Language of document : ECLI:EU:T:2000:41

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 17ης Φεβρουαρίου 2000 (1)

«Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Εξέταση των καταγγελιών —Παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 81 ΕΚ) — Διοικητικόέγγραφο περί θέσεως στο αρχείο — Επανέναρξη της διαδικασίας — Αιτιολογία— Υποχρέωση — Περιεχόμενο — Συμφωνία συνεργασίας — Ρήτρα αμοιβαίαςαποκλειστικότητας εφοδιασμού — Ρήτρα περί μη ανταγωνισμού»

Στην υπόθεση T-241/97,

Stork Amsterdam BV, εταιρία ολλανδικού δικαίου, με έδρα το Αμστερνταμ,εκπροσωπούμενη από τον A. J. Braakman, δικηγόρο Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες),με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο των Loesch καιWolter, 11, rue Goethe,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον WouterWils, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Hans Gilliams,δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gómez de laCruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζόμενης από τη

Serac Group, ανώνυμη εταιρία γαλλικού δικαίου, με έδρα το Παρίσι,εκπροσωπούμενη από τη Mary-Claude Mitchell, δικηγόρο Παρισιού, με αντίκλητοστο Λουξεμβούργο τον Guy Harles, 8-10, rue Mathias Hardt,

παρεμβαίνουσα,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση τηςαποφάσεως που περιλαμβάνεται στο από 20 Ιουνίου 1997 έγγραφο της Επιτροπής,με την οποία απορρίφθηκε η καταγγελία που υπέβαλε η προσφεύγουσα με σκοπόνα διαπιστωθεί το ασυμβίβαστο προς το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο81 ΕΚ) της συμφωνίας συνεργασίας που συνήψε η τελευταία με την εταιρία SeracGroup στον τομέα της εμπορίας πλήρων γραμμών μηχανημάτων που προορίζονταιγια την κατασκευή πλαστικών φιαλών και το αποστειρωμένο γέμισμά τους μεπροϊόντα διατροφής σε υγρή κατάσταση,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. M. Moura Ramos, Πρόεδρο, τη V. Tiili και τονP. Mengozzi, δικαστές,

γραμματέας: A. Mair, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίαςτης 22ας Απριλίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1.
    Η Stork Amsterdam BV (στο εξής: Stork) είναι εταιρία ολλανδικού δικαίου ηοποία παράγει μηχανήματα προοριζόμενα για την κατασκευή πλαστικών φιαλώνμε τη μέθοδο της τυποποιήσεως δι' «εμφυσήσεως».

2.
    Στις 14 Αυγούστου 1997, η Stork συνήψε με τη Serac SA, μετονομασθείσα στομεταξύ σε Serac Group (στο εξής: Serac), ανώνυμη εταιρία γαλλικού δικαίου ηοποία κατασκευάζει μηχανήματα τα οποία καθιστούν δυνατό το αποστειρωμένογέμισμα πλαστικών φιαλών, συμφωνία συνεργασίας για την εμπορία πλήρωνγραμμών μηχανημάτων τα οποία προορίζονται για την κατασκευή των εν λόγωφιαλών και το αποστειρωμένο γέμισμά τους με προϊόντα διατροφής σε υγρήκατάσταση (στο εξής: συμφωνία συνεργασίας ή συμφωνία). Οι δύο επιχειρήσειςανέλαβαν την υποχρέωση να αγοράζουν τα παραγόμενα από αυτές μηχανήματακαι να τα πωλούν σε πλήρεις γραμμές υπό την επωνυμία Stork-Serac ή Serac-Stork. Η συμφωνία προέβλεπε επίσης την υποχρέωση για κάθε επιχείρηση ναθέτει στη διάθεση της άλλης τις αναγκαίες γνώσεις (knowledge) για την εμπορία,την εγκατάσταση και τη διατήρηση σε λειτουργία τέτοιων μηχανημάτων (άρθρο5 της συμφωνίας).

3.
    Το άρθρο 6 της συμφωνίας αυτής περιείχε ρήτρα «μη ανταγωνισμού», η οποίαόριζε, μεταξύ άλλων:

«6.1.    Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να απέχουν, εκάτερο, από τηνανάπτυξη, παραγωγή και πώληση, άμεσα ή έμμεσα μέσω πρακτόρων ήενδιαμέσων οποιασδήποτε φύσεως, συσκευών ή μερών συσκευών πουανταγωνίζονται εκείνες, κατασκευαζόμενες από το άλλο μέρος στησυμφωνία, στις οποίες αναφέρεται η παρούσα συνεργασία ή είναιανάλογες προς αυτές.

6.2.    Αν ένας μελλοντικός πελάτης ζητεί από τη Stork ή από τη Serac συσκευέςγεμίσματος ή τυποποιήσεως δι' εμφυσήσεως κατασκευαζόμενες απότρίτους, ο πωλητής υποχρεούται να ζητήσει τη συναίνεση του άλλουμέρους. Το τελευταίο δεν μπορεί να προβάλει αδικαιολόγητη άρνηση. Ανένα από τα μέρη πωλεί ανταγωνιστική μηχανή σε τρίτο χωρίς τη συναίνεσητου άλλου, το τελευταίο δικαιούται να απαιτήσει την καταβολή προστίμου,ως κατ' αποκοπήν αποζημίωση, ίση προς το 30 % (τριάντα τοις εκατό) τουαντικατασταθέντος μηχανήματος.

6.3.    Σε περίπτωση λύσεως της συμφωνίας κατ' εφαρμογήν του άρθρου 14(δηλαδή, αφού η συμφωνία έχει ισχύσει επί πέντε έτη και κατόπιν γραπτήςκαταγγελίας με προειδοποίηση δώδεκα μηνών) και μόνο στην περίπτωσηαυτή, η υποχρέωση μη ανταγωνισμού που ορίζει το άρθρο 6.1 εξακολουθείνα ισχύει έναντι του μέρους το οποίο προβαίνει στη λύση της συμφωνίαςκατά τα τέσσερα έτη που έπονται της εν λόγω λύσεως της συμφωνίας.»

4.
    Το 1989, η Stork προσπάθησε να επιτύχει τη συναίνεση της Serac προς τερματισμότης συμφωνίας τους περί συνεργασίας και, ειδικότερα, με επιστολή της 13ηςΙουλίου 1989, με την οποία απείλησε επίσης ότι θα υπέβαλλε καταγγελία στηνΕπιτροπή λόγω παραβάσεως του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου81 ΕΚ), αν η Serac δεν αποδεχόταν τον τερματισμό της συμφωνίας.

5.
    Ελλείψει θετικής απαντήσεως εκ μέρους της Serac, η προσφεύγουσα υπέβαλεκαταγγελία στην Επιτροπή, στις 20 Σεπτεμβρίου 1989, ζητώντας να διαπιστωθείτο ασυμβίβαστο της συμφωνίας συνεργασίας προς το άρθρο 85 της Συνθήκης. ΗStork προέβαλε ότι η Serac παρέβη τη διάταξη αυτή αρνούμενη να τερματίσει τηνεν λόγω συμφωνία.

6.
    Στις 24 Ιανουαρίου 1990, η Serac κοινοποίησε τη συμφωνία συνεργασίας στηνΕπιτροπή προκειμένου να λάβει αρνητική πιστοποίηση ή απαλλαγή, δηλώνονταςσυγχρόνως ότι μπορούσε να ικανοποιηθεί και με διοικητικό έγγραφο περί θέσεωςστο αρχείο (παρηγορητική επιστολή).

7.
    Η Επιτροπή απάντησε στην καταγγελία της Stork και στην κοινοποίηση της Seracμε το από 20 Μαρτίου 1991 έγγραφο, υπογραφόμενο από τον J. Dubois, ασκούνταχρέη διευθυντή στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (ΓΔ IV), το οποίοπεριελάμβανε πρόταση φιλικής επιλύσεως της διαφοράς η οποία υποβλήθηκεκατόπιν της καταγγελίας και της κοινοποιήσεώς της, «καθώς και τιςσυμπληρωματικές πληροφορίες που είχαν παράσχει [οι] δύο εταιρίες».Αναλύοντας τη συμφωνία συνεργασίας, ο J. Dubois παρατήρησε ότι αυτή,μολονότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις απαλλαγής, προσέγγιζε εκείνες στιςοποίες αναφέρεται ο κανονισμός (ΕΟΚ) 417/85 της Επιτροπής, της 19ηςΔεκεμβρίου 1984, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών εξειδίκευσης (ΕΕ 1985, L 53, σ. 1, στο εξής:κανονισμός 417/85), αφού τη συμφωνία χαρακτήριζαν ουσιαστικά οι παράγραφοι2 και 3 του άρθρου 6 αυτής. Ο συντάκτης του εγγράφου διευκρίνιζε ότι, βάσειόλων των πληροφοριών που διέθετε, θεωρούσε ότι οι ρήτρες αυτές περιόριζαν τονανταγωνισμό και δεν ήσαν απαραίτητες για την επίτευξη των στόχων τηςσυμφωνίας. Επομένως, πρότεινε τροποποίηση των εν λόγω ρητρών προκειμένουη συμφωνία να προσαρμοστεί προς το πνεύμα του κανονισμού 417/85.

8.
    Η προτεινόμενη προσαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 6 (περί τηςαμοιβαίας αποκλειστικότητας εφοδιασμού) θα την καθιστούσε σύμφωνη προς τοάρθρο 2, στοιχείο β´, του εν λόγω κανονισμού, προβλέποντας τη δυνατότητα γιακάθε ένα από τα μέρη να πορμηθεύεται — χωρίς ποινή — από τρίτους όταν αυτοίπροσφέρουν ευνοϊκότερους όρους εφοδιασμού. Στην ίδια προοπτική προσαρμογήςτης συμφωνίας προς τον κανονισμό 417/85, ο J. Dubois διευκρίνισε ακόμη ότι ηπαράγραφος 3 του άρθρου 6 (σχετικά με την υποχρέωση μη ανταγωνισμού επίτέσσερα έτη μετά τη λήξη της συμφωνίας) «έπρεπε να καταργηθεί».

9.
    Προσέθετε ακόμη ότι, δεδομένης της περιορισμένης οικονομικής σημασίας τηςυποθέσεως σε κοινοτικό επίπεδο, δεν θεωρούσε «σκόπιμο, στο στάδιο αυτό, ναπροτείνει στην Επιτροπή την κίνηση διαδικασίας». Στην περίπτωση κατά τηνοποία τα μέρη δεν θα συμφωνούσαν να τροποποιήσουν τις ρήτρες προς τηνπροτεινόμενη κατεύθυνση, καλούνταν να φέρουν την υπόθεση ενώπιον τωναρμόδιων εθνικών δικαστικών ή διοικητικών αρχών κάνοντας μνεία του εγγράφουτης Επιτροπής.

10.
    Το προοριζόμενο για τη Stork έγγραφο περιελάμβανε μια πρόσθετη παράγραφοπου είχε ως εξής:

«Ελλείψει αντιδράσεως εκ μέρους σας εντός τεσσάρων εβδομάδων μετά τη λήψητου παρόντος, θα κλείσω τον φάκελο· ωστόσο, είναι δυνατόν ο φάκελος ναανοίξει εκ νέου οποιαδήποτε στιγμή, αν κάποια μεταβολή στην πραγματική ήνομική κατάσταση επιβάλλει νέα εξέταση.»

11.
    Με επιστολή της 19ης Ιουλίου 1991, η Serac γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι ταμέρη σχεδίαζαν να ρυθμίσουν φιλικά τη διαφορά τους. Ωστόσο, οι συζητήσειςμεταξύ των δύο μερών δεν ευδοκίμησαν και η συμφωνία έληξε στις 14 Αυγούστου1992 χωρίς να έχει τροποποιηθεί.

12.
    Στις 21 Δεκεμβρίου 1992, η Serac απέστειλε άλλη επιστολή στον J. Dubois,καλώντας την Επιτροπή να επανεξετάσει την ανάλυση του φακέλου. Η Seracπροέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι η πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή με το από 20Μαρτίου 1991 έγγραφό της, για την τροποποίηση ή την κατάργηση ορισμένωνρητρών της συμφωνίας, αντικατόπτριζε πλημμελή γνώση της σχετικής αγοράς καιεσφαλμένη εκτίμηση των επιπτώσεων της συμφωνίας συνεργασίας στονανταγωνισμό. Με την επιστολή αυτή, η Serac επιβεβαίωσε ότι δεν θαεπικαλούνταν την παράγραφο 3 του άρθρου 6 της συμφωνίας συνεργασίας, υπότη μόνη επιφύλαξη ότι δεν θα γινόταν χρήση των «απόρρητων στοιχείων οι οποίεςείχαν κοινοποιηθεί κατά τη διάρκεια της συμφωνίας».

13.
    Με το από 25 Φεβρουαρίου 1993 έγγραφο ο F. Giuffrida, προϊστάμενος τμήματοςστη ΓΔ IV, απάντησε ότι τα επιχειρήματα που υπέβαλε η Serac δεν μπορούσαννα έχουν ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση της θέσεως που είχε εκφράσει ηΕπιτροπή στο από 20 Μαρτίου 1991 έγγραφό της, κατά την οποία οι παράγραφοι2 και 3 του άρθρου 6 της συμφωνίας περιόριζαν πάρα πολύ τον ανταγωνισμό καιδεν ήσαν απαραίτητες προς επίτευξη των στόχων της συμφωνίας. Το έγγραφοκατέληγε ως εξής: «Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι η υπόθεση αυτή πρέπει ναθεωρείται ότι έχει κλείσει.» Η Επιτροπή απέστειλε αντίγραφο του εγγράφουαυτού στη Stork.

14.
    Στις 15 Μαΐου 1993, η Serac άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγήακυρώσεως της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο έγγραφο της Επιτροπής της25ης Φεβρουαρίου 1993 (υπόθεση Τ-31/93).

15.
    Στις 16 Ιουλίου 1993, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής,προβάλλοντας ότι το έγγραφο του F. Giuffrida δεν ήταν δεκτικό προσβολής, αλλ'απλώς προσωρινή λήψη θέσεως καθόσον δεν είχε σκοπό να αναπτύξει έννομααποτελέσματα και δεν περιείχε οριστική απόφαση ως προς την καταγγελία ή τηνκοινοποίηση. Με το υπόμνημα με το οποίο προέβαλε την ένσταση απαραδέκτουτης προσφυγής, η Επιτροπή ανήγγειλε επίσης ότι θα συνέχιζε την ανάλυση τηςυποθέσεως. Στην αλληλουχία αυτή, η Serac παραιτήθηκε της προσφυγής της καιη υπόθεση διαγράφηκε από το πρωτόκολλο με διάταξη του Προέδρου τουΠρωτοδικείου της 20ής Δεκεμβρίου 1993.

16.
    Στις 5 Οκτωβρίου 1994, η Επιτροπή, βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 τουΣυμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής τωνάρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25, στο εξής: κανονισμός17), απηύθυνε σε καθένα από τα μέρη πανομοιότυπες αιτήσεις παροχήςπληροφοριών σχετικά με «τα πλέον πρόσφατα στοιχεία κατανομής της αγοράςσύμφωνα με τα είδη παρουσιάσεως [κυτία πλινθοειδούς σχήματος, πλαστικές ήγυάλινες φιάλες, χαρτόνι (...)] για κάθε τμήμα της αγοράς γάλακτος», οι αιτήσειςδε αυτές είχαν ως αντικείμενο «να παράσχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή ναεκτιμήσει το συμβιβαστό της [συμφωνίας] ενόψει των κανόνων ανταγωνισμού τηςΕΟΚ και ειδικότερα του άρθρου 85 της Συνθήκης (...), με πλήρη γνώση τωνγεγονότων και εντός του πραγματικού οικονομικού τους πλαισίου».

17.
    Τα δύο μέρη διαβίβασαν τις αιτηθείσες πληροφορίες και, εν συνεχεία, η υπόθεσηεξετάστηκε από την Επιτροπή μαζί με τον σύμβουλο της Stork στις 14 Νοεμβρίου1994 και, στη συνέχεια, με τον σύμβουλο της Serac στις 13 Δεκεμβρίου 1994.

18.
    Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής, της25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19,παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001,σ. 37, στο εξής: κανονισμός 99/63), ο G. Rocca, εξ ονόματος του AlexanderSchaub, γενικού διευθυντή της ΓΔ IV, και με έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 1996,διευκρίνισε στην προσφεύγουσα τους λόγους που δικαιολογούσαν την απόρριψητης καταγγελίας της. Αφού εξέθεσε τη δική του ανάλυση περί του φακέλου ενόψειτου άρθρου 85 της Συνθήκης, ο G. Rocca κατέληξε ότι ήταν εξωπραγματικό ναυποστηριχθεί ότι «η συμφωνία επέτρεπε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ναεξαλείψουν τον ανταγωνισμό για ουσιώδες μέρος των εν λόγω προϊόντων, πολλώμάλλον που, με την από 21 Δεκεμβρίου 1992 επιστολή της, η Serac είχεπαραιτηθεί από τα δικαιώματα που της παρείχε το άρθρο 6, παράγραφος 3, τηςσυμφωνίας» (δικαιώματα αποκλειστικότητας μετά τη λήξη της συμφωνίας). Τοέγγραφο της Επιτροπής κατέληγε με μια προειδοποίηση, αναφέροντας ότι τοκοινοτικό όργανο δεν θα ελάμβανε καμια οριστική απόφαση προτού λάβει γνώσητων σχολίων ή νέων πληροφοριών της προσφεύγουσας, με υποχρέωση τηςτελευταίας να τις υποβάλει γραπτώς και εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων.

19.
    Στις 22 Μαρτίου 1996, η Stork απάντησε στην Επιτροπή αντικρούοντας ταεπιχειρήματά της και αμφισβητώντας τη δυνατότητα της καθής να προβεί σε νέαανάλυση της υποθέσεως κατόπιν των από 20 Μαρτίου 1991 και 25 Φεβρουαρίου1993 εγγράφων της.

20.
    Με το από 20 Ιουνίου 1997 έγγραφο, η Επιτροπή πληροφόρησε τη Stork σχετικάμε την απόφαση περί απορρίψεως της καταγγελίας της, της 20ής Σεπτεμβρίου1989 (απόφαση IV/F — 1/33.302 Stork, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).Επαναλάμβανοντας, κατ' ουσίαν, την ανάλυση της συμφωνίας που περιλαμβάνεταιστο από 23 Ιανουαρίου 1996 έγγραφό της, η Επιτροπή καταλήγει ότι, ακόμη καιαν οι περιοριστικές του ανταγωνισμού ρήτρες που περιλαμβάνονται στη συμφωνίαεμπίπτουν στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, οι προϋποθέσειςεφαρμογής της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου συντρέχουν.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21.
    Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21Αυγούστου 1997, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή ακυρώσεωςκατά της αποφάσεως της Επιτροπής που περιλαμβάνεται στο από 20 Ιουνίου 1997έγγραφο.

22.
    Με διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου, της 20ήςΑπριλίου 1998, επετράπη στη Serac να παρέμβει προς υποστήριξη των αιτημάτωντης Επιτροπής.

23.
    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα)αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Στο πλαίσιο των μέτρωνοργανώσεως της διαδικασίας, οι διάδικοι κλήθηκαν να απαντήσουν γραπτώς σεορισμένες ερωτήσεις πριν από την προφορική διαδικασία.

24.
    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τησυνεδρίαση που διεξήχθη στις 22 Απριλίου 1999.

25.
    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να απορρίψει την προσφυγή·

—    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

27.
    Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να απορρίψει την προσφυγή της Stork·

—    να καταδικάσει τη Stork σε όλα τα έξοδα, περιλαμβανομένων και τωνεξόδων της παρεμβαίνουσας.

Σκεπτικό

28.
    Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα επικαλείται τρεις λόγουςακυρώσεως που αντλεί, πρώτον, από την αναρμοδιότητα ή την κατάχρησηεξουσίας της Επιτροπής προς έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφού ταέγγραφά της του Μαρτίου 1991 και του Φεβρουαρίου 1993 περιείχαν ήδητελειωτική απόφαση και η υπόθεση, τουλάχιστον μετά το από 25 Φεβρουαρίου1993 έγγραφο, έπρεπε να θεωρείται ότι έχει κλείσει, δεύτερον, από τηνπραγματική και νομική πλάνη που καθιστά πλημμελή την εν λόγω απόφαση και,τρίτον, την έλλειψη ή την ανεπάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένηςαποφάσεως.

29.
    Η Επιτροπή αμφισβητεί τους λόγους ακυρώσεως της προσφεύγουσας και ζητεί τηναπόρριψη της προσφυγής.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την αναρμοδιότητα ή τηνκατάχρηση εξουσίας της Επιτροπής προς έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

30.
    Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας αποβλέπει, ουσιαστικά, στο νααμφισβητήσει το δικαίωμα της Επιτροπής προς κίνηση εκ νέου της διαδικασίαςσχετικά με την καταγγελία και την κοινοποίηση και προς έκδοση τηςπροσβαλλομένης αποφάσεως, διαρθρώνεται δε σε δύο σκέλη. Με το πρώτοσκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα από 20 Μαρτίου 1991 και 25Φεβρουαρίου 1993 έγγραφα περιείχαν απόφαση δεκτική προσφυγής και ότι ηυπόθεση, εν πάση περιπτώσει μετά το τελευταίο έγγραφο, έπρεπε να θεωρείταιότι έχει κλείσει, στο μέτρο που κανένα νέο στοιχείο δεν δικαιολογούσε τηνεπανεξέταση του φακέλου. Με το δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεταιότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να λάβει, εντός εύλογης προθεσμίας,απόφαση επί της καταγγελίας που υπέβαλε στις 20 Σεπτεμβρίου 1989, κινώνταςεκ νέου τη διοικητική διαδικασία στις 5 Οκτωβρίου 1994 και εκδίδοντας τηντελική απόφαση στις 20 Ιουνίου 1997.

31.
    Με το υπόμνημα απαντήσεως, στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ηπροσφεύγουσα επικαλείται επίσης ότι η απόφαση επαναλήψεως της διαδικασίαςείχε ληφθεί κατά παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου253 ΕΚ).

32.
    Προκειμένου να εκτιμηθεί το βάσιμο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, τοΠρωτοδικείο θεωρεί ότι πρέπει να εξεταστεί το πρώτο σκέλος αυτού σεσυνδυασμό με τον λόγο ακυρώσεως που αφορά την έλλειψη αιτιολογίας τηςαποφάσεως για την εκ νέου κίνηση της διαδικασίας.

Επιχειρήματα των διαδίκων

33.
    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι με τα από 20 Μαρτίου 1991 και 25 Φεβρουαρίου1993 έγγραφα, εξεταζόμενα μεμονωμένα ή σε συνδυσμό μεταξύ τους, η Επιτροπήέλαβε απόφαση δεκτική προσφυγής, με την οποία αποφάνθηκε, με σκοπό τηδημιουργία εννόμων αποτελεσμάτων, επί της εφαρμογής του άρθρου 85 τηςΣυνθήκης στη συμφωνία συνεργασίας.

34.
    Ενόψει του περιεχομένου του, το από 25 Φεβρουαρίου 1993 έγγραφο τηςΕπιτροπής έπρεπε να θεωρηθεί ως πράξη δεκτική προσβολής, διότι είχε ως σκοπόνα αναπτύξει έννομα αποτελέσματα. Το έγγραφο αυτό περιείχε εκτίμηση της ενλόγω συμφωνίας και αντιστοιχούσε σε λήψη θέσεως της Επιτροπής τόσο ως προςτο ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά των δύο ρητρών της συμφωνίας της 14ηςΑυγούστου 1987, ενόψει του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, όσο καιεπί του γεγονότος ότι οι εν λόγω ρήτρες δεν ενέπιπταν στις διατάξεις τηςπαράγραφου 3 του ίδιου άρθρου. Με το έγγραφο αυτό η Επιτροπή περάτωσετυπικά τη διαδικασία και η διατυπωθείσα νομική εκτίμηση επί της συμφωνίαςκατέστη τελειωτική.

35.
    Η προσφεύγουσα καταλήγει στο ότι η καθής δεν είχε εξουσία να κινήσει εκ νέουτη διοικητική διαδικασία αφού εξέδωσε απόφαση και χωρίς κανένα νέο στοιχείονα δικαιολογεί μια τέτοια επανέναρξη της διαδικασίας. Κινώντας εκ νέου τηδιαδικασία, η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας.

36.
    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα επικαλείται, επίσης, την πλημμελήαιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία δεν εκθέτει τους λόγους οιοποίοι να εξηγούν, αφενός, τη μεταβολή γνώμης της καθής ως προς τηνοικονομική σημασία της συμφωνίας και, αφετέρου, την επιλογή της να προβείστην εμπεριστατωμένη επανεξέταση του φακέλου, αντί να προτείνει, όπωςπροηγουμένως, την υποβολή της συμφωνίας στις εθνικές αρχές ελλείψει αποδοχήςτων προταθεισών τροποποιήσεων, μολονότι κανένα νέο στοιχείο δεν προέκυψεπου να δικαιολογεί μια τέτοια επανεξέταση.

37.
    Η καθής αμφισβητεί τη θέση της προσφεύγουσας. Αναφέρει ότι αντιμετώπιζε, απότον Σεπτέμβριο του 1989, διαμάχη μεταξύ της Stork και της Serac σχετικά με τηνεφαρμογή και το κύρος της συμφωνίας τους περί συνεργασίας και υπενθυμίζειτους κανόνες που έχουν εφαρμογή όταν παρεμβαίνει σε τέτοιες περιστάσεις.Επικαλείται τις σκέψεις 45 έως 47 της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 1990, Τ-64/89,Automec κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-367, στο εξής: απόφασηAutomec I), με την οποία το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, αφενός, την ύπαρξη τριώνδιαδοχικών φάσεων στην εξέλιξη της διαδικασίας που διέπεται από το άρθρο 3,παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 και,αφετέρου, έκρινε ότι οι προκαταρκτικές παρατηρήσεις που διατυπώνουν οιυπηρεσίες της Επιτροπής στο πλαίσιο άτυπων επαφών κατά την πρώτη φάση δενμπορούν να θεωρηθούν ως πράξη δυνάμενη να προσβληθεί.

38.
    Στο πλαίσιο αυτό, τα από 20 Μαρτίου 1991 και 25 Φεβρουαρίου 1993 έγγραφασυνιστούν προφανώς προκαταρκτικές παρατηρήσεις που διατύπωσαν ατύπως οιυπηρεσίες της Επιτροπής, με βάση μια πρώτη εξέταση των επιχειρημάτων και τωνπραγματικών περιστατικών που εξέθεσαν τα δύο μέρη. Με τα έγγραφα αυτά, ηΕπιτροπή δεν διατύπωσε καμιά τελειωτική γνώμη, αναπτύσσουσα έννομααποτελέσματα, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης.

39.
    Το έγγραφο του Μαρτίου 1991 περιείχε πραγματιστική πρόταση προκειμένου νατεθεί τέρμα στη διαφορά μεταξύ των δύο μερών και όχι οριστική ερμηνεία τουάρθρου 85 της Συνθήκης. Το σημαντικότερο απόσπασμα του εγγράφου αυτούείναι εκείνο στο οποίο ο κ. Dubois ανέφερε ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετικήοικονομική σημασία της υποθέσεως αυτής, δεν θεωρούσε σκόπιμο, στο στάδιοαυτό, να προτείνει στην Επιτροπή να κινήσει τη διαδικασία. Η διαπίστωση αυτήεξηγεί την πρόταση που έγινε στα μέρη να ρυθμίσουν τη διαφορά σύμφωνα με ταπροταθέντα και, στην περίπτωση εμμονής της διαφωνίας, η υπόθεση να έλθειενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

40.
    Το έγγραφο του Φεβρουαρίου 1993 επιβεβαίωσε απλώς το ότι η Επιτροπή, ακόμηκαι αφού έλαβε γνώση των επιχειρημάτων και των πρόσθετων πληροφοριακώνστοιχείων που πρόβαλε η Serac, δεν θεωρούσε σκόπιμο να κινήσει τη διαδικασίακαι ότι, κατά συνέπεια, «η υπόθεση αυτή [έπρεπε να] θεωρείται ότι έχει κλείσει».

41.
    Η Επιτροπή προσθέτει ότι τα δύο προαναφερόμενα έγγραφα δεν μπορούν ναθεωρηθούν ως τελειωτική απόφαση αναπτύσσουσα έννομα αποτελέσμα καιδιαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο της συμφωνίας προς το άρθρο 85 της Συνθήκης,διότι μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί παρά μόνο με τήρηση τηςδιαδικασίας που επιβάλλει ο κανονισμός 17 και που προβλέπει, μεταξύ άλλων,ανακοίνωση των αιτιάσεων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση,το υποστατό της ανακοινώσεως αυτής δεν αποδείχθηκε και η έλλειψη υπογραφήςτων εν λόγω εγγράφων, από το, ή εξ ονόματός του, μέλος της Επιτροπής αρμόδιογια τον ανταγωνισμό, επιβεβαιώνει ότι τα έγγραφα αυτά απλώς εκφράζουν μιαπρώτη προσωρινή γνώμη.

42.
    Εξάλλου, η καθής δέχεται ότι, μετά την παραίτηση της Serac στην υπόθεσηΤ-31/93, αποφάσισε, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα επιχειρήματα και στοιχεία πουπροσκόμισε η Serac με την προσφυγή της, να επανεξετάσει — κατά τρόποεμπεριστατωμένο αυτή τη φορά — τις επιπτώσεις της συμφωνίας συνεργασίας επίτου ανταγωνισμού. Κατ' αυτόν τον τρόπο, «ενεργοποιώντας εκ νέου τηδιαδικασία», επανήλθε στην αρχική της θέση, κατά την οποία η υπόθεση δενεμφάνιζε επαρκή οικονομική σημασία για να δικαιολογήσει εμπεριστατωμένηεξέταση.

43.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι το από 20 Μαρτίου 1991 έγγραφο άφηνε ήδη να νοηθείη δυνατότητα μεταγενέστερης κινήσεως της διαδικασίας, αφού ο συντάκτης τουδιευκρίνισε ότι δεν θεωρούσε «σκόπιμο, στο στάδιο αυτό, να προτείνει στηνΕπιτροπή να κινήσει τη διαδικασία».

44.
    Στηριζόμενη στη σκέψη 77 της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 18ηςΣεπτεμβρίου 1992, Τ-24/90, Automec κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-2223,στο εξής: απόφαση Automec II), η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εν συνεχείααπόφαση να εξεταστεί εμπεριστατωμένα η υπόθεση, θεωρηθείσα με την πρώτηανάλυση ως μικρής σημασίας, αποτελεί μέτρο το οποίο εμπίπτει στην ελεύθερηεκτίμηση κάθε διοικήσεως η οποία έχει ως αποστολή την επιτήρηση και τονέλεγχο. Ομοίως, η αναγκαία αρμοδιότητα προς καθορισμό των προτεραιοτήτωνσυνεπάγεται επίσης εκείνην της αναθεωρήσεως των προτεραιοτήτων αυτών,πράγμα που αληθεύει ακόμη περισσότερο στην παρούσα υπόθεση όπου η εκ νέουκίνηση της διαδικασίας δεν θα έβλαπτε τα συμφέροντα κανενός από τα μέρη.Ούτε η προσφεύγουσα ούτε η Serac προέβαλαν αντιρρήσεις κατά της νέαςπροτεραιότητας που αναγνώρισε η Επιτροπή προς εξέταση της υποθέσεώς τους.

45.
    Η καθής αμφισβητεί το παραδεκτό του λόγου ακυρώσεως που προέβαλε ηπροσφεύγουσα με το υπόμνημά της απαντήσεως, τον οποίο αντλεί από την ελλιπήαιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., ανωτέρω, σκέψη 36).Υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι δεν είχε υποχρέωση να αναφέρει στην απόφασηαυτή τους λόγους για τους οποίους είχε κινήσει τη διαδικασία έρευνας τονΟκτώβριο του 1994, πολλώ μάλλον που το ζήτημα αυτό δεν είχε τεθεί από τηStork ή τη Serac οι οποίες, εξάλλου, είχαν συνεργασθεί ανεπιφύλακτα στην ενλόγω έρευνα.

46.
    Η παρεμβαίνουσα αμφισβητεί επίσης το γεγονός ότι τα έγγραφα της Επιτροπήςτου 1991 και 1993 πρέπει να θεωρηθούν ως τελειωτική απόφαση, η οποία δενμπορεί να αμφισβητηθεί.

47.
    Υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή επανειλημμένως ανέφερε ότι τα έγγραφα του 1991και 1993 δεν ήσαν τελειωτικές αποφάσεις. Προβάλλει επίσης ότι, δεχόμενη χωρίςεπιφύλαξη να απαντήσει στην αίτηση πληροφοριών που της απηύθυνε η Επιτροπήτον Οκτώβριο του 1994, η προσφεύγουσα δέχθηκε ότι η κινηθείσα το 1989διαδικασία δεν είχε κλείσει τελειωτικά.

48.
    Συνάγει, επομένως, ότι μόνον το έγγραφο του 1997 αποτελεί τελειωτική λήψηθέσεως της Επιτροπής επί της υποθέσεως και ότι τα δύο έγγραφα του 1991 και1993 δεν είχαν κανένα αποφασιστικό περιεχόμενο και δεν ανέπτυξαν έννομααποτελέσματα.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του νομικού χαρακτηρισμού των εγγράφων του Μαρτίου 1991 και τουΦεβρουαρίου 1993 της Επιτροπής

    

49.
    Σύμφωνα με πάγια νομολογία, συνιστά πράξη ή απόφαση που μπορεί νααποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 173της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ), κάθε μέτρο τουοποίου τα έννομα αποτελέσματα είναι δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τασυμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική τουθέση. Ειδικότερα, προκειμένου για πράξεις ή αποφάσεις που εκδίδονται στοπλαίσιο διαδικασίας περιλαμβάνουσας πλείονα στάδια, ιδίως κατά τηνολοκλήρωση μιας εσωτερικής διαδικασίας, συνιστούν καταρχήν προσβλητέςπράξεις μόνο τα μέτρα τα οποία καθορίζουν οριστικώς τη θέση του οργάνου κατάτο πέρας της εν λόγω διαδικασίας, και όχι τα ενδιάμεσα μέτρα σκοπός τωνοποίων είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως. Εξάλλου, η μορφή υπό τηνοποία λαμβάνονται οι πράξεις ή οι αποφάσεις είναι, κατ' αρχήν, αδιάφορη ωςπρος τη δυνατότητα προσβολής τους με προσφυγή ακυρώσεως (απόφαση τουΔικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, ΙΒΜ κατά Επιτροπής, Συλλογή1981, σ. 2639, σκέψη 9, και απόφαση Automec I, σκέψη 42).

50.
    Προκειμένου να εκτιμηθεί, υπό το φως των νομολογιακών αρχών που μόλιςπροηγουμένως μνημονεύθηκαν, η νομική φύση των εν λόγω εγγράφων,επιβάλλεται να εξεταστούν στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως των αιτήσεωνπου υποβλήθηκαν βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

51.
    Η διαδικασία εξετάσεως μιας καταγγελίας διαρθρώνεται σε τρία διαδοχικάστάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, το οποίο ακολουθεί την κατάθεση τηςκαταγγελίας, η Επιτροπή συλλέγει τα στοιχεία που θα της επιτρέψουν να κρίνειποια συνέχεια θα επιφυλάξει στην καταγγελία. Το στάδιο αυτό μπορεί ναπεριλαμβάνει μια άτυπη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ Επιτροπής καικαταγγέλλοντος, με σκοπό να διευκρινιστούν τα πραγματικά και νομικά στοιχείαπου αποτελούν το αντικείμενο της καταγγελίας και να παρασχεθεί στονκαταγγέλλοντα η ευκαιρία να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του, ενδεχομένως,ενόψει μιας πρώτης αντιδράσεως των υπηρεσιών της Επιτροπής. Κατά τη διάρκειατου δεύτερου σταδίου, η Επιτροπή, με ανακοίνωση προς τον καταγγέλλοντα,σημειώνει τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι δεν δικαιολογείται να δοθείευνοϊκή συνέχεια στην καταγγελία του και τον καλεί να διατυπώσει ενδεχομένωςτις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας που τάσσει προς τούτο. Κατά το τρίτοστάδιο της διαδικασίας, η Επιτροπή λαμβάνει γνώση των παρατηρήσεων πουυπέβαλε ο καταγγέλλων. Μολονότι το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 δενπροβλέπει ρητώς τη δυνατότητα αυτή, το στάδιο αυτό μπορεί να περατωθεί μεοριστική απόφαση (αποφάσεις του Πρωτοδικείου Automec I, προπαρατεθείσα,σκέψεις 45 έως 47, και της 18ης Μαΐου 1994, T-37/92, BEUC και NCC κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-285, σκέψη 29).

52.
    Έτσι, ούτε οι προκαταρκτικές παρατηρήσεις, που ενδεχομένως έχουν διατυπωθείκατά την πρώτη φάση της διαδικασίας εξετάσεως των καταγγελιών, ούτε οιανακοινώσεις κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99 είναι δυνατόν ναχαρακτηριστούν ως δυνάμενες να προσβληθούν πράξεις (απόφαση Automec I,σκέψεις 45 και 46).

53.
    Αντιθέτως, τα έγγραφα περί θέσεως στο αρχείο με τα οποία απορρίπτεταιοριστικά η καταγγελία και κλείνει ο φάκελος είναι δεκτικά προσφυγής καθόσονπερατώνουν την κινηθείσα έρευνα, περιέχουν κρίση επί των εν λόγω συμφωνιώνκαι εμποδίζουν τους προσφεύγοντες να ζητήσουν την επανέναρξη της έρευνας,εκτός αν προσκομίσουν νέα στοιχεία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ηςΟκτωβρίου 1983, 210/81, Demo-Studio Schmidt κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983,σ. 3045, σκέψεις 14 και 15, της 28ης Μαρτίου 1985, 298/83, CICCE κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 1105, σκέψη 18, και της 17ης Νοεμβρίου 1987, 142/84και 156/84, BAT και Reynolds κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4487, σκέψη 12).

54.
    Στην προκειμένη περίπτωση, επιβάλλεται να προσδιοριστεί αν, όπως υποστηρίζειη Επιτροπή, τα έγγραφα του 1991 και του 1993 εμπίπτουν στην πρώτη φάση τηςδιαδικασίας εξετάσεως των καταγγελιών ή αν, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα,πρέπει να θεωρηθούν ως αναφερόμενα σε απόφαση περί θέσεως στο αρχείο,αναπτύσσουν έννομα αποτελέσματα και, επομένως, εμπίπτουν στην τελευταίαφάση της εν λόγω διαδικασίας.

55.
    Αναφερόμενος στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 6 της συμφωνίας, οσυντάκτης του από 20 Μαρτίου 1991 εγγράφου της Επιτροπής παρατήρησε,πρώτον:

«Με βάση όλες τις πληροφορίες που έχω προς το παρόν στη διάθεσή μου, οιρήτρες αυτές μου φαίνονται όντως πολύ περιοριστικές του ανταγωνισμού και όχιαπαραίτητες προς επίτευξη των σκοπών της [συμφωνίας].»

Προτάθηκε επίσης η κατάργηση της παραγράφου 3 του άρθρου 6 της συμφωνίαςκαι η προσαρμογή της παραγράφου 2 της διατάξεως αυτής, προς το πνεύμα τουκανονισμού 407/85, που δεν ετύγχανε εφαρμογής, ως είχε, στη συμφωνία.

56.
    Δεύτερον, διευκρίνισε:

«Λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική οικονομική σημασία της [υποθέσεως] σεκοινοτικό επίπεδο, δεν θεωρώ σκόπιμο, στο παρόν στάδιο, να προτείνω στηνΕπιτροπή την κίνηση της διαδικασίας. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν θασυμφωνούσατε για την τροποποίηση των ρητρών προς την αναφερθείσα ανωτέρωκατεύθυνση, σας καλώ επομένως να φέρετε την υπόθεση ενώπιον των αρμοδίωνεθνικών δικαιοδοτικών ή διοικητικών αρχών παραπέμποντας στο παρόνέγγραφο.»

57.
    Το αντίγραφο του εγγράφου που προοριζόταν για τη Stork περιελάμβανε μιαπρόσθετη παράγραφο που είχε ως εξής:

«Ελλείψει αντιδράσεως εκ μέρους σας εντός τεσσάρων εβδομάδων μετά τη λήψητου παρόντος, θα κλείσω την υπόθεση αυτή· ωστόσο, είναι δυνατόν να ανοίξει εκνέου οποιαδήποτε στιγμή, αν κάποια μεταβολή στην πραγματική ή νομικήκατάσταση επιβάλλει νέα εξέτασή της.»

58.
    Σε απάντηση της από 21 Δεκεμβρίου 1992 επιστολής της Serac με την οποία αυτήκαλούσε την Επιτροπή να αναθεωρήσει την ανάλυσή της, ο F. Giuffrida,προϊστάμενος διοικητικής μονάδας στη ΓΔ IV, δήλωσε με το από 25 Φεβρουαρίου1993 έγγραφό του (αντίγραφο του οποίου απευθύνθηκε στη Stork):

«Η από 21 Δεκεμβρίου 1992 επιστολή σας έτυχε όλης μου της προσοχής. Κατόπιναναλύσεως, δεν θεωρώ ωστόσο ότι τα προβαλλόμενα επιχειρήματα μπορούν ναθέσουν υπό αμφισβήτηση το περιεχόμενο του εγγράφου (...) της 20ής Μαρτίου1991, κατά το οποίο οι ρήτρες 6.2 και 6.3 της συμβάσεώς σας (...) με τη Storkήσαν πάρα πολύ περιοριστικές του ανταγωνισμού και όχι απαραίτητες προςεπίτευξη των στόχων της [συμφωνίας]. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι η υπόθεση αυτήπρέπει να θεωρείται ότι έχει κλείσει.»

59.
    Από τα έγγραφα της 20ής Μαρτίου 1991 και της 25ης Φεβρουαρίου 1993προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή αποφάσισε, κατόπιν αναλύσεως της συμφωνίας,να θέσει την υπόθεση στο αρχείο, λαμβάνοντας υπόψη την περιορισμένηοικονομική της σημασία σε κοινοτικό επίπεδο. Εξάλλου, η Επιτροπή πρότεινε σταμέρη φιλική διευθέτηση της διαφοράς — προτείνοντας ορισμένες τροποποιήσειςτης συμφωνίας — και τα κάλεσε, ελλείψει εφαρμογής των εν λόγω τροποποιήσεωνκαι εφόσον η διαφορά εξακολουθούσε να υπάρχει, να φέρουν την υπόθεσηενώπιον των αρμοδίων εθνικών αρχών ή δικαστηρίων.

60.
    Ειδικότερα, το από 20 Μαρτίου 1991 έγγραφο έχει όλα τα χαρακτηριστικά τηςκατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 ανακοινώσεως, καθόσον επισημαίνει τουςλόγους για τους οποίους δεν φαίνεται δικαιολογημένο να δοθεί ευνοϊκή συνέχειαστην καταγγελία, αναφέρεται ρητώς στο κλείσιμο του φακέλου και τάσσει στηνπροσφεύγουσα προθεσμία προκειμένου να υποβάλει τις ενδεχόμενεςπαρατηρήσεις της (προπαρατεθείσα απόφαση BEUC και NCC κατά Επιτροπής,σκέψη 34).

61.
    Στο πλαίσιο αυτό, το από 25 Φεβρουαρίου 1993 έγγραφο επιβεβαιώνει ότι, αφούδεν υπήρξε αντίδραση στο από 20 Μαρτίου 1991 έγγραφο, η υπόθεση τέθηκε στοαρχείο, δεδομένης της περιορισμένης οικονομικής σημασίας της συμφωνίας σεκοινοτικό επίπεδο.

62.
    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το επιχείρημα της καθής ότι τα από 20 Μαρτίου 1991και 25 Φεβρουαρίου 1993 έγγραφα πρέπει να θεωρηθούν ως «προκαταρκτικέςπαρατηρήσεις διατυπωθείσες ατύπως από τις υπηρεσίες της Επιτροπής», στοπλαίσιο της πρώτης από τις τρεις φάσεις της διαδικασίας έρευνας, δεν μπορεί ναγίνει δεκτό. Αντιθέτως, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενό τους και το πλαίσιοστο οποίο τα έγγραφα αυτά είχαν συνταχθεί, πρέπει να θεωρηθούν ωςαναφερόμενα σε απόφαση περί θέσεως στο αρχείο της καταγγελίας που υπέβαλεη Stork και, επομένως, εμπίπτουν στην τελευταία φάση της διαδικασίας εξετάσεωςτης καταγγελίας.

63.
    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι τα έγγραφα αυτάπεριλαμβάνουν μόνον προκαταρκτικές παρατηρήσεις ή προπαπαρασκευαστικάμέτρα. Αντιθέτως, περιλαμβάνουν σαφή εκτίμηση της συμφωνίας και, μεταξύάλλων, την οικονομική της σημασία, εκτίμηση διατυπωθείσα με βάση όλες τιςπληροφορίες τις οποίες η Επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να συλλέξει. Όλα δείχνουνότι η απόφαση περί θέσεως στο αρχείο στην οποία αναφέρονται τα έγγραφαπρέπει να αποτελεί το τελευταίο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας με την οποίακαθορίζεται οριστικά η θέση του κοινοτικού οργάνου. Επομένως, δεν πρόκειταινα ακολουθήσει καμία άλλη πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενοπροσφυγής ακυρώσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 1994,C-39/93 P, SFEI κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-2681, σκέψη 28).

64.
    Ο τελειωτικός χαρακτήρας της αποφάσεως αυτής δεν αναιρείται από τη δήλωσητου κ. Dubois, στο από 20 Μαρτίου 1991 έγγραφο, ότι δεν θεωρούσε «σκόπιμο,στο στάδιο αυτό, να προτείνει στην Επιτροπή να κινήσει τη διαδικασία», φράσηπου άφηνε να νοηθεί η δυνατότητα μεταγενέστερης κινήσεως της διαδικασίαςκατόπιν εμπεριστατωμένης εξετάσεως του φακέλου. Συγκεκριμένα, η δήλωση αυτήπρέπει να θεωρηθεί ως αναφερόμενη στα δύο άλλα περιστατικά πουμνημονεύονται στο έγγραφο, δηλαδή ότι η πραγματοποιηθείσα ανάλυση και ηληφθείσα απόφαση βασίζονταν στις διαθέσιμες πληροφορίες και ότι ο φάκελοςμπορούσε να ανοίξει εκ νέου αν νέα πραγματικά ή νομικά στοιχείαδικαιολογούσαν τούτο.

65.
    Εξάλλου, το επιχείρημα της καθής ότι η έλλειψη υπογραφής, ή εξ ονόματος αυτού,του μέλους της Επιτροπής αρμόδιου για θέματα ανταγωνισμού επιβεβαιώνει ότιμε τα έγγγραφα διατυπώθηκε απλώς μια πρώτη προσωρινή γνώμη πρέπει επίσηςνα απορριφθεί. Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, ημορφή υπό την οποία οι πράξεις ή οι αποφάσεις λαμβάνονται είναι, κατ' αρχήν,αδιάφορη ως προς τη δυνατότητα προσβολής τους με προσφυγή ακυρώσεως καιότι πρέπει να αποδίδεται σημασία στην ουσία τους προκειμένου να καθοριστεί ανσυνιστούν πράξεις δεκτικές προσβολής κατά την έννοια του άρθρου 173 τηςΣυνθήκης (προπαρατεθείσα απόφαση IBM κατά Επιτροπής, σκέψη 9).

66.
    Εν προκειμένω, εφόσον τα δύο έγγραφα για τα οποία γίνεται λόγος περιέχουναξιολόγηση της καταγγελίας της οποίας επελήφθη η Επιτροπή, οι διατάξεις τουάρθρου 3 του κανονισμού 17 θα στερούνταν κάθε πρακτικής αποτελεσματικότηταςαν ήταν δυνατό να τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομική φύση των εγγράφων αυτώνλόγω απλώς και μόνον του γεγονότος ότι η ως άνω αξιολόγηση προέρχεται μόνοναπό υπηρεσίες της Επιτροπής (προπαρατεθείσα απόφαση BEUC και NCC κατάΕπιτροπής, σκέψη 38).

67.
    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η προσφεύγουσα δέχθηκε το γεγονός ότι ταέγγραφα του Μαρτίου 1991 και του Φεβρουαρίου 1993 συνιστούσανπροκαταρκτικές παρατηρήσεις, απαντώντας στην αίτηση πληροφοριών που τηςαπηύθυνε η Επιτροπή τον Οκτώβριο του 1994, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατάπάγια νομολογία, τα σαφώς προπαρασκευαστικού χαρακτήρα μέτρα δεν δύνανταικαθεαυτά να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, πλην όμως είναιδυνατή η επίκληση των ενδεχομένων παρανομιών που τα βαρύνουν προςυποστήριξη προσφυγής η οποία στρέφεται κατά της τελικής πράξεως, της οποίαςαποτελούν προπαρασκευαστικές πράξεις (προπαρατεθείσα απόφαση IBM κατάΕπιτροπής, σκέψη 12). Έτσι, για να αμφισβητήσει το βάσιμο της αποφάσεως γιατην εκ νέου κίνηση της διαδικασίας, η προσφεύγουσα έπρεπε να αναμείνει, όπωςτο έπραξε, την εκδοθείσα απόφαση μετά το πέρας της έρευνας που κινήθηκεκατόπιν της αιτήσεως πληροφοριών που της απηύθυνε η Επιτροπή τον Οκτώβριοτου 1994. Μόνο μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η προσφεύγουσα ήταν σεθέση να εκτιμήσει το βάσιμο της αποφάσεως και, ειδικότερα, την ανάγκηεπανεξετάσεως του φακέλου, ενόψει κυρίως των νέων πραγματικών και νομικώνστοιχείων που ενδεχομένως συνέλεξε και έλαβε υπόψη η Επιτροπή.

68.
    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα από 20 Μαρτίου 1991 και 25 Φεβρουαρίου1993 έγγραφα της Επιτροπής έχουν περιεχόμενο που συνιστά απόφαση καιαναπτύσσουν έννομα αποτελέσματα, στον βαθμό που κάνουν λόγο για απόφασηπερί θέσεως στο αρχείο της καταγγελίας που υπέβαλε η Stork, απόφαση η οποίαβασίζεται στην ανάλυση της συμφωνίας, θεωρηθείσας ως περιορισμένηςοικονομικής σημασίας στο κοινωνικό επίπεδο.

69.
    Αφού η νομική φύση των εγγράφων αυτών έχει έτσι προσδιορισθεί, επιβάλλεταινα αξιολογηθούν οι έννομες συνέπειες αυτών, προκειμένου να εξακριβωθεί αν,στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή μπορούσε να κινήσει εκ νέου τηδιοικητική διαδικασία και αν μπορούσε, επομένως, να εκδώσει τηνπροσβαλλόμενη απόφαση.

Επί της αποφάσεως για την εκ νέου κίνηση της διοικητικής διαδικασίας

70.
    Πρέπει να υπομνησθεί προκαταρκτικά ότι η Επιτροπή, ως έχουσα την ευθύνη γιατην εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής του ανταγωνισμού και εντός των ορίων τωνεφαρμοστέων κανόνων, έχει ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως σχετικά με τημεταχείριση που πρέπει να επιφυλάσσει στις καταγγελίες που υποβάλλονται βάσειτου άρθρου 3 του κανονισμού 17. Μπορεί, μεταξύ άλλων, να ορίζει διαφόρουςβαθμούς προτεραιότητας των διαφόρων καταγγελιών των οποίων επιλαμβάνεταικαι να θέτει στο αρχείο μια υπόθεση, χωρίς να κινεί διαδικασίες που αποβλέπουνστη διαπίστωση ενδεχομένων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου αφού έκρινεότι για την εν λόγω υπόθεση δεν υπήρχε επαρκές κοινοτικό συμφέρον για ναχωρήσει η εξέταση της καταγγελίας (προπαρατεθείσα απόφαση Automec II,σκέψεις 73 έως 77 και 83 έως 85).

71.
    Μεταξύ των κανόνων που οριοθετούν αυτή την εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπήςπεριλαμβάνονται τα διαδικαστικά δικαιώματα που προβλέπουν οι κανονισμοί 17και 99/63 υπέρ των προσώπων τα οποία υπέβαλαν καταγγελίες στην Επιτροπή.

72.
    Αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 17 και το άρθρο 6 τουκανονισμού 99/63, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει με προσοχή τα πραγματικά καινομικά στοιχεία που της γνωστοποιεί ο καταγγέλλων, προκειμένου να εκτιμήσειαν τα εν λόγω στοιχεία αποκαλύπτουν συμπεριφορά ικανή να νοθεύσει τονανταγωνισμό στο εσωτερικό της κοινής αγοράς και να επηρεάσει το εμπόριομεταξύ κρατών μελών. Αφετέρου, τα πρόσωπα τα οποία υπέβαλαν καταγγελίαστην Επιτροπή έχουν το δικαίωμα να πληροφορούνται τους λόγους για τουςοποίους η Επιτροπή προτίθεται να απορρίψει την καταγγελία τους (βλ.προπαρατεθείσα απόφαση Automec II, σκέψεις 72 και 79).

73.
    Κατά πάγια νομολογία, το περιεχομένο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεωςεξαρτάται από τη φύση της επίδικης πράξεως και του πλαισίου εντός του οποίουεκδόθηκε. Από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μηαμφιλεγόμενο η συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου προκειμένου, αφενός, ναπαρέχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφασηαυτή είναι βάσιμη ή, ενδεχομένως, πάσχει ελαττωμάτων που του επιτρέπουν νααμφισβητήσει την ισχύ της και να επιτρέψει στον κοινοτικό δικαστή να ασκήσειτον έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 22αςΟκτωβρίου 1997, Τ-213/95 και Τ-18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή1997, σ. ΙΙ-1739, σκέψη 226).

74.
    Επιβάλλεται επίσης η παρατήρηση ότι η απαίτηση επαρκώς ειδικής αιτιολογίας,που καθιερώνει το άρθρο 190 της Συνθήκης, αποτελεί μια από τις θεμελιώδειςαρχές του κοινοτικού δικαίου, την τήρηση της οποίας εξασφαλίζει ο δικαστής,εξετάζοντας, στην ανάγκη, αυτεπαγγέλτως την παράβαση της υποχρεώσεως αυτής(απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Ιουλίου 1992, Τ-61/89, DanskPelsdyravlerforening κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-1931, σκέψη 129).

75.
    Στην προκειμένη περίπτωση, η ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής που υπέβαλεη καθής κατά της αιτιάσεως που η προσφεύγουσα αντλεί από την πλημμελήαιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αυτή έπρεπε να εκθέτειτους λόγους μεταβολής της γνώμης σχετικά με την οικονομική σημασία τηςσυμφωνίας και της επιλογής της Επιτροπής να προβεί σε εμπεριστατωμένηεπανεξέταση του φακέλου, πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

76.
    Όσον αφορά την ουσία, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, με τα από 20 Μαρτίου 1991και 25 Φεβρουαρίου 1993 έγγραφα, η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσατην απόφασή της να θέσει την υπόθεση στο αρχείο λόγω της περιορισμένηςοικονομικής της σημασίας σε κοινοτικό επίπεδο (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 59έως 61). Όμως, «ενεργοποιώντας εκ νέου τη διαδικασία», με απόφασηκοινοποιηθείσα στα μέρη με το από 5 Οκτωβρίου 1994 έγγραφο, η Επιτροπήαναθεώρησε την προγενέστερη θέση της σχετικά με την οικονομική σημασία τηςσυμφωνίας σε κοινοτικό επίπεδο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 42).

77.
    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε αυτή τη μεταβολή τηςθέσεως ούτε προκύπτει από τα συμφραζόμενα μιας τέτοιας αποφάσεως. Εξάλλου,με τα υπομνήματά της και τις προφορικές της απαντήσεις ως προς τους λόγους γιατους οποίους ανοίχθηκε εκ νέου ο φάκελος, η Επιτροπή δήλωσε ότι άρχισε τηνέρευνα το 1994 κατόπιν της προσφυγής της Serac και προκειμένου να αποφύγειδικαστική διαδικασία. Δεν κάνει αναφορά στον λόγο που παρέσχε με τα έγγραφάτης του 1991 και 1993 για να θέσει την υπόθεση στο αρχείο, δηλαδή τη μικρήοικονομική σημασία της συμφωνίας.

78.
    Αυτή η έλλειψη αιτιολογίας είναι ακόμη περισσότερο κατάφωρη αφού ηυποχρέωση αιτιολογήσεως, η οποία πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση τωνπεριστάσεων κάθε υποθέσεως, είναι ειδικότερα εκτεταμένη στην παρούσαπερίπτωση.

79.
    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή είχε ήδη λάβει απόφαση σχετικά με την ίδια συμφωνίαη οποία είχε λήξει τον Αύγουστο του 1992, πολύ πριν το δεύτερο έγγραφο τηςΕπιτροπής της 25ης Φεβρουαρίου 1993 με το οποίο επιβεβαιώθηκε η θέση τηςυποθέσεως στο αρχείο. Εξάλλου, από τον φάκελο προκύπτει ότι η απόφαση περίθέσεως στο αρχείο, στην οποία αναφέρονται τα έγγραφα του 1991 και 1993, είχεληφθεί κατόπιν πολλών επαφών μεταξύ της Επιτροπής και των δύο μερών στησυμφωνία, κατά τις οποίες η καθής είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί πλήρως τηνάποψη κάθε μέρους.

80.
    Επομένως, δεν αμφισβητείται ότι η απόφαση να κινηθεί εκ νέου η διοικητικήδιαδικασία, η οποία κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δενβασίζεται στην ύπαρξη ή στη γνώση νέων πραγματικών ή νομικών στοιχείων πουνα δικαιολογούν την επανεξέταση της υποθέσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή,αποφάσεις του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 1998, C-279/95 P, Langnese-Igloκατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-5609, σκέψη 30, και του Πρωτοδικείου της 8ηςΙουνίου 1995, Τ-7/93, Langnese-Iglo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1533,σκέψη 40).

81.
    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν σεθέση να γνωρίζει την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποίασυνεπαγόταν ότι η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η απόφαση είχε επαρκή οικονομικήσημασία για να δικαιολογεί εμπεριστατωμένη εξέταση εκ μέρους των υπηρεσιώντης, αναθεώρησε την αρχική της θέση.

82.
    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλειη προσφεύγουσα, με τον οποίο αμφισβητεί τη δυνατότητα της Επιτροπής να λάβεινέα απόφαση επί καταγγελίας σχετικά με υπόθεση η οποία είχε προηγουμένωςτεθεί στο αρχείο λόγω της περιορισμένης οικονομικής της σημασίας σε κοινοτικόεπίπεδο, χωρίς η εκ νέου κίνηση της διοικητικής διαδικασίας η οποία κατέληξεστην απόφαση αυτή να αιτιολογείται προσηκόντως, ειδικότερα βάσει νέωνστοιχείων, είναι βάσιμος.

83.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοιακυρώσεως της προσφεύγουσας, κρίνεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση πρέπεινα ακυρωθεί.

84.
    Εξάλλου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, ταδιοικητικά έγγραφα περί θέσεως στο αρχείο όπως τα δύο έγγραφα της Επιτροπήςτου 1991 και 1993, τα οποία αντικατοπτρίζουν την εκτίμηση της Επιτροπής καιπερατώνουν τη διαδικασία εξετάσεως εκ μέρους των υπηρεσιών της, δεν έχουνως αποτέλεσμα να εμποδίζουν τα εθνικά δικαστήρια, ενώπιον των οποίων γίνεταιεπίκληση του ασυμβιβάστου μιας συμφωνίας προς το άρθρο 85 της Συνθήκης, ναπροβούν, ενόψει των στοιχείων που διαθέτουν, σε διαφορετική εκτίμηση όσοναφορά τη συμφωνία αυτή. Καίτοι δεν δεσμεύει τα εθνικά δικαστήρια, η γνώμηπου διατυπώνεται με τέτοια έγγραφα αποτελεί, ωστόσο, ένα πραγματικό στοιχείοτο οποίο τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να λαμβάνουν υπόψη όταν εξετάζουν τοσυμβατό της επίμαχης συμφωνίας ή συμπεριφοράς προς τις διατάξεις τουάρθρου 85 της Συνθήκης (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 1980,31/80, L'Oréal, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 471, σκέψεις 11 και 12).

85.
    Στην προκειμένη περίπτωση, τα εθνικά δικαστήρια, ενώπιον των οποίων μπορείνα γίνει επίκληση του ασυμβιβάστου της συμφωνίας προς το άρθρο 85 τηςΣυνθήκης, έχουν πλήρη ελευθερία, στο πλαίσιο της αναλύσεως της συμφωνίας, ναλάβουν υπόψη, ως πραγματικό στοιχείο, όλη τη διαδικασία η οποία εξελίχθηκεενώπιον της Επιτροπής.

Επί των δικαστικών εξόδων

86.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας τουΠρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχεσχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε καιη προσφεύγουσα είχε υποβάλει σχετικό αίτημα, πρέπει η Επιτροπή νακαταδικασθεί στα δικαστικά της έξοδα και στα δικαστικά έξοδα τηςπροσφεύγουσας, πλην των εξόδων που προκλήθηκαν από την παρέμβαση τηςSerac. Επειδή η προσφεύγουσα δεν ζήτησε να καταδικαστεί η Serac στηνκαταβολή των εξόδων που προκλήθηκαν από την παρέμβασή της, ηπαρεμβαίνουσα θα φέρει μόνον τα έξοδά της. Η προσφεύγουσα φέρει τα έξοδαστα οποία υποβλήθηκε λόγω της παρεμβάσεως της Serac.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής που περιέχεται στο από 20Ιουνίου 1997 έγγραφό της, περί απορρίψεως της καταγγελίας πουυπέβαλε η προσφεύγουσα προκειμένου να αναγνωριστεί τοασυμβίβαστο προς το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81 ΕΚ) τηςσυμφωνίας συνεργασίας που συνήφθη μεταξύ Stork Amsterdam BV καιSerac Group στον τομέα της εμπορίας πλήρων γραμμών μηχανημάτωνπου προορίζονται για την κατασκευή πλαστικών φιαλών και τοαποστειρωμένο γέμισμά τους με προϊόντα διατροφής σε υγρήκατάσταση.

2)    Η Επιτροπή φέρει τα έξοδά της, καθώς και τα έξοδα στα οποίαυποβλήθηκε η προσφεύγουσα, πλην των εξόδων στα οποία υποβλήθηκεη προσφεύγουσα λόγω της παρεμβάσεως της Serac. Η παρεμβαίνουσαSerac φέρει τα δικαστικά της έξοδα. Η προσφεύγουσα φέρει τα έξοδαστα οποία υποβλήθηκε λόγω της παρεμβάσεως της Serac.

Moura Ramos

Tiili
Mengozzi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17Φεβρουαρίου 2000.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

V. Tiili


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.