Language of document : ECLI:EU:T:2015:209

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 16ης Απριλίου 2015 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (EK) 1049/2001 — Άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση — Εξαίρεση σχετικά με την προστασία των σκοπών της έρευνας — Κανονισμός (EΚ) 1367/2006 — Άρθρο 6, παράγραφος 1 — Εμπεριστατωμένη γνώμη της Επιτροπής όσον αφορά προσχέδιο αποφάσεως σχετικά με την ετήσια δήλωση ουσιών σε νανοσωματιδιακή μορφή, το οποίο κοινοποίησαν οι γαλλικές αρχές στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 98/34/EΚ — Άρνηση προσβάσεως»

Στην υπόθεση T‑402/12,

Carl Schlyter, κάτοικος Linköping (Σουηδία), εκπροσωπούμενος από τους O. Brouwer και S. Schubert, δικηγόρους,

προσφεύγων,

υποστηριζόμενος από τη

Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από τον S. Hartikainen,

και από το

Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τις A. Falk, C. Meyer‑Seitz, U. Persson, C. Stege, S. Johannesson και H. Karlsson, στη συνέχεια, από τις A. Falk, C. Meyer‑Seitz, U. Persson, τους E. Karlsson, L. Swedenborg και C. Hagerman,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την P. Costa de Oliveira, τον A. Tokár και τον C. Zadra,

καθής,

υποστηριζόμενης από τη

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την B. Beaupère‑Manokha και τους D. Colas και F. Fize,

παρεμβαίνουσα,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2012, με την οποία απορρίφθηκε κατά την περίοδο status quo η πρόσβαση στην εμπεριστατωμένη της γνώμη όσον αφορά προσχέδιο αποφάσεως σχετικά με το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις υποβολής της ετήσιας δηλώσεως ουσιών σε νανοσωματιδιακή μορφή (2011/673/F), που της κοινοποίησαν οι γαλλικές αρχές, κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 98/34/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/EΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ L 217, σ. 18),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Ιανουαρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Επί της εφαρμοστέας νομοθεσίας και της εφαρμογής της στην πράξη

1        Η οδηγία 98/34/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (ΕΕ L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ L 217, σ. 18), με τίτλο «Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών», προβλέπει διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά, αφενός, εθνικές πρωτοβουλίες σχετικά με τεχνικά πρότυπα ή προδιαγραφές και, αφετέρου, υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας.

2        Η κοινοποίηση στην Επιτροπή κάθε σχεδίου τεχνικού κανόνα που αφορά τα εμπορεύματα ή υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/34 είναι καταρχήν υποχρεωτική (άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας).

3        Στην πράξη η Επιτροπή είναι επιφορτισμένη να αποστείλει το εν λόγω σχέδιο σε καθένα από τα κράτη μέλη και να το εισαγάγει στη δημόσια βάση δεδομένων TRIS (Technical Regulations Information System — Σύστημα πληροφοριών τεχνικών κανόνων). Οι οικονομικοί φορείς και οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν πλήρη πρόσβαση στα συγκεκριμένα κείμενα.

4        Τα κράτη μέλη, η Επιτροπή και οι οικονομικοί φορείς μπορούν να εξετάζουν κάθε κοινοποιούμενο σχέδιο προς τον σκοπό εντοπισμού ενδεχόμενων στοιχείων προστατευτισμού και τη λήψη μέτρων για την εξάλειψή τους.

5        Προκειμένου να καταστεί δυνατός ο συγκεκριμένος έλεγχος, πρέπει καταρχήν να παρέλθει μια ελάχιστη προθεσμία τριών μηνών μεταξύ της κοινοποιήσεως του σχεδίου τεχνικού κανόνα και της εγκρίσεώς του. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου status quo, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη που θεωρούν ότι το σχέδιο δημιουργεί αδικαιολόγητα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή την ελευθερία εγκαταστάσεως των φορέων παροχής υπηρεσιών μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις ή εμπεριστατωμένες γνώμες στο κοινοποιούν κράτος μέλος. Η έκδοση εμπεριστατωμένης γνώμης παρατείνει την εν λόγω περίοδο status quo κατά ορισμένους μήνες αναλόγως του αντικειμένου του σχεδίου τεχνικών κανόνων (βλ. άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 98/34).

6        Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εκθέτει καταρχήν στην Επιτροπή τη συνέχεια που προτίθεται να δώσει στις εν λόγω εμπεριστατωμένες γνώμες και η Επιτροπή σχολιάζει την αντίδραση αυτή (βλ. άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/34).

 Επί της επίμαχης διαδικασίας κοινοποιήσεως

7        Στις 29 Δεκεμβρίου 2011 οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή προσχέδιο αποφάσεως όσον αφορά το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις υποβολής της ετήσιας δηλώσεως ουσιών σε νανοσωματιδιακή μορφή, που ελήφθη κατ’ εφαρμογή των άρθρων R. 523-12 και R. 523-13 του κώδικα περιβάλλοντος (στο εξής: προσχέδιο αποφάσεως), συμφώνως προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34.

8        Βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34, η τρίμηνη περίοδος status quo μετά την παραλαβή από την Επιτροπή της κοινοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, της προαναφερθείσας οδηγίας ξεκίνησε στις 30 Δεκεμβρίου 2011. Τον Μάρτιο του 2012, κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου status quo, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε και εν συνεχεία έλαβε από τις γαλλικές αρχές συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με το προσχέδιο αποφάσεως.

9        Στις 30 Μαρτίου 2012 η Επιτροπή εξέδωσε εμπεριστατωμένη γνώμη, γεγονός που οδήγησε στην παράταση κατά τρεις επιπλέον μήνες της αρχικής περιόδου status quo, συμφώνως προς το άρθρο 9, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 98/34. Στις 2 Απριλίου 2012 το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας υπέβαλε επίσης παρατηρήσεις όσον αφορά το προσχέδιο αποφάσεως, συμφώνως προς το άρθρο 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας. Οι γαλλικές αρχές απάντησαν στις παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου στις 6 Ιουνίου 2012.

10      Με το από 16 Απριλίου 2012 έγγραφο, ήτοι κατά τη διάρκεια της περιόδου status quo, ο Carl Schlyter, προσφεύγων, υπέβαλε αίτηση προσβάσεως στην εμπεριστατωμένη γνώμη της Επιτροπής που αναφέρθηκε στην ως άνω σκέψη 9.

11      Με το από 7 Μαΐου 2012 έγγραφο η Επιτροπή απέρριψε την από 16 Απριλίου 2012 αίτηση προσβάσεως, επικαλούμενη την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού (EΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), προβάλλοντας ότι δεν ήταν δυνατή η μερική πρόσβαση στο έγγραφο λόγω του ότι αυτό ενέπιπτε στο σύνολό του στην προαναφερθείσα εξαίρεση. Επιπλέον, έκρινε ότι δεν υπήρχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για τη δημοσιοποίηση του εγγράφου υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

12      Στις 29 Μαΐου 2012 ο προσφεύγων υπέβαλε στην Επιτροπή επιβεβαιωτική αίτηση, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, ζητώντας από αυτήν να αναθεωρήσει τη θέση της.

13      Με το από 27 Ιουνίου 2012 έγγραφο (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) η Επιτροπή απέρριψε την επιβεβαιωτική αίτηση του προσφεύγοντος για τους λόγους που θα παρατεθούν στις σκέψεις 14 έως 16 κατωτέρω.

14      Η Επιτροπή απεφάνθη, στη σκέψη 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιγραφόμενη «Προστασία των σκοπών έρευνας», ότι η δημοσιοποίηση της επίμαχης εμπεριστατωμένης γνώμης θα έθιγε την προστασία των σκοπών έρευνας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

15      Στη σκέψη 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιγραφόμενη «Μερική πρόσβαση», η Επιτροπή έκρινε ότι τούτο αφορούσε το σύνολο του εγγράφου στο οποίο ζητήθηκε πρόσβαση, γεγονός που απέκλειε οποιαδήποτε μερική δημοσιοποίηση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001.

16      Στη σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιγραφόμενη «Υπερισχύον δημόσιο συμφέρον για τη δημοσιοποίηση», η Επιτροπή απεφάνθη ότι δεν υπήρχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001, που να δικαιολογεί, παρά ταύτα, τη δημοσιοποίηση του εγγράφου.

17      Η σχετική με το προσχέδιο αποφάσεως περίοδος status quo έληξε στις 2 Ιουλίου 2012. Η Γαλλική Δημοκρατία απάντησε στην εμπεριστατωμένη γνώμη της Επιτροπής στις 16 Ιουλίου 2012. Στις 26 Ιουλίου 2012 η Επιτροπή ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να της υποβάλουν τροποποιημένο προσχέδιο αποφάσεως, το οποίο και έπραξε το συγκεκριμένο κράτος μέλος την ίδια ημέρα.

18      Στις 6 Αυγούστου 2012 η Γαλλική Δημοκρατία εξέδωσε την απόφαση σχετικά με το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις υποβολής της ετήσιας δηλώσεως ουσιών σε νανοσωματιδιακή μορφή, η οποία ελήφθη κατ’ εφαρμογή των άρθρων R. 523‑12 και R. 523‑13 του κώδικα περιβάλλοντος (JORF αριθ. 0185 της 10ης Αυγούστου 2012, σ. 13166). Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 22 Αυγούστου 2012.

19      Στις 25 Οκτωβρίου 2012, αφότου εξέτασε την απόφαση και αποφάσισε ότι δεν υπήρχε λόγος να κινηθεί η διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή απέστειλε στον προσφεύγοντα αντίγραφο της επίμαχης εμπεριστατωμένης γνώμης.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Σεπτεμβρίου 2012, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

21      Η Επιτροπή κατέθεσε στις 30 Νοεμβρίου 2012 υπόμνημα αντικρούσεως. Προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου μετά την κοινοποίηση στον προσφεύγοντα του εγγράφου στο οποίο είχε ζητήσει πρόσβαση, δεδομένου ότι δεν είχε πλέον έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει ότι παρείλκε η έκδοση αποφάσεως.

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Νοεμβρίου 2012, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Στις παρατηρήσεις του, τις οποίες κατέθεσε στις 19 Δεκεμβρίου 2012, ο προσφεύγων δεν προέβαλε αντιρρήσεις κατά της προαναφερθείσας παρεμβάσεως. Η Επιτροπή δεν κατέθεσε παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

23      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 και 14 Δεκεμβρίου 2012, αντιστοίχως, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας ζήτησαν να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση προς υποστήριξη του προσφεύγοντος. Στις παρατηρήσεις του, ο προσφεύγων δεν προέβαλε αντιρρήσεις όσον αφορά τις εν λόγω παρεμβάσεις. Η Επιτροπή δεν κατέθεσε παρατηρήσεις εντός της σχετικώς ταχθείσας προθεσμίας.

24      Με την από 7 Φεβρουαρίου 2013 διάταξη ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχτηκε τις αιτήσεις παρεμβάσεως.

25      Η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας καθώς και το Βασίλειο της Σουηδίας κατέθεσαν υπόμνημα παρεμβάσεως, ως προς το οποίο οι διάδικοι υπέβαλαν παρατηρήσεις εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

26      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

27      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας τα οποία προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, υπέβαλε γραπτή ερώτηση στους διαδίκους. Οι διάδικοι απάντησαν στην ερώτηση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

28      Οι κύριοι διάδικοι καθώς και οι παρεμβαίνοντες αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Ιανουαρίου 2014.

29      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι παρεμβαίνοντες.

30      Η Δημοκρατία της Φινλανδίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων.

31      Το Βασίλειο της Σουηδίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

32      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

33      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε απάντηση προς ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την αίτηση της Επιτροπής να διαπιστωθεί ότι παρείλκε η έκδοση αποφάσεως επί της υποθέσεως, καθόσον είχε εκλείψει το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος για την έκβαση της διαδικασίας μετά την κοινοποίηση του εγγράφου στο οποίο είχε ζητηθεί πρόσβαση, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, δέχτηκε ότι ο προσφεύγων είχε έννομο συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς και απέσυρε, κατά συνέπεια, την αίτησή της να διαπιστωθεί το απαράδεκτο της προσφυγής, γεγονός που σημειώθηκε στα πρακτικά.

 Σκεπτικό

34      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορά πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Aarhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ L 264, σ. 13). Ο δεύτερος λόγος αφορά πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθώς και έλλειψη αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001 και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006. Ο τρίτος λόγος αφορά πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθώς και έλλειψη αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001.

35      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, τα κύρια σημεία διαφωνίας μεταξύ των διαδίκων αφορούν καταρχάς το ζήτημα κατά πόσον η επίμαχη εμπεριστατωμένη γνώμη, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, δυνάμει του οποίου τα θεσμικά όργανα αρνούνται την παροχή προσβάσεως σε έγγραφο η δημοσιοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου. Δεύτερον, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το ζήτημα αν, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της εμπεριστατωμένης γνώμης, η Επιτροπή μπορούσε να βασισθεί, κατά την περίοδο status quo, σε γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η δημοσιοποίηση της εν λόγω γνώμης έθιγε τους προαναφερθέντες σκοπούς, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006.

36      Κατά την αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 98/34, για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, κρίνεται σκόπιμο να διασφαλισθεί μεγαλύτερη διαφάνεια στις εθνικές πρωτοβουλίες που αφορούν τη θέσπιση τεχνικών προτύπων ή κανονισμών.

37      Κατά πάγια νομολογία, η οδηγία 98/34 αποσκοπεί στη μέσω προληπτικού ελέγχου προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, οι οποίες συγκαταλέγονται μεταξύ των θεμελίων της Ένωσης, και ο έλεγχος αυτός είναι σκόπιμος, καθόσον οι τεχνικοί κανόνες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης οδηγίας μπορούν να αποτελούν εμπόδιο στις ανταλλαγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών, το οποίο μπορεί να γίνει ανεκτό μόνον εφόσον είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση επιτακτικών αναγκών προς εξυπηρέτηση ενός σκοπού γενικού συμφέροντος (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, Lidl Italia, C‑303/04, Συλλογή, EU:C:2005:528, σκέψη 22, της 15ης Απριλίου 2010, Sandström, C‑433/05, EU:C:2010:184, σκέψη 42, και της 9ης Ιουνίου 2011, Intercommunale Intermosane και Fédération de l’industrie et du gaz, C‑361/10, EU:C:2011:382, σκέψη 10).

38      Δεδομένου ότι η υποχρέωση κοινοποιήσεως την οποία επιβάλλει το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/34 συνιστά ουσιώδες μέσο για την πραγματοποίηση αυτού του προληπτικού ελέγχου που αναφέρθηκε στην ως άνω σκέψη 37, η αποτελεσματικότητα του εν λόγω ελέγχου ενισχύεται ακόμη περισσότερο εφόσον η οδηγία ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε η παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως να συνιστά ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια, ικανή να επιφέρει τη μη εφαρμογή των οικείων τεχνικών κανόνων, ώστε αυτοί να μην είναι αντιτάξιμοι έναντι των ιδιωτών (βλ. αποφάσεις Lidl Italia, σκέψη 37 ανωτέρω, EU:C:2005:528, σκέψη 23, και Sandström, σκέψη 37 ανωτέρω, EU:C:2010:184, σκέψη 43).

39      Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εμπεριστατωμένη γνώμη μέσω της οποίας υποβάλλει τις παρατηρήσεις της προκειμένου να προειδοποιήσει το κοινοποιούν κράτος μέλος για τα ενδεχόμενα εμπόδια στις συναλλαγές που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μη αναγκαίες και δυσανάλογες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό προδιαγραφές. Το κοινοποιούν κράτος μέλος έχει την ευχέρεια και όχι την υποχρέωση να τροποποιήσει το κοινοποιηθέν σχέδιο σε περίπτωση ασυμβατότητάς του με τους κανόνες της Συνθήκης. Εντούτοις, το κοινοποιούν κράτος μέλος πρέπει καταρχήν να αναφέρει τη συνέχεια που προτίθεται να δώσει στις εμπεριστατωμένες γνώμες στην Επιτροπή, η οποία σχολιάζει την εν λόγω αντίδραση (βλ. άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/34).

40      Στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή δικαιολόγησε την εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, κρίνοντας ότι η δημοσιοποίηση της επίμαχης εμπεριστατωμένης γνώμης κατά την περίοδο status quo θα μείωνε τη βούληση της Γαλλικής Δημοκρατίας να συνεργασθεί με την Επιτροπή σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και, επομένως, θα έθετε σε κίνδυνο τον σκοπό της αξιολογήσεως της Επιτροπής, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης (σκέψη 3, τέταρτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

41      Κατά την Επιτροπή, η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 τυγχάνει εφαρμογής στη διαδικασία που προβλέπει η οδηγία 98/34, καθώς η διάταξη αυτή καλύπτει τις δραστηριότητες έρευνας της Επιτροπής και, ειδικότερα, τις ασκούμενες στο πλαίσιο του ρόλου της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών (σκέψη 3, πέμπτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η θέση αυτή βασίσθηκε στην αναλογία μεταξύ, αφενός, της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 και, αφετέρου, της διαδικασίας λόγω παραβάσεως του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, και της διαδικασίας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (σκέψη 3, έκτο, έβδομο και όγδοο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

42      Επιπλέον, δεδομένου ότι η διαδικασία της οδηγίας 98/34 θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά του κοινοποιούντος κράτους μέλους, η δημοσιοποίηση της εμπεριστατωμένης γνώμης κατά τη διάρκεια της περιόδου status quo θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για τις μεταγενέστερες συζητήσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών (σκέψη 3, ένατο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

43      Ζητώντας την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο προσφεύγων, υποστηριζόμενος από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, υποστηρίζει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δεν τυγχάνει εφαρμογής στη διαδικασία που προβλέπει η οδηγία 98/34, καθότι αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί «έρευνα». Ο προσφεύγων προσθέτει ότι η αναλογία μεταξύ, αφενός, της διαδικασίας που προβλέπει η εν λόγω οδηγία και, αφετέρου, της διαδικασίας λόγω παραβάσεως και της διαδικασίας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, στην οποία βασίζεται η Επιτροπή προκειμένου να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, δεν υφίσταται.

44      Κατά τον προσφεύγοντα, το ουσιώδες χαρακτηριστικό μιας έρευνας έγκειται στο ότι αυτή μπορεί να περατωθεί με τη διαπίστωση ότι το πρόσωπο που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας ενήργησε ή προτίθεται να ενεργήσει κατά τρόπο αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης.

45      Ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι οι διαδικασίες «έρευνας» αποβλέπουν στην προετοιμασία της θεμελιώσεως δεσμευτικών αποφάσεων όσον αφορά την παραδεκτή από απόψεως του δικαίου της Ένωσης συμπεριφορά των αποδεκτών τους, και, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι τα όργανα που λαμβάνουν τις αποφάσεις διαθέτουν εξουσίες διεξαγωγής έρευνας.

46      Η Επιτροπή υποστηρίζει, αφενός, ότι η έρευνα είναι μια διαρθρωμένη διαδικασία που αποβλέπει στην αποσαφήνιση πραγματικών και νομικών στοιχείων καθώς και τον έλεγχο της συμβατότητάς τους με το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, ότι ο χαρακτήρας έρευνας της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 απορρέει από το γεγονός ότι η Επιτροπή εκδίδει εμπεριστατωμένη γνώμη όταν έχει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα σχεδίου τεχνικού κανόνα με το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να καλέσει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να παράσχει δικαιολογητικούς λόγους ή να συμμορφωθεί με το δίκαιο της Ένωσης.

47      Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η διαδικασία που προβλέπει η οδηγία 98/34 δεν συνιστά για τα κράτη μέλη μια απλή διαδικασία διαβουλεύσεως ή διαλόγου με την Επιτροπή, αλλά μια διαδικασία που παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Διευκρινίζει, συναφώς, ότι η Επιτροπή διενεργεί έρευνα όσον αφορά τη συμβατότητα εθνικού μέτρου με το δίκαιο της Ένωσης, η οποία καταλήγει στη λήψη θέσεως εκ μέρους της Επιτροπής ως προς το ζήτημα αυτό.

48      Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι ο κανονισμός 1049/2001, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 255, παράγραφος 2, EΚ, αποβλέπει, όπως προκύπτει από το άρθρο του 1, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 4, στο να παρασχεθεί στο κοινό το δικαίωμα μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 40).

49      Οσάκις ζητείται από την Επιτροπή να δημοσιοποιήσει έγγραφο, η Επιτροπή οφείλει να εκτιμά, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν το έγγραφο αυτό εμπίπτει στις απαριθμούμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, Συλλογή, EU:C:2008:374, σκέψη 35).

50      Το καθεστώς των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, και ιδίως η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου, βασίζεται σε μια στάθμιση αντιτιθέμενων συμφερόντων σε συγκεκριμένη κατάσταση, ήτοι, αφενός, των συμφερόντων που θα ευνοούνταν από τη δημοσιοποίηση των οικείων εγγράφων και, αφετέρου, των συμφερόντων που θα απειλούντο από τη δημοσιοποίηση αυτή. Η απόφαση που θα ληφθεί επί αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο ζήτημα ποιο είναι το συμφέρον που πρέπει να υπερισχύσει στη συγκεκριμένη περίπτωση (απόφαση LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, σκέψη 48 ανωτέρω, EU:C:2013:738, σκέψη 42).

51      Οι εξαιρέσεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συσταλτικώς (βλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Βάσει ακριβώς των ανωτέρω εκτιμήσεων πρέπει να εξετασθεί, εν προκειμένω, αν, όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία, η διαδικασία που προβλέπει η οδηγία 98/34 πρέπει να χαρακτηρισθεί έρευνα και αν η έκδοση της εμπεριστατωμένης γνώμης στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας από την Επιτροπή αποτελεί μέρος δραστηριότητας έρευνας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

53      Πρώτον, επισημαίνεται, συναφώς, ότι η έννοια της έρευνας καλύπτει τόσο το σύνολο των ερευνών που διενεργούνται από την αρμόδια αρχή για να αποδειχθεί η ύπαρξη της παραβάσεως όσο και τη διαδικασία με την οποία η διοίκηση συγκεντρώνει πληροφορίες και εξακριβώνει ορισμένα στοιχεία πριν λάβει απόφαση.

54      Περαιτέρω, είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34, η Επιτροπή μπορεί να αποφανθεί, με εμπεριστατωμένη γνώμη, ότι το σχέδιο τεχνικού κανόνα παρουσιάζει πτυχές που μπορούν ενδεχομένως να δημιουργήσουν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή την ελευθερία εγκαταστάσεως των φορέων παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς.

55      Εντούτοις, η εμπεριστατωμένη γνώμη που εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 δεν συνιστά διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας η διοίκηση συγκεντρώνει πληροφορίες και εξακριβώνει ορισμένα στοιχεία πριν εκδώσει την απόφασή της.

56      Πράγματι, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να συγκεντρώσει πληροφορίες πριν εκδώσει την εμπεριστατωμένη γνώμη.

57      Κατά την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 98/34, η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει τις αναγκαίες πληροφορίες πριν από τη θέσπιση τεχνικών διατάξεων και, προς τούτο, τα κράτη μέλη οφείλουν να της κοινοποιούν τα σχέδιά τους στον τομέα των τεχνικών κανονισμών. Επιπλέον, σκοπός της κοινοποιήσεως την οποία επιβάλλει το άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας συνίσταται στο να παρέχεται στην Επιτροπή η πληρέστερη δυνατή πληροφόρηση για κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα, όσον αφορά το περιεχόμενό του, το πεδίο του και το γενικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, προκειμένου να μπορεί να ασκήσει, όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά, τις εξουσίες που της απονέμει η οδηγία (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 7ης Μαΐου 1998, Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑145/97, Συλλογή, EU:C:1998:212, σκέψη 12 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58      Δεύτερον, αν βάσει των πληροφοριών που αποστέλλει το κοινοποιούν κράτος μέλος η Επιτροπή εξακριβώνει ορισμένα στοιχεία, δεν εκδίδει απόφαση, αλλά, ανά περίπτωση, εκδίδει γνώμη μη δεσμευτικού και μη οριστικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, η έκδοση εμπεριστατωμένης γνώμης είναι απλώς και μόνο το αποτέλεσμα της αναλύσεως του σχεδίου τεχνικού κανόνα της Επιτροπής, κατόπιν της οποίας η Επιτροπή κρίνει ότι το σχέδιο τεχνικού κανόνα παρουσιάζει πτυχές που μπορούν να δημιουργήσουν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων ή των υπηρεσιών ή στην ελευθερία εγκαταστάσεως των φορέων παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (βλ. άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/34). Επιπλέον, η εν λόγω εμπεριστατωμένη γνώμη δεν αποτυπώνει κατ’ ανάγκη την οριστική θέση της Επιτροπής, καθώς, μετά την έκδοσή της, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εκθέτει στην Επιτροπή τη συνέχεια που προτίθεται να δώσει στην εν λόγω εμπεριστατωμένη γνώμη και η Επιτροπή διατυπώνει σχετικώς τα σχόλιά της.

59      Επιπλέον, η εμπεριστατωμένη γνώμη την οποία εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 δεν αποτελεί το αποτέλεσμα διενεργούμενων από αρμόδια αρχή ερευνών για τη διαπίστωση παραβάσεως.

60      Ειδικότερα, τα σχέδια τεχνικού κανόνα είναι εκ της φύσεώς τους προπαρασκευαστικά κείμενα, δυνάμενα να εξελιχθούν και να τροποποιηθούν. Μέχρι να εγκριθούν οι εν λόγω τεχνικοί κανόνες, δεν μπορούν να παραβαίνουν τους κανόνες που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή την ελευθερία εγκαταστάσεως των φορέων παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς.

61      Συνεπώς, το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται η εμπεριστατωμένη γνώμη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει παραβιάσει το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον κατά την έκδοση της εμπεριστατωμένης γνώμης δυνάμει της οδηγίας 98/34, ο εθνικός τεχνικός κανόνας βρίσκεται απλώς στη φάση του σχεδίου (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2000, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑341/97, Συλλογή, EU:C:2000:434, σκέψεις 18 και 19). Τυχόν αντίθετη θέση θα είχε ως συνέπεια να συνιστά η εμπεριστατωμένη γνώμη όχληση υπό αίρεση, η υπόσταση της οποίας θα εξηρτάτο από τη συνέχεια την οποία επιφυλάσσει στη γνώμη αυτή το οικείο κράτος μέλος. Οι επιταγές της ασφάλειας δικαίου, οι οποίες είναι συμφυείς με κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει σε ένδικη διαφορά, δεν επιτρέπουν μια τέτοια αβεβαιότητα (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογίαν, προαναφερθείσα διάταξη Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, EU:C:2000:434, σκέψη 20).

62      Το γεγονός ότι η οδηγία 98/34 προβλέπει ότι τόσο η Επιτροπή όσο και τα λοιπά κράτη μέλη μπορούν να εκδίδουν εμπεριστατωμένη γνώμη όσον αφορά σχέδιο τεχνικού κανόνα του κοινοποιούντος κράτους μέλους επιβεβαιώνει ότι η έκδοση εμπεριστατωμένης γνώμης από την Επιτροπή δεν αποτελεί μέρος δραστηριότητας έρευνας διενεργούμενης από την αρμόδια αρχή για τη διαπίστωση παραβάσεως. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη μπορούν να καταγγέλλουν παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από άλλο κράτος μέλος, αλλά δεν μπορούν να εκδίδουν αιτιολογημένη γνώμη με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει επισήμως την —κατ’ αυτήν— ύπαρξη παραβάσεως. Η εμπεριστατωμένη γνώμη, είτε εκδίδεται από την Επιτροπή είτε από κράτος μέλος, είναι μια μορφή καταγγελίας ενδεχόμενης ασυμβατότητας μεταξύ του σχεδίου τεχνικού κανόνα και του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελευθερίας εγκαταστάσεως των φορέων παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς.

63      Ως εκ τούτου, η εμπεριστατωμένη γνώμη που εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 δεν αποτελεί δραστηριότητα έρευνας, καθόσον δεν συνιστά απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση, στον βαθμό που πρόκειται περί μιας πρώτης, προσωρινής και γνωμοδοτικού χαρακτήρα θέσεως της Επιτροπής, βασισμένης στην ανάλυση κοινοποιηθέντος σχεδίου τεχνικού κανόνα, και καταλείπουσας, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα στο κοινοποιούν κράτος μέλος να τροποποιήσει το εν λόγω σχέδιο πριν την έγκρισή του.

64      Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι η εμπεριστατωμένη γνώμη που εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 συνιστά δραστηριότητα έρευνας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

65      Για τους λόγους που αναφέρθηκαν στις ως άνω σκέψεις 55 και 59, η κατ’ αναλογία προσέγγιση της Επιτροπής με την οποία αυτή επιδιώκει να εξομοιώσει τη διαδικασία που προβλέπει η οδηγία 98/34 με τη διαδικασία λόγω παραβάσεως και τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, ή να τις συγκρίνει, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση προσβάσεως στην επίμαχη εμπεριστατωμένη γνώμη, καθόσον, κατόπιν των εν λόγω διαδικασιών, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση περατώνουσα ενδελεχή έρευνα, ενδεχομένως, διά της διαπιστώσεως της παραβιάσεως των υποχρεώσεων κράτους μέλους ή διά της διαπιστώσεως του ασυμβίβαστου χαρακτήρα της ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά.

66      Όσον αφορά τα επιχειρήματα που προβάλλει η Επιτροπή κατά τα οποία ενδεχόμενη δημοσιοποίηση της επίμαχης εμπεριστατωμένης γνώμης κατά τη διάρκεια της περιόδου status quo θα περιόριζε τη διάθεση της Γαλλικής Δημοκρατίας να συνεργασθεί με την Επιτροπή σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και, επομένως, θα έθετε σε κίνδυνο τον σκοπό της εκ μέρους της Επιτροπής αξιολογήσεως, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης (βλ. σκέψη 3, τέταρτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως), επιβάλλονται οι ακόλουθες παρατηρήσεις.

67      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 98/34, η κοινοποίηση των σχεδίων τεχνικών κανόνων και η αξιολόγησή τους αποβλέπουν στην καθιέρωση συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ των ίδιων των κρατών μελών, προκειμένου να καθίσταται δυνατός ο εντοπισμός των ενδεχόμενων εμποδίων στις συναλλαγές και να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται είτε ότι τα εν λόγω μέτρα δεν θα τεθούν σε ισχύ είτε ότι είναι σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International, C‑194/94, Συλλογή, EU:C:1996:172, σκέψεις 40, 41 και 50).

68      Εντούτοις, η Επιτροπή εσφαλμένως συνάγει από τον σκοπό συνεργασίας της με τα κράτη μέλη καθώς και της συνεργασίας μεταξύ των ίδιων των κρατών μελών, τον οποίο προβλέπει η οδηγία 98/34, το συμπέρασμα ότι η δημοσιοποίηση της επίμαχης εμπεριστατωμένης γνώμης κατά την περίοδο status quo θα μείωνε τη βούληση της Γαλλικής Δημοκρατίας να συνεργασθεί με την Επιτροπή σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και, επομένως, θα έθετε σε κίνδυνο τον σκοπό της εκ μέρους της Επιτροπής αξιολογήσεως, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης (βλ. σκέψη 3, τέταρτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

69      Πράγματι, επιβάλλεται καταρχάς η επισήμανση ότι η οδηγία 98/34 επιβάλλει στα κράτη μέλη που προτίθενται να θεσπίζουν τεχνικούς κανόνες οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας συνεργασία τόσο με την Επιτροπή όσο και με τα λοιπά κράτη μέλη.

70      Στην πράξη, κατά τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 98/34, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, πρώτον, να κοινοποιούν όλα τα σχέδια τεχνικών κανόνων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, δεύτερον, να αναβάλλουν την έγκριση των εν λόγω σχεδίων τουλάχιστον κατά τρεις μήνες και, τρίτον, όταν η Επιτροπή εκδίδει εμπεριστατωμένη γνώμη, να της εκθέτουν τη συνέχεια που προτίθενται να δώσουν στην εν λόγω εμπεριστατωμένη γνώμη.

71      Επομένως, η συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, η οποία συνίσταται στην ανακοίνωση και τη γνωστοποίηση της προθέσεώς του όσον αφορά τις εμπεριστατωμένες γνώμες, δεν επαφίεται στη βούληση συνεργασίας του κοινοποιούντος κράτους μέλους, αλλά επιβάλλεται από την οδηγία 98/34, κατά συνέπεια, ενδεχόμενη δημοσιοποίηση εμπεριστατωμένης γνώμης της Επιτροπής δεν μπορεί καταρχήν να επηρεάσει την εν λόγω βούληση συνεργασίας του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους στο πλαίσιο της διαδικασίας κοινοποιήσεως.

72      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι η εμπεριστατωμένη γνώμη που εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 είναι στοιχείο που λαμβάνει υπόψη ο εθνικός νομοθέτης κατά την έγκριση του σχεδίου τεχνικού κανόνα. Κατά πάγια νομολογία, η δυνατότητα των πολιτών να γνωρίζουν τις βάσεις της νομοθετικής δράσεως συνιστά προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις Suède και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 49 ανωτέρω, EU:C:2008:374, σκέψη 46, και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Access Info Europe, C‑280/11 P, EU:C:2013:671, σκέψη 33). Συναφώς, η ανάγκη να διασφαλίζεται η βούληση συνεργασίας του κοινοποιούντος κράτους μέλους με την Επιτροπή σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης δεν συνιστά θεμιτό λόγο περιορισμού της διαφάνειας κατά τη διαδικασία εγκρίσεως τεχνικού κανόνα.

73      Τρίτον, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34, η εμπεριστατωμένη γνώμη της Επιτροπής όσον αφορά κοινοποιηθέν σε αυτή σχέδιο τεχνικού κανόνα εκδίδεται σε στάδιο προγενέστερο της εγκρίσεως του εν λόγω τεχνικού κανόνα.

74      Δεν μπορεί να τεκμαίρεται ότι, σε περίπτωση δημοσιοποιήσεως εμπεριστατωμένης γνώμης εκδοθείσας από την Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34, θα μειωνόταν η βούληση κράτους μέλους να συνεργασθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η εν λόγω οδηγία. Ειδικότερα, πέραν του γεγονότος ότι το κοινοποιούν κράτος μέλος υποχρεούται να συνεργάζεται βάσει της οδηγίας 98/34 (βλ. ως άνω σκέψεις 68 έως 70), επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η δημοσιοποίηση εμπεριστατωμένης γνώμης συνιστά παρότρυνση προς το εν λόγω κράτος μέλος να τη λάβει δεόντως υπόψη. Πράγματι, δεδομένου ότι δημοσιοποιούνται ενδεχόμενες ασυμβατότητες της εν λόγω εμπεριστατωμένης γνώμης με το δίκαιο της Ένωσης, το εν λόγω κράτος μέλος υποχρεούται κατά μείζονα λόγο να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους ο προβλεπόμενος τεχνικός κανόνας δεν δημιουργεί εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή την ελευθερία εγκαταστάσεως των φορέων παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς ή να τροποποιήσει το σχέδιο τεχνικού κανόνα προκειμένου να το καταστήσει σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης.

75      Συνεπώς, η δημοσιοποίηση εμπεριστατωμένης γνώμης κατά την περίοδο status quo, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, καθιστά δυνατή την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής, του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και των λοιπών κρατών μελών.

76      Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όταν το οικείο θεσμικό όργανο αποφασίζει να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο, οφείλει καταρχήν να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν το κατά ποιον τρόπο η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό είναι ικανή να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύει η εξαίρεση του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 την οποία επικαλείται το θεσμικό αυτό όργανο (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑167/10, EU:T:2012:651, σκέψη 64). Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν απέδειξε, συγκεκριμένα και ουσιαστικά, κατά ποιον τρόπο η δημοσιοποίηση της εμπεριστατωμένης γνώμης κατά την περίοδο status quo θα περιόριζε τη διάθεση της Γαλλικής Δημοκρατίας να συνεργασθεί με την Επιτροπή. Το επιχείρημα που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά το οποίο δεν πρέπει να υποτιμάται ο αποσταθεροποιητικός ρόλος της δημοσιοποιήσεως των ενδεχόμενων αιτιάσεων της Επιτροπής όσον αφορά το κοινοποιηθέν σχέδιο τεχνικού κανόνα πριν δοθεί στο κράτος μέλος η ευκαιρία να απαντήσει σε αυτές, δεν ευσταθεί. Η Γαλλική Δημοκρατία δεν διευκρίνισε, ιδίως, ποια αρχή θα αποσταθεροποιούνταν αδικαιολόγητα συνεπεία της δημοσιοποιήσεως της γνώμης της Επιτροπής όσον αφορά τη συμβατότητα σχεδίου τεχνικού κανόνα με ορισμένες πτυχές του δικαίου της Ένωσης.

77      Τέλος, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ούτε το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η δημοσιοποίηση της εκδοθείσας στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 εμπεριστατωμένης γνώμης κατά την περίοδο status quo θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για τις μεταγενέστερες συζητήσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών (σκέψη 3, ένατο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως), στον βαθμό που η εν λόγω διαδικασία θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά του κοινοποιούντος κράτους μέλους.

78      Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι η φύση του ελέγχου που διεξάγει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας της οδηγίας 98/34 διαφέρει ουσιωδώς από τον διεξαγόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως. Η διαδικασία κοινοποιήσεως που καθιερώνει η οδηγία 98/34 αποτελεί παράδειγμα ελέγχου ex ante, ο οποίος αποβλέπει στο να διασφαλίσει ότι τα σχέδια τεχνικών κανόνων που εγκρίνουν τα κράτη μέλη είναι σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Επιβάλλεται, συναφώς, η υπόμνηση ότι η Επιτροπή αποφασίζει να εκδώσει εμπεριστατωμένη γνώμη μόνο σε περίπτωση που το σχεδιαζόμενο εθνικό μέτρο θα μπορούσε ενδεχομένως να δημιουργήσει εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή την ελευθερία εγκαταστάσεως των φορέων παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, προκειμένου να τα εξαλείψει εν τη γενέσει τους. Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας, δεν μπορεί να προσαφθεί στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος παράβαση του δικαίου της Ένωσης, καθόσον αυτό καθεαυτό το αντικείμενο της εν λόγω διαδικασίας είναι η πρόληψη των ενδεχόμενων περιπτώσεων ασύμβατου μεταξύ του σχεδίου τεχνικού κανόνα και του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, η θέση της Επιτροπής δεν μπορεί να θεωρηθεί δεσμευτική ούτε αποβλέπει στον κολασμό συγκεκριμένης συμπεριφοράς.

79      Αντιθέτως, η διαδικασία λόγω παραβάσεως είναι ένα κλασικό παράδειγμα ελέγχου ex post, που συνίσταται στον έλεγχο των εθνικών μέτρων μετά τη λήψη τους από τα κράτη μέλη και η οποία αποσκοπεί στην αποκατάσταση της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα S. Alber στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑230/99, Συλλογή, EU:C:2000:603, σημείο 28). Είναι ασφαλώς αληθές ότι η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία προβλέπει επιπλέον ένα στάδιο διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους. Εντούτοις, σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι ο φιλικός διακανονισμός της διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής και του εν λόγω κράτους μέλους και, σε περίπτωση που το εγχείρημα αποτύχει, να επιληφθεί το Δικαστήριο ένδικης διαφοράς σχετικής με την ασυμβατότητα εθνικού μέτρου που έχει τεθεί σε ισχύ και παράγει έννομα αποτελέσματα στην εσωτερική αγορά με το δίκαιο της Ένωσης.

80      Συναφώς, σκόπιμο είναι να υπομνησθεί ότι η εμπεριστατωμένη γνώμη που εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 δεν συνιστά προειδοποιητική επιστολή, καθόσον δεν υπάρχει επισήμως ένδικη διαφορά μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους στο συγκεκριμένο στάδιο της εν λόγω διαδικασίας. Ειδικότερα, δεδομένου ότι ο τεχνικός κανόνας βρίσκεται απλώς στη φάση σχεδίου, ενδεχόμενο ασύμβατό του με το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο επισημαίνει η Επιτροπή σε τέτοιου είδους εμπεριστατωμένη γνώμη, δεν έχει αποδειχθεί και, υπ’ αυτή την έννοια, είναι απλώς και μόνο υποθετική.

81      Επιπλέον, η θέση που εκφράζει η Επιτροπή στην εκδοθείσα στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 εμπεριστατωμένη γνώμη είναι προσωρινή, καθόσον, δυνάμει του άρθρου 9 της εν λόγω οδηγίας, πρόκειται περί μιας πρώτης λήψεως θέσεως της Επιτροπής όσον αφορά πτυχές που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή την ελευθερία εγκαταστάσεως των φορέων παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς και συνιστά την απαρχή ενός διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους (βλ. άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/34). Ο προσωρινός χαρακτήρας της εμπεριστατωμένης γνώμης αποκλείει το ενδεχόμενο αυτή να αποβεί επιζήμια για τυχόν μεταγενέστερες συζητήσεις στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως. Ειδικότερα, η διαδικασία λόγω παραβάσεως προϋποθέτει καταρχάς ότι η Επιτροπή λαμβάνει επίσημη θέση με την προειδοποιητική επιστολή. Ενόσω η θέση της Επιτροπής δεν είναι επίσημη, είναι αδύνατο να αποβεί επιζήμια για τη διαπραγμάτευση.

82      Εξάλλου, η Επιτροπή δεν εξέθεσε για ποιον λόγο το γεγονός ότι η προειδοποιητική επιστολή στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως αναπαράγει παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης παρεμφερείς με τις περιεχόμενες στην εμπεριστατωμένη γνώμη που αυτή εκδίδει στο πλαίσιο της διαδικασίας την οποία προβλέπει η οδηγία 98/34 μεταβάλλει τη φύση και τη διεξαγωγή της διαδικασίας λόγω παραβάσεως και αποβαίνει επιζήμια για τις ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί, συναφώς, ότι η δημοσιοποίηση εμπεριστατωμένης γνώμης δεν επιτρέπει σε τρίτους ως προς τη διαδικασία λόγω παραβάσεως, όπως ο προσφεύγων, να αποκτήσουν γνώση του περιεχομένου της προειδοποιητικής επιστολής. Ο προσφεύγων μπορεί απλώς να εικάσει το περιεχόμενό της βασιζόμενος στην εμπεριστατωμένη γνώμη. Εντούτοις, οι εικασίες τρίτου ως προς τη διαδικασία λόγω παραβάσεως δεν είναι ικανές να τροποποιήσουν τη φύση, το αντικείμενο και τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης διαδικασίας. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν εξέθεσε τον λόγο για τον οποίο ενδεχόμενες εικασίες τρίτων όσον αφορά τη θέση της σχετικά με το ασύμβατο τεχνικού κανόνα με το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελευθερίας εγκαταστάσεως των φορέων παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς θα απέβαιναν επιζήμιες για τις διαπραγματεύσεις της Επιτροπής με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

83      Εκ των προαναφερθέντων συνάγεται το συμπέρασμα ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της και του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε, εμπεριστατωμένη γνώμη που εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 δεν συνιστά δραστηριότητα έρευνας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, επικαλούμενη το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 προκειμένου να αρνηθεί τη δημοσιοποίηση της επίμαχης εμπεριστατωμένης γνώμης, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

84      Επικουρικώς, πρέπει να τονισθεί ότι, ακόμη και στην περίπτωση που η εμπεριστατωμένη γνώμη την οποία εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 αποτελεί μέρος δραστηριότητας έρευνας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, η εξαίρεση που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη δεν αποσκοπεί στην προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας αυτών καθαυτές αλλά στην προστασία του σκοπού των εν λόγω δραστηριοτήτων (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑391/03 και T‑70/04, Συλλογή, EU:T:2006:190, σκέψη 52, και της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑59/09, EU:T:2012:75, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι σκοπός της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 και, ειδικότερα, σκοπός της εμπεριστατωμένης γνώμης που εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας είναι να αποτραπεί η έγκριση από τον εθνικό νομοθέτη τεχνικού κανόνα που δημιουργεί εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή την ελευθερία εγκαταστάσεως των φορέων παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (βλ. ως άνω σκέψη 37).

86      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον η δημοσιοποίηση εμπεριστατωμένης γνώμης εκδοθείσας από την Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 κατά την περίοδο status quo μπορεί να θίξει τον σκοπό που αναφέρθηκε στην ως άνω σκέψη 85.

87      Επιβάλλεται η επισήμανση ότι η δημοσιοποίηση εμπεριστατωμένης γνώμης της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 κατά την περίοδο status quo δεν θίγει κατ’ ανάγκη τον σκοπό της εν λόγω διαδικασίας. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η Επιτροπή δημοσιοποιεί εμπεριστατωμένη γνώμη βάσει της οποίας πτυχές του σχεδίου τεχνικού κανόνα που μπορούν ενδεχομένως να δημιουργήσουν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή την ελευθερία εγκαταστάσεως των φορέων παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (βλ. άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/34) δεν θέτει σε κίνδυνο τον σκοπό που συνίσταται στην έγκριση εθνικού τεχνικού κανόνα σύμφωνου με το δίκαιο της Ένωσης. Αντιθέτως, τέτοιου είδους δημοσιοποίηση θεωρείται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ως επιπρόσθετο κίνητρο για τη διασφάλιση της συμφωνίας του τεχνικού κανόνα του με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που διέπουν τις προαναφερθείσες θεμελιώδεις ελευθερίες.

88      Για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν στις ως άνω σκέψεις 67 έως 82, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής και της Γαλλικής Δημοκρατίας τα οποία βασίζονται στον κίνδυνο ήσσονος συνεργασίας των κρατών μελών με την Επιτροπή και την παρακώλυση ενδεχόμενης διαδικασίας λόγω παραβάσεως σε περίπτωση δημοσιοποιήσεως της εμπεριστατωμένης γνώμης.

89      Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον με αυτήν απορρίφθηκε η πρόσβαση στην επίμαχη εμπεριστατωμένη γνώμη, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

90      Επομένως, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αν, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της επίμαχης εμπεριστατωμένης γνώμης, η Επιτροπή μπορούσε να βασισθεί κατά την περίοδο status quo σε γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η δημοσιοποίηση της εν λόγω γνώμης θίγει τους σκοπούς δραστηριότητας έρευνας, όπως επίσης παρέλκει η εξέταση του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

91      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του προσφεύγοντος.

92      Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά συνέπεια, η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2012, με την οποία απορρίφθηκε κατά την περίοδο status quo η πρόσβαση στην εμπεριστατωμένη της γνώμη όσον αφορά προσχέδιο αποφάσεως σχετικά με το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις υποβολής της ετήσιας δηλώσεως ουσιών σε νανοσωματιδιακή μορφή (2011/673/F), που της κοινοποιήθηκε από τις γαλλικές αρχές, κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 98/34/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/EΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998.

2)      Η Επιτροπή φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Carl Schlyter.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Απριλίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.