Language of document : ECLI:EU:T:2019:96

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 14ης Φεβρουαρίου 2019 (*)

«Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα – Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών – Δικαίωμα προσβάσεως στα εν λόγω δεδομένα – Κανονισμός (ΕΚ) 45/2001 – Άρνηση παροχής προσβάσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Επιστολή που παραπέμπει σε προηγούμενη μερική άρνηση προσβάσεως, χωρίς να διενεργείται επανεξέταση – Έννοια της δεκτικής προσφυγής πράξεως κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ – Έννοια της αμιγώς επιβεβαιωτικής πράξεως – Δυνατότητα εφαρμογής στον τομέα της προσβάσεως σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα – Νέα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T-903/16,

RE, εκπροσωπούμενος από τον Σ. Παππά, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους H. Kranenborg και D. Nardi,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση του υπηρεσιακού σημειώματος του διευθυντή της Διεύθυνσης Ασφάλειας της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων και Ασφάλειας της Επιτροπής της 12ης Οκτωβρίου 2016, κατά το μέρος που απορρίπτει την αίτηση του προσφεύγοντος για την παροχή προσβάσεως σε ορισμένα από τα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise, R. da Silva Passos, K. Kowalik-Bańczyk (εισηγήτρια) και C. Mac Eochaidh, δικαστές,

γραμματέας: N. Schall, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο προσφεύγων, RE, ασκεί καθήκοντα [εμπιστευτικό] (1) στη Γενική Διεύθυνση Διεθνούς Συνεργασίας και Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

2        Η Διεύθυνση Ασφάλειας της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων και Ασφάλειας της Επιτροπής (στο εξής: Διεύθυνση Ασφάλειας) κίνησε διοικητική έρευνα (στο εξής: διοικητική έρευνα) σχετικά με τον προσφεύγοντα. Η εν λόγω έρευνα αφορούσε την υποτιθέμενη συμμετοχή του προσφεύγοντος σε δραστηριότητες μυστικών υπηρεσιών και, ειδικότερα, τη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης μεταξύ δύο τρίτων κρατών, λαμβανομένου υπόψη ότι υπήρχαν υπόνοιες ότι ο προσφεύγων ήταν, τότε, υπερβολικά πλησίον του ενός από τα κράτη αυτά και ότι γνωστοποίησε σ’ αυτό, χωρίς να έχει λάβει σχετική άδεια, ορισμένες εμπιστευτικές πληροφορίες.

3        Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 5ης Δεκεμβρίου 2013, ο προσφεύγων ζήτησε από τη Διεύθυνση Ασφάλειας, βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1), να του παράσχει το σύνολο των πληροφοριών και των δεδομένων προσωπικού και επαγγελματικού χαρακτήρα που τον αφορούσαν και που είχε στην κατοχή της η ως άνω Διεύθυνση.

4        Με υπηρεσιακό σημείωμα της 25ης Φεβρουαρίου 2014, ο διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλειας, αφού επισήμανε ότι ορισμένα έγγραφα είχαν παραδοθεί στον προσφεύγοντα στις 27 Νοεμβρίου 2013, αρνήθηκε να του παράσχει πρόσβαση στα λοιπά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούσαν για τον λόγο ότι τα δεδομένα αυτά καλύπτονταν από τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που προβλέπει το άρθρο 20 παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, έως δʹ, του κανονισμού 45/2001.

5        Ο προσφεύγων, θεωρώντας ότι η ως άνω άρνηση προσβάσεως αντέβαινε στο άρθρο 13 και στο άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 45/2001, υπέβαλε, με επιστολή της 18ης Απριλίου 2014, διοικητική ένσταση στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ) βάσει του άρθρου 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 45/2001.

6        Με απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2016, ο ΕΕΠΔ διαπίστωσε ότι, λαμβανομένου υπόψη του τρόπου με τον οποίον η Διεύθυνση Ασφάλειας είχε εφαρμόσει τις εξαιρέσεις του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 45/2001, η εν λόγω Διεύθυνση δεν είχε επεξεργασθεί προσηκόντως ορισμένα από τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του προσφεύγοντος.

7        Κατόπιν της αποφάσεως του ΕΕΠΔ, η Διεύθυνση Ασφάλειας επανεξέτασε την αίτηση του προσφεύγοντος για την παροχή προσβάσεως στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του.

8        Κατόπιν της ως άνω επανεξετάσεως, με απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 (στο εξής: απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016), ο διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλειας έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση του προσφεύγοντος παρέχοντας σ’ αυτόν πρόσβαση σε ορισμένα από τα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του και γνωστοποιώντας επιπλέον σ’ αυτόν οκτώ έγγραφα (έγγραφα αριθ. 44, 59 έως 62, 67, 69 και 71). Η εν λόγω απόφαση περιλάμβανε, ως παράρτημα, πίνακα που προσδιόριζε 71 έγγραφα τα οποία είχε στην κατοχή της η Διεύθυνση Ασφάλειας και που περιέγραφε, όσον αφορά καθένα από τα εν λόγω έγγραφα, την ημερομηνία του, το αντικείμενό του, το είδος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιείχε, σύντομη περιγραφή του περιεχομένου των δεδομένων αυτών, την πηγή των εν λόγω δεδομένων καθώς και, για 35 από τα 71 έγγραφα (έγγραφα αριθ. 1, 6 έως 9, 11, 12, 14 έως 16, 18, 20, 21, 27, 28, 31, 32, 35, 36, 41, 42, 45, 46, 48 έως 52, 54 έως 57, 66, 68 και 70), τον λόγο ή τους λόγους για τους οποίους ορισμένα από τα εν λόγω δεδομένα δεν μπορούσαν να γνωστοποιηθούν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, του κανονισμού 45/2001. Μεταξύ των ως άνω εγγράφων περιλαμβάνονταν, υπό τον αριθ. 57, ένα «υπηρεσιακό σημείωμα σχετικά με την πρόσληψη [του προσφεύγοντος] ως [εμπιστευτικό] στη [Γενική Διεύθυνση Διεθνούς Συνεργασίας και Ανάπτυξης της Επιτροπής]» με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 2012 (στο εξής: έγγραφο αριθ. 57).

9        Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 29ης Απριλίου 2016 απευθυνθέν στη Διεύθυνση Ασφάλειας, ο προσφεύγων επιβεβαίωσε ότι έλαβε τα στοιχεία απαντήσεως που είχαν παρασχεθεί με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 και γνωστοποίησε την επιθυμία του να αποκτήσει πρόσβαση σε «περιορισμένο αριθμό εγγράφων [μεταξύ εκείνων που παρατίθενται στον πίνακα που περιλαμβάνεται, ως παράρτημα, στην εν λόγω απόφαση]». Με την ευκαιρία αυτή, ο προσφεύγων ζήτησε επίσης να ενημερωθεί σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία επρόκειτο να περατωθεί η διοικητική έρευνα.

10      Παράλληλα, ο προσφεύγων υπέβαλε στον ΕΕΠΔ νέα διοικητική ένσταση στις 5 Ιουλίου 2016, υποστηρίζοντας ότι με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 η Διεύθυνση Ασφάλειας εξακολουθούσε να μην έχει συμμορφωθεί προς την απόφαση του ΕΕΠΔ της 26ης Φεβρουαρίου 2016, με την οποία αυτός είχε αποφανθεί επί της προηγούμενης διοικητικής ενστάσεώς του.

11      Με απόφαση της 25ης Ιουλίου 2016 (στο εξής: απόφαση του ΕΕΠΔ της 25ης Ιουλίου 2016), ο ΕΕΠΔ εκτίμησε ότι, με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, η Διεύθυνση Ασφάλειας είχε εφαρμόσει πλήρως τις συστάσεις που αυτός είχε διατυπώσει με την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2016 και, ως εκ τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, δεν αντέβαινε στο άρθρο 13 και στο άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 45/2001.

12      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2016, η Διεύθυνση Ασφάλειας απάντησε στο ηλεκτρονικό μήνυμα του προσφεύγοντος της 29ης Απριλίου 2016. Η Διεύθυνση Ασφάλειας, εκτιμώντας ότι της υποβλήθηκε αίτηση για την παροχή προσβάσεως στα έγγραφα βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), κάλεσε τον προσφεύγοντα, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, να διευκρινίσει το αίτημά του ώστε να καταστεί δυνατό να προσδιορίσει τα έγγραφα στα οποία αυτός επιθυμούσε να αποκτήσει πρόσβαση. Εξάλλου, η εν λόγω Διεύθυνση Ασφάλειας ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι η διοικητική έρευνα είχε περατωθεί στις 31 Αυγούστου 2016.

13      Με επιστολή της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 απευθυνθείσα στη Διεύθυνση Ασφάλειας (στο εξής: αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016), ο προσφεύγων ζήτησε να του παρασχεθεί πρόσβαση σε 42 από τα 71 έγγραφα που προσδιορίζονταν στην απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 (έγγραφα αριθ. 1 έως 5, 8, 11, 13, 14, 19, 21 έως 30, 33, 34, 37 έως 43, 47 έως 53, 56 έως 58 και 63 έως 65) ή, τουλάχιστον, στις «πληροφορίες» που περιέχονται στα έγγραφα αυτά, επικαλούμενος, αφενός, το άρθρο 13 του κανονισμού 45/2001 και, αφετέρου, το άρθρο 6 του κανονισμού 1049/2001. Στο πλαίσιο αυτό, ο προσφεύγων κατένειμε τα έγγραφα και τις πληροφορίες στις οποίες ζητούσε πρόσβαση σε τέσσερις ομάδες, που προσδιορίζονται από τους διαδίκους ως οι ομάδες Α (έγγραφα αριθ. 2 έως 5, 13, 19, 22 έως 26, 29, 30, 33, 34, 37 έως 40, 43, 47, 53, 56, 58 και 63), B (έγγραφα αριθ. 8, 11, 41, 42, 48, 49 και 51), Γ (έγγραφα αριθ. 48, 49 και 51, που συμπεριλαμβάνονται στην ομάδα Β) και Δ (έγγραφα αριθ. 1, 14, 21, 27, 28, 50, 52 και 57), και διευκρίνισε, για καθεμία από τις ομάδες αυτές, τους λόγους που δικαιολογούσαν, κατά την άποψή του, την αποδοχή της αιτήσεώς του.

14      Στις 12 Οκτωβρίου 2016, ο διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλειας απάντησε στην αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 με υπηρεσιακό σημείωμα (στο εξής: προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα), το οποίο είχε ως εξής:

«1. Με την [αίτηση] της 21ης [Σεπτεμβρίου] 2016, επικαλείσθε το άρθρο 13 του κανονισμού 45/2001 προκειμένου να ζητήσετε την παροχή προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα. [Συναφώς], [σας] παραπέμπω [στην] απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 […]

Επιπλέον, [σας] παραπέμπω στην απόφαση του [ΕΕΠΔ] της 25ης Ιουλίου 2016, η οποία καθιστά σαφές ότι ο ΕΕΠΔ δεν έχει στη διάθεσή του κανένα στοιχείο που να καταδεικνύει ότι η Διεύθυνση Ασφάλειας έχει προσβάλει το δικαίωμά σας για την παροχή προσβάσεως στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα σας. Συνεπώς, φρονώ ότι η Διεύθυνση Ασφάλειας απάντησε [προσηκόντως] στην αίτησή σας για την παροχή προσβάσεως στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα σας.

2. Με την [αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016], μνημονεύετε επίσης τον κανονισμό 1049/2001 […] και ζητείτε να σας παρασχεθεί πρόσβαση σε συγκεκριμένα έγγραφα του φακέλου [σας] περί των οποίων γίνεται λόγος στον [πίνακα που περιλαμβάνεται, ως παράρτημα, στην απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016]. Συναφώς, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας στο γεγονός ότι τα έγγραφα που [θα] σας [γνωστοποιηθούν] βάσει του εν λόγω κανονισμού θα καταστούν προσβάσιμα σε κάθε άλλο πρόσωπο που θα υποβάλει σχετική αίτηση στο μέλλον και, ως εκ τούτου, θα καταστούν εκ των πραγμάτων δημόσια, ενδεχομένως κατόπιν απλής απαλείψεως των προσωπικού χαρακτήρα δεδομένων σας.

Παρακαλούμε να σημειώσετε ότι, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η αίτησή σας για την παροχή προσβάσεως στα έγγραφα θεωρείται ως διεκπεραιωθείσα. Σε περίπτωση κατά την οποία η αίτηση [αυτή] υποβάλλεται για προσωπικούς λόγους, σας παρακαλούμε να το επιβεβαιώσετε γνωστοποιώντας σε εμάς την προσωπική ηλεκτρονική διεύθυνσή σας και ταχυδρομική διεύθυνσή σας.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Δεκεμβρίου 2016, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

16      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε την ίδια ημέρα στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων ζήτησε την τήρηση ανωνυμίας. Με απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα αυτό.

17      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Απριλίου 2017, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

18      Στις 22 Μαΐου 2017, ο προσφεύγων κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου τις παρατηρήσεις του επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

19      Με διάταξη της 18ης Οκτωβρίου 2017, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

20      Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας βάσει του άρθρου 89, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο απηύθυνε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις προς γραπτή απάντηση.

21      Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

22      Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Δεκεμβρίου 2017.

23      Με μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας βάσει του άρθρου 89, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις, στις οποίες έπρεπε να απαντήσουν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

24      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

–        να ακυρώσει το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα κατά το μέρος που απορρίπτει την αίτησή του για την παροχή προσβάσεως σε ορισμένα από τα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει ποσό 10 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της αρνήσεως της Διεύθυνσης Ασφάλειας να του παράσχει πρόσβαση στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει ποσό 30 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της παράνομης επεξεργασίας και διαδόσεως των προσωπικού χαρακτήρα δεδομένων του εκ μέρους της Διεύθυνσης Ασφάλειας·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, άλλως, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

26      Ο προσφεύγων ζητεί επίσης από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων, να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει το έγγραφο αριθ. 57 κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας ή, άλλως, του άρθρου 104 του εν λόγω Κανονισμού.

27      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων παραιτήθηκε από το αιτήματά του περί αποκαταστάσεως της διττής ηθικής βλάβης που υποστήριξε ότι υπέστη. Επίσης, ο προσφεύγων διευκρίνισε και περιόρισε την έκταση του ακυρωτικού αιτήματός του, τονίζοντας ότι δεν βάλλει κατά της αρνήσεως παροχής προσβάσεως σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται σε έγγραφα τα οποία μνημονεύονται στο δικόγραφο της προσφυγής, αλλά περί των οποίων δεν γίνεται λόγος στην αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διατύπωσε παρατηρήσεις επί της παραιτήσεως αυτής και επί της διευκρινίσεως αυτής, έγινε σχετική καταχώριση στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

 Σκεπτικό

 Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

28      Πρέπει να εξεταστεί, αρχικώς, αν το ακυρωτικό αίτημα είναι παραδεκτό και, εφόσον κριθεί παραδεκτό, στη συνέχεια, αν το αίτημα αυτό είναι βάσιμο.

 Επί του παραδεκτού των ακυρωτικών αιτημάτων

29      Η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους απαραδέκτου. Πρώτον, κατά την Επιτροπή, με το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα διατυπώνεται κρίση όσον αφορά το δικαίωμα του προσφεύγοντος να αποκτήσει πρόσβαση στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του. Δεύτερον, το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, αμιγώς επιβεβαιωτική πράξη. Τρίτον, ο προσφεύγων δεν έχει πραγματικό έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής κατά του εν λόγω υπηρεσιακού σημειώματος.

–       Επί του αντικειμένου του προσβαλλόμενου υπηρεσιακού σημειώματος και επί της υπάρξεως αρνήσεως παροχής προσβάσεως στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

30      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 αφορούσε αποκλειστικά την πρόσβαση σε έγγραφα βάσει του κανονισμού 1049/2001. Επομένως, κατά την Επιτροπή, με το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα, η Διεύθυνση Ασφάλειας δεν διατύπωσε κρίση όσον αφορά το δικαίωμα του προσφεύγοντος να αποκτήσει πρόσβαση στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του βάσει του κανονισμού 45/2001.

31      Ο προσφεύγων αντικρούει την επιχειρηματολογία της Επιτροπής. Υποστηρίζει ότι η αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 περιείχε τόσο αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα όσο και αίτηση προσβάσεως σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

32      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι οι κανονισμοί 1049/2001 και 45/2001 έχουν διαφορετικούς σκοπούς. Ο πρώτος κανονισμός έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων από τις δημόσιες αρχές, καθώς και των στοιχείων στα οποία στηρίζονται οι αποφάσεις τους. Επομένως, ο εν λόγω κανονισμός επιδιώκει να διευκολύνει κατά τον μέγιστο δυνατό βαθμό την άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα, καθώς και να προαγάγει την εφαρμογή ορθών διοικητικών πρακτικών. Ο δεύτερος κανονισμός έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής τους, κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager, C-28/08 P, EU:C:2010:378, σκέψη 49). Επομένως, σε αντίθεση προς τον κανονισμό 1049/2001, ο κανονισμός 45/2001 δεν αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ασκήσεως του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα (πρβλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, YS κ.λπ., C-141/12 και C-372/12, EU:C:2014:2081, σκέψη 47).

33      Στο πλαίσιο αυτό, τα δικαιώματα προσβάσεως που προβλέπουν, αντιστοίχως, οι ως άνω δύο κανονισμοί δεν έχουν ούτε το ίδιο αντικείμενο ούτε τους ίδιους δικαιούχους. Πράγματι, το άρθρο 2 του κανονισμού 1049/2001 αποσκοπεί στο να παρασχεθεί στο κοινό, δηλαδή σε κάθε πολίτη και σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δυνατότητα να έχει πρόσβαση στα έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά όργανα. Το άρθρο 13 του κανονισμού 45/2001 αποσκοπεί στο να καταστεί δυνατή η πρόσβαση, μόνον εκ μέρους των υποκειμένων των δεδομένων, στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα τους, δηλαδή σε πληροφορίες που τα αφορούν ως πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, χωρίς να προβλέπεται ότι τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν, στο πλαίσιο αυτό, να έχουν επίσης πρόσβαση στα έγγραφα τα οποία περιέχουν τα εν λόγω δεδομένα. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 13, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 45/2001 προβλέπει απλώς ότι το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει «ανακοίνωση, με εύληπτο τρόπο, των υπό επεξεργασία δεδομένων».

34      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα έχει αρνητικό χαρακτήρα στο μέτρο που δίδει απάντηση στην αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 και στο μέτρο που δεν αμφισβητείται ότι το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα δεν παρέσχε στον προσφεύγοντα πρόσβαση ούτε στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του ούτε στα έγγραφα τα οποία περιέχουν τα εν λόγω δεδομένα.

35      Οσάκις, όμως, μια απόφαση έχει αρνητικό χαρακτήρα, η απόφαση αυτή πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τη φύση του αιτήματος στο οποίο συνιστά απάντηση (αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 1972, Nordgetreide κατά Επιτροπής, 42/71, EU:C:1972:16, σκέψη 5, και της 24ης Νοεμβρίου 1992, Buckl κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-15/91 και C‑108/91, EU:C:1992:454, σκέψη 22). Επομένως, το αντικείμενο του προσβαλλόμενου υπηρεσιακού σημειώματος πρέπει να εκτιμηθεί με γνώμονα, ιδίως, το περιεχόμενο της αιτήσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 2016.

36      Συναφώς, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι η αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 φέρει τον τίτλο «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα».

37      Εν συνεχεία, η αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 κάνει μνεία όχι μόνο του κανονισμού 1049/2001, αλλά και του κανονισμού 45/2001. Πράγματι, αφενός, η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε ρητώς βάσει του διττού ερείσματος του άρθρου 6 του κανονισμού 1049/2001 και του άρθρου 13 του κανονισμού 45/2001. Αφετέρου, η εν λόγω αίτηση περιλαμβάνει, για καθεμία από τις τέσσερις ομάδες εγγράφων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 13 ανωτέρω, επιχειρηματολογία υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων ή των περιορισμών που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 45/2001.

38      Τέλος, με την αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, ο προσφεύγων αναφέρεται επανειλημμένως τόσο στα έγγραφα όσο και στις «πληροφορίες» που περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα. Ως εκ τούτου, τονίζει, εξαρχής και εν γένει, ότι επιθυμεί να αποκτήσει πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα ή, τουλάχιστον, στις πληροφορίες που περιέχονται στα ως άνω έγγραφα. Επιπλέον, ο προσφεύγων επαναλαμβάνει ρητώς το εν λόγω αίτημα προσβάσεως όσον αφορά τις πληροφορίες που περιέχονται στα έγγραφα της ομάδας Δ. Εξάλλου, όσον αφορά τα έγγραφα της ομάδας Γ, αμφισβητεί το ότι η κοινοποίηση των εν λόγω εγγράφων ή των πληροφοριών τις οποίες περιέχουν θα μπορούσε να θίξει τα μέσα και τις μεθόδους έρευνας της Διεύθυνσης Ασφάλειας. Τέλος, ο προσφεύγων μνημονεύει τις πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν με τα έγγραφα της ομάδας Α ή συνελέγησαν εκ των εγγράφων αυτών, διευκρινίζοντας ότι τα εν λόγω έγγραφα τον αφορούν προσωπικά και άμεσα.

39      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, προκύπτει ότι η αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 περιλάμβανε, πέραν ενός αιτήματος προσβάσεως σε έγγραφα, και ένα αίτημα προσβάσεως στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αφορούν τον προσφεύγοντα και τα οποία περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα.

40      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, με το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα, ο διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλειας έκανε λόγο για «αίτηση [του προσφεύγοντος] για την παροχή προσβάσεως στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα [του]». Ο εν λόγω διευθυντής διευκρίνισε επίσης, στηριζόμενος στην απόφαση του ΕΕΠΔ της 25ης Ιουλίου 2016, ότι θεωρούσε ότι η Διεύθυνση Ασφάλειας «απάντησε [προσηκόντως] στην [εν λόγω] αίτηση ». Ως εκ τούτου, η ίδια η Διεύθυνση Ασφάλειας επέλεξε να μνημονεύσει, στο προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα, όχι μόνον το ζήτημα της προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα, αλλά και εκείνο της προσβάσεως στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα, τούτο δε εμμένοντας στο ότι δεν υπήρξε προσβολή, με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, του δικαιώματος του προσφεύγοντος να αποκτήσει πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα.

41      Εξάλλου, η Επιτροπή δεν απέδειξε και ούτε καν υποστήριξε ότι η Διεύθυνση Ασφάλειας έχει απαντήσει, σε οποιοδήποτε άλλο χρονικό σημείο, εγγράφως ή προφορικώς, ρητώς ή σιωπηρώς, στην αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 καθ’ ο μέρος αποσκοπούσε στην πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή αποφάνθηκε, με το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα, επί αιτήσεως με την οποία ο προσφεύγων ζήτησε να του παρασχεθεί πρόσβαση σε ορισμένα από τα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του. Επομένως, το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα, το οποίο δεν κάνει δεκτή την ως άνω αίτηση, πρέπει να θεωρηθεί ως άρνηση παροχής προσβάσεως στα εν λόγω δεδομένα.

–       Επί του αμιγώς επιβεβαιωτικού χαρακτήρα του προσβαλλόμενου υπηρεσιακού σημειώματος

43      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, έστω και αν γίνει δεκτό ότι, με το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα, η Διεύθυνση Ασφάλειας αποφάνθηκε επί ενός ζητήματος σχετικού με την πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, πράξη αμιγώς επιβεβαιωτική της αποφάσεως της 8ης Μαρτίου 2016, η οποία δεν προσβλήθηκε από τον προσφεύγοντα εντός της προθεσμίας για την άσκηση ένδικης προσφυγής.

44      Ο προσφεύγων αντικρούει την επιχειρηματολογία της Επιτροπής. Υποστηρίζει ότι η περάτωση, στις 31 Αυγούστου 2016, της διοικητικής έρευνας και η υποβολή, στις 21 Σεπτεμβρίου 2016, αιτήσεως με την οποία ζητήθηκε η πρόσβαση, κατόπιν απαλείψεως των εμπιστευτικών χωρίων, στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του συνιστούσαν νέα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που υποχρεώνουν τη Διεύθυνση Ασφάλειας να επανεξετάσει το βάσιμο της αποφάσεως της 8ης Μαρτίου 2016.

45      Πρώτον, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής θέτει το ζήτημα αν η νομολογία κατά την οποία προσφυγή που στρέφεται κατά πράξεως αμιγώς επιβεβαιωτικής προγενέστερης αποφάσεως είναι απαράδεκτη αν δεν έχει ασκηθεί εντός της απαιτούμενης προθεσμίας για την προσβολή της εν λόγω αποφάσεως (απόφαση της 17ης Μαΐου 2017, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-337/16 P, EU:C:2017:381, σκέψη 51) τυγχάνει εφαρμογής στις αποφάσεις που εκδίδει θεσμικό όργανο σε απάντηση μιας αιτήσεως προσβάσεως σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού 45/2001.

46      Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι το άρθρο 13, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 45/2001 ορίζει ότι «το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει ανεμπόδιστα, ανά πάσα στιγμή εντός προθεσμίας τριών μηνών από την παραλαβή της αίτησης παροχής πληροφοριών και ατελώς […] ανακοίνωση, με εύληπτο τρόπο, των υπό επεξεργασία δεδομένων […]». Από την εν λόγω διάταξη, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στο υποκείμενο των δεδομένων να έχει πρόσβαση «ανά πάσα στιγμή» στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του, προκύπτει ότι το πρόσωπο αυτό έχει δικαίωμα συνεχούς και πάγιας προσβάσεως στα εν λόγω δεδομένα.

47      Αφετέρου, καίτοι το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 45/2001 προβλέπει εξαιρέσεις και περιορισμούς ως προς το δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων να έχει πρόσβαση στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του, εντούτοις, η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει ότι τα θεσμικά όργανα δύνανται να θέτουν περιορισμούς στην εφαρμογή του άρθρου 13 του ίδιου κανονισμού μόνον «εφόσον ο εκάστοτε περιορισμός αποτελεί αναγκαίο μέτρο». Εντεύθεν προκύπτει ότι οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού μπορούν να εφαρμόζονται μόνο για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξακολουθούν να είναι αναγκαίοι.

48      Εξάλλου, υπογραμμίζεται ότι η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία απορρέει από τη ρητή υποχρέωση την οποία προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκτά ιδιαίτερη σημασία για το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής που κατοχυρώνει το άρθρο 7 του εν λόγω Χάρτη (απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ., C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 53).

49      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο προέκρινε ερμηνεία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατατείνει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το Δικαστήριο έλαβε ειδικότερα υπόψη το γεγονός ότι, στον τομέα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η πραγματική και νομική κατάσταση του υποκειμένου των δεδομένων είναι, εκ της φύσεώς της, εξελισσόμενη, λαμβανομένου υπόψη ότι η απλή παρέλευση του χρόνου ενδέχεται να καταστήσει περιττή, ακόμη δε και παράνομη, μια επεξεργασία που προηγουμένως δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα (πρβλ., και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google, C‑131/12, EU:C:2014:317, σκέψεις 92 και 93).

50      Επομένως, στο πλαίσιο του κανονισμού 45/2001, ένα πρόσωπο μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να υποβάλει νέα αίτηση προσβάσεως αφορώσα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ως προς τα οποία του έχει αντιταχθεί προηγουμένως άρνηση παροχής προσβάσεως. Μια τέτοια αίτηση υποχρεώνει το οικείο θεσμικό όργανο να εξετάσει αν η προηγούμενη άρνηση παροχής προσβάσεως εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη.

51      Κατά συνέπεια, μια νέα εξέταση που κατατείνει στο να ελεγχθεί αν μια προγενεστέρως διατυπωθείσα άρνηση προσβάσεως σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη υπό το πρίσμα των άρθρων 13 και 20 του κανονισμού 45/2001 καταλήγει στην έκδοση πράξεως η οποία δεν είναι αμιγώς επιβεβαιωτική της προηγούμενης πράξεως, αλλά αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

52      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων υπέβαλε στην Επιτροπή στις 21 Σεπτεμβρίου 2016 αίτηση προσβάσεως στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του που περιλαμβάνονται σε διάφορα έγγραφα. Από τη σκέψη 50 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει την εν λόγω αίτηση. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή αποφάνθηκε επί της εν λόγω αιτήσεως και ότι απέρριψε την εν λόγω αίτηση με το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα. Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της αρχής που παρατέθηκε στη σκέψη 51 ανωτέρω, το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μια προηγούμενη μερική άρνηση παροχής προσβάσεως στα εν λόγω δεδομένα είχε αντιταχθεί στον προσφεύγοντα με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεσθεί λυσιτελώς τον αμιγώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα του προσβαλλόμενου υπηρεσιακού σημειώματος.

53      Δεύτερον, έστω και αν υποτεθεί ότι η μνημονευθείσα στη σκέψη 45 ανωτέρω νομολογία έχει εφαρμογή εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι μια πράξη μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αμιγώς επιβεβαιωτική προγενέστερης αποφάσεως μόνον εάν δεν περιλαμβάνει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με την απόφαση αυτή (αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1980, Grasselli κατά Επιτροπής, 23/80, EU:C:1980:284, σκέψη 18, και της 31ης Μαΐου 2017, ΔΕΗ κατά Επιτροπής, C‑228/16 P, EU:C:2017:409, σκέψη 33). Επιπλέον, η επέλευση νέων και ουσιωδών πραγματικών περιστατικών μπορεί να δικαιολογήσει την υποβολή αιτήσεως για επανεξέταση προγενέστερης αποφάσεως καταστάσας απρόσβλητης (βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, T-186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, προσφυγή ασκηθείσα κατ’ αποφάσεως απορρίπτουσας την αίτηση επανεξετάσεως αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη κρίνεται παραδεκτή αν προκύπτει ότι επήλθαν νέα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά (πρβλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, T-186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 49). Πραγματικά περιστατικά πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «νέα και ουσιώδη» όταν, αφενός, τόσο ο προσφεύγων όσο και η διοίκηση δεν γνωρίζουν ή δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν το οικείο πραγματικό περιστατικό κατά την έκδοση της προγενέστερης αποφάσεως και, αφετέρου, το οικείο πραγματικό περιστατικό είναι ικανό να τροποποιήσει ουσιωδώς την κατάσταση του προσφεύγοντος σε σχέση προς εκείνη για την οποία εκδόθηκε η καταστάσα απρόσβλητη προγενέστερη απόφαση (πρβλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, T-186/98, EU:T:2001:42, σκέψεις 50 και 51).

54      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων, για να αποδείξει την επέλευση νέων και ουσιωδών πραγματικών περιστατικών, επικαλείται, ιδίως, το γεγονός ότι η διοικητική έρευνα περατώθηκε στις 31 Αυγούστου 2016.

55      Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι, με την υποβληθείσα στις 21 Σεπτεμβρίου 2016 αίτησή του, ο προσφεύγων ευχαρίστησε απλώς τη Διεύθυνση Ασφάλειας για το ότι τον ενημέρωσε, στις 14 Σεπτεμβρίου 2016, σχετικά με την περάτωση της διοικητικής έρευνας και ότι δεν υποστήριξε, με την αίτηση αυτή, ότι η εν λόγω περάτωση συνιστούσε νέο και ουσιώδες πραγματικό περιστατικό ικανό να δικαιολογήσει την επανεξέταση της αποφάσεως της 8ης Μαρτίου 2016.

56      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι καμία διάταξη του κανονισμού 45/2001, και προπάντων όχι το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού το οποίο καθιερώνει δικαίωμα προσβάσεως «ανεμπόδιστα», δεν επιβάλλει στο υποκείμενο των δεδομένων να αιτιολογήσει ή να δικαιολογήσει την αίτησή του για πρόσβαση στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του. Επομένως, στον τομέα της προσβάσεως στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ο προσφεύγων μπορεί να επικαλεσθεί, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, την επέλευση, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλόμενης πράξεως, νέων και ουσιωδών πραγματικών περιστατικών που δικαιολογούν νέα εξέταση, ακόμη και όταν έχει παραλείψει να μνημονεύσει τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά στην αίτησή του.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι η Επιτροπή ήταν εν γνώσει της περατώσεως της διοικητικής έρευνας κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο επελήφθη της αιτήσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, ο προσφεύγων μπορεί να επικαλεσθεί λυσιτελώς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την περάτωση της διοικητικής έρευνας προκειμένου να αποδειχθεί η επέλευση ενός νέου και ουσιώδους πραγματικού περιστατικού.

58      Εν προκειμένω, επισημαίνεται, αφενός, ότι το γεγονός αυτό επήλθε μετά την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 και, επομένως, έχει τον χαρακτήρα νέου γεγονότος κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 53 ανωτέρω.

59      Αφετέρου, το γεγονός αυτό έχει επίσης τον χαρακτήρα ουσιώδους γεγονότος, κατά την έννοια της ίδιας νομολογίας. Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι, για να αρνηθεί, με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, να παράσχει στον προσφεύγοντα πρόσβαση σε ορισμένα από τα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του, η Διεύθυνση Ασφάλειας επικαλέσθηκε, ανάλογα με τα επίμαχα δεδομένα, αφενός, την εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 45/2001, η οποία έχει ως σκοπό «τη διασφάλιση της πρόληψης, διερεύνησης, διακρίβωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων», και, αφετέρου, την εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού, η οποία έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, «την εξασφάλιση της προστασίας […] των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων προσώπων». Όσον αφορά την εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 45/2001, η Διεύθυνση Ασφάλειας επισήμανε ότι η γνωστοποίηση των επίμαχων δεδομένων θα αποκάλυπτε τα μέσα και τις μεθόδους έρευνας της εν λόγω Διεύθυνσης. Όσον αφορά την εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού, διευκρίνισε ότι η γνωστοποίηση των επίμαχων δεδομένων θα έθιγε τα δικαιώματα άλλων προσώπων των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία, ήτοι των μαρτύρων και των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος που εξετάζονται στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας. Επομένως, προκύπτει ότι οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η μερική άρνηση προσβάσεως που αντιτάχθηκε στον προσφεύγοντα με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 συνδέονταν, τουλάχιστον εμμέσως, με τη διοικητική έρευνα που αφορούσε τον προσφεύγοντα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ότι η περάτωση της εν λόγω έρευνας τροποποίησε σημαντικά την κατάσταση του προσφεύγοντος.

60      Το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από την επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι η ανάγκη, αφενός, να μην υπονομευθούν τα μέσα και οι μέθοδοι έρευνας που χρησιμοποιεί η Διεύθυνση Ασφάλειας και, αφετέρου, να προστατευθούν οι μάρτυρες και οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος εξακολουθούσε να υφίσταται μετά την περάτωση της διοικητικής έρευνας. Πράγματι, η εν λόγω επιχειρηματολογία εξαρτά πλήρως το παραδεκτό των ακυρωτικών αιτημάτων από το βάσιμο της νέας αρνήσεως παροχής προσβάσεως που αντιτάχθηκε στον προσφεύγοντα. Συναφώς, για να διαπιστωθεί ότι η περάτωση της διοικητικής έρευνας συνιστούσε νέο και ουσιώδες πραγματικό περιστατικό που δικαιολογούσε την επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος, αρκεί η επισήμανση ότι το γεγονός αυτό ήταν ικανό να επηρεάσει την εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, του κανονισμού 45/2001, χωρίς να προδικάζεται η ύπαρξη της δυνατότητας να αντιταχθεί στον προσφεύγοντα, κατόπιν του συμπεράσματος στο οποίο καταλήγει η εν λόγω επανεξέταση, νέα άρνηση παροχής προσβάσεως στηριζόμενη, ενδεχομένως, στις ίδιες εξαιρέσεις.

61      Επομένως, η περάτωση της διοικητικής έρευνας συνιστούσε νέο και ουσιώδες πραγματικό περιστατικό ικανό να δικαιολογήσει νέα εξέταση του δικαιώματος του προσφεύγοντος να αποκτήσει πρόσβαση στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του.

62      Η εξέταση αυτή δικαιολογούνταν ακόμη περισσότερο εν προκειμένω διότι ο προσφεύγων είχε αφήσει να παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα πριν να υποβάλει στη Διεύθυνση Ασφάλειας νέα αίτηση προσβάσεως στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του. Πράγματι, η αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 υποβλήθηκε μετά την παρέλευση έξι μηνών από τη μερική άρνηση παροχής προσβάσεως που αντιτάχθηκε στον προσφεύγοντα με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016.

63      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή υποστηρίζει αβασίμως, εν πάση περιπτώσει, ότι το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα συνιστά πράξη αμιγώς επιβεβαιωτική της αποφάσεως της 8ης Μαρτίου 2016.

–       Επί του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος

64      Η Επιτροπή φρονεί ότι, καθ’ ο μέρος ο προσφεύγων είχε πρόσβαση στο σύνολο ή σε μέρος των προσωπικού χαρακτήρα δεδομένων του, και ιδίως στο σύνολο εκείνων που περιλαμβάνονταν στα έγγραφα της ομάδας Α, και καθ’ ο μέρος επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να αποκτήσει πρόσβαση σε έγγραφα, δεν έχει πραγματικό έννομο συμφέρον ώστε να ασκήσει προσφυγή κατά του προσβαλλόμενου υπηρεσιακού σημειώματος.

65      Καίτοι ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί συγκεκριμένα την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, εντούτοις, από το σύνολο των δικογράφων του προκύπτει ότι φρονεί ότι στερήθηκε εσφαλμένως, διά του προσβαλλόμενου υπηρεσιακού σημειώματος, την πρόσβαση στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του.

66      Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως που ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της εν λόγω πράξεως δύναται, καθαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Koninklijke FrieslandCampina, C‑519/07 P, EU:C:2009:556, σκέψη 63, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55).

67      Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή αρνήθηκε, με το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα, να παράσχει στον προσφεύγοντα πρόσβαση στο σύνολο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που μνημονεύονται στην αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016.

68      Βεβαίως, είναι αληθές ότι ο προσφεύγων είχε ήδη πρόσβαση σε ορισμένα από τα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του. Πράγματι, στον πίνακα που περιλαμβάνεται, ως παράρτημα, στην απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, η Επιτροπή γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα ορισμένα δεδομένα ως προς τα οποία δεν επικαλέσθηκε καμία από τις εξαιρέσεις και κανέναν από τους περιορισμούς που προβλέπει το άρθρο 20 του κανονισμού 45/2001. Αυτό ισχύει, αφενός, όσον αφορά το σύνολο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που επισήμανε η Επιτροπή στα έγγραφα της ομάδας Α, εξαιρουμένου του εγγράφου αριθ. 56, και, αφετέρου, όσον αφορά ένα μέρος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που επισήμανε η Επιτροπή στα έγγραφα των ομάδων B, Γ και Δ καθώς και του εγγράφου αριθ. 56.

69      Εντούτοις, στη σκέψη 46 ανωτέρω επισημάνθηκε ότι, στο πλαίσιο του κανονισμού 45/2001, το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα συνεχούς και πάγιας προσβάσεως στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του. Το εν λόγω δικαίωμα του παρέχει τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να υποβάλει αίτηση προσβάσεως σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της περιπτώσεως στην οποία είχε ήδη αποκτήσει πρόσβαση στο σύνολο ή σε μέρος των εν λόγω δεδομένων, προκειμένου, παραδείγματος χάρη, να βεβαιωθεί ότι το σύνολο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχει στην κατοχή του ένα θεσμικό όργανο έχουν όντως προσδιοριστεί και στη συνέχεια γνωστοποιηθεί ή να πληροφορηθεί αν τα επίμαχα δεδομένα εξακολουθούν να υφίστανται επεξεργασία από το θεσμικό όργανο και, ενδεχομένως, αν έχουν τροποποιηθεί ή όχι.

70      Εξάλλου, μολονότι είναι αληθές ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί, μέσω αιτήσεως προσβάσεως στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του, να αποκτήσει πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχουν τα εν λόγω δεδομένα, εντούτοις, το εν λόγω γεγονός δεν ασκεί, καθαυτό, επιρροή επί του συμφέροντος έχει ο προσφεύγων για την πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα καθαυτά.

71      Υπό τις συνθήκες αυτές, η ακύρωση του προσβαλλόμενου υπηρεσιακού σημειώματος, με το οποίο απορρίπτεται η αίτηση του προσφεύγοντος για την παροχή προσβάσεως στο σύνολο των προσωπικού χαρακτήρα δεδομένων του τα οποία περιέχονται στα έγγραφα που μνημονεύονται στην αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, δύναται να έχει έννομες συνέπειες για τον προσφεύγοντα και να ωφελήσει τον τελευταίο.

72      Επομένως, τα ακυρωτικά αιτήματα είναι παραδεκτά και οι λόγοι απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του βασίμου των ακυρωτικών αιτημάτων

73      Προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων του, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα δεν πληροί τις επιταγές της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, κατά τον προσφεύγοντα, το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα απλώς παραπέμπει στην απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 και δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους ο εν λόγω προσφεύγων δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του. Κατά την άποψη του προσφεύγοντος, όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στα έγγραφα της ομάδας Α, η απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 δεν ήταν αιτιολογημένη, και επομένως το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα πάσχει επίσης έλλειψη αιτιολογίας. Όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στα έγγραφα των ομάδων Β, Γ και Δ, το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα δεν διευκρινίζει σε ποιον βαθμό η εφαρμογή των εξαιρέσεων και των περιορισμών που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, του κανονισμού 45/2001 και που αντιτάχθηκαν με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 εξακολουθούσε να είναι δικαιολογημένη μετά την περάτωση της διοικητικής έρευνας και ενώ η Διεύθυνση Ασφάλειας είχε επιληφθεί νέας αιτήσεως με την οποία ζητήθηκε η πρόσβαση, κατόπιν απαλείψεως των εμπιστευτικών χωρίων, στα εν λόγω δεδομένα.

74      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος. Υποστηρίζει, αφενός, ότι δεν απαιτούνταν καμία ιδιαίτερη αιτιολογία όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στα έγγραφα της ομάδας Α, στα οποία ο προσφεύγων είχε πρόσβαση, και, αφετέρου, ότι ο τελευταίος είχε ενημερωθεί επαρκώς, με τον πίνακα που περιλαμβάνεται, ως παράρτημα, στην απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ορισμένα από τα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του που περιλαμβάνονται στα έγγραφα των ομάδων Β, Γ και Δ δεν του είχαν γνωστοποιηθεί.

75      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία που επιβάλλει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της σχετικής πράξεως και να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία αφορά άμεσα και ατομικά η πράξη. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C-367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63, και της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C-342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 88).

76      Εξάλλου, από το άρθρο 20, παράγραφος 3, του κανονισμού 45/2001 προκύπτει ότι, όταν αντιτάσσεται στο υποκείμενο των δεδομένων μια εξαίρεση ή ένας περιορισμός που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, το εν λόγω υποκείμενο των δεδομένων πρέπει να ενημερώνεται για τους ουσιώδεις λόγους στους οποίους στηρίζεται η εφαρμογή της εν λόγω εξαιρέσεως ή του εν λόγω περιορισμού.

77      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα –του οποίου το περιεχόμενο παρατίθεται στη σκέψη 14 ανωτέρω– σχεδόν στερείται, αφ’ εαυτού, οποιασδήποτε αιτιολογίας από απόψεως πραγματικών περιστατικών και από νομικής απόψεως. Πράγματι, το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα δεν περιέχει καμία συγκεκριμένη αιτιολογία. Δεν διευκρινίζει για ποιους λόγους δεν μπορεί να επιτραπεί στον προσφεύγοντα να έχει πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που μνημονεύονται στην αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016. Στην πραγματικότητα, το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα απλώς παραπέμπει στην απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 καθώς και στην απόφαση του ΕΕΠΔ της 25ης Ιουλίου 2016 που καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε προσβολή του δικαιώματος του προσφεύγοντος να αποκτήσει πρόσβαση στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του. Με το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα, επισημαίνεται απλώς, κατόπιν του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε ο ΕΕΠΔ και χωρίς άλλη διευκρίνιση, ότι η αίτηση προσβάσεως απαντήθηκε προσηκόντως.

78      Ωστόσο, αιτιολόγηση διά παραπομπής μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να γίνει δεκτή (πρβλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1998, Κοινοβούλιο κατά Gaspari, C‑316/97 P, EU:C:1998:558, σκέψη 27). Ειδικότερα, η νομολογία δέχεται τη δυνατότητα αιτιολογήσεως διά παραπομπής σε προηγούμενη απόφαση [πρβλ. αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2016, Zuffa κατά EUIPO (ULTIMATE FIGHTING CHAMPIONSHIP), T-590/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:295, σκέψη 43, και της 5ης Φεβρουαρίου 2018, Edeka-Handelsgesellschaft Hessenring κατά Επιτροπής, T-611/15, EU:T:2018:63, σκέψεις 32 έως 38].

79      Πρέπει, επομένως, να εκτιμηθεί αν η παραπομπή στην απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 και στην απόφαση του ΕΕΠΔ της 25ης Ιουλίου 2016 αποτελεί επαρκή αιτιολογία για το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα.

80      Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στα έγγραφα της ομάδας Α (εξαιρουμένου του εγγράφου αριθ. 56), ο πίνακας που περιλαμβάνεται, ως παράρτημα, στην απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, η οποία έκανε πλήρως δεκτή την αίτηση προσβάσεως –τουλάχιστον ως προς τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που επισήμανε η Επιτροπή στα επίμαχα έγγραφα–, δεν περιείχε κανένα λόγο αρνήσεως παροχής προσβάσεως. Κατά συνέπεια, η παραπομπή στην απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 δεν μπορεί να αποτελέσει αιτιολογία ως προς την άρνηση παροχής προσβάσεως στο σύνολο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στα έγγραφα της ομάδας Α, άρνηση παροχής προσβάσεως που αντιτάχθηκε, για πρώτη φορά, στον προσφεύγοντα με το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα.

81      Δεύτερον, όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στα έγγραφα των ομάδων Β, Γ και Δ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 52 και 61 ανωτέρω, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει αν η άρνηση παροχής προσβάσεως που αντιτάχθηκε στον προσφεύγοντα με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 εξακολουθούσε να είναι δικαιολογημένη. Προς τον σκοπό αυτό, εναπέκειτο στο εν λόγω θεσμικό όργανο, ιδίως, να ελέγξει, ως προς το σύνολο των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αν η εφαρμογή των εξαιρέσεων και των περιορισμών που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, του κανονισμού 45/2001 και που αντιτάχθηκαν με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 εξακολουθούσε να είναι δικαιολογημένη υπό το πρίσμα ενδεχόμενης τροποποιήσεως της νομικής ή της πραγματικής καταστάσεως. Ειδικότερα, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη ότι η διοικητική έρευνα εν τω μεταξύ είχε περατωθεί και ότι είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών.

82      Αφενός, όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο αιτιολογίας σχετικό με συγκεκριμένη και λεπτομερή επανεξέταση του δικαιώματος του προσφεύγοντος να αποκτήσει πρόσβαση στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του. Περαιτέρω, το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα δεν περιέχει στοιχεία αιτιολογίας σχετικά με την πιθανή επιρροή που ασκούν οι περιστάσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 81 ανωτέρω. Αφετέρου, απλώς και μόνον η παραπομπή στην απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016 και στην απόφαση του ΕΕΠΔ της 25ης Ιουλίου 2016 δεν μπορεί, προφανώς, να αποτελέσει προσήκουσα και επαρκή αιτιολογία, λαμβανομένου υπόψη ότι μια νέα άρνηση που προβλήθηκε μετά από επανεξέταση δεν μπορεί, εξ ορισμού, να στηρίζεται αποκλειστικά σε λόγους που έχουν παρατεθεί σε αποφάσεις που είναι προγενέστερες της εν λόγω επανεξετάσεως. Κατά συνέπεια, η παραπομπή στις δύο αυτές αποφάσεις δεν πληροί την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά την άρνηση προσβάσεως στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στα έγγραφα των ομάδων Β, Γ και Δ, η οποία αντιτάχθηκε, για μια ακόμη φορά, στον προσφεύγοντα με το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα.

83      Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

84      Συνεπώς, το προσβαλλόμενο υπηρεσιακό σημείωμα πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που απορρίπτει την αίτηση του προσφεύγοντος για την παροχή προσβάσεως σε ορισμένα από τα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του.

 Επί του μέτρου διεξαγωγής αποδείξεων τη λήψη του οποίου ζήτησε ο προσφεύγων

85      Ο προσφεύγων ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προσκομίσει το έγγραφο αριθ. 57.

86      Ωστόσο, το μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων του οποίου η λήψη ζητήθηκε συνδέεται με τα αιτήματα χρηματικής ικανοποιήσεως, όπως αναγνώρισε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Στον βαθμό που ο τελευταίος παραιτήθηκε από το εν λόγω αίτημα και στον βαθμό η εν λόγω παραίτηση καταχωρίσθηκε στα πρακτικά (σκέψη 27 ανωτέρω), η προσκόμιση του εγγράφου αριθ. 57 δεν παρουσιάζει καμία χρησιμότητα στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς.

87      Επομένως, δεν γίνεται δεκτό το αίτημα διεξαγωγής αποδείξεων το οποίο υπέβαλε ο προσφεύγων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

88      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

89      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε όσον αφορά το κύριο αίτημά της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του προσφεύγοντος και χωρίς να είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η μερική παραίτηση του τελευταίου από τα αιτήματά του χρηματικής ικανοποιήσεως.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το υπηρεσιακό σημείωμα του διευθυντή της Διεύθυνσης Ασφάλειας της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων και Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 12ης Οκτωβρίου 2016, κατά το μέρος που απορρίπτει την αίτηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 του RE για την παροχή προσβάσεως σε ορισμένα από τα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα του.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Gervasoni

Madise

da Silva Passos

Kowalik-Bańczyk

 

      Mac Eochaidh

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Φεβρουαρίου 2019.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν αποκαλύπτονται.