Language of document : ECLI:EU:T:2009:400

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2009 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας – Εικονιστικό κοινοτικό σήμα TiMi KiNDERJOGHURT – Προγενέστερο λεκτικό σήμα KINDER – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Απουσία ομοιότητας μεταξύ των σημείων – Διαδικασία προγενέστερης ανακοπής – Απουσία δεδικασμένου – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, παράγραφος 5, και άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, παράγραφος 5, και άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009]»

Στην υπόθεση T‑140/08,

Ferrero SpA, με έδρα την Alba (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους C. Gielen και F. Jacobacci, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον D. Botis,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Tirol Milch reg.Gen.mbH Innsbruck, με έδρα το Ίνσμπρουκ (Αυστρία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 30ής Ιανουαρίου 2008 (υπόθεση R 682/2007‑2), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ της Ferrero SpA και της Tirol Milch reg.Gen.mbH Innsbruck,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

αποτελούμενο από την I. Pelikánová, πρόεδρο, και τους K. Jürimäe (εισηγήτρια) και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: B. Pastor, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Απριλίου 2008,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Ιουλίου 2008,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Μαρτίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 8 Απριλίου 1998, η Tirol Milch reg.Gen.mbH Innsbruck υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το ακόλουθο εικονιστικό σήμα:

Image not found

3        Τα προϊόντα που αφορά η αιτηθείσα καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 29, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή

«Γιαούρτι, γιαούρτι με φρούτα, ποτά με γιαούρτι, ποτά με γιαούρτι που περιέχουν φρούτα· ημιπαρασκευασμένα και έτοιμα γεύματα με βάση κυρίως το γιαούρτι ή τα προϊόντα από γιαούρτι· κρέμες με γιαούρτι».

4        Στις 14 Ιανουαρίου 1999, η προσφεύγουσα, Ferrero SpA, άσκησε ανακοπή κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος για όλα τα προϊόντα τα οποία αφορούσε η αίτηση αυτή, στηριζόμενη στο προγενέστερο λεκτικό σήμα της KINDER, που είναι καταχωρισμένο στην Ιταλία από τις 28 Ιανουαρίου 1965 υπό τον αριθμό 168843 και, κατόπιν ανανεώσεως, υπό τον αριθμό 684985, για προϊόντα υπαγόμενα στην κλάση 30 και αντιστοιχούντα στην ακόλουθη περιγραφή: «Καφές, τσάι, ζάχαρη, ρύζι, ταπιόκα, σάγο (αλεύρι κολλαρίσματος), υποκατάστατα καφέ· άρτος, μπισκότα, γλυκά, ζύμη για γλυκά και είδη ζαχαροπλαστικής, κρέμες παγωτό, μέλι, μελάσα, μαγιά και μπέικιν πάουντερ· αλάτι, μουστάρδα· πιπέρι, ξίδι, σάλτσες· μπαχαρικά· παγωτά· κακάο, προϊόντα από κακάο, ήτοι πάστα κακάο για ροφήματα με βάση το κακάο, πάστα σοκολάτας· επικαλύψεις, ιδίως επικαλύψεις σοκολάτας, σοκολάτα, πάστα σοκολάτας, πραλίνες, στολίδια από σοκολάτα για χριστουγεννιάτικα έλατα, προϊόντα με βάση τη σοκολάτα με γέμιση από οινόπνευμα, ζαχαρωτά, είδη ζαχαροπλαστικής και σκληρή και μαλακή ζύμη για γλυκά».

5        Με απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή βάσει των διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009].

6        Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε ακολούθως από το τέταρτο τμήμα προσφυγών της 3ης Νοεμβρίου 2003 στην υπόθεση R 1147/2000‑4.

7        Κατόπιν της απορρίψεως της ανακοπής, το σήμα δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 42/2004, της 11ης Οκτωβρίου 2004.

8        Στις 19 Αυγούστου 2005, η προσφεύγουσα άσκησε αίτηση κηρύξεως ακυρότητας, βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009], κατά της καταχωρίσεως του εν λόγω κοινοτικού σήματος. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε για όλα τα προϊόντα τα οποία αφορά το κοινοτικό σήμα.

9        Η προσφεύγουσα, στηριζόμενη στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού, προέβαλε, προς στήριξη της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, τη μνημονευθείσα στη σκέψη 4 ανωτέρω ιταλική καταχώριση, καθώς και 35 άλλα προγενέστερα ιταλικά, γαλλικά, ισπανικά και διεθνή δικαιώματα, τα οποία απαριθμούνται στο σημείο 5 του δικογράφου της προσφυγής και τα οποία περιέχουν όλα το στοιχείο «kinder», καθώς και ένα πρόσθετο στοιχείο και/ή εικονιστικά στοιχεία.

10      Με απόφαση της 14ης Μαρτίου 2007, το τμήμα ακυρώσεως κήρυξε άκυρο το κοινοτικό σήμα TiMi KiNDERJOGHURT κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94.

11      Στις 4 Μαΐου 2007, η Tirol Milch reg.Gen.mbH Innsbruck άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, βάσει του άρθρου 59 του κανονισμού 40/94 (που κατέστη το άρθρο 60 του κανονισμού 207/2009), κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεως.

12      Η προσφυγή αυτή έγινε δεκτή με απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2008 του δευτέρου τμήματος προσφυγών (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Το τμήμα προσφυγών ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεως και απέρριψε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας.

13      Το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, καταρχάς, μολονότι οι αποφάσεις επί των ανακοπών δεν παράγουν δεδικασμένο, το τμήμα ακυρώσεως δεσμευόταν από τις διαπιστώσεις και τα επί της ουσίας συμπεράσματα των προγενέστερων αποφάσεων του ΓΕΕΑ δυνάμει του κανόνα nemo potest venire contra factum proprium, κατά τον οποίο η διοίκηση οφείλει να σέβεται τις πράξεις της, ειδικότερα όταν οι πράξεις αυτές παρέσχον τη δυνατότητα στα μέρη της διαδικασίας να αποκτήσουν νομίμως δικαιώματα επί καταχωρισθέντος σήματος. Ακολούθως, το τμήμα προσφυγών επιβεβαίωσε τις διαπιστώσεις της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών και της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών, της 3ης Νοεμβρίου 2003, κατά τις οποίες τα σήματα ήταν συνολικά διαφορετικά, λαμβανομένων υπόψη των μεγάλων διαφορών τους τόσο από οπτικής όσο και από ακουστικής απόψεως. Τέλος, απέρριψε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας με την αιτιολογία ότι δεν επληρούτο μια προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, ήτοι η ταυτότητα ή η ομοιότητα των σημείων.

 Αιτήματα των διαδίκων

14      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

15      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        κυρίως, να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, αν το Πρωτοδικείο κρίνει ότι τα σημεία δεν είναι διαφορετικά, είτε να αποφανθεί επί της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, αν εκτιμά ότι διαθέτει επαρκή στοιχεία, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο ΓΕΕΑ προς έκδοση αποφάσεως·

–        στην τελευταία αυτή περίπτωση, να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικά του μόνον έξοδα.

 Επί της ουσίας

16      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους αντλούμενους, πρώτον, από εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου και, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

17      Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε αντίφαση κρίνοντας, αφενός μεν, ότι οι αποφάσεις επί ανακοπής στερούνται του αρνητικού αποτελέσματος του δεδικασμένου, καθόσον δεν εμποδίζουν το παραδεκτό μεταγενέστερης αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, αφετέρου δε, ότι οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν να αγνοούνται παντελώς όταν πρόκειται να κριθεί μια μεταγενέστερη αίτηση κηρύξεως ακυρότητας η οποία αφορά τους ίδιους διαδίκους, έχει πανομοιότυπο αντικείμενο και στηρίζεται στους ίδιους λόγους. Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις επί ανακοπής δεν παράγουν κανένα δεσμευτικό αποτέλεσμα στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας περί κηρύξεως ακυρότητας. Η προσφεύγουσα προβάλλει, συναφώς, τους ακόλουθους τέσσερις λόγους.

18      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα νέα πραγματικά στοιχεία και τα πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως, ειδικότερα αυτά από τα οποία αποδεικνύεται η φήμη του σήματος KINDER και της οικογένειας των σημάτων KINDER, αρκούν για να μεταβάλουν σε μεγάλο βαθμό το αντικείμενο της διαφοράς, οπότε τα συμπεράσματα που συνήχθησαν με την απόφαση επί της ανακοπής δεν είναι πλέον λυσιτελή.

19      Δεύτερον, η διάκριση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφαση μεταξύ του «θετικού αποτελέσματος» και του «αρνητικού αποτελέσματος» του δεδικασμένου είναι τεχνητή και νομικά αστήρικτη. Μια απόφαση ή παράγει ή δεν παράγει δεδικασμένο.

20      Τρίτον, ο κανόνας nemo potest venire contra factum proprium που παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν ισχύει στις διοικητικές διαδικασίες.

21      Τέταρτον, η απόρριψη ανακοπής και η συνακόλουθη καταχώριση ενός κοινοτικού σήματος δεν μπορούν να δημιουργήσουν ούτε ασφάλεια δικαίου ούτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για τον δικαιούχο του σήματος, διότι η κανονιστική ρύθμιση παρέχει τη δυνατότητα της μετέπειτα αμφισβητήσεως της καταχωρίσεως στο πλαίσιο αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας ή ανταγωγής ασκουμένης στο πλαίσιο υποθέσεως περί παραποιήσεως.

22      Η προσφεύγουσα αντλεί από τα προαναφερθέντα επιχειρήματα το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να «εξαφανιστεί».

23      Το ΓΕΕΑ τονίζει, καταρχάς, ότι συμφωνεί με τον ισχυρισμό που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και στο δικόγραφο της προσφυγής, και κατά τον οποίο, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τη βάση της ένδικης διαφοράς έχουν αλλάξει σημαντικά, το τμήμα ακυρώσεως δεν δεσμεύεται από την έκβαση της σχετικής με την ανακοπή διαδικασίας, στον βαθμό που στην περίπτωση αυτή οφείλει να αποφανθεί επί μιας νέας υποθέσεως.

24      Ακολούθως, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, όσον αφορά αντιθέτως τις υποθέσεις των οποίων τα πραγματικά και τα νομικά στοιχεία είναι πανομοιότυπα, πρέπει να γίνει μια σημαντική διάκριση μεταξύ, αφενός, της «υποχρεώσεως συνοχής» που ένα διοικητικό όργανο επιφορτισμένο με την καταχώριση των σημάτων οφείλει να τηρεί εφαρμόζοντας τις ίδιες νομικές αρχές σε κάθε υπόθεση και λαμβάνοντας υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, προηγούμενες πανομοιότυπες ή παρόμοιες υποθέσεις και, αφετέρου, της υποχρεώσεως που υπέχει το εν λόγω όργανο να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα με αυτό που είχε συναχθεί σε προηγούμενη υπόθεση, λόγω του νομικά δεσμευτικού χαρακτήρα της προγενέστερης αποφάσεως που ελήφθη από το όργανο αυτό ή από ανώτερο διοικητικό ή δικαιοδοτικό όργανο.

25      Συναφώς, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι η «υποχρέωση συνοχής», που υλοποιείται με την έκδοση εσωτερικών οδηγιών και σημειωμάτων περί της ακολουθητέας πρακτικής ή με τη διενέργεια ποιοτικών και αρκετά δεσμευτικών ελέγχων, περιορίζεται, σύμφωνα με τη νομολογία, από την τήρηση της αρχής της νομιμότητας. Εντεύθεν απορρέει ότι μια αρχή δεν μπορεί να δεσμεύεται από προγενέστερη πλημμελή απόφαση. Ειδικότερα, δεδομένου ότι οι αποφάσεις που αφορούν την καταχώριση ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος και τις οποίες καλείται να λάβει το ΓΕΕΑ δυνάμει του κανονισμού 40/94 εμπίπτουν στην άσκηση δέσμιας αρμοδιότητας και όχι διακριτικής εξουσίας, η νομιμότητα των αποφάσεων αυτών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά βάσει του κανονισμού 40/94, όπως τον ερμηνεύει ο κοινοτικός δικαστής, και όχι βάσει της πρότερης σχετικής με τη λήψη αποφάσεων πρακτικής του ΓΕΕΑ ή των τμημάτων του προσφυγών.

26      Κατά συνέπεια, και ανεξάρτητα από το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του κανόνα nemo potest venire contra factum proprium, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι ο κανόνας αυτός δεν μπορεί να ερμηνεύεται εν προκειμένω υπό την έννοια ότι το τμήμα ακυρώσεως δεσμευόταν από τις προγενέστερες αποφάσεις του τμήματος ανακοπών ή του τμήματος προσφυγών που εκδόθηκαν επί της ίδιας υποθέσεως.

27      Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή συνάδει με μια a contrario ερμηνεία του άρθρου 62, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (που κατέστη το άρθρο 64, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009), κατά το οποίο το σκεπτικό και το διατακτικό των αποφάσεων του τμήματος προσφυγών δεσμεύουν μόνον τον «πρώτο βαθμό», όταν η υπόθεση αναπέμπεται στο τμήμα που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και εφόσον τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως είναι τα ίδια.

28      Περαιτέρω, το ΓΕΕΑ συμφωνεί με το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η απόρριψη της ανακοπής και η συνακόλουθη καταχώριση του κοινοτικού σήματος δεν μπορούν να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

29      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών πλανήθηκε πράγματι περί το δίκαιο καταλήγοντας ότι το τμήμα ακυρώσεως δεσμευόταν από την προγενέστερη απόφαση του τμήματος ανακοπών.

30      Ωστόσο, κατά το ΓΕΕΑ, πριν από την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να καθοριστεί αν το τμήμα προσφυγών έκρινε ορθώς την υπόθεση επί της ουσίας. Κατά συνέπεια, πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την πραγματοποιηθείσα από το τμήμα προσφυγών ανάλυση της ομοιότητας των σημείων στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

31      Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, πρέπει να εξεταστεί η λυσιτέλεια, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας ενώπιον του ΓΕΕΑ, των εκτιμήσεων και των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε ένα τμήμα προσφυγών με προγενέστερη απόφαση, εκδοθείσα στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής μεταξύ των ίδιων διαδίκων η οποία αφορούσε το ίδιο κοινοτικό σήμα.

32      Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί καταρχάς ότι, ανεξάρτητα από την απάντηση που θα δοθεί σε αυτό το ερώτημα, το τμήμα προσφυγών προέβη, στις σκέψεις 32 έως 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε αυτοτελή και πλήρη εξέταση της ουσίας της διαφοράς, ιδίως δε της ομοιότητας των επίμαχων σημείων, εξέταση η οποία αποτελεί το αντικείμενο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας.

33      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, παρά τις διαπιστώσεις που περιέχονται στη σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών δεν εφάρμοσε εν προκειμένω την αρχή του δεδικασμένου. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

34      Ωστόσο, πριν από την εξέταση του δεύτερου λόγου, πρέπει να τονιστεί ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών εξέθεσε στις σκέψεις 17 έως 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η αρχή του δεδικασμένου, που απαγορεύει την αμφισβήτηση του απρόσβλητου χαρακτήρα μιας δικαστικής αποφάσεως, δεν εφαρμοζόταν στη σχέση μεταξύ μιας τελικής αποφάσεως επί ανακοπής και μιας αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, δεδομένου ιδίως, αφενός, ότι οι διαδικασίες ενώπιον του ΓΕΕΑ είναι διοικητικής και όχι δικαστικής φύσεως και, αφετέρου, ότι οι σχετικές διατάξεις του κανονισμού 40/94, ήτοι το άρθρο 52, παράγραφος 4, και το άρθρο 96, παράγραφος 2 (που κατέστησαν το άρθρο 53, παράγραφος 4, και το άρθρο 100, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009), δεν προβλέπουν αντίστοιχο κανόνα.

35      Ορθώς επίσης το τμήμα προσφυγών παρατήρησε στη σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι οι διαπιστώσεις που περιέχονται στην τελική απόφαση επί της ανακοπής δεν μπορούν να αγνοηθούν εντελώς όταν πρόκειται να κριθεί η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας που αφορά τους ίδιους διαδίκους, έχει το ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στους ίδιους λόγους, υπό την προϋπόθεση ότι οι διαπιστώσεις αυτές ή τα κριθέντα ζητήματα δεν επηρεάζονται από νέα πραγματικά στοιχεία, νέες αποδείξεις ή νέους λόγους ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, η παρατήρηση αυτή αποτελεί απλώς ειδική έκφραση της νομολογίας κατά την οποία η πρότερη σχετική με λήψη αποφάσεων πρακτική του ΓΕΕΑ αποτελεί στοιχείο το οποίο μπορεί να λαμβάνεται υπόψη για να εκτιμηθεί αν ένα σημείο είναι κατάλληλο προς καταχώριση [βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2008, T‑304/06, Reber κατά ΓΕΕΑ – Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (Mozart), Συλλογή 2008, σ. II‑1927, σκέψεις 45 και 53].

36      Αντιθέτως, κακώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στη σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας, τα όργανα του ΓΕΕΑ δεσμεύονταν από τις διαπιστώσεις που περιέχονται στην τελική απόφαση που εξεδόθη στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, δυνάμει του κανόνα nemo potest venire contra factum proprium, της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων, καθώς και των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, αφενός, κατά το μέτρο που δεν δημιουργεί δεδικασμένο η, έστω και απρόσβλητη, απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, η ίδια αυτή απόφαση δεν μπορεί να δημιουργήσει ούτε κεκτημένα δικαιώματα ούτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά το αποτέλεσμα μεταγενέστερης διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας. Αφετέρου, αν γινόταν δεκτή η επιχειρηματολογία του τμήματος προσφυγών επί του σημείου αυτού, η αμφισβήτηση της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, σχετικά με την οποία εκδόθηκε απόφαση επί ανακοπής, διά της υποβολής αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας αφορώσας τους ίδιους διαδίκους, έχουσας το ίδιο αντικείμενο και στηριζομένης στους ίδιους λόγους, θα εστερείτο κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας, ενώ η αμφισβήτηση αυτή είναι δυνατή δυνάμει του κανονισμού 40/94, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα.

37      Συνεπώς, το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών όσον αφορά τον δεσμευτικό χαρακτήρα των διαπιστώσεων που περιέχονται στην τελική απόφαση επί ανακοπής στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας είναι εσφαλμένο.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

38      Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου, πρώτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η φήμη των διαφόρων προγενέστερων σημάτων της δεν ελήφθη δεόντως υπόψη από το τμήμα προσφυγών.

39      Συναφώς, καταρχάς, υπενθυμίζει ότι, αφενός, στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, η φήμη και ο διακριτικός χαρακτήρας διαδραματίζουν «κομβικό ρόλο», και, αφετέρου, στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για να καθοριστεί αν υπάρχει ή όχι κίνδυνος συγχύσεως.

40      Ακολούθως, παρά το γεγονός ότι, στη σκέψη 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών επιβεβαίωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεως όσον αφορά τον υψηλό βαθμό κατά τον οποίο ήταν γνωστό το προγενέστερο σήμα, το τμήμα προσφυγών παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει υπόψη ότι το προγενέστερο σήμα ήταν παγκοίνως γνωστό για να εκτιμήσει τον διακριτικό του χαρακτήρα και να το συγκρίνει με το αμφισβητούμενο σήμα.

41      Επιπλέον, καταλήγοντας στη σκέψη 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων του ότι το προγενέστερο σήμα ήταν παγκοίνως γνωστό, ότι από μελέτες προέκυπτε επίσης ότι η λέξη «kinder» συσχετιζόταν αυθόρμητα με τα προϊόντα ζαχαροπλαστικής του σήματος KINDER, το τμήμα προσφυγών περιόρισε αδικαιολόγητα το φάσμα των προϊόντων με το οποίο συνδέεται η φήμη του σήματος KINDER. Συγκεκριμένα, μια ορθή εκτίμηση θα έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το σήμα KINDER συσχετίζεται όχι μόνο με τα προϊόντα ζαχαροπλαστικής, αλλά και με τη σοκολάτα, τα σοκολατένια αυγά, τα σνακ (περιλαμβανομένων των σνακ με βάση το γάλα), καθώς και με τις πλάκες σοκολάτας.

42      Τέλος, σε αντίθεση προς όσα έκρινε το τμήμα προσφυγών, η φήμη ενός σήματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να εκτιμηθεί η ομοιότητα μεταξύ δύο σημείων. Συναφώς, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει τη νομολογία κατά την οποία τα σήματα που έχουν έντονο διακριτικό χαρακτήρα, είτε από τη φύση τους είτε λόγω του ότι είναι γνωστά στην αγορά, απολαύουν προστασίας μεγαλύτερης απ’ ό,τι εκείνα των οποίων ο διακριτικός χαρακτήρας είναι ασθενέστερος. Μολονότι η νομολογία αυτή αφορά περιπτώσεις ομοιότητας εμπίπτουσες στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, η φήμη, ως κρίσιμος παράγοντας στην υπό κρίση περίπτωση, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ δύο σημείων που πραγματοποιείται στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, συναφώς, ότι η ύπαρξη σχέσεως μεταξύ του εύρους της φήμης και της ομοιότητας των σημείων αναγνωρίζεται από το παλαιό δίκαιο περί σημάτων της Benelux, υπό την έννοια ότι όσο πιο ισχυρό είναι το σήμα ή όσο μεγαλύτερη είναι η φήμη του, τόσο πιο εύκολα πρέπει να γίνεται δεκτή η ύπαρξη συσχετισμού ή ομοιότητας.

43      Δεύτερον, έστω και αν τα προϊόντα τα οποία αφορά το αμφισβητούμενο σήμα και τα προϊόντα τα οποία αφορούν τα προγενέστερα σήματα δεν είναι πανομοιότυπα και δεν υπάγονται στην ίδια κλάση, τα επίμαχα προϊόντα έχουν μεγάλες ομοιότητες. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι, στην αντίληψη των καταναλωτών, τα προϊόντα της οικογένειας των σημάτων που περιέχουν τη λέξη «kinder» συσχετίζονται έντονα με το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα εν γένει, η χρήση του σημείου TiMi KiNDERJOGHURT σε συνδυασμό με προϊόντα με βάση το γιαούρτι ενδέχεται να δημιουργήσει, στην αντίληψη των καταναλωτών, έντονο συνειρμό μεταξύ των προϊόντων που ανήκουν στην εν λόγω οικογένεια σημάτων και των προϊόντων τα οποία αφορά το αμφισβητούμενο σήμα.

44      Τρίτον, η προσφεύγουσα επικρίνει επίσης το γεγονός ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη του ότι είναι ιδιοκτήτης μιας μεγάλης οικογένειας σημάτων που περιέχουν ή που αποτελούνται από το στοιχείο «kinder» συνδεόμενο με περιγραφικές ή διακριτικές λέξεις ή σύμβολα.

45      Η ύπαρξη όμως μιας σειράς ή οικογένειας σημάτων συνιστά κρίσιμο παράγοντα για την εκτίμηση της υπάρξεως ή όχι κινδύνου συγχύσεως. Συγκεκριμένα, μπορεί να δημιουργηθεί κίνδυνος συγχύσεως από το ενδεχόμενο συσχετισμού μεταξύ του αμφισβητούμενου σήματος και των προγενέστερων σημάτων που ανήκουν στην ως άνω σειρά, όταν το αμφισβητούμενο σήμα παρουσιάζει σε σχέση με τα σήματα αυτά ομοιότητες δυνάμενες να δημιουργήσουν στους καταναλωτές την πεποίθηση ότι αυτό ανήκει στην ίδια σειρά και, επομένως, ότι τα προϊόντα τα οποία προσδιορίζει έχουν την ίδια εμπορική προέλευση με αυτά που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα ή συγγενή προέλευση. Ένας τέτοιος κίνδυνος μπορεί να υπάρξει ακόμα και όταν, όπως εν προκειμένω, από τη σύγκριση μεταξύ του αμφισβητούμενου σήματος και των προγενέστερων σημάτων, μεμονωμένα εξεταζόμενων, δεν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη άμεσου κινδύνου συγχύσεως.

46      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε ούτε από την Tirol Milch reg.Gen.mbH Innsbruck ούτε από το τμήμα προσφυγών ότι το στοιχείο «kinder» συνιστούσε το ουσιώδες στοιχείο μιας οικογένειας σημάτων και ότι όλα τα σήματα από τα οποία αποτελείται η οικογένεια αυτή χρησιμοποιούνται ευρέως στην αγορά και οι καταναλωτές τα αντιλαμβάνονται ως οικογένεια σημάτων, είναι προφανές ότι το αμφισβητούμενο σήμα γίνεται άμεσα αντιληπτό ως άλλο ένα σήμα της οικογένειας ή της σειράς, λόγω του ότι περιέχει επίσης το στοιχείο «kinder». Έτσι, ο κίνδυνος συγχύσεως, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου συσχετίσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, καθίσταται βέβαιος.

47      Τέταρτον και τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εκτίμηση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών στις σκέψεις 36 έως 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία τα δύο σημεία δεν είναι όμοια δεν έχει λογική συνοχή και είναι εσφαλμένη. Συναφώς, προβάλλει τους τρεις ακόλουθους λόγους.

48      Πρώτον, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία κατά την οποία ο βαθμός ομοιότητας, όσον αφορά τη σύγκριση των σημείων βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, δεν είναι ο ίδιος με αυτόν τον οποίο απαιτεί το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού. Πράγματι, σε αντίθεση με τη δεύτερη διάταξη, η πρώτη δεν απαιτεί να δύναται η ομοιότητα των σημείων να προκαλέσει κίνδυνο συγχύσεως.

49      Δεύτερον, αντί να εκτιμήσει την ομοιότητα μεταξύ των σημείων με βάση τη γενική εντύπωση που αυτά προκαλούν, το τμήμα προσφυγών την εκτίμησε κατόπιν μιας «ανατομικής αναλύσεως» του αμφισβητούμενου σήματος.

50      Τρίτον, η διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι το στοιχείο «timi» αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του αμφισβητούμενου σήματος είναι προδήλως εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, αφενός, το εν λόγω στοιχείο είναι τυπωμένο με λευκούς χαρακτήρες σε ένα πιο σκούρο φόντο, πράγμα που το καθιστά «λιγότερο άμεσα αναγνώσιμο» απ’ ό,τι αν ήταν τυπωμένο με μαύρους χαρακτήρες σε λευκό φόντο και, αφετέρου, το μέγεθός του αντιπροσωπεύει μικρό μόνον τμήμα του συνόλου του σήματος. Αντιθέτως, το στοιχείο «kinder» αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του σήματος. Συγκεκριμένα, αφενός, το στοιχείο «kinderjoghurt» είναι τυπωμένο με μαύρους χαρακτήρες και καταλαμβάνει πολύ μεγαλύτερο χώρο απ’ ό,τι το στοιχείο «timi». Αφετέρου, το στοιχείο «joghurt», ως περιγραφική λέξη, πρέπει να θεωρηθεί είτε αμελητέο στοιχείο είτε στοιχείο το οποίο επιτείνει πράγματι την ομοιότητα με την οικογένεια των σημάτων KINDER. Εξάλλου, η διαπίστωση του τμήματος προσφυγών, στη σκέψη 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία το στοιχείο «kinder» δεν αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο και είναι προσκολλημένο στο στοιχείο «joghurt», είναι επίσης εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι ένα διακριτικό στοιχείο είναι συνδεδεμένο με ένα περιγραφικό στοιχείο δεν αποκλείει την ομοιότητα του διακριτικού στοιχείου. Τέλος, και αν ακόμα υποτεθεί ότι το στοιχείο «timi» είναι επίσης σημαντικό, το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να παραλείψει εντελώς το στοιχείο «kinder» κατά τη σύγκριση των δύο σημείων. Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει, συναφώς, ότι, σε μια ειδική περίπτωση, ένα προγενέστερο σήμα, που χρησιμοποιείται από τρίτον σε σύνθετο σημείο περιλαμβάνον την επωνυμία της επιχειρήσεως του τρίτου αυτού, διατηρεί αυτοτελή διακριτική θέση στο σύνθετο σημείο, χωρίς ωστόσο να αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του εν λόγω σημείου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η συνολική εντύπωση που προκαλεί το σύνθετο σημείο θα μπορούσε να δημιουργήσει στο κοινό την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες προέρχονται, τουλάχιστον, από οικονομικά συνδεδεμένες επιχειρήσεις, οπότε πρέπει να γίνει δεκτή η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.

51      Η προσφεύγουσα συνάγει από τα προεκτεθέντα το συμπέρασμα, καταρχάς, ότι υπάρχει υψηλός κίνδυνος ζημίας, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, συνισταμένης στην προσβολή του διακριτικού χαρακτήρα και της φήμης του λεκτικού σήματος KINDER, εν συνεχεία, ότι η Tirol Milch reg.Gen.mbH Innsbruck επωφελείται αδικαιολόγητα από τον διακριτικό αυτό χαρακτήρα και την εν λόγω φήμη και, τέλος, ότι υπάρχει επίσης υψηλός κίνδυνος συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, με δεδομένη την ομοιότητα των σημάτων και των προϊόντων, καθώς και λαμβανομένης υπόψη της φήμης του σήματος KINDER και της οικογένειας σημάτων της προσφεύγουσας.

52      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

53      Πρέπει να τονιστεί, καταρχάς, ότι η ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του αμφισβητούμενου σήματος αποτελεί κοινή προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, στα οποία παραπέμπει το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού. Η εκτίμηση της προϋποθέσεως αυτής, όπως προκύπτει από τη νομολογία σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (EE L 40, σ. 1), της οποίας το κανονιστικό περιεχόμενο είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπο με αυτό του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, προϋποθέτει την ύπαρξη στοιχείων οπτικής, ακουστικής ή εννοιολογικής ομοιότητας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2003, C‑408/01, Adidas-Salomon και Adidas Benelux, Συλλογή 2003, σ. I‑12537, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Περαιτέρω, από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/104, προκύπτει επιπλέον ότι, για να πληρούται η προϋπόθεση περί ομοιότητας, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, από το ενδιαφερόμενο κοινό, μεταξύ του προγενεστέρου σήματος που χαίρει φήμης και του αμφισβητούμενου σήματος. Αρκεί να έχει ο βαθμός ομοιότητας μεταξύ των σημάτων αυτών ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του ενδιαφερομένου κοινού σύνδεση των σημάτων αυτών. Η ύπαρξη τέτοιου συνδέσμου πρέπει να εκτιμάται συνολικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η σύγκριση των σημείων πρέπει, όσον αφορά την οπτική, ακουστική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαραβαλλομένων σημάτων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα σήματα, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Απριλίου 2008, T‑181/05, Citigroup και Citibank κατά ΓΕΕΑ – Citi (CITI), Συλλογή 2008, σ. II‑669, σκέψεις 64 και 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

55      Εν προκειμένω, παρά το γεγονός ότι το στοιχείο «kinder» περιλαμβάνεται σε αμφότερα τα σημεία, υπάρχει, όπως ορθώς τόνισε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ορισμένος αριθμός οπτικών και ακουστικών χαρακτηριστικών που αποκλείει το ενδεχόμενο τα σημεία να γίνουν αντιληπτά ως όμοια.

56      Πρώτον, το στοιχείο «kinder» είναι απόλυτα συνδεδεμένο με το στοιχείο «joghurt», πράγμα που τους στερεί τη δυνατότητα ειδικής αυτοτελούς υπάρξεως. Συγκεκριμένα, αφενός, όχι μόνον τα στοιχεία «kinder» και «joghurt» έχουν την ίδια οπτική σημασία, αλλά οι στυλιζαρισμένες ανομοιομορφίες της χορεύουσας και κυματιστής γραμματοσειράς του στοιχείου «kinderjoghurt» του προσδίδουν μια αρμονική ενότητα στην οποία δύσκολα γίνονται αντιληπτά τα δύο στοιχεία που τη συναπαρτίζουν. Οι ιδιομορφίες αυτές αποδεικνύουν ότι, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, το στοιχείο «kinder» δεν είναι απλώς συνδεδεμένο με το στοιχείο «joghurt». Αφετέρου, λόγω της στυλιζαρισμένης γραμματοσειράς του στοιχείου «kinder» που χρησιμοποιείται στο αμφισβητούμενο σήμα, το σήμα αυτό δεν έχει οπτική ομοιότητα με το προγενέστερο λεκτικό σήμα στο οποίο στηρίζεται η προβαλλόμενη ακυρότητα και στο οποίο χρησιμοποιείται μια κλασσική γραμματοσειρά.

57      Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το στοιχείο «kinder» στο αμφισβητούμενο σήμα αποτελεί απλώς τμήμα του στοιχείου «kinderjoghurt», το οποίο έχει δευτερεύουσα μόνο σημασία σε σχέση με το στοιχείο «timi». Συναφώς, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα για να αποδείξει ότι το στοιχείο «timi» δεν αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο λόγω του μικρού του μεγέθους και διότι υποτίθεται ότι το στοιχείο «kinderjoghurt» είναι λιγότερο ευανάγνωστο. Συγκεκριμένα, αφενός, από οπτικής απόψεως, το στοιχείο αυτό αποτελεί το σημείο σύγκλισης του σημείου, στον βαθμό που είναι καταφανώς τοποθετημένο στο κέντρο του και επάνω από το στοιχείο «kinderjoghurt», έτσι ώστε να ελκύει κατά προτεραιότητα το βλέμμα. Η κεντρική αυτή τοποθέτησε αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι το στοιχείο «timi» είναι τυπωμένο με μια γραμματοσειρά πολύ μικρότερου μεγέθους απ’ ό,τι αυτή που χρησιμοποιείται για το στοιχείο «kinderjoghurt», καθώς και το γεγονός ότι το τύπωμα με λευκούς χαρακτήρες σε μαύρο φόντο θα μπορούσε ενδεχομένως να καταστήσει το στοιχείο «timi» λιγότερο ευανάγνωστο από το στοιχείο «kinderjoghurt» που είναι τοποθετημένο στο κάτω μέρος του σημείου. Αφετέρου, από ακουστικής απόψεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το στοιχείο «timi» είναι αυτό που προφέρεται πρώτο, έτσι ώστε οι καταναλωτές του αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία. Το στοιχείο «kinder» επισκιάζεται συνεπώς από το κυρίαρχο στοιχείο «timi», το οποίο εντυπώνεται αναμφίβολα στη συνείδηση των καταναλωτών.

58      Τρίτον, σε αντίθεση προς τη θέση του στο προγενέστερο λεκτικό σήμα στο οποίο στηρίζεται η προβαλλόμενη ακυρότητα, το στοιχείο «kinder» βρίσκεται, στο αμφισβητούμενο σήμα, μεταξύ δύο άλλων που είναι, αφενός, το στοιχείο «timi» και, αφετέρου, το στοιχείο «joghurt». Μια τέτοια διαφορά αποδυναμώνει σημαντικά όχι μόνον την ακουστική ομοιότητα που μπορεί να υπάρχει μεταξύ των δύο σημείων λόγω του κοινού τους στοιχείου, αλλά και την ενδεχόμενη οπτική ομοιότητα που μπορεί να υπάρχει λόγω του κοινού αυτού στοιχείου. Συνεπώς, το στοιχείο «kinder» αποτελεί αμελητέο στοιχείο στη συνολική εντύπωση που προκαλεί το επίμαχο σήμα.

59      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε ότι τα επίμαχα σημεία δεν ήσαν όμοια.

60      Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα.

61      Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά τόσο το επιχείρημα που αντλείται από τη φήμη του προγενέστερου σήματος όσο και το επιχείρημα που αντλείται από την ομοιότητα που υπάρχει μεταξύ των προϊόντων των επίδικων σημάτων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα εν λόγω στοιχεία, έστω και αν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, δεν ασκούν καμία επιρροή στην εκτίμηση της υφιστάμενης μεταξύ των δύο σημείων ομοιότητας.

62      Εν πάση περιπτώσει, αφενός, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τη φήμη του προγενέστερου σήματος, πρέπει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω η απουσία ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων σημείων, η οποία διαπιστώθηκε στις σκέψεις 56 έως 58 ανωτέρω, είναι τόσο απόλυτη ώστε η φήμη του σήματος KINDER, ανεξάρτητα από το αν έχει ή όχι αμφισβητηθεί, δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω αυτή την απουσία ομοιότητας. Αφετέρου, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την ομοιότητα που υφίσταται μεταξύ των προϊόντων των επίδικων σημάτων, πρέπει να τονιστεί καταρχάς ότι, ενώ τα προϊόντα του αμφισβητούμενου σήματος σχετίζονται όλα με το γιαούρτι και υπάγονται όλα στην κλάση 29, τα προϊόντα των 36 προγενέστερων δικαιωμάτων που προβάλλονται προς στήριξη της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας είναι κατ’ ουσίαν προϊόντα κακάο και σοκολάτας, καθώς και γλυκά και είδη ζαχαροπλαστικής, και υπάγονται όλα στην κλάση 30. Περαιτέρω, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι ορισμένος αριθμός των τελευταίων αυτών προϊόντων μπορεί να περιέχει ορισμένη ποσότητα γάλακτος δεν τα καθιστά όμοια με το γάλα ή με τα γαλακτοκομικά προϊόντα εν γένει ούτε, κατά μείζονα λόγο, με τα προϊόντα γιαουρτιού. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η απουσία ομοιότητας μεταξύ των επίδικων σημείων δεν αντισταθμίζεται βεβαίως από την ύπαρξη κάποιας ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων των επίδικων σημάτων.

63      Δεύτερον, όσον αφορά τόσο το επιχείρημα που αντλείται από την ύπαρξη μιας οικογένειας ή σειράς σημάτων, πρέπει να υπομνησθεί ότι έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία ότι, προκειμένου περί οικογένειας ή σειράς σημάτων, ο κίνδυνος συγχύσεως, που πρέπει να εκτιμάται στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, είναι αυξημένος λόγω του ότι ο καταναλωτής ενδέχεται να παραπλανηθεί σχετικά με την προέλευση ή την καταγωγή των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προσδιορίζονται από το αμφισβητούμενο σήμα θεωρώντας, εσφαλμένως, ότι το σήμα αποτελεί μέρος της εν λόγω οικογένειας ή σειράς σημάτων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑234/06 P, Il Ponte Finanziaria κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I‑7333, σκέψη 63). Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη νομολογία αυτή, η ύπαρξη οικογένειας ή σειράς σημάτων δεν ασκεί επιρροή κατά την εκτίμηση του αν πληρούται ή όχι η κοινή προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, ήτοι η ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ του προγενέστερου και του αμφισβητούμενου σήματος.

64      Εν πάση περιπτώσει, και αν ακόμα υποτεθεί ότι η ύπαρξη οικογένειας ή σειράς σημάτων αποτελεί προσήκοντα παράγοντα για την εκτίμηση της υπάρξεως μιας τέτοιας ομοιότητας, ο κίνδυνος να ενδέχεται πράγματι οι καταναλωτές να θεωρήσουν εν προκειμένω ότι το αμφισβητούμενο σήμα αποτελεί μέρος αυτής της οικογένειας ή σειράς σημάτων είναι πολύ μικρός, αν όχι ανύπαρκτος, λόγω του μεγέθους των ανομοιοτήτων που υπάρχουν μεταξύ του αμφισβητούμενου σήματος και των σημείων που απαριθμούνται στο σημείο 5 του δικογράφου της προσφυγής.

65      Συγκεκριμένα, πρέπει, συναφώς, να τονιστούν ειδικότερα οι τρεις ακόλουθες πτυχές. Πρώτον, σε αντίθεση προς τα σημεία που απαριθμούνται στο σημείο 5 του δικογράφου της προσφυγής, το στοιχείο «kinderjoghurt» του αμφισβητούμενου σήματος γράφεται με μία μόνο λέξη, χωρίς να μεσολαβεί διάστημα μεταξύ του στοιχείου «kinder» και του στοιχείου «joghurt». Δεύτερον, σε αντίθεση προς τα σημεία που απαριθμούνται στο σημείο 5 του δικογράφου της προσφυγής, το αμφισβητούμενο σήμα χαρακτηρίζεται από στυλιζαρισμένες ανομοιομορφίες του στοιχείου «kinderjoghurt», όπως αυτές που τονίστηκαν στη σκέψη 56 ανωτέρω. Τρίτον, σε αντίθεση προς τα σημεία που απαριθμούνται στο σημείο 5 του δικογράφου της προσφυγής, το αμφισβητούμενο σήμα περιέχει το στοιχείο «timi» το οποίο, λόγω του κυρίαρχου χαρακτήρα του, επισκιάζει το στοιχείο «kinderjoghurt» και, κατά μείζονα λόγο, το στοιχείο «kinder», που αποτελεί τμήμα του.

66      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που αντλείται από την ύπαρξη οικογένειας ή σειράς σημάτων πρέπει να απορριφθεί.

67      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, η εκτίμηση του βαθμού ομοιότητας δεν απαιτεί αξιολόγηση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που προέβαλε το τμήμα προσφυγών, και τα οποία ενστερνίσθηκε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 56 έως 58 ανωτέρω, αποδεικνύουν την απουσία ομοιότητας ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη ικανότητα του βαθμού ομοιότητας να δημιουργήσει κίνδυνο συγχύσεως. Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

68      Τέταρτον και τέλος, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, το τμήμα προσφυγών δεν πλανήθηκε προβαίνοντας σε «ανατομική ανάλυση» του αμφισβητούμενου σήματος. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του βαθμού ομοιότητας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνολική εντύπωση που προκαλεί ο συνδυασμός των στοιχείων που συνθέτουν τα σήματα αυτά, πράγμα που ωστόσο δεν είναι ασύμβατο προς τη διαδοχική εξέταση των εν λόγω στοιχείων. Εν προκειμένω, αφού διαπίστωσε στη σκέψη 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι οι διαφορές μεταξύ των σημείων αντιστάθμιζαν το μοναδικό στοιχείο ομοιότητας, το τμήμα προσφυγών υπογράμμισε ότι, όταν συγκρίνονται σφαιρικά, οι συνολικές εντυπώσεις που δημιουργούν τα επίμαχα σημεία είναι διαφορετικές. Δεδομένου ότι η εν λόγω «ανατομική ανάλυση» δεν πραγματοποιήθηκε εις βάρος της συνεκτιμήσεως της συνολικής εντυπώσεως που προκαλεί ο συνδυασμός των στοιχείων που συνθέτουν τα επίδικα σήματα, το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

69      Από το σύνολο των προεκτεθεισών σκέψεων προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

70      Επομένως, κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

71      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Ferrero SpA στα δικαστικά έξοδα.

Pelikánová

Jürimäe

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Οκτωβρίου 2009.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.