Language of document : ECLI:EU:C:2013:390

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 13ης Ιουνίου 2013 (*)

«Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Προσωπικό πεδίο εφαρμογής – Χορήγηση οικογενειακών παροχών σε υπήκοο τρίτου κράτους η οποία απολαύει δικαιώματος διαμονής σε κράτος μέλος – Κανονισμός (ΕΚ) 859/2003 – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 – Προϋπόθεση περί διαμονής ορισμένης χρονικής διάρκειας»

Στην υπόθεση C‑45/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour du travail de Bruxelles (Βέλγιο) με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Ιανουαρίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Office national d’allocations familiales pour travailleurs salariés (ONAFTS)

κατά

Radia Hadj Ahmed,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský, U. Lõhmus, M. Safjan και A. Prechal (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η R. Hadj Ahmed, εκπροσωπούμενη από τις I. de Viron και M. Hernandez Dispaux, avocates,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pochet και τον T. Materne, επικουρούμενους από τον J. Vanden Eynde, avocat,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Van Hoof και V. Kreuschitz,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ L 392, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71), των άρθρων 13, παράγραφος 2, και 14 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77), σε συνδυασμό με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, καθώς και των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Office national d’allocations familiales pour travailleurs salariés (ONAFTS) [Εθνικού Ιδρύματος Οικογενειακών Παροχών για Μισθωτούς Εργαζομένους] (στο εξής: ONAFTS) και της R. Hadj Ahmed, σχετικά με τη χορήγηση των εγγυημένων οικογενειακών παροχών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), που καταργήθηκε με την οδηγία 2004/38, όριζε τα εξής:

«1.      Ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των, έχουν δικαίωμα εγκαταστάσεως μετά του εργαζομένου υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται [εντός] άλλου κράτους μέλους τα εξής πρόσωπα:

α)      [ο/η σύζυγός του] και οι κατιόντες τους οι οποίοι έχουν ηλικία κάτω των 21 ετών ή συντηρούνται από [τον εργαζόμενο] αυτόν·

[...]»

4        Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, το οποίο καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ L 141, σ. 1), και του οποίου το γράμμα είναι πανομοιότυπο αυτού του δεύτερου κανονισμού, προέβλεπε στο πρώτο εδάφιό του:

«Τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα τέκνα αυτά διαμένουν στην επικράτειά του.»

5        Το άρθρο 1 του κανονισμού 1408/71, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

[...]

στ)       i)      ως “μέλος της οικογένειας” νοείται κάθε πρόσωπο που ορίζεται ή αναγνωρίζεται ως μέλος της οικογένειας ή που ορίζεται ως μέλος του νοικοκυριού από τη νομοθεσία, δυνάμει της οποίας καταβάλλονται οι παροχές [...]·πάντως, αν οι νομοθεσίες αυτές θεωρούν ως μέλος της οικογένειας ή του νοικοκυριού μόνο το πρόσωπο που ζει υπό τη στέγη του μισθωτού ή μη μισθωτού ή σπουδαστού, ο όρος αυτός θεωρείται ότι πληρούται όταν η συντήρηση του εν λόγω προσώπου βαρύνει κυρίως τον εργαζόμενο μισθωτό ή μη. [...]»

6        Το άρθρο 2 του κανονισμού 1408/71, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καλυπτόμενα πρόσωπα», ορίζει στην παράγραφό του 1 ότι:

«Ο παρών κανονισμός ισχύει για μισθωτούς και μη μισθωτούς [...] καθώς και για τα μέλη της οικογένειάς τους [...].»

7        Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 859/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2003, για την επέκταση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν καλύπτονται ήδη από τις διατάξεις αυτές μόνον λόγω της ιθαγένειάς τους (ΕΕ L 124, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«[...] οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 [...] εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών που δεν καλύπτονται ήδη από τις εν λόγω διατάξεις αποκλειστικά λόγω της ιθαγένειάς τους, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους και στους επιζώντες τους, εφόσον διαμένουν νόμιμα στο έδαφος ενός κράτους μέλους και όλα τα πραγματικά περιστατικά δεν έχουν λάβει χώρα εντός του εδάφους ενός και μόνο κράτους μέλους.»

8        Το άρθρο 13 της οδηγίας 2004/38, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής από τα μέλη της οικογένειας σε περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή λήξης της καταχωρισμένης συμβίωσης», προβλέπει, στην παράγραφό του 2, ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το διαζύγιο, η ακύρωση του γάμου ή η λύση του συμφώνου συμβιώσεως δεν συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος διαμονής των μελών της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους.

9        Το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής», ορίζει ότι:

«Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται [στο άρθρο] 13, ενόσω πληρούν τους όρους του άρθρου αυτού.»

 Το βελγικό δίκαιο

10      Το άρθρο 1 του νόμου της 20ής Ιουλίου 1971 περί θεσπίσεως εγγυημένων οικογενειακών παροχών (Moniteur belge της 7ης Αυγούστου 1971, σ. 9302, στο εξής: νόμος περί εγγυημένων οικογενειακών παροχών), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, όριζε τα εξής:

«[...] οι οικογενειακές παροχές χορηγούνται, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον παρόντα νόμο ή δυνάμει αυτού, υπέρ του τέκνου το οποίο συντηρείται αποκλειστικά ή κυρίως από φυσικό πρόσωπο διαμένον στο Βέλγιο.

[...]

Το κατά το πρώτο εδάφιο φυσικό πρόσωπο πρέπει να έχει αδιαλείπτως διαμείνει πραγματικά στο Βέλγιο τα πέντε τουλάχιστον τελευταία έτη προ της υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση εγγυημένων οικογενειακών παροχών.

Απαλλάσσονται από την υποχρέωση τηρήσεως της προϋποθέσεως αυτής:

1°      τα φυσικά πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του [κανονισμού 1408/71]·

2°      οι απάτριδες·

3°      οι πρόσφυγες κατά την έννοια του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, περί εισόδου στην επικράτεια, διαμονής, εγκαταστάσεως και απομακρύνσεως των αλλοδαπών [Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 1980, σ. 14584, στο εξής: νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980]·

4°      τα μη εμπίπτοντα στην περίπτωση 1° πρόσωπα που είναι υπήκοοι κράτους το οποίο έχει κυρώσει τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη ή τον αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη.

Εφόσον το κατά το πρώτο εδάφιο φυσικό πρόσωπο είναι αλλοδαπής ιθαγένειας, πρέπει να έχει δικαίωμα ή άδεια διαμονής ή εγκαταστάσεως στο Βέλγιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του [νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980] [...]».

11      Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα για τη διαφορά της κύριας δίκης, βάσει του νόμου της 30ής Δεκεμβρίου 2009, περί διαφόρων διατάξεων (Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 2009, σ. 82925), το πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής από την υποχρέωση τηρήσεως της προϋποθέσεως περί πενταετούς διαμονής διευρύνθηκε με την προσθήκη στο άρθρο 1, έβδομο εδάφιο, του νόμου περί εγγυημένων οικογενειακών παροχών σημείου 5, το οποίο έχει ως εξής:

«5°      τα πρόσωπα που ζητούν τις εγγυημένες οικογενειακές παροχές υπέρ τέκνου:

a)      το οποίο έχει την ιθαγένεια κράτους στο οποίο έχει εφαρμογή ο [κανονισμός 1408/71] ή, άλλως, την ιθαγένεια κράτους το οποίο έχει κυρώσει τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη ή τον αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη·

b)      απάτριδος ή πρόσφυγα κατά την έννοια του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 [...]».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Η R. Hadj Ahmed, υπήκοος Αλγερίας, εγγράφηκε στα μητρώα κατοίκων Βελγίου στις 18 Ιανουαρίου 2006 και διαθέτει έκτοτε τίτλο διαμονής στη βελγική επικράτεια. Ο τίτλος αυτός διαμονής τής χορηγήθηκε επειδή εγκαταστάθηκε στο Βέλγιο για να συμβιώσει με Γάλλο υπήκοο. Απέκτησαν μαζί ένα τέκνο που έχει επίσης τη γαλλική ιθαγένεια και το οποίο γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2006. Το 2006, μετά τη χορήγηση του εν λόγω τίτλου διαμονής, η εφεσίβλητη της κύριας δίκης έφερε στο Βέλγιο την κόρη της, η οποία γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1993 και έχει αλγερινή ιθαγένεια.

13      Καθόσον συμβίωνε με τον σύντροφό της, η R. Hadj Ahmed, η οποία ουδέποτε είχε την ιδιότητα του εργαζομένου στο Βέλγιο, ελάμβανε τις προβλεπόμενες εκ του νόμου οικογενειακές παροχές για αμφότερα τα τέκνα της, βάσει των χρονικών διαστημάτων κατά τα οποία εργαζόταν στο Βέλγιο ο σύντροφός της.

14      Η R. Hadj Ahmed και ο σύντροφός της έπαυσαν να συμβιώνουν τον Ιούνιο του 2007. Από τις 15 Μαΐου 2007, η ενδιαφερόμενη, η οποία δεν συντηρείται από τον πρώην σύντροφό της, εξαρτάται από την κοινωνική πρόνοια.

15      Από 1ης Οκτωβρίου 2007, έπαυσαν να χορηγούνται στη R. Hadj Ahmed οικογενειακά επιδόματα για την κόρη της, μολονότι συνεχίσθηκε η καταβολή τους όσον αφορά το έτερο τέκνο της. Υποβλήθηκε αίτηση στο ONAFTS για τη χορήγηση, από της ως άνω ημερομηνίας, εγγυημένων οικογενειακών παροχών υπέρ της κόρης της εφεσίβλητης της κύριας δίκης. Στις 7 Απριλίου 2008, ο φορέας αυτός απέρριψε την εν λόγω αίτηση, διότι η ενδιαφερόμενη δεν πληρούσε την προϋπόθεση περί πενταετούς διαμονής, την οποία προβλέπει το άρθρο 1 του νόμου περί εγγυημένων οικογενειακών παροχών.

16      Με το από 3 Ιουλίου 2008 δικόγραφο, η R. Hadj Ahmed άσκησε προσφυγή κατά της απορριπτικής αποφάσεως του ONAFTS ενώπιον του tribunal du travail de Bruxelles, επικαλούμενη τις ευεργετικές διατάξεις του κανονισμού 1408/71. Ταυτόχρονα, κατόπιν συστάσεως του ONAFTS, υπέβαλε ενώπιον των αρμοδίων αρχών αίτηση να της αναγνωρισθεί κατ’ εξαίρεση δικαίωμα απαλλαγής από την προϋπόθεση περί πενταετούς διαμονής στο Βέλγιο. Κατόπιν της διαδικασίας αυτής, η R. Hadj Ahmed έλαβε τις εγγυημένες οικογενειακές παροχές για την κόρη της όσον αφορά το χρονικό διάστημα μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων ετών διαμονής, δηλαδή από 18ης Ιανουαρίου 2010. Κατά συνέπεια, το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται η χορήγηση των παροχών αυτών στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης εκτείνεται από 1ης Οκτωβρίου 2007 έως 18ης Ιανουαρίου 2010.

17      Με απόφαση της 23ης Αυγούστου 2010, το tribunal du travail de Bruxelles δέχθηκε την προσφυγή της R. Hadj Ahmed. Παραπέμποντας στην απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C-456/02, Trojani (Συλλογή 2004, σ. I-7573), το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι, καθόσον είχε χορηγηθεί στην ενδιαφερόμενη άδεια να εγκατασταθεί στο Βέλγιο ως μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, το πρόσωπο αυτό εξομοιωνόταν με τέτοιο πολίτη και δικαιούταν την ίδια μεταχείριση με αυτήν της οποίας τυγχάνουν οι ημεδαποί.

18      Το ONAFTS άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Κατά το εκκαλούν, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η περίπτωση της εφεσίβλητης της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71. Διατυπώνονται αμφιβολίες ως προς αν είναι δυνατόν να συναχθεί από την οδηγία 2004/38 ότι πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης εξομοιώνεται με πολίτη της Ένωσης σε περίπτωση κατά την οποία εγκαθίσταται προκειμένου να συμβιώσει με πρόσωπο που έχει την ιδιότητα αυτή. Το εκκαλούν διατείνεται επίσης ότι η προμνημονευθείσα απόφαση Trojani αφορούσε περίπτωση σχετική με πολίτη της Ένωσης και παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή περίπτωση διαφορετική αυτής της εφεσίβλητης της κύριας δίκης.

19      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η R. Hadj Ahmed έχει συμφέρον να επικαλεσθεί την εφαρμογή του κανονισμού 1408/71, προκειμένου να μην απαιτείται η προϋπόθεση περί πενταετούς διαμονής, την οποία προβλέπει το άρθρο 1 του νόμου περί εγγυημένων οικογενειακών παροχών.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour du travail de Bruxelles αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εμπίπτει η περίπτωση υπηκόου τρίτου κράτους (εν προκειμένω προσώπου αλγερινής ιθαγένειας), στην οποία χορηγήθηκε, εντός της προηγούμενης πενταετίας, τίτλος διαμονής σε κράτος μέλος (εν προκειμένω στο Βέλγιο) για να εγκατασταθεί, χωρίς να έχει συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβιώσεως, με πολίτη άλλου κράτους μέλους (εν προκειμένω Γάλλο υπήκοο), με τον οποίο έχει αποκτήσει ένα τέκνο (το οποίο έχει γαλλική ιθαγένεια), στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, ως μέλους της οικογένειας εργαζομένου υπηκόου κράτους μέλους, προκειμένου να της χορηγηθούν, καθόσον έχει την ιδιότητα του δικαιούχου, εγγυημένες οικογενειακές παροχές υπέρ άλλου τέκνου που είναι υπήκοος τρίτης χώρας (εν προκειμένω αλγερινής ιθαγένειας), μολονότι εν τω μεταξύ έχει παύσει η συμβίωσή της με τον πατέρα του έχοντος γαλλική ιθαγένεια τέκνου;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται σε αυτό και λόγω της παρουσίας στην οικογενειακή εστία του τέκνου που έχει γαλλική ιθαγένεια, εμπίπτει η περίπτωση της υπηκόου αυτής τρίτου κράτους ή του τέκνου της που έχει ιθαγένεια τρίτου κράτους στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, λόγω της ιδιότητας του μέλους της οικογένειας εργαζομένου ο οποίος είναι υπήκοος κράτους μέλους, προκειμένου να χορηγηθούν εγγυημένες οικογενειακές παροχές στο έχον αλγερινή ιθαγένεια τέκνο;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στα προηγούμενα ερωτήματα και υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στο πρώτο ερώτημα, δικαιούται αυτή η υπήκοος τρίτου κράτους, βάσει των άρθρων 13, παράγραφος 2, και 14 της οδηγίας 2004/38 [...], σε συνδυασμό με το άρθρο 12 ΕΚ (νυν άρθρο 18 ΣΛΕΕ), την ίδια μεταχείριση από νομικής απόψεως με αυτήν της οποίας τυγχάνουν οι ημεδαποί, καθόσον δεν της έχει αφαιρεθεί το δικαίωμα διαμονής, με αποτέλεσμα να μην έχει το βελγικό κράτος τη δυνατότητα να της επιβάλει την υποχρέωση να πληροί προϋπόθεση περί διαμονής ορισμένης χρονικής διάρκειας για τη χορήγηση των εγγυημένων οικογενειακών παροχών, μολονότι δεν απαιτείται να πληρούν την προϋπόθεση αυτή οι ημεδαποί δικαιούχοι;

4)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στα προηγούμενα ερωτήματα και υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στο πρώτο ερώτημα, δύναται η υπήκοος αυτή τρίτης χώρας, ως μητέρα πολίτη της [Ένωσης] και δυνάμει των άρθρων 20 και 21 του [Χάρτη], να επικαλεσθεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, με αποτέλεσμα να μην έχει το βελγικό κράτος τη δυνατότητα να της επιβάλει την υποχρέωση να πληροί προϋπόθεση περί διαμονής ορισμένης χρονικής διάρκειας για τη χορήγηση των εγγυημένων οικογενειακών παροχών σε άλλο τέκνο της, υπήκοο τρίτης χώρας, μολονότι δεν επιβάλλεται τέτοια προϋπόθεση περί διαμονής ορισμένης χρονικής διάρκειας προκειμένου για τέκνο που έχει την ιθαγένεια κράτους [μέλους];»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος

21      Με τα δύο πρώτα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν ο κανονισμός 1408/71 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του η περίπτωση υπηκόου τρίτου κράτους (στο εξής: μητέρα) ή της κόρης της, η οποία είναι επίσης υπήκοος τρίτου κράτους (στο εξής: κόρη), εφόσον η περίπτωσή τους έχει ως εξής:

–        στη μητέρα χορηγήθηκε, πριν από χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, τίτλος διαμονής σε κράτος μέλος προκειμένου να εγκατασταθεί, χωρίς να έχει συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβιώσεως, μαζί με υπήκοο άλλου κράτους μέλους (στο εξής: υπήκοος άλλου κράτους μέλους), με τον οποίο απέκτησε ένα τέκνο το οποίο έχει την ιθαγένεια του δεύτερου αυτού κράτους μέλους (στο εξής: κοινό τέκνο)·

–        μόνον ο υπήκοος άλλου κράτους μέλους έχει την ιδιότητα του εργαζομένου·

–        η συμβίωση μεταξύ της μητέρας και του υπηκόου κράτους μέλους έχει παύσει εν τω μεταξύ, και

–        η κόρη και το κοινό τέκνο ζουν υπό την ίδια στέγη με τη μητέρα.

22      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η έννοια του «μέλους της οικογένειας» εργαζομένου, κατά τον κανονισμό 1408/71, ορίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο στ΄, σημείο i, του εν λόγω κανονισμού ως δηλώνουσα «κάθε πρόσωπο που ορίζεται ή αναγνωρίζεται ως μέλος της οικογένειας ή που ορίζεται ως μέλος του νοικοκυριού από τη νομοθεσία, δυνάμει της οποίας καταβάλλονται οι παροχές [...]· πάντως, αν οι νομοθεσίες αυτές θεωρούν ως μέλος της οικογένειας ή του νοικοκυριού μόνο το πρόσωπο που ζει υπό τη στέγη του μισθωτού ή μη μισθωτού εργαζομένου [...], ο όρος αυτός θεωρείται ότι πληρούται όταν η συντήρηση του εν λόγω προσώπου βαρύνει κυρίως τον εργαζόμενο μισθωτό ή μη [...]».

23      Επομένως, η διάταξη αυτή παραπέμπει καταρχάς ρητώς στην εθνική νομοθεσία, καθόσον προβλέπει ότι ως «μέλος της οικογένειας» νοείται «κάθε πρόσωπο που ορίζεται ή αναγνωρίζεται ως μέλος της οικογένειας ή που ορίζεται ως μέλος του νοικοκυριού από τη νομοθεσία, δυνάμει της οποίας καταβάλλονται οι παροχές […]» (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2009, C‑363/08, Slanina, Συλλογή 2009, σ. I‑11111, σκέψη 25).

24      Εν συνεχεία, το άρθρο 1, στοιχείο στ΄, σημείο i, του κανονισμού 1408/71 εισάγει την εξής επιφύλαξη: «πάντως, αν οι [εθνικές] νομοθεσίες αυτές θεωρούν ως μέλος της οικογένειας ή του νοικοκυριού μόνο το πρόσωπο που ζει υπό τη στέγη του μισθωτού ή μη μισθωτού [εργαζομένου], ο όρος αυτός θεωρείται ότι πληρούται όταν η συντήρηση του εν λόγω προσώπου βαρύνει κυρίως τον εργαζόμενο μισθωτό ή μη […]» (προμνημονευθείσα απόφαση Slanina, σκέψη 26).

25      Επομένως, η προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 1, στοιχείο στ΄, σημείο i, του κανονισμού 1408/71 πληρούται, όπως ορθώς επισημαίνει η Τσεχική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, εφόσον εν προκειμένω η μητέρα ή η κόρη μπορούν να χαρακτηρισθούν, κατά το εθνικό δίκαιο, ως «[μέλη] της οικογένειας» του υπηκόου άλλου κράτους μέλους και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι «η συντήρησή τους […] βαρύνει κυρίως» τον εν λόγω υπήκοο (βλ., σχετικώς, προμνημονευθείσα απόφαση Slanina, σκέψη 27).

26      Μολονότι η δικογραφία την οποία έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο περιέχει ενδείξεις περί του ότι η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται στην υπόθεση της κύριας δίκης, η διακρίβωση του ζητήματος αυτού απόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

27      Αντιθέτως, όπως ορθώς διατείνεται η Βελγική Κυβέρνηση, από το άρθρο 1, στοιχείο στ΄, σημείο i, του κανονισμού 1408/71, όπως ερμηνεύθηκε στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι το κοινό τέκνο ζει υπό την ίδια οικογενειακή στέγη με τη μητέρα στερείται, εν προκειμένω, σημασίας, αυτό καθαυτό, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της μητέρας ή της κόρης ως «μέλους της οικογένειας», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, του υπηκόου άλλου κράτους μέλους.

28      Όσον αφορά το ενδεχόμενο εφαρμογής του κανονισμού 859/2003, στον οποίο παραπέμπει επίσης το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να επισημανθεί ότι, βάσει του άρθρου 1 του εν λόγω κανονισμού, διευρύνεται το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 ώστε να περιλαμβάνει και τους υπηκόους τρίτων κρατών οι οποίοι δεν υπάγονταν ήδη στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του δεύτερου αυτού κανονισμού αποκλειστικώς λόγω της ιθαγενείας τους.

29      Το ενδεχόμενο, όμως, να μην έχει εφαρμογή ο κανονισμός 1408/71 στην περίπτωση της μητέρας ή της κόρης δεν εξαρτάται από την ιθαγένειά τους, αλλά από το αν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μέλη της οικογένειας του υπηκόου άλλου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο στ΄, σημείο i, του κανονισμού αυτού.

30      Επιπλέον, βάσει του άρθρου 1 του κανονισμού 859/2003, προκειμένου οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 να έχουν εφαρμογή στην περίπτωση υπηκόου τρίτου κράτους και σε αυτήν των μελών της οικογένειάς του πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις. Ως εκ τούτου, ο υπήκοος αυτός πρέπει να διαμένει νομίμως εντός κράτους μέλους, αφενός, ενώ δεν πρέπει όλα τα στοιχεία της περιπτώσεώς του να συνδέονται με το εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους, αφετέρου. Τούτο συμβαίνει ιδίως οσάκις η περίπτωση υπηκόου τρίτου κράτους συνδέεται αποκλειστικώς με ένα τρίτο κράτος και με ένα μόνον κράτος μέλος (βλ., σχετικώς, απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, C-247/09, Xhymshiti, Συλλογή 2010, σ. I-11845, σκέψη 28).

31      Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που συνάγονται από την απόφαση περί παραπομπής, τόσο η μητέρα όσο και η κόρη διαμένουν νομίμως στο Βέλγιο κατά το κρίσιμο, για την υπόθεση της κύριας δίκης, χρονικό διάστημα.

32      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, η περίπτωση της μητέρας και αυτή της κόρης συνδέονται, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που διαβιβάσθηκε στο Δικαστήριο, αποκλειστικά με ένα τρίτο κράτος και με ένα μόνον κράτος μέλος, συγκεκριμένα δε, αντιστοίχως, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλγερίας και το Βασίλειο του Βελγίου.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι βάσει του κανονισμού 859/2003 διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 ώστε να περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις προσώπων όπως η μητέρα και η κόρη.

34      Κατά συνέπεια, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 1408/71 έχει την έννοια ότι η μητέρα και η κόρη, εφόσον η περίπτωσή τους είναι η διαλαμβανόμενη στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, δεν υπάγονται στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, εκτός αν μπορούν να χαρακτηρισθούν, κατά το εθνικό δίκαιο και για την εφαρμογή του, ως «μέλη της οικογένειας» του υπηκόου άλλου κράτους μέλους ή, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι «η συντήρησή τους βαρύνει κυρίως» τον εν λόγω υπήκοο.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

35      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 13, παράγραφος 2, και 14 της οδηγίας 2004/38, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν νομοθεσία κράτους μέλους βάσει της οποίας επιβάλλεται στη μητέρα, εφόσον η περίπτωσή της είναι η διαλαμβανόμενη στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, την υποχρέωση να πληροί προϋπόθεση περί πενταετούς διαμονής προκειμένου να χορηγηθούν οι εγγυημένες οικογενειακές παροχές, μολονότι δεν επιβάλλεται τέτοια υποχρέωση στους ημεδαπούς.

36      Συναφώς, όπως επισημαίνουν ορθώς η Βελγική και η Τσεχική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, από το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 προκύπτει ρητώς ότι τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους διατηρούν το δικαίωμα διαμονής, βάσει της διατάξεως αυτής και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μόνον σε περίπτωση διαζυγίου, ακυρώσεως του γάμου ή λύσεως του συμφώνου συμβιώσεως.

37      Όπως, όμως, επιβεβαιώνει το γράμμα του πρώτου ερωτήματος, από τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης πραγματικά περιστατικά δεν συνάγεται η ύπαρξη γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως μεταξύ της μητέρας και του υπηκόου άλλου κράτους μέλους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η μητέρα δεν μπορεί να επικαλεσθεί δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, ούτε βάσει του άρθρου 14 της οδηγίας αυτής, το οποίο, στην παράγραφό του 2, απλώς υπενθυμίζει την ανάγκη να πληρούν οι ενδιαφερόμενοι τις προϋποθέσεις που προβλέπει, ιδίως, το άρθρο 13 της εν λόγω οδηγίας προκειμένου να εξακολουθήσουν να έχουν δικαίωμα διαμονής.

38      Το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, στο οποίο παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο με το τρίτο ερώτημά του, δεν αναιρεί την κρίση αυτή.

39      Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι πρόσωπο όπως η εφεσίβλητη της κύριας δίκης διέθετε άδεια διαμονής στο Βέλγιο κατά το κρίσιμο για την υπόθεση της κύριας δίκης χρονικό διάστημα δεν συνεπάγεται ότι μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, δυνάμει του άρθρου 18 ΣΛΕΕ.

40      Βεβαίως, το Δικαστήριο, με τη σκέψη 46 της προμνημονευθείσας αποφάσεώς του Trojani, έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, σε περίπτωση κατά την οποία πολίτης της Ένωσης διαθέτει άδεια διαμονής σε κράτος μέλος, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επικαλεσθεί το άρθρο 18 ΣΛΕΕ προκειμένου να τύχει του ευεργετήματος κοινωνικής παροχής υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους ημεδαπούς.

41      Ωστόσο, η ερμηνεία αυτή του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, η οποία δόθηκε στο πλαίσιο της ιθαγένειας της Ένωσης (βλ., σχετικώς, απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, C‑209/03, Bidar, Συλλογή 2005, σ. I‑2119, σκέψεις 37 και 39), δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, άνευ άλλου τινός, σε περίπτωση κατά την οποία υπήκοος τρίτου κράτους διαθέτει άδεια διαμονής εντός κράτους μέλους.

42      Τούτου δοθέντος, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και Δικαστηρίου, στο δεύτερο απόκειται να δώσει στο αιτούν δικαστήριο λυσιτελή απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Κατά συνέπεια, μολονότι τυπικά το αιτούν δικαστήριο οριοθέτησε το τρίτο ερώτημά του στο ζήτημα της ερμηνείας της οδηγίας 2004/38, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα στοιχεία περί ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως αν το αιτούν δικαστήριο τα μνημονεύει ρητώς στα ερωτήματά του ή όχι. Απόκειται συναφώς στο Δικαστήριο να προσδιορίσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που του παρέσχε το εθνικό δικαστήριο και ιδίως το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, τα στοιχεία του δικαίου αυτού που χρήζουν ερμηνείας λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (βλ., σχετικώς, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, C-243/09, Fuß, Συλλογή 2010, σ. I-9849, σκέψεις 39 και 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Η Επιτροπή, όμως, διατείνεται ότι η μητέρα, για να αντιταχθεί στο ενδεχόμενο να της επιβληθεί η υποχρέωση τηρήσεως προϋποθέσεως περί πενταετούς διαμονής προκειμένου να της χορηγηθούν οι εγγυημένες οικογενειακές παροχές, μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, στηριζόμενη σε δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68.

44      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ο σκοπός του κανονισμού 1612/68, δηλαδή η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, επιτάσσει, προκειμένου να κατοχυρωθεί υπό συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, τη διασφάλιση των καλύτερων δυνατών συνθηκών για την ένταξη της οικογένειας διακινούμενου εργαζομένου στο περιβάλλον του κράτους μέλους υποδοχής (βλ. αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, C‑308/89, Di Leo, Συλλογή 1990, σ. I‑4185, σκέψη 13, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑413/99, Baumbast και R, Συλλογή 2002, σ. I‑7091, σκέψη 50).

45      Προκειμένου η ένταξη αυτή να μπορεί να είναι επιτυχής, είναι απαραίτητο το τέκνο διακινούμενου εργαζομένου να έχει τη δυνατότητα να αρχίσει τη σχολική εκπαίδευση και τις σπουδές του στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως ορίζει ρητώς το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, για να τις ολοκληρώσει με επιτυχία (απόφαση της 15ης Μαρτίου 1989, 389/87 και 390/87, Echternach και Moritz, Συλλογή 1989, σ. 723, σκέψη 21, και προμνημονευθείσα απόφαση Baumbast και R, σκέψη 51).

46      Κατά τη νομολογία, το δικαίωμα αυτό προσβάσεως στην εκπαίδευση συνεπάγεται αυτοτελές δικαίωμα διαμονής του τέκνου νυν ή πρώην διακινούμενου εργαζομένου, σε περίπτωση κατά την οποία το τέκνο αυτό επιθυμεί να συνεχίσει τις σπουδές του εντός του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και αντίστοιχο δικαίωμα διαμονής του γονέα που ασκεί πράγματι την επιμέλεια του τέκνου αυτού (βλ. απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2010, C‑480/08, Teixeira, Συλλογή 2010, σ. I‑1107, σκέψεις 36 και 53).

47      Κατά την Επιτροπή, τόσο η κόρη όσο και το κοινό τέκνο και, κατά συνέπεια, και η μητέρα, καθόσον ασκεί πράγματι την επιμέλεια των τέκνων της, απολαύουν αυτού του δικαιώματος διαμονής βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68.

48      Υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, όμως, η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή όσον αφορά την κόρη.

49      Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι η κόρη δεν είναι τέκνο του υπηκόου άλλου κράτους μέλους. Επομένως, δεν έχει ως προς το πρόσωπο αυτό την ιδιότητα τέκνου υπηκόου κράτους μέλους ο οποίος απασχολείται ή έχει απασχοληθεί εντός άλλου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68.

50      Αφετέρου, μολονότι, βεβαίως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το δικαίωμα εγκαταστάσεως μαζί με τον διακινούμενο εργαζόμενο, του οποίου απολαύουν, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1612/68, «[ο/η σύζυγός του] και οι κατιόντες τους οι οποίοι έχουν ηλικία κάτω των 21 ετών ή συντηρούνται από [τον εργαζόμενο] αυτόν», έχει την έννοια ότι παρέχεται τόσο στους κατιόντες του εργαζομένου αυτού όσο και σε εκείνους του/της συζύγου του (προμνημονευθείσα απόφαση Baumbast και R, σκέψη 57).

51      Συναφώς, αρκεί, πάντως, να επισημανθεί ότι, σε περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, η μητέρα δεν είναι ούτε και υπήρξε σύζυγος του υπηκόου άλλου κράτους μέλους, δεδομένου ότι η σύντροφος στο πλαίσιο απλής συμβιώσεως δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «σύζυγος», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1612/68 (βλ., σχετικώς, απόφαση της 17ης Απριλίου 1986, 59/85, Reed, Συλλογή 1986, σ. 1283, σκέψη 16). Επομένως, η κόρη δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τέκνο της συζύγου νυν ή πρώην διακινούμενου εργαζομένου.

52      Όσον αφορά, αντιθέτως, το κοινό τέκνο, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία, πρόκειται πράγματι για το τέκνο υπηκόου κράτους μέλους ο οποίος απασχολείται ή απασχολήθηκε εντός άλλου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68. Πάντως, για να μπορεί η μητέρα, ως γονέας που ασκεί πραγματικά την επιμέλεια του τέκνου αυτού, να απολαύει δικαιώματος διαμονής βάσει της ως άνω διατάξεως, πρέπει το τέκνο να έχει εγγραφεί στο εκπαιδευτικό σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής (βλ., σχετικώς, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, C‑147/11 και C‑148/11, Czop, σκέψη 29).

53      Το Δικαστήριο, όμως, δεν έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία όσον αφορά την περίπτωση του κοινού τέκνου και, ειδικότερα, όσον αφορά τις σπουδές του, στοιχείο το οποίο, κατά το παρόν στάδιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, καθιστά υποθετική την ερμηνεία των συνεπειών που θα είχε για τη διαφορά της κύριας δίκης η ύπαρξη δικαιώματος διαμονής της μητέρας βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68.

54      Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ανωτέρω, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 13, παράγραφος 2, και 14 της οδηγίας 2004/38, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας επιβάλλεται στη μητέρα, εφόσον η περίπτωσή της είναι η διαλαμβανόμενη στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, υποχρέωση να πληροί προϋπόθεση περί πενταετούς διαμονής προκειμένου να χορηγηθούν οι εγγυημένες οικογενειακές παροχές, μολονότι δεν επιβάλλεται τέτοια υποχρέωση στους ημεδαπούς.

 Επί του τετάρτου ερωτήματος

55      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στα προηγούμενα ερωτήματα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα.

56      Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης, περιλαμβανομένου του Χάρτη, μπορούν να έχουν εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, πλην όμως όχι πέραν των περιπτώσεων αυτών (βλ., σχετικώς, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, C‑617/10, Åkerberg Fransson, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57      Όπως, όμως, προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στα προηγούμενα ερωτήματα, το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διέπεται πράγματι από το δίκαιο της Ένωσης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

58      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτου κράτους ή η κόρη της, η οποία είναι επίσης υπήκοος τρίτου κράτους, και εφόσον εμπίπτουν στην ακόλουθη περίπτωση:

–        στην υπήκοο αυτή τρίτου κράτους χορηγήθηκε, πριν από χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, τίτλος διαμονής σε κράτος μέλος προκειμένου να εγκατασταθεί, χωρίς να έχει συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβιώσεως, μαζί με υπήκοο άλλου κράτους μέλους, με τον οποίο απέκτησε ένα τέκνο το οποίο έχει την ιθαγένεια του δεύτερου αυτού κράτους μέλους·

–        μόνον ο υπήκοος αυτός άλλου κράτους μέλους έχει την ιδιότητα του εργαζομένου·

–        η συμβίωση μεταξύ της εν λόγω υπηκόου τρίτου κράτους και του ως άνω υπηκόου κράτους μέλους έχει παύσει εν τω μεταξύ, και

–        τα δύο τέκνα ζουν υπό την ίδια οικογενειακή στέγη με τη μητέρα,

δεν υπάγονται στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, εκτός και αν η υπήκοος αυτή τρίτου κράτους ή η κόρη της μπορούν να χαρακτηρισθούν, κατά το εθνικό δίκαιο και για την εφαρμογή του, ως «μέλη της οικογένειας» του υπηκόου αυτού άλλου κράτους μέλους ή, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι «η συντήρησή τους βαρύνει κυρίως» τον εν λόγω υπήκοο.

2)      Τα άρθρα 13, παράγραφος 2, και 14 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77), σε συνδυασμό με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας επιβάλλεται στη μητέρα, εφόσον η περίπτωσή της είναι η διαλαμβανόμενη στο σημείο 1 του διατακτικού της παρούσας αποφάσεως, υποχρέωση να πληροί προϋπόθεση περί πενταετούς διαμονής προκειμένου να χορηγηθούν οι εγγυημένες οικογενειακές παροχές, μολονότι δεν επιβάλλεται τέτοια υποχρέωση στους ημεδαπούς.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.