Language of document : ECLI:EU:T:2013:594

Υπόθεση T‑456/11

International Cadmium Association (ICdA) κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«REACH – Μεταβατικά μέτρα όσον αφορά τους περιορισμούς στην παραγωγή, τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση καδμίου και ενώσεών του – Παράρτημα XVII του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 – Περιορισμοί στη χρήση χρωστικών καδμίου στις πλαστικές ύλες – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Ανάλυση των κινδύνων»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα)
της 14ης Νοεμβρίου 2013

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Ανάκληση της ουσιαστικής ρυθμίσεως της προσβαλλομένης πράξεως κατά τη διάρκεια της δίκης – Μη κατάργηση της προσβαλλομένης πράξεως – Προσβαλλόμενη πράξη η οποία έχει παραγάγει έννομα αποτελέσματα – Διατήρηση του αντικειμένου της προσφυγής – Βάση για τυχόν άσκηση αγωγής αποζημιώσεως – Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

2.      Προσέγγιση των νομοθεσιών – Καταχώριση, αξιολόγηση και αδειοδότηση των χημικών ουσιών – Κανονισμός REACH – Περιορισμοί ισχύοντες για ορισμένες ουσίες – Θέσπιση νέων περιορισμών και τροποποίηση υφισταμένων περιορισμών – Εξουσία εκτιμήσεως των αρχών της Ένωσης – Περιεχόμενο – Δικαστικός έλεγχος – Όρια – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

(Κανονισμός 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 68 § 1 και παράρτημα XVII)

3.      Προσέγγιση των νομοθεσιών – Καταχώριση, αξιολόγηση και αδειοδότηση των χημικών ουσιών – Κανονισμός REACH – Περιορισμοί ισχύοντες για ορισμένες ουσίες – Θέσπιση νέων περιορισμών και τροποποίηση υφισταμένων περιορισμών – Προϋποθέσεις – Αξιολόγηση των κινδύνων

(Κανονισμός 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 68 § 1, στοιχείο α΄, και παράρτημα XVII· κανονισμός 793/93, άρθρο 11)

1.      Η ανάκληση με κανονισμό, αναδρομικώς από την ημερομηνία εφαρμογής του προσβαλλόμενου κανονισμού, των περιορισμών όσον αφορά τη χρήση ορισμένων προϊόντων οι οποίοι εισήχθησαν με τον δεύτερο αυτό κανονισμό, δεν στερεί από την προσφυγή ακυρώσεως το αντικείμενό της, καθόσον η προσβαλλόμενη πράξη δεν καταργήθηκε τυπικώς από την Επιτροπή.

Εξάλλου, η εν λόγω ανάκληση δεν συνεπάγεται, αφεαυτής, υποχρέωση του δικαστή της Ένωσης να καταργήσει τη δίκη λόγω ελλείψεως αντικειμένου ή λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως. Η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως η οποία έχει ήδη εφαρμοστεί είναι πάντα ικανή να προσπορίσει όφελος στον προσφεύγοντα, έστω και αν οι επίμαχοι περιορισμοί, που θεσπίστηκαν με την πράξη αυτή, ανακλήθηκαν εν τω μεταξύ αναδρομικώς από την ημερομηνία εφαρμογής της εν λόγω πράξεως. Πράγματι, η εν λόγω προσβαλλόμενη πράξη παρήγαγε ενδεχομένως έννομα αποτελέσματα την περίοδο κατά την οποία ρύθμιζε τα των περιορισμών όσον αφορά τα επίμαχα προϊόντα, ήτοι από τον χρόνο ενάρξεως της εφαρμογής της έως την έναρξη της ισχύος του κανονισμού με τον οποίο ανακλήθηκαν οι περιορισμοί.

Τέλος, διαπιστώνεται ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η προσβαλλόμενη πράξη απαγόρευε ορισμένες χρήσεις των επιμάχων προϊόντων. Στο πλαίσιο αυτό, ο προσφεύγων διατηρεί έννομο συμφέρον στη διαπίστωση του μερικώς παρανόμου χαρακτήρα της προσβαλλομένης πράξεως, διότι, αφενός, η διαπίστωση αυτή θα δεσμεύει τον δικαστή της Ένωσης σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως και, αφετέρου, θα μπορεί να αποτελέσει τη βάση τυχόν εξωδικαστικής διαπραγματεύσεως μεταξύ της Επιτροπής και του προσφεύγοντος για την αποκατάσταση της ζημίας που αυτός ισχυρίζεται ότι υπέστη.

(βλ. σκέψεις 36-38)

2.      Για την αποτελεσματική επιδίωξη των σκοπών του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH), εντός ενός περίπλοκου τεχνικού πλαισίου με εξελικτικό χαρακτήρα, οι αρχές της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ιδίως όσον αφορά την αξιολόγηση των άκρως περίπλοκων πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως προκειμένου να καθορίσουν τη φύση και την έκταση των μέτρων που υιοθετούν, ενώ ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος αν η άσκηση της εξουσίας αυτής ενέχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή, ακόμα, αν οι αρχές της Ένωσης υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς τους. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως την εκτίμηση των κοινοτικών οργάνων, των μόνων στα οποία η Συνθήκη ΛΕΕ έχει αναθέσει την αποστολή αυτή.

Ωστόσο, η ευρεία διακριτική ευχέρεια των αρχών της Ένωσης, η οποία συνεπάγεται περιορισμένο δικαστικό έλεγχο της ασκήσεώς της, δεν αφορά αποκλειστικά και μόνον τη φύση και την έκταση των διατάξεων που πρέπει να θεσπιστούν, αλλά επίσης, ως ένα βαθμό, τη διαπίστωση των βασικών δεδομένων. Εντούτοις, ένας τέτοιος δικαστικός έλεγχος, έστω και περιορισμένης εκτάσεως, επιβάλλει να είναι οι αρχές που εξέδωσαν την επίμαχη πράξη σε θέση να αποδείξουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ότι εξέδωσαν την πράξη ασκώντας πράγματι τη διακριτική τους ευχέρεια, λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη όλα τα σχετικά δεδομένα και όλες τις σχετικές περιστάσεις που αφορούν την κατάσταση στη ρύθμιση της οποίας σκοπεί η πράξη αυτή.

Η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων, που πραγματοποιείται από ειδικούς επιστήμονες, πρέπει να παρέχει στην Επιτροπή επαρκώς αξιόπιστα και σοβαρά πληροφοριακά στοιχεία ώστε να είναι αυτή σε θέση να κατανοήσει όλη τη σημασία του επιστημονικού ζητήματος που τίθεται και να καθορίσει την πολιτική της έχοντας επίγνωση της καταστάσεως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, προκειμένου να αποφύγει τη λήψη αυθαίρετων μέτρων, που δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθούν βάσει της αρχής της προλήψεως, οφείλει να μεριμνά ώστε τα μέτρα που λαμβάνει, έστω και όταν πρόκειται για προληπτικά μέτρα, να στηρίζονται σε κατά το δυνατόν εξαντλητική επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

Εφόσον από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή αξιολόγησε όλα τα κρίσιμα στοιχεία και τις κρίσιμες περιστάσεις της καταστάσεως η ρύθμιση της οποίας αποτελούσε το αντικείμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού, καταλήγοντας, βάσει ανεπαρκών επιστημονικών στοιχείων, στο συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον ο οποίος απαιτεί δράση σε επίπεδο Ένωσης, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 45, 46, 52, 71)

3.      Καίτοι ο προσβαλλόμενος κανονισμός, ο οποίος θεσπίζει περιορισμούς για ορισμένες ουσίες, εκδόθηκε βάσει των μεταβατικών μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 137, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH), πρέπει ωστόσο, για την τροποποίηση του παραρτήματος XVII του εν λόγω κανονισμού, να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 68 του κανονισμού αυτού.

Για τη θέσπιση, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, νέων περιορισμών για ορισμένες ουσίες έπρεπε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 68, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006. Κατά συνέπεια, η έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού προϋπέθετε ότι η Επιτροπή όφειλε, δικαιολογημένα, να θεωρήσει ότι η χρήση των επίμαχων ουσιών στις πλαστικές ύλες, πέραν αυτών για τις οποίες η χρήση αυτή είχε περιοριστεί πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, ενείχε για την ανθρώπινη υγεία ή για το περιβάλλον απαράδεκτο κίνδυνο ο οποίος απαιτούσε δράση σε επίπεδο Ένωσης.

Έστω και αν υποτεθεί ότι τα μέτρα που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 137, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006 δεν απαιτείται να πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 68 του κανονισμού αυτού, αλλά τους κανόνες που ίσχυαν πριν από τον εν λόγω κανονισμό, ήτοι να είναι σύμφωνα προς το άρθρο 11 του κανονισμού 793/93, για την αξιολόγηση και τον έλεγχο των κινδύνων από τις υπάρχουσες ουσίες, πρέπει να παρατηρηθεί ότι και η τελευταία αυτή διάταξη προέβλεπε ότι περιοριστικά μέτρα μπορούσαν να θεσπιστούν μόνον βάσει αξιολογήσεως των κινδύνων.

(βλ. σκέψεις 47-50)