία προέβη η διοίκηση και, επομένως, λόγος ακυρώσεως ο οποίος αφορά εσφαλμένη επιλογή νομικής βάσης πρέπει να απορρίπτεται καθόσον η σημασία του είναι καθαρά τυπική (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2015, Navarro κατά Επιτροπής, T‑556/14 P, EU:T:2015:368, σκέψη 26).

109    Πάντως, η AAB Bank δεν ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω η επιλογή διαφορετικής νομικής βάσης θα μπορούσε να επηρεάσει την εκτίμηση στην οποία προέβη η ΕΚΤ. Εξάλλου, δεν προκύπτει ούτε ότι η επιλογή διαφορετικής βάσης θα μπορούσε να επηρεάσει την εκτίμηση στην οποία προέβη η ΕΚΤ.

110    Πέραν τούτου, από τη νομολογία προκύπτει, αφενός, ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν, κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο, η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να είναι σε θέση να ασκεί τον έλεγχό του και, αφετέρου, ότι η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως δε του περιεχομένου της επίμαχης πράξεως, της φύσεως των προβαλλόμενων λόγων και του συμφέροντος που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά να τους παρασχεθούν εξηγήσεις. Ειδικότερα, η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden‑Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψεις 123 και 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111    Πλην όμως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AAB Bank, η ΕΚΤ δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 25 ανωτέρω, οι παραβιασθείσες από την AAB Bank διατάξεις του BWG και του FM‑GwG και οι διατάξεις του BWG που προβλέπουν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

112    Η δεύτερη αιτίαση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν είναι επομένως βάσιμη.

113    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση των διατάξεων με τις οποίες ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 18, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/36 καθόσον η AAB Bank διέθετε το πλαίσιο διακυβέρνησης που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις διατάξεις με τις οποίες ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της ίδιας οδηγίας, κατά την έννοια του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, αυτής

114    Κατά την AAB Bank, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 18, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/36 και του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας, όπως ενσωματώθηκαν στο εθνικό δίκαιο με το άρθρο 39, παράγραφοι 2 και 2b, του BWG, σε συνδυασμό με το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG, δεδομένου ότι η AAB Bank διέθετε το πλαίσιο διακυβέρνησης που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές.

115    Συναφώς, από το άρθρο 18 της οδηγίας 2013/36, το οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG, προκύπτει ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανακαλέσουν τη χορηγηθείσα σε πιστωτικό ίδρυμα άδεια λειτουργίας σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει θεσπίσει το πλαίσιο διακυβέρνησης που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις με τις οποίες ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36.

116    Το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εσωτερική διακυβέρνηση και σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης», προβλέπει τα εξής:

«1. Τα ιδρύματα θεσπίζουν άρτιες ρυθμίσεις διακυβέρνησης, οι οποίες περιλαμβάνουν σαφή οργανωτική διάρθρωση με σαφώς καθορισμένες, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνουν ή ενδέχεται να αναλάβουν, κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων των κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που συνάδουν προς τις αρχές της ορθής και αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων και τις προωθούν. […]»

117    Όσον αφορά τις διατάξεις με τις οποίες ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36, το άρθρο 39, παράγραφος 2, του BWG προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να διαθέτουν μηχανισμούς διοίκησης, λογιστικής και ελέγχου για τον εντοπισμό, την αξιολόγηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση των κινδύνων που απορρέουν από τις τραπεζικές εργασίες και συναλλαγές καθώς και από την πολιτική και τις πρακτικές αποδοχών. Οι ανωτέρω μηχανισμοί πρέπει να προσαρμόζονται στο είδος, το εύρος και την πολυπλοκότητα των εκτελούμενων τραπεζικών εργασιών. Η οργανωτική διάρθρωση και οι μηχανισμοί διοίκησης, λογιστικής και ελέγχου πρέπει να τεκμηριώνονται εγγράφως και κατά τρόπο κατανοητό. Οι μηχανισμοί διοίκησης, λογιστικής και ελέγχου πρέπει επίσης να εντοπίζουν, στο μέτρο του δυνατού, τους κινδύνους οι οποίοι μπορεί ενδεχομένως να επέλθουν και οι οποίοι απορρέουν από τις τραπεζικές εργασίες και συναλλαγές καθώς και από την πολιτική και τις πρακτικές αποδοχών. Η οργανωτική διάρθρωση πρέπει να προλαμβάνει τις συγκρούσεις συμφερόντων και αρμοδιοτήτων μέσω προσαρμοσμένων στις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος οργανωτικών και διαδικαστικών οριοθετήσεων. Η καταλληλότητα των ως άνω διαδικασιών και οι εφαρμογή τους πρέπει να εξετάζονται από το τμήμα εσωτερικού ελέγχου τουλάχιστον άπαξ ετησίως.»

118    Το άρθρο 39, παράγραφος 2b, του BWG ορίζει τα εξής:

«Ειδικότερα, οι διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 πρέπει να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία: 1. πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, 2. κίνδυνο συγκέντρωσης, 3. κίνδυνο αγοράς, 4. κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης, 5. λειτουργικό κίνδυνο, 6. κίνδυνο τιτλοποίησης, 7. κίνδυνο ρευστότητας, 8. τον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από συναλλαγές οι οποίες δεν καλύπτονται ήδη από το σημείο 3, 9. τον υπολειπόμενο κίνδυνο από τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, 10. τους κινδύνους που συνδέονται με το μακροοικονομικό περιβάλλον, 11. τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, 12. τον κίνδυνο που συνδέεται με το οικονομικό μοντέλο του ιδρύματος, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων των στρατηγικών διαφοροποίησης, 13. τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στην περίπτωση ιδρυμάτων που εφαρμόζουν εσωτερικές προσεγγίσεις, και 14. τον προερχόμενο από ίδρυμα […] συστημικό κίνδυνο.»

119    Το άρθρο 42 του BWG προβλέπει επίσης, κατ’ ουσίαν, την υποχρέωση συστάσεως οργάνου εσωτερικού ελέγχου, ενώ το άρθρο 44 του BWG επιβάλλει, κατ’ ουσίαν, στα πιστωτικά ιδρύματα να υποβάλλουν τις ελεγμένες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις τους έξι μήνες μετά το πέρας του οικονομικού έτους.

120    Εν προκειμένω, η ΕΚΤ θεώρησε ότι η AAB Bank είχε παραβεί τις διατάξεις με τις οποίες ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36, και συγκεκριμένα ότι είχε παραβεί το άρθρο 39, παράγραφοι 2, 2b και 5, το άρθρο 42 και το άρθρο 44, παράγραφος 1, του BWG και, κατά συνέπεια, είχε διαπράξει και εξακολουθούσε να διαπράττει παραβάσεις οι οποίες δικαιολογούσαν ανάκληση της άδειας λειτουργίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 70, παράγραφος 4, του BWG.

121    Ειδικότερα, επισήμανε ότι η απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας που είχε χορηγηθεί στην AAB Bank για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στην παράβαση της υποχρέωσης να διαθέτει ρυθμίσεις εσωτερικής διακυβέρνησης οι οποίες να επιτρέπουν την ορθή διαχείριση του κινδύνου, καθώς και στην παράβαση της υποχρέωσης να παρέχει ακριβείς πληροφορίες στην FMA και της υποχρέωσης να διαθέτει μηχανισμό εσωτερικού ελέγχου, κατάλληλες διαδικασίες εσωτερικής λογιστικής, κατάλληλο σύστημα εσωτερικής τεκμηρίωσης και κατάλληλη διαδικασία διαχείρισης του κινδύνου συγκέντρωσης.

122    Προς στήριξη των συμπερασμάτων της όσον αφορά την παράβαση των διατάξεων με τις οποίες ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36, η ΕΚΤ στηρίχθηκε μεταξύ άλλων:

–        στην επίσημη διαταγή της 19ης Αυγούστου 2015 της FMA, με την οποία επιβλήθηκε στην AAB Bank η υποχρέωση να μεριμνήσει για την εμπρόθεσμη περάτωση του σχεδίου του ετήσιου ελέγχου από το τμήμα εσωτερικού ελέγχου και με την οποία διαπιστώθηκε ότι η εν λόγω μονάδα δεν είχε εκπληρώσει το καθήκον της όσον αφορά τα σχέδια ελέγχου και, ως εκ τούτου, παρέβη το άρθρο 42 του BWG (με το οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36)·

–        στην επίσημη διαταγή της 17ης Μαΐου 2016 της FMA με την οποία επιβλήθηκε στην AAB Bank η υποχρέωση να θέσει σε εφαρμογή κατάλληλα σχέδια για τη διαχείριση της αδιάλειπτης λειτουργίας (BCM) και διαπιστώθηκε ότι η διαχείριση της αδιάλειπτης λειτουργίας της ήταν ακατάλληλη κατά τη χρονική περίοδο από το 2013 έως 2016, γεγονός το οποίο συνιστούσε παράβαση του άρθρου 39, παράγραφοι 2, 2b και 5, του BWG (το οποίο ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36)·

–        στην επίσημη διαταγή της 1ης Ιουλίου 2016 της FMA με την οποία επιβλήθηκε στην AAB Bank η υποχρέωση να υποβάλει τις ελεγμένες ετήσιες καταστάσεις της για το 2015 και με την οποία διαπιστώθηκε ότι η AAB Bank δεν είχε υποβάλει τις ελεγμένες καταστάσεις εμπροθέσμως, ήτοι στις 30 Ιουνίου 2016, και είχε επομένως παραβιάσει το άρθρο 44, παράγραφος 1, του BWG·

–        στην επίσημη διαταγή της 6ης Σεπτεμβρίου 2016 της FMA με την οποία επιβλήθηκε στην AAB Bank η υποχρέωση να διασφαλίσει πλήρη και κατανοητή τεκμηρίωση των φακέλων πιστοδοτήσεων και με την οποία διαπιστώθηκε ότι, κατά τη χρονική περίοδο από το 2013 έως το 2016, η διαδικασία πιστοδοτήσεων (και ειδικότερα οι ετήσιες εκθέσεις και η μεταχείριση των προβληματικών δανείων) δεν είχε καταγραφεί κατά τρόπο κατανοητό, κατά παράβαση του άρθρου 39, παράγραφοι 2 και 2b, πρώτο εδάφιο, του BWG (το οποίο ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36)·

–        στην επίσημη διαταγή της 17ης Ιουλίου 2017 της FMA με την οποία επιβλήθηκε στην AAB Bank η υποχρέωση να διαθέσει επαρκείς πόρους στη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και με την οποία διαπιστώθηκε ότι η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου δεν είχε ποτέ ολοκληρωθεί, κατά παράβαση του άρθρου 42 του BWG (με το οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36)·

–        στην επίσημη διαταγή της 31ης Ιανουαρίου 2018 της FMA με την οποία επιβλήθηκε στην AAB Bank η υποχρέωση να μεριμνά ώστε να υπάρχει η δέουσα τεκμηρίωση κατά τη σύναψη συμβάσεων (ήτοι να υπάρχουν τα σχετικά έγγραφα και να είναι πλήρη) και με την οποία διαπιστώνεται ότι, κατά τη χρονική περίοδο από το 2015 έως το 2017, η AAB Bank είχε συνάψει επανειλημμένως εμπορικές συναλλαγές παρότι οι σχετικές συμβάσεις ήταν ανακριβείς ή ελλιπείς ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν υπήρχε το έγγραφο της σύμβασης, κατά παράβαση του άρθρου 39, παράγραφος 2, του BWG (με το οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36)·

–        στην επίσημη διαταγή της 5ης Σεπτεμβρίου 2018 της FMA με την οποία επιβλήθηκε στην AAB Bank η υποχρέωση να θέσει εγκαίρως σε εφαρμογή κατάλληλες διαδικασίες λογιστικής και με την οποία διαπιστώθηκε ότι, κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ του 2017 και του 2018, οι διαδικασίες λογιστικής της δεν διασφάλιζαν την επικαιροποίηση των λογαριασμών της και, ως εκ τούτου, ούτε και την επικαιροποίηση των εκθέσεων εποπτείας της, κατά παράβαση του άρθρου 39, παράγραφος 2 και παράγραφος 3, έκτο εδάφιο, του BWG (με το οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36)·

–        στην επίσημη διαταγή της 24ης Οκτωβρίου 2018 της FMA με την οποία επιβλήθηκε στην AAB Bank η υποχρέωση να μεριμνά ώστε όλες οι εμπορικές συναλλαγές της και η επιχειρηματική σχέση της με την Meinl Bank Antigua να είναι κατανοητώς τεκμηριωμένες και με την οποία διαπιστώθηκε ότι η εσωτερική της τεκμηρίωση, περιλαμβανομένης και της τεκμηρίωσης όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ήταν τόσο ακατάλληλη, ώστε το τμήμα εσωτερικού ελέγχου, ο διαχειριστής κινδύνων και ο υπεύθυνος για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν ήταν σε θέση να ασκήσουν τα καθήκοντά τους όσον αφορά τον έλεγχο, κατά παράβαση του άρθρου 39, παράγραφος 2 και παράγραφος 2b, πέμπτο και ενδέκατο εδάφιο, του BWG, με το οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36, και του άρθρου 23, παράγραφος 3, του FM‑GwG·

–        στην επίσημη διαταγή της 3ης Δεκεμβρίου 2018 της FMA με την οποία επιβλήθηκε στην AAB Bank η υποχρέωση να διασφαλίσει την εφαρμογή του ορθού συντελεστή στάθμισης κινδύνου σε όλα τα στοιχεία του ισολογισμού της και με την οποία διαπιστώθηκε ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2017 και 2018, οι εσωτερικές διαδικασίες της δεν επέτρεπαν να διασφαλιστεί η εφαρμογή σε όλα τα στοιχεία του ενεργητικού της –και ειδικότερα όσον αφορά τις μη τυποποιημένες συναλλαγές– ο ορθός συντελεστής στάθμισης, κατά παράβαση του άρθρου 39, παράγραφος 2, του BWG (με το οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36).

123    Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο σκοπεί στην αντίκρουση των ως άνω διαπιστώσεων και του εξ αυτών αντλούμενου συμπεράσματος, αναπτύσσεται με τη διατύπωση δύο αιτιάσεων.

1)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά παράβαση του άρθρου 74 της οδηγίας 2013/36, όπως ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το άρθρο 39, παράγραφοι 2 και 2b, του BWG, καθόσον τα εν λόγω άρθρα εφαρμόστηκαν σε κινδύνους που συνδέονται με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

124    Η AAB Bank υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36 αφορά τις υποχρεώσεις σχετικά με τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης για την πρόληψη των χρηματοπιστωτικών κινδύνων και ότι το άρθρο 39, παράγραφοι 2 και 2b, του BWG έπρεπε επομένως να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μόνον η ακατάλληλη διάρθρωση των χρηματοπιστωτικών κινδύνων και όχι των κινδύνων που αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας θα επέτρεπε την εφαρμογή εποπτικών μέτρων, όπως η ανάκληση της άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG.

125    Εκ των ανωτέρω συνήγαγε ότι η ΕΚΤ υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση σε παράβαση του άρθρου 74 της οδηγίας 2013/36 –το οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το άρθρο 39, παράγραφοι 2 και 2b, του BWG– απορρέουσα από την ακαταλληλότητα των μηχανισμών καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και όχι από την ακαταλληλότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης για την πρόληψη των χρηματοπιστωτικών κινδύνων.

126    Συναφώς, αρκεί το συμπέρασμα ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η ΕΚΤ διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 39, παράγραφοι 2, 2b και 5, του άρθρου 42 και του άρθρου 44, παράγραφος 1, του BWG στηριζόμενη, μεταξύ άλλων, στην παράβαση της υποχρέωσης ύπαρξης εσωτερικής διακυβέρνησης η οποία να καθιστά δυνατή την ορθή διαχείριση του κινδύνου, της υποχρέωσης παροχής ορθής πληροφόρησης στην FMA και της υποχρέωσης ύπαρξης μηχανισμού εσωτερικού ελέγχου, κατάλληλων διαδικασιών εσωτερικής λογιστικής, κατάλληλου συστήματος εσωτερικής τεκμηρίωσης και κατάλληλης διαδικασίας διαχείρισης του κινδύνου συγκέντρωσης.

127    Αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η AAB Bank, δεν μπορεί να προσαφθεί επομένως στην ΕΚΤ ότι διαπίστωσε παράβαση των διατάξεων του BWG απορρέουσα από την ακαταλληλότητα των μηχανισμών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, δεδομένου ότι η ΕΚΤ συνήγαγε τη διάπραξη της παράβασης, μεταξύ άλλων, από την ακαταλληλότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης.

128    Κατά τα λοιπά, το άρθρο 39, παράγραφος 2b, του BWG διευκρινίζει ότι οι κατάλληλες διαδικασίες τις οποίες οφείλουν να διαθέτουν τα πιστωτικά ιδρύματα βάσει του άρθρου 39, παράγραφος 2, του BWG πρέπει να περιλαμβάνουν τους κατάλληλους μηχανισμούς για την προστασία έναντι του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

129    Τα ως άνω επιχειρήματα της AAB Bank δεν αποδεικνύουν επομένως ότι η ΕΚΤ υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον θεώρησε ότι η AAB Bank δεν είχε θεσπίσει τους μηχανισμούς τους οποίους απαιτούν οι αρμόδιες αρχές βάσει των διατάξεων του BWG που ενσωματώνουν στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36.

130    Εκ των ανωτέρω έπεται ότι το επιχείρημα ότι η AAB Bank διέθετε οργάνωση για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η οποία δεν ήταν ανεπαρκής και είχε βελτιωθεί, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

131    Η πρώτη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει επομένως να απορριφθεί.

2)      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά παράβαση του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/36, όπως ενσωματώθηκε στο αυστριακό δίκαιο, καθόσον η AAB Bank δεν παραβίαζε τη νομοθεσία σχετικά με τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλομένης αποφάσεως

132    Η AAB Bank υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως διέθετε το απαιτούμενο από τις αρμόδιες αρχές πλαίσιο διακυβέρνησης και ότι ο εσωτερικός έλεγχός της ήταν κατάλληλος, αλλά και ότι δεν είναι ακριβές ότι παραβίαζε τις υποχρεώσεις της σχετικά με την τήρηση, τον έλεγχο και την υποβολή των λογαριασμών, την εταιρική διακυβέρνηση, τη διαχείριση του κινδύνου, το σύστημα εσωτερικής τεκμηρίωσης και τεκμηρίωσης των συμβατικών εγγράφων καθώς και τη διαχείριση των φακέλων πιστοδοτήσεων.

133    Πρώτον, η AAB Bank υποστηρίζει ότι ορισμένες από τις ανωτέρω παραβάσεις είναι πάρα πολύ παλαιές και έπαυσε να τις διαπράττει το 2016 ή από το 2017, ότι αποκαταστάθηκαν ή ακόμη ότι έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στους συγκεκριμένους τομείς, όπως επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, από τις εκθέσεις ελέγχου του 2019, αλλά και ότι οι εναπομένουσες αδυναμίες σχετικά με τις παραβάσεις αυτές θα μπορούσαν να βελτιωθούν.

134    Εντούτοις, το επιχείρημα της AAB Bank δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Συγκεκριμένα, ούτε από το γράμμα του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/36 ούτε από το γράμμα του άρθρου 70, παράγραφος 4, του BWG προκύπτει ερμηνεία κατά την οποία παρελθούσες παραβάσεις ή παραβάσεις που έχουν καταστεί ηπιότερες δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

135    Επιπλέον, μια τέτοια ερμηνεία θα διακύβευε τον σκοπό της προστασίας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, καθόσον θα επέτρεπε στα πιστωτικά ιδρύματα που δεν έχουν θεσπίσει το πλαίσιο διακυβέρνησης που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές να συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους ενόσω οι αρμόδιες αρχές δεν αποδεικνύουν τη διάπραξη νέων παραβάσεων.

136    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο για παραβάσεις οι οποίες διαπράχθηκαν μόνον τρία ή πέντε έτη πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

137    Δεύτερον, η AAB Bank αμφισβητεί την ύπαρξη των διαπιστωθεισών με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβάσεων των υποχρεώσεών της, υποστηρίζοντας ότι αυτές δεν είναι συστημικές, κατάφωρες ή σοβαρές.

138    Εντούτοις, από το άρθρο 18, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/36, από το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της ίδιας οδηγίας ή από τις διατάξεις με τις οποίες τα προαναφερθέντα άρθρα μεταφέρθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη δεν προκύπτει ότι οι παραβάσεις τις οποίες αφορούν οι συγκεκριμένες διατάξεις πρέπει να είναι σοβαρές, κατάφωρες ή συστημικές προκειμένου να δικαιολογηθεί η ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

139    Επομένως, η ΕΚΤ δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως καθόσον θεώρησε ότι η AAB Bank παρέβη τις διατάξεις του BWG με τις οποίες μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της εν λόγω οδηγίας χωρίς να αποδείξει ότι οι σχετικές παραβάσεις ήταν σοβαρές, κατάφωρες ή συστημικές.

140    Τρίτον, η AAB Bank υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα εσωτερικού ελέγχου δεν είναι υποστελεχωμένο, διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους και εκτελεί τα καθήκοντά του τακτικά και χωρίς η τράπεζα να του ασκεί παράνομη πίεση.

141    Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι η FMA είναι αρμόδια, δυνάμει της αυστριακής νομοθεσίας, να εκδίδει αποφάσεις για τη διαπίστωση παραβάσεων των διατάξεων του BWG με τις οποίες μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36 και για την επιβολή κυρώσεων για εν λόγω παραβάσεις.

142    Επομένως, η FMA μπορεί να εκδίδει διοικητικές αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώνεται ότι ένα ίδρυμα δεν έχει θεσπίσει το πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις διατάξεις του BWG που ενσωματώνουν στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας.

143    Πέραν τούτου, από τη νομολογία σχετικά με τις πράξεις των οργάνων της Ένωσης προκύπτει ότι απόφαση η οποία δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως από τον αποδέκτη της αποκτά έναντι αυτού ισχύ δεδικασμένου (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 2007, Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, T‑474/04, EU:T:2007:306, σκέψη 37, και της 8ης Μαΐου 2019, Lucchini κατά Επιτροπής, T‑185/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:298, σκέψη 38).

144    Από τη νομολογία σχετικά με τις πράξεις των οργάνων της Ένωσης προκύπτει επίσης ότι η ενοχή του κατηγορουμένου για παράβαση αποδεικνύεται οριστικώς μόνον όταν η απόφαση που διαπιστώνει την παράβαση αποκτά ισχύ δεδικασμένου (πρβλ. απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2007, Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, T‑474/04, EU:T:2007:306, σκέψη 76).

145    Η ως άνω νομολογία πρέπει να εφαρμόζεται, κατ’ αναλογίαν, στις αποφάσεις των εθνικών διοικητικών αρχών με τις οποίες διαπιστώνεται παράβαση των εθνικών διατάξεων σχετικά με τη διακυβέρνηση των πιστωτικών ιδρυμάτων.

146    Συνεπώς, μπορεί με προγενέστερες απρόσβλητες διοικητικές αποφάσεις να διαπιστωθεί ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει θεσπίσει το πλαίσιο διακυβέρνησης που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις διατάξεις του BWG που ενσωματώνουν στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της εν λόγω οδηγίας.

147    Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα της AAB Bank δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ακαταλληλότητα του εσωτερικού ελέγχου η οποία διαπιστώθηκε με προγενέστερες απρόσβλητες διοικητικές αποφάσεις στις οποίες στηρίχθηκε η ΕΚΤ με την προσβαλλόμενη απόφαση.

148    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η AAB Bank διέθετε το απαιτούμενο από τις αρμόδιες αρχές πλαίσιο διακυβέρνησης και ότι ο εσωτερικός έλεγχός της ήταν κατάλληλος και δεν παραβίαζε τις υποχρεώσεις της σχετικά με την τήρηση, τον έλεγχο και την υποβολή λογαριασμών, την εταιρική διακυβέρνηση, τη διαχείριση του κινδύνου, το σύστημα εσωτερικής τεκμηρίωσης και τεκμηρίωσης των συμβατικών εγγράφων καθώς και τη διαχείριση των φακέλων πιστοδοτήσεων.

149    Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι εκθέσεις εσωτερικού ελέγχου της AAB Bank δεν μπορούν να θεωρηθούν, αφ’ εαυτών, επαρκείς προκειμένου να αποδειχθεί αν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα έχει θεσπίσει το απαιτούμενο από τις αρμόδιες αρχές πλαίσιο διακυβέρνησης σύμφωνα με τις διατάξεις του BWG με τις οποίες μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36.

150    Μολονότι τέτοιες εκθέσεις μπορούν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν για την αντίκρουση των διαπιστώσεων της ΕΚΤ οι οποίες δεν στηρίζονται σε απρόσβλητη απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η διάπραξη παράβασης, δεν μπορούν ωστόσο να θεωρηθούν επαρκείς για την αμφισβήτηση των διαπιστώσεων που διαλαμβάνονται σε διοικητικές αποφάσεις οι οποίες έχουν καταστεί απρόσβλητες.

151    Τέταρτον, η AAB Bank παραδέχεται ότι σημειώθηκαν επανειλημμένως παραβάσεις των διατάξεων για τους μεγάλους κινδύνους, αλλά επισημαίνει ότι εξήγηση για τις συγκεκριμένες παραβάσεις αποτελεί ο επανυπολογισμός των αποθεματικών. Κατ’ αυτήν, η παράβαση της σχετικής με τους μεγάλους κινδύνους διατάξεως οφείλεται στη μείωση των ιδίων κεφαλαίων που προκύπτει από τον επανυπολογισμό των αποθεματικών. Επιπλέον, οι συγκεκριμένες παραβάσεις έχουν ήδη αντισταθμιστεί με τους τόκους ποινής κατά την έννοια του άρθρου 97 του BWG.

152    Ωστόσο, η AAB Bank δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι παραβίασε τις διατάξεις για τους μεγάλους κινδύνους και επιχειρεί απλώς να δικαιολογήσει τις παραβάσεις που διέπραξε.

153    Επιπλέον, το ότι οι ανωτέρω παραβάσεις είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή τόκων ποινής δεν αναιρεί το γεγονός ότι διαπράχθηκαν και ότι μπορούν, ως εκ τούτου, να δικαιολογήσουν ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

154    Πέμπτον, η AAB Bank υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ όφειλε να εφαρμόσει το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG και το άρθρο 31, παράγραφος 1, του FM‑GwG, δυνάμει των οποίων η εν λόγω αρχή πρέπει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζει ότι η εμπορική εκμετάλλευση των εποπτευόμενων οντοτήτων παραμένει συμβατή με τον FM‑GwG.

155    Ως εκ τούτου, η FMA όφειλε να τηρήσει τα τρία στάδια της προβλεπόμενης στο άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG εποπτικής διαδικασίας και να επιδιώξει να αποκαταστήσει την προβαλλόμενη μη συμμόρφωση προς τους κανόνες προληπτικής εποπτείας με συγκεκριμένες οδηγίες, με την απειλή προστίμου και στη συνέχεια, σε περίπτωση αποτυχίας, απαγορεύοντας την άσκηση δραστηριότητας, και να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον άλλα προβλεπόμενα από τον BWG μέτρα δεν μπορούσαν να διασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία του πιστωτικού ιδρύματος.

156    Ούτε όμως η ΕΚΤ ούτε η FMA απέδειξαν τη συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας και η περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση παράθεση των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν πριν από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας δεν αποδεικνύει ότι τηρήθηκαν τα προβλεπόμενα από το αυστριακό δίκαιο στάδια.

157    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AAB Bank, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως είχαν ληφθεί εποπτικά μέτρα τα οποία αφορούσαν τις ίδιες ελλείψεις με εκείνες λόγω των οποίων ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας.

158    Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, από το 2015 η FMA έλαβε, μεταξύ άλλων, είκοσι τέσσερα επίσημα εποπτικά μέτρα, εκ των οποίων δεκαεπτά επίσημες εντολές για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης όσον αφορά ελλείψεις εκ μέρους της AAB Bank στο πλαίσιο της καταπολέμησης της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, επέβαλε τέσσερα πρόστιμα σε σχέση με την εσωτερική διακυβέρνηση και τις παραβάσεις της νομοθεσίας για την πρόληψη της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ενώ έλαβε και πολλά άλλα εποπτικά μέτρα.

159    Επομένως, η ως άνω επιχειρηματολογία της AAB Bank στερείται πραγματικής βάσης.

160    Η δεύτερη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει επομένως να απορριφθεί.

161    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο.

162    Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επομένως να απορριφθεί.

2.      Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

163    Προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η AAB Bank υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν οι αιτιάσεις της ΕΚΤ ήταν βάσιμες και επαρκείς, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυσανάλογη καθόσον η ανάκληση της άδειας λειτουργίας δεν ήταν ούτε αναγκαία ούτε πρόσφορη για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.

164    Πρώτον, η AAB Bank προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην FMA και την ΕΚΤ ότι δεν εξέτασαν κατά πόσον ο επιδιωκόμενος σκοπός μπορούσε να επιτευχθεί με τη χρήση ενός λιγότερο παρεμβατικού από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας μέτρου από αυτά που είχαν στη διάθεσή στους.

165    Δεύτερον, κατά την AAB Bank, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν ούτε πρόσφορη ούτε αναγκαία, δεδομένου ότι εκδόθηκε επτά μήνες μετά την πρόταση της FMA για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, ενώ έπρεπε να εκδοθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, η δε FMA δεν μπόρεσε να εξακριβώσει αν η ανάκληση που πρότεινε εξακολουθούσε να είναι πρόσφορη και αναγκαία.

166    Τρίτον, η AAB Bank υποστηρίζει ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

167    Τέταρτον, κατά την AAB Bank, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας ήταν επίσης δυσανάλογη διότι είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της ευρωστίας της, εις βάρος των καταθετών, των επενδυτών και των αντισυμβαλλομένων.

168    Πέμπτον, η AAB Bank θεωρεί ότι η άρνηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν δυσανάλογη, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι επηρέασε αρνητικά τις δυνατότητες άμυνάς της.

169    Η ΕΚΤ αντικρούει τα ως άνω επιχειρήματα.

170    Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η ΕΚΤ εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της AAB Bank συνιστούσε αναλογικό μέτρο, δεδομένου ότι αποσκοπούσε στην παύση των εκ μέρους της AAB Bank παραβάσεων του νόμου και των εντεύθεν κινδύνων για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και ότι, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των παραβάσεων και των μέτρων που είχε ήδη λάβει η FMA, κανένα άλλο μέτρο δεν μπορούσε να καταστήσει δυνατή την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Επισήμανε επίσης ότι το δημόσιο συμφέρον για την προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των λοιπών επιχειρηματικών εταίρων της AAB Bank έπρεπε να υπερισχύσει του ιδίου συμφέροντός της και του συμφέροντος των ιδιοκτητών της να εξακολουθήσει η AAB Bank να διαθέτει άδεια λειτουργίας.

171    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να είναι πρόσφορες για να διασφαλίσουν την επίτευξη των νομίμως επιδιωκομένων από την οικεία ρύθμιση σκοπών και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρο (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

172    Πρώτον, όπως επισήμανε η ΕΚΤ, σκοπός της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ήταν η παύση των εκ μέρους της AAB Bank παραβάσεων του νόμου και των εντεύθεν κινδύνων για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, καθώς και η προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των λοιπών επιχειρηματικών εταίρων της AAB Bank.

173    Το θεμιτό των ως άνω επιδιωκόμενων σκοπών δεν αμφισβητείται από την AAB Bank.

174    Όσον αφορά, δεύτερον, την καταλληλότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως να διασφαλίσει την επίτευξη των ως άνω σκοπών, διαπιστώνεται ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, καθόσον εμποδίζει το πιστωτικό ίδρυμα να συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του, μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη του σκοπού της παύσης των παραβάσεων του νόμου και των εντεύθεν κινδύνων για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, καθώς και του σκοπού της προστασίας των καταθετών, των επενδυτών και των λοιπών επιχειρηματικών εταίρων της AAB Bank.

175    Συναφώς, η AAB Bank θεωρεί, αφενός, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν ούτε πρόσφορη ούτε αναγκαία, δεδομένου ότι εκδόθηκε επτά μήνες μετά την πρόταση της FMA για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας και ότι η FMA δεν μπόρεσε να εξακριβώσει αν η προταθείσα ανάκληση εξακολουθούσε να είναι πρόσφορη και αναγκαία.

176    Βεβαίως, όπως υπογραμμίζει η AAB Bank, από το άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 468/2014 προκύπτει ότι η ΕΚΤ εξετάζει το ταχύτερο δυνατόν τα σχέδια αποφάσεων για ανάκληση άδειας λειτουργίας.

177    Ωστόσο, η παρέλευση χρονικού διαστήματος επτά μηνών από την πρόταση απόφασης της FMA για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας μέχρι την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αποδεικνύει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν αναγκαία για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.

178    Κατά τα λοιπά, το ως άνω χρονικό διάστημα είναι εν προκειμένω εύλογο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η ΕΚΤ έπρεπε να μελετήσει το σχέδιο απόφασης της FMA για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, το οποίο ήταν ογκώδες, προκειμένου να εκτιμήσει αν η ανάκληση ήταν δικαιολογημένη, και να αναλύσει τα δώδεκα συμπληρωματικά έγγραφα παρατηρήσεων –επίσης ογκώδη– τα οποία κατέθεσε η AAB Bank κατόπιν ακρόασής της.

179    Επιπλέον, το γεγονός ότι η FMA δεν εξέτασε εκ νέου το κατά πόσο μετά το χρονικό διάστημα των επτά μηνών η ανάκληση της άδειας λειτουργίας εξακολουθούσε να είναι αναγκαία δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι μόνον η ΕΚΤ είναι αρμόδια να εκτιμήσει την εν λόγω αναγκαιότητα.

180    Αφετέρου, κατά την AAB Bank, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας δεν αποτελούσε κατάλληλο μέτρο, λαμβανομένων υπόψη των επιδιωκόμενων σκοπών, διότι τα λοιπά έννομα αποτελέσματά της παραδόξως προκάλεσαν την εγκατάλειψη κάθε εποπτείας και την αποχή από την εξέταση περιπτώσεων νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

181    Εντούτοις, το ως άνω επιχείρημα δεν αποδεικνύει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν αναγκαία.

182    Συγκεκριμένα, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της AAB Bank, καθώς δεν της επέτρεπε να συνεχίσει τις επιχειρησιακές της δραστηριότητες, είχε ως αποτέλεσμα την παύση της παράβασης των υποχρεώσεών της όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

183    Πρέπει επομένως, τρίτον, να εξακριβωθεί αν τα επιχειρήματα της AAB Bank καταδεικνύουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπερέβη το αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών μέτρο.

184    Συναφώς, η AAB Bank υποστηρίζει, πρώτον, ότι λιγότερο παρεμβατικά εναλλακτικά μέτρα, όπως είναι οι προσωρινές διαταγές, τα πρόστιμα ή οι δημοσιεύσεις, θα καθιστούσαν δυνατή την επίτευξη του σκοπού της αποκατάστασης της νομιμότητας.

185    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, παρότι η FMA από το 2010 εξέδωσε μεγάλο αριθμό διαταγών και κατά της AAB Bank και της επέβαλε πολλές κυρώσεις, η τελευταία δεν έλαβε ικανοποιητικά διορθωτικά μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις νομικές απαιτήσεις που επιβάλλει η εφαρμοστέα ρύθμιση.

186    Επομένως, η ΕΚΤ δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι άλλα μέτρα δεν ήταν κατάλληλα για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών.

187    Για τον ίδιο λόγο, τα επιχειρήματα ότι οι παραβάσεις των υποχρεώσεων της AAB Bank ήταν παλαιές και δεν υφίσταντο κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν ήταν αρκούντως σοβαρές και θα μπορούσαν να έχουν αποκατασταθεί δεδομένου ότι η AAB Bank καταβάλλει αδιαλείπτως προσπάθειες για την τήρηση των κανόνων προληπτικής εποπτείας ή ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας θα μπορούσε να επέλθει αργότερα, δεν αποδεικνύουν ότι η ΕΚΤ υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας ήταν το μόνο κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.

188    Το επιχείρημα ότι έπρεπε να είχαν ληφθεί μέτρα πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 70, παράγραφος 4, του BWG, το οποίο εκφράζει ειδικώς την αρχή της αναλογικότητας στην αυστριακή νομοθεσία, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι τέτοια μέτρα είχαν πράγματι ληφθεί προηγουμένως από την FMA και δεν είχαν καταστήσει δυνατή την αποκατάσταση της νομιμότητας, κατά την έννοια της πρώτης παραγράφου της εν λόγω διατάξεως.

189    Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα της AAB Bank ότι η εκούσια –αν και προσωρινή– παύση των τραπεζικών δραστηριοτήτων της ή η απόφαση να προβεί σε άμεση εκκαθάριση και να της επαναχορηγηθεί στη συνέχεια η άδεια λειτουργίας της μετά από μεταβατική περίοδο 18 μηνών θα μείωνε τους υποτιθέμενους κινδύνους χωρίς να καταστεί αναγκαία η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της.

190    Συγκεκριμένα, η προσωρινή παύση των δραστηριοτήτων της AAB Bank με διατήρηση της άδειας λειτουργίας της δεν θα καθιστούσε δυνατή την οριστική παύση των προσαπτόμενων παραβάσεων, δεδομένου ότι αυτές θα μπορούσαν να επαναληφθούν μετά την εκ νέου ανάληψη των δραστηριοτήτων της.

191    Ομοίως, η επαναχορήγηση στην AAB Bank της άδειας λειτουργίας της μετά από μεταβατική περίοδο 18 μηνών δεν θα μπορούσε να εμποδίσει τη συνέχιση των παραβάσεων κατά τη διάρκεια του εν λόγω χρονικού διαστήματος.

192    Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει η ΕΚΤ, η εκούσια εκκαθάριση της AAB Bank ή η παύση των τραπεζικών δραστηριοτήτων της δεν ήταν πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δεδομένου ότι η ΕΚΤ ή η FMA δεν θα ήταν σε θέση να την εξαναγκάσουν με άλλα μέτρα πλην της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της να ολοκληρώσει την εκκαθάριση ή να μην αναλάβει τις τραπεζικές δραστηριότητές της, αν η AAB Bank είχε αποφασίσει να τις αναλάβει εκ νέου.

193    Δεύτερον, κατά την AAB Bank, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της αποτελούσε επίσης δυσανάλογο μέτρο για τον λόγο ότι η ΕΚΤ δεν είχε αξιολογήσει ορθώς τις πραγματικές συνέπειες της αποφάσεώς της. Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της ευρωστίας της AAB Bank εις βάρος των καταθετών, των επενδυτών και των αντισυμβαλλομένων. Επομένως, η εκκαθάριση της τράπεζας είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στο αυστριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα και οι επιδιωκόμενοι σκοποί προσέκρουσαν στις σοβαρές συνέπειες που είχε για την κατάσταση της AAB Bank το ληφθέν μέτρο.

194    Ειδικότερα, η ΕΚΤ δεν είχε προβλέψει ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας θα καθιστούσε ληξιπρόθεσμες τις καταθέσεις και, κατά συνέπεια, θα επέφερε την αφερεγγυότητα λόγω μη επιστροφής τους. Η ΕΚΤ δεν εξέτασε ούτε το ενδεχόμενο ότι για την FMA η ανάκληση της αδείας λειτουργίας θα συνεπαγόταν την άνευ όρων ανάκληση των μελών του διοικητικού συμβουλίου και την αντικατάστασή τους από εκκαθαριστές ως αποκλειστικούς εκπροσώπους των οργάνων της τράπεζας.

195    Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της αποκαταστάσεως της νομιμότητας και των κινδύνων που ενείχαν οι παραβάσεις που προσάπτονται στην AAB Bank για το τραπεζικό σύστημα, τους πιστωτές της, τους πελάτες της και τους επιχειρηματικούς εταίρους της, δεν μπορεί να προσαφθεί στην ΕΚΤ ότι δεν αποφάσισε να μην ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της AAB Bank με μοναδικό σκοπό να αποφευχθεί η αφερεγγυότητα και η θέση υπό εκκαθάριση του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος.

196    Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν και των επιδιωκόμενων με την προσβαλλόμενη απόφαση σκοπών, οι συνέπειες που είχε για την κατάσταση της AAB Bank η εν λόγω απόφαση δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.

197    Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι παραβάσεις που καταλογίστηκαν στην AAB Bank είχαν επίσης ως αποτέλεσμα να πληγεί η ευρωστία της εις βάρος των καταθετών, των επενδυτών και των αντισυμβαλλομένων και να χαθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην τραπεζική αγορά.

198    Τρίτον, η AAB Bank θεωρεί ότι η άρνηση αναστολής της άμεσης εφαρμογής της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν δυσανάλογη καθόσον η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη τις αρνητικές συνέπειες της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας και της εκτέλεσής της επί των δικαιωμάτων άμυνάς της.

199    Εντούτοις, δεδομένου ότι η AAB Bank ήταν σε θέση να ασκήσει προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και να κινήσει διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, η άρνηση της ΕΚΤ να αναστείλει την άμεση εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είχε αρνητικές συνέπειες για τα δικαιώματα άμυνάς της, ούτε υπερέβη τα αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.

200    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η ΕΚΤ δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

201    Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει επομένως να απορριφθεί.

3.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 34 του κανονισμού 468/2014, υπό το πρίσμα του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, απορρέουσα από την άρνηση της ΕΚΤ να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως

202    Προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η AAB Bank υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η απόρριψη του αιτήματος αναστολής της εφαρμογής της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν αντίθετη προς το άρθρο 34 του κανονισμού 468/2014 και προσέβαλε το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, αλλά και ότι δεν ήταν δικαιολογημένη, ελλείψει επείγοντος.

203    Κατά την AAB Bank, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνεπάγεται την εκ μέρους της ΕΚΤ αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως έως ότου εκδοθεί δικαστική απόφαση επί της ασκηθείσας κατ’ αυτής προσφυγής, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο μέτρο επρόκειτο να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία και θα είχε ως συνέπεια την αντικατάσταση των διευθυνόντων συμβούλων της από εκκαθαριστές ως αποκλειστικούς εκπροσώπους των οργάνων της τράπεζας, χωρίς η AAB Bank να μπορεί προηγουμένως να ελέγξει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως τουλάχιστον με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων.

204    Η AAB Bank προσθέτει ότι ο κανόνας της άμεσης εφαρμογής των αποφάσεων για την ανάκληση άδειας λειτουργίας πρέπει να θεωρηθεί ότι προσβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματα καθόσον δεν παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των αποδεκτών τους λόγω του περιεχομένου των εν λόγω αποφάσεων και του περιορισμένου χαρακτήρα της προσωρινής δικαστικής προστασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

205    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου.

206    Εξάλλου, έχει κριθεί ότι η αδυναμία λήψεως προσωρινών μέτρων δεν ήταν σύμφωνη με τη γενική αρχή του δικαιώματος πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που παρέχει στους ιδιώτες το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. διάταξη της 3ης Μαΐου 1996, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑399/95 R, EU:C:1996:193, σκέψη 46).

207    Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η ύπαρξη προϋποθέσεων παραδεκτού και βασιμότητας δεν προσβάλλει, αυτή καθεαυτήν, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2007, Unibet, C‑432/05, EU:C:2007:163, σκέψη 73 και της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψεις 98 και 106, και διάταξη της 19ης Ιουνίου 1995, Kik κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑107/94, EU:T:1995:107, σκέψη 39).

208    Ωστόσο, οι προϋποθέσεις αυτές δεν πρέπει να καθιστούν την άσκηση μέσων παροχής έννομης προστασίας πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe‑Zentralfinanz και Rewe‑Zentral, 33/76, EU:C:1976:188, EU:C:1976:188, σκέψη 5, της 26ης Ιανουαρίου 2010, Transportes Urbanos y Servicios Generales, C‑118/08, EU:C:2010:39, σκέψη 31, και της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Test Claimants in the Franked Investment Income Group Litigation, C‑362/12, EU:C:2013:834, σκέψη 32).

209    Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 34 του κανονισμού 468/2014, με την επιφύλαξη του άρθρου 278 ΣΛΕΕ και του άρθρου 24, παράγραφος 8, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίζει ότι η εφαρμογή εποπτικής απόφασής της αναστέλλεται.

210    Εν προκειμένω, πρώτον, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της AAB Bank, η άρνηση αναστολής της άμεσης εφαρμογής της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν κατέστησε υπερβολικά δυσχερή ή αδύνατη την αίτηση προσωρινής αναστολής της προσβαλλομένης αποφάσεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ή την προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής προκειμένου να ελεγχθεί η νομιμότητά της.

211    Συγκεκριμένα, αφενός, η θέση υπό εκκαθάριση της AAB Bank, η οποία επήλθε κατόπιν εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν εμπόδισε την AAB Bank να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως και να ζητήσει τη λήψη προσωρινών μέτρων.

212    Αφετέρου, με τη διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2019, Anglo Austrian AAB Bank και Belegging‑Maatschappij «Far‑East» κατά ΕΚΤ (T‑797/19 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:801), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε, κατόπιν αιτήσεως των προσφευγουσών, την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως έξι ημέρες μετά την έκδοσή της, έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεώς τους για τη λήψη προσωρινών μέτρων.

213    Δεύτερον, ο ισχυρισμός περί περιορισμένου χαρακτήρα της προσωρινής δικαστικής προστασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθόσον αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της συμβατότητας των προϋποθέσεων λήψεως ασφαλιστικών μέτρων με το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, επίσης να απορριφθεί κατ’ εφαρμογήν της μνημονευόμενης στη σκέψη 207 ανωτέρω νομολογίας.

214    Όσον αφορά, ειδικότερα, το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται ο μη αναστρέψιμος χαρακτήρας ή το ανεπανόρθωτο των αποφάσεων για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, διαπιστώνεται ότι η άρνηση αναστολής των συνεπειών τέτοιων αποφάσεων δεν θίγει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των οικείων ιδρυμάτων.

215    Συγκεκριμένα, η άμεση εφαρμογή των αποφάσεων για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας μπορεί να ανασταλεί, ενδεχομένως, στο πλαίσιο αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων και δεν εμποδίζει τα οικεία ιδρύματα να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά των σχετικών αποφάσεων.

216    Επομένως, η AAB Bank θα μπορούσε να εξασφαλίσει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως αν πληρούσε τις προϋποθέσεις για τη χορήγησης μιας τέτοιας αναστολής, ιδίως την προϋπόθεση του επείγοντος.

217    Επιπλέον, σε περίπτωση που απόφαση για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ήθελε θεωρηθεί παράνομη κατόπιν ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως, το οικείο ίδρυμα θα μπορούσε να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της παρανομίας που διαπιστώθηκε.

218    Εξάλλου, το γεγονός ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα τέθηκε υπό εκκαθάριση κατόπιν ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας του και οι διευθύνοντες σύμβουλοί του αντικαταστάθηκαν από τους εκκαθαριστές ως αποκλειστικούς αντιπροσώπους δεν εμποδίζει το συγκεκριμένο ίδρυμα να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως με την οποία ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του.

219    Κατά συνέπεια, η άμεση εφαρμογή των αποφάσεων για την αναστολή άδειας λειτουργίας δεν προσβάλλει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των οικείων ιδρυμάτων.

220    Τρίτον, η AAB Bank υποστηρίζει ότι η άρνηση αναστολής της εφαρμογής της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν αντίθετη προς το άρθρο 34 του κανονισμού 468/2014 και δεν δικαιολογούνταν από επείγουσα κατάσταση, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση στηριζόταν σε παραβάσεις αναγόμενες σε παλαιότερα έτη, καμία δε από αυτές δεν είχε διάρκεια. Υπογραμμίζει επίσης ότι η ΕΚΤ ή η FMA δεν προέβαλαν επιχειρήματα σχετικά με την ύπαρξη επείγοντος.

221    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ αρνήθηκε να αναστείλει τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως για χρονικό διάστημα τριάντα ημερών με την αιτιολογία ότι οι παρατηρήσεις της AAB Bank δεν μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εν λόγω απόφαση δεν μπορούσε να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία και ότι το δημόσιο συμφέρον προστασίας των καταθετών, των επενδυτών και των λοιπών επιχειρηματικών εταίρων της AAB Bank, καθώς και η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δικαιολογούσαν την άμεση εφαρμογή της.

222    Επιπλέον, από το άρθρο 34 του κανονισμού 468/2014, κατά το οποίο η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίζει ότι η εφαρμογή εποπτικής απόφασής της αναστέλλεται, δεν προκύπτει ότι εναπόκειται στην ΕΚΤ να αποδείξει ότι η άρνηση αναστολής της αποφάσεως για την ανάκληση άδειας λειτουργίας δικαιολογείται από επείγουσα κατάσταση.

223    Εξάλλου, η απόφαση περί αναστολής ή μη εφαρμογής αποφάσεως για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας εμπίπτει, δυνάμει του άρθρου 34 του κανονισμού 468/2014, στη διακριτική ευχέρεια της ΕΚΤ.

224    Πάντως, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού των διαταγών που εκδόθηκαν και των κυρώσεων που επιβλήθηκαν από το 2010, το επιχείρημα ότι οι παραβάσεις που καταλογίστηκαν στην AAB Bank ήταν παλαιές και δεν διήρκεσαν δεν αποδεικνύει ότι ο ισχυρισμός της ΕΚΤ κατά τον οποίο το δημόσιο συμφέρον για την προστασία των καταθετών της AAB Bank, των επενδυτών και των λοιπών επιχειρηματικών εταίρων της καθώς και η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος δικαιολογούσε την άμεση εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως πάσχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

225    Επομένως, η ΕΚΤ, αρνούμενη να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως για χρονικό διάστημα τριάντα ημερών, δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς της ούτε παρέβη το άρθρο 34 του κανονισμού 468/2014.

226    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.

4.      Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της AAB Bank

227    Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αποτελείται από τέσσερα σκέλη, η AAB Bank υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και των άρθρων 31 και 32 του κανονισμού 468/2014 καθόσον η ΕΚΤ, πρώτον, προσέβαλε το δικαίωμά της για δίκαιη δίκη και το δικαίωμα ακροάσεώς της, δεύτερον, της αρνήθηκε την πλήρη πρόσβαση στον φάκελο, τρίτον, δεν προσδιόρισε τις κρίσιμες περιστάσεις και, τέταρτον, προσέβαλε το «δικαίωμα προφορικής ακροάσεώς της».

228    Η ΕΚΤ αντικρούει την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

α)      Επί του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη

229    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η AAB Bank υποστηρίζει ότι η FMA δεν προέβη σε ακρόασή της πριν διαβιβάσει το σχέδιο αποφάσεως στην ΕΚΤ, ενώ ήταν υποχρεωμένη να το πράξει σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG και βάσει του δικαιώματος ακροάσεως, και ότι η ΕΚΤ δεν την ενημέρωσε για τη διαβίβαση του σχεδίου αποφάσεως για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

230    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 81, παράγραφος 2, του κανονισμού 468/2014, ισχύει το δικαίωμα που προβλέπεται στο άρθρο 31 του εν λόγω κανονισμού.

231    Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι, «[π]ριν από την έκδοση εποπτικής απόφασης της ΕΚΤ η οποία απευθύνεται σε συγκεκριμένο μετέχοντα και είναι πιθανό να θίξει τα δικαιώματά του, πρέπει να δίνεται σε αυτόν η δυνατότητα να υποβάλει εγγράφως σχόλια στην ΕΚΤ σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, τις ενστάσεις και τη νομική βάση που μπορούν να επηρεάσουν την εποπτική απόφαση της ΕΚΤ. […] Η ειδοποίηση με την οποία η ΕΚΤ παρέχει στον μετέχοντα τη δυνατότητα υποβολής σχολίων αναφέρει την ουσία της εποπτικής απόφασης που πρόκειται να εκδώσει, καθώς και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τις ενστάσεις και τη νομική βάση επί των οποίων η ΕΚΤ σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της».

232    Εν προκειμένω, η AAB Bank δεν αμφισβητεί ότι πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως έτυχε ακροάσεως επί του σχεδίου αποφάσεως της ΕΚΤ, το οποίο της διαβίβασε στις 14 Ιουνίου 2019 και το οποίο περιελάμβανε τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τις ενστάσεις και τη νομική βάση επί των οποίων σκόπευε να στηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατόπιν της προαναφερθείσας κοινοποιήσεως, η AAB Bank υπέβαλε τις γραπτές παρατηρήσεις της επί του σχεδίου αποφάσεως της ΕΚΤ, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 468/2014, με έγγραφο της 23ης Ιουλίου 2019.

233    Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AAB Bank, η ανωτέρω διάταξη, η οποία διέπει τη διαδικασία που εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, ουδόλως υποχρέωνε την ΕΚΤ να κοινοποιήσει στην AAB Bank το σχέδιο αποφάσεως της FMA.

234    Στο πλαίσιο αυτό, το επιχείρημα της AAB Bank ότι η ΕΚΤ όφειλε να διαπιστώσει την προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της λόγω παραβάσεως του άρθρου 70, παράγραφος 4, του BWG εκ μέρους της FMA, με βάση το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1024/2013, είναι παντελώς αβάσιμο.

235    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι παρασχέθηκε στην AAB Bank η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις επί του σχεδίου αποφάσεως της ΕΚΤ κατόπιν του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού 468/2014.

236    Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν έτυχε ακροάσεως επί του σχεδίου αποφάσεως της FMA ή ότι η ΕΚΤ δεν της κοινοποίησε την πρόταση της FMA περί ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας κατά τον χρόνο που η τελευταία της την κοινοποίησε είναι άνευ σημασίας.

237    Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον σχετικό φάκελο

238    Η AAB Bank ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον σχετικό φάκελο γεννάται από τη στιγμή της κινήσεως της εποπτικής διαδικασίας από την FMA και σκοπό έχει να παράσχει στον αποδέκτη του σχεδίου αποφάσεως τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα ακροάσεώς του.

239    Υποστηρίζει επίσης ότι δεν έγινε σεβαστό το δικαίωμα προσβάσεώς της στον φάκελο, δεδομένου ότι η ΕΚΤ της παρέσχε περιορισμένη μόνον πρόσβαση σε αυτόν. Η μη διαβίβαση των εγγράφων εσωτερικής επικοινωνίας και των εγγράφων τής μεταξύ της ΕΚΤ και της FMA επικοινωνίας, καθώς χαρακτηρίστηκαν εμπιστευτικά, δεν επέτρεψε στην AAB Bank να ελέγξει την ουσιαστική σημασία των γνωστοποιηθέντων εγγράφων του φακέλου ενόψει της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και να προσδιορίσει τις αιτιάσεις που προέβαλαν η ΕΚΤ και η FMA.

240    Συναφώς, δέον να υπομνησθεί ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο συνεπάγεται ότι το οικείο όργανο παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά περιλαμβάνονται τόσο τα επιβαρυντικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

241    Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού 468/2014, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να περιλαμβάνουν εσωτερικά έγγραφα της ΕΚΤ και των εθνικών αρμόδιων αρχών, καθώς και την αλληλογραφία μεταξύ της ΕΚΤ και εθνικής αρμόδιας αρχής ή μεταξύ των εν λόγω αρχών.

242    Πρώτον, η AAB Bank είχε πρόσβαση στον φάκελο πριν υποβάλει παρατηρήσεις επί του σχεδίου της ΕΚΤ κατόπιν του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

243    Δεδομένου ότι η προθεσμία των πέντε εβδομάδων που της χορηγήθηκε για να υποβάλει παρατηρήσεις ήταν επαρκής για να διασφαλίσει την άμυνά της, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι της δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις έχοντας στη διάθεσή της τον φάκελο.

244    Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα της AAB Bank ότι η έλλειψη προσβάσεως στην εσωτερική επικοινωνία της ΕΚΤ και στην επικοινωνία μεταξύ της FMA και της ΕΚΤ που αφορούσε τον προσδιορισμό των επιβαρυντικών πραγματικών περιστατικών ή τις διαπιστώσεις της FMA δεν της επέτρεψε να εξακριβώσει την ουσιαστική σημασία των γνωστοποιηθέντων εγγράφων του φακέλου και να προσδιορίσει τις αιτιάσεις που προέβαλαν η ΕΚΤ και η FMA δεν αποδεικνύει ότι εμποδίστηκε η αποτελεσματική άμυνα της AAB Bank.

245    Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας στηρίζεται σε αποφάσεις της FMA και σε αποφάσεις των αυστριακών δικαστηρίων με τις οποίες διαπιστώνεται ότι υπήρξαν παραβιάσεις ή ότι διαπράχθηκαν παραβάσεις και δεδομένου ότι η AAB Bank ήταν αποδέκτης των εν λόγω διοικητικών αποφάσεων ή διάδικος των σχετικών δικαστικών διαδικασιών, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι εμποδίστηκε να εξακριβώσει την ουσιαστική σημασία των εγγράφων ή να προσδιορίσει τις προβληθείσες από την ΕΚΤ και την FMA αιτιάσεις που στηρίζονται στις εν λόγω διοικητικές ή δικαστικές αποφάσεις.

246    Επιπλέον, καθόσον οι αιτιάσεις ή τα έγγραφα των οποίων τη σημασία προτίθετο να ελέγξει η ΑΑΒ Bank αφορούσαν επάλληλες πραγματικές διαπιστώσεις της ΕΚΤ, οι οποίες σκοπούσαν στην προβολή του πλαισίου των προσαπτόμενων παραβάσεων, διαπιστώνεται επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, η γνωστοποίησή τους δεν θα είχε παράσχει στην AAB Bank τη δυνατότητα να αποδείξει ότι με τις απρόσβλητες εθνικές αποφάσεις που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, των οποίων είχε κατ’ ανάγκην λάβει γνώση, δεν διαπιστώθηκε η διάπραξη παραβάσεων.

247    Ως εκ τούτου, η γνωστοποίησή τους δεν ήταν χρήσιμη για την άμυνα της AAB Bank.

248    Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AAB Bank, το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους τα εσωτερικά έγγραφα και η επικοινωνία μεταξύ της FMA και της ΕΚΤ ήταν εμπιστευτικά δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

249    Για τον ίδιο λόγο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα της AAB Bank να υποχρεωθεί η ΕΚΤ να προσκομίσει τα έγγραφα που μέχρι σήμερα χαρακτηρίζονται ως εμπιστευτικά.

250    Το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είναι συνεπώς αβάσιμο.

γ)      Επί του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως προσδιορισμού των κρίσιμων περιστάσεων

251    Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η AAB Bank υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως καθόσον δεν προσδιόρισε, δεν εξέτασε και δεν εκτίμησε με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα πραγματικά στοιχεία για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας. Επ’ αυτού, διευκρινίζει ότι η ΕΚΤ δεν έπρεπε να στηριχθεί στα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε η FMA, αλλά όφειλε να προβεί σε δικές της έρευνες, αφενός, επί του ζητήματος της παραβάσεως των διατάξεων σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και, αφετέρου, επί του ζητήματος της υπάρξεως κατάλληλης οργάνωσης.

252    Πρώτον, από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 18, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36 προκύπτει ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανακαλέσουν χορηγηθείσα άδεια λειτουργίας όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει κηρυχθεί υπεύθυνο για σοβαρή παράβαση των εθνικών διατάξεων που θεσπίσθηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/60 (νυν οδηγίας 2015/849).

253    Επιπλέον, από το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG προκύπτει ότι όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα παραβαίνει, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις του BWG ή τις πράξεις που εκδόθηκαν για την εφαρμογή του, η FMA οφείλει να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα λοιπά μέτρα που προβλέπει ο BWG δεν μπορούν να διασφαλίσουν τη λειτουργία του.

254    Εξάλλου, κατά το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του FM‑GwG, σε περίπτωση παραβάσεως των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG, η FMA μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας.

255    Σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1024/2013, όταν η αρμόδια εθνική αρχή που πρότεινε τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 εκτιμά ότι η εν λόγω άδεια πρέπει να ανακληθεί βάσει του εθνικού δικαίου, υποβάλλει σχετική πρόταση στην ΕΚΤ. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΚΤ λαμβάνει απόφαση για την πρόταση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τη σχετική αιτιολογία που προέβαλε η εθνική αρμόδια αρχή.

256    Τέλος, κατά το άρθρο 83 του κανονισμού 468/2014, κατά τη λήψη της απόφασής της, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη της σωρευτικά τα εξής: «α) την αξιολόγηση από την ίδια των περιστάσεων που δικαιολογούν την ανάκληση, β) κατά περίπτωση, το σχέδιο απόφασης που έχει εκπονήσει [η εθνική αρμόδια αρχή] για την ανάκληση άδειας λειτουργίας, γ) τη διαβούλευση με την οικεία [εθνική αρμόδια αρχή] και, εφόσον αυτή δεν είναι η εθνική αρχή εξυγίανσης, τη διαβούλευση με την εθνική αρχή εξυγίανσης […], δ) τυχόν σχόλια του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 2 και το άρθρο 82 παράγραφος 3».

257    Από τις ως άνω διατάξεις και από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 3, και από το άρθρο 14 παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της να ανακαλεί τις άδειες λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ όφειλε, εν προκειμένω, να εκτιμήσει –λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τους λόγους που προέβαλε η αρμόδια εθνική αρχή προς δικαιολόγηση της ανάκλησης και μετά την εξέταση των περιστάσεων που δικαιολογούν την ανάκληση– αν οι προβλεπόμενες από το αυστριακό δίκαιο προϋποθέσεις, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του άρθρου 18, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36, πληρούνταν, ήτοι να διαπιστώσει τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και να αποφασίσει αν έπρεπε να θεωρηθούν ως απόδειξη του γεγονότος ότι το οικείο πιστωτικό ίδρυμα είχε κηρυχθεί υπεύθυνο σοβαρής παραβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG.

258    Συναφώς, η φράση «έχει κηρυχθεί υπεύθυνο», η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36 συνεπάγεται ότι το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του FM‑GwG, με το οποίο ενσωματώθηκε η συγκεκριμένη διάταξη στην εσωτερική έννομη τάξη, έχει την έννοια ότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν το οικείο ίδρυμα διέπραξε σοβαρές παραβάσεις των διατάξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG, η ΕΚΤ οφείλει να στηρίζεται σε αποφάσεις των εθνικών αρμόδιων αρχών με τις οποίες διαπιστώθηκε η διάπραξη σοβαρών παραβάσεων και όχι ότι η ΕΚΤ πρέπει να κρίνει η ίδια ότι το πιστωτικό ίδρυμα διέπραξε σοβαρή παράβαση.

259    Εν προκειμένω η ΕΚΤ, προκειμένου να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας, διαπίστωσε τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, με βάση διοικητικές αποφάσεις της FMA, δικαστικές αποφάσεις των αυστριακών δικαστηρίων, εκθέσεις εσωτερικού ελέγχου και, όπως διευκρίνισε με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη δική της αξιολόγηση των σχετικών εγγράφων.

260    Υποστήριξε ως εκ τούτου ότι, αφού προέβη η ίδια στη σχετική αξιολόγηση, συμφώνησε με τις διαπιστώσεις της FMA σχετικά με τη διάπραξη παραβάσεων και θεώρησε επίσης ότι τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά αποδείκνυαν, κατ’ ουσίαν, ότι η AAB Bank είχε κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρή παράβαση των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/60 (νυν οδηγίας 2015/849) κατά την έννοια του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36 και του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG.

261    Επομένως, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η AAB Bank, η ΕΚΤ δεν αρκέστηκε να παραπέμψει στις παραβάσεις τις οποίες διαπίστωσε η FMA με την πρόταση αποφάσεως, αλλά διαπίστωσε ότι η AAB Bank είχε κηρυχθεί υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις κατά την έννοια του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM‑GwG, αφού αξιολόγησε η ίδια τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της.

262    Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AAB Bank, η υποχρέωση της ΕΚΤ να στηριχθεί σε εθνικές αποφάσεις προγενέστερες της πρότασης αποφάσεως για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας προκειμένου να αποδείξει ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα κηρύχθηκε υπεύθυνο για σοβαρές παραβάσεις δεν εμποδίζει τον δικαστικό έλεγχο των εν λόγω παραβάσεων.

263    Συγκεκριμένα, οι εν λόγω αποφάσεις μπορούν να προσβληθούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, όπως εξάλλου συνέβη στην περίπτωση ορισμένων αποφάσεων με αποδέκτη την AAB Bank, τις οποίες έλαβε υπόψη η ΕΚΤ.

264    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στην ΕΚΤ ότι δεν διαπίστωσε η ίδια τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

265    Δεύτερον, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της να ανακαλεί τις άδειες λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ οφείλει να εκτιμά αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 70, παράγραφος 4, του BWG, πρέπει δηλαδή να διαπιστώνει τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και να αποφασίζει αν πρέπει να θεωρηθεί ότι αποδεικνύουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει θεσπίσει το πλαίσιο διακυβέρνησης που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 39, παράγραφοι 2, 2b και 5, το άρθρο 42 και το άρθρο 44, παράγραφος 1, του BWG.

266    Εν προκειμένω, η ΕΚΤ δεν περιορίστηκε στο να αναπαράγει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις διαπιστώσεις στις οποίες είχε προβεί η FMA με την πρόταση απόφασης ή τα διοικητικά μέτρα που έλαβε η FMA, αλλά στηρίχθηκε στη δική της εκτίμηση της τηρήσεως των εθνικών διατάξεων μεταφοράς του άρθρου 74 της οδηγίας 2013/36, ήτοι των διατάξεων του BWG.

267    Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AAB Bank, η ΕΚΤ δεν στηρίχθηκε μόνο στις παραβάσεις που διαπίστωσε η FMA στην πρόταση απόφασης, αλλά εξακρίβωσε η ίδια τις διαπιστωθείσες από την FMA παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου εποπτείας τραπεζών.

268    Εξάλλου, δεν μπορεί να προσαφθεί στην ΕΚΤ ότι για τον σκοπό αυτόν έλαβε υπόψη τις διοικητικές αποφάσεις της FMA.

269    Συγκεκριμένα, το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG, με το οποίο ενσωματώθηκαν τα άρθρα 18 και 67 της οδηγίας 2013/36 στην εσωτερική έννομη τάξη, προβλέπει ότι, όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα παραβαίνει, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις του BWG ή τις πράξεις που εκδόθηκαν προς εκτέλεσή του, η FMA πρέπει, κατ’ ουσίαν, να το υποχρεώσει να αποκαταστήσει τη νομιμότητα, να του επιβάλει κυρώσεις ή να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας του.

270    Επομένως, οι παραβάσεις του BWG, ο οποίος περιλαμβάνει τις διατάξεις που θεσπίστηκαν προς ενσωμάτωση του άρθρου 74 της οδηγίας 2013/36 στο εθνικό δίκαιο, μπορούν να διαπιστωθούν με την εκ μέρους της FMA λήψη διοικητικών μέτρων ή κυρώσεων.

271    Κατά συνέπεια, η ΕΚΤ δεν ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 70, παράγραφος 4, του BWG καθόσον στηρίχθηκε σε αποφάσεις των εθνικών αρμόδιων αρχών και στη δική της εκτίμηση προκειμένου να διαπιστώσει την παράβαση των διατάξεων που θεσπίστηκαν προς ενσωμάτωση του άρθρου 74 της οδηγίας 2013/36, προκειμένου να αποδείξει ότι η AAB Bank δεν είχε θεσπίσει το πλαίσιο διακυβέρνησης που απαιτούσαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις διατάξεις του BWG με τις οποίες ενσωματώθηκε το άρθρο 74 της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη.

272    Επομένως, δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι δεν προσδιόρισε, δεν εξέτασε και δεν εκτίμησε με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα πραγματικά στοιχεία για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

273    Το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είναι συνεπώς αβάσιμο.

δ)      Επί του τέταρτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά προσβολή του «δικαιώματος προφορικής ακροάσεως»

274    Κατά την AAB Bank, η ΕΚΤ προσέβαλε το δικαίωμά της για χρηστή διοίκηση καθόσον απέρριψε το αίτημά της να της παρασχεθεί το δικαίωμα, στο πλαίσιο συνάντησης, να υποβάλει προφορικώς σχόλια επί των πραγματικών περιστατικών, των ενστάσεων και της νομικής βάσεως που μπορεί να επηρεάσουν την απόφαση.

275    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 468/2014, η ΕΚΤ, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, μπορεί να παρέχει στους μετέχοντες στη διαδικασία, στο πλαίσιο συνάντησης, τη δυνατότητα να υποβάλουν σχόλια για τα πραγματικά περιστατικά, τις ενστάσεις και τη νομική βάση που μπορεί να επηρεάσουν την εποπτική απόφασή της.

276    Επομένως, η πραγματοποίηση τέτοιας συνάντησης, κατά την οποία μπορούν να παρασχεθούν προφορικώς σχόλια, αποτελεί διακριτική ευχέρεια και όχι υποχρέωση της ΕΚΤ.

277    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να της προσαφθεί προσβολή του «δικαιώματος προφορικής ακρόασης», δεδομένου ότι τέτοιο δικαίωμα δεν αναγνωρίζεται στα ενδιαφερόμενα πιστωτικά ιδρύματα.

278    Εξάλλου, η AAB Bank επισημαίνει ότι η FMA προσέβαλε το δικαίωμα προστασίας των επιχειρηματικών απορρήτων της, γνωστοποιώντας στο Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο) εμπιστευτικά έγγραφα σχετικά με τη διαδικασία ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας πριν από την περάτωση της διαδικασίας.

279    Ανεξαρτήτως του αν η αιτίαση αυτή είναι βάσιμη, αρκεί η διαπίστωση ότι δεν μπορεί να καταστήσει παράνομη την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι δεν αφορά στοιχεία τα οποία είχαν επίπτωση στο περιεχόμενό της.

280    Το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είναι συνεπώς αβάσιμο.

281    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

5.      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας της μετόχου λόγω της καταστροφής της οικονομικής αξίας των μετοχών που αυτή κατείχε στο κεφάλαιο της AAB Bank

282    Πρώτον, η AAB Bank υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη επέφερε απώλεια της οικονομικής αξίας των μετοχών που κατείχε στο κεφάλαιό της η μέτοχος της AAB Bank και, ως εκ τούτου, προσέβαλε την ίδια την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας της εν λόγω μετόχου.

283    Δεύτερον, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρήγαγε για την AAB Bank, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, του BWG, τα αποτελέσματα αποφάσεως περί διάλυσης και χρησίμευσε ως άμεση βάση για την εκκαθάρισή της, συνιστά προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας της μετόχου καθώς και των μετοχικών δικαιωμάτων της.

284    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι η προσφυγή της μετόχου κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

285    Αφετέρου, η AAB Bank δεν μπορεί να επικαλεστεί, προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε, δικαίωμα ιδιοκτησίας που δεν της ανήκει.

286    Δεδομένου ότι η AAB Bank δεν μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα ιδιοκτησίας της μετόχου της, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

6.      Επί του αιτήματος της AAB Bank για τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας

287    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Απριλίου 2021, η AAB Bank υπέβαλε αίτηση λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ζητώντας από το Γενικό Δικαστήριο να επιτρέψει στους διαδίκους να συμπληρώσουν την επιχειρηματολογία τους υποβάλλοντας, κατ’ ουσίαν, παρατηρήσεις επί αυστριακών διοικητικών και δικαστικών αποφάσεων σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες μπορούσε να αντικρουσθεί η αιτιολογία της.

288    Η ΕΚΤ υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της εν λόγω αιτήσεως.

289    Συναφώς, δεδομένου ότι η AAB Bank δεν προσδιορίζει τις αποφάσεις που θεωρεί κρίσιμες για την υπό κρίση προσφυγή και δεν τις προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, διαπιστώνεται ότι δεν απέδειξε τη λυσιτέλεια των αποφάσεων που επικαλείται για την υπό κρίση προσφυγή.

290    Υπό τις συνθήκες αυτές, η αίτηση λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που υπέβαλε η AAB Bank πρέπει να απορριφθεί.

291    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

292    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ΕΚΤ, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Anglo Austrian AAB AG και η BeleggingMaatschappij «FarEast» BV φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Παπασάββας

Costeira

Kancheva

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 22 Ιουνίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.