Language of document : ECLI:EU:T:2014:926

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 5ης Νοεμβρίου 2014 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας — Δέσμευση κεφαλαίων — Καθήκοντα του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας — Προσφυγή ακυρώσεως — Κοινοποίηση πράξεως επιβάλλουσας περιοριστικά μέτρα — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Παραδεκτό — Δικαιώματα άμυνας — Δίκαιη δίκη — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Βάρος αποδείξεως — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Αναλογικότητα — Δικαίωμα ιδιοκτησίας — Δικαίωμα ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής — Επιβολή περιορισμών εισόδου σε υπήκοο κράτους μέλους — Ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑307/12 και T‑408/13,

Adib Mayaleh, κάτοικος Δαμασκού (Συρία), εκπροσωπούμενος από τους G. Karouni και C. Dumont, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους J.–P. Hix και V. Piessevaux,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή περί μερικής ακυρώσεως, πρώτον, της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/256/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2012, για την εφαρμογή της απόφασης 2011/782/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ L 126, σ. 9), δεύτερον, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 410/2012 του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2012, για την εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ L 126, σ. 3), τρίτον, της αποφάσεως 2012/739/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 29ης Νοεμβρίου 2012, για περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας και για την κατάργηση της απόφασης 2011/782/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 330, σ. 21), τέταρτον, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 363/2013 του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 2013, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ L 111, σ. 1, διορθωτικό ΕΕ L 127, σ. 27), πέμπτον, της αποφάσεως 2013/255/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2013, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ L 147, σ. 14),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους G. Berardis (εισηγητή), πρόεδρο, O. Czúcz, I. Pelikánová, A. Popescu και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Απριλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό των διαφορών

1        Ο προσφεύγων, Adib Mayaleh, συριακής ιθαγενείας, ο οποίος έχει αποκτήσει τη γαλλική ιθαγένεια, είναι ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας. Κατά τον χρόνο κτήσεως της γαλλικής ιθαγενείας, άλλαξε το όνομά του σε André Mayard, ώστε αυτό να ηχεί γαλλικό. Αυτό είναι το όνομα που αναγράφεται στο γαλλικό διαβατήριο του προσφεύγοντος.

2        Στις 9 Μαΐου 2011 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε, βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, την απόφαση 2011/273/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ L 121, σ. 11).

3        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/273 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να απαγορευθεί η είσοδος στο έδαφός τους, ή η διέλευση μέσω αυτού, των υπευθύνων για τη βίαιη καταστολή εις βάρος του αμάχου πληθυσμού στη Συρία, καθώς και των προσώπων που συνδέονται με αυτούς, όπως κατονομάζονται στο παράρτημα της εν λόγω αποφάσεως.

4        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/273, δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην κυριότητα ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο των υπευθύνων για τη βίαιη καταστολή εις βάρος του αμάχου πληθυσμού στη Συρία, καθώς και των φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων που συνδέονται αυτούς. Η διαδικασία της δεσμεύσεως των εν λόγω κεφαλαίων ορίζεται στις άλλες παραγράφους του ίδιου άρθρου.

5        Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/273, το Συμβούλιο καταρτίζει κατάλογο με τα εν λόγω πρόσωπα.

6        Κατά την ίδια ημερομηνία, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, τον κανονισμό (ΕΕ) 442/2011, της 9ης Μαΐου 2011, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ L 121, σ. 1). Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει τη δέσμευση όλων των κεφαλαίων και οικονομικών πόρων που βρίσκονται στην κυριότητα ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που κατονομάζονται στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού.

7        Η απόφαση 2011/273 αντικαταστάθηκε με την απόφαση 2011/782/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας [και με την κατάργηση της αποφάσεως 2011/273] (ΕΕ L 319, σ. 56).

8        Το άρθρο 18, παράγραφος 1, και το άρθρο 19, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/782 έχουν ανάλογο περιεχόμενο με το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/273, αντιστοίχως, με την προσθήκη ότι τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα αυτά επιβάλλονται επίσης στα πρόσωπα που ωφελούνται από τις πολιτικές του καθεστώτος ή το υποστηρίζουν.

9        Ο κανονισμός 442/2011 αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 36/2012 του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία και την κατάργηση του κανονισμού (EE) 442/2011 (ΕΕ L 16, σ. 1).

10      Με την εκτελεστική απόφαση 2012/256/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2012, για την εφαρμογή της απόφασης 2011/782 (ΕΕ L 126, σ. 9), το όνομα του προσφεύγοντος προστέθηκε στον κατάλογο του παραρτήματος I της εν λόγω αποφάσεως, με την ακόλουθη αιτιολογία στη γλώσσα διαδικασίας:

«Adib Mayaleh apporte un soutien économique et financier au régime syrien dans le cadre de ses fonctions de gouverneur de la Banque centrale de Syrie. [Ο Adib Mayaleh παρέχει χρηματοοικονομική υποστήριξη στο συριακό καθεστώς στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του ως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας.]»

11      Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 410/2012 του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2012, για την εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 1, του κανονισμού 36/2012 (ΕΕ L 126 σ. 3), το όνομα του προσφεύγοντος προστέθηκε στον κατάλογο του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού, με την ίδια αιτιολογία με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 10.

12      Το άρθρο 21, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως 2011/782 ορίζει τα εξής:

«2.      Το Συμβούλιο γνωστοποιεί την περί προσθήκης στον κατάλογο απόφασή του στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα, μαζί με τους λόγους για την καταχώρισή του στον κατάλογο, είτε άμεσα, εάν η διεύθυνσή του είναι γνωστή, είτε με δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης, παρέχοντας τη δυνατότητα στο πρόσωπο ή στην οντότητα αυτή να υποβάλει παρατηρήσεις.

3.      Εφόσον υποβάλλονται παρατηρήσεις ή προσκομίζονται νέα ουσιαστικά στοιχεία, το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφασή του και ενημερώνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα αναλόγως.»

13      Το άρθρο 32, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 36/2012 περιέχει παρεμφερή διάταξη.

14      Στις 15 Μαΐου 2012, το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση υπ’ όψιν των προσώπων και των οντοτήτων κατά των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2011/782, όπως εφαρμόζεται με την εκτελεστική απόφαση 2012/256, και στον κανονισμό 36/2012, όπως εφαρμόζεται με τον εκτελεστικό κανονισμό 410/2012 (ΕΕ C 139, σ. 19).

15      Σύμφωνα με την εν λόγω ανακοίνωση, τα θιγόμενα πρόσωπα και οντότητες μπορούν να υποβάλουν στο Συμβούλιο αίτηση επανεξετάσεως της αποφάσεως περί εγγραφής τους στους καταλόγους που περιέχονται στα παραρτήματα των προμνησθεισών στη σκέψη 14 πράξεων, επισυνάπτοντας στην αίτησή τους δικαιολογητικά έγγραφα.

16      Ο προσφεύγων δεν απευθύνθηκε στο Συμβούλιο κατόπιν της εγγραφής του στους επιμάχους καταλόγους. Πάντως, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιουλίου 2012, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 410/2012 και της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/256, καθόσον οι πράξεις αυτές τον αφορούν.

17      Με την απόφαση 2012/739/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 29ης Νοεμβρίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας και την κατάργηση της αποφάσεως 2011/782 (ΕΕ L 330, σ. 21), διατηρήθηκαν σε ισχύ τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν στον προσφεύγοντα, το δε όνομά του αναγράφεται στο παράρτημα I.Α της αποφάσεως 2012/739, με την ακόλουθη αιτιολογία:

«Ο Adib Mayaleh είναι υπεύθυνος για την παροχή οικονομικής και χρηματοοικονομικής υποστήριξης στο συριακό καθεστώς μέσω των αρμοδιοτήτων του ως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας.»

18      Στις 30 Νοεμβρίου 2012, το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση υπ’ όψιν των προσώπων και οντοτήτων κατά των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2012/739 και τον κανονισμό 36/2012 (ΕΕ C 370, σ. 6), της οποίας το περιεχόμενο συμπίπτει κατ’ ουσίαν με το περιεχόμενο της προμνησθείσας στις σκέψεις 14 και 15 ανακοινώσεως.

19      Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 363/2013 του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 2013, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 36/2012 (ΕΕ L 111, σ. 1, διορθωτικό ΕΕ L 127, σ. 27), το Συμβούλιο αντικατέστησε το παράρτημα II του κανονισμού 36/2012, διατηρώντας συγχρόνως το όνομα του προσφεύγοντος στο νέο παράρτημα, με την ίδια αιτιολογία με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 17.

20      Στις 23 Απριλίου 2013, το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση υπ’ όψιν των προσώπων και των οντοτήτων κατά των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2012/739, όπως εφαρμόζεται με την εκτελεστική απόφαση 2013/185/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, και στον εκτελεστικό κανονισμό 36/2012, όπως εφαρμόζεται με τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013 (ΕΕ C 115, σ. 5), της οποίας το περιεχόμενο ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με αυτό της προμνησθείσας στις σκέψεις 14 και 15 ανακοινώσεως.

21      Με την απόφαση 2013/255/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2013, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ L 147, σ. 14), διατηρήθηκαν σε ισχύ τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν στον προσφεύγοντα, το δε όνομά του αναγράφεται στο παράρτημα I.Α της αποφάσεως αυτής, με την ίδια αιτιολογία με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 17.

22      Την 1η Ιουνίου 2013, το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση υπ’ όψιν των προσώπων και των οντοτήτων στα οποία επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2013/255 και στον κανονισμό 36/2012 (ΕΕ C 155, σ. 1), της οποίας το περιεχόμενο ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με αυτό της προμνησθείσας στις σκέψεις 14 και 15 ανακοινώσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιουλίου 2012, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 410/2012 και της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/256, καθόσον οι πράξεις αυτές τον αφορούσαν. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου με αριθμό T‑307/12.

24      Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιανουαρίου 2013, ο προσφεύγων ζήτησε να του επιτραπεί να προσαρμόσει τα αιτήματά του στην υπόθεση T‑307/12, ώστε να περιληφθεί στο αντικείμενο της προσφυγής του ακυρώσεως και η απόφαση 2012/739, καθόσον αυτή τον αφορούσε (στο εξής: αίτημα να περιληφθεί στο αντικείμενο της προσφυγής η απόφαση 2012/739).

25      Με έγγραφο που κατέθεσε Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Φεβρουαρίου 2013, το Συμβούλιο δήλωσε ότι δεν είχε παρατηρήσεις επί του αιτήματος να περιληφθεί στο αντικείμενο της προσφυγής η απόφαση 2012/739.

26      Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιουλίου 2013, ο προσφεύγων ζήτησε να του επιτραπεί να προσαρμόσει τα αιτήματά του στην υπόθεση T‑307/12, ώστε να περιληφθεί στο αντικείμενο της προσφυγής του ακυρώσεως και ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013 και η απόφαση 2013/255, καθόσον οι πράξεις αυτές τον αφορούσαν (στο εξής, αντιστοίχως: αίτημα να περιληφθεί στο αντικείμενο της προσφυγής ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013 και αίτημα να περιληφθεί στο αντικείμενο της προσφυγής η απόφαση 2013/255). Κατά την ίδια αυτή ημερομηνία, ο προσφεύγων άσκησε επίσης δεύτερη προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε υπό τον αριθμό T‑408/13, με την οποία ζήτησε την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013 και της αποφάσεως 2013/255, καθόσον οι πράξεις αυτές τον αφορούσαν.

27      Στην υπόθεση T‑307/12, με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Σεπτεμβρίου 2013, το Συμβούλιο δήλωσε ότι δεν είχε παρατηρήσεις επί του αιτήματος να περιληφθεί στο αντικείμενο της προσφυγής ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013 ούτε επί του αιτήματος να περιληφθεί στο αντικείμενο της προσφυγής η απόφαση 2013/255.

28      Στην υπόθεση T‑408/13, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα), στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του, ζήτησε από το Συμβούλιο να διευκρινίσει αν ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013 και η απόφαση 2013/255 κοινοποιήθηκαν απευθείας στον προσφεύγοντα.

29      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Οκτωβρίου 2013, το Συμβούλιο προσκόμισε δύο έγγραφα, με ημερομηνίες 13 Μαΐου και 3 Ιουνίου 2013 αντιστοίχως, με τα οποία είχε κοινοποιήσει σε έναν από τους εκπροσώπους του προσφεύγοντος στην υπόθεση T‑307/12, τον G. Karouni, κατ’ αρχάς, τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013, κατόπιν δε την απόφαση 2013/255.

30      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Οκτωβρίου 2013, ο προσφεύγων επιβεβαίωσε ότι ο εκπρόσωπός του είχε λάβει τις προμνησθείσες κοινοποιήσεις, στις 17 Μαΐου και στις 6 Ιουνίου 2013 αντιστοίχως. Ο προσφεύγων υπογράμμισε πάντως ότι ούτε ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013 ούτε η απόφαση 2013/255 τού είχαν κοινοποιηθεί απευθείας στη διεύθυνσή του.

31      Βάσει του άρθρου 50 του Κανονισμού Διαδικασίας, αφού άκουσε τους διαδίκους, ο πρόεδρος του ενάτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου εξέδωσε διάταξη της 6ης Νοεμβρίου 2013, με την οποία διατάχθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑307/12 και T‑408/13, προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως που τερματίζει τη δίκη.

32      Στις 18 Δεκεμβρίου 2013, το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στην υπόθεση T‑408/13.

33      Με απόφαση της 6ης Ιανουαρίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφάσισε ότι δεν απαιτούνταν δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων, βάσει του άρθρου 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

34      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Ιανουαρίου 2014, ο προσφεύγων ζήτησε να του επιτραπεί να υποβάλει υπόμνημα απαντήσεως στην υπόθεση T‑408/13, προκειμένου να λάβει θέση επί των ενστάσεων απαραδέκτου τις οποίες προέβαλε το Συμβούλιο με το προμνησθέν στη σκέψη 32 υπόμνημα αντικρούσεως.

35      Στις 22 Ιανουαρίου 2014, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 του Κανονισμού Διαδικασίας και κατόπιν προτάσεως του ενάτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει τις υπό κρίση υποθέσεις ενώπιον του ενάτου πενταμελούς τμήματος.

36      Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιανουαρίου 2014, ο προσφεύγων ζήτησε να του επιτραπεί να προσαρμόσει τα αιτήματά του, ώστε να περιληφθούν στο αντικείμενο των προσφυγών του ακυρώσεως η απόφαση 2013/760/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2013, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255 (ΕΕ L 335, σ. 50), και ο κανονισμός (ΕΕ) 1332/2013 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού 36/2012 (ΕΕ L 335, σ. 3), καθόσον οι πράξεις αυτές τον αφορούσαν.

37      Με απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο πενταμελές τμήμα) απέρριψε το προπαρατεθέν στη σκέψη 34 αίτημα του προσφεύγοντος.

38      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις. Ζητήθηκαν επίσης πληροφορίες από τη Γαλλική Δημοκρατία βάσει του άρθρου 24, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

39      Ο διάδικοι συμμορφώθηκαν προς τα μέτρα αυτά εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Ομοίως, η Γαλλική Δημοκρατία παρέσχε τις ζητηθείσες πληροφορίες.

40      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Απριλίου 2014. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων δήλωσε μεταξύ άλλων, αφενός, ότι η προσφυγή της υποθέσεως T‑408/13 ασκήθηκε επικουρικώς, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η περίπτωση κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώσει το απαράδεκτο των αιτημάτων του στην υπόθεση T‑307/12, όπως προσαρμόσθηκαν με τα προμνησθέντα στις σκέψεις 24 και 26 αιτήματα, και, αφετέρου, ότι παραιτήθηκε από το προμνησθέν στη σκέψη 36 αίτημα περί προσαρμογής των αιτημάτων του. Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013 προσβλήθηκε εκπροθέσμως. Επικουρικώς, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το διορθωτικό του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 9 Μαΐου 2013 (στο εξής: διορθωτικό της 9ης Μαΐου 2013) έπρεπε να έχει κοινοποιηθεί στον προσφεύγοντα, το Συμβούλιο ζήτησε να κριθεί η προσφυγή απαράδεκτη καθόσον αφορά τον εν λόγω εκτελεστικό κανονισμό και επαφέθηκε στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το διορθωτικό αυτό. Οι δηλώσεις αυτές καταχωρίστηκαν στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

41      Στην υπόθεση T‑307/12, ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την εκτελεστική απόφαση 2012/256, καθόσον τον αφορά·

–        να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό 410/2012, καθόσον τον αφορά·

–        να ακυρώσει την απόφαση 2012/739, καθόσον τον αφορά·

–        να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013, καθόσον τον αφορά·

–        να ακυρώσει την απόφαση 2013/255, καθόσον τον αφορά·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

42      Στην υπόθεση T‑408/13, ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013, καθόσον τον αφορά·

–        να ακυρώσει την απόφαση 2013/255, καθόσον τον αφορά·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

43      Στην υπόθεση T‑307/12, το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

44      Στην υπόθεση T‑408/13, το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει απαράδεκτη την προσφυγή·

–        επικουρικώς, να κρίνει απαράδεκτη την προσφυγή καθόσον αφορά τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013·

–        επικουρικότερα, να κρίνει αβάσιμη την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Α — Επί της προσφυγής της υποθέσεως T‑307/12

1.     Επί του παραδεκτού των αιτημάτων περί προσαρμογής των αιτημάτων

45      Ο προσφεύγων ζήτησε τη διεύρυνση του περιεχομένου της προσφυγής του στην υπόθεση T‑307/12, ώστε αυτή να αφορά και την απόφαση 2012/739, τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013, καθώς και την απόφαση 2013/255.

 Επί του αιτήματος να περιληφθούν στο αντικείμενο της προσφυγής η απόφαση 2012/739 και η απόφαση 2013/255

46      Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 17 και 20 ανωτέρω, μετά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής στην υπόθεση T‑307/12, αφενός, η απόφαση 2011/782, όπως τροποποιήθηκε με την εκτελεστική απόφαση 2012/256, καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με την απόφαση 2012/739 και, αφετέρου, δεδομένου ότι η απόφαση 2012/739 δεν είχε πλέον εφαρμογή, εκδόθηκε η απόφαση 2013/255. Το όνομα του προσφεύγοντος περιλαμβάνεται στους καταλόγους που αποτελούν το παράρτημα I της αποφάσεως 2012/739 και της αποφάσεως 2013/255, με την αιτιολογία που παρατίθεται στη σκέψη 17 ανωτέρω.

47      Συναφώς, παρατηρείται ότι, όταν η αρχικώς προσβληθείσα πράξη αντικαθίσταται, κατά τη διάρκεια της δίκης, από άλλη πράξη με το ίδιο αντικείμενο, η δεύτερη πράξη αυτή πρέπει να θεωρείται ως νέο στοιχείο που παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματά του και τους λόγους του ακυρώσεως. Πράγματι, θα ήταν ανεπίτρεπτο να έχει το καθού θεσμικό όργανο ή ο καθού οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη δυνατότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αιτιάσεις που περιέχει η προσφυγή που ασκήθηκε κατά πράξεώς του, να προσαρμόσει την πράξη αυτή ή να την αντικαταστήσει με άλλη και να επικαλεστεί, κατά τη διάρκεια της δίκης, αυτή την τροποποίηση ή αντικατάσταση για να στερήσει από τον αντίδικο τη δυνατότητα να διευρύνει τα αρχικά του αιτήματα και τους αρχικούς του λόγους ακυρώσεως ώστε να καλύπτουν και τη μεταγενέστερη πράξη ή να προβάλει συμπληρωματικά αιτήματα και συμπληρωματικούς λόγους ακυρώσεως κατά της πράξεως αυτής. (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 749, σκέψη 8, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, T‑35/10 και T‑7/11, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 53).

48      Εξάλλου, για να είναι παραδεκτό, το αίτημα περί προσαρμογής των αιτημάτων της προσφυγής πρέπει να υποβληθεί εντός της κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δίμηνης προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, παρεκτεινομένης κατά δέκα ημέρες λόγω αποστάσεως, όπως προβλέπει το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας και προσαυξανομένης, ενδεχομένως, κατά τις δεκατέσσερις επιπλέον ημέρες τις οποίες προβλέπει το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού (βλ. σκέψη 65 ανωτέρω). Η εν λόγω προθεσμία ασκήσεως προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως και πρέπει να εφαρμόζεται από τον δικαστή της Ένωσης ούτως ώστε να διαφυλάσσεται η ασφάλεια δικαίου και να τηρείται η ισότητα των υποκειμένων δικαίου ενώπιον του νόμου. Ως εκ τούτου, ο δικαστής οφείλει να εξακριβώνει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, αν τηρήθηκε η προθεσμία αυτή (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 47, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Το αίτημα να περιληφθεί στο αντικείμενο της προσφυγής η απόφαση 2012/739 και το αίτημα να περιληφθεί στο αντικείμενο της προσφυγής η απόφαση 2013/255 πρέπει να κριθούν παραδεκτά. Πράγματι, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές, βάσει των οποίων εξακολουθούν να ισχύουν ως προς τον προσφεύγοντα τα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας, ελήφθησαν αντιστοίχως στις 29 Νοεμβρίου 2012 και στις 31 Μαΐου 2013, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα εν λόγω αιτήματα, τα οποία υποβλήθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 30 Ιανουαρίου 2013 και στις 30 Ιουλίου 2013, υποβλήθηκαν οπωσδήποτε εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ισχύει για καθεμία από τις επίμαχες αποφάσεως

 Επί του αιτήματος να περιληφθεί στο αντικείμενο της προσφυγής ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013

50      Μολονότι, στις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Σεπτεμβρίου 2013 (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω), το Συμβούλιο δεν προέβαλε ένσταση περί εκπρόθεσμης υποβολής του αιτήματος να περιληφθεί στο αντικείμενο της προσφυγής ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013, υποστήριξε, κατά την κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση επ’ αμφοτέρων των συνεκδικασθεισών υποθέσεων, ότι ο προσφεύγων είχε προσβάλει την πράξη αυτή εκπροθέσμως. Κατ’ ουσίαν, όπως είχε ήδη παρατηρήσει με το υπόμνημα αντικρούσεως επί της υποθέσεως T‑408/13, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι ο προσφεύγων όφειλε να προσφύγει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μέχρι τις 29 Ιουλίου 2013, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του γεγονότος ότι, στις 17 Μαΐου 2013, ένας από τους δικηγόρους που εκπροσωπούσαν ήδη τον προσφεύγοντα στην υπόθεση T‑307/12 είχε επιβεβαιώσει την παραλαβή του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού τον οποίο κοινοποίησε το Συμβούλιο στη διεύθυνση του γραφείου του και, αφετέρου, των διατάξεων περί των προθεσμιών προσφυγής που προβλέπονται στο άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στο άρθρο 102, παράγραφος 2, και στο άρθρο 101, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

51      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η κοινοποίηση αυτή δεν ήταν έγκυρη και ότι, κατά συνέπεια, το αίτημα να περιληφθεί στο αντικείμενο της προσφυγής ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013 δεν ήταν εκπρόθεσμο.

52      Πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα αν το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να κοινοποιήσει στον προσφεύγοντα τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013 και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, σύμφωνα με ποια διαδικασία πρέπει γίνει η κοινοποίηση αυτή.

 Επί της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013 στον προσφεύγοντα

53      Κατ’ αρχάς, παρατηρείται ότι οι προμνησθείσες στις σκέψεις 47 και 48 αρχές έχουν επίσης εφαρμογή ως προς αίτημα περί προσαρμογής των αιτημάτων το οποίο αφορά πράξη, όπως ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013, η οποία, χωρίς να καταργήσει προγενέστερη πράξη, διατηρεί την εγγραφή ενός προσώπου στους καταλόγους των προσώπων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, κατόπιν διαδικασίας επανεξετάσεως ρητώς επιβαλλόμενης από την εφαρμοστέα νομοθεσία (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 47, σκέψη 54).

54      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνεπάγεται ότι το θεσμικό όργανο της Ένωσης που λαμβάνει ή διατηρεί σε ισχύ ατομικά περιοριστικά μέτρα εις βάρος προσώπου ή οντότητας, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, γνωστοποιεί τους λόγους στους οποίους στηρίζονται τα μέτρα αυτά, είτε κατά τον χρόνο λήψεως των εν λόγω μέτρων είτε, τουλάχιστον, το ταχύτερο δυνατόν μετά τη λήψη τους, για να παράσχει στα πρόσωπα αυτά ή στις οντότητες αυτές τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους προσφυγής (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 47, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55      Εν προκειμένω, η αρχή αυτή τίθεται σε εφαρμογή στο άρθρο 32, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 36/2012, κατά το οποίο:

«1. Οσάκις το Συμβούλιο αποφασίσει να υπαγάγει φυσικό ή νομικό πρόσωπο οντότητα ή οργανισμό σ[ε] [περιοριστικά] μέτρα […], τροποποιεί αναλόγως το παράρτημα ΙΙ ή το παράρτημα ΙΙα.

2. Το Συμβούλιο γνωστοποιεί την απόφασή του στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, την οντότητα ή τον οργανισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 1, μαζί με τους λόγους για την καταχώρισή του στον κατάλογο, είτε άμεσα, εάν η διεύθυνσή του είναι γνωστή, είτε με δημοσίευση ανακοίνωσης, παρέχοντας τη δυνατότητα στο εν λόγω φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό να υποβάλει παρατηρήσεις.»

56      Εντεύθεν συνάγεται ότι η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά πράξεως επιβάλλουσας περιοριστικά μέτρα εις βάρος προσώπου ή οντότητας αρχίζει να τρέχει αποκλειστικώς και μόνον από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της πράξεως αυτής στον ενδιαφερόμενο και όχι από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της πράξεως αυτής, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, έναντι των προσώπων που θίγονται από τα μέτρα αυτά, προσομοιάζει με δέσμη ατομικών αποφάσεων. Ομοίως, η προθεσμία υποβολής αιτήματος περί διευρύνσεως των αιτημάτων και των λόγων ακυρώσεως ώστε να καλύπτουν πράξη η οποία διατηρεί τα μέτρα αυτά σε ισχύ αρχίζει να τρέχει αποκλειστικώς και μόνον από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της νέας αυτής πράξεως στο θιγόμενο πρόσωπο ή στη θιγόμενη οντότητα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 47, σκέψη 57· βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 2013, C‑478/11 P έως C‑482/11 P, Gbagbo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψεις 56 έως 58).

57      Εν προκειμένω, ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013 αποτελεί πράξη με την οποία το Συμβούλιο διατήρησε το όνομα του προσφεύγοντος στον κατάλογο που έχει επισυναφθεί στον κανονισμό 36/2012. Συνεπώς, το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να κοινοποιήσει την πράξη αυτή στον προσφεύγοντα, τούτο δε ανεξαρτήτως του ζητήματος αν, προκειμένου να αποφασίσει τη διατήρηση αυτή, το Συμβούλιο στηρίχθηκε σε νέα στοιχεία. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ουδόλως προκύπτει από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014, T‑174/12 και T‑80/13, Syrian Lebanese Commercial Bank κατά Συμβουλίου (σκέψη 149), ότι η υποχρέωση κοινοποιήσεως στον ενδιαφερόμενο μιας πράξεως η οποία διατηρεί σε ισχύ περιοριστικά μέτρα εις βάρος του υφίσταται μόνον όταν η πράξη αυτή στηρίζεται σε νέα στοιχεία σε σχέση με εκείνα τα οποία είχαν αρχικώς δικαιολογήσει τη λήψη τέτοιων μέτρων. Στην πραγματικότητα, η νομολογία την οποία επικαλέσθηκε το Συμβούλιο αφορά το ζήτημα αν ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας ενός προσώπου το οποίο υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα επιβάλλει να ακουστεί το πρόσωπο αυτό πριν από την έκδοση πράξεως η οποία διατηρεί σε ισχύ τέτοιου είδους μέτρα εις βάρος του. Εντός αυτού του πλαισίου διαπίστωσε η νομολογία ότι το δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση πράξεων με τις οποίες διατηρούνται σε ισχύ περιοριστικά μέτρα εις βάρος προσώπων που ήδη υπόκεινται στα μέτρα αυτά προϋποθέτει ότι το Συμβούλιο έχει λάβει υπόψη του νέα στοιχεία ως προς τα πρόσωπα αυτά (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Syrian Lebanese Commercial Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 149 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58      Συνεπώς, εν προκειμένω, το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να κοινοποιήσει στον προσφεύγοντα τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013.

 Επί της επιλογής μεταξύ της απευθείας κοινοποιήσεως του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013 στους ενδιαφερομένους και της δημοσιεύσεως ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα αφορώσας την πράξη αυτή

59      Προκειμένου να διαπιστωθεί ποιο γεγονός σηματοδότησε την έναρξη της προθεσμίας την οποία ο προσφεύγων όφειλε να τηρήσει προκειμένου να προσβάλει τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να προσδιορισθεί ποια ήταν η διαδικασία την οποία όφειλε να τηρήσει το Συμβούλιο προκειμένου να του κοινοποιήσει την πράξη αυτή.

60      Από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 32, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 36/2012 έχει την έννοια ότι, όταν το Συμβούλιο έχει στη διάθεσή του τη διεύθυνση προσώπου το οποίο υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα, ελλείψει απευθείας κοινοποιήσεως πράξεων που προβλέπουν τα μέτρα αυτά, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής την οποία πρέπει να τηρήσει το πρόσωπο αυτό για να προσβάλει τις εν λόγω πράξεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αρχίζει να τρέχει. Συνεπώς, μόνον όταν είναι αδύνατη η κοινοποίηση ατομικώς στον ενδιαφερόμενο της πράξεως με την οποία λαμβάνονται ή διατηρούνται σε ισχύ περιοριστικά μέτρα εις βάρος του, σηματοδοτεί η κοινοποίηση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την έναρξη της προθεσμίας αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 47, σκέψη 59, και Syrian Lebanese Commercial Bank κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 57, σκέψεις 59 και 60· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Gbagbo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 56, σκέψεις 61 και 62).

61      Συναφώς, παρατηρείται ότι είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο αδυνατεί να κοινοποιήσει ατομικώς σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή σε οντότητα μια πράξη η οποία προβλέπει περιοριστικά μέτρα που αφορούν το εν λόγω πρόσωπο ή την εν λόγω οντότητα είτε όταν η διεύθυνση του προσώπου αυτού ή της οντότητας αυτής δεν είναι δημόσια και δεν του έχει δοθεί είτε όταν η κοινοποίηση στη διεύθυνση την οποία διαθέτει το Συμβούλιο αποτυγχάνει, παρά τις ενέργειες στις οποίες έχει προβεί, με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια, προκειμένου να διενεργήσει την κοινοποίηση αυτή.

62      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, στις 23 Απριλίου 2013, ημερομηνία εκδόσεως του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013, το Συμβούλιο είχε στη διάθεσή του τη διεύθυνση του προσφεύγοντος. Πράγματι, το εισαγωγικό δικόγραφο της υποθέσεως T‑307/12, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιουλίου 2012 και κοινοποιήθηκε στο Συμβούλιο στις 13 Ιουλίου 2012, περιείχε την κατοικία του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Διαδικασίας και διευκρίνιζε κατά τον τρόπο αυτόν ότι ο προσφεύγων είχε την κατοικία του στην Κεντρική Τράπεζα της Συρίας, της οποίας η διεύθυνση επίσης αναγραφόταν.

63      Ως εκ τούτου, κατ’ αρχήν, πρέπει να αποκλεισθεί ότι η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της ανακοινώσεως που αφορούσε μεταξύ άλλων τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013, μνεία της οποίας έγινε στη σκέψη 20 ανωτέρω, μπορεί να θεωρηθεί ως το γεγονός το οποίο σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας την οποία έπρεπε να τηρήσει ο προσφεύγων για να προσβάλει την πράξη αυτή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

64      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν υποστήριξε ότι αδυνατούσε να κοινοποιήσει απευθείας στον προσφεύγοντα τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Syrian Lebanese Commercial Bank κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 57, σκέψη 61), η ημερομηνία δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως αυτής είναι δυνατό να αποτελέσει το σημείο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής μόνο σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι αυτή η άμεση κοινοποίηση απέτυχε (βλ. σκέψη 61 ανωτέρω). Τούτο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

65      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, όταν το Συμβούλιο έχει στη διάθεσή του τη διεύθυνση κατοικίας ενός προσώπου που υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα και του κοινοποιεί εγκύρως στη διεύθυνση αυτή τις πράξεις που προβλέπουν τα μέτρα αυτά, δεν μπορεί να προσδοθεί καμία σημασία στο γεγονός ότι η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά των πράξεων αυτών θα μπορούσε να είναι ευνοϊκότερη για το εν λόγω πρόσωπο αν υπολογιζόταν από την ημερομηνία δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της ανακοινώσεως που αφορά τις επίμαχες πράξεις, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της εφαρμογής του άρθρου 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο προβλέπει δεκατέσσερις επιπλέον ημέρες για τον υπολογισμό της προθεσμίας προσφυγής από της δημοσιεύσεως μιας πράξεως στην Επίσημη Εφημερίδα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Syrian Lebanese Commercial Bank κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 57, σκέψη 65). Πράγματι, μια άμεση κοινοποίηση παραληφθείσα από τον αποδέκτη του παρέχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου των πράξεων που τον αφορούν, καθώς και των λόγων στους οποίους στηρίζονται οι πράξεις αυτές. Συνεπώς, η ημερομηνία παραλαβής μιας τέτοιας κοινοποιήσεως σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά των πράξεων αυτών (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2012, T‑350/09, ICO Satellite κατά Επιτροπής, σκέψεις 29 και 33, και της 18ης Δεκεμβρίου 2012, T‑320/11, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, σκέψεις 19 και 23). Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι ο σκοπός της επιπλέον προθεσμίας των δεκατεσσάρων ημερών την οποία προβλέπει το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας συνίσταται στη διασφάλιση για τους ενδιαφερομένους επαρκούς χρονικού διαστήματος για την άσκηση προσφυγής κατά των πράξεων που δημοσιεύθηκαν και των πράξεων που γνωστοποιήθηκαν στους ενδιαφερομένους με τη δημοσίευση ανακοινώσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Syrian Lebanese Commercial Bank κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 57, σκέψεις 64 και 65). Αντιθέτως, όταν μια πράξη έχει αποτελέσει το αντικείμενο απευθείας κοινοποιήσεως στον ενδιαφερόμενο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να του παρασχεθεί τέτοια προθεσμία.

66      Δεδομένου ότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αφενός, το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να κοινοποιήσει απευθείας στον προσφεύγοντα τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013 και, αφετέρου, στην περίπτωση που η κοινοποίηση αυτή δεν ήταν έγκυρη, η προθεσμία την οποία έπρεπε να τηρήσει ο προσφεύγων για να προσβάλει την πράξη αυτή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ουδέποτε άρχισε να τρέχει, πρέπει να διαπιστωθεί αν το Συμβούλιο εκπλήρωσε την υποχρέωση αυτή.

 Επί της διαδικασίας της κοινοποιήσεως στον προσφεύγοντα του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013

67      Δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι το Συμβούλιο δεν κοινοποίησε τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013 στη διεύθυνση του προσφεύγοντος στην Κεντρική Τράπεζα της Συρίας και, αφετέρου, ότι ένας από τους δικηγόρους που εκπροσωπούν τον προσφεύγοντα στην υπόθεση T‑307/12 παρέλαβε, στις 17 Μαΐου 2013, ένα έγγραφο του Συμβουλίου με ημερομηνία 13 Μαΐου 2013, στο οποίο είχε επισυναφθεί ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013 (στο εξής: έγγραφο που παρελήφθη στις 17 Μαΐου 2013).

68      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το έγγραφο που παρελήφθη στις 17 Μαΐου 2013 δεν αποτελεί έγκυρη κοινοποίηση με την αιτιολογία ότι το Συμβούλιο, πρώτον, δεν του κοινοποίησε το διορθωτικό της 9ης Μαΐου 2013 (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω), δεύτερον, τοποθέτησε το εν λόγω έγγραφο στον ίδιο φάκελο με αυτόν που περιείχε και τις κοινοποιήσεις που αφορούσαν άλλους πελάτες του δικηγορικού γραφείου των εκπροσώπων του και, τρίτον, δεν χρησιμοποίησε τη διεύθυνση του προσφεύγοντος στην Κεντρική Τράπεζα της Συρίας

69      Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα του προσφεύγοντος, παρατηρείται ότι, βεβαίως, ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013 αποτέλεσε αντικείμενο του διορθωτικού της 9ης Μαΐου 2013 και ότι δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι το διορθωτικό αυτό είχε επισυναφθεί στο έγγραφο που παρελήφθη στις 17 Μαΐου 2013. Πάντως, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι το διορθωτικό της 9ης Μαΐου 2013 είχε μόνον ως σκοπό να διορθώσει τον τρόπο γραφής στην αραβική των ονομάτων των προσώπων που περιλαμβάνονταν στους επισυναφθέντες στον επίμαχο κανονισμό καταλόγους.

70      Συναφώς, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι στον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013, τόσο ως είχε αρχικώς όσο και κατόπιν του διορθωτικού της 9ης Μαΐου 2013, αναγράφονται τα ονόματα των προσώπων που περιλαμβάνονται στους επισυναφθέντες καταλόγους με λατινικούς χαρακτήρες, η δε μνεία στην αραβική έχει τεθεί απλώς εντός παρενθέσεων. Περαιτέρω, οι πράξεις που προέβλεπαν περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας και είχαν εκδοθεί πριν από αυτόν τον εκτελεστικό κανονισμό περιείχαν μόνον τα ονόματα των θιγομένων προσώπων με λατινικούς χαρακτήρες, πράγμα το οποίο δεν εμπόδισε τον προσφεύγοντα να λάβει γνώση αυτών και να τις προσβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Τέλος, η αραβική δεν αποτελεί επίσημη γλώσσα της Ένωσης.

71      Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνεται ότι το διορθωτικό της 9ης Μαΐου 2013 δεν επηρεάζει τα αποτελέσματα του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013 έναντι του προσφεύγοντος (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουνίου 1994, C‑30/93, AC-ATEL Electronics, Συλλογή 1994, σ. I‑2305, σκέψη 24). Συνεπώς, το γεγονός ότι στο έγγραφο που παρελήφθη στις 17 Μαΐου 2013 είχε επισυναφθεί ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013, αλλά όχι το διορθωτικό της 9ης Μαΐου 2013, δεν συνεπάγεται τη διαπίστωση ότι δεν επρόκειτο περί έγκυρης κοινοποιήσεως, οπότε το πρώτο επιχείρημα του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί.

72      Το δεύτερο επιχείρημα του προσφεύγοντος είναι ωσαύτως αβάσιμο. Συγκεκριμένα, αρκεί να επισημανθεί ότι, στο έγγραφο που παρελήφθη στις 17 Μαΐου 2013, διευκρινίσθηκε με ακρίβεια, υπό τον τίτλο «αντικείμενο» αυτής, ότι αφορούσε τον προσφεύγοντα. Είναι εξάλλου σαφές ότι η έκφραση «ο πελάτης σας» που περιλαμβάνεται στο εν λόγω έγγραφο, το οποίο βεβαίως έχει τυποποιημένη διατύπωση, δεν αναφέρεται σε οποιονδήποτε πελάτη των εκπροσώπων του προσφεύγοντος, αλλά στον προσφεύγοντα. Εξάλλου, το εν λόγω έγγραφο φέρει αριθμό μητρώου της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου, που διακρίνει κατ’ αρχήν το έγγραφο αυτό από τα άλλα έγγραφα που περιέχονταν στον ίδιο φάκελο, τον οποίο παρέλαβε ο εκπρόσωπος του προσφεύγοντος.

73      Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα του προσφεύγοντος, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αναφέρεται στην «κοινοποίηση [της πράξεως] στον προσφεύγοντα», και όχι στην κοινοποίηση της πράξεως στον εκπρόσωπό του.

74      Συνεπώς, όταν μια πράξη πρέπει να κοινοποιηθεί προκειμένου να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής, πρέπει κατ’ αρχήν να απευθυνθεί στον αποδέκτη της πράξεως αυτής και όχι στους δικηγόρους που τον εκπροσωπούν. Πράγματι, κατά τη νομολογία, η κοινοποίηση στον εκπρόσωπο ενός προσφεύγοντος λογίζεται ως κοινοποίηση στον αποδέκτη μόνον αν ένας τέτοιος τύπος κοινοποιήσεως προβλέπεται ρητώς από κανονιστική ρύθμιση ή από συμφωνία μεταξύ των διαδίκων (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2009, T‑545/08, Thoss κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 41 και 42, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2013, T‑104/07 και T‑339/08, BVGD κατά Επιτροπής, σκέψη 146).

75      Εν προκειμένω, πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη η εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση, και συγκεκριμένα το άρθρο 32, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 36/2012 (βλ. σκέψη 55 ανωτέρω), και να διαπιστωθεί ότι ουδόλως αναφέρει ρητώς τη δυνατότητα να έχει η κοινοποίηση την οποία αφορά η υπομνησθείσα στην προηγούμενη σκέψη νομολογία τη μορφή της κοινοποιήσεως μιας πράξεως σε δικηγόρο ο οποίος εκπροσωπεί το πρόσωπο το οποίο αφορά η πράξη.

76      Συνεπώς, με την κοινοποίηση του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013 σε έναν από τους δικηγόρους που εκπροσωπούσαν τον προσφεύγοντα στην υπόθεση T‑307/12, το Συμβούλιο δεν συμμορφώθηκε προς το γράμμα της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως, την οποία επέβαλε το ίδιο στον εαυτό του.

77      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, υπό την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 74 ανωτέρω, η οποία να επιτρέπει στο Συμβούλιο να κοινοποιήσει τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013 στον εν λόγω εκπρόσωπο. Συναφώς, παρατηρείται ότι ο προσφεύγων ουδέποτε απευθύνθηκε στο Συμβούλιο, είτε απευθείας είτε μέσω των εκπροσώπων του, οπότε η ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας θα ήταν δυνατό να απορρέει μόνον από τα έγγραφα που ανταλλάχθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών. Από τα έγγραφα αυτά όμως δεν προκύπτει ότι συνήφθη τέτοια συμφωνία.

78      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι, δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν κοινοποίησε εγκύρως στον προσφεύγοντα τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013, στις 30 Ιουλίου 2013 δεν είχε παρέλθει η προθεσμία για την εκ μέρους του υποβολή αιτήματος να περιληφθεί η πράξη αυτή στο αντικείμενο της προσφυγής. Ως εκ τούτου, η ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε το Συμβούλιο ως προς το αίτημα αυτό δεν μπορεί παρά να απορριφθεί.

79      Κατά συνέπεια, κατά την επί της ουσίας εξέταση της προσφυγής της υποθέσεως T‑307/12, πρέπει να κριθεί ότι ο προσφεύγων παραδεκτώς ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως 2011/782, όπως τροποποιήθηκε με την εκτελεστική απόφαση 2012/256, του κανονισμού 36/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 410/2012, της αποφάσεως 2012/739, του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013 και της αποφάσεως 2013/255 (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις), καθόσον οι πράξεις αυτές τον αφορούν.

2.     Επί της ουσίας

80      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν:

–        ο πρώτος, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, καθώς και του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας·

–        ο δεύτερος, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως·

–        ο τρίτος, έλλειψη αποδείξεως επαρκούς σχέσεως μεταξύ του ιδίου και της καταστάσεως λόγω της οποίας ελήφθησαν περιοριστικά μέτρα εις βάρος της Συρίας, καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας·

–        ο τέταρτος, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, του δικαιώματος ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του δικαιώματος ελεύθερης μετακινήσεως, καθώς και παράβαση των εθνικών κανόνων και των κανόνων της Ένωσης που ισχύουν μόνο για τους πολίτες των κρατών μελών και της Ένωσης.

81      Πρέπει να εξετασθεί πρώτα ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, κατόπιν ο πρώτος και στη συνέχεια οι λοιποί λόγοι.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

82      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν διευκρινίζουν τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του εκτιμήσεως, έκρινε ότι έπρεπε να υπόκειται στα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας. Η αιτιολογία που παρέχεται στις εν λόγω πράξεις είναι αόριστη και γενική και παραθέτει απλώς τα επαγγελματικά καθήκοντα του προσφεύγοντος, αντί να περιέχει αντικειμενικά στοιχεία που καθιστούν δυνατό να συναχθεί ότι μετέχει, με ενεργή συμπεριφορά εκ μέρους του, στις πράξεις που προσάπτονται στην Κεντρική Τράπεζα της Συρίας και συνδέονται με την καταστολή εις βάρος του αμάχου πληθυσμού.

83      Εξάλλου, καμία επιπλέον αιτιολογία δεν του κοινοποιήθηκε κατόπιν της εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων.

84      Το Συμβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

85      Υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον θιγόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στα εν λόγω όργανα τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής. Η ως άνω υποχρέωση αιτιολογήσεως συνιστά ουσιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης από την οποία μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση μόνο για επιτακτικούς λόγους. Ως εκ τούτου, η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με τη βλαπτική γι’ αυτόν πράξη, καθόσον η έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί να καλυφθεί λόγω του ότι ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται την αιτιολογία της πράξεως κατά τη διαδικασία ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 2012, C‑417/11 P, Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 49, και του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 2009, T‑390/08, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II‑3967, σκέψη 80).

86      Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο οφείλει να γνωστοποιεί στο πρόσωπο ή στην οντότητα που θίγεται από περιοριστικά μέτρα τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι έπρεπε να ληφθούν τα μέτρα αυτά, εκτός αν επιτακτικοί λόγοι αναγόμενοι στην ασφάλεια ή απορρέοντες από τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης ή των κρατών μελών της αποκλείουν τη γνωστοποίηση ορισμένων στοιχείων. Το Συμβούλιο οφείλει ως εκ τούτου να εκθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η κατά νόμο δικαιολόγηση των οικείων μέτρων και τις σκέψεις που το οδήγησαν να λάβει τα μέτρα αυτά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 85, σκέψη 81).

87      Εξάλλου, η αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να διασαφηνίζει η αιτιολογία όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον ο επαρκής χαρακτήρας μιας αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου γνωστού στον θιγόμενο, το οποίο του επιτρέπει να γνωρίζει το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (αποφάσεις Συμβούλιο κατά Bamba, προπαρατεθείσα στη σκέψη 85, σκέψεις 53 και 54, και της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 85, σκέψη 82).

88      Εν προκειμένω, η αιτιολογία την οποία παρέσχε το Συμβούλιο αφότου ενεγράφη ο προσφεύγων στους καταλόγους περιοριστικών μέτρων κατά της Συρίας συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στο ότι ασκεί τα καθήκοντα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας.

89      Συναφώς, σημειωτέον ότι, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε ο προσφεύγων απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, οι ελαφρές φραστικές διαφορές στη γλώσσα διαδικασίας μεταξύ της αιτιολογίας της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/256 και του εκτελεστικού κανονισμού 410/2012 (βλ. σκέψεις 10 και 11 ανωτέρω), αφενός, και της αιτιολογίας της αποφάσεως 2012/739, του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013 και της αποφάσεως 2013/255 (βλ. σκέψεις 17 και 21 ανωτέρω), αφετέρου, ουδόλως επηρεάζουν την ουσία της αιτιολογίας την οποία παρέσχε το Συμβούλιο.

90      Πράγματι, το γεγονός ότι κρίθηκε ότι ο προσφεύγων παρέχει χρηματοοικονομική υποστήριξη στο συριακό καθεστώς στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του ως Διοικητής ισοδυναμεί με τη διαπίστωση ότι είναι υπεύθυνος για την παροχή τέτοιας υποστηρίξεως μέσω των εν λόγω αρμοδιοτήτων του. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι αρμοδιότητες του προσφεύγοντος, κατά την άποψη του Συμβουλίου, είναι τέτοιας φύσεως ώστε συνεπάγονται ένα ρόλο παροχής χρηματοοικονομικής υποστηρίξεως στο συριακό καθεστώς.

91      Όπως παρατηρεί το Συμβούλιο, οι τροποποιήσεις τις οποίες προέβαλε ο προσφεύγων δεν εξηγούνται από αλλαγή του περιεχομένου της αιτιολογίας που εκτέθηκε αρχικώς ως προς αυτόν, αλλά από την επιθυμία να καταστούν πιο συνεπείς μεταξύ τους, απλώς όσον αφορά το γράμμα τους, οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις των προσβαλλομένων πράξεων.

92      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας των πράξεων της Ένωσης αποκλείει, σε περίπτωση αμφιβολίας, να λαμβάνεται μεμονωμένα υπόψη το περιεχόμενο μιας διατάξεως, αλλ’ αντιθέτως απαιτεί να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται υπό το πρίσμα των αποδόσεων στις άλλες επίσημες γλώσσες (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 2011, C‑412/10, Homawoo, Συλλογή 2011, σ. I‑11603, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Σε πλείονες γλωσσικές αποδόσεις των προσβαλλομένων πράξεων, μεταξύ των οποίων η απόδοση στην αγγλική, η αιτιολογία που εκτέθηκε ως προς τον προσφεύγοντα δεν τροποποιήθηκε. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει, αν υποτεθεί ότι χρειαζόταν, ότι η ουσία της αιτιολογίας αυτής παρέμεινε η ίδια.

93      Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτή, επισημαίνεται ότι από την ανάγνωση της αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να πληροφορηθεί ότι είχε εγγραφεί στον κατάλογο των προσώπων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας λόγω των επαγγελματικών του καθηκόντων.

94      Το γεγονός ότι ο προσφεύγων πράγματι αντελήφθη ότι το Συμβούλιο στηρίχθηκε στα επαγγελματικά του καθήκοντα επιβεβαιώνεται διότι, στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών, προέβαλε ένα λόγο αναιρέσεως, τον τρίτον, με τον οποίο αμφισβήτησε ακριβώς τη δυνατότητα του Συμβουλίου να λάβει περιοριστικά μέτρα εις βάρος του απλώς και μόνο βάσει των καθηκόντων αυτών.

95      Εξάλλου, δεδομένου ότι οι λόγοι για την επιλογή του Συμβουλίου εκτέθηκαν σαφώς στις προσβαλλόμενες πράξεις, το Γενικό Δικαστήριο είναι σε θέση να εκτιμήσει το βάσιμό τους.

96      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας πράξεως συνιστά ουσιώδη τύπο και πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα της βασιμότητας των παρατιθεμένων λόγων, το οποίο άπτεται της ουσιαστικής νομιμότητας της επίδικης πράξεως. Πράγματι, η αιτιολογία μιας πράξεως συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η πράξη αυτή. Εάν η αιτιολογία εμπεριέχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως, αλλά όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής έστω και αν εκφράζει εσφαλμένους λόγους (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America, Συλλογή 2008, σ. I‑4951, σκέψη 181, και Συμβούλιο κατά Bamba, προπαρατεθείσα στη σκέψη 85, σκέψη 60).

97      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί, το δε βάσιμο των λόγων που εξέθεσε το Συμβούλιο έναντι του προσφεύγοντος πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο του τρίτου λόγου.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

98      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ενεγράφη στον κατάλογο των προσώπων που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας, μέτρα τα οποία έχουν κατ’ αυτόν ποινικό χαρακτήρα, χωρίς να έχει προηγουμένως πληροφορηθεί τους λόγους της εγγραφής αυτής και χωρίς να έχει ακουστεί συναφώς. Η ανάγκη αιφνιδιαστικής επιβολής των μέτρων αυτών δεν εμπόδιζε τη διεξαγωγή ακροάσεως πριν από τη λήψη τους.

99      Επιπλέον, κατά τον προσφεύγοντα, το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωσή του να του κοινοποιήσει τις προσβαλλόμενες πράξεις καθώς και τους λόγους για την εγγραφή του, μολονότι δεν ήταν δυνατό να αγνοεί τη διεύθυνσή του. Η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα δεν του παρέσχε τη «συγκεκριμένη δυνατότητα» να υποβάλει παρατηρήσεις. Ειδικότερα, η διαδικασία προκαταρκτικής εξετάσεως την οποία προέβλεπαν οι ανακοινώσεις αυτές δεν του παρείχε τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς την άποψή του και δεν του προσέφερε επαρκείς εγγυήσεις. Ως εκ τούτου, δεν είχε σημασία ότι δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα.

100    Τέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν ήταν σε θέση να ασκήσει το δικαίωμά του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, διότι το Συμβούλιο δεν του γνωστοποίησε τους λόγους για τους οποίους υπέκειτο στα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας.

101    Το Συμβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

102    Υπενθυμίζεται ότι το θεμελιώδες δικαίωμα στον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη διάρκεια διαδικασίας πριν την έκδοση περιοριστικού μέτρου κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον οποίο το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ αναγνωρίζει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C‑27/09 P, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, Συλλογή 2011, σ. I‑13427, σκέψη 66).

103    Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και έχει επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2007, C‑432/05, Unibet, Συλλογή 2007, σ. I‑2271, σκέψη 37, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑6351, στο εξής: απόφαση Kadi, σκέψη 335).

104    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου, ο οποίος πρέπει ιδίως να αφορά τη νομιμότητα των λόγων στους οποίους στηρίχθηκε μια αρχή της Ένωσης για την εγγραφή του ονόματος προσώπου ή της επωνυμίας οντότητας στον κατάλογο των προσώπων τα οποία υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα που θέσπισε η εν λόγω αρχή, συνεπάγεται ότι η οικεία αρχή υποχρεούται να γνωστοποιήσει τους λόγους αυτούς στο θιγόμενο πρόσωπο ή οντότητα, κατά το μέτρο του δυνατού, είτε κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως περί εγγραφής του ονόματός του στον κατάλογο είτε, τουλάχιστον, το ταχύτερο δυνατό μετά τη λήψη αυτής της αποφάσεως, ώστε να του παρασχεθεί η δυνατότητα να ασκήσει, εμπροθέσμως, το δικαίωμά του προσφυγής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Kadi, προπαρατεθείσα στη σκέψη 103, σκέψη 336).

105    Η τήρηση της ως άνω υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως των λόγων αυτών είναι, πράγματι, αναγκαία προκειμένου να παρασχεθεί στα πρόσωπα που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα η δυνατότητα να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσουν, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν είναι πρόσφορο να προσφύγουν στον δικαστή της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 1987, 222/86, Heylens κ.λπ., Συλλογή 1987, σ. 4097, σκέψη 15), αλλά και προκειμένου να παρασχεθεί πλήρως στον δικαστή αυτόν η δυνατότητα ασκήσεως του ελέγχου νομιμότητας της οικείας πράξεως της Ένωσης, όπως επιβάλλει η Συνθήκη (απόφαση Kadi, προπαρατεθείσα στη σκέψη 103, σκέψη 337).

106    Πάντως, σύμφωνα με τις επιταγές που απορρέουν από τη νομολογία αυτή, το άρθρο 21, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως 2011/782, το άρθρο 32, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 36/2012, το άρθρο 27, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως 2012/739 και το άρθρο 30, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως 2013/255 προβλέπουν ότι το Συμβούλιο κοινοποιεί την απόφασή του στο θιγόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τη θιγόμενη οντότητα ή τον θιγόμενο οργανισμό μαζί με τους λόγους εγγραφής του στον κατάλογο, είτε απευθείας, εάν η διεύθυνσή του είναι γνωστή, είτε με τη δημοσίευση σχετικής ανακοινώσεως, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις. Αν υποβληθούν παρατηρήσεις ή προσκομισθούν σημαντικά νέα στοιχεία, το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφασή του και ενημερώνει συναφώς το θιγόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τη θιγόμενη οντότητα ή τον θιγόμενο οργανισμό.

107    Επιπλέον, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι από το άρθρο 25 της αποφάσεως 2011/782, το άρθρο 31 της αποφάσεως 2012/739 και το άρθρο 34 της αποφάσεως 2013/255 προκύπτει ότι οι αποφάσεις αυτές υπόκεινται σε διαρκή επανεξέταση και, αφετέρου, ότι, κατά το άρθρο 32, παράγραφος 4, του κανονισμού 36/2012, οι κατάλογοι των παραρτημάτων του επανεξετάζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα.

108    Εν προκειμένω, κατόπιν της εκδόσεως του εκτελεστικού κανονισμού 410/2012 και της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/256, δημοσιεύθηκε η προμνησθείσα στις σκέψεις 14 και 15 ανακοίνωση, παρέχοντας έτσι στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις στο Συμβούλιο.

109    Το γεγονός ότι η ανακοίνωση αυτή δημοσιεύθηκε μετά την πρώτη εγγραφή του προσφεύγοντος στον κατάλογο των προσώπων που υπόκεινται στα επίμαχα περιοριστικά μέτρα δεν συνιστά αυτό και μόνο προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

110    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, προκειμένου περί περιοριστικών μέτρων, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας και, ιδίως, του δικαιώματος ακροάσεως, δεν επιτάσσει να γνωστοποιούν οι αρχές της Ένωσης, πριν από την αρχική εγγραφή προσώπου ή οντότητας σε κατάλογο για την επιβολή περιοριστικών μέτρων, τους λόγους της εγγραφής αυτής στο θιγόμενο πρόσωπο ή οντότητα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Kadi, προπαρατεθείσα στη σκέψη 103, σκέψη 338).

111    Πράγματι, μια τέτοια εκ των προτέρων γνωστοποίηση θα διακύβευε την αποτελεσματικότητα των μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων και οικονομικών πόρων που επιβάλλουν οι εν λόγω αρχές (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Kadi, προπαρατεθείσα στη σκέψη 103, σκέψη 339).

112    Προς επίτευξη του σκοπού τους, τα μέτρα αυτά πρέπει, ως εκ της φύσεώς τους, να επιβάλλονται αιφνιδιαστικά και να εφαρμόζονται αμέσως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Kadi, προπαρατεθείσα στη σκέψη 103, σκέψη 340).

113    Ως εκ τούτου το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να προβεί σε ακρόαση του προσφεύγοντος πριν την πρώτη εγγραφή του στους καταλόγους των προσώπων που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας.

114    Πάντως, στο πλαίσιο της εκδόσεως της αποφάσεως 2012/739, του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013 και της αποφάσεως 2013/255, που αποτελούν μεταγενέστερες πράξεις οι οποίες διατηρούν το όνομα του προσφεύγοντος στους καταλόγους με τα ονόματα των προσώπων που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα, δεν μπορεί κατ’ αρχήν να γίνει λυσιτελής επίκληση του επιχειρήματος περί του στοιχείου αιφνιδιασμού των εν λόγω μέτρων (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, T‑383/11, Makhlouf κατά Συμβουλίου, σκέψη 42, και Syrian Lebanese Commercial Bank κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 57, σκέψη 148· βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, προπαρατεθείσα στη σκέψη 102, σκέψη 62).

115    Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει ότι το δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση πράξεων που διατηρούν σε ισχύ περιοριστικά μέτρα εις βάρος προσώπων που ήδη υπόκεινται στα μέτρα αυτά προϋποθέτει ότι το Συμβούλιο έχει λάβει υπόψη του νέα στοιχεία εις βάρος των προσώπων αυτών (αποφάσεις Makhlouf κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 114, σκέψη 43, και Syrian Lebanese Commercial Bank κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 57, σκέψη 149· βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, προπαρατεθείσα στη σκέψη 102, σκέψη 63).

116    Εν προκειμένω, παρατηρείται ότι το Συμβούλιο, όταν διατήρησε το όνομα του προσφεύγοντος στους καταλόγους των προσώπων που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας, δεν έλαβε υπόψη του νέα στοιχεία, μη γνωστοποιηθέντα στον προσφεύγοντα κατόπιν της εκδόσεως των πράξεων που προβλέπουν την πρώτη εγγραφή του στους επιμάχους καταλόγους. Πράγματι, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 88 έως 92 ανωτέρω, η εγγραφή και η διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στους εν λόγω καταλόγους στηρίζονται στα καθήκοντά του ως Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας.

117    Εξάλλου υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν στις σκέψεις 106 και 107, ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα, με δική του πρωτοβουλία, να υποβάλει τις παρατηρήσεις του στο Συμβούλιο χωρίς να κληθεί εκ νέου ρητώς προς τούτο, πριν από την έκδοση κάθε μεταγενέστερης πράξεως, ελλείψει νέων στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη εις βάρος του.

118    Ο προσφεύγων όμως δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής.

119    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κριθεί ότι ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα επί πολλούς μήνες να υποβάλει τις παρατηρήσεις του στο Συμβούλιο και να αμφισβητήσει το βάσιμο των λόγων, όπως αυτοί παρατέθηκαν με επαρκή σαφήνεια στις προσβαλλόμενες πράξεις (βλ. σκέψεις 93 έως 95 ανωτέρω), για τους οποίους το όνομά του ενεγράφη και διατηρήθηκε στους καταλόγους των προσώπων που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα.

120    Όσον αφορά το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν προέβη σε ακρόαση του προσφεύγοντος, διαπιστώνεται ότι ούτε η επίμαχη ρύθμιση ούτε η γενική αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας παρέχουν στους ενδιαφερομένους τέτοιο δικαίωμα ακροάσεως (βλ. απόφαση της 6 Σεπτεμβρίου 2013, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 47, σκέψη 105 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), είτε πρόκειται για την πρώτη εγγραφή είτε για τη διατήρηση του ονόματός τους στους επιμάχους καταλόγους.

121    Ως προς το επιχείρημα το προσφεύγοντος το οποίο αφορά την έλλειψη ατομικής κοινοποιήσεως των προσβαλλομένων πράξεων, μπορεί, βεβαίως να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο είχε στη διάθεσή του την επαγγελματική διεύθυνση του προσφεύγοντος στην Κεντρική Τράπεζα της Συρίας τουλάχιστον από τις 13 Ιουλίου 2012, ημερομηνία κατά την οποία του επιδόθηκε το εισαγωγικό δικόγραφο της υποθέσεως T‑307/12, στο οποίο αναγράφεται η πληροφορία ότι ο ενάγων έχει την κατοικία του στην εν λόγω τράπεζα, της οποίας η διεύθυνση παρατίθεται (βλ. σκέψη 61 ανωτέρω).

122    Εντούτοις, σημειωτέον ότι η έλλειψη ατομικής κοινοποιήσεως των προσβαλλομένων πράξεων, μολονότι επηρεάζει το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, δεν δικαιολογεί, αυτή και μόνη, την ακύρωση των εν λόγω πράξεων. Συναφώς, ο προσφεύγων δεν προβάλλει επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει ότι, εν προκειμένω, η έλλειψη ατομικής κοινοποιήσεως των πράξεων αυτών στη διεύθυνσή του στη Συρία είχε ως συνέπεια προσβολή των δικαιωμάτων του η οποία θα δικαιολογούσε την ακύρωση των πράξεων αυτών, καθόσον τον αφορούν (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 47, σκέψεις 112 και 113).

123    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος και το δικαίωμά του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν προσβλήθηκαν ούτε κατά την εγγραφή ούτε κατά τη διατήρηση του ονόματός του στους καταλόγους των προσώπων που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας, οπότε ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά έλλειψη αποδείξεως επαρκούς σχέσεως μεταξύ του προσφεύγοντος και της καταστάσεως λόγω της οποίας ελήφθησαν περιοριστικά μέτρα εις βάρος της Συρίας, καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

124    Η εξέταση του τρίτου λόγου του προσφεύγοντος, ο οποίος αφορά έλλειψη αποδείξεως επαρκούς σχέσεως μεταξύ του ιδίου και της καταστάσεως λόγω της οποίας ελήφθησαν περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας, καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, επιβάλλει να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, επί της εντάσεως του ελέγχου τον οποίο πρέπει να ασκεί, στη συνέχεια δε επί του ζητήματος αν το Συμβούλιο μπορούσε να στηριχθεί αποκλειστικώς και μόνο στα επαγγελματικά καθήκοντα του προσφεύγοντος και, τέλος, επί των λοιπών επιχειρημάτων που προέβαλε ο προσφεύγων στο πλαίσιο αυτό.

 Επί της εντάσεως του ελέγχου τον οποίο ασκεί το Γενικό Δικαστήριο

125    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να περιοριστεί στον έλεγχο της αφηρημένης αληθοφάνειας των λόγων που εξέθεσε το Συμβούλιο, αλλά πρέπει να βεβαιωθεί ότι ο έλεγχος αυτός στηρίχθηκε σε ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες και αποδείξεις, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να ασκήσει ίδιου είδους έλεγχο με αυτόν τον οποίο άσκησε όσον αφορά τα περιοριστικά μέτρα κατά προβαλλομένων τρομοκρατικών δραστηριοτήτων.

126    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει όσον αφορά τη λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος τρίτης χώρας, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη σκοπιμότητα επιβολής των μέτρων αυτών εις βάρος του προσφεύγοντος, λόγω των καθηκόντων του ως Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας, πλην της περιπτώσεως πρόδηλης πλάνης. Ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να αφορά την ουσιαστική ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών που εξέθεσε το Συμβούλιο όσον αφορά τα καθήκοντα που ασκούσε ο προσφεύγων.

127    Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, όσον αφορά τους γενικούς κανόνες που διέπουν τη διαδικασία λήψεως περιοριστικών μέτρων, το Συμβούλιο έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να ληφθούν μέτρα για την επιβολή οικονομικών και χρηματοοικονομικών κυρώσεων βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με απόφαση ληφθείσα δυνάμει του κεφαλαίου 2 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ, και ειδικότερα του άρθρου 29 ΣΕΕ. Δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει το Συμβούλιο κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, γεγονότων και περιστάσεων που δικαιολογούν τη λήψη τέτοιων μέτρων, ο έλεγχος που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων περί αιτιολογίας, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και καταχρήσεως εξουσίας. Ο περιορισμένος αυτός έλεγχος ισχύει, ειδικότερα, για την εκτίμηση των λόγων σκοπιμότητας επί των οποίων στηρίζονται τέτοια μέτρα (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 85, σκέψη 36, και της 25ης Απριλίου 2013, T‑130/11, Gossio κατά Συμβουλίου, σκέψη 57).

128    Όσον αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως περί εγγραφής του ονόματος προσώπου ή οντότητας στους καταλόγους που έχουν επισυναφθεί στις πράξεις οι οποίες προβλέπουν τη λήψη περιοριστικών μέτρων, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να βεβαιώνεται ότι η απόφαση, η οποία έχει ατομικό χαρακτήρα για το πρόσωπο αυτό, στηρίζεται σε αρκούντως σταθερή πραγματική βάση. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που προβάλλονται στην αιτιολογική έκθεση στην οποία στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, ούτως ώστε ο δικαιοδοτικός έλεγχος να μην περιορίζεται στην εκτίμηση της αφηρημένης αληθοφάνειας των προβαλλομένων λόγων, αλλά να αφορά το αν οι λόγοι αυτοί ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται επαρκής αυτός καθεαυτόν για να στηρίξει την ίδια αυτή απόφαση περί εγγραφής είναι τεκμηριωμένοι. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, εναπόκειται στο Συμβούλιο να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη κατά του θιγομένου προσώπου, και όχι στο πρόσωπο αυτό να προβεί στην αρνητική απόδειξη του αβασίμου των λόγων αυτών (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 85, σκέψη 37, και της 5ης Δεκεμβρίου 2012, T‑421/11, Qualitest κατά Συμβουλίου, σκέψη 55· βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2013, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, σκέψεις 119 και 121).

129    Εξάλλου, το ζήτημα της αποδείξεως της προβαλλόμενης συμπεριφοράς, το οποίο εμπίπτει στην ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξεως, προϋποθέτει τον έλεγχο του υποστατού των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην πράξη αυτή, καθώς και τον χαρακτηρισμό των περιστατικών αυτών ως στοιχείων που δικαιολογούν την επιβολή περιοριστικών μέτρων εις βάρος του θιγομένου προσώπου (απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, προπαρατεθείσα στη σκέψη 85, σκέψη 60).

130    Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων πρέπει να εξετασθεί το βάσιμο των επιχειρημάτων που προέβαλε ο προσφεύγων στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

 Επί της δυνατότητας του Συμβουλίου να στηριχθεί αποκλειστικώς και μόνο στα επαγγελματικά καθήκοντα του προσφεύγοντος

131    Ο προσφεύγων παραπονείται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν παραθέτουν επαρκείς αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει η ύπαρξη σχέσεως μεταξύ, αφενός, του ιδίου, της συμπεριφοράς και των δραστηριοτήτων του και, αφετέρου, των σκοπών των περιοριστικών μέτρων κατά της Συρίας. Ελλείψει κάθε αποδεικτικού στοιχείου περί της αναμίξεώς του στην καταστολή εις βάρος του αμάχου πληθυσμού και κάθε αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του και της καταστολής αυτής, το γεγονός και μόνον ότι ο προσφεύγων είναι ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας δεν δικαιολογεί τη λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος του, η οποία συνιστά ως εκ τούτου παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Τα άρθρα στον Τύπο τα οποία προσκόμισε το Συμβούλιο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν συνιστούν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη εκ μέρους του υποστηρίξεως του συριακού καθεστώτος ως προς την εν λόγω καταστολή.

132    Ειδικότερα, κατά τον προσφεύγοντα, με την εγγραφή του στους επιμάχους καταλόγους, το Συμβούλιο επιθυμούσε στην πραγματικότητα να πλήξει περαιτέρω την Κεντρική Τράπεζα της Συρίας, εις βάρος της οποίας είχαν ήδη ληφθεί περιοριστικά μέτρα. Συναφώς, παρατηρείται ότι το Συμβούλιο έχει προβλέψει παρεκκλίσεις όσον αφορά την επιβολή περιοριστικών μέτρων στην εν λόγω τράπεζα, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με αναγνώριση του θεμελιώδους ρόλου του ιδρύματος αυτού για τη χρηματοδότηση όλων των τομέων της οικονομίας της χώρας. Είναι ασυνεπές και δυσανάλογο να λαμβάνει το Συμβούλιο περιοριστικά μέτρα εις βάρος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας, δεχόμενο συγχρόνως την ανάγκη να είναι σε θέση η τράπεζα αυτή να λειτουργεί κανονικά. Συγκεκριμένα, μια τέτοια λειτουργία προϋποθέτει την ύπαρξη Διοικητή επικεφαλής του ιδρύματος.

133    Εξάλλου, η επιβολή κυρώσεων στον προσφεύγοντα προσωπικώς δεν έχει καμία επίπτωση στις δραστηριότητες της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας ούτε στις δραστηριότητες του συριακού καθεστώτος, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της λειτουργίας του ιδρύματος αυτού, η οποία δεν μπορεί να συγκριθεί με τη λειτουργία ιδιωτικής επιχειρήσεως.

134    Το Συμβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

135    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, δεδομένου ότι τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν με την απόφαση 2011/273 δεν κατέστησαν δυνατή την παύση της καταστολής εκ μέρους του συριακού καθεστώτος εις βάρος του αμάχου πληθυσμού, το Συμβούλιο έκρινε ότι τα μέτρα αυτά έπρεπε να επιβληθούν όχι μόνο στους υπευθύνους της εν λόγω καταστολής, αλλά και στα πρόσωπα που ωφελούνται από τις πολιτικές του καθεστώτος ή το υποστηρίζουν, καθώς και σε όσους συνδέονται με τα πρόσωπα αυτά. Οι διατάξεις αυτές περιέχονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 18, παράγραφος 1, και στο άρθρο 19, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/782, στο άρθρο 24, παράγραφος 1, και στο άρθρο 25, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2012/739, καθώς και στο άρθρο 27, παράγραφος 1, και στο άρθρο 28, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2013/255.

136    Δεύτερον, παρατηρείται ότι, μολονότι η έννοια της «υποστηρίξεως στο καθεστώς» δεν ορίζεται στις διατάξεις αυτές, τίποτε δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι μπορούν να υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα μόνον τα πρόσωπα που υποστηρίζουν το συριακό καθεστώς με τον συγκεκριμένο σκοπό να του παράσχουν τη δυνατότητα να συνεχίσει τις δραστηριότητές του καταστολής εις βάρος του αμάχου πληθυσμού. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της αδυναμίας του Συμβουλίου να ελέγχει τους σκοπούς για τους οποίους χρησιμοποιούνται οι πόροι που παρέχονται στο καθεστώς αυτό, ήταν αναγκαία η λήψη μέτρων που πλήττουν κάθε μορφή υποστηρίξεως.

137    Τρίτον, λαμβανομένου υπόψη του αποσπάσματος από την ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας το οποίο προσκόμισε το Συμβούλιο και το περιεχόμενο του οποίου δεν αμφισβήτησε ο προσφεύγων, δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω τράπεζα έχει κυρίως ως αποστολή να εξυπηρετεί ως τραπεζίτης την κυβέρνηση της χώρας. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι η τράπεζα αυτή υποστηρίζει οικονομικά το συριακό καθεστώς.

138    Τέταρτον, διαπιστώνεται ότι, μολονότι βεβαίως, κατά τη νομολογία, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή της Ένωσης να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη κατά του θιγομένου προσώπου, και όχι στο πρόσωπο αυτό να προβεί στην αρνητική απόδειξη του αβασίμου των λόγων αυτών (απόφαση Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, προπαρατεθείσα στη σκέψη 128, σκέψη 121), εν προκειμένω, ο προσφεύγων ουδέποτε αμφισβήτησε το γεγονός το οποίο εξέθεσε το Συμβούλιο ως λόγο για την εγγραφή του, ότι δηλαδή ήταν ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας.

139    Συναφώς, αφενός, ενώ είχε τη δυνατότητα να απευθυνθεί στο Συμβούλιο, κατ’ εφαρμογήν των προμνησθεισών στη σκέψη 106 διατάξεων, ο προσφεύγων δεν προέβαλε ενώπιον του θεσμικού οργάνου αυτού ότι, μολονότι ήταν ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας, δεν υποστήριζε το συριακό καθεστώς.

140    Αφετέρου, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων περιορίστηκε στην προβολή απλώς και μόνον επιχειρημάτων περί του ότι ασκούσε μόνο διοικητικής ή τεχνικής φύσεως καθήκοντα και δεν είχε πραγματική επιρροή στη διεύθυνση της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας, η οποία αποτελεί κρατικό οργανισμό.

141    Απαντώντας στα επιχειρήματα αυτά, το Συμβούλιο προσκόμισε, συνημμένα στο υπόμνημα αντικρούσεως, δύο άρθρα από τον Τύπο από τα οποία προέκυπτε, μεταξύ άλλων, ότι ο προσφεύγων ήταν σε θέση να λαμβάνει σοβαρές αποφάσεις αφορώσες τη νομισματική πολιτική της Συρίας.

142    Διαπιστώνεται ότι τα άρθρα αυτά επιβεβαιώνουν ότι ο προσφεύγων, ως Διοικητής, ασκεί θεμελιώδη καθήκοντα στην Κεντρική Τράπεζα της Συρίας, τα οποία δεν είναι δυνατό να χαρακτηρισθούν ως απλώς διοικητικά ή τεχνικά.

143    Εξάλλου, παρατηρείται ότι ένα πρόσωπο που ασκεί καθήκοντα τα οποία του παρέχουν διευθυντική εξουσία σε οντότητα εις βάρος της οποίας έχουν ληφθεί περιοριστικά μέτρα ενδέχεται, κατά γενικό κανόνα, να θεωρηθεί και το ίδιο ως εμπλεκόμενο στις δραστηριότητες που δικαιολόγησαν τη λήψη των περιοριστικών μέτρων εις βάρος της εν λόγω οντότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2013, T‑58/12, Nabipour κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 110).

144    Ο προσφεύγων δέχεται ότι ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας είναι επικεφαλής αυτής.

145    Συναφώς, το γεγονός το οποίο επικαλέσθηκε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η Κεντρική Τράπεζα της Συρίας τελεί υπό την πολιτική κηδεμονία του αρμόδιου για τις οικονομικές και δημοσιονομικές υποθέσεις υπουργού δεν αποτελεί ένδειξη περί του ότι ο προσφεύγων, ως η υψηλότερη αρχή εντός της εν λόγω τράπεζας, δεν εμπλέκεται στη διάθεση οικονομικών πόρων στο συριακό καθεστώς. Αντιθέτως, συντελεί στην απόδειξη της υπάρξεως στενών σχέσεων μεταξύ της διαχειρίσεως των οικονομικών πόρων του εν λόγω καθεστώτος και των επαγγελματικών καθηκόντων που ασκούσε ο προσφεύγων.

146    Πέμπτον, πρέπει να διαπιστωθεί αν το Συμβούλιο τήρησε την αρχή της αναλογικότητας, η οποία, κατά πάγια νομολογία, αποτελεί μία από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και επιβάλλει να είναι τα προβλεπόμενα από διάταξη του δικαίου της Ένωσης μέσα πρόσφορα για την υλοποίηση των επιδιωκόμενων από την οικεία ρύθμιση θεμιτών σκοπών και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρο (αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2011, C‑176/09, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. Ι‑3727, σκέψη 61, και της 15ης Νοεμβρίου 2012, C‑539/10 P και C‑550/10 P, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, σκέψη 122).

147    Συναφώς, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2011/273, το Συμβούλιο θέσπισε περιοριστικά μέτρα κατά τρίτης χώρας, και συγκεκριμένα της Συρίας, ως αντίδραση στη βίαιη καταστολή που ασκούσαν οι αρχές της χώρας αυτής κατά του αμάχου πληθυσμού. Η ίδια μέριμνα διαπνέει τις προσβαλλόμενες πράξεις, οι οποίες αποτελούν την άμεση συνέχεια της αποφάσεως 2011/273. Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι, αν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα λαμβάνονταν μόνον εις βάρος της ηγεσίας του συριακού καθεστώτος και όχι και εις βάρος των προσώπων που υποστηρίζουν το καθεστώς αυτό, η υλοποίηση των σκοπών τους οποίους επιδιώκει το Συμβούλιο θα μπορούσε να ματαιωθεί, δεδομένου ότι οι ηγέτες θα μπορούσαν εύκολα να αποκτήσουν την υποστήριξη, ιδίως οικονομική, την οποία χρειάζονται για να συνεχίσουν την εν λόγω καταστολή, μέσω άλλων προσώπων τα οποία κατέχουν υψηλές διευθυντικές θέσεις στα κύρια ιδρύματα του συριακού κράτους. Τέλος πρέπει να ληφθεί υπόψη η σπουδαιότητα την οποία έχει για την Ένωση ο σκοπός της διατηρήσεως της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, καθώς και της προστασίας του αμάχου πληθυσμού.

148    Συνεπώς, το Συμβούλιο εδικαιούτο, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας, να στηριχθεί στα καθήκοντα του προσφεύγοντος για να κρίνει ότι βρισκόταν σε θέση εξουσίας και επιρροής όσον αφορά τη χρηματοοικονομική υποστήριξη του συριακού καθεστώτος από την Κεντρική Τράπεζα της Συρίας. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο εδικαιούτο επίσης θεμιτώς να κρίνει ότι η λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος ήταν δυνατό να συντελέσει στην άσκηση πιέσεως επί του καθεστώτος αυτού, ικανής να θέσει τέρμα στην καταστολή εις βάρος του αμάχου πληθυσμού ή να την περιορίσει. Το ζήτημα αν οι προσβαλλόμενες πράξεις συνεπάγονται για τον προσφεύγοντα περιορισμούς των δικαιωμάτων του οι οποίοι συμβιβάζονται με την εν λόγω αρχή θα εξετασθεί στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου.

149    Έκτον, παρατηρείται ότι καμία σημασία δεν μπορεί να προσδοθεί στο γεγονός ότι το Συμβούλιο, όταν αποφάσισε να λάβει περιοριστικά μέτρα εις βάρος της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας, περιέλαβε ειδικές διατάξεις στις πράξεις που ίσχυαν τότε, με την απόφαση 2012/122/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2012, για την τροποποίηση της απόφασης 2011/782 (ΕΕ L 54, σ. 14), και με τον κανονισμό (ΕΕ) 168/2012 του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2012, για τροποποίηση του κανονισμού 36/2012 (ΕΕ L 54, σ. 1), προκειμένου να προβλέψει παρεκκλίσεις.

150    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως παρατηρεί ορθώς το Συμβούλιο, οι παρεκκλίσεις αφορούν κατ’ ουσίαν τις μεταφορές κεφαλαίων υπέρ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των κρατών μελών και προορίζονται για τη χρηματοδότηση των εμπορικών συναλλαγών τις οποίες τα κράτη αυτά επιτρέπουν, ιδίως λόγω του ότι ήταν σε θέση να διαπιστώσουν ότι τα επίμαχα κεφάλαια δεν θα εισπράττονταν από πρόσωπο ή οντότητα που υπόκειται στα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας.

151    Εξάλλου, με τον κανονισμό (ΕΕ) 867/2012 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού 36/2012 (ΕΕ L 257, σ. 1), οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των εν λόγω παρεκκλίσεων κατέστησαν αυστηρότερες.

152    Παρατηρείται ότι, όπως παρατηρεί το Συμβούλιο και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, οι παρεκκλίσεις αυτές δεν έχουν ως σκοπό να παράσχουν στην Κεντρική Τράπεζα της Συρίας τη δυνατότητα να λειτουργεί κανονικά, αλλά απλώς και μόνο να μη θέσουν σε δυσμενή θέση τα πρόσωπα και τις οντότητες που δε υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα και να μην παραβλάψουν τις μη απαγορευόμενες εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και της Συρίας.

153    Δεδομένου ότι τα περιοριστικά μέτρα τα οποία πλήττουν προσωπικώς τον προσφεύγοντα δεν είναι ικανά αφ’ εαυτών να βλάψουν τα πρόσωπα και τις οντότητες που δεν υπόκεινται σε αυτά ή τις μη απαγορευόμενες εμπορικές ανταλλαγές, η ύπαρξη των προμνησθεισών παρεκκλίσεων ως προς την Κεντρική Τράπεζα της Συρίας δεν συνεπάγεται αντιφάσεις οι οποίες να δημιουργούν αμφιβολίες ως προς τη λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος ή να οδηγούν σε διαπίστωση της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας.

154    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πλάνη λαμβάνοντας περιοριστικά μέτρα εις βάρος του προσφεύγοντος απλώς και μόνο για τον λόγο ότι ήταν ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας.

 Επί των άλλων επιχειρημάτων του προσφεύγοντος

–       Επί της προβαλλόμενης ανάγκης κινήσεως έρευνας ή διώξεως κατά του προσφεύγοντος πριν την εγγραφή του στους καταλόγους των προσώπων εις βάρος των οποίων λαμβάνονται περιοριστικά μέτρα

155    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν κινήθηκε έρευνα ούτε ασκήθηκε δίωξη εις βάρος του πριν την εγγραφή και τη διατήρηση του ονόματός του στους επιμάχους καταλόγους.

156    Το Συμβούλιο αντικρούει την άποψη του προσφεύγοντος.

157    Παρατηρείται ότι ο προσφεύγων στηρίζεται στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑348/07, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2010, σ. II‑4575), η οποία, αφενός, αναιρέθηκε με την απόφαση Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al‑Aqsa, προπαρατεθείσα στη σκέψη 146, και, αφετέρου, αφορούσε περιοριστικά μέτρα ληφθέντα βάσει της κοινής θέσεως 2001/931/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 344, σ. 93), η οποία προβλέπει διαφορετικές προϋποθέσεις από τις περιεχόμενες στις προσβαλλόμενες πράξεις για την επιβολή περιοριστικών μέτρων εις βάρος ενός προσώπου.

158    Συγκεκριμένα, το άρθρο 1, παράγραφος 4, της εν λόγω κοινής θέσεως προβλέπει ότι ο κατάλογος των προσώπων που υπόκεινται στα μέτρα «καταρτίζεται βάσει ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του σχετικού φακέλου τα οποία δεικνύουν ότι έχει ληφθεί απόφαση από αρμόδια αρχή έναντι συγκεκριμένων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων, είτε η εν λόγω απόφαση αφορά την έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως για μια τρομοκρατική πράξη ή την απόπειρα τέλεσης ή τη συμμετοχή ή τη διευκόλυνση μιας τέτοιας πράξης βάσει σοβαρών και αξιοπίστων αποδείξεων ή ενδείξεων είτε καταδίκη για τέτοιες πράξεις».

159    Επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν περιέχουν καμία διάταξη παρεμφερή προς την προπαρατεθείσα στη σκέψη 158.

160    Επομένως, το υπό κρίση επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του ύψους των προσωπικών οικονομικών πόρων του προσφεύγοντος και επί της φερόμενης μη εμπλοκής του στην πολιτική και στην καταστολή εις βάρος του αμάχου πληθυσμού

161    Ο προσφεύγων υποστηρίζει, αφενός, ότι οι προσωπικοί οικονομικοί πόροι του είναι πενιχροί και, αφετέρου, ότι δεν υφίσταται καμία απόδειξη πολιτικών ή στρατιωτικών δραστηριοτήτων εκ μέρους του και, ακόμη λιγότερο, εμπλοκής του στην καταστολή εις βάρος του αμάχου πληθυσμού.

162    Το Συμβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

163    Επισημαίνεται ότι από τις προσβαλλόμενες πράξεις προκύπτει σαφώς, επιβεβαιώθηκε δε από το Συμβούλιο στα υπομνήματα που κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα επιβλήθηκαν εις βάρος του προσφεύγοντος απλώς και μόνο λόγω της υποστηρίξεως που παρέχει στο συριακό καθεστώς στο πλαίσιο της ασκήσεως των καθηκόντων του ως Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Συρίας. Η εξέταση που διενεργήθηκε στις σκέψεις 125 έως 160 ανωτέρω αποδεικνύει ότι ο λόγος αυτός είναι βάσιμος και επαρκής.

164    Συνεπώς, τα υπό κρίση επιχειρήματα του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

165    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι κανένα στοιχείο των προσβαλλομένων πράξεων δεν καθιστά δυνατό να κριθεί ότι η λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος ενός προσώπου εξαρτάται από το ύψος των πόρων που διαθέτει.

166    Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, του δικαιώματος του δικαιώματος ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του δικαιώματος ελεύθερης μετακινήσεως, καθώς και παράβαση των εθνικών κανόνων και των κανόνων της Ένωσης που ισχύουν μόνο για τους πολίτες των κρατών μελών και της Ένωσης

167    Κατά τον προσφεύγοντα, η δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων του που απορρέει από τις προσβαλλόμενες πράξεις συνιστά δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματός του ιδιοκτησίας, το οποίο προστατεύεται ιδίως από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δεδομένου ότι τον εμποδίζει να απολαμβάνει ελεύθερα τα αγαθά του, τούτο δε χωρίς να έχει ακουστεί και χωρίς ο περιορισμός αυτός του δικαιώματός του να είναι αναγκαίος ή κατάλληλος για την επίτευξη των σκοπών τους οποίους επιδιώκει το Συμβούλιο. Παρά τον χαρακτήρα τους ως συντηρητικών μέτρων και της εφαρμογής τους μόνο στους οικονομικούς πόρους που βρίσκονται στην Ένωση, τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα τού στερούν το δικαίωμά του ιδιοκτησίας, δεδομένου ότι δεν μπορεί να διαθέσει τους πόρους αυτούς.

168    Για ανάλογους λόγους, οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλουν τα επίμαχα μέτρα στην ελευθερία του μετακινήσεως συνιστούν δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματός του ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το οποίο αναγνωρίζεται μεταξύ άλλων στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

169    Περαιτέρω, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι έχει διπλή ιθαγένεια, συριακή και γαλλική, και ότι συνεπώς πρέπει να απολαύει των δικαιωμάτων που παρέχονται στους πολίτες της Ένωσης. Η σχέση του προσφεύγοντος με τη Γαλλία επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η οικογένειά του κατοικεί εκεί. Καίτοι ο προσφεύγων δέχεται ότι το άρθρο 18, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2011/782 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αρνούνται στους υπηκόους τους την πρόσβαση στο έδαφός τους, υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή συνεπάγεται μια ασαφή κατάσταση, η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του διεθνούς και του γαλλικού δικαίου, που απαγορεύουν απαρεγκλίτως μια τέτοια άρνηση προσβάσεως. Εξάλλου, ο προσφεύγων υπενθυμίζει ότι πλείονες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης εγγυώνται σε κάθε πολίτη της Ένωσης το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών.

170    Τέλος, ο προσφεύγων παρατηρεί ότι οι προβλεπόμενες στις προσβαλλόμενες πράξεις δυνατότητες παρεκκλίσεως από τους περιορισμούς των δικαιωμάτων αυτών δεν είναι επαρκείς, δεδομένου ότι προϋποθέτουν την υποβολή επιπλέον αιτήσεως εκ των υστέρων, αφού η ουσία καθεαυτή των επιμάχων δικαιωμάτων έχει προσβληθεί και η παραχώρηση των παρεκκλίσεων αυτών εξαρτάται από επιλογές που επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου και των κρατών μελών.

171    Το Συμβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

172    Υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2012, C‑356/11 και C‑357/11, O κ.λπ., σκέψη 76).

173    Κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα αυτά δεν τυγχάνουν, στο δίκαιο της Ένωσης, απόλυτης προστασίας, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με γνώμονα τη λειτουργία τους στην κοινωνία (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Kadi, προπαρατεθείσα στη σκέψη 103, σκέψη 355). Επομένως, είναι δυνατό να επιβληθούν περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει η Ένωση και δεν συνιστούν, από απόψεως του επιδιωκόμενου σκοπού, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση δυναμένη να θίξει την ίδια την ουσία των διασφαλιζομένων κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιωμάτων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Ιουλίου 1996, C‑84/95, Bosphorus, Συλλογή 1996, σ. I‑3953, σκέψη 21, και Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, προπαρατεθείσα στη σκέψη 146, σκέψη 121).

174    Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει, αφενός, να γίνει αναφορά στη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 146 ανωτέρω και, αφετέρου, να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον Χάρτη αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων (απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Ιανουαρίου 2013, C‑12/11, McDonagh, σκέψη 61).

 Επί της προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας

175    Παρατηρείται ότι τα μέτρα δεσμεύσεως των κεφαλαίων, χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και άλλων οικονομικών πόρων των προσώπων που έχει διαπιστωθεί ότι υποστηρίζουν το συριακό καθεστώς τα οποία επιβάλλονται με τις προσβαλλόμενες πράξεις έχουν χαρακτήρα συντηρητικού μέτρου και δεν θεωρούνται ότι στερούν από τα εν λόγω πρόσωπα την ιδιοκτησία τους (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Kadi, προπαρατεθείσα στη σκέψη 103, σκέψη 358). Πάντως, τα επίμαχα μέτρα συνεπάγονται αναμφισβήτητα περιορισμό της ασκήσεως του δικαιώματος ιδιοκτησίας (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, προπαρατεθείσα στη σκέψη 146, σκέψη 120).

176    Τα μέτρα αυτά «προβλέπονται από τον νόμο» (βλ., κατ’ αναλογίαν, ΕΔΔΑ, απόφαση Lavents κατά Λεττονίας της 28ης Νοεμβρίου 2002, αριθ. 58442/00, § 135), λαμβανομένου υπόψη του ότι θεσπίζονται σε πράξεις που έχουν κυρίως γενική ισχύ (βλ., υπό την έννοια αυτή, Gbagbo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 56, σκέψη 56· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 2010, C‑92/09 και C‑93/09, Volker und Markus Schecke και Eifert, Συλλογή 2010, σ. I‑11063, σκέψη 66) και έχουν σαφή νομική βάση στο δίκαιο της Ένωσης, καθώς και του ότι έχουν διατυπωθεί με αρκετή σαφήνεια όσον αφορά τόσο το περιεχόμενό τους όσο και τους λόγους που δικαιολογούν την εφαρμογή τους στον προσφεύγοντα (βλ. σκέψεις 88 έως 94 ανωτέρω).

177    Όσον αφορά τον πρόσφορο χαρακτήρα των επιμάχων μέτρων, λαμβανομένου υπόψη ενός τόσο θεμελιώδους για τη διεθνή κοινότητα σκοπού γενικού συμφέροντος όσο η προστασία των αμάχων πληθυσμών και η διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, τα μέτρα αυτά καθεαυτά δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως απρόσφορα (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Kadi, προπαρατεθείσα στη σκέψη 103, σκέψη 363, και Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, προπαρατεθείσα στη σκέψη 146, σκέψη 123).

178    Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα τους, διαπιστώνεται ότι τα εναλλακτικά και λιγότερο επαχθή μέτρα, όπως σύστημα προηγούμενης αδειοδοτήσεως ή υποχρέωση εκ των υστέρων δικαιολογήσεως της χρήσεως των καταβληθέντων κεφαλαίων, δεν καθιστούν δυνατή την εξίσου αποτελεσματική επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή την άσκηση πιέσεως στους υποστηρικτές του συριακού καθεστώτος, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας καταστρατηγήσεως των επιβληθέντων περιορισμών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, προπαρατεθείσα στη σκέψη 146, σκέψη 125).

179    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 19, παράγραφοι 3 έως 7, της αποφάσεως 2011/782, το άρθρο 25, παράγραφοι 3 έως 11, της αποφάσεως 2012/739, το άρθρο 28, παράγραφοι 3 έως 11, της αποφάσεως 2013/255 και τα άρθρα 16 έως 18 του κανονισμού 36/2012 προβλέπουν τη δυνατότητα, αφενός, να επιτραπεί η χρήση των δεσμευθέντων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση βασικών αναγκών ή για την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων και, αφετέρου, να χορηγηθούν ειδικές άδειες για την αποδέσμευση κεφαλαίων, άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή άλλων οικονομικών πόρων.

180    Τέλος, παρατηρείται ότι η διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στους συνημμένους στις επίμαχες πράξεις καταλόγους επανεξετάζεται περιοδικώς προς διασφάλιση της διαγραφής από τους καταλόγους αυτούς των προσώπων και οντοτήτων που δεν ανταποκρίνονται πλέον στα κριτήρια εγγραφής τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις Kadi, προπαρατεθείσα στη σκέψη 103, σκέψη 365 και Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, προπαρατεθείσα στη σκέψη 146, σκέψη 129).

181    Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα μέτρα δεσμεύσεως των κεφαλαίων, των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και των άλλων οικονομικών πόρων του προσφεύγοντος συνάδουν προς την αρχή της αναλογικότητας και, ως εκ τούτου, συμβιβάζονται με το δικαίωμα ιδιοκτησίας του.

 Επί της προσβολής του δικαιώματος ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του δικαιώματος ελεύθερης μετακινήσεως, καθώς επί της παραβάσεως των εθνικών κανόνων και των κανόνων της Ένωσης που ισχύουν μόνο για τους πολίτες των κρατών μελών και της Ένωσης

182    Πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων κατά των περιοριστικών μέτρων που αφορούν τους περιορισμούς προσβάσεως στα εδάφη των κρατών μελών, γενομένης διακρίσεως μεταξύ του εδάφους της Γαλλικής Δημοκρατίας, της οποίας την ιθαγένεια έχει ο προσφεύγων, και των εδαφών των άλλων κρατών μελών.

–       Επί του περιορισμού της προσβάσεως στη γαλλική επικράτεια

183    Υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο, στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/782, στο άρθρο 24, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2012/739 και στο άρθρο 27, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2013/255 (στο εξής: διατάξεις περί των περιορισμών εισόδου), προέβλεψε τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να απαγορευθεί η είσοδος στο έδαφός τους, ή η διέλευση μέσω αυτού, των υπευθύνων για τη βίαιη καταστολή του άμαχου πληθυσμού στη Συρία, προσώπων που επωφελούνται των πολιτικών του καθεστώτος ή το υποστηρίζουν, καθώς και προσώπων που συνδέονται με αυτούς, όπως κατονομάζονται στο παράρτημα Ι.»

184    Εντούτοις, μια ειδική διάταξη προστέθηκε στις παρατεθείσες στην προηγούμενη σκέψη αποφάσεις, όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών.

185    Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2011/782, το άρθρο 24, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2012/739 και το άρθρο 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2013/255 (στο εξής: διατάξεις που αφορούν τους υπηκόους):

«Η παράγραφος 1 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να απαγορεύουν την είσοδο υπηκόων τους στο έδαφός τους.»

186    Η διάταξη αυτή αναγνωρίζει ως εκ τούτου την αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή των επιμάχων περιορισμών στους υπηκόους τους. Συνεπώς, όσον αφορά ένα πρόσωπο το οποίο, όπως ο προσφεύγων, εκτός από τη συριακή έχει και τη γαλλική ιθαγένεια, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στις γαλλικές αρχές να του απαγορεύσουν την πρόσβαση στο έδαφος της Γαλλικής Δημοκρατίας.

187    Απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών την οποία της απηύθυνε το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψεις 38 και 39 ανωτέρω), η Γαλλική Δημοκρατία διευκρίνισε ότι θεωρούσε τις διατάξεις που αφορούν τους υπηκόους ως ρήτρα διασφαλίσεως η οποία της επιτρέπει να εγγυάται στους πολίτες της το δικαίωμα προσβάσεως στην εθνική επικράτεια, δικαίωμα το οποίο, κατ’ αυτήν, απορρέει ιδίως από τη συνταγματική ισχύ της ελευθερίας μετακινήσεως και από το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου 4 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Η Γαλλική Δημοκρατία εξήγησε επίσης ότι ο προσφεύγων, απλώς και μόνο λόγω του ότι έχει γαλλικό διαβατήριο, κατά το οποίο είναι Γάλλος υπήκοος με το όνομα André Mayard, μπορούσε να μεταβεί στη Γαλλία, ακόμη και αν το διαβατήριο αυτό έληξε εν τω μεταξύ.

188    Ομοίως, στη γραπτή απάντησή του σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι η εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τους υπηκόους αποτελεί ευθύνη των κρατών μελών, τα οποία δεν υποχρεούνται να πληροφορούν το Συμβούλιο ότι έκαναν χρήση των διατάξεων αυτών.

189    Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν αμφισβήτησε ούτε τις πληροφορίες που παρέσχε η Γαλλική Δημοκρατία ούτε την απάντηση του Συμβουλίου, διαπιστώνεται ότι η αιτίασή του η οποία αφορά την προβαλλόμενη αδυναμία του να μεταβεί στη Γαλλία όπου κατοικεί η οικογένειά του είναι ουσία αβάσιμη και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν θίγουν τη δυνατότητά του να επισκεφθεί την οικογένειά του στη Γαλλία.

–       Επί του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας στην Ένωση

190    Επισημαίνεται ότι, παρά τις διατάξεις οι οποίες αφορούν τους υπηκόους, ένας πολίτης κράτους μέλους και, συνεπώς, και της Ένωσης, του οποίου το όνομα αναγράφεται στους καταλόγους των προσώπων τα οποία αφορούν οι διατάξεις περί των περιορισμών εισόδου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών όσον αφορά τα κράτη μέλη πλην αυτού του οποίου έχει την ιθαγένεια.

191    Τούτο απορρέει από το γεγονός ότι οι διατάξεις περί των περιορισμών εισόδου, όταν απευθύνονται στα κράτη μέλη πλην του κράτους μέλους την ιθαγένεια του οποίου έχει ένα πρόσωπο που υπόκειται στα περιοριστικά μέτρα, δεν επιδέχονται καμία ειδική παρέκκλιση για τους πολίτες της Ένωσης. Ως εκ τούτου, ακόμη και έναντι των πολιτών αυτών τα εν λόγω κράτη μέλη υποχρεούνται να εφαρμόζουν τους ως άνω περιορισμούς στο έδαφός τους. Πράγματι, οι διατάξεις που αφορούν τους υπηκόους έχουν εφαρμογή μόνο στο έδαφος του κράτους μέλους του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος.

192    Πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα αν η κατάσταση η οποία δημιουργήθηκε από τις διατάξεις περί των περιορισμών εισόδου έναντι των πολιτών της Ένωσης συμβιβάζεται με τα δικαιώματα που έχουν οι πολίτες αυτοί.

193    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ:

«Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους.»

194    Εξάλλου, κατά τη νομολογία, το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης δεν είναι απεριόριστο (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2008, C‑33/07, Jipa, Συλλογή 2008, σ. I‑5157, σκέψη 21, και της 17ης Νοεμβρίου 2011, C‑434/10, Aladzhov, Συλλογή 2011, σ. I‑11659, σκέψη 28).

195    Σημειωτέον ότι η επιφύλαξη που διατυπώνεται στη δεύτερη φράση του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. σκέψη 193 ανωτέρω) παραπέμπει στις Συνθήκες, στον πληθυντικό, περιλαμβανομένης και της Συνθήκης ΕΕ. Οι περιορισμοί εισόδου που προβλέπονται στις αποφάσεις που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, αποτελούν προδήλως διατάξεις θεσπισθείσες κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΕ.

196    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, με την έκδοση πράξεων που εμπίπτουν στην εξωτερική πολιτική και στην πολιτική ασφαλείας, το Συμβούλιο εδικαιούτο κατ’ αρχήν να περιορίσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της Ένωσης το οποίο ο προσφεύγων αντλεί από την ιδιότητά του ως πολίτης της Ένωσης αυτής. Πάντως, πρέπει να ελεγχθεί αν το Συμβούλιο ενήργησε σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται από την προμνησθείσα στις σκέψεις 146 και 174 νομολογία.

197    Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 177, 178 και 180 ως προς τον πρόσφορο, αναγκαίο και χρονικώς περιορισμένο χαρακτήρα των μέτρων που συνεπάγονται τη δέσμευση των κεφαλαίων του προσφεύγοντος έχουν κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στις διατάξεις περί των περιορισμών εισόδου. Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 6, της αποφάσεως 2011/782, το άρθρο 24, παράγραφος 6, της αποφάσεως 2012/739 και το άρθρο 27, παράγραφος 6, της αποφάσεως 2013/255, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους μπορεί να επιτρέψει την είσοδο στο έδαφός του ιδίως για επείγοντες λόγους ανθρωπιστικού χαρακτήρα.

198    Όσον αφορά το επιχείρημα το οποίο ο προσφεύγων επιδιώκει να αντλήσει από την οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77), επιβάλλεται να επισημανθεί ότι οι διατάξεις περί των περιορισμών εισόδου, καθόσον έχουν εφαρμογή στους πολίτες της Ένωσης, πρέπει να θεωρούνται ως lex specialis σε σχέση με την εν λόγω οδηγία, οπότε οι εν λόγω διατάξεις υπερισχύουν της οδηγίας αυτής στις καταστάσεις τις οποίες έχουν ειδικώς σκοπό να ρυθμίσουν (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Ιουνίου 2003, C‑444/00, Mayer Parry Recycling, Συλλογή 2003, σ. I‑6163, σκέψη 57, και του Γενικού Δικαστηρίου της 14 Ιουλίου 2005, T‑371/03, Le Voci κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑209 και II‑957, σκέψη 122).

199    Εξάλλου, αυτός ο lex specialis απλώς αντικατοπτρίζει, κατά τρόπο ομοιόμορφο και εντός ειδικού πλαισίου, περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία τους οποίους τα κράτη μέλη δύνανται, uti singuli, να επιβάλλουν σε ορισμένα πρόσωπα, σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας 2004/38. Συγκεκριμένα, η οδηγία αυτή δεν παρέχει στους πολίτες της Ένωσης απεριόριστο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της Ένωσης, αλλά επιτρέπει στα κράτη μέλη να περιορίζουν την ελευθερία αυτή, για λόγους, ιδίως, δημόσιας τάξεως ή δημόσιας ασφαλείας, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Jipa, προπαρατεθείσα στη σκέψη 194, σκέψεις 22 και 29).

200    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, η προσφυγή της υποθέσεως T‑307/12 στο σύνολό της.

 Επί της προσφυγής της υποθέσεως T‑408/13

201    Όπως παρατηρήθηκε στη σκέψη 40 ανωτέρω, ο προσφεύγων, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφυγή της υποθέσεως T‑408/13 έπρεπε να θεωρηθεί ως ασκηθείσα επικουρικώς, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η περίπτωση κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώσει ότι η προσφυγή της υποθέσεως T‑307/12 είναι τουλάχιστον εν μέρει απαράδεκτη.

202    Δεδομένου ότι από τις σκέψεις 45 έως 79 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή της υποθέσεως T‑307/12 είναι απολύτως παραδεκτή, παρέλκει η απόφανση επί της προσφυγής της υποθέσεως T‑408/13.

 Επί των δικαστικών εξόδων

203    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

204    Στην υπόθεση T‑307/12, επειδή ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του Συμβουλίου.

205    Στην υπόθεση T‑408/13, κατά ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως αποφασίζεται να καταδικασθεί ωσαύτως ο προσφεύγων στα δικαστικά έξοδα. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε στην προσφυγή της εν λόγω υποθέσεως, λόγω του ότι ασκήθηκε επικουρικώς, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο απαράδεκτο της προσφυγής της υποθέσεως T‑307/12, το οποίο εντούτοις ουδόλως είχε προβληθεί από το Συμβούλιο κατά το χρονικό σημείο ασκήσεως της προσφυγής στην υπόθεση T‑408/13.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή της υποθέσεως T‑307/12.

2)      Παρέλκει η απόφανση επί της προσφυγής της υποθέσεως T‑408/13.

3)      Καταδικάζει τον Adib Mayaleh στα δικαστικά έξοδα.

Berardis

Czúcz

Pelikánová

Popescu

 

      Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Νοεμβρίου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό των διαφορών

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Α — Επί της προσφυγής της υποθέσεως T‑307/12

1.  Επί του παραδεκτού των αιτημάτων περί προσαρμογής των αιτημάτων

α) Επί του αιτήματος να περιληφθούν στο αντικείμενο της προσφυγής η απόφαση 2012/739 και η απόφαση 2013/255

β) Επί του αιτήματος να περιληφθεί στο αντικείμενο της προσφυγής ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013

Επί της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013 στον προσφεύγοντα

Επί της επιλογής μεταξύ της απευθείας κοινοποιήσεως του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013 στους ενδιαφερομένους και της δημοσιεύσεως ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα αφορώσας την πράξη αυτή

Επί της διαδικασίας της κοινοποιήσεως στον προσφεύγοντα του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013

2.  Επί της ουσίας

α) Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

β) Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

γ) Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά έλλειψη αποδείξεως επαρκούς σχέσεως μεταξύ του προσφεύγοντος και της καταστάσεως λόγω της οποίας ελήφθησαν περιοριστικά μέτρα εις βάρος της Συρίας, καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Επί της εντάσεως του ελέγχου τον οποίο ασκεί το Γενικό Δικαστήριο

Επί της δυνατότητας του Συμβουλίου να στηριχθεί αποκλειστικώς και μόνο στα επαγγελματικά καθήκοντα του προσφεύγοντος

Επί των άλλων επιχειρημάτων του προσφεύγοντος

–  Επί της προβαλλόμενης ανάγκης κινήσεως έρευνας ή διώξεως κατά του προσφεύγοντος πριν την εγγραφή του στους καταλόγους των προσώπων εις βάρος των οποίων λαμβάνονται περιοριστικά μέτρα

–  Επί του ύψους των προσωπικών οικονομικών πόρων του προσφεύγοντος και επί της φερόμενης μη εμπλοκής του στην πολιτική και στην καταστολή εις βάρος του αμάχου πληθυσμού

δ) Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, του δικαιώματος του δικαιώματος ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του δικαιώματος ελεύθερης μετακινήσεως, καθώς και παράβαση των εθνικών κανόνων και των κανόνων της Ένωσης που ισχύουν μόνο για τους πολίτες των κρατών μελών και της Ένωσης

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί της προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας

Επί της προσβολής του δικαιώματος ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του δικαιώματος ελεύθερης μετακινήσεως, καθώς επί της παραβάσεως των εθνικών κανόνων και των κανόνων της Ένωσης που ισχύουν μόνο για τους πολίτες των κρατών μελών και της Ένωσης

–  Επί του περιορισμού της προσβάσεως στη γαλλική επικράτεια

–  Επί του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας στην Ένωση

Επί της προσφυγής της υποθέσεως T‑408/13

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.