Language of document : ECLI:EU:T:2015:78

Υπόθεση T‑473/12

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Aer Lingus Ltd

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατική ενίσχυση — Ιρλανδικός φόρος στους επιβάτες αεροπορικών πτήσεων — Μειωμένος φορολογικός συντελεστής για τους προορισμούς που βρίσκονται κατ’ ανώτατο όριο 300 χλμ. από τον αερολιμένα του Δουβλίνου — Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της — Πλεονέκτημα — Επιλεκτικός χαρακτήρας — Προσδιορισμός των δικαιούχων της ενισχύσεως — Άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα)
της 5ης Φεβρουαρίου 2015

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Επαναφορά στην προτέρα κατάσταση – Υπολογισμός του προς ανάκτηση ποσού – Υποχρέωση της Επιτροπής να προσδιορίσει το ποσόν που αντιστοιχεί στο πραγματικό πλεονέκτημα της ενισχύσεως – Περιεχόμενο – Πλεονέκτημα το οποίο απορρέει από την εφαρμογή έμμεσου φόρου με μειωμένο εθνικό συντελεστή ο οποίος εισπράττεται από τους αερομεταφορείς – Τρόπος υπολογισμού – Υποχρέωση της Επιτροπής να προσδιορίσει τους δικαιούχους της ενισχύσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 108 ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Εκτίμηση υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Συνεκτίμηση προγενέστερης πρακτικής – Αποκλείεται

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

1.      Καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν απαιτεί από την Επιτροπή, όταν η τελευταία διατάσσει την επιστροφή ενισχύσεως που κηρύχθηκε ασύμβατη με την κοινή αγορά, να καθορίσει το ακριβές ποσό της επιστρεπτέας ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, αρκεί η απόφαση της Επιτροπής να περιέχει στοιχεία βάσει των οποίων ο αποδέκτης της να μπορεί να καθορίσει ο ίδιος, χωρίς υπερβολικές δυσχέρειες, το ύψος αυτό. Εντούτοις, εάν η Επιτροπή αποφασίσει να διατάξει την επιστροφή συγκεκριμένου ποσού, οφείλει, σύμφωνα με την υποχρέωση επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως του φακέλου στο πλαίσιο του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, να καθορίσει, κατά τον σαφέστερο επιτρεπόμενο εκ των περιστάσεων τρόπο, την αξία της ενισχύσεως που έλαβε η επιχείρηση. Με την επαναφορά στην προτέρα κατάσταση, αφενός, η Επιτροπή υποχρεούται να εξασφαλίσει ότι δεν υφίσταται πλέον το πραγματικό πλεονέκτημα της ενισχύσεως και να διατάξει την επιστροφή του συνόλου της ενισχύσεως. Δεν μπορεί, για λόγους επιείκειας προς τον δικαιούχο, να διατάξει την επιστροφή ποσού μικρότερου από την αξία της ληφθείσας ενισχύσεως. Αφετέρου, η Επιτροπή δεν έχει δικαίωμα, για να τονίσει την αποδοκιμασία της ως προς τη σοβαρότητα της παράνομης πράξεως, να διατάξει την επιστροφή ποσού μεγαλύτερου από την αξία της ενισχύσεως που έλαβε ο δικαιούχος.

Ως εκ τούτου, όσον αφορά φόρο αεροπορικών μεταφορών ο οποίος εισπράττεται απευθείας από τους αερομεταφορείς με συντελεστή χαμηλότερο για τις πτήσεις εσωτερικού, η Επιτροπή δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, στην περίπτωση που ο ΦΑΜ προοριζόταν να μετακυλισθεί στους επιβάτες και στην οποία το οικονομικό πλεονέκτημα που προκύπτει από την εφαρμογή του μειωμένου εθνικού συντελεστή φόρου επίσης μετακυλίσθηκε σε αυτούς, το πλεονέκτημα που πράγματι εξασφαλίζουν και διατηρούν οι αεροπορικές εταιρίες που επωφελούνται της μειώσεως αυτής ανέρχεται, εν πάση περιπτώσει, στο ποσόν της διαφοράς μεταξύ του ύψους του φόρου υπολογιζόμενου κατ’ εφαρμογήν του μειωμένου φορολογικού συντελεστή και του ύψους του φόρου υπολογιζόμενου κατ’ εφαρμογήν του κανονικού φορολογικού συντελεστή. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, το πλεονέκτημα που πράγματι εξασφαλίζουν οι αεροπορικές εταιρίες δεν συνίσταται κατ’ ανάγκην στη διαφορά μεταξύ των δύο συντελεστών, αλλά στη δυνατότητα προσφοράς πιο ελκυστικών τιμών στους πελάτες τους και, επομένως, στη δυνατότητα να αυξήσουν τον κύκλο εργασιών τους. Κατά συνέπεια, για τις αεροπορικές εταιρίες οι οποίες κατέβαλαν τον φόρο αεροπορικών μεταφορών με τον χαμηλότερο συντελεστή των δύο ευρώ, η Επιτροπή πρέπει να προσδιορίζει σε ποιο βαθμό αυτές μετακύλισαν στους επιβάτες τους το οικονομικό όφελος που προκύπτει από την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή του ως άνω φόρου, προκειμένου να προσδιορίσει ποσοτικώς με ακρίβεια το πλεονέκτημα του οποίου αυτές πραγματικώς απήλαυσαν. Εάν αποδειχθεί αδύνατον να προσδιοριστούν επακριβώς με την απόφαση που διατάσσει την επιστροφή της ενισχύσεως τα ποσά που όντως αντιστοιχούν στο ως άνω πραγματικό πλεονέκτημα, η Επιτροπή οφείλει να αναθέσει το εν λόγω έργο στις εθνικές αρχές παρέχοντάς τους σχετικώς τις αναγκαίες οδηγίες.

Εν πάση περιπτώσει, η ανάκτηση του ποσού της διαφοράς μεταξύ του ποσού του φόρου με κανονικό συντελεστή και του ποσού του φόρου με μειωμένο συντελεστή δεν θα καθιστούσε δυνατή τη διασφάλιση της επαναφοράς στην κατάσταση που θα είχε επικρατήσει εάν οι επίμαχες πράξεις είχαν διενεργηθεί χωρίς τη χορήγηση της επίμαχης ενισχύσεως, καθόσον δεν ήταν δυνατόν οι αεροπορικές εταιρίες να ανακτήσουν αναδρομικώς από τους πελάτες τους το ως άνω ποσόν ανά επιβάτη το οποίο θα έπρεπε να είχε εισπραχθεί. Ως εκ τούτου, η ανάκτηση του ως άνω ποσού δεν είναι αναγκαία για την εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο αποκτήθηκε μέσω μιας τέτοιας ενισχύσεως. Αντιθέτως, η ανάκτηση παρόμοιου ποσού θα εγκυμονούσε τον κίνδυνο προκλήσεως περαιτέρω στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, όπως δικαίως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, καθόσον θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την ανάκτηση από τις αεροπορικές εταιρίες ποσού υψηλότερου του αντιστοιχούντος στο πλεονέκτημα το οποίο πραγματικώς αποκόμισαν.

Εξάλλου, το γεγονός ότι οι πελάτες των αεροπορικών εταιριών οι οποίες υπόκεινται στον φόρο αεροπορικών μεταφορών δεν είναι επιχειρήσεις, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, με αποτέλεσμα καμία ενίσχυση να μην μπορεί να ανακτηθεί από αυτές, δεν αίρει την υποχρέωση της Επιτροπής να προσδιορίσει επακριβώς τους λήπτες ενισχύσεως, ήτοι τις επιχειρήσεις που καρπώθηκαν πράγματι την εν λόγω ενίσχυση και να περιορίσει την εν λόγω ανάκτηση στα οικονομικά πλεονεκτήματα τα οποία απορρέουν πράγματι από τη θέση των ενισχύσεων στη διάθεση του δικαιούχου και πρέπει να είναι ανάλογα αυτών.

(βλ. σκέψεις 84-86, 97-99, 105, 115, 122)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 117, 118)