Language of document : ECLI:EU:C:2024:409

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 16ης Μαΐου 2024 (1)

Υπόθεση C185/23

protectus s.r.o., πρώην BONUL s.r.o.,

κατά

Výbor Národnej rady Slovenskej republiky na preskúmavanie rozhodnutí Národného bezpečnostného úradu

[αίτηση του Najvyšší správny súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Απόφαση 2013/488/ΕE – Διαβαθμισμένες πληροφορίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Εξουσιοδότηση ασφαλείας φορέα – Ανάκληση της εξουσιοδοτήσεως – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Πρόσβαση στον φάκελο – Άρθρο 51 – Εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης»






I.      Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της αποφάσεως 2013/488/ΕΕ του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (2), καθώς και του άρθρου 47 και του άρθρου 51, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3).

2.        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της protectus s.r.o., πρώην BONUL s.r.o. (στο εξής: protectus ή προσφεύγουσα της κύριας δίκης), και της Výbor Národnej rady Slovenskej republiky na preskúmavanie rozhodnutí Národného bezpečnostného úradu (επιτροπής του Εθνικού Συμβουλίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας για την επανεξέταση των αποφάσεων της εθνικής υπηρεσίας ασφαλείας) (στο εξής: επιτροπή) σχετικά με την απόρριψη από την τελευταία της προσφυγής που άσκησε η protectus κατά της αποφάσεως της Národný bezpečnostný úrad (εθνικής υπηρεσίας ασφαλείας, Σλοβακία) (στο εξής: ΕΥΑ) να ακυρώσει τη βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας της και, κατόπιν της ακυρώσεως αυτής, να ανακαλέσει το πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας της.

3.        Σύμφωνα με το σλοβακικό δίκαιο, σκοπός της βεβαιώσεως βιομηχανικής ασφαλείας είναι να επιτραπεί σε πρόσωπο η πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες δυνάμει του εθνικού δικαίου. Το πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας παρέχει σε πρόσωπο πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΔΠΕΕ).

4.        Η απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας που είχε λάβει η protectus ελήφθη με την αιτιολογία ότι είχε αποδειχθεί κίνδυνος ασφαλείας που αφορούσε την επιχείρηση με βάση, εν μέρει, διαβαθμισμένες πληροφορίες. Επιπλέον, η ΕΥΑ έκρινε, με την απόφαση αυτή, ότι η ακύρωση της βεβαιώσεως συνεπαγόταν κατ’ ανάγκην την ακύρωση του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας της, στο μέτρο που το εθνικό δίκαιο συνδέει τα δύο αυτά είδη εξουσιοδοτήσεων ασφαλείας.

5.        Ο τομέας των ΔΠΕΕ δεν διέπεται ακόμη από νομοθεσία οριζόντιας εφαρμογής στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά από αποφάσεις των επιμέρους θεσμικών οργάνων της Ένωσης (4). Επιπλέον, η προστασία των ΔΠΕΕ ρυθμίζεται από το δίκαιο της Ένωσης μόνον εν μέρει και σε περιορισμένο βαθμό. Εν προκειμένω, το δίκαιο της Ένωσης βασίζεται στα ήδη υφιστάμενα εθνικά συστήματα προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών βάσει ισοδύναμου επιπέδου προστασίας.

6.        Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένως επί της σταθμίσεως που πρέπει να γίνεται μεταξύ του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και των συμφερόντων των οποίων γίνεται επίκληση προκειμένου να δικαιολογηθεί η μη γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών, ιδίως όταν τα συμφέροντα αυτά αφορούν την εθνική ασφάλεια. Ωστόσο, είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο καλείται να παράσχει διευκρινίσεις επί της σταθμίσεως αυτής σε σχέση με ΔΠΕΕ.

7.        Απαντώντας στα ερωτήματα που υπέβαλε το Najvyšší správny súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) προκειμένου να σκιαγραφηθούν τα όρια της σταθμίσεως αυτής, θα υποστηρίξω την ακόλουθη θέση.

8.        Πρώτον, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι, όταν εθνικό δικαστήριο καλείται να ελέγξει τη νομιμότητα αποφάσεως με την οποία ανακαλείται από πρόσωπο εξουσιοδότηση ασφαλείας η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνει γνώση ΔΠΕΕ, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως 2013/488, μια τέτοια κατάσταση συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Επομένως, ο Χάρτης είναι, κατά τη γνώμη μου, εφαρμοστέος στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

9.        Δεύτερον, θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που προέβαλε η πλειονότητα των μετεχόντων στην παρούσα διαδικασία προκειμένου να υποστηριχθεί ότι το άρθρο 47 του Χάρτη δεν είναι εφαρμοστέο στις επίμαχες στην κύρια δίκη περιστάσεις. Επί της ουσίας της υποθέσεως, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους θεωρώ, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τομέα της προστασίας των ΔΠΕΕ, ότι η σλοβακική νομοθεσία προβλέπει επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των προσώπων των οποίων ανακαλείται η εξουσιοδότηση ασφαλείας.

10.      Τρίτον, θα διευκρινίσω ότι οι εγγυήσεις που απορρέουν από το άρθρο 47 του Χάρτη δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να συνεπάγονται ότι το δικαστήριο, στο οποίο απόκειται να ελέγξει τη νομιμότητα αποφάσεως περί ανακλήσεως εξουσιοδοτήσεως ασφαλείας στηριζόμενης εν μέρει σε διαβαθμισμένες πληροφορίες, πρέπει να διαθέτει την εξουσία να επιτρέπει την πρόσβαση του προσώπου το οποίο αφορά η απόφαση στον φάκελο της εθνικής αρχής ασφαλείας που περιέχει τέτοιες πληροφορίες.

II.    Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11.      Στις 6 Σεπτεμβρίου 2018 η ΕΥΑ χορήγησε στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας με την οποία της επέτρεπε να λαμβάνει γνώση διαβαθμισμένων πληροφοριών επιπέδου «Άκρως απόρρητο», να διαβιβάζει διαβαθμισμένες πληροφορίες επιπέδου «Απόρρητο» σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή καθώς και να παράγει διαβαθμισμένες πληροφορίες επιπέδου «Απόρρητο». Επιπλέον, κατόπιν αιτήσεως της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, η ΕΥΑ της χορήγησε στις 15 Νοεμβρίου 2018 πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας για το επίπεδο SECRET UE/EU SECRET.

12.      Στη συνέχεια, περιήλθαν εις γνώση της ΕΥΑ μη διαβαθμισμένες πληροφορίες από τις οποίες προέκυπτε, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ή μέλη του διοικητικού της συμβουλίου αποτελούσαν αντικείμενο ποινικής έρευνας, ότι είχε συνάψει συμβάσεις με εταιρίες που αποτελούσαν αντικείμενο τέτοιας έρευνας, ότι είχε καταβάλει στις εταιρίες αυτές ασυνήθη ποσά και ότι υπήρχαν υπόνοιες για την ύπαρξη δεσμών μεταξύ του προσωπικού της και άλλης εταιρίας με την οποία είχε συμμετάσχει σε διαγωνισμούς, οπότε οι δύο εταιρίες είχαν υποβάλει προσφορά υπό κοινό έλεγχο.

13.      Η ΕΥΑ έλαβε επίσης περαιτέρω πληροφορίες που περιλαμβάνονταν σε έγγραφα τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως διαβαθμισμένα αποδεικτικά έγγραφα.

14.      Η ΕΥΑ παρέσχε στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί ορισμένων πληροφοριών, όχι όμως επί των επιμέρους διαβαθμισμένων αποδεικτικών εγγράφων και των περιεχομένων σε αυτά πληροφοριών.

15.      Με απόφαση της 25ης Αυγούστου 2020, η ΕΥΑ ακύρωσε τη βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας και το πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας της προσφεύγουσας της κύριας δίκης. Η ακύρωση της βεβαιώσεως στηριζόταν στη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης παρουσίαζε κίνδυνο για την ασφάλεια λόγω της διατηρήσεως εμπορικών δεσμών ικανών να βλάψουν τα συμφέροντα της Σλοβακικής Δημοκρατίας στον τομέα της ασφαλείας και λόγω δραστηριότητας κατά των οικονομικών συμφερόντων του εν λόγω κράτους μέλους. Στην αιτιολογία της αποφάσεως, η ΕΥΑ παρέπεμψε, αφενός, σε μη διαβαθμισμένες πληροφορίες τις οποίες εξέθεσε λεπτομερώς και, αφετέρου, σε διαβαθμισμένες πληροφορίες των οποίων το περιεχόμενο δεν προσδιόρισε. Με την εν λόγω απόφαση, η ΕΥΑ διευκρίνισε επίσης ότι η ακύρωση της βεβαιώσεως βιομηχανικής ασφαλείας συνεπαγόταν την ακύρωση του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας, στο μέτρο που η εγκυρότητα του πιστοποιητικού εξαρτάται από την εγκυρότητα της βεβαιώσεως.

16.      Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της ΕΥΑ ενώπιον της επιτροπής. Προς στήριξη της προσφυγής της, υποστήριξε κυρίως ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να μελετήσει τον φάκελο της ΕΥΑ ούτε να λάβει γνώση του περιεχομένου των διαβαθμισμένων αποδεικτικών εγγράφων. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης αμφισβήτησε επίσης τις διαπιστώσεις της ΕΥΑ, στο μέτρο που στηρίζονταν σε μη διαβαθμισμένες πληροφορίες.

17.      Με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 2020, η επιτροπή απέρριψε την προσφυγή.

18.      Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας).

19.      Με την προσφυγή αυτή, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι τα διαδικαστικά δικαιώματά της να λάβει γνώση του περιεχομένου του φακέλου δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο απόλυτου περιορισμού απλώς και μόνο με την ασαφή αιτιολογία ότι επρόκειτο για διαβαθμισμένες πληροφορίες. Επικρίνει επίσης το γεγονός ότι ο διευθυντής της ΕΥΑ αρνήθηκε, προβάλλοντας αιτιολογία ιδιαιτέρως ασαφή, να χορηγήσει στον δικηγόρο της πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες. Αμφισβητεί επίσης τις διάφορες πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις επί τη βάσει των οποίων η ΕΥΑ και η επιτροπή στήριξαν το συμπέρασμά τους ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης παρουσίαζε κίνδυνο για την ασφάλεια.

20.      Μετά την άσκηση της εν λόγω προσφυγής, η αρμοδιότητα για την εξέτασή της μεταφέρθηκε στο Najvyšší správny súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας). Στις 28 Σεπτεμβρίου 2022 η ΕΥΑ διαβίβασε στο εν λόγω δικαστήριο το σύνολο του φακέλου, συμπεριλαμβανομένων των διαβαθμισμένων αποδεικτικών εγγράφων. Με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2022, ο πρόεδρος του τμήματος που επιλήφθηκε της προσφυγής απέκλεισε τα εν λόγω διαβαθμισμένα τμήματα από το περιεχόμενο της δικογραφίας του οποίου μπορεί κανείς να λάβει γνώση.

21.      Την ίδια ημέρα, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας της κύριας δίκης υπέβαλε αίτηση στο δικαστήριο να του επιτραπεί να λάβει γνώση των διαβαθμισμένων αποδεικτικών εγγράφων που διαβίβασε η ΕΥΑ. Με έγγραφο της 5ης Οκτωβρίου 2022, ο πρόεδρος του τμήματος που επιλήφθηκε της προσφυγής απέρριψε την αίτηση, ζητώντας ταυτοχρόνως από την ΕΥΑ να εξετάσει το ενδεχόμενο να επιτρέψει την κοινοποίηση των εν λόγω αποδεικτικών εγγράφων στον ως άνω δικηγόρο. Με έγγραφο της 25ης Νοεμβρίου 2022, η ΕΥΑ επέτρεψε μόνον την κοινοποίηση δύο διαβαθμισμένων αποδεικτικών εγγράφων. Αντιθέτως, δεν χορήγησε άδεια για την κοινοποίηση των λοιπών επίμαχων διαβαθμισμένων αποδεικτικών εγγράφων, με την αιτιολογία ότι η κοινοποίηση θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη γνωστοποίηση πηγών πληροφοριών και να θέσει σε κίνδυνο τις έρευνες που διεξάγονταν σχετικά με την προσφεύγουσα της κύριας δίκης. Με έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2023, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας της κύριας δίκης υπέβαλε εκ νέου αίτηση να του επιτραπεί να λάβει γνώση του συνόλου των διαβαθμισμένων αποδεικτικών εγγράφων, επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, το άρθρο 47 του Χάρτη, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ. (5).

22.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο Χάρτης είναι εφαρμοστέος στην υπόθεση της κύριας δίκης.

23.      Συναφώς, υπογραμμίζει, ειδικότερα, ότι οι προϋποθέσεις εγκυρότητας του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας καθορίζονται από το σλοβακικό δίκαιο, το οποίο συνδέει την εγκυρότητα ενός τέτοιου πιστοποιητικού με την εγκυρότητα βεβαιώσεως βιομηχανικής ασφαλείας, χωρίς να ρυθμίζει λεπτομερέστερα τον χειρισμό των ΔΠΕΕ ούτε την πρόσβαση σε αυτές. Επισημαίνει, εντούτοις, ότι η απόφαση 2013/488 επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένες υποχρεώσεις όσον αφορά την εξουσιοδότηση των εργολάβων, οι οποίοι ορίζονται, στο προσάρτημα Α της αποφάσεως, ως όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν νομική ικανότητα ανάληψης συμβάσεων. Ως εκ τούτου, οι εθνικές αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εν λόγω απόφαση κατά την έκδοση ή την ανάκληση των πιστοποιητικών βιομηχανικής ασφαλείας. Το γεγονός ότι ορισμένες διατάξεις της αποφάσεως 2013/488 παραπέμπουν στις εθνικές διατάξεις βάσει των οποίων πρέπει να ενεργούν οι εθνικές αρχές δεν επηρεάζει τη διαπίστωση αυτή, στο μέτρο που τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν την απόφαση αυτή χρησιμοποιώντας τα μέσα και τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου.

24.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, επιπλέον, ότι το γεγονός ότι η εφαρμοστέα σλοβακική ρύθμιση δεν θεσπίστηκε προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή συγκεκριμένης πράξεως του δικαίου της Ένωσης και ότι συνδέει την εγκυρότητα του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας με εθνική βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας δεν σημαίνει ότι η εφαρμογή της ρυθμίσεως αυτής δεν μπορεί να συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι ο έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως τον οποίο πρέπει να διενεργήσει μπορεί να συνιστά περίπτωση στην οποία κράτος μέλος εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης και ότι ούτε η νομική βάση της αποφάσεως 2013/488 ούτε το άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ δύνανται να αποκλείσουν την εφαρμογή του Χάρτη.

25.      Σε περίπτωση που ο Χάρτης είναι εφαρμοστέος στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η σλοβακική νομοθεσία και πρακτική σχετικά με τις διαβαθμισμένες πληροφορίες είναι συμβατές με το άρθρο 47 του Χάρτη.

26.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, πρόσβαση στις διαβαθμισμένες πληροφορίες έχουν, χωρίς περιορισμό, οι δικαστές που καλούνται να αποφανθούν επί προσφυγών κατά αποφάσεων που στηρίζονται στις πληροφορίες αυτές. Ο δε δικηγόρος προσφεύγοντος μπορεί να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές μόνον αφού λάβει την άδεια της αρχής που προσδιόρισε τις επίμαχες διαβαθμισμένες πληροφορίες, χωρίς η άρνηση χορηγήσεως της άδειας αυτής να μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά. Επιπλέον, ο δικηγόρος οφείλει να τηρεί τον εμπιστευτικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γνωστοποιήσει στον πελάτη του το περιεχόμενο των διαβαθμισμένων πληροφοριών στις οποίες απέκτησε ενδεχομένως πρόσβαση.

27.      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο να συναχθεί από την απόφαση Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság κ.λπ. το αν η εν λόγω ρύθμιση είναι συμβατή με το άρθρο 47 του Χάρτη. Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (6), ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 45, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής και υπό το πρίσμα της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης σχετικά με το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι όταν απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή περί ανακλήσεως του καθεστώτος διεθνούς προστασίας στηρίζεται σε πληροφορίες των οποίων η γνωστοποίηση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, ο ενδιαφερόμενος ή ο σύμβουλός του δύνανται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές μόνον αφότου λάβουν σχετική άδεια, δεν τους γνωστοποιείται δε ούτε το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων επί των οποίων στηρίζονται οι αντίστοιχες αποφάσεις και δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιήσουν στο πλαίσιο διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας τις πληροφορίες στις οποίες μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσβαση (7). Επιπλέον, στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, προκειμένου να διασφαλιστούν τα δικαιώματα υπερασπίσεως του ενδιαφερομένου, η παροχή στο αρμόδιο δικαστήριο της δυνατότητας να έχει πρόσβαση στον φάκελο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου ή του συμβούλου του στις πληροφορίες του φακέλου (8).

28.      Εντούτοις, κατά το αιτούν δικαστήριο, είναι αναγκαίο να καθοριστεί αν η λύση που απορρέει από την απόφαση Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., η οποία αφορά τον τομέα των κοινών διαδικασιών για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, μπορεί να τύχει πλήρους εφαρμογής εν προκειμένω στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, σε αντίθεση προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη, δεν είναι προφανές ότι οι κανόνες που προβλέπονται στην απόφαση 2013/488, και ειδικότερα στο άρθρο 11 και στο παράρτημα V αυτής, σχετικά με την εκ μέρους της εθνικής αρχής ασφαλείας χορήγηση εξουσιοδότησης ασφαλείας φορέα (FSC), μπορούν να θεμελιώσουν, υπέρ του ενδιαφερόμενου εργολάβου, δικαίωμα κατοχυρούμενο από το δίκαιο της Ένωσης, του οποίου την προστασία να δύναται να επικαλεστεί βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη. Σε τέτοια περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης διευκρινίσεις ως προς το περιεχόμενο της δικαστικής προστασίας που απορρέει από το άρθρο αυτό και ως προς τις εξουσίες που πρέπει να διαθέτει για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το εν λόγω άρθρο σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

29.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Najvyšší správny súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)       Έχει το άρθρο 51, παράγραφος 1, του [Χάρτη] την έννοια ότι κράτος μέλος εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης όταν δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους καλείται να εκτιμήσει τη νομιμότητα αποφάσεως ειδικής επιτροπής του κοινοβουλίου του κράτους αυτού η οποία, ως δευτεροβάθμιο όργανο, επικύρωσε διοικητική απόφαση της εθνικής αρχής ασφαλείας με την οποία ακυρώνεται (ανακαλείται) όσον αφορά νομικό πρόσωπο:

–        πρώτον, η βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας με την οποία χορηγείται πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο,

–        και, παράλληλα, συνεπεία και μόνον της ακύρωσης της ως άνω βεβαιώσεως, το πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας που έχει χορηγηθεί στο εν λόγω νομικό πρόσωπο σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες με διαβάθμιση «SECRET UE/EU SECRET» κατά την έννοια του άρθρου 11 και του παραρτήματος V της [αποφάσεως 2013/488];

2)       Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο [πρώτο ερώτημα], έχει το άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία και πρακτική βάσει των οποίων

α)       η απόφαση της εθνικής αρχής ασφαλείας περί ακυρώσεως (ανακλήσεως) της ως άνω βεβαιώσεως και του πιστοποιητικού δεν αναφέρει τις διαβαθμισμένες πληροφορίες βάσει των οποίων η εν λόγω αρχή έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ακύρωσή (ανάκλησή) τους, αλλά απλώς παραπέμπει στο οικείο έγγραφο του φακέλου της αρχής αυτής το οποίο περιέχει τις διαβαθμισμένες πληροφορίες,

β)       το οικείο νομικό πρόσωπο δεν έχει πρόσβαση στον φάκελο της εθνικής αρχής ασφαλείας και στα επιμέρους έγγραφα που περιέχουν τις διαβαθμισμένες πληροφορίες βάσει των οποίων η εν λόγω αρχή έκρινε ότι ήταν δικαιολογημένη η ακύρωση (ανάκληση) της ως άνω βεβαιώσεως και του πιστοποιητικού,

γ)       πρόσβαση στον ως άνω φάκελο και έγγραφα μπορεί να αποκτήσει ο δικηγόρος του οικείου νομικού προσώπου, αλλά μόνο με την άδεια του επικεφαλής της εθνικής αρχής ασφαλείας, ενδεχομένως και με την άδεια άλλης αρχής η οποία υπέβαλε τα εν λόγω έγγραφα στην εθνική αρχή ασφαλείας, αλλά, ακόμη και μετά την απόκτηση της εν λόγω πρόσβασης, ο δικηγόρος αυτός υποχρεούται να τηρεί τον εμπιστευτικό χαρακτήρα του περιεχομένου των ως άνω φακέλου και εγγράφων,

δ)       το δικαστήριο, όμως, που εξετάζει τη νομιμότητα της αποφάσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο [πρώτο ερώτημα] έχει πλήρη πρόσβαση στον εν λόγω φάκελο και έγγραφα;

3)       Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο [δεύτερο ερώτημα], έχει το άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη την έννοια ότι επιτρέπει απευθείας στο δικαστήριο το οποίο εξετάζει τη νομιμότητα της αποφάσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο [πρώτο ερώτημα] (ή ενδεχομένως, το υποχρεώνει) να μην εφαρμόζει τις μνημονευόμενες στο [δεύτερο ερώτημα] νομική ρύθμιση και πρακτική και να παρέχει στο οικείο νομικό πρόσωπο ή στον δικηγόρο του πρόσβαση στον φάκελο της εθνικής αρχής ασφαλείας ή, ενδεχομένως, σε έγγραφα που περιέχουν διαβαθμισμένες πληροφορίες, εφόσον το δικαστήριο αυτό το κρίνει αναγκαίο για τη διασφάλιση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και κατ’ αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης;

4.       Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο [τρίτο ερώτημα], έχει το άρθρο 51, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη την έννοια ότι η εξουσία του δικαστηρίου να επιτρέπει την πρόσβαση στον φάκελο, ενδεχομένως και σε έγγραφα κατά την έννοια του [τρίτου ερωτήματος], αφορά

–        μόνον τα τμήματα του φακέλου ή των εγγράφων που περιέχουν τις πληροφορίες οι οποίες είναι κρίσιμες για την εκτίμηση της βιομηχανικής ασφαλείας κατά την έννοια του άρθρου 11 και του παραρτήματος V της αποφάσεως 2013/488/ΕΕ του Συμβουλίου, ή μήπως

–        και τα τμήματα του φακέλου ή των εγγράφων που περιέχουν πληροφορίες οι οποίες είναι κρίσιμες μόνο για την αξιολόγηση της βιομηχανικής ασφαλείας βάσει της εθνικής νομοθεσίας, ήτοι πέραν των προϋποθέσεων που προβλέπονται στην απόφαση 2013/488/ΕΕ του Συμβουλίου;»

30.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η επιτροπή, η Σλοβακική και η Εσθονική Κυβέρνηση, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

31.      Στις 30 Ιανουαρίου 2024 διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, παρισταμένων της protectus, της επιτροπής, της Σλοβακικής και της Γαλλικής Κυβερνήσεως, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

III. Ανάλυση

32.      Στην υπό κρίση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις από το Δικαστήριο σχετικά με τη στάθμιση που πρέπει να γίνει μεταξύ του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και της προστασίας της εθνικής ασφαλείας, στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως που βασίζεται, μεταξύ άλλων, σε διαβαθμισμένες πληροφορίες και με την οποία ανακαλείται, αφενός, βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες κράτους μέλους και, αφετέρου, πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε ΔΠΕΕ.

33.      Προκειμένου να αποφανθεί επί της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της εν λόγω αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης η σλοβακική νομοθεσία, καθόσον αυτή περιορίζει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου στις διαβαθμισμένες πληροφορίες στις οποίες στηρίζεται η απόφαση που τον αφορά, καθώς και να διευκρινίσει τις εξουσίες που πρέπει να διαθέτει το αρμόδιο δικαστήριο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου.

Α.      Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

34.      Η επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, για τον λόγο ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

35.      Στο μέτρο που τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν συναφώς αποσκοπούν να αποδείξουν ότι ο Χάρτης δεν είναι εφαρμοστέος στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο της απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά το εν λόγω ζήτημα. Προς στήριξη της διαπιστώσεως αυτής, επισημαίνεται ότι ένσταση στηριζόμενη σε αδυναμία εφαρμογής διατάξεως του δικαίου της Ένωσης στην υπόθεση της κύριας δίκης αφορά την ουσία του ερωτήματος (9).

Β.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

36.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη έχει την έννοια ότι κράτος μέλος εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης όταν ένα από τα δικαστήριά του ελέγχει τη νομιμότητα αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται, αφενός, βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες κράτους μέλους και, αφετέρου, πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε ΔΠΕΕ, κατά την έννοια του άρθρου 11 και του παραρτήματος V της αποφάσεως 2013/488.

37.      Οι διαβαθμισμένες πληροφορίες, οι προϋποθέσεις γνώσεως των διαβαθμισμένων πληροφοριών, οι προϋποθέσεις χορηγήσεως και ακυρώσεως της βεβαιώσεως βιομηχανικής ασφαλείας, καθώς και η σχετική διαδικασία διέπονται στο σλοβακικό δίκαιο από τον zákon č. 215/2004 Z. z. o ochrane utajovaných skutočností (νόμο 215/2004 περί προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών (10)).

38.      Από το άρθρο 50, παράγραφος 1, του νόμου 215/2004 προκύπτει ότι, «[ε]άν από την έρευνα ασφαλείας προκύψει ότι η επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 46 [(11)], η ΕΥΑ της χορηγεί τη βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας». Κατά την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, «[ε]άν η ΕΥΑ διαπιστώσει ότι η επιχείρηση έπαυσε να πληροί μία από τις προϋποθέσεις βιομηχανικής ασφαλείας του άρθρου 46 ή ότι έχει αθετήσει κατάφωρα ή κατ’ επανάληψη τις υποχρεώσεις που υπέχει όσον αφορά την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών, ακυρώνει την ισχύ της βεβαιώσεως». Βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως, η ΕΥΑ αποφάσισε να ακυρώσει τη βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας που είχε χορηγηθεί στην protectus.

39.      Οι προϋποθέσεις για την έκδοση του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 6, του vyhláška č. 134/2016 Z. z. o personálnej bezpečnosti (διατάγματος 134/2016 περί ασφαλείας όσον αφορά το προσωπικό) (12), το οποίο παραπέμπει στις προϋποθέσεις χορηγήσεως του πιστοποιητικού εξουσιοδοτήσεως ασφαλείας φυσικού προσώπου που μνημονεύεται στις παραγράφους 1 έως 5 του άρθρου αυτού. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ιδίως, αφενός, ότι το πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας υποδεικνύει το υψηλότερο επίπεδο διαβάθμισης των ΔΠΕΕ στις οποίες μπορεί να έχει πρόσβαση ένα πρόσωπο και τις αντίστοιχες διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης δυνάμει της οποίας επιτρέπεται η πρόσβαση του προσώπου αυτού στις διαβαθμισμένες πληροφορίες (13). Αφετέρου, η εγκυρότητα του πιστοποιητικού συνδέεται με εγκυρότητα της βεβαιώσεως βιομηχανικής ασφαλείας (14).

40.      Προκειμένου να κριθεί αν η περίπτωση κατά την οποία εθνικό δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα αποφάσεως με την οποία ακυρώθηκαν αυτές οι εξουσιοδοτήσεις ασφαλείας εντός του ως άνω περιγραφέντος εθνικού νομικού πλαισίου συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να υπομνησθεί το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών. Τούτο ορίζεται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, το οποίο προβλέπει ότι οι διατάξεις του απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Το άρθρο αυτό του Χάρτη επιβεβαιώνει την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης έχουν εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά όχι πέραν αυτών (15). Επομένως, όταν εθνική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, οφείλει να παρέχει όλα τα αναγκαία ερμηνευτικά στοιχεία για την εκτίμηση, εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου, της συμφωνίας της ρυθμίσεως αυτής με τα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων τον σεβασμό διασφαλίζει (16). Οσάκις, αντιθέτως, μια έννομη κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επ’ αυτής και οι διατάξεις του Χάρτη των οποίων ενδεχομένως γίνεται επίκληση δεν μπορούν να θεμελιώσουν, αυτές και μόνον, την εν λόγω αρμοδιότητα (17).

41.      Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της «εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης», κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, προϋποθέτει την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ πράξεως του δικαίου της Ένωσης και του επίμαχου εθνικού μέτρου που να υπερβαίνει την εγγύτητα των σχετικών τομέων ή τις έμμεσες επιπτώσεις του ενός τομέα στον άλλο, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων εκτιμήσεως που καθορίζονται από το Δικαστήριο (18).

42.      Συνεπώς, προκειμένου να κριθεί αν εθνικό μέτρο «εφαρμόζ[ει] το δίκαιο της Ένωσης», κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, πρέπει να εξακριβωθεί, μεταξύ άλλων στοιχείων, αν η επίμαχη εθνική ρύθμιση σκοπεί στην εφαρμογή διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, ο χαρακτήρας της ρυθμίσεως και το αν αυτή επιδιώκει την επίτευξη σκοπών διαφορετικών από εκείνους του δικαίου της Ένωσης, ακόμη και αν ενδέχεται να επηρεάζει εμμέσως το δίκαιο αυτό, καθώς και αν υφίσταται ειδική ρύθμιση του δικαίου της Ένωσης ή δυνάμενη να το επηρεάσει (19).

43.      Επισήμανα προηγουμένως ότι η προστασία των ΔΠΕΕ δεν αποτελεί ακόμη αντικείμενο κανόνα οριζόντιας εφαρμογής στο δίκαιο της Ένωσης ο οποίος να καλύπτει το σύνολο των θεσμικών και λοιπών οργάνων της Ένωσης. Επομένως, το καθεστώς της προστασίας αυτής απορρέει από πλείονες διακριτές πράξεις, εξατομικευμένες για κάθε θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης.

44.      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει την απόφαση 2013/488 ως τον εφαρμοστέο στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης κανόνα του δικαίου της Ένωσης. Ελλείψει διευκρινίσεων εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ως προς την επιλογή του να ζητήσει την ερμηνεία της αποφάσεως αυτής έναντι άλλης, εκκινώ από την παραδοχή στην οποία στηρίζεται η δικαστική συνεργασία που καθιερώνει η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ήτοι ότι το εθνικό δικαστήριο έχει την ευθύνη να ορίσει το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής, χωρίς το Δικαστήριο να οφείλει να ελέγξει κατά πόσον αυτό είναι ακριβές, και ότι τα ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και υποβάλλονται από τον εθνικό δικαστή στο πλαίσιο αυτό θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή (20). Επομένως, είμαι της γνώμης ότι η εκτίμηση του αν υπάρχει εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα της εν λόγω αποφάσεως.

45.      Προκειμένου να κριθεί αν η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, επισημαίνονται οι διάφορες υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλει στα κράτη μέλη η απόφαση 2013/488, η οποία εκδόθηκε από το Συμβούλιο στο πλαίσιο της εξουσίας του εσωτερικής οργανώσεως.

46.      Όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 1 της αποφάσεως, σκοπός της είναι «να αναπτυχθούν οι δραστηριότητες του Συμβουλίου σε όλους τους τομείς όπου απαιτείται χειρισμός διαβαθμισμένων πληροφοριών, [θεσπίζοντας] ολοκληρωμένο σύστημα ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών, το οποίο θα καλύπτει το Συμβούλιο, τη Γενική Γραμματεία του και τα κράτη μέλη». Υπό το πρίσμα αυτό, από την αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως προκύπτει ότι, «[σ]ύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και στο βαθμό που απαιτείται για τη λειτουργία του Συμβουλίου, τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν την παρούσα απόφαση όταν οι αρμόδιες αρχές, το προσωπικό ή οι εργολάβοι τους διαχειρίζονται ΔΠΕΕ, προκειμένου να έχουν τη βεβαιότητα ότι εξασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας για τις ΔΠΕΕ».

47.      Όπως προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2013/488, η απόφαση «καθορίζει τις βασικές αρχές και τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας για την προστασία των ΔΠΕΕ». Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου, «[ο]ι εν λόγω βασικές αρχές και ελάχιστες προδιαγραφές θα ισχύουν για το Συμβούλιο και τη [Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου (στο εξής: ΓΓΣ)] και θα τηρούνται από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις αντίστοιχες εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές τους διατάξεις, προκειμένου τα κράτη να έχουν τη βεβαιότητα ότι παρέχεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας στις ΔΠΕΕ».

48.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως, ορίζονται ως «[ΔΠΕΕ]: κάθε πληροφορία ή υλικό που έχει χαρακτηρισθεί με διαβάθμιση ασφαλείας ΕΕ και των οποίων η άνευ αδείας κοινολόγηση μπορεί να βλάψει ποικιλοτρόπως τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών».

49.      Η προστασία των ΔΠΕΕ απαιτεί τη λήψη μέτρων από τα κράτη μέλη όταν οι οικονομικοί φορείς αποκτούν πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες.

50.      Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 11, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2013/488 ορίζει τη «βιομηχανική ασφάλεια» ως την «εφαρμογή μέτρων διασφάλισης της προστασίας των ΔΠΕΕ από τους εργολάβους ή τους υπεργολάβους κατά τις διαπραγματεύσεις πριν από την ανάθεση της σύμβασης και καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής των διαβαθμισμένων συμβάσεων. Οι συμβάσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν πρόσβαση σε πληροφορίες με διαβάθμιση TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET».

51.      Η εφαρμογή τέτοιων μέτρων απαιτείται, στο μέτρο που, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2013/488, «[η] ΓΓΣ μπορεί να αναθέτει με σύμβαση σε βιομηχανικούς ή άλλους φορείς που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος [...] καθήκοντα που αφορούν ή συνεπάγονται πρόσβαση σε ΔΠΕΕ ή τον χειρισμό ή την αποθήκευσή τους».

52.      Στο πλαίσιο αυτό, η προστασία των ΔΠΕΕ συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι:

–        κατά την ανάθεση διαβαθμισμένων συμβάσεων σε βιομηχανικούς ή άλλους φορείς, η ΓΓΣ διασφαλίζει, ως αναθέτουσα αρχή, ότι τηρούνται οι ελάχιστες προδιαγραφές βιομηχανικής ασφαλείας που καθορίζονται στην απόφαση 2013/488 και αναφέρονται στη σύμβαση (άρθρο 11, παράγραφος 3)·

–        η Εθνική Αρχή Ασφαλείας, η Καθορισμένη Αρχή Ασφαλείας ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους εξασφαλίζει, στον βαθμό που επιτρέπεται δυνάμει εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ότι οι εργολάβοι και οι υπεργολάβοι που έχουν την έδρα τους στο έδαφός του λαμβάνουν άπαντα τα δέοντα μέτρα για την προστασία των ΔΠΕΕ κατά τις διαπραγματεύσεις πριν από την ανάθεση της σύμβασης και κατά την εκτέλεση διαβαθμισμένης σύμβασης (άρθρο 11, παράγραφος 4), και

–        η Εθνική Αρχή Ασφαλείας, η Καθορισμένη Αρχή Ασφαλείας ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας κάθε κράτους μέλους εξασφαλίζει, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, ότι οι εργολάβοι και οι υπεργολάβοι που έχουν την έδρα τους στο αντίστοιχο κράτος μέλος και συμμετέχουν σε διαβαθμισμένες συμβάσεις ή συμβάσεις υπεργολαβίας που απαιτούν την πρόσβαση σε πληροφορίες με διαβάθμιση CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL ή SECRET UE/EU SECRET μέσα στις εγκαταστάσεις τους, είτε κατά την εκτέλεση των συμβάσεων αυτών είτε κατά το προσυμβατικό στάδιο, πρέπει να διαθέτουν FSC στο οικείο επίπεδο διαβάθμισης (άρθρο 11, παράγραφος 5).

53.      Στο προσάρτημα A της αποφάσεως 2013/488, ως διαβαθμισμένη σύμβαση ορίζεται «η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ της ΓΓΣ και ενός εργολάβου για την προμήθεια υλικού, την εκτέλεση έργου ή την παροχή υπηρεσιών, της οποίας η υλοποίηση απαιτεί ή περιλαμβάνει την πρόσβαση σε ΔΠΕΕ ή τη δημιουργία τους». Ως FSC ορίζεται «η διοικητική απόφαση της [Εθνικής Αρχής Ασφαλείας]/[Καθορισθείσας Αρχής Ασφαλείας] η οποία βεβαιώνει ότι, από πλευράς ασφαλείας, ο φορέας μπορεί να εξασφαλίσει επαρκές επίπεδο προστασίας ΔΠΕΕ ορισμένης διαβάθμισης ασφαλείας».

54.      Όπως προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2013/488, η ευθύνη για την εφαρμογή των βασικών αρχών και των ελάχιστων προδιαγραφών ασφαλείας για την προστασία των ΔΠΕΕ βαρύνει, μεταξύ άλλων, τα κράτη μέλη.

55.      Επομένως, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν «κάθε κατάλληλο μέτρο, σύμφωνα με τους αντίστοιχους εθνικούς νόμους και κανονισμούς, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι, κατά το χειρισμό ή την αποθήκευση ΔΠΕΕ, τηρείται η [απόφαση 2013/488]» από σειρά προσώπων, μεταξύ των οποίων και εκείνα που είναι «δεόντως εξουσιοδοτημένα βάσει των καθηκόντων τους να έχουν πρόσβαση σε ΔΠΕΕ» (άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ) και από «εργολήπτες των κρατών μελών, είτε στο έδαφος των κρατών μελών είτε στο εξωτερικό» (άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ).

56.      Εξάλλου, για την εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2013/488, το άρθρο 16, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της ίδιας αποφάσεως προβλέπει ότι τα κράτη μέλη ορίζουν μια εθνική αρχή ασφαλείας ως αρμόδια για τις ρυθμίσεις ασφαλείας για την προστασία των ΔΠΕΕ, προκειμένου, μεταξύ άλλων:

–        «οι ΔΠΕΕ που ευρίσκονται στην κατοχή εθνικών φορέων, οργανισμών ή υπηρεσιών, δημόσιων ή ιδιωτικών, εντός της χώρας ή στο εξωτερικό, να προστατεύονται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση» (άρθρο 16, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, σημείο i)·

–        «οι ρυθμίσεις ασφαλείας για την προστασία των ΔΠΕΕ να τυγχάνουν περιοδικής επιθεώρησης ή αξιολόγησης» (άρθρο 16, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, σημείο ii), και

–        «όλα τα πρόσωπα που απασχολούνται σε κρατική υπηρεσία ή από εργολάβο και μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στις πληροφορίες με διαβάθμιση τουλάχιστον CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL να έχουν λάβει τη δέουσα εξουσιοδότηση ασφαλείας ή άλλη κατάλληλη εξουσιοδότηση βάσει των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις» (άρθρο 16, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, σημείο iii).

57.      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η απόφαση 2013/488 επιβάλλει σειρά συγκεκριμένων υποχρεώσεων στα κράτη μέλη στον τομέα της προστασίας των ΔΠΕΕ. Μεταξύ των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνεται η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που αποκτούν, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους, πρόσβαση σε ΔΠΕΕ, λαμβάνουν εξουσιοδότηση ασφαλείας από εθνική αρχή ασφαλείας.

58.      Εν ολίγοις, η απόφαση 2013/488 προβλέπει τη γενική ευθύνη των κρατών μελών για τη συμμόρφωση ορισμένων προσώπων με την απόφαση (άρθρο 15, παράγραφος 3), για τη διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με την προστασία των ΔΠΕΕ (άρθρο 16, παράγραφος 3) ή για την κατοχή FSC εκ μέρους των εργολάβων και των υπεργολάβων που συμμετέχουν σε διαβαθμισμένες συμβάσεις (άρθρο 11, παράγραφος 5).

59.      Παρατηρώ ότι η απόφαση 2013/488 δεν αρκείται στο να επιβάλλει γενικώς στα πρόσωπα που αποκτούν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους πρόσβαση σε ΔΠΕΕ την υποχρέωση να λαμβάνουν εξουσιοδότηση ασφαλείας από εθνική αρχή ασφαλείας. Πράγματι, η εν λόγω απόφαση θέτει επίσης ορισμένους κανόνες προκειμένου να οριοθετηθεί η διαδικασία εξουσιοδοτήσεως και οι προϋποθέσεις της.

60.      Συναφώς, το παράρτημα V της αποφάσεως περιέχει, στον τίτλο III, τις ακόλουθες παραγράφους 8 έως 13:

«8.       Η FSC χορηγείται από την [Εθνική Αρχή Ασφαλείας/Καθορισθείσα Αρχή Ασφαλείας] ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας κράτους μέλους και δηλώνει, βάσει των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ότι ένας βιομηχανικός ή άλλος φορέας μπορεί να προστατεύει τις ΔΠΕΕ στις εγκαταστάσεις του ανάλογα με τη διαβάθμιση ασφαλείας του (CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL ή SECRET UE/EU SECRET). Προσκομίζεται στη ΓΓΣ, ως αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να παρασχεθούν ΔΠΕΕ σε εργολάβο ή υπεργολάβο ή ενδεχόμενο εργολάβο ή υπεργολάβο ή να εγκριθεί η πρόσβαση των εν λόγω προσώπων σε ΔΠΕΕ.

9. Κατά τη χορήγηση της FSC, η οικεία [Εθνική Αρχή Ασφαλείας/Καθορισθείσα Αρχή Ασφαλείας] προβαίνει τουλάχιστον στις εξής ενέργειες:

α)       αξιολογεί την ακεραιότητα του βιομηχανικού ή άλλου φορέα,

β)       αξιολογεί την κυριότητα, τον έλεγχο, ή τη δυνατότητα άσκησης αθέμιτης επιρροής που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κίνδυνος κατά της ασφάλειας,

γ)       εξακριβώνει ότι βιομηχανικός ή άλλος φορέας έχει θεσπίσει σύστημα ασφαλείας στην εγκατάστασή του το οποίο καλύπτει όλα τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας τα οποία είναι αναγκαία για την προστασία πληροφοριών ή υλικού με διαβάθμιση CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL ή SECRET UE/EU SECRET σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας απόφασης,

δ)       εξακριβώνει ότι το καθεστώς ασφαλείας του προσωπικού –διευθυντικών στελεχών, ιδιοκτητών, εργαζομένων– που πρέπει να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες με διαβάθμιση CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL ή SECRET UE/EU SECRET έχει καθορισθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας απόφασης και

ε)       εξακριβώνει ότι ο βιομηχανικός ή άλλος φορέας έχει διορίσει υπάλληλο υπεύθυνο για την ασφάλεια της εγκατάστασης ο οποίος είναι υπόλογος στη διεύθυνση για την τήρηση των υποχρεώσεων ασφαλείας εντός του φορέα.

10.       Οσάκις απαιτείται, η ΓΓΣ, ως αναθέτουσα αρχή, ενημερώνει την αρμόδια [Εθνική Αρχή Ασφαλείας/Καθορισθείσα Αρχή Ασφαλείας] ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας ότι απαιτείται FSC κατά το προσυμβατικό στάδιο ή για την εκτέλεση της σύμβασης. Απαιτείται FSC ή [εξουσιοδότηση ασφαλείας προσωπικού (ΕΑΠ)] κατά το προσυμβατικό στάδιο όταν πρέπει να παρασχεθούν ΔΠΕΕ με διαβάθμιση CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTAL ή SECRET UE/EU SECRET κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υποβολής προσφορών.

11.       Η αναθέτουσα αρχή δεν αναθέτει διαβαθμισμένη σύμβαση στον προτιμώμενο υποψήφιο προτού λάβει επιβεβαίωση από την [Εθνική Αρχή Ασφαλείας/Καθορισθείσα Αρχή Ασφαλείας] ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του ο εργολάβος ή υπεργολάβος ότι έχει εκδοθεί η δέουσα FSC όπου απαιτείται.

12.       Η [Εθνική Αρχή Ασφαλείας/Καθορισθείσα Αρχή Ασφαλείας] ή κάθε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας που έχει εκδώσει FSC γνωστοποιεί στη ΓΓΣ, υπό την ιδιότητά της ως αναθέτουσας αρχής, τυχόν αλλαγές που επηρεάζουν τη FSC. Σε περίπτωση υπεργολαβίας, η [Εθνική Αρχή Ασφαλείας/Καθορισθείσα Αρχή Ασφαλείας] ή κάθε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας ενημερώνεται αναλόγως.

13.       Η ανάκληση FSC από την αρμόδια [Εθνική Αρχή Ασφαλείας/Καθορισθείσα Αρχή Ασφαλείας] ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας συνιστά επαρκή λόγο για τη ΓΓΣ, ως αναθέτουσα αρχή, να καταγγείλει διαβαθμισμένη σύμβαση ή να αποκλείσει συμμετέχοντα από το διαγωνισμό.»

61.      Προκειμένου να κριθεί αν, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω περιγραφέντων κανόνων του δικαίου της Ένωσης, η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση συνιστά εφαρμογή του δικαίου αυτού, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να γίνει διάκριση μεταξύ της εξουσιοδοτήσεως που κατείχε η protectus για την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες δυνάμει του εθνικού δικαίου και της εξουσιοδοτήσεως που της επέτρεπε να λαμβάνει γνώση ΔΠΕΕ.

62.      Έτσι, η κατάσταση που οδήγησε την ΕΥΑ, αφενός, να χορηγήσει στην protectus βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας που της επέτρεπε να λαμβάνει γνώση διαβαθμισμένων πληροφοριών δυνάμει του εθνικού δικαίου και, αφετέρου, να ακυρώσει τη βεβαίωση αυτή δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, οι διατάξεις τις οποίες περιέχει η απόφαση 2013/488 δεν σκοπούν στη ρύθμιση της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων που λαμβάνουν οι εθνικές αρχές σχετικά με την πρόσβαση, για τους σκοπούς που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, στις διαβαθμισμένες πληροφορίες δυνάμει του δικαίου αυτού. Επιπλέον, από τον φάκελο που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι άλλες πράξεις της Ένωσης προβαίνουν σε οποιαδήποτε μορφή εναρμονίσεως των εθνικών κανόνων που διέπουν το καθεστώς τέτοιων πληροφοριών. Εξάλλου, το Δικαστήριο διαπίστωσε προσφάτως στην απόφασή του NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) ότι οι κανόνες σχετικά με τη διαβάθμιση και τον αποχαρακτηρισμό πληροφοριών βάσει εθνικών ρυθμίσεων δεν αποτελούν αντικείμενο εναρμονισμένων κανόνων με πράξη της Ένωσης (21).

63.      Επομένως, η σλοβακική νομοθεσία σχετικά με τη βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας, όπως και τα σχετικά με τη βεβαίωση αυτή μέτρα που λαμβάνουν οι σλοβακικές αρχές, πρέπει να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν μόνο στο εθνικό δίκαιο και ότι, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, η εκτίμηση της νομιμότητας αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας δεν συνιστά άμεσα μορφή «εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης», κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.

64.      Αντιθέτως, φρονώ ότι η κατάσταση που οδήγησε την ΕΥΑ, αφενός, να χορηγήσει στην protectus πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας που της επέτρεπε να έχει πρόσβαση σε ΔΠΕΕ για το επίπεδο SECRET UE/EU SECRET και, αφετέρου, να ακυρώσει το πιστοποιητικό αυτό, συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

65.      Πράγματι, το πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας το οποίο, υπενθυμίζω, υποδεικνύει, δυνάμει της σλοβακικής νομοθεσίας, το υψηλότερο επίπεδο διαβάθμισης των ΔΠΕΕ στις οποίες μπορεί να έχει πρόσβαση ορισμένο πρόσωπο και τις αντίστοιχες διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης βάσει της οποίας επιτρέπεται η πρόσβαση του προσώπου αυτού στις διαβαθμισμένες πληροφορίες, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αντικείμενο και αποτελέσματα που καλύπτουν αυτά της FSC που προβλέπεται στην απόφαση 2013/488. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την απόφαση αυτή, η διεξαγωγή της διαδικασίας εξουσιοδοτήσεως πραγματοποιείται από εθνική αρχή ασφαλείας, εν προκειμένω την ΕΥΑ. Από τη σλοβακική νομοθεσία προκύπτει επίσης ότι η διαδικασία εξουσιοδοτήσεως ασφαλείας αποσκοπεί στο να επιτρέψει στο πρόσωπο που έχει τέτοια εξουσιοδότηση να λάβει γνώση διαβαθμισμένων πληροφοριών σε σχέση με την άσκηση καθηκόντων που απορρέουν από διεθνή συνθήκη δεσμεύουσα τη Σλοβακική Δημοκρατία (22), πράγμα από το οποίο μπορεί να συναχθεί ότι η νομοθεσία αυτή δεν επιδιώκει αμιγώς εθνικό σκοπό, ο οποίος επομένως θα ήταν διαφορετικός από αυτόν που επιδιώκει η απόφαση 2013/488.

66.      Προσθέτω ότι οι λόγοι για τους οποίους η ΕΥΑ ακύρωσε το πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, οι οποίοι συνίστανται, κατ’ ουσίαν, στο ότι αυτή παρουσίαζε κίνδυνο για την ασφάλεια λόγω της διατηρήσεως εμπορικών δεσμών ικανών να βλάψουν τα συμφέροντα της Σλοβακικής Δημοκρατίας στον τομέα ασφαλείας και λόγω δραστηριότητας κατά των οικονομικών συμφερόντων του εν λόγω κράτους μέλους, μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν πληροί πλέον τις ελάχιστες προϋποθέσεις χορηγήσεως της FSC που περιλαμβάνονται στο παράρτημα V της αποφάσεως 2013/488 (23).

67.      Το γεγονός ότι, δυνάμει της σλοβακικής νομοθεσίας, η εγκυρότητα του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας συνδέεται με την εγκυρότητα της βεβαιώσεως βιομηχανικής ασφαλείας (24) δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να οδηγήσει στον αποκλεισμό της επίμαχης στην κύρια δίκη καταστάσεως από το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, οι δύο εξουσιοδοτήσεις ασφαλείας ακυρώθηκαν ακριβώς λόγω διαπιστωμένου κινδύνου για την ασφάλεια.

68.      Επιπλέον, φρονώ ότι η σχέση μεταξύ της εγκυρότητας του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας και της εγκυρότητας της βεβαιώσεως βιομηχανικής ασφαλείας είναι εύλογη, διότι, όπως αναγνωρίζει η επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, εφόσον έχει διαπιστωθεί κίνδυνος για την ασφάλεια όσον αφορά την επίμαχη οντότητα δυνάμει του εθνικού δικαίου, ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στο έδαφος της Σλοβακικής Δημοκρατίας, αλλά πρέπει κατ’ ανάγκη να επεκταθεί σε όλους τους τομείς των εξωτερικών σχέσεων του εν λόγω κράτους μέλους. Στον τομέα αυτό, τα συμφέροντα των κρατών μελών και τα συμφέροντα της Ένωσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, με αποτέλεσμα να είναι φυσιολογικό ο κίνδυνος για την ασφάλεια που εντοπίζεται σε εθνικό επίπεδο, ιδίως βάσει διαβαθμισμένων πληροφοριών δυνάμει του εθνικού δικαίου, να έχει άμεσο αντίκτυπο σε εξουσιοδότηση προσβάσεως σε ΔΠΕΕ. Η σχέση αυτή μεταξύ των συμφερόντων των κρατών μελών και των συμφερόντων της Ένωσης εκφράζεται, εξάλλου, στον ίδιο τον ορισμό της έννοιας των ΔΠΕΕ στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2013/488, ο οποίος τονίζει ότι οι ΔΠΕΕ είναι εκείνες των οποίων «η άνευ αδείας κοινολόγηση μπορεί να βλάψει ποικιλοτρόπως τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών» (25).

69.      Επιπλέον, η ευάλωτη θέση της οικείας επιχειρήσεως μπορεί να προέρχεται από διαβαθμισμένες πληροφορίες δυνάμει του εθνικού δικαίου, χωρίς τούτο να αποκλείει την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά την ακύρωση της πράξεως που εξουσιοδοτεί πρόσωπο να έχει πρόσβαση σε ΔΠΕΕ. Διευκρινίζεται επίσης ότι το γεγονός ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο στα σημεία 35 και 37 της αποφάσεώς του περί παραπομπής, η ανάκληση της εθνικής βεβαιώσεως βιομηχανικής ασφαλείας στηριζόταν αποκλειστικά στο κριτήριο της αξιοπιστίας από απόψεως ασφαλείας, όπως ορίζεται στην εθνική νομοθεσία, δεν αποκλείει να συνιστά η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Παρατηρώ, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι εναπόκειται αποκλειστικώς στα κράτη μέλη να καθορίζουν τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας τους και να θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα για την προάσπιση της εσωτερικής και εξωτερικής τους ασφάλειας, το γεγονός και μόνον ότι εθνικό μέτρο έχει ληφθεί για την προστασία της εθνικής ασφάλειας δεν μπορεί να συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και να απαλλάσσει τα κράτη μέλη από τον αναγκαίο σεβασμό του δικαίου αυτού (26).

70.      Όσον αφορά το ότι η σλοβακική νομοθεσία δεν θεσπίστηκε ειδικώς για την εφαρμογή της αποφάσεως 2013/488, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός ότι εθνική νομοθεσία δεν έχει θεσπιστεί για τη μεταφορά πράξεως της Ένωσης στο εσωτερικό δίκαιο είναι αδιάφορο, δεδομένου ότι η εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής θέτει πράγματι σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης (27).

71.      Είναι αδιάφορο, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι η απόφαση 2013/488 αφήνει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη όσον αφορά τη διαπίστωση της υπάρξεως κινδύνου για την ασφάλεια και τον καθορισμό των σχετικών κριτηρίων στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως, τροποποιήσεως ή ανακλήσεως FSC. Η περίπτωση αυτή αντιστοιχεί στην περίπτωση κατά την οποία πράξη της Ένωσης παρέχει στα κράτη μέλη την ελευθερία επιλογής μεταξύ διαφόρων τρόπων εφαρμογής ή διακριτική ευχέρεια ή εξουσία εκτιμήσεως η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του θεσπιζόμενου με την πράξη αυτή καθεστώτος (28).

72.      Εξάλλου, το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές και οι εθνικές διαδικασίες κινητοποιούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προβλέπει η απόφαση 2013/488 δεν εμποδίζει τη διαπίστωση ότι υπάρχει εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Πρόκειται απλώς για κλασική έκφραση του κανόνα σύμφωνα με τον οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν, στο πλαίσιο των εθνικών δομών και διαδικασιών τους, να διασφαλίζουν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης που τους επιβάλλουν υποχρεώσεις.

73.      Κατά τη γνώμη μου, η έλλειψη τυπικού δικαιώματος για την απόκτηση ή τη διατήρηση FSC δεν συνιστά προϋπόθεση από την οποία θα μπορούσε να εξαρτηθεί η δυνατότητα εφαρμογής του Χάρτη.

74.      Ως εκ τούτου, η προστασία των ΔΠΕΕ διασφαλίζεται από τα κράτη μέλη και τις εθνικές αρχές ασφαλείας τους σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις (29). Η παραπομπή αυτή στο εθνικό δίκαιο δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καταλείπει στα κράτη μέλη την εξουσία να καθορίζουν αυτόνομα το πλαίσιο προστασίας των ΔΠΕΕ. Επομένως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν την προστασία αυτή τηρώντας τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης.

75.      Γενικότερα, φρονώ ότι είναι αδύνατο να υποστηριχθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν έχει σχέση με τον καθορισμό και την εφαρμογή των κανόνων προστασίας των ΔΠΕΕ, τη στιγμή που οι κανόνες αυτοί αποσκοπούν στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της Ένωσης. Τούτο θα ισοδυναμούσε με το να γίνει δεκτό ότι η χορήγηση ή η ανάκληση εξουσιοδοτήσεως για πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες μπορεί να θεωρηθεί ως άσκηση, εκ μέρους των κρατών μελών, αρμοδιότητας που διατηρείται και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και, κατά συνέπεια, στο πεδίο εφαρμογής του Χάρτη. Αντιθέτως, η εφαρμογή, στον τομέα της προστασίας των ΔΠΕΕ, των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων στον τομέα των διαβαθμισμένων πληροφοριών πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να πραγματοποιείται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

76.      Από τα ανωτέρω στοιχεία συνάγω ότι, υπό το πρίσμα των κανόνων προστασίας των ΔΠΕΕ που ορίζονται στην απόφαση 2013/488, εθνική αρχή η οποία χορηγεί πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας που ισοδυναμεί με FSC, χορηγεί άδεια προβλεπόμενη από το δίκαιο της Ένωσης. Τα αποτελέσματα της αδείας αυτής, όπως και εκείνα της ανακλήσεώς της, καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης και μπορούν να επέλθουν κυρίως στις σχέσεις μεταξύ του ενδιαφερομένου και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Επιπλέον, η αρμόδια εθνική αρχή που αποφασίζει να ακυρώσει FSC ενεργεί στο πλαίσιο εκτελέσεως που της ανατίθεται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης με σκοπό τη διασφάλιση της προστασίας των ΔΠΕΕ. Επομένως, η αρχή αυτή πρέπει να συμμορφώνεται προς τις ελάχιστες απαιτήσεις που καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης.

77.      Όσον αφορά την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, υπογραμμίζεται επίσης ο ιδιαίτερα ευρύς χαρακτήρας του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως 2013/488. Επισημαίνω, συναφώς, ότι η παράγραφος 8 του παραρτήματος V της αποφάσεως αυτής είναι διατυπωμένη κατά τρόπο γενικό, καθόσον δεν περιορίζει τα πρόσωπα στα οποία πρέπει να χορηγείται FSC (30).

78.      Επιπλέον, η παράγραφος αυτή ορίζει ότι «[η FSC] προσκομίζεται στη ΓΓΣ [...] προκειμένου να παρασχεθούν ΔΠΕΕ σε εργολάβο ή υπεργολάβο ή ενδεχόμενο εργολάβο ή υπεργολάβο ή να εγκριθεί η πρόσβαση των εν λόγω προσώπων σε ΔΠΕΕ». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εξουσιοδότηση ασφαλείας την οποία προβλέπει η απόφαση 2013/488 μπορεί να χορηγηθεί σε ενδεχόμενο εργολάβο, όπερ συνιστά όρο πολύ γενικό που μπορεί να αφορά επιχείρηση όπως η προσφεύγουσα της κύριας δίκης. Υπό την ίδια έννοια, διευκρινίζεται ότι η έννοια του «εργολάβου» ορίζεται στο προσάρτημα Α της αποφάσεως αυτής ως «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει τη νομική ικανότητα ανάληψης συμβάσεων» και όχι ως πρόσωπο που συνδέεται επί του παρόντος με το Συμβούλιο με σύμβαση ή έχει ήδη προβεί σε ενέργειες για τη σύναψη συμβατικής σχέσεως.

79.      Όσον αφορά την περίπτωση της protectus σε σχέση με την ενδεχόμενη πρόσβασή της σε ΔΠΕΕ, αυτό που έχει σημασία είναι ότι, ακόμη και αν τέτοια πρόσβαση ουδέποτε έλαβε χώρα στην πράξη, η επιχείρηση αυτή υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας, σκοπός του οποίου είναι, μεταξύ άλλων, να παράσχει στον δικαιούχο του τη δυνατότητα να λάβει γνώση ΔΠΕΕ. Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η protectus ανέφερε ότι είχε τρέχουσες συμβάσεις με το Ministerstvo hospodárstva (Υπουργείο Οικονομίας, Σλοβακία). Δεν μπορεί, πάντως, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπάρχουν ΔΠΕΕ σε τέτοιου είδους συμβατικές σχέσεις, λόγω της αλληλεπικαλύψεως των τομέων που σχετίζονται με την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών σε εθνικό επίπεδο και με την προστασία των ΔΠΕΕ.

80.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, η εφαρμογή στην επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση των κριτηρίων που έχουν γίνει δεκτά με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου οδηγεί, κατά τη γνώμη μου, στη διαπίστωση, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν όλοι οι μετέχοντες στην προκείμενη διαδικασία, πλην της protectus, ότι ένα κράτος μέλος εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, όταν ένα από τα δικαστήριά του ελέγχει τη νομιμότητα αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε ΔΠΕΕ, το οποίο ισοδυναμεί με FSC, κατά την έννοια του άρθρου 11 και του παραρτήματος V της αποφάσεως 2013/488. Συναφώς, είναι αδιάφορο αν η εθνική νομοθεσία συνδέει την εγκυρότητα του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας με την εγκυρότητα εθνικής βεβαιώσεως βιομηχανικής ασφαλείας, στο μέτρο που η ανάκληση του πιστοποιητικού στηρίζεται στη διαπίστωση ότι ο κάτοχός του παρουσιάζει κίνδυνο για την ασφάλεια. Επομένως, ο Χάρτης είναι εφαρμοστέος όσον αφορά τη διαδικασία της κύριας δίκης.

Γ.      Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

81.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τις διαδικαστικές εγγυήσεις που πρέπει να διασφαλίζονται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 47 του Χάρτη, σε επιχείρηση της οποίας ακυρώθηκε η FSC από εθνική αρχή ασφαλείας στηριζόμενη, εν μέρει, σε διαβαθμισμένες πληροφορίες στις οποίες η επιχείρηση δεν είχε πρόσβαση. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο αυτό αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν εγγυάται στον ενδιαφερόμενο και στον δικηγόρο του πρόσβαση στις διαβαθμισμένες πληροφορίες στις οποίες στηρίζεται η ακύρωση FSC και η οποία δεν επιτρέπει στον δικαστή να παράσχει την πρόσβαση αυτή, μολονότι ο ίδιος έχει πρόσβαση στις διαβαθμισμένες πληροφορίες.

82.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, συναφώς, ότι από το άρθρο 26, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 50, παράγραφος 6, του νόμου 215/2004, προκύπτει ότι, όταν η ΕΥΑ αποφασίζει ότι ορισμένο πρόσωπο δεν μπορεί να λάβει γνώση διαβαθμισμένων πληροφοριών, οφείλει να αναφέρει στην απόφασή της τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η απόφαση αυτή, τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων αξιολόγησε τα αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και τις πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα προσβολής της αποφάσεως.

83.      Σύμφωνα με την πρακτική της ΕΥΑ και της επιτροπής, οι διάφορες διαβαθμισμένες πληροφορίες στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις τους δεν περιλαμβάνονται στην αιτιολογία τους. Οι αποφάσεις περιέχουν απλώς παραπομπή στον τίτλο του αποδεικτικού εγγράφου που περιέχει τις πληροφορίες αυτές.

84.      Στο μέτρο που τα αποδεικτικά έγγραφα περιέχουν διαβαθμισμένες πληροφορίες, το πρόσωπο που υπόκειται σε διαδικασία εξουσιοδοτήσεως βιομηχανικής ασφαλείας δεν έχει πρόσβαση σε αυτά.

85.      Αν το πρόσωπο αυτό ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται βεβαίωση ή πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας, το δικαστήριο που εξετάζει την προσφυγή έχει, δυνάμει του άρθρου 34, παράγραφος 1, στοιχείο f, του νόμου 215/2004, τη δυνατότητα να λάβει γνώση, χωρίς περιορισμούς, όλων των διαβαθμισμένων πληροφοριών που είναι καταχωρισμένες στον φάκελο.

86.      Δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 3, του νόμου 215/2004, ο δικηγόρος του ενδιαφερομένου επίσης μπορεί να λάβει γνώση των διαβαθμισμένων πληροφοριών, αλλά μόνο με την άδεια της αρχής που προσδιόρισε τις επίμαχες διαβαθμισμένες πληροφορίες και τις γνωστοποίησε στην ΕΥΑ. Στην περίπτωση αυτή, ο δικηγόρος υπέχει καθήκον εμπιστευτικότητας σε σχέση με τις εν λόγω πληροφορίες, πράγμα το οποίο, στην πράξη, σημαίνει ότι δεν μπορεί να τις γνωστοποιήσει στον πελάτη του.

87.      Πριν εξεταστεί η συμβατότητα των ως άνω περιγραφόμενων διαδικαστικών εγγυήσεων με το άρθρο 47 του Χάρτη, πρέπει να εξεταστεί, όπως ζητεί το αιτούν δικαστήριο από το Δικαστήριο, η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου αυτού στην επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση.

1.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 47 του Χάρτη

88.      Όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, να διασφαλίζουν την τήρηση των απαιτήσεων που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη (31).

89.      Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, συνεπάγεται ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 47 του Χάρτη (32). Επομένως, υπάρχει σε ορισμένο βαθμό αυτοματισμός μεταξύ της προϋποθέσεως εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και της ανάγκης τηρήσεως του τελευταίου αυτού άρθρου.

90.      Πάντως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου φαίνεται να προκύπτει ότι ο αυτοματισμός αυτός δεν υφίσταται.

91.      Πράγματι, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η εφαρμογή του άρθρου 47 του Χάρτη σε συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέτει ότι το πρόσωπο που το επικαλείται προβάλλει δικαιώματα ή ελευθερίες τα οποία διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή ότι το πρόσωπο αυτό υπόκειται σε δίωξη που συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (33). Η προϋπόθεση αυτή προστίθεται στη γενική προϋπόθεση σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (34) και αποτελεί το αντικείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος.

92.      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει τις αμφιβολίες του ως προς το αν η προσφεύγουσα της κύριας δίκης μπορεί να επικαλεστεί δικαίωμα διασφαλιζόμενο από το δίκαιο της Ένωσης και καλεί το Δικαστήριο να κρίνει αν οι κανόνες που προβλέπει η απόφαση 2013/488 μπορούν να θεμελιώσουν, υπέρ της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, δικαίωμα διασφαλιζόμενο από το δίκαιο της Ένωσης, του οποίου την προστασία μπορεί να επικαλεστεί βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη.

93.      Φρονώ ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται εν προκειμένω.

94.      Βεβαίως, όπως επισήμανα ανωτέρω, η απόφαση 2013/488 αφήνει στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να καθορίζουν σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να χορηγείται ή να ανακαλείται FSC. Συγκεκριμένα, το παράρτημα V της αποφάσεως αυτής επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διενεργούν ορισμένες ελάχιστες εξακριβώσεις πριν από την έκδοση FSC, χωρίς ωστόσο να παρέχει στους ενδιαφερομένους δικαίωμα να λάβουν FSC όταν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Οι τελευταίοι δεν έχουν δικαίωμα ούτε καν να διατηρήσουν την εξουσιοδότησή τους, ακόμη και αν εξακολουθούν να πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω απόφαση.

95.      Εντούτοις, εκτιμώ ότι, μολονότι η απόφαση 2013/488 δεν παρέχει σε μια επιχείρηση ούτε το δικαίωμα να λάβει FSC ούτε και το δικαίωμα να τη διατηρήσει, εντούτοις παρέχει στην επιχείρηση που έχει λάβει τέτοια εξουσιοδότηση ειδικό δικαίωμα συμμετοχής σε διαβαθμισμένες συμβάσεις του Συμβουλίου.

96.      Στο ίδιο πνεύμα, προκειμένου να κριθεί αν είναι εφαρμοστέο το άρθρο 47 του Χάρτη, λαμβάνονται, κατά τη γνώμη μου, υπόψη τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει μια απόφαση ανακλήσεως FSC σε συγκεκριμένη επιχείρηση. Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι, στο παράρτημα V, παράγραφος 13, της αποφάσεως 2013/488, προβλέπεται ότι «[η] ανάκληση [μιας τέτοιας εξουσιοδοτήσεως] συνιστά επαρκή λόγο για τη ΓΓΣ, ως αναθέτουσα αρχή, να καταγγείλει διαβαθμισμένη σύμβαση ή να αποκλείσει συμμετέχοντα από το διαγωνισμό». Λαμβανομένων υπόψη των αρνητικών συνεπειών που μπορεί να έχει μια απόφαση ανακλήσεως FSC για συγκεκριμένη επιχείρηση, φρονώ ότι η επιχείρηση αυτή μπορεί νομίμως να ζητήσει την τήρηση των απαιτήσεων περί πραγματικής δικαστικής προστασίας όταν αμφισβητεί τη νομιμότητα τέτοιας αποφάσεως.

97.      Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνω ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η προστασία των προσώπων, είτε φυσικών είτε νομικών, έναντι αυθαίρετων ή δυσανάλογα επαχθών επεμβάσεων της δημόσιας εξουσίας στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητάς τους (35). Κατά το Δικαστήριο, νομικό πρόσωπο δύναται να επικαλεσθεί την ως άνω προστασία, ως δικαίωμα διασφαλιζόμενο από το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, προκειμένου να προσβάλει δικαστικώς βλαπτική για το ίδιο πράξη (36).

98.      Φρονώ ότι η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 47 του Χάρτη έχει αποδειχθεί και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να διευκρινιστούν οι διαδικαστικές εγγυήσεις τις οποίες μπορεί να αντλήσει από το άρθρο αυτό μια επιχείρηση όπως η protectus σε περίπτωση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης.

2.      Επί των εγγυήσεων που απορρέουν από το άρθρο 47 του Χάρτη όσον αφορά την πρόσβαση στις ΔΠΕΕ

99.      Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου ως προς τη συμβατότητα των διαδικαστικών κανόνων που προβλέπει η σλοβακική νομοθεσία με το άρθρο 47 του Χάρτη πηγάζουν από την υποτιθέμενη απόκλιση μεταξύ της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) και εκείνης του Δικαστηρίου σχετικά με τον περιορισμό της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως στην περίπτωση διαβαθμισμένων πληροφοριών.

100. Συναφώς, κατά το αιτούν δικαστήριο, το ΕΔΔΑ, με την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Regner κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (37), έκρινε ότι, προκειμένου να συναχθεί ότι δεν συντρέχει παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεως για την ανάκληση εξουσιοδοτήσεως ασφαλείας είναι καθοριστικό να έχει πρόσβαση στο σύνολο των διαβαθμισμένων πληροφοριών επί των οποίων στηρίχθηκε η έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως (38).

101. Επομένως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, θα μπορούσε να θεωρηθεί αρκετό, υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη και της εν λόγω νομολογίας του ΕΔΔΑ σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, να μπορεί να λάβει γνώση των διαβαθμισμένων πληροφοριών μόνον το δικαστήριο που είναι επιφορτισμένο με την παροχή δικαστικής προστασίας στον ενδιαφερόμενο.

102. Τούτου δοθέντος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια τέτοια λύση δεν είναι κατ’ ανάγκην επαρκής υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στην απόφαση Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ.

103. Επομένως, το Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν, στον τομέα της προστασίας των ΔΠΕΕ, το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας μια απόφαση περί ανακλήσεως FSC δεν προσδιορίζει τις διαβαθμισμένες πληροφορίες στις οποίες αυτή στηρίχθηκε, το δε ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο δεν έχει πρόσβαση στον φάκελο της εθνικής αρχής ασφαλείας που περιέχει τις εν λόγω πληροφορίες, ενώ ο δικηγόρος του εν λόγω νομικού προσώπου μπορεί να έχει πρόσβαση στον εν λόγω φάκελο υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνει την άδεια της αρχής αυτής και εγγυάται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των γνωστοποιούμενων πληροφοριών, το δε εθνικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής έχει πρόσβαση στο σύνολο των διαβαθμισμένων πληροφοριών που περιέχονται στον φάκελο.

104. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, επισημαίνω ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, ελλείψει εφαρμοστέων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου όταν το δικαίωμά του για πρόσβαση στον φάκελο περιορίζεται κατ’ εφαρμογήν εθνικής νομοθεσίας, οι ειδικότερες λεπτομέρειες των προβλεπομένων προς τούτο διαδικασιών εμπίπτουν στην έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, βάσει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (39).

105. Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, υπενθυμίζω ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, από το άρθρο 26, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 50, παράγραφος 6, του νόμου 215/2004, προκύπτει ότι, όταν η ΕΥΑ αποφασίζει ότι ορισμένο πρόσωπο δεν μπορεί να λάβει γνώση διαβαθμισμένων πληροφοριών δυνάμει του εθνικού δικαίου, ιδίως όταν αποδεικνύεται ότι το πρόσωπο αυτό παρουσιάζει κίνδυνο από άποψη ασφαλείας, πρέπει να αναφέρει στην απόφασή της τα στοιχεία στα οποία αυτή στηρίζεται, τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων αξιολόγησε τα αποδεικτικά στοιχεία καθώς και τις πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα προσβολής της αποφάσεως.

106. Οι διαδικαστικές αυτές εγγυήσεις, οι οποίες συνίστανται στην ύπαρξη αιτιολογημένης αποφάσεως, πρέπει επίσης να ισχύουν σε σχέση με απόφαση ανακλήσεως μιας FSC, διότι άλλως θα παραβιαζόταν η αρχή της ισοδυναμίας. Επομένως, θεωρώ δεδομένο ότι μια επιχείρηση όπως η protectus, η οποία αποτελεί το αντικείμενο τέτοιας αποφάσεως, πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζει τους λόγους, τουλάχιστον ως προς το ουσιώδες τους περιεχόμενο, στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις του νόμου 215/2004, όπως έχουν ερμηνευθεί από τα εθνικά δικαστήρια. Τούτο φαίνεται να συμβαίνει λόγω της συνδέσεως που προβλέπει η σλοβακική νομοθεσία μεταξύ της ανακλήσεως βεβαιώσεως βιομηχανικής ασφαλείας και της ανακλήσεως πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας.

107. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την αρχή της ισοδυναμίας δεν μπορεί να συναχθεί υποχρέωση να γνωστοποιούνται στο πρόσωπο ως προς το οποίο εκδόθηκε απόφαση περί ανακλήσεως της FSC οι διαβαθμισμένες πληροφορίες επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση αυτή. Πράγματι, όπως προανέφερα, σύμφωνα με την πρακτική της ΕΥΑ και της επιτροπής, οι διάφορες διαβαθμισμένες πληροφορίες στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις τους δεν περιλαμβάνονται στην αιτιολογία τους. Επομένως, η πτυχή αυτή πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας.

108. Όσον αφορά την αρχή αυτή της αποτελεσματικότητας, υπογραμμίζεται ότι η αρχή αυτή τηρείται μόνον εφόσον ο επίμαχος δικονομικός κανόνας συνάδει με το δικαίωμα σε πραγματική δικαστική προστασία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη (40). Επομένως, η υποχρέωση των κρατών μελών να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης έχει ως συνέπεια την απαίτηση αποτελεσματικής ένδικης προστασίας όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη και την οποία ο εθνικός δικαστής οφείλει να τηρεί. Η προστασία αυτή πρέπει να ισχύει τόσο για τον καθορισμό των δικαιοδοτικών οργάνων που είναι αρμόδια να επιλαμβάνονται των ενδίκων προσφυγών των στηριζόμενων στο δίκαιο της Ένωσης όσο και για τον καθορισμό των σχετικών δικονομικών προϋποθέσεων (41).

109. Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, είναι υποχρεωμένα να διασφαλίζουν την τήρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο επιβάλλει, κατά τη διάρκεια ένδικης διαδικασίας, τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου (42).

110. Επομένως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο υπενθυμίζεται ότι είναι αυτοτελές (43), επιβάλλει να είναι ο ενδιαφερόμενος σε θέση να γνωρίζει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η διοικητική απόφαση που τον αφορά είτε επειδή έχει διαβάσει την ίδια την απόφαση είτε επειδή του έχουν γνωστοποιηθεί οι λόγοι αυτοί κατόπιν αιτήσεώς του, χωρίς να θίγεται η εξουσία του αρμόδιου δικαστή να απαιτήσει από την οικεία αρχή να προβεί στη γνωστοποίησή τους, προκειμένου να παρασχεθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσει, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν είναι σκόπιμο να προσφύγει στον αρμόδιο δικαστή, καθώς και για να παρασχεθεί στον δικαστή η πλήρης δυνατότητα ασκήσεως του ελέγχου νομιμότητας της επίδικης εθνικής αποφάσεως (44). Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση όχι μόνο στο σκεπτικό της αποφάσεως που τον αφορά, αλλά και σε όλα τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση στήριξε την απόφασή της, προκειμένου να είναι σε θέση να λάβει, πράγματι, θέση επί των στοιχείων αυτών (45).

111. Επιπλέον, η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των προβλεπόμενων από το άρθρο 47 του Χάρτη δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι οι διάδικοι πρέπει να έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση όλων των εγγράφων ή παρατηρήσεων που υποβάλλονται στο δικαστήριο για να επηρεάσουν την απόφασή του και να εκφέρουν σχετικώς τη γνώμη τους, όπερ προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση των στοιχείων του φακέλου του που έχουν τεθεί στη διάθεση του δικαστηρίου το οποίο καλείται να αποφανθεί επί της ασκηθείσας κατά της εν λόγω αποφάσεως προσφυγής (46).

112. Τούτου λεχθέντος, σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη. Πρέπει, επομένως, να υπομνησθεί ότι τα δικαιώματα άμυνας δεν συνιστούν απόλυτες προνομίες και ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο –το οποίο απορρέει από τα δικαιώματα αυτά– μπορεί, συνεπώς, να περιοριστεί, βάσει σταθμίσεως μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής του ενδιαφερομένου και, αφετέρου, των συμφερόντων των οποίων γίνεται επίκληση προς δικαιολόγηση της μη γνωστοποιήσεως στοιχείου του φακέλου στο πρόσωπο αυτό, ιδίως σε περίπτωση που τα ως άνω συμφέροντα άπτονται της εθνικής ασφάλειας (47). Πράγματι, ενδέχεται να αποδειχθεί αναγκαίο τόσο στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας όσο και ένδικης διαδικασίας να μη γνωστοποιηθούν στον ενδιαφερόμενο ορισμένα στοιχεία, λαμβανομένων ιδίως υπόψη λόγων αναγόμενων στην εθνική ασφάλεια (48).

113. Εντούτοις, το Δικαστήριο παγίως αρνείται να εκμηδενίσει τα δικαιώματα άμυνας, όποια και αν είναι η ευαισθησία του επίμαχου τομέα. Καλεί, σε κάθε υπόθεση, τον εθνικό δικαστή να αναζητήσει το σημείο ισορροπίας μεταξύ του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και της προστασίας των απαιτήσεων ασφαλείας.

114. Επομένως, κατά το Δικαστήριο, η στάθμιση στην οποία οφείλει να προβαίνει ο εθνικός δικαστής δεν πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αναγκαίου σεβασμού του άρθρου 47 του Χάρτη, να στερεί τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου από κάθε αποτελεσματικότητα και να καθιστά άνευ περιεχομένου το δικαίωμα προσφυγής που πρέπει να διαθέτει το πρόσωπο αυτό δυνάμει του εν λόγω άρθρου, ιδίως διά της μη γνωστοποιήσεως στον ίδιο, ή ενδεχομένως στον εκπρόσωπό του, τουλάχιστον του ουσιώδους περιεχομένου των λόγων στους οποίους στηρίχθηκε η απόφαση που ελήφθη και αφορά το πρόσωπό του (49).

115. Αντιθέτως, η στάθμιση αυτή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μη γνωστοποίηση στον ενδιαφερόμενο ορισμένων στοιχείων του φακέλου, όταν η γνωστοποίηση των εν λόγω στοιχείων ενδέχεται να θίγει κατά τρόπο άμεσο και συγκεκριμένο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, καθόσον μπορεί, μεταξύ άλλων, να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή, την υγεία ή την ελευθερία προσώπων ή να αποκαλύψει τις ειδικές μεθόδους έρευνας που μετέρχονται όργανα επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια και, συνεπώς, να παρακωλύσει σοβαρά, ή ακόμη και να εμποδίσει, τη μελλοντική άσκηση των καθηκόντων των εν λόγω οργάνων (50).

116. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, μολονότι το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει στα κράτη μέλη, ιδίως όταν το απαιτεί η εθνική ασφάλεια, να μην παρέχουν στον ενδιαφερόμενο άμεση πρόσβαση στο σύνολο του φακέλου του, το δίκαιο αυτό δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να περιάγουν το πρόσωπο αυτό σε κατάσταση κατά την οποία ούτε το ίδιο ούτε ο εκπρόσωπός του είναι σε θέση να λάβουν λυσιτελώς γνώση, ενδεχομένως στο πλαίσιο συγκεκριμένης διαδικασίας κατατείνουσας στη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, του ουσιώδους περιεχομένου των καθοριστικών στοιχείων του εν λόγω φακέλου, διότι άλλως θα συνέτρεχε παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας και της γενικής αρχής της χρηστής διοίκησης καθώς και προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής (51).

117. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφενός, ότι, όταν η γνωστοποίηση πληροφοριών του φακέλου περιορίζεται για λόγους εθνικής ασφάλειας, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου δεν διασφαλίζεται επαρκώς με το να παρέχεται στο πρόσωπο αυτό η δυνατότητα να λάβει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, άδεια προσβάσεως στις πληροφορίες αυτές συνοδευόμενη από πλήρη απαγόρευση χρησιμοποιήσεως των πληροφοριών που ελήφθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο στο πλαίσιο της διοικητικής ή της ένδικης διαδικασίας (52).

118. Αφετέρου, όσον αφορά το ζήτημα αν τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου διασφαλίζονται επαρκώς διά της παροχής στο αρμόδιο δικαστήριο της δυνατότητας να έχει πρόσβαση στον φάκελο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η ευχέρεια αυτή δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου ή του εκπροσώπου του στις πληροφορίες του φακέλου (53). Επομένως, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας κατά την ένδικη διαδικασία σημαίνει όχι ότι το αρμόδιο δικαστήριο διαθέτει όλα τα κρίσιμα στοιχεία για να λάβει την απόφασή του, αλλά ότι ο ενδιαφερόμενος, ενδεχομένως διά συμβούλου του, μπορεί να υπερασπισθεί τα συμφέροντά του εκφράζοντας την άποψή του επί των στοιχείων αυτών (54). Πράγματι, η πρόσβαση των αρμόδιων δικαστηρίων στις πληροφορίες του φακέλου και η θέσπιση διαδικασιών που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου συνιστούν δύο διακριτές και σωρευτικές απαιτήσεις (55).

119. Οι ανωτέρω σκέψεις οδήγησαν το Δικαστήριο να αποφανθεί με την πλέον πρόσφατη νομολογία του, σε συμφωνία με τις προηγούμενες αποφάσεις του, ότι η γενική αρχή της χρηστής διοίκησης και το άρθρο 47 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι, όταν μια απόφαση περί ανακλήσεως ή αρνήσεως χορηγήσεως άδειας διαμονής, εκδιδόμενη εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας στον οποίο μπορεί να αναγνωριστεί παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του εν λόγω άρθρου 20, στηρίζεται σε πληροφορίες των οποίων η γνωστοποίηση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο εκπρόσωπός του δεν μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές παρά μόνον αφού λάβουν σχετική άδεια, ενώ δεν τους γνωστοποιείται ούτε καν το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων επί των οποίων στηρίζεται μια τέτοια απόφαση και δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιήσουν, στο πλαίσιο της διοικητικής ή της ένδικης διαδικασίας, τις πληροφορίες στις οποίες μπόρεσαν ενδεχομένως να αποκτήσουν πρόσβαση (56).

120. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν τα στοιχεία αυτά που αντλούνται από τη νομολογία του Δικαστηρίου και τα συμπεράσματα στα οποία αυτό έχει καταλήξει μέχρι σήμερα, μπορούν να τύχουν εφαρμογής στον τομέα της προστασίας των ΔΠΕΕ, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι το άρθρο 47 του Χάρτη αντιτίθεται στην επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία.

121. Φρονώ ότι το ερώτημα αυτό είναι εύλογο, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας του τομέα της προστασίας των ΔΠΕΕ, η οποία τον διακρίνει από τους τομείς ως προς τους οποίους το Δικαστήριο έχει παράσχει, μέχρι σήμερα, ενδείξεις σχετικά με τη στάθμιση που πρέπει να πραγματοποιείται μεταξύ του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και των συμφερόντων των οποίων γίνεται επίκληση προκειμένου να δικαιολογηθεί η μη γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών, ιδίως όταν τα συμφέροντα αυτά αφορούν την εθνική ασφάλεια.

122. Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο, πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ειδικές περιστάσεις της κάθε περιπτώσεως, ιδίως με τη φύση της επίμαχης πράξεως, το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε και τους νομικούς κανόνες που διέπουν το σχετικό θέμα (57).

123. Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από εκείνες επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις ZZ, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ. καθώς και NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες). Πράγματι, όταν πρόκειται είτε για απόφαση που περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία πολίτη της Ένωσης για λόγους δημόσιας ασφαλείας, είτε για απόφαση απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή ανακλήσεως της προστασίας αυτής λόγω απειλής για την εθνική ασφάλεια, είτε για απόφαση ανακλήσεως ή αρνήσεως χορηγήσεως άδειας διαμονής, για λόγο εθνικής ασφαλείας, σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος μπορεί να απολαύει παράγωγου δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, η αρχή που ισχύει είναι η πλήρης γνωστοποίηση των λόγων και των πληροφοριών επί των οποίων στηρίζονται οι αποφάσεις αυτές. Επομένως, ο περιορισμός της αρχής αυτής αποτελεί εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά (58).

124. Στον τομέα της προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών, φρονώ ότι η λογική πρέπει να αντιστραφεί, οπότε η αρχή που ισχύει είναι η απαγόρευση γνωστοποιήσεως τέτοιων πληροφοριών σε μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα. Επομένως, η γνωστοποίηση διαβαθμισμένων πληροφοριών αποτελεί την εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν και μπορεί να γίνει μόνο υπέρ προσώπων που πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις προκειμένου να λάβουν εξουσιοδότηση ασφαλείας. Ως εξαίρεση, η γνωστοποίηση αυτή μπορεί νομίμως να περιορίζεται εντός αυστηρών ορίων.

125. Επομένως, ένα πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται η FSC από εθνική αρχή ασφαλείας δεν μπορεί, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας που έχει ως αντικείμενο την προσβολή αποφάσεως περί ανακλήσεως της εξουσιοδοτήσεως αυτής, να αξιώσει την πρόσβαση στις διαβαθμισμένες πληροφορίες στις οποίες στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, είτε η διαβάθμιση απορρέει από το εθνικό δίκαιο είτε από το δίκαιο της Ένωσης. Θα ήταν παράδοξο, ενώ η εθνική αρχή ασφαλείας αμφισβητεί την εξουσιοδότησή του να έχει πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες, να μπορεί ένα πρόσωπο να αποκτήσει, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, τη δυνατότητα να λάβει γνώση πληροφοριών τέτοιας φύσεως που το αφορούν. Τούτο θα ισοδυναμούσε με αποκάλυψη διαβαθμισμένων πληροφοριών στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση να εμποδιστεί η πρόσβασή του σε ΔΠΕΕ και, ως εκ τούτου, με παροχή σε αυτόν της δυνατότητας να λάβει γνώση διαβαθμισμένων πληροφοριών προκειμένου να αποδείξει ότι, αντιθέτως προς ό,τι εκτιμά η αρμόδια εθνική αρχή, είναι σε θέση να έχει πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του ίδιου του αντικειμένου της αποφάσεως περί ανακλήσεως εξουσιοδοτήσεως ασφαλείας, πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες από το πρόσωπο το οποίο αφορά η απόφαση αυτή, ακόμη και στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, θα κατέληγε, κατά τη γνώμη μου, στην αμφισβήτηση του κανόνα κατά τον οποίο μόνον τα πρόσωπα που κατέχουν τέτοια εξουσιοδότηση μπορούν να λάβουν γνώση των πληροφοριών αυτών.

126. Η τήρηση της αρχής της μη γνωστοποιήσεως των διαβαθμισμένων πληροφοριών στα πρόσωπα που αμφισβητούν την ανάκληση της εξουσιοδοτήσεως ασφαλείας τους στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας δικαιολογείται από τις απαιτήσεις προφυλάξεως και προλήψεως που είναι εγγενείς στον τομέα της προστασίας των ΔΠΕΕ, καθώς και από το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που πρέπει να αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη όσον αφορά τη χορήγηση ή την ανάκληση μιας FSC.

127. Επιπλέον, όπως επισήμανα ανωτέρω, το Δικαστήριο έχει τονίσει την ανάγκη να μη γνωστοποιούνται στον ενδιαφερόμενο ορισμένα στοιχεία του φακέλου, σε περίπτωση που η γνωστοποίηση των εν λόγω στοιχείων ενδέχεται να θίγει κατά τρόπο άμεσο και συγκεκριμένο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, καθόσον μπορεί, μεταξύ άλλων, να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή, την υγεία ή την ελευθερία ατόμων ή να αποκαλύψει τις ειδικές μεθόδους έρευνας που μετέρχονται όργανα επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια και, συνεπώς, να παρακωλύσει σοβαρά ή ακόμη και να εμποδίσει τη μελλοντική άσκηση των καθηκόντων των εν λόγω οργάνων (59). Οι επιταγές αυτές, τις οποίες τόνισε το Δικαστήριο στην απόφαση ZZ (60), και στις οποίες μπορεί να προστεθεί η ανάγκη να μη θιγούν οι εν εξελίξει ποινικές έρευνες οι οποίες θα μπορούσαν να κινηθούν εις βάρος του ενδιαφερομένου προσώπου ή του περιβάλλοντός του (61), έχουν, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερη σημασία στον τομέα της προστασίας των ΔΠΕΕ.

128. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι τα πρόσωπα που ζητούν εξουσιοδότηση ασφαλείας, όπως και εκείνα που έχουν ήδη λάβει τέτοια εξουσιοδότηση, αποτελούν αντικείμενο ερευνών που έχουν ως σκοπό να εντοπίσουν κάθε στοιχείο ικανό να εκθέσει τα πρόσωπα αυτά σε κίνδυνο εκβιασμού ή πιέσεων προκειμένου να εξαναγκαστούν να συνεργαστούν με κακόβουλες δομές ή παράγοντες που επιθυμούν να αποκτήσουν πρόσβαση στις διαβαθμισμένες πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους. Οι έρευνες αυτές βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια και μεθόδους έρευνας βάσει των οποίων μπορεί να διαπιστωθεί αν το πρόσωπο που έχει ζητήσει ή κατέχει εξουσιοδότηση ασφαλείας παρουσιάζει, με τη συμπεριφορά ή το περιβάλλον του, ευαλωτότητα δυνάμενη να χρησιμοποιηθεί από τρίτον για την απόκτηση προστατευόμενων δεδομένων. Εν ολίγοις, η αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να καθορίσει αν ένα πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο ή όχι από την άποψη της ασφάλειας και της αναγκαίας εμπιστευτικότητας των διαβαθμισμένων πληροφοριών, διασφαλίζοντας ότι το πρόσωπο αυτό είναι έντιμο και άξιο εμπιστοσύνης. Θεωρώ ουσιώδες να διαφυλάσσεται όχι μόνον ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των διαβαθμισμένων πληροφοριών που παρέχουν τη δυνατότητα σε εθνική αρχή ασφαλείας να διαπιστώνει ότι συγκεκριμένο πρόσωπο παρουσιάζει κίνδυνο για την ασφάλεια, αλλά και το απόρρητο που πρέπει να περιβάλλει τις αποδείξεις και τις μεθόδους έρευνας με τις οποίες αποδεικνύεται ένας τέτοιος κίνδυνος.

129. Επομένως, οι έρευνες που αποσκοπούν στην εκτίμηση της υπάρξεως κινδύνου για τη βιομηχανική ασφάλεια μπορούν, ως εκ της φύσεώς τους, να τυγχάνουν αυστηρής εμπιστευτικότητας, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης να μη θίγει την άσκηση της αμιγώς εθνικής αρμοδιότητας που συνίσταται στην προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών δυνάμει του εθνικού δικαίου.

130. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, στον τομέα της προστασίας των ΔΠΕΕ, η αποστολή του εθνικού δικαστή που καλείται να ελέγξει τη νομιμότητα αποφάσεως ανακλήσεως FSC πρέπει να καθοδηγείται από την αρχή της μη γνωστοποιήσεως διαβαθμισμένων πληροφοριών στον προσφεύγοντα που αμφισβητεί μια τέτοια απόφαση.

131. Εντούτοις, όπως έχω ήδη διευκρινίσει, φρονώ ότι η νομολογία του Δικαστηρίου στηρίζεται στη θεμελιώδη ιδέα ότι, ανεξαρτήτως του ευαίσθητου χαρακτήρα του επίμαχου τομέα, τα δικαιώματα άμυνας δεν μπορούν να εκμηδενισθούν και ο έλεγχος που ασκεί ο εθνικός δικαστής βάσει του συνόλου των κρίσιμων πληροφοριών δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων αυτών από τον ενδιαφερόμενο ή τον εκπρόσωπό του. Τα δικαιώματα άμυνας, τα οποία είναι απαραίτητα για να καθίσταται δυνατό, αφενός, στο πρόσωπο για το οποίο εκδίδεται απόφαση περί ανακλήσεως FSC να εκφράσει την άποψή του και, αφετέρου, στον δικαστή να ελέγξει τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής έχοντας πλήρη γνώση της καταστάσεως, προϋποθέτουν, κατά τη γνώμη μου, ότι το πρόσωπο αυτό δεν τελεί σε πλήρη άγνοια των όσων του προσάπτονται. Εξάλλου, οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται απόφαση περί ανακλήσεως FSC δεν προκύπτουν κατ’ ανάγκην όλοι από διαβαθμισμένες πληροφορίες, όπως καταδεικνύει η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση. Επιπλέον, η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, δυνάμει της οποίας το πρόσωπο που στερείται δικαιώματος απορρέοντος από FSC πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τις αιτιάσεις που του προσάπτονται, δεν πρέπει να θίγεται από το γεγονός ότι το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να διεκδικήσει δικαίωμα να λάβει ή να διατηρήσει τέτοια εξουσιοδότηση.

132. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι, μολονότι, στον τομέα της προστασίας των ΔΠΕΕ, πρέπει να υπερισχύει η αρχή της ελαχιστοποιήσεως των στοιχείων που πρέπει να γνωστοποιούνται στο πρόσωπο ως προς το οποίο έχει εκδοθεί απόφαση περί ανακλήσεως FSC, το πρόσωπο αυτό ή, κατά περίπτωση, ο εκπρόσωπός του πρέπει να γνωρίζουν, τουλάχιστον, το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Η ελάχιστη αυτή εγγύηση προκύπτει παγίως από τη νομολογία του Δικαστηρίου (62). Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό θα σκιαγραφήσω τα ακόλουθα όρια στο ειδικό πλαίσιο του επίμαχου στην υπό κρίση υπόθεση τομέα.

133. Πρώτον, η εγγύηση ότι στον ενδιαφερόμενο ή, κατά περίπτωση, στον εκπρόσωπό του πρέπει να γνωστοποιείται, τουλάχιστον, το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων στους οποίους στηρίζεται απόφαση περί ανακλήσεως FSC δεν μπορεί να οδηγήσει στην αποκάλυψη, έστω και εν μέρει, διαβαθμισμένων πληροφοριών. Επομένως, η γνωστοποίηση του ουσιώδους περιεχομένου της αιτιολογίας πρέπει να πραγματοποιείται τηρουμένου του αυστηρώς εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών αυτού του είδους. Επιπλέον, η εν λόγω γνωστοποίηση πρέπει να πραγματοποιείται υπό συνθήκες σεβασμού άλλων δημοσίων συμφερόντων τα οποία εξέθεσα ανωτέρω, όπως είναι η ανάγκη να μην αποκαλυφθούν μέθοδοι έρευνας ή να μη θιγούν οι εν εξελίξει ποινικές έρευνες.

134. Δεύτερον, φρονώ ότι, για να διασφαλίζονται επαρκώς τα δικαιώματα άμυνας του προσώπου το οποίο αφορά απόφαση περί ανακλήσεως της FSC του, δεν είναι αναγκαίο να του γνωστοποιείται το ουσιώδες περιεχόμενο όλων των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση. Κατά τη γνώμη μου, αρκεί το πρόσωπο να γνωρίζει το ουσιώδες περιεχόμενο του λόγου ή των λόγων που αποτελούν, κατά τον εθνικό δικαστή, επαρκή βάση για να στηριχθεί η απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων προφυλάξεως και προλήψεως, καθώς και του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που πρέπει να αναγνωρίζεται στην αρμόδια εθνική αρχή στον τομέα της προστασίας των ΔΠΕΕ (63).

135. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, θεωρώ ότι η σλοβακική νομοθεσία περιέχει επαρκείς εγγυήσεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας προσώπου ως προς το οποίο έχει εκδοθεί απόφαση περί ανακλήσεως FSC.

136. Εν προκειμένω, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, το δικαστήριο που ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής έχει πρόσβαση στο σύνολο του φακέλου της εθνικής αρχής ασφαλείας. Εξάλλου, αν το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο δεν έχει πρόσβαση στον φάκελο που περιέχει τις διαβαθμισμένες πληροφορίες οι οποίες χρησίμευσαν, παράλληλα με άλλα στοιχεία, ως βάση της απόφασης, ο δικηγόρος του νομικού προσώπου μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στον φάκελο υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνει την άδεια της αρχής αυτής και εγγυάται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των γνωστοποιούμενων πληροφοριών. Επισημαίνω, επιπλέον, ότι, κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, κατόπιν αιτήματος του δικηγόρου της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, η ΕΥΑ της γνωστοποίησε δύο διαβαθμισμένα αποδεικτικά έγγραφα.

137. Πέραν των διαβαθμισμένων αυτών πληροφοριών, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η ΕΥΑ έλαβε γνώση μη διαβαθμισμένων πληροφοριών από τις οποίες προέκυπτε, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ή μέλη του διοικητικού της συμβουλίου αποτελούσαν αντικείμενο ποινικής έρευνας, ότι είχε συνάψει συμβάσεις με εταιρίες που αποτελούσαν το αντικείμενο τέτοιας έρευνας, ότι είχε καταβάλει στις εταιρίες αυτές ασυνήθη ποσά και ότι υπήρχαν υπόνοιες για την ύπαρξη δεσμών μεταξύ του προσωπικού της και άλλης εταιρίας με την οποία είχε συμμετάσχει σε διαγωνισμούς, οπότε οι δύο εταιρίες είχαν υποβάλει προσφορά υπό κοινό έλεγχο. Δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είχε τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί των πληροφοριών που απέκτησε κατ’ αυτόν τον τρόπο η ΕΥΑ.

138. Επιπλέον, η ακύρωση από την ΕΥΑ της βεβαιώσεως βιομηχανικής ασφαλείας, η οποία είχε επέφερε την αυτοδίκαιη ακύρωση του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας, στηριζόταν στη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης παρουσίαζε κίνδυνο για την ασφάλεια λόγω της διατηρήσεως εμπορικών δεσμών ικανών να βλάψουν τα συμφέροντα της Σλοβακικής Δημοκρατίας στον τομέα της ασφαλείας και λόγω δραστηριότητας κατά των οικονομικών συμφερόντων του εν λόγω κράτους μέλους. Στην αιτιολογία της αποφάσεως, η ΕΥΑ παρέπεμψε, αφενός, σε μη διαβαθμισμένες πληροφορίες τις οποίες εξέθεσε λεπτομερώς και, αφετέρου, σε διαβαθμισμένες πληροφορίες των οποίων το περιεχόμενο δεν προσδιόρισε.

139. Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης αμφισβητεί με την προσφυγή της τις διάφορες πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις επί τη βάσει των οποίων η ΕΥΑ και η επιτροπή στήριξαν το συμπέρασμά τους ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης παρουσίαζε κίνδυνο για την ασφάλεια, πράγμα που υποδηλώνει ότι οι εκτιμήσεις αυτές γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η οποία, ως εκ τούτου, είχε τη δυνατότητα να τις αμφισβητήσει.

140. Από τα στοιχεία αυτά συνάγω ότι, κατ’ εφαρμογήν των εγγυήσεων που προβλέπει η σλοβακική νομοθεσία, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν βρίσκεται σε κατάσταση άγνοιας των όσων της προσάπτονται, έστω και αν δεν διέθετε, ορθώς κατά τη γνώμη μου, όλες τις διαβαθμισμένες πληροφορίες των οποίων ήθελε να λάβει γνώση. Αντιθέτως, τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης γνωστοποιήθηκε το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων που μπορούσαν να αποτελέσουν επαρκή βάση της απόφασης περί ανακλήσεως της FSC της, πράγμα το οποίο εναπόκειται βεβαίως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Τούτο σημαίνει ότι, αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι οι λόγοι που εκτίθενται στην απόφαση αυτή αρκούν για να τη δικαιολογήσουν, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που πρέπει να αναγνωρίζεται στην αρμόδια εθνική αρχή στον τομέα της προστασίας των ΔΠΕΕ, και του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης μπόρεσε να τοποθετηθεί επί των λόγων αυτών, πράγμα το οποίο φαίνεται να συνέβη, δεν συντρέχει λόγος να διαπιστωθεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

141. Κατά συνέπεια, το άρθρο 47 του Χάρτη πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας μια απόφαση με την οποία ακυρώνεται FSC δεν προσδιορίζει τις διαβαθμισμένες πληροφορίες στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση αυτή και το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο δεν έχει πρόσβαση στον φάκελο της εθνικής αρχής ασφαλείας που περιέχει τις πληροφορίες αυτές, εφόσον, πρώτον, ο δικηγόρος του νομικού προσώπου δύναται να έχει πρόσβαση στον φάκελο υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνει την άδεια της ως άνω αρχής και εγγυάται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των γνωστοποιούμενων πληροφοριών, δεύτερον, το εθνικό δικαστήριο που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως έχει πρόσβαση στο σύνολο των διαβαθμισμένων πληροφοριών που περιέχονται στον φάκελο και, τρίτον, το νομικό πρόσωπο έλαβε γνώση του ουσιώδους περιεχομένου των λόγων που μπορούσαν να αποτελέσουν επαρκή βάση για την τεκμηρίωση της αποφάσεως, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διακριβώσει.

Δ.      Επί του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

142. Με το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι δικαστήριο, στο οποίο απόκειται να ελέγξει τη νομιμότητα αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται FSC στηριζόμενη εν μέρει σε διαβαθμισμένες πληροφορίες, διαθέτει την εξουσία να επιτρέπει στο νομικό πρόσωπο το οποίο αφορά η απόφαση την πρόσβαση στον φάκελο της εθνικής αρχής ασφαλείας που περιέχει τις σχετικές πληροφορίες. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης διευκρινίσεις ως προς το περιεχόμενο της εν λόγω εξουσίας.

143. Διευκρινίζεται ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται από το αιτούν δικαστήριο για την περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ότι η σλοβακική νομοθεσία αντιβαίνει στο άρθρο 47 του Χάρτη. Όπως επισήμανα ανωτέρω, υπό την επιφύλαξη των διακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, φρονώ ότι οι εγγυήσεις που προβλέπει η εν λόγω νομοθεσία είναι, συνολικά θεωρούμενες, επαρκείς για τη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας προσώπου ως προς το οποίο έχει εκδοθεί απόφαση περί ανακλήσεως της FSC του.

144. Φρονώ, ωστόσο, ότι είναι χρήσιμο να δοθεί απάντηση στο αιτούν δικαστήριο ως προς το ζήτημα αν το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι το δικαστήριο που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο της νομιμότητας τέτοιας αποφάσεως επιβάλλεται να διαθέτει, πέραν των εγγυήσεων που προβλέπει η σλοβακική νομοθεσία, την εξουσία να επιτρέπει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου στο σύνολο του φακέλου που περιέχει διαβαθμισμένες πληροφορίες.

145. Ως προς το ζήτημα αυτό, η λύση που προέκρινε πρόσφατα το Δικαστήριο στην απόφασή του NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να εφαρμοστεί κατά μείζονα λόγο στον τομέα της προστασίας των ΔΠΕΕ (64).

146. Πράγματι, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στα διδάγματα της απόφασης ZZ (65) για να κρίνει ότι τα κράτη μέλη επιτρέπεται να επιφυλάσσουν στις αρμόδιες για την ασφάλεια εθνικές αρχές την εξουσία να γνωστοποιούν ή όχι λόγους ή αποδεικτικά στοιχεία, υπό τον όρο ότι το αρμόδιο δικαστήριο έχει την εξουσία να συναγάγει τις συνέπειες από την τελική απόφαση που έλαβαν συναφώς οι αρχές αυτές (66).

147. Κατά το Δικαστήριο, μια τέτοια λύση είναι ικανή, όταν εθνική αρχή εμποδίζει αδικαιολόγητα τη γνωστοποίηση του συνόλου ή μέρους των στοιχείων στα οποία στηρίζεται η επίμαχη απόφαση, να διασφαλίσει την πλήρη τήρηση του άρθρου 47 του Χάρτη, καθόσον εγγυάται ότι η εκ μέρους της εν λόγω αρχής παράβαση των διαδικαστικών υποχρεώσεων που υπέχει δεν θα οδηγήσει στην έκδοση δικαστικής απόφασης στηριζόμενης σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα των οποίων ο αιτών δεν μπόρεσε να λάβει γνώση και επί των οποίων δεν ήταν, επομένως, σε θέση να τοποθετηθεί (67).

148. Το Δικαστήριο συνάγει από τις κρίσεις αυτές ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 47 του Χάρτη συνεπάγεται ότι το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να ελέγξει απόφαση στηριζόμενη σε διαβαθμισμένες πληροφορίες πρέπει κατ’ ανάγκην να έχει την εξουσία να αποχαρακτηρίσει ορισμένες πληροφορίες και να κοινοποιήσει το ίδιο τις πληροφορίες αυτές στον προσφεύγοντα, δεδομένου ότι δεν απαιτούνται τέτοιος αποχαρακτηρισμός και τέτοια κοινοποίηση προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική δικαστική προστασία στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της νομιμότητας της προσβαλλόμενης αποφάσεως (68).

149. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, φρονώ ότι στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι το δικαστήριο στο οποίο απόκειται να ελέγξει τη νομιμότητα αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται FSC στηριζόμενη εν μέρει σε διαβαθμισμένες πληροφορίες δεν επιβάλλεται να έχει την εξουσία να επιτρέπει την πρόσβαση του νομικού προσώπου το οποίο αφορά η απόφαση στον φάκελο της εθνικής αρχής ασφαλείας που περιέχει τέτοιες πληροφορίες.

150. Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί από το Δικαστήριο στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει, κατά τη γνώμη μου, η εξέταση του τετάρτου ερωτήματος.

IV.    Πρόταση

151. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Najvyšší správny súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) ως εξής:

1)      Το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι ένα κράτος μέλος εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης όταν ένα από τα δικαστήριά του ελέγχει τη νομιμότητα αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ισοδυναμεί με εξουσιοδότηση ασφαλείας φορέα (FSC), κατά την έννοια του άρθρου 11 και του παραρτήματος V της αποφάσεως 2013/488 του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ. Συναφώς, είναι αδιάφορο αν η εθνική νομοθεσία συνδέει την εγκυρότητα του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας με την εγκυρότητα εθνικής βεβαιώσεως βιομηχανικής ασφαλείας, στο μέτρο που η ανάκληση του πιστοποιητικού στηρίζεται στη διαπίστωση ότι ο κάτοχός του παρουσιάζει κίνδυνο για την ασφάλεια.

2)      Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας μια απόφαση με την οποία ακυρώνεται FSC δεν προσδιορίζει τις διαβαθμισμένες πληροφορίες στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση αυτή και το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο δεν έχει πρόσβαση στον φάκελο της εθνικής αρχής ασφαλείας που περιέχει τις πληροφορίες αυτές, εφόσον, πρώτον, ο δικηγόρος του νομικού προσώπου δύναται να έχει πρόσβαση στον φάκελο υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνει την άδεια της ως άνω αρχής και εγγυάται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των γνωστοποιούμενων πληροφοριών, δεύτερον, το εθνικό δικαστήριο που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως έχει πρόσβαση στο σύνολο των διαβαθμισμένων πληροφοριών που περιέχονται στον φάκελο και, τρίτον, το νομικό πρόσωπο έλαβε γνώση του ουσιώδους περιεχομένου των λόγων που μπορούσαν να αποτελέσουν επαρκή βάση για την τεκμηρίωση της αποφάσεως.

3)      Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχει την έννοια ότι το δικαστήριο στο οποίο απόκειται να ελέγξει τη νομιμότητα αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται FSC στηριζόμενη εν μέρει σε διαβαθμισμένες πληροφορίες δεν επιβάλλεται να έχει την εξουσία να επιτρέπει την πρόσβαση του νομικού προσώπου το οποίο αφορά η απόφαση στον φάκελο της εθνικής αρχής ασφαλείας που περιέχει τέτοιες πληροφορίες.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2013, L 274, σ. 1.


3      Στο εξής: Χάρτης.


4      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ 2015, L 72, σ. 53), και απόφαση του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 15ης Απριλίου 2013, σχετικά με τους κανόνες που διέπουν την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΕ 2014, C 96, σ. 1). Επισημαίνεται επίσης η συμφωνία των αντιπροσώπων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 4ης Μαΐου 2011, σχετικά με την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών οι οποίες ανταλλάσσονται προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2011, C 202, σ. 13).


5      C‑159/21, στο εξής: απόφαση Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., EU:C:2022:708.


6      ΕΕ 2013, L 180, σ. 60.


7      Βλ. απόφαση Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ. (σκέψη 60).


8      Βλ. απόφαση Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ. (σκέψη 57).


9      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Απριλίου 2024, NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) [C‑420/22 και C‑528/22, στο εξής: απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες), EU:C:2024:344, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].


10      Στο εξής: νόμος 215/2004.


11      Το άρθρο 46, στοιχείο c, του νόμου 215/2004 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε επιχείρηση η οποία είναι «αξιόπιστη από άποψη ασφάλειας».


12      Στο εξής: απόφαση 134/2016.


13      Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο d, του διατάγματος 134/2016.


14      Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο a, του διατάγματος 134/2016.


15      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψεις 17 και 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)· της 5ης Μαΐου 2022, BPC Lux 2 κ.λπ. (C‑83/20, EU:C:2022:346, σκέψεις 25 και 26), καθώς και της 25ης Ιανουαρίου 2024, Parchetul de pe lângă Curtea de Apel Craiova κ.λπ. (C‑58/22, EU:C:2024:70, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 19), και της 13ης Δεκεμβρίου 2017, El Hassani (C‑403/16, EU:C:2017:960, σκέψη 33).


17      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2024, Parchetul de pe lângă Curtea de Apel Craiova κ.λπ. (C‑58/22, EU:C:2024:70, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2016, Paoletti κ.λπ. (C‑218/15, EU:C:2016:748, σκέψη 14 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Glavna direktsia «Pozharna bezopasnost i zashtita na naselenieto» (C‑262/20, EU:C:2022:117, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


19      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, BPC Lux 2 κ.λπ. (C‑83/20, EU:C:2022:346, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


20      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2023, Ministero dell’Istruzione και INPS (C‑270/22, EU:C:2023:933, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


21      Βλ. απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 103).


22      Βλ. άρθρο 60, παράγραφος 7, του νόμου 215/2004, το οποίο, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 6, του διατάγματος 134/2016, έχει εφαρμογή στο πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφάλειας.


23      Βλ., ειδικότερα, παράγραφο 9, στοιχεία αʹ και βʹ, του παραρτήματος.


24      Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο a, του διατάγματος 134/2016.


25      Η υπογράμμιση δική μου. Το προσάρτημα B της αποφάσεως 2013/488, σχετικά με την αντιστοιχία των διαβαθμίσεων ασφαλείας, μαρτυρά επίσης τη στενή σχέση μεταξύ των εθνικών διαβαθμίσεων και των διαβαθμίσεων της Ένωσης.


26      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Ministrstvo za obrambo (C‑742/19, EU:C:2021:597, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


27      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 28).


28      Βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, TSN και AKT (C‑609/17 και C‑610/17, EU:C:2019:981, σκέψη 50).


29      Βλ., μεταξύ άλλων, άρθρο 1, παράγραφος 2· άρθρο 11, παράγραφοι 4 έως 6, και άρθρο 15, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2013/488. Σε μια λογική αμοιβαιότητας, το άρθρο 4, παράγραφος 3, της αποφάσεως προβλέπει ότι, «[ό]ταν τα κράτη μέλη αποστέλλουν διαβαθμισμένες πληροφορίες με εθνική σήμανση διαβάθμισης ασφαλείας στις δομές ή τα δίκτυα της Ένωσης, το Συμβούλιο και η ΓΓΣ προστατεύουν τις πληροφορίες αυτές σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις ΔΠΕΕ στο αντίστοιχο επίπεδο όπως ορίζεται στον πίνακα αντιστοιχίας των διαβαθμίσεων ασφαλείας του προσαρτήματος Β».


30      Βλ. σημείο 60 των παρουσών προτάσεων.


31      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, K.B. και F.S. (Αυτεπάγγελτη εξέταση στον ποινικό τομέα) (C‑660/21, EU:C:2023:498, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


32      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Μαΐου 2023, Funke (C‑626/21, EU:C:2023:412, σκέψη 76).


33      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 22ας Φεβρουαρίου 2022, RS (Αποτέλεσμα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου) (C‑430/21, EU:C:2022:99, σκέψη 34)· της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries (C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 32), καθώς και της 4ης Μαΐου 2023, Agenția Națională de Integritate (C‑40/21, EU:C:2023:367, σκέψη 84).


34      Βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund (C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψεις 42 και 51).


35      Βλ., μεταξύ άλλων, όσον αφορά το ζήτημα αν ένα νομικό πρόσωπο, στο οποίο η αρμόδια εθνική αρχή έχει απευθύνει διαταγή παροχής ορισμένων πληροφοριών ή απόφαση περί επιβολής κυρώσεως λόγω μη συμμορφώσεως προς τη διαταγή αυτή, πρέπει να έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη σε περίπτωση εκδόσεως τέτοιων αποφάσεων, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund (C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψη 51)· της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαίωμα προσφυγής κατά αιτήματος παροχής πληροφοριών σε φορολογικά θέματα) (C‑245/19 και C‑246/19, EU:C:2020:795, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και της 25ης Νοεμβρίου 2021, État luxembourgeois (Πληροφορίες για μια ομάδα φορολογουμένων) (C‑437/19, EU:C:2021:953, σκέψη 87).


36      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαίωμα προσφυγής κατά αιτήματος παροχής πληροφοριών σε φορολογικά θέματα) (C‑245/19 και C‑246/19, EU:C:2020:795, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 25ης Νοεμβρίου 2021, État luxembourgeois (Πληροφορίες για μια ομάδα φορολογουμένων) (C‑437/19, EU:C:2021:953, σκέψη 87).


37      CE:ECHR:2017:0919JUD003528911. Στην υπόθεση εκείνη, το Národní Bezpečnostní úřad (εθνικό γραφείο ασφάλειας, Τσεχική Δημοκρατία) (στο εξής: Γραφείο) αποφάσισε να παύσει την ισχύ βεβαιώσεως ασφαλείας που είχε χορηγηθεί στον προσφεύγοντα προκειμένου να του επιτραπεί να ασκήσει τα καθήκοντα του αναπληρωτή του Prvního náměstka Ministra obrany (Υφυπουργού Άμυνας, Τσεχική Δημοκρατία), με την αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος παρουσίαζε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Ωστόσο, η απόφαση δεν ανέφερε τις εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες στηριζόταν· δεδομένου ότι οι πληροφορίες αυτές κατατάχθηκαν στην κατηγορία «για αποκλειστική χρήση», ο νόμος δεν επέτρεπε τη γνωστοποίησή τους στον ενδιαφερόμενο. Εν συνεχεία, η αίτηση ακυρώσεως του προσφεύγοντος απορρίφθηκε από το Městský soud v Praze (περιφερειακό δικαστήριο Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία), στο οποίο είχαν διαβιβαστεί τα επίμαχα έγγραφα από το Γραφείο. Ο προσφεύγων και ο δικηγόρος του δεν είχαν το δικαίωμα να λάβουν γνώση τους. Στη συνέχεια, οι προσφυγές του προσφεύγοντος δεν ευδοκίμησαν. Ενώπιον του ΕΔΔΑ, ο προσφεύγων προέβαλε παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950) (στο εξής: ΕΣΔΑ). Κατήγγειλε τον άδικο χαρακτήρα της διοικητικής διαδικασίας λόγω της αδυναμίας του να λάβει γνώση καθοριστικού αποδεικτικού στοιχείου, χαρακτηριζόμενου ως εμπιστευτικού πληροφοριακού στοιχείου, το οποίο είχε τεθεί στη διάθεση των δικαστηρίων από το καθού.


38      Βλ. § 152 της αποφάσεως. Η διαδικασία που κίνησε ο προσφεύγων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων είχε υποστεί δύο περιορισμούς σε σχέση με τους κανόνες του κοινού δικαίου που αποσκοπούν στη διασφάλιση δίκαιης δίκης: Αφενός, τα διαβαθμισμένα έγγραφα και πληροφορίες δεν ήταν προσβάσιμα ούτε στον ίδιο ούτε στον δικηγόρο του και, αφετέρου, στο μέτρο που η απόφαση περί ανακλήσεως στηριζόταν σε τέτοια έγγραφα, η αιτιολογία της αποφάσεως δεν του κοινοποιήθηκε (§ 150). Εξετάζοντας την επίμαχη διαδικασία στο σύνολό της, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το ΕΔΔΑ έλαβε, ειδικότερα, υπόψη τις εξουσίες που απονέμονται στα εθνικά δικαστήρια. Συγκεκριμένα, τα δικαστήρια είχαν πρόσβαση, χωρίς περιορισμούς, σε όλα τα διαβαθμισμένα έγγραφα επί των οποίων είχε στηριχθεί το Γραφείο για να δικαιολογήσει την απόφασή του· είχαν την εξουσία να προβούν σε ενδελεχή εξέταση των λόγων που προέβαλε το Γραφείο για να μην κοινοποιήσει τα διαβαθμισμένα έγγραφα και να διατάξουν την κοινοποίηση εκείνων των οποίων τη διαβάθμιση δεν έκριναν δικαιολογημένη· μπορούσαν επίσης να εκτιμήσουν το βάσιμο της αποφάσεως του Γραφείου με την οποία διατάχθηκε η ανάκληση του πιστοποιητικού ασφαλείας και να ακυρώσουν, ενδεχομένως, μια αυθαίρετη απόφαση (§ 152). Η αρμοδιότητά τους καταλάμβανε το σύνολο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και δεν περιοριζόταν στην εξέταση των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων, ο οποίος έτυχε ακροάσεως από τους δικαστές και είχε τη δυνατότητα να υποβάλει επίσης τα γραπτά αιτήματά του (§ 153). Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα επιληφθέντα δικαστήρια είχαν ασκήσει προσηκόντως τις ελεγκτικές εξουσίες που διέθεταν σε αυτό το είδος διαδικασίας, τόσο ως προς την ανάγκη διατηρήσεως του εμπιστευτικού χαρακτήρα των διαβαθμισμένων εγγράφων όσο και ως προς τη δικαιολόγηση της ανακλήσεως της βεβαιώσεως ασφαλείας του προσφεύγοντος, αιτιολογώντας τις αποφάσεις τους υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως (§ 154).


39      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και σκέψη 87).


40      Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek στην υπόθεση An tAire Talmhaíochta Bia agus Mara κ.λπ. (C‑64/20, EU:C:2021:14, σημείο 41), ο οποίος επισημαίνει ότι «η απαίτηση της αποτελεσματικότητας, νοούμενη ως όρος για την εφαρμογή της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, [...] ουσιαστικά αλληλοεπικαλύπτεται με το θεμελιώδες δικαίωμα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 47 του Χάρτη».


41      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2014, Sánchez Morcillo και Abril García (C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και της 22ας Απριλίου 2021, Profi Credit Slovakia (C‑485/19, EU:C:2021:313, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας «δεν συνεπάγεται [...] άλλες απαιτήσεις πέραν εκείνων που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στον Χάρτη, και ιδίως από το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας» [βλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Staatssecretaris van Veiligheid en justitie (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης) (C‑180/17, EU:C:2018:775, σκέψη 43)].


42      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ. (σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


43      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 140 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 20ής Φεβρουαρίου 2024, X (Μη αιτιολόγηση καταγγελίας) (C‑715/20, EU:C:2024:139, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «το άρθρο 47 του Χάρτη είναι αυτοτελές και δεν χρειάζεται να εξειδικεύεται με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό».


44      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Minister van Buitenlandse Zaken (C‑225/19 και C‑226/19, EU:C:2020:951, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


45      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


46      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


47      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


48      Πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ (C‑300/11, στο εξής: απόφαση ZZ, EU:C:2013:363, σκέψη 54).


49      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


50      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


51      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


52      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


53      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


54      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


55      Βλ. απόφαση Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ. (σκέψη 59).


56      Βλ. απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 101).


57      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund (C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


58      Βλ. απόφαση ΖΖ (σκέψη 49). Εντούτοις, με την ίδια σκέψη το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η εν λόγω στενή ερμηνεία δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας η διάταξη του δικαίου της Ένωσης που προβλέπει την επίμαχη παρέκκλιση. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο κλήθηκε το Δικαστήριο να κρίνει αν και σε ποιον βαθμό το άρθρο 30, παράγραφος 2, και το άρθρο 31 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, καθώς και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35 και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34), επιτρέπουν τη μη γνωστοποίηση της ακριβούς και πλήρους αιτιολογίας αποφάσεως που ελήφθη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 27 της ίδιας οδηγίας, οι διατάξεις της οποίας πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο σύμφωνο προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 47 του Χάρτη (σκέψη 50). Βλ., γενικότερα, επί του κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Deutsche Umwelthilfe (Έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων) (C‑873/19, EU:C:2022:857, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


59      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


60      Βλ. σκέψη 66 της αποφάσεως.


61      Βλ., συναφώς, απόφαση του ΕΔΔΑ της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Regner κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (CE:ECHR:2017:0919JUD003528911 § 157), στην οποία το ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι κατά του προσφεύγοντος είχαν ασκηθεί ποινικές διώξεις για συμμετοχή στο οργανωμένο έγκλημα, συνέργεια σε κατάχρηση δημόσιας εξουσίας, συνέργεια σε υπεξαιρέσεις σε διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων και αναθέσεως δημοσίων έργων, καθώς και συνέργεια σε παραβάσεις επιτακτικών κανόνων στον τομέα των οικονομικών σχέσεων. Εκτιμά, επομένως, ότι είναι κατανοητό ότι, όταν υφίστανται τέτοιες υπόνοιες, οι αρχές κρίνουν αναγκαίο να ενεργήσουν ταχέως χωρίς να αναμείνουν την έκβαση της ποινικής έρευνας, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την αποκάλυψη, σε πρώιμο στάδιο, των υπονοιών που βαρύνουν τους ενδιαφερομένους, πράγμα που θα ενείχε τον κίνδυνο παρακώλυσης της ποινικής έρευνας.


62      Βλ. αποφάσεις ZZ (σκέψεις 65, 68 και 69), Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ. (σκέψεις 51, 53 και 60), καθώς και NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψεις 95, 97, 101, 111 και 116). Σημειώνω επίσης ότι, στην απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Regner κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (CE:ECHR:2017:0919JUD003528911 § 160), το ΕΔΔΑ επέδειξε ευαισθησία ώστε το πρόσωπο ως προς το οποίο ανακαλείται η διαπίστευση ασφαλείας να μπορεί να διαθέτει, σε απόλυτη συμβατότητα με την προστασία της εμπιστευτικότητας και της ομαλής διεξαγωγής των ερευνών που το αφορούν, έστω και συνοπτικές ενδείξεις σχετικά με τις αιτιάσεις που του προσάπτονται..


63      Συναφώς, το Δικαστήριο θα μπορούσε να εμπνευστεί από όσα έκρινε στον τομέα των περιοριστικών μέτρων με την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi (C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 130), ήτοι ότι, λαμβανομένης υπόψη της προληπτικής φύσεως των επίμαχων μέτρων, αν, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο δικαστής της Ένωσης κρίνει ότι, τουλάχιστον, ο ένας από τους λόγους που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική έκθεση που παρέσχε η επιτροπή κυρώσεων είναι επαρκώς ακριβής και συγκεκριμένος, ότι είναι τεκμηριωμένος και ότι συνιστά αυτός καθεαυτόν επαρκές έρεισμα για να στηρίξει την απόφαση αυτή, το γεγονός ότι άλλοι μεταξύ των λόγων αυτών δεν συνιστούν τέτοιο έρεισμα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως. Στην αντίστροφη περίπτωση, θα προβεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως.


64      Βλ. απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψεις 102 έως 116).


65      Βλ. απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψεις 106 έως 112).


66      Βλ. απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 113).


67      Βλ. απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 114).


68      Βλ. απόφαση NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες) (σκέψη 115).