Language of document :

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

TAMARA ĆAPETA

της 16ης Δεκεμβρίου 2021 (1)

Υπόθεση C54/20 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Stefano Missir Mamachi di Lusignano,

Maria Letizia Missir Mamachi di Lusignano

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω μη εκπλήρωσης από θεσμικό όργανο της υποχρέωσης διασφάλισης της προστασίας των υπαλλήλων του – Θανών υπάλληλος – Ψυχική οδύνη την οποία υπέστησαν ο αδελφός και η αδελφή του υπαλλήλου – Ένδικο βοήθημα – Άρθρα 268, 270 και 340 ΣΛΕΕ – Ενεργητική νομιμοποίηση»






I.      Εισαγωγή

1.        Τον Σεπτέμβριο του 2006, ο Alessandro Missir Mamachi di Lusignano (στο εξής: θανών υπάλληλος) και η σύζυγός του δολοφονήθηκαν στην οικία τους στο Ραμπάτ (Μαρόκο), την οποία είχε μισθώσει για λογαριασμό τους η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο Α. Missir Mamachi di Lusignano επρόκειτο να αναλάβει καθήκοντα πολιτικού και διπλωματικού συμβούλου στην αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ήταν, επομένως, υπάλληλος θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.        Η υπό κρίση υπόθεση αποτελεί το πιο πρόσφατο στάδιο μιας μακράς σειράς δικών ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2) η οποία είχε ως αφετηρία το εν λόγω ατυχές και τραγικό γεγονός. Η υπόθεση αυτή παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει τη νομολογία του σχετικά με το δικαίωμα αποζημίωσης το οποίο γεννάται στο πλαίσιο υπαλληλικών υποθέσεων, ήτοι υποθέσεων που αφορούν τη σχέση εργασίας προσώπου το οποίο απασχολείται σε θεσμικό όργανο ή άλλον οργανισμό της Ένωσης. Ειδικότερα, προσφέρει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να παράσχει διευκρινίσεις όσον αφορά την οριοθέτηση μεταξύ της αρμοδιότητας δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και της αρμοδιότητας δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ.

3.        Η υπό κρίση αναίρεση έχει ασκηθεί από την Επιτροπή κατά της απόφασης της 20ής Νοεμβρίου 2019, Missir Mamachi di Lusignano κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑502/16, EU:T:2019:795, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την Επιτροπή να καταβάλει, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, 50 000 ευρώ στη μητέρα του θανόντος υπαλλήλου και από 10 000 ευρώ στην αδελφή και στον αδελφό του ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν λόγω του τραγικού συμβάντος.

4.        Η Επιτροπή αποδέχεται την απόφαση κατά το μέρος που αφορά τη μητέρα, αλλά αμφισβητεί τις κρίσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο προς απάντηση στις αξιώσεις χρηματικής ικανοποίησης που προέβαλαν ο αδελφός και η αδελφή. Το βασικό ζήτημα που τίθεται με την αίτηση αναιρέσεως είναι αν ο αδελφός και η αδελφή νομιμοποιούνταν να ασκήσουν τις αγωγές αποζημίωσης προς χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης ιδίω ονόματι δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο απονέμει στο Δικαστήριο αρμοδιότητα στις υπαλληλικές υποθέσεις (3), ή αν έπρεπε να είχαν χρησιμοποιήσει ως νομική βάση το άρθρο 268 ΣΛΕΕ, το οποίο διέπει τη γενική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου επί των αγωγών αποζημίωσης λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

II.    Το νομικό πλαίσιο

5.        Εκτός από τα άρθρα 268, 270 και 340 ΣΛΕΕ, οι ακολούθως παρατιθέμενες διατάξεις είναι επίσης κρίσιμες στην υπό κρίση υπόθεση.

6.        Το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 270 ΣΛΕΕ, ορίζει τα εξής:

«Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για κάθε διαφορά μεταξύ της Ένωσης και ενός προσώπου που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό, περί της νομιμότητας ενός μέτρου που θίγει το πρόσωπο αυτό κατά την έννοια του άρθρου 90 παράγραφος 2. Στις χρηματικές διαφορές το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας.»

7.        Το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, προβλέπει ότι πρόσωπο που υπόκειται στον ΚΥΚ δύναται να ασκήσει ένδικο βοήθημα ενώπιον του Δικαστηρίου μόνον εφόσον έχει προηγουμένως υποβάλει στην αρμόδια για διορισμούς αρχή αίτημα κατά πράξης η οποία θίγει τα συμφέροντά του.

8.        Διάφορες άλλες διατάξεις του ΚΥΚ μνημονεύθηκαν ή προβλήθηκαν επίσης στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθώς και στις προγενέστερες διαδικασίες σχετικά με τις αξιώσεις αποζημίωσης λόγω του θανάτου του A. Missir Mamachi di Lusignano και της συζύγου του. Επομένως, οι διατάξεις αυτές πρέπει να αναφερθούν στις παρούσες προτάσεις.

9.        Τα προβαλλόμενα κρίσιμα σημεία του άρθρου 73 του ΚΥΚ έχουν ως εξής:

«1.      Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται βάσει ρυθμίσεως που θεσπίζεται με κοινή συμφωνία των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, ο υπάλληλος καλύπτεται από την ημέρα αναλήψεως της υπηρεσίας κατά των κινδύνων επαγγελματικών ασθενειών και των κινδύνων ατυχημάτων. Συμμετέχει υποχρεωτικά, εντός ορίου 0,1 % του βασικού του μισθού, στην κάλυψη των κινδύνων εκτός υπηρεσίας.

Οι μη καλυπτόμενοι κίνδυνοι προσδιορίζονται στη ρύθμιση αυτή.

2.      Οι παροχές που εξασφαλίζονται είναι οι ακόλουθες:

α)      Σε περίπτωση θανάτoυ:

Καταβολή στα κατωτέρω απαριθμούμενα πρόσωπα κεφαλαίου ίσου προς το πενταπλάσιο του ετησίου βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, υπολογιζόμενου βάσει των μηνιαίων μισθών που χορηγούνται κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα:

–        στο σύζυγο και στα τέκνα του αποθανόντος υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου· το ποσό που πρόκειται να καταβληθεί στο σύζυγο δεν δύναται να είναι εν τούτοις κατώτερο από το 25 % του κεφαλαίου,

–        ελλείψει προσώπων της κατηγορίας που αναφέρεται ανωτέρω, στους λοιπούς κατιόντες σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου,

–        ελλείψει προσώπων των δύο κατηγοριών που αναφέρονται ανωτέρω, στους ανιόντες, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου,

–        ελλείψει προσώπων των τριών κατηγοριών που αναφέρονται ανωτέρω, στο όργανο.»

10.      Περαιτέρω διατάξεις του ΚΥΚ των οποίων έγινε επίκληση είναι οι εξής.

11.      Το άρθρο 40, παράγραφος 2, σημείο iii, του ΚΥΚ, το οποίο παρέχει σε κάθε υπάλληλο το δικαίωμα να λάβει άδεια χωρίς αποδοχές για προσωπικούς λόγους, αν αυτό είναι αναγκαίο, μεταξύ άλλων, για «να συνδράμει την(τον) σύζυγό του(της), ανιόντα ή κατιόντα συγγενή, αδελφό ή αδελφή σε περίπτωση ιατρικά πιστοποιημένης σοβαρής ασθένειας ή αναπηρίας».

12.      Το άρθρο 42β του ΚΥΚ, το οποίο ορίζει ότι «[ο] υπάλληλος δικαιούται να λαμβάνει άδεια για οικογενειακούς λόγους, χωρίς καταβολή του βασικού μισθού του, στην περίπτωση που ο/η σύζυγός του, ανιών ή κατιών του, αδελφός ή αδελφή του πάσχει από ιατρικά πιστοποιημένη σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία».

13.      Το άρθρο 55α, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του ΚΥΚ, το οποίο παρέχει σε κάθε υπάλληλο το δικαίωμα να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο, μεταξύ άλλων, για «να παρέχει φροντίδα στον/στη σύζυγο, σε ανιόντα, σε κατιόντα, σε αδελφό ή σε αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία».

III. Ιστορικό της διαφοράς και αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

14.      Το ιστορικό της διαφοράς εκτέθηκε λεπτομερώς στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (4). Τα κύρια σημεία που είναι χρήσιμα στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

15.      Η δολοφονία του A. Missir Mamachi di Lusignano και της συζύγου του διαπράχθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2006, σε επιπλωμένη οικία την οποία είχε μισθώσει η αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ζεύγος και τα τέσσερα τέκνα του.

16.      Κατόπιν του τραγικού συμβάντος, τα παιδιά τέθηκαν υπό την κηδεμονία των παππούδων τους. Η Επιτροπή κατέβαλε στα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου, δεδομένου ότι αυτά υπεισήλθαν στα δικαιώματά του, το ασφαλιστικό ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 73 του ΚΥΚ.

17.      Ο Livio Missir Mamachi di Lusignano, πατέρας του θανόντος υπαλλήλου και κηδεμόνας των τέκνων, δεν ικανοποιήθηκε από το ποσό που καταβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ. Ως εκ τούτου, άσκησε αγωγή, δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με αίτημα την καταβολή διαφόρων ποσών προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκε από το τραγικό συμβάν. Οι εν λόγω αξιώσεις προβλήθηκαν τόσο υπό την ιδιότητά των τέκνων ως έλκοντες δικαιώματα από τον θανόντα υπάλληλο όσο και ιδίω ονόματι, καθώς και εξ ονόματος του πατέρα του θανόντος υπαλλήλου. Την άσκηση της ανωτέρω αγωγής ακολούθησε δέσμη υποθέσεων (Α), προηγηθείσα της δέσμης υποθέσεων της παρούσας διαδικασίας (Β).

Α.      Η πρώτη δέσμη υποθέσεων

18.      Εισαγωγικώς, πρέπει να διευκρινιστεί, όσον αφορά την ανωτέρω δέσμη υποθέσεων, το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκαν οι σχετικές αποφάσεις. Κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, υπήρχαν τρία δικαιοδοτικά όργανα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως θεσμικό όργανο της Ένωσης: το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ήταν αρμόδιο να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό σε διαδικασίες που κινούνταν δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ.

19.      Επομένως, το ζήτημα αν η αξίωση αποζημίωσης έπρεπε να προβληθεί δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 270 ΣΛΕΕ ήταν κρίσιμο όχι μόνο για τον καθορισμό της νομικής βάσης των οικείων αγωγών, αλλά και για να κριθεί αν η υπόθεση θα εκδικαζόταν σε πρώτο βαθμό από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ή από το Γενικό Δικαστήριο. Φρονώ ότι το πλαίσιο αυτό επηρέασε την κρίση που διατυπώθηκε στην απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Επανεξέταση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (C‑417/14 RX-II, EU:C:2015:588, στο εξής: απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως) και ότι το εν λόγω πλαίσιο είναι σημαντικό για την κατανόησή της.

20.      Η πρώτη υπόθεση από την εν λόγω δέσμη υποθέσεων εισήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, το οποίο εξέδωσε, στις 12 Μαΐου 2011, την απόφαση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (F‑50/09, EU:F:2011:55). Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε την αγωγή ως εν μέρει αβάσιμη, όσον αφορά την προβαλλόμενη περιουσιακή ζημία, και ως εν μέρει απαράδεκτη, όσον αφορά την προβαλλόμενη ψυχική οδύνη.

21.      Αποφαινόμενο κατ’ αναίρεση, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αυτεπαγγέλτως, στην απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), με την οποία αναιρέθηκε η πρωτόδικη απόφαση, την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να εκδικάσει την αγωγή σε πρώτο βαθμό. Μεταξύ άλλων, το Γενικό Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ, αφενός, της ζημίας που υπέστησαν ο θανών υπάλληλος και τα τέκνα του υπό την ιδιότητά τους ως έλκοντες δικαιώματα και, αφετέρου, της ζημίας που υπέστησαν τα τέκνα και ο πατέρας ιδίω ονόματι. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης «ήταν εξ ορισμού αναρμόδιο» να εκδικάσει την αγωγή που άσκησαν ο πατέρας και τα τέκνα ιδίω ονόματι. Κατά την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ήταν αρμόδιο να εκδικάσει μόνον την αξίωση προς χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν ο πατέρας και τα τέκνα του θανόντος υπάλληλου υπό την ιδιότητά τους ως έλκοντες δικαιώματα. Οι ιδίω ονόματι ασκηθείσες αγωγές χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης έπρεπε να ασκηθούν από τα τέκνα και τον πατέρα του θανόντος υπαλλήλου ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ.

22.      Προκειμένου να αποφευχθεί η κίνηση δύο διαδικασιών με το ίδιο αντικείμενο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, στις περιπτώσεις που οι έλκοντες δικαιώματα από θανόντα υπάλληλο ζητούν αποζημίωση για διάφορες, αναγόμενες στην ίδια πράξη ζημίες, είτε υπό την ιδιότητα του έλκοντος δικαιώματα (δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ) είτε ενεργώντας ιδίω ονόματι (δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ), πρέπει να τους επιτρέπεται να συνυποβάλουν όλα τα αιτήματά τους ασκώντας ένα μόνον ένδικο βοήθημα. Δεδομένης της αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης για μέρος των ανωτέρω αξιώσεων (όσων είχαν προβληθεί δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ), το «μοναδικό ένδικο βοήθημα» μπορούσε να ασκηθεί μόνον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Το εν λόγω δικαστήριο ήταν αρμόδιο να αποφαίνεται κατ’ αναίρεση επί δικών που κινούνταν δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και πρωτοδίκως επί αγωγών που ασκούνταν δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ.

23.      Στη συνέχεια, η ανωτέρω αναιρετική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επανεξετάστηκε και εξαφανίστηκε εν μέρει από το Δικαστήριο με την απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως. Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο, στην αναιρετική απόφαση, υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να εκδικάζει διαφορές που ανάγονται στη σχέση εργασίας.

24.      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε, κατόπιν επανεξέτασης, ότι όλες οι επίμαχες αξιώσεις αποζημίωσης ενέπιπταν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ. Με άλλα λόγια, όχι μόνον η αξίωση των τέκνων υπό την ιδιότητά τους ως έλκοντες δικαιώματα από τον θανόντα υπάλληλο, αλλά και οι ιδίω ονόματι προβαλλόμενες αξιώσεις προς χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης, καθώς και η αξίωση του πατέρα του θανόντος υπαλλήλου, μπορούσαν να προβληθούν δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, ενέπιπταν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

25.      Μετά την αναπομπή που ακολούθησε την επανεξέταση, το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Missir Mamachi di Lusignano κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑401/11 P RENV-RX, EU:T:2017:874) και δέχθηκε τόσο τα αιτήματα αποκατάστασης της περιουσιακής ζημίας όσο και τα αιτήματα χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης που είχαν προβληθεί από τα τέκνα και τον πατέρα του θανόντος υπαλλήλου.

Β.      Η υπό κρίση δέσμη υποθέσεων

26.      Παράλληλα με την πρώτη δέσμη δικών, ο πατέρας και τα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου, από κοινού με τη μητέρα του, καθώς και με τα αδέλφια του, άσκησαν δύο περαιτέρω αγωγές.

27.      Στις 16 Σεπτεμβρίου 2011 άσκησαν αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, στηριζόμενοι στα άρθρα 268 και 340 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, παραιτήθηκαν στη συνεχεία από την αγωγή, η οποία ως εκ τούτου διεγράφη από το μητρώο του Δικαστηρίου με τη διάταξη της 25ης Νοεμβρίου 2015, Missir Mamachi di Lusignano κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑494/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:909).

28.      Στις 7 Νοεμβρίου 2012, οι ίδιοι ενάγοντες άσκησαν προσφυγή-αγωγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Η υπόθεση πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως F‑132/12. Η δίκη ανεστάλη, αφενός, στις 6 Ιουνίου 2013 μέχρι την έκδοση των αποφάσεων που θα περάτωναν τις δίκες στις υποθέσεις T‑401/11 P και T‑494/11 και, αφετέρου, κατόπιν της επανεξέτασης της υπόθεσης από το Δικαστήριο και της αναπομπής της υπόθεσης στο Γενικό Δικαστήριο, μέχρι την έκδοση της απόφασης που θα περάτωνε τη δίκη στην υπόθεση T‑401/11 P RENV RX.

29.      Στις 2 Σεπτεμβρίου 2016, μετά την κατάργηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η υπόθεση F‑132/12 ανατέθηκε στο Γενικό Δικαστήριο και πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑502/16.

30.      Το γεγονός ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έπαψε να υφίσταται ως θεσμικό όργανο διέλυσε, εν μέρει, τις ανησυχίες σχετικά με την κρίση που διατυπώθηκε στην πρώτη δέσμη υποθέσεων.

31.      Λαμβανομένης υπόψη της απόφασης της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Missir Mamachi di Lusignano κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑401/11 P RENV-RX, EU:T:2017:874), με την οποία επιδικάστηκε αποζημίωση στον πατέρα και στα τέκνα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι καλείτο να αποφανθεί μόνον επί των αξιώσεων της μητέρας του θανόντος υπαλλήλου, καθώς και επί των αξιώσεων του αδελφού και της αδελφής του.

32.      Στις 20 Νοεμβρίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση ύψους 50 000 ευρώ στη μητέρα και 10 000 ευρώ σε έκαστο των αδελφών του θανόντος υπαλλήλου, λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τη δολοφονία του θανόντος υπαλλήλου.

IV.    Η αίτηση αναιρέσεως

33.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Ιανουαρίου 2020, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την Επιτροπή να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν η Maria Letizia Missir Mamachi di Lusignano και ο Stefano Missir Mamachi di Lusignano (αδελφή και αδελφός του θανόντος υπαλλήλου) συνεπεία του θανάτου του Alessandro Missir·

–        να αποφανθεί το ίδιο επί της ουσίας της υποθέσεως και να απορρίψει την αγωγή σε πρώτο βαθμό ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει τον Stefano Missir Mamachi di Lusignano και τη Maria Letizia Missir Mamachi di Lusignano στα δικαστικά έξοδα τόσο της αναιρετικής διαδικασίας όσο και της διαδικασίας σε πρώτο βαθμό.

34.      Οι αναιρεσίβλητοι ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της αναιρετικής διαδικασίας όσο και της διαδικασίας σε πρώτο βαθμό.

35.      Λόγω της πανδημίας της COVID‑19 που μεσολάβησε, δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αλλά οι διάδικοι απάντησαν σε γραπτές ερωτήσεις που τους υπέβαλε το Δικαστήριο.

36.      Η αίτηση αναιρέσεως περιλαμβάνει δύο λόγους αναιρέσεως: πλάνη περί το δίκαιο (πρώτος λόγος αναιρέσεως) και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης (δεύτερος λόγος αναιρέσεως).

37.      Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, θα αναλύσω στις παρούσες προτάσεις μόνον τον πρώτο λόγο αναιρέσεως.

38.      Η αναιρεσείουσα έχει υποδιαιρέσει τον πρώτο λόγο αναιρέσεως σε δύο σκέλη.

39.      Στο πρώτο σκέλος η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας του «προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]». Το σκέλος αυτό βάλλει κατά των σκέψεων 48 έως 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

40.      Στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αναγνωρίζοντας στον αδελφό και στην αδελφή θανόντος υπαλλήλου το δικαίωμα να ασκήσουν αγωγή με αίτημα τη χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης δυνάμει του ΚΥΚ. Το σκέλος αυτό βάλλει κατά των σκέψεων 134 και 135 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

V.      Εκτίμηση

41.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εαυτό αρμόδιο να αποφανθεί επί των αξιώσεων της μητέρας και των αδελφών του θανόντος υπαλλήλου δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση.

42.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή αμφισβητεί τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την αρμοδιότητα επί των αξιώσεων της αδελφής και του αδελφού. Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή θεωρεί ότι, σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, μόνον τα πρόσωπα που μνημονεύονται στο άρθρο 73 του ΚΥΚ δύνανται να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ. Επομένως, τα αδέλφια, δεδομένου ότι δεν μνημονεύονται στη διάταξη αυτή, μπορούν να προβάλουν αξίωση προς χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης μόνο βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ.

43.      Η Επιτροπή συνάγει το ανωτέρω συμπέρασμα από την απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο στο άρθρο 73 του ΚΥΚ, έκρινε ότι ο πατέρας και τα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου που προβάλλουν αξίωση αποζημίωσης ιδίω ονόματι δύνανται να στηριχθούν στο άρθρο 270 ΣΛΕΕ. Όπως θα καταδείξω, η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία της νομολογίας αυτής είναι υπερβολικά τυπολατρική και δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί.

44.      Θα προτείνω μια διαφορετική ερμηνεία της ίδιας νομολογίας, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 270 ΣΛΕΕ αποτελεί την ορθή εφαρμοστέα διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας κάθε πρόσωπο μπορεί να ασκεί αγωγή αποζημίωσης ιδίω ονόματι, αν η αξίωσή του όσον αφορά την ευθύνη του θεσμικού οργάνου ή άλλου οργανισμού της Ένωσης απορρέει από τη σχέση εργασίας υπαλλήλου με θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης.

45.      Θα εξετάσω, κατ’ αρχάς, τη νομολογία σχετικά με τις αξιώσεις αποζημίωσης που θεμελιώνονται στο άρθρο 270 ΣΛΕΕ (A) και, στη συνέχεια, θα εξετάσω ενδελεχέστερα τα επιχειρήματα που προβάλλονται στην αίτηση αναιρέσεως (B).

Α.      Οι αξιώσεις αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ

46.      Το άρθρο 270 ΣΛΕΕ καθιερώνει ειδική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στον τομέα των υπαλληλικών υποθέσεων. Διακρίνει τις υποθέσεις αυτές από τις λοιπές υποθέσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ως διαφορές «μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της» και αναφέρεται στον ΚΥΚ ως το νομοθέτημα που διέπει τα όρια και τις προϋποθέσεις της αρμοδιότητας αυτής.

47.      Ο λόγος της διάκρισης των υπαλληλικών υποθέσεων από τους λοιπούς τομείς αρμοδιότητας του Δικαστηρίου έγκειται στην ειδική σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους «προκειμένου να εξασφαλιστεί στους πολίτες η εκπλήρωση των καθηκόντων γενικού συμφέροντος που έχει ανατεθεί στα θεσμικά όργανα» (5). Η σχέση αυτή, όπως έχει διευκρινιστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, στηρίζεται σε αμοιβαία δικαιώματα και αμοιβαίες υποχρεώσεις και συνεπάγεται το καθήκον του θεσμικού οργάνου να λαμβάνει υπόψη το συμφέρον των υπαλλήλων (6). Η ιδιαιτερότητα της σχέσης επιτάσσει την ειδική εκτίμηση της ευθύνης του οργάνου έναντι των υπαλλήλων του (7).

48.      Η διάταξη του ΚΥΚ που θεσπίζει την αρμοδιότητα σύμφωνα με την αντίστοιχη πρόβλεψη του άρθρου 270 ΣΛΕΕ είναι το άρθρο 91, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Η διάταξη προβλέπει ότι «[τ]ο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για κάθε διαφορά μεταξύ της Ένωσης και ενός προσώπου που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό […]».

1.      Το νόημα της περιλαμβανόμενης στο άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ φράσης «κάθε διαφορά»

49.      Κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, κάθε διαφορά που ανακύπτει σε σχέση με τον ΚΥΚ μπορεί να υποβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ.

50.      Ωστόσο, το κείμενο του ΚΥΚ δεν προβλέπει την ευθύνη θεσμικού οργάνου για ζημίες που προκαλούνται σε υπάλληλό του. Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν αξίωση αποζημίωσης που στηρίζεται σε παράβαση υποχρεώσεων θεσμικού οργάνου έναντι υπαλλήλου του μπορεί να στηριχθεί στον ΚΥΚ. Με άλλα λόγια, εμπίπτει στην έννοια της «κάθε διαφοράς» επίσης η διαφορά με αντικείμενο αξίωση αποζημίωσης την οποία οφείλει να καταβάλει θεσμικό όργανο λόγω παράβασης των υποχρεώσεών του έναντι των υπαλλήλων του;

51.      Ο ΚΥΚ κάνει ρητή μνεία, στο άρθρο 73, ενός είδους δικαιώματος αποκατάστασης, το οποίο γεννάται σε περίπτωση τραυματισμού ή θανάτου υπαλλήλου. Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό δεν αποτελεί δικαίωμα αποζημίωσης, αλλά δικαίωμα είσπραξης ενός εκ των προτέρων καθορισμένου ασφαλιστικού ποσού. Δεν εξαρτάται ούτε από την απόδειξη του δικαιώματος λήψεώς του ούτε από το ύψος της προκληθείσας ζημίας. Σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου, το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ προβλέπει ότι το δικαίωμα μεταβιβάζεται στον σύζυγο και στα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου. Αν ο θανών υπάλληλος δεν είχε σύζυγο ή τέκνα κατά τον χρόνο του θανάτου του, το δικαίωμα μεταβιβάζεται στους λοιπούς κατιόντες σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζονται στην περίπτωση του υπαλλήλου. Ελλείψει προσώπων των δύο κατηγοριών που αναφέρονται ανωτέρω, δικαιούχοι του ασφαλιστικού ποσού είναι οι ανιόντες. Τέλος, ελλείψει προσώπων των τριών προαναφερθεισών κατηγοριών, δικαιούχος του ασφαλιστικού ποσού είναι το θεσμικό όργανο.

52.      Το ασφαλιστικό ποσό δεν εξαρτάται από το ύψος της πράγματι προκληθείσας ζημίας, το οποίο μπορεί να υπερβαίνει το ασφαλιστικό ποσό. Ως εκ τούτου, στο Δικαστήριο έχουν προβληθεί από ζημιωθέντες υπαλλήλους αξιώσεις πρόσθετης αποκατάστασης, σε περιπτώσεις που οι υπάλληλοι αυτοί θεωρούσαν ότι το ασφαλιστικό ποσό δεν κάλυπτε τη ζημία που είχαν υποστεί. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, ο υπάλληλος έχει πράγματι δικαίωμα πλήρους αποκατάστασης (8).

53.      Κρίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο ΚΥΚ προβλέπει πράγματι ευθύνη για ζημίες που προκαλούνται στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο έκρινε ότι η αποζημίωση πρέπει να ζητείται στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και όχι στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 268 ΣΛΕΕ (9). Το εν λόγω δικαίωμα αποζημίωσης είναι διακριτό από το προβλεπόμενο στο άρθρο 73 του ΚΥΚ δικαίωμα λήψεως του ασφαλιστικού ποσού. Επομένως, το Δικαστήριο έχει ενσωματώσει στον ΚΥΚ την εξωσυμβατική ευθύνη των θεσμικών οργάνων ή των οργανισμών της Ένωσης ως εργοδοτών.

54.      Συνεπώς, οι αγωγές αποζημίωσης με αίτημα την αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας ή τη χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης, οι οποίες απορρέουν από τη σχέση εργασίας, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου η οποία προβλέπεται στο άρθρο 270 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και, όπως επιβεβαιώνεται από την προμνησθείσα νομολογία, τέτοιες αγωγές έχουν πράγματι εκδικαστεί από το Δικαστήριο με βάση το άρθρο 270 ΣΛΕΕ.

55.      Η ανωτέρω ερμηνεία επιβεβαιώθηκε προσφάτως με την απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως, στην οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι διαφορά η οποία απορρέει από τη σχέση εργασίας μεταξύ υπαλλήλου και θεσμικού οργάνου εμπίπτει στο άρθρο 270 ΣΛΕΕ, «ακόμη και αν πρόκειται για αγωγή αποζημιώσεως» (10).

56.      Επομένως, ο όρος «κάθε διαφορά» η οποία, βάσει του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, μπορεί να αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 270 ΣΛΕΕ περιλαμβάνει την αξίωση προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας ή χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης που προκαλείται στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας με το θεσμικό όργανο της Ένωσης.

57.      Ωστόσο, αναπάντητο παραμένει ακόμη το ερώτημα ποιος δικαιούται να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ.

2.      Το νόημα της περιλαμβανόμενης στο άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ φράσης «ενός προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]»

58.      Η απάντηση στο ερώτημα ποιος δικαιούται να ασκήσει ένδικο βοήθημα ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ εξαρτάται από το νόημα της περιεχόμενης στο άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ φράσης «ενός προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]».

59.      Κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο καθοδηγείται και περιορίζεται από το γράμμα, το πλαίσιο και τον σκοπό των διατάξεων που ερμηνεύει, καθώς και από την προγενέστερη νομολογία του, στην οποία έχει ήδη ερμηνευθεί το νόημα των υπό εξέταση διατάξεων.

60.      Το ίδιο το γράμμα, ήτοι η φράση «που υπόκειται στον [ΚΥΚ]», δεν είναι διαφωτιστικό ως προς το αν ένδικο βοήθημα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ μπορεί να ασκηθεί μόνον από τους υπαλλήλους ή και από άλλα πρόσωπα και, στη δεύτερη περίπτωση, από ποια πρόσωπα.

61.      Ενδεικτικές για το ότι το ίδιο το γράμμα δεν είναι καθοριστικής σημασίας είναι, πρώτον, οι διαφορές μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων της ίδιας διάταξης και, δεύτερον, η επιλογή όρων σε μεταφράσεις προγενέστερων αποφάσεων του Δικαστηρίου από τη γαλλική προς την αγγλική γλώσσα. Ως προς το πρώτο στοιχείο, από συγκριτική ανάλυση προκύπτει ότι σε διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ χρησιμοποιούνται ελαφρώς διαφορετικοί όροι. Αφενός, στην απόδοση στη γερμανική, στην αγγλική, στην ισπανική και στην κροατική γλώσσα χρησιμοποιείται ο όρος «εφαρμόζεται». Αντιθέτως, στις αποδόσεις στη γαλλική και στην ιταλική γλώσσα χρησιμοποιούνται, αντιστοίχως, οι όροι «visées» και «indicate». Ο όρος «εφαρμόζεται» υποδηλώνει την παροχή δικαιωμάτων ή την επιβολή υποχρεώσεων σε πρόσωπο και τη γνώση περί του ποια είναι τα πρόσωπα στα οποία παρέχονται δικαιώματα ή επιβάλλονται υποχρεώσεις. Όσον αφορά δε τον όρο «visées», φαίνεται να υποδηλώνει ότι αρκεί να εξετασθεί σε ποιον αναφέρεται το κείμενο του ΚΥΚ, ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του και του πλαισίου εντός του οποίου γίνεται αναφορά στο εν λόγω πρόσωπο. Τούτου λεχθέντος, είναι βεβαίως δυνατόν να δοθεί διαφορετικό νόημα στις εκφράσεις αυτές. Σε τελική ανάλυση, το νόημα δεν μπορεί παρά να εξαρτάται από το πρόσωπο που ερμηνεύει την οικεία έκφραση και από το πλαίσιο εντός του οποίου το εν λόγω πρόσωπο πραγματοποιεί τη σχετική εκτίμηση.

62.      Η δεύτερη ένδειξη ότι το γράμμα δεν είναι αφ’ εαυτού καθοριστικό για την κατανόηση του νοήματός του είναι η μετάφραση στην αγγλική γλώσσα του όρου «visées» που χρησιμοποιείται στην απόδοση των αποφάσεων του Δικαστηρίου στη γαλλική γλώσσα. Αρκεί η αναφορά στη μετάφραση της αποφάσεως κατόπιν επανεξετάσεως, η οποία καταδεικνύει τη δυσχέρεια ότι κατά γράμμα απόδοση και ερμηνευτική προσέγγιση δεν ταυτίζονται πάντοτε. Στην απόδοση της σκέψης 33 της απόφασης στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται η φράση «any person referred to in these Regulations»(11). Στην απόδοση των σκέψεων 34 και 42 της απόφασης στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται η φράση «[persons] covered by» (12) και στην αντίστοιχη απόδοση της σκέψης 50 η φράση «persons mentioned in the Staff Regulations» (13). Στην απόδοση στη γαλλική γλώσσα, χρησιμοποιείται μόνον ο όρος «visées» σε όλες τις προμνησθείσες σκέψεις.

63.      Όσον αφορά το πλαίσιο, η φράση «ενός προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]» εντάσσεται στην εν γένει οικονομία του ΚΥΚ. Στο άρθρο 1 του κανονισμού, καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής του ως εξής: «[ο] παρών κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται στους υπαλλήλους της Ένωσης». Αν η επίμαχη φράση ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τη διάταξη αυτή, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει την έννοια ότι αναφέρεται μόνο στους υπαλλήλους της Ένωσης. Τούτο θα σήμαινε ότι μόνον οι υπάλληλοι μπορούν να προσφύγουν στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, και κανένα άλλο πρόσωπο.

64.      Ωστόσο, αν ληφθεί υπόψη το συνολικό κείμενο του ΚΥΚ, είναι δυνατή μια διαφορετική ερμηνεία. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται επίσης άμεσα σε άλλα πρόσωπα, συνήθως μέλη της οικογένειας του υπαλλήλου, απονέμοντάς τους ευθέως συγκεκριμένα δικαιώματα (14) ή μνημονεύοντάς τους ως δικαιούχους δικαιωμάτων του υπαλλήλου (15). Το γεγονός αυτό και η πραγματοποιηθείσα επιλογή να μη χρησιμοποιηθεί, στο άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ο όρος «υπάλληλος», αλλά η φράση «ενός προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]» οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο κύκλος των προσώπων που δύνανται να στηριχθούν στη διάταξη είναι ευρύτερος. Επομένως, από την εξέταση του πλαισίου δεν προκύπτει καθοριστική απάντηση όσον αφορά το νόημα του όρου «προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]».

65.      Ο ΚΥΚ έχει ως σκοπό την οργάνωση των σχέσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπαλλήλων της, προκειμένου να καταστεί δυνατή η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ τους (16). Για την οικοδόμηση τέτοιας εμπιστοσύνης μπορεί συχνά να πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλα πρόσωπα, όπως ιδίως, αλλά όχι αποκλειστικά, τα μέλη των οικογενειών τους. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι ο ΚΥΚ αποσκοπεί μεν απλώς στη ρύθμιση των έννομων σχέσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, τούτο όμως όχι απλώς θεσπίζοντας ένα σύνολο αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά και «αναγνωρίζοντας, υπέρ ορισμένων μελών της οικογενείας του υπαλλήλου, δικαιώματα τα οποία μπορούν να επικαλεστούν έναντι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» (17). Εξ αυτού είναι δυνατόν να συναχθεί ότι η φράση «ενός προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]» περικλείει και άλλα πρόσωπα που επηρεάζονται από το καθεστώς εργασίας του υπαλλήλου σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

66.      Τέλος, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι είναι δυνατή μια στενή ερμηνεία που να περιλαμβάνει μόνον τους υπαλλήλους, το Δικαστήριο έχει επιλέξει μια ευρύτερη, εξίσου δυνατή, ερμηνεία. Έχει κρίνει ότι στην έννοια του «προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]» δεν εμπίπτουν μόνον υπάλληλοι. Στη νομολογία του Δικαστηρίου γίνεται δεκτό, για παράδειγμα, ότι πρόσωπα που επικαλούνται το καθεστώς υπαλλήλου (18) ή το δικαίωμα πρόσληψης (19) μπορούν να έχουν δικαίωμα άσκησης ένδικου βοηθήματος δυνάμει του ΚΥΚ. Επιπλέον, στη νομολογία κρίνονται ως παραδεκτά ένδικα βοηθήματα που ασκήθηκαν δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ από τον πρώην σύζυγο πρώην υπαλλήλου (20) και από τον διαζευγμένο σύζυγο πρώην μέλους θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (21).

67.      Ωστόσο, τα αναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη πρόσωπα δεν είχαν προβάλει αξιώσεις αποζημίωσης, αλλά άλλα δικαιώματα τα οποία τους παρείχε ο ΚΥΚ ρητώς και ευθέως, όπως δικαιώματα στο πλαίσιο του κοινού συστήματος ασφάλισης υγείας (22) ή το δικαίωμα σύνταξης επιζώντος (23).

68.      Η πρώτη και, μέχρι τούδε, μοναδική περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε σε άλλα πρόσωπα πλην του ίδιου του υπαλλήλου το δικαίωμα να προβάλουν αξίωση αποζημίωσης ήταν με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην πρώτη υπόθεση Missir Mamachi di Lusignano (T‑401/11 P RENV-RX) (24), η οποία εκδόθηκε σε συνέχεια της αναπομπής της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο μετά την έκδοση της αποφάσεως κατόπιν επανεξετάσεως του Δικαστηρίου.

69.      Η απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως αναγνώρισε στον πατέρα και στα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου το δικαίωμα να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης ιδίω ονόματι και όχι ως έλκοντες δικαιώματα από θανόντα υπάλληλο. Ως εκ τούτου, αναγνώρισε την ιδιότητα του καθενός από αυτούς ως «προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]».

3.      Η πηγή του δικονομικού δικαιώματος άσκησης αγωγής αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ

70.      Από πού απορρέει το δικαίωμα άλλων προσώπων πλην των υπαλλήλων να ασκούν αγωγή αποζημίωσης ιδίω ονόματι δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ;

71.      Κατά τη γνώμη μου, το ανωτέρω δικαίωμα απορρέει από την ενσωμάτωση στον ΚΥΚ της ευθύνης των θεσμικών οργάνων για αποζημίωση οσάκις η ευθύνη αυτή πηγάζει από τη σχέση εργασίας. Ως απόρροια της εν λόγω ενσωμάτωσης, τα δικαιώματα αποζημίωσης που γεννιούνται λόγω της εξωσυμβατικής ευθύνης πρέπει να προβάλλονται στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στη Συνθήκη για τις υπαλληλικές υποθέσεις, ήτοι της διαδικασίας του άρθρου 270 ΣΛΕΕ. Το δικαίωμα άσκησης αγωγών αποζημίωσης στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, και όχι στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, έχει στοιχειοθετηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, στις περιπτώσεις άσκησης των αγωγών από τους ίδιους τους υπαλλήλους (25).

72.      Φρονώ ότι το ίδιο ισχύει και όταν άλλα πρόσωπα πλην των υπαλλήλων ασκούν αγωγές αποζημίωσης, στις περιπτώσεις που η ζημία φέρεται να προκλήθηκε από την εκ μέρους του θεσμικού οργάνου παράβαση των υποχρεώσεων που υπείχε από σχέση εργασίας. Αυτός είναι ο λόγος που τα εν λόγω πρόσωπα εμπίπτουν στην έννοια του «προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]». Αν η αξίωση αποζημίωσης απορρέει από τέτοια σχέση εργασίας, μπορεί να προβληθεί μόνο βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, και όχι βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ.

73.      Η ανωτέρω ερμηνεία προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, επίσης από τη νομολογία. Ορισμένη σύγχυση προκάλεσε το γεγονός ότι το Δικαστήριο στηρίχθηκε, στην απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως (26), στο άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ, για να επιβεβαιώσει ότι τόσο ο πατέρας όσο και τα τέκνα νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ (27).

74.      Ωστόσο, από την απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως δεν προκύπτει ότι το δικαίωμα αποζημίωσης και, ως εκ τούτου, το συναφές δικονομικό δικαίωμα άσκησης αγωγής αποζημίωσης στηρίζονται στο άρθρο 73 του ΚΥΚ. Η παραπομπή στο άρθρο 73 του ΚΥΚ ή σε άλλα άρθρα του εν λόγω κανονισμού, όπως στα άρθρα 40, 42β ή 55α, χρησιμεύει απλώς ως ένδειξη ότι τα πρόσωπα που μνημονεύονται στις διατάξεις ενδέχεται να νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης, επειδή, λόγω της στενής σχέσης τους με υπάλληλο, την οποία αναγνωρίζουν οι διατάξεις, ενδέχεται να έχουν υποστεί την ψυχική οδύνη την οποία προβάλλουν.

75.      Πηγή του ενδεχόμενου δικαιώματός τους σε αποζημίωση και αιτία του γεγονότος ότι εμπίπτουν στην έννοια του «προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]» αποτελεί η ευθύνη του θεσμικού οργάνου λόγω παράβασης της υποχρέωσης που υπείχε από τη σχέση εργασίας με τον υπάλληλο, με τον οποίο συνδέονταν στενά οι προβάλλοντες την ψυχική οδύνη.

76.      Ωστόσο, η στήριξη σε αυτές τις άλλες διατάξεις δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αποκλείει άλλα πρόσωπα. Το ότι δεν γίνεται μνεία ενός προσώπου στον ΚΥΚ δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να εμπίπτει στην έννοια του «προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]» κατά τρόπο που ο ΚΥΚ να του παρέχει δικαιώματα αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου για τον οποίο υπεύθυνο είναι το θεσμικό όργανο που τον απασχολούσε και με τον οποίο συνδεόταν στενά το πρόσωπο που προβάλλει τις αξιώσεις αποζημίωσης.

77.      Αν, για παράδειγμα, μια ανιψιά του θανόντος υπαλλήλου αξιώνει αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, η αγωγή της δεν μπορεί να απορριφθεί για τον λόγο και μόνον ότι δεν γίνεται καμία αναφορά σε αυτήν στον ΚΥΚ. Η ανιψιά θα θεμελίωνε μεν ενεργητική νομιμοποίηση με μεγαλύτερη δυσκολία σε σχέση με έναν αδελφό, δεδομένου ότι, όσον αφορά τα αδέλφια, το Δικαστήριο μπορεί, όταν κρίνει επί του παραδεκτού της αγωγής, να στηριχθεί στη ρητή αναγνώριση της στενής τους σχέσης με τον υπάλληλο. Πλην όμως, αν μια ανιψιά μπορεί να αποδείξει τη στενή σχέση με τον θανόντα υπάλληλο, λόγω της οποίας θα μπορούσε πράγματι να έχει υποστεί ψυχική οδύνη, θα βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τον πατέρα, τη μητέρα, τα τέκνα ή τα αδέλφια που ασκούν αγωγή ιδίω ονόματι. Θα δικαιούται, επομένως, να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ.

4.      Δικαιολόγηση της προτεινόμενης προσέγγισης σχετικά με την αρμοδιότητα επί υποθέσεων αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ

78.      Πλείονες λόγοι συνηγορούν υπέρ της προτεινόμενης ευρείας ερμηνείας της περιλαμβανόμενης στο άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ έννοιας του «προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]», η οποία συνεπάγεται αρμοδιότητα, δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, επί όλων των αξιώσεων αποζημίωσης που συνδέονται με τη σχέση εργασίας.

79.      Πρώτον, η νομολογία έχει ακολουθήσει ευρεία ερμηνεία της αρμοδιότητας επί των αξιώσεων αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο, όταν ερμηνεύει κανόνες δικαίου, δεσμεύεται από τη νομολογία του, τυχόν στενή ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 270 ΣΛΕΕ θα απαιτούσε τη ρητή ανατροπή της κρίσης που διατυπώθηκε στη δέσμη των υποθέσεων Missir Mamachi di Lusignano (28). Στις εν λόγω υποθέσεις, το Δικαστήριο αναγνώρισε στον πατέρα και στα τέκνα το δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, χωρίς το δικαίωμα αυτό να προβλέπεται ρητώς στον ΚΥΚ, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 73 του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, η επίκληση της ανωτέρω διάταξης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποδηλώνει τη νομική βάση της εν λόγω αποζημίωσης. Πρόκειται, αντιθέτως, απλώς για μια επισήμανση ότι τα εν λόγω πρόσωπα συνδέονται στενά με τον υπάλληλο και ότι, εξ αυτού του λόγου, έχουν δικαίωμα να ζητούν τη χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου, εφόσον ευθύνεται το θεσμικό όργανο που τον απασχολούσε.

80.      Η ορθότερη ερμηνεία των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου στην πρώτη δέσμη υποθέσεων (τόσο της αποφάσεως κατόπιν επανεξετάσεως όσο και της αποφάσεως την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο μετά την επανεξέταση) είναι ότι προβλέπουν ότι το άρθρο 270 ΣΛΕΕ και το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ παρέχουν στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται αγωγών αποζημίωσης οσάκις οι αγωγές αφορούν τη σχέση εργασίας μεταξύ υπαλλήλου και θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξαρτήτως της ταυτότητας του ενάγοντος.

81.      Στην απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως, η ερμηνεία του Δικαστηρίου υπαγορεύθηκε από το τότε υφιστάμενο πλαίσιο, βάσει του οποίου το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είχε αρμοδιότητα εκδίκασης σε πρώτο βαθμό των δικών που κινούνταν στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 270 ΣΛΕΕ (29). Επομένως, η ευρεία ερμηνεία της αρμοδιότητας αυτής καθιστούσε δυνατή τη συγκέντρωση των υποθέσεων που αφορούσαν τη σχέση εργασίας με θεσμικό όργανο της Ένωσης σε ένα δικαιοδοτικό όργανο. Τούτο συνέβαλε στην αποτελεσματικότητα της ένδικης προστασίας.

82.      Μολονότι, στη συνέχεια, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης καταργήθηκε και η αρμοδιότητα απονεμήθηκε εκ νέου στο Γενικό Δικαστήριο (30), η εν λόγω συλλογιστική εξακολουθεί να ισχύει. Επομένως, ο δεύτερος δικαιολογητικός λόγος για την ευρεία ερμηνεία της αρμοδιότητας επί των αξιώσεων αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ συνίσταται στην αποτελεσματικότητα της ένδικης προστασίας, η οποία διασφαλίζεται αν τα ένδικα βοηθήματα τα οποία αφορούν το ίδιο γεγονός και τα οποία απορρέουν από τη σχέση εργασίας μπορούν να συγκεντρωθούν σε μία ένδικη διαδικασία και να εκδικαστούν από το ίδιο δικαστήριο ή το ίδιο δικαστικό τμήμα.

83.      Τέλος, η ερμηνεία κατά την οποία όλες οι αξιώσεις αποζημίωσης που απορρέουν από τη σχέση εργασίας με θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να προβάλλονται δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ καθιστά σαφέστερους και πιο προβλέψιμους τους κανόνες που διέπουν την αρμοδιότητα ενώπιον των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενισχύοντας την τήρηση της αρχής του κράτους δικαίου (31). Προσφέροντας σαφή οριοθέτηση μεταξύ των αρμοδιοτήτων, αφενός, δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ όσον αφορά τις αγωγές αποζημίωσης λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ως άνω ερμηνεία συμβάλλει στον καθορισμό του δικαιοδοτικού οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (32) και ενισχύει την πρόσβαση των πολιτών στα δικαστήρια της Ένωσης.

84.      Υπό το πρίσμα των προεκτεθεισών εκτιμήσεων, θα εκτιμήσω ακολούθως τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

Β.      Εκτίμηση του πρώτου λόγου αναιρέσεως

1.      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

85.      Στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο (στις σκέψεις 48 έως 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και ότι η εν λόγω ερμηνεία έρχεται σε αντίθεση προς την κρίση που διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως.

86.      Πρώτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι η άποψη του Γενικού Δικαστηρίου ότι «τα αδέλφια “υπόκεινται στον [ΚΥΚ]” ακριβώς λόγω του οικογενειακού δεσμού που τους συνδέει με τον θανόντα υπάλληλο» (33), καθώς και το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται η κρίση αυτή, συνιστούν εσφαλμένη ερμηνεία του εφαρμοστέου δικαίου.

87.      Κατά την άποψη της Επιτροπής, το δικαίωμα των αδελφών να ασκήσουν ένδικο βοήθημα με το οποίο ζητούν χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης τους δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ θα μπορούσε να στηριχθεί μόνο στο άρθρο 73 του ΚΥΚ. Η ανωτέρω άποψη στηρίζεται στην εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου στην απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως. Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου αντιβαίνουν προς τη σκέψη 34 της εν λόγω απόφασης.

88.      Στη σκέψη 34 της αποφάσεως κατόπιν επανεξετάσεως, το Δικαστήριο επισήμανε τα εξής: «Το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ ορίζει ρητώς ότι, σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου, οι “κατιόντες” καθώς και οι “ανιόντες” αυτού δικαιούνται παροχές. Επομένως, τόσο ο προσφεύγων όσο και τα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου αποτελούν πρόσωπα που αναφέρονται στη διάταξη αυτή.»

89.      Ωστόσο, οι αναιρεσίβλητοι υποστηρίζουν ότι η ίδια σκέψη δεν αποκλείει τη δυνατότητα πρόσωπα τα οποία δεν μνημονεύονται στο άρθρο 73 του ΚΥΚ να μπορούν επίσης να ασκήσουν ένδικο βοήθημα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, ούτε υποστήριξε το Δικαστήριο τέτοια άποψη στην απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως. Αντιθέτως, στο σκέλος αυτό του σκεπτικού του Δικαστηρίου επισημαίνεται μόνον ότι οι κατιόντες και οι ανιόντες είναι πρόσωπα που δικαιούνται ασφαλιστικές παροχές (αλλά όχι αποζημίωση!).

90.      Η ερμηνεία κατά την οποία η αναφορά στο άρθρο 73 του ΚΥΚ είναι κρίσιμη για την υποδήλωση της ύπαρξης στενής σχέσης μεταξύ του ενάγοντος και υπαλλήλου, αλλά δεν είναι απαραίτητη για την ύπαρξη δικαιώματος άσκησης αγωγής αποζημίωσης, εξηγεί κατά τρόπο συνεκτικό τη νομολογία του Δικαστηρίου (34). Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από άλλα σκέλη της αποφάσεως κατόπιν επανεξετάσεως, ιδίως από τις σκέψεις 38 και 42. Οι σκέψεις αυτές επιβεβαιώνουν ότι καίριας σημασίας για τη θεμελίωση του δικαιώματος άσκησης ένδικου βοηθήματος είναι να απορρέει η αξίωση από την εργασιακή σχέση, «ακόμη και αν πρόκειται για αγωγή αποζημιώσεως». Επομένως, η κατά το άρθρο 270 ΣΛΕΕ αρμοδιότητα θεμελιώνεται «στην περίπτωση αγωγής αποζημιώσεως που ασκείται από [οποιοδήποτε] άλλο πρόσωπο, το οποίο, μολονότι δεν είναι υπάλληλος, εντούτοις καλύπτεται από τον ΚΥΚ λόγω των οικογενειακών δεσμών του με υπάλληλο, εφόσον η διαφορά απορρέει από τη σχέση εργασίας που συνδέει τον υπάλληλο με το οικείο θεσμικό όργανο» (35).

91.      Εξέθεσα ήδη τους λόγους για τους οποίους η τυπολατρική ερμηνεία της κρίσης την οποία διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως είναι εσφαλμένη. Κατ’ ουσίαν, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα αποζημίωσης του πατέρα και των τέκνων διέπεται από το άρθρο 73 του ΚΥΚ. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει το δικαίωμα ασφάλισης μέχρι ενός ορισμένου ποσού, αλλά όχι το δικαίωμα αποζημίωσης. Η μνεία του άρθρου 73 του ΚΥΚ στην απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως μπορεί μόνο να θεωρηθεί, όπως ορθώς εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο, ως επισήμανση της στενής σχέσης των εναγόντων με τον θανόντα υπάλληλο.

92.      Η στήριξη είτε στο άρθρο 73 είτε στα άρθρα 40, 42β ή 55α του ΚΥΚ, κανένα από τα οποία δεν ρυθμίζει την ευθύνη αποζημίωσης, κατά την εκτίμηση του δικαιώματος του πατέρα, της μητέρας, των τέκνων ή των αδελφών να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, υποδηλώνει απλώς την πιθανή εκ πρώτης όψεως ενεργητική νομιμοποίηση των εν λόγω εναγόντων. Ο λόγος επιλογής του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, και όχι του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, για τη στήριξη των αξιώσεών τους έγκειται στο γεγονός ότι εμπίπτουν στην έννοια του «προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]» επειδή ζητούν αποκατάσταση ζημίας για την οποία φέρεται να ευθύνεται το θεσμικό όργανο βάσει σχέσης εργασίας υπαλλήλου με τον οποίο είχαν στενή σχέση.

93.      Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο στοιχειοθέτησε το συμπέρασμά του ότι τα αδέλφια είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης στηριζόμενο στη στενή σχέση τους με τον θανόντα υπάλληλο, η οποία αναγνωρίζεται από ορισμένες διατάξεις του ΚΥΚ.

94.      Η Επιτροπή χαρακτήρισε την εν λόγω ερμηνεία ως «διακήρυξη αρχής», που χρήζει επεξήγησης ως προς το πώς «μπορεί να γίνει επίκληση μιας οικογενειακής σχέσης με βάση το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ». Αν με τον όρο «διακήρυξη αρχής» η Επιτροπή εννοούσε μια γενικώς εφαρμοστέα νομική ερμηνεία της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου επί των υπαλληλικών υποθέσεων, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο επεξήγησε επαρκώς την άποψή του επαναλαμβάνοντας ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ θεμελιώνεται στον σύνδεσμο μεταξύ της αξίωσης αυτής και της σχέσης εργασίας και της συνακόλουθης ευθύνης του θεσμικού οργάνου της Ένωσης.

95.      Δεδομένου ότι η ευθύνη αποζημίωσης ενσωματώθηκε στον ΚΥΚ με την προγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε πρόσωπο που μπορεί ευλόγως να ισχυριστεί ότι είχε στενή σχέση με τον υπάλληλο του οποίου η σχέση εργασίας είναι εν προκειμένω κρίσιμη δικαιούται να ασκήσει ένδικο βοήθημα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ. Τα πρόσωπα των οποίων η στενή σχέση αναγνωρίζεται ρητώς από τον ΚΥΚ, ανεξαρτήτως πλαισίου, μπορούν βεβαίως ευχερώς να θεμελιώσουν την ενεργητική νομιμοποίησή τους, πλην όμως η μνεία των προσώπων αυτών στις εν λόγω διατάξεις ούτε αποτελεί προϋπόθεση ούτε λειτουργεί ως νομική βάση για τα δικονομικά δικαιώματά τους. Αποτελεί απλώς και μόνο τη νομοθετική αναγνώριση ότι τα πρόσωπα αυτά πιθανότατα έχουν στενούς δεσμούς με τον υπάλληλο και ότι δύνανται, ως εκ τούτου, να αξιώσουν χρηματική ικανοποίηση σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου.

96.      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι τα δικονομικά δικαιώματα των αδελφών να ασκήσουν αγωγή με αίτημα τη χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης τους δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ δικαιολογούνται από τη στενή σχέση τους με τον υπάλληλο από του οποίου τη σχέση εργασίας με την Επιτροπή απορρέει η αξίωσή τους.

97.      Επίσης, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον υπογράμμισε ότι το γεγονός ότι ο αδελφός και η αδελφή δεν μνημονεύονται στο άρθρο 73 του ΚΥΚ δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι τους στερεί «τη δικονομική δυνατότητα να ζητήσουν, βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν» (36). Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη ούτε καθόσον συνήγαγε ότι η απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως επιτρέπει τέτοια ερμηνεία.

98.      Δεύτερον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η λύση την οποία προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο αντιβαίνει στην επιταγή του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, κατά την οποία το ένδικο βοήθημα πρέπει να αφορά τη νομιμότητα μέτρου που θίγει τον ενάγοντα.

99.      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η αγωγή αποζημίωσης την οποία άσκησαν οι ενάγοντες στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι τέτοιου είδους μέτρο είναι παράνομο. Πριν από την άσκηση της αγωγής, ο αδελφός και η αδελφή ζήτησαν, πράγματι, από την Επιτροπή, όπως απαιτεί το άρθρο 90 του ΚΥΚ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, να τους καταβάλει αποζημίωση, πράγμα το οποίο η Επιτροπή αρνήθηκε. Μόνο μετά την απορριπτική του αιτήματός τους απόφαση της Επιτροπής άσκησαν τις αγωγές αποζημίωσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Μολονότι η αποζημίωση ζητείται λόγω της παράνομης παράλειψης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε σχέση με τον θανόντα υπάλληλο, με το ένδικο βοήθημα ζητείται ταυτοχρόνως η ακύρωση της απορριπτικής απόφασης της Επιτροπής.

100. Η διαδικαστική απαίτηση περί προηγούμενης εξάντλησης της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του αρμόδιου θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί αναγκαίο στάδιο στις περιπτώσεις που η αγωγή αποζημίωσης ασκείται στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 270 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, στις αγωγές αποζημίωσης, ακόμη και όταν ασκούνται από τους ίδιους τους υπαλλήλους, η ζημία προκαλείται μεν ενίοτε από την ίδια την προσβαλλόμενη πράξη με την οποία το θεσμικό όργανο αρνήθηκε ορισμένες παροχές στον υπάλληλο, αλλά ενίοτε, η ζημία προκαλείται από άλλη πράξη ή παράλειψη του θεσμικού οργάνου (37). Στην τελευταία όμως περίπτωση, η αγωγή αποζημίωσης μπορεί να ασκηθεί μόνον αφού η σχετική αξίωση προβληθεί και απορριφθεί από το οικείο θεσμικό όργανο (38). Επομένως, ακόμη και αν η ζημία έχει προκληθεί από παράνομη πράξη (ή παράλειψη), θα πρέπει να ασκηθεί ένδικο βοήθημα κατά της πράξης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα καταβολής της ζητηθείσας αποζημίωσης (39). Τέτοια περίπτωση συντρέχει στην υπό κρίση υπόθεση.

101. Θα ήθελα να προσθέσω ότι ακριβώς το γεγονός ότι η ίδια υποκείμενη παράνομη πράξη (παράλειψη) προκάλεσε την προβολή των αξιώσεων αποζημίωσης σε όλες τις επίμαχες υποθέσεις, και πιο συγκεκριμένα, τόσο των αξιώσεων που προβλήθηκαν από τα τέκνα ως έλκοντες δικαιώματα από υπάλληλο όσο και των αξιώσεων που προβλήθηκαν από τον πατέρα, τη μητέρα και τα τέκνα ιδίω ονόματι ή από τα αδέλφια, που ζητούν επίσης χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν, συνηγορεί υπέρ της συγκέντρωσης των αξιώσεων αυτών υπό τον ίδιο δικονομικό μηχανισμό.

102. Εν κατακλείδι, το να επιτρέπεται σε άλλα πρόσωπα, πλην των υπαλλήλων, να στηρίζονται διαδικαστικώς στο άρθρο 270 ΣΛΕΕ δεν εξαλείφει τις διαδικαστικές απαιτήσεις που προβλέπονται στον ΚΥΚ ούτε αίρει την απαίτηση κατά την οποία το ένδικο μέσο πρέπει να αφορά τη νομιμότητα μέτρου που θίγει τον ενάγοντα. Επομένως, η ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου δεν αντιβαίνει στο γράμμα του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

103. Τρίτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η στήριξη της δυνατότητας προβολής αξίωσης αποζημίωσης στον στενό δεσμό ενός προσώπου με τον υπάλληλο παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία εκτιμήσεως ούτως ώστε να κρίνει αν υφίσταται μέτρο που θίγει τον ενάγοντα.

104. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία εκ μέρους της Επιτροπής του λόγου στήριξης και σε άλλα άρθρα του ΚΥΚ, πέραν του άρθρου 91, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εκθέτει ότι, αν η ενεργητική νομιμοποίηση ενάγοντος στηρίζεται μόνο σε διάταξη που καταδεικνύει τον στενό δεσμό του με τον υπάλληλο, «ο ενάγων θα μπορούσε πάντοτε να θεωρείται πρόσωπο που υπόκειται στον ΚΥΚ, ανεξαρτήτως του αν η πράξη την οποία προσβάλλει σχετίζεται με τις προβλεπόμενες στον ΚΥΚ υποχρεώσεις».

105. Στην υπό κρίση υπόθεση, η ενεργητική νομιμοποίηση των εναγόντων για την άσκηση αγωγής δεν στηρίζεται σε άρθρα του ΚΥΚ που καταδεικνύουν τον στενό δεσμό τους με τον υπάλληλο (όπως τα άρθρα 40, 42β ή 55α). Η ενεργητική τους νομιμοποίηση απορρέει από τη σχέση μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και της σχέσης εργασίας με το θεσμικό όργανο. Επομένως, τα αδέλφια του θανόντος υπαλλήλου δύνανται να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ λόγω του συνδέσμου που υφίσταται μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και της προσβαλλόμενης πράξης με την οποία η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση που υπείχε από τη σχέση εργασίας με τον θανόντα υπάλληλο.

106. Στο μέτρο που η αξίωση αποζημίωσης συνδέεται με τη σχέση εργασίας του υπαλλήλου με τον οποίο ο ενάγων οφείλει να αποδείξει ότι συνδέεται στενά, φρονώ ότι η εξουσία εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου είναι προσηκόντως καθορισμένη και οριοθετημένη. Η εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει το Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να εκτιμήσει αν ο ενδιαφερόμενος ενδέχεται, εκ πρώτης όψεως, να δικαιούται να λάβει τη ζητηθείσα αποζημίωση δεν διαφέρει από την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν εν γένει τα δικαστήρια όταν αποφαίνονται επί οποιασδήποτε αγωγής αποζημίωσης.

107. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα ότι το Γενικό Δικαστήριο διαθέτει διακριτική ευχέρεια σχετικά με την εκτίμηση της ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων.

108. Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η αποδοχή της κρίσης του Γενικού Δικαστηρίου συνεπάγεται την παροχή δυνατότητας άσκησης αγωγής και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, αρκεί η επισήμανση ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 91 του ΚΥΚ εφαρμόζεται μόνο στις ατομικές διαφορές. Με άλλα λόγια, αποκλείονται οι αξιώσεις που θεωρούνται, κατ’ ουσίαν, συλλογικές, όπως οι προβαλλόμενες από συνδικαλιστική οργάνωση (40).

109. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, εκτιμώ ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

110. Στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή βάλλει κατά των σκέψεων 134 και 135 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι μόνον τα πρόσωπα που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 73 του ΚΥΚ εμπίπτουν στον εν λόγω κανονισμό, ώστε να δικαιούνται να λάβουν αποζημίωση από την Επιτροπή για τη την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον θάνατο υπαλλήλου. Οι αδελφοί και οι αδελφές δεν εμπίπτουν στη διάταξη αυτή και η αγωγή τους έπρεπε να έχει απορριφθεί.

111. Η σκέψη 134 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης παραπέμπει απλώς στις σκέψεις 33 και 34 της αποφάσεως κατόπιν επανεξετάσεως. Δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα ανέκυψε ήδη στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής, ισχύουν τα ίδια επιχειρήματα που προβλήθηκαν σε σχέση με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

112. Στη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης διευκρινίζεται ότι ο επιδιωκόμενος από τις σκέψεις 33 και 34 της αποφάσεως κατόπιν επανεξετάσεως του Δικαστηρίου σκοπός συνίστατο στη διατήρηση όλων των αξιώσεων αποζημίωσης που πήγαζαν από τη σχέση εργασίας με θεσμικό όργανο της Ένωσης στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Για τον λόγο αυτόν, οι εν λόγω υποθέσεις ερμηνεύθηκαν υπό την έννοια ότι ενέπιπταν στην αρμοδιότητα που προβλέπεται στο άρθρο 270 ΣΛΕΕ. Φρονώ ότι η ανωτέρω εκτίμηση είναι ορθή.

113. Στην προσβαλλόμενη σκέψη εκτίθεται, περαιτέρω, ότι η σκέψη 35 της αποφάσεως κατόπιν επανεξετάσεως κατέστησε σαφές ότι το ζήτημα αν ο πατέρας είχε πράγματι δικαίωμα να λάβει το ασφαλιστικό ποσό δεν ήταν κρίσιμο για τη θεμελίωση του δικαιώματός του να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ. Εφόσον γίνει δεκτή η ερμηνεία κατά την οποία το άρθρο 73 του ΚΥΚ απλώς καταδεικνύει τη στενή σχέση ενός προσώπου με τον υπάλληλο, χωρίς να καθιερώνει δικαίωμά του να ασκήσει την αγωγή, η διευκρίνιση την οποία παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στην εν λόγω σκέψη δεν πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.

114. Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

VI.    Πρόταση

115. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, φρονώ ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, υπό την επιφύλαξη του βασίμου του ετέρου λόγου αναιρέσεως.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Βλ. τμήμα ΙΙΙ των παρουσών προτάσεων.


3      Millet, T., «Staff cases in the judicial architecture of the future», Liber amicorum in honour of Lord Slynn of Hadley, Kluwer Law International, 2000, 221-231.


4      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 1 έως 28.


5      Απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, Connolly κατά Επιτροπής (C‑274/99 P, EU:C:2001:127, σκέψη 44). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2011, Dover κατά Κοινοβουλίου (T‑149/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:119, σκέψη 46), και της 11ης Ιουνίου 2019, De Esteban Alonso κατά Επιτροπής (T‑138/18, EU:T:2019:398, σκέψη 46).


6      Απόφαση της 29ης Ιουνίου 1994, Klinke κατά Δικαστηρίου (C‑298/93 P, EU:C:1994:273, σκέψη 38). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2011, Dover κατά Κοινοβουλίου (T‑149/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:119, σκέψη 46), και της 11ης Ιουνίου 2019, De Esteban Alonso κατά Επιτροπής (T‑138/18, EU:T:2019:398, σκέψη 46).


7      Van Raepenbusch, S., «La convergence entre les régimes de responsabilité extracontractuelle de l’Union européenne et des États membres», ERA-Forum, τόμος 12, 2012, αριθ. 4, σ. 671-684, ιδίως σ. 681· Božac, I., «Odgovornost za štetu u okviru službeničkog prava Europske unije», Doktorski rad, Sveučilište u Zagrebu, 2019 («Η ευθύνη αποζημίωσης στο δίκαιο δημόσιας διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης», διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ, 2019), σ. 20 και 206-208.


8      Αποφάσεις της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371, σκέψη 13), και της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής (C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 22).


9      Απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1975, Meyer-Burckhardt κατά Επιτροπής (9/75, EU:C:1975:131, σκέψη 7), διάταξη της 10ης Ιουνίου 1987, Pomar κατά Επιτροπής (317/85, EU:C:1987:267, σκέψη 7), και απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως, σκέψεις 48 και 50.


10      Απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως (σκέψεις 38 και 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


11      Απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως (σκέψη 33), η υπογράμμιση δική μου.


12      Απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως (σκέψεις 34 και 42), η υπογράμμιση δική μου.


13      Απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως (σκέψη 50), η υπογράμμιση δική μου.


14      Για παράδειγμα, ο σύζυγος και τα συντηρούμενα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου δικαιούνται να λαμβάνουν, βάσει του άρθρου 70 του ΚΥΚ, τις τριμηνιαίες αποδοχές του ή σύνταξη βάσει του άρθρου 80 του εν λόγω κανονισμού. Βάσει του άρθρου 72 του ίδιου κανονισμού, ο σύζυγος (υπό ορισμένες προϋποθέσεις) και τα τέκνα των υπαλλήλων έχουν δικαίωμα ασφάλισης υγείας.


15      Για παράδειγμα, βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να ζητεί τη συνδρομή του θεσμικού οργάνου όταν ο ίδιος ή μέλος της οικογενείας του δέχεται επιθέσεις κατά του προσώπου ή της περιουσίας του λόγω της ιδιότητας ή των καθηκόντων του υπαλλήλου. Επιπλέον, ο σύζυγος, τα ασθενή τέκνα ή οι ασθενείς συγγενείς μπορούν, βάσει του άρθρου 40 του ΚΥΚ, να επωφελούνται του δικαιώματος του υπαλλήλου να λαμβάνει άδεια χωρίς αποδοχές για προσωπικούς λόγους. Ομοίως, τα τέκνα μπορούν να επωφελούνται του δικαιώματος του υπαλλήλου να λάβει γονική άδεια δυνάμει του άρθρου 42α και ο σύζυγος και ορισμένοι συγγενείς μπορούν να επωφελούνται, βάσει του άρθρου 42β, του δικαιώματος του υπαλλήλου να λάβει οικογενειακή άδεια, σε περίπτωση ασθένειάς τους, ή του δικαιώματος του υπαλλήλου να εργαστεί με μειωμένο ωράριο βάσει του άρθρου 55α.


16      Βλ. τις παρατιθέμενες διευκρινίσεις στο σημείο 47 των παρουσών προτάσεων.


17      Απόφαση της 10ης Ιουνίου 1999, Johannes (C‑430/97, EU:C:1999:293, σκέψη 19). Η κρίση αυτή επαναλήφθηκε στη σκέψη 31 της αποφάσεως κατόπιν επανεξετάσεως.


18      Απόφαση της 11ης Μαρτίου 1975, Porrini κ.λπ. (65/74, EU:C:1975:38).


19      Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1987, Ainsworth κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (271/83, 15/84, 36/84, 113/84, 158/84, 203/84 και 13/85, EU:C:1987:7).


20      Απόφαση της 16ης Απριλίου 1997, Kuchlenz-Winter κατά Επιτροπής (T‑66/95, EU:T:1997:56).


21      Απόφαση της 21ης Απριλίου 2004, M κατά Δικαστηρίου (T‑172/01, EU:T:2004:108).


22      Όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Απριλίου 1997, Kuchlenz-Winter κατά Επιτροπής (T‑66/95, EU:T:1997:56).


23      Όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Απριλίου 2004, M κατά Δικαστηρίου (T‑172/01, EU:T:2004:108).


24      Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Missir Mamachi di Lusignano κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑401/11 P RENV-RX, EU:T:2017:874).


25      Βλ. τις υποθέσεις που απαριθμούνται στην υποσημείωση 8.


26      Απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως, σκέψη 34.


27      Στην αίτηση αναιρέσεως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ απαριθμεί τα πρόσωπα που δικαιούνται αποζημίωση δυνάμει του εν λόγω κανονισμού σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, υπό την έννοια ότι αυτά και μόνον τα πρόσωπα εμπίπτουν στην έννοια του «προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]» και κανένα άλλο πρόσωπο.


28      Τόσο στην απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως όσο και στην απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Missir Mamachi di Lusignano κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑401/11 P RENV-RX, EU:T:2017:874).


29      Απόφαση 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ: Απόφαση του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2004, L 333, σ. 7).


30      Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2016/1192 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας εκδικάσεως σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπαλλήλων της (ΕΕ 2016, L 200, σ. 137).


31      Η προβλεψιμότητα των κανόνων δικαίου ερμηνεύεται από την Επιτροπή της Βενετίας υπό την έννοια ότι περιλαμβάνεται μεταξύ των απαιτήσεων της αρχής του κράτους δικαίου. Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου (Επιτροπή της Βενετίας), Rule of Law Checklist [κατάλογος σημείων ελέγχου για το κράτος δικαίου], Στρασβούργο, 2016, σ. 15.


32      Άποψη του γενικού εισαγγελέα Μ. Wathelet στην υπόθεση Επανεξέταση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής  (C‑417/14 RX-II, EU:C:2015:593, σημεία 60 έως 62).


33      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 62).


34      Βλ. τις διευκρινίσεις στα σημεία 70 έως 77 των παρουσών προτάσεων.


35      Απόφαση κατόπιν επανεξετάσεως (σκέψη 42), η υπογράμμιση δική μου.


36      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 61).


37      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2019, De Esteban Alonso κατά Επιτροπής (T‑138/18, EU:T:2019:398).


38      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Επιτροπή κατά Νανόπουλου (T‑308/10 P, EU:T:2012:370, σκέψη 61).


39      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, Sautelet κατά Επιτροπής (T‑25/02, EU:T:2003:285).


40      Απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1974, Union syndicale – Service public européen κ.λπ. κατά Συμβουλίου (175/73, EU:C:1974:95, σκέψη 19).