Language of document : ECLI:EU:C:2010:643

Υπόθεση C-508/08

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Δημοκρατίας της Μάλτας

«Παράβαση κράτους μέλους – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών – Κανονισμός (ΕΟΚ) 3577/92 – Άρθρα 1 και 4 – Υπηρεσίες ενδομεταφορών στο εσωτερικό κράτους μέλους – Υποχρέωση συνάψεως συμβάσεων αναθέσεως δημόσιας υπηρεσίας κατά τρόπον ώστε να μη δημιουργούνται διακρίσεις – Σύναψη, χωρίς προκήρυξη προηγούμενου διαγωνισμού, συμβάσεως με ρήτρα αποκλειστικότητας πριν την ημερομηνία προσχωρήσεως κράτους μέλους στην Ένωση»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Αντικείμενο της διαφοράς – Μεταβολή κατά τη διάρκεια της δίκης – Απαγορεύεται

2.        Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Προσφυγή με την οποία ζητείται να διαπιστωθεί παράβαση κράτους μέλους λόγω συμπεριφοράς προγενέστερης της ημερομηνίας προσχωρήσεώς του στην Ένωση – Κανονισμός 3577/92 – Σύναψη, χωρίς προκήρυξη προηγούμενου διαγωνισμού, συμβάσεως αναθέσεως δημόσιας υπηρεσίας θαλάσσιων ενδομεταφορών

(Κανονισμός 3577/92 του Συμβουλίου, άρθρα 1 και 4)

1.        Από το άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και από τη σχετική νομολογία προκύπτει ότι το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών, καθώς και ότι ο προσδιορισμός αυτός πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής προκειμένου ο καθού να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του και το Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Επομένως, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται μια προσφυγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, τα δε αιτήματα που περιλαμβάνει το δικόγραφο αυτό πρέπει να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο μη διφορούμενο, ούτως ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος είτε να αποφανθεί το Δικαστήριο ultra petita είτε να παραλείψει να αποφανθεί επί κάποιας αιτιάσεως.

Οσάκις προκύπτει κατά τρόπο μη διφορούμενο, τόσο από το γράμμα της αιτιολογημένης γνώμης όσο και από τα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής της Επιτροπής, ότι η προβαλλόμενη από την τελευταία παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει το συγκεκριμένο κράτος μέλος από τον κανονισμό 3577/92, αναφορικά με την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στις θαλάσσιες μεταφορές στο εσωτερικό των κρατών μελών (θαλάσσιες ενδομεταφορές-καμποτάζ), στηρίζεται στο γεγονός ότι το κράτος μέλος αυτό υπέγραψε, πριν την ημερομηνία προσχωρήσεώς του, σύμβαση αναθέσεως δημόσιας υπηρεσίας θαλάσσιων ενδομεταφορών χωρίς προκήρυξη προηγούμενου διαγωνισμού, ο ισχυρισμός, στο υπόμνημα απαντήσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το εν λόγω κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού από την ημερομηνία προσχωρήσεώς του στην Ένωση, δεν αντιστοιχεί στα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής. Κατά συνέπεια, αν το Δικαστήριο αποφαινόταν επί ενός τέτοιου ισχυρισμού, κατόπιν εξετάσεως του βασίμου του, θα αποφαινόταν ultra petita.

(βλ. σκέψεις 12, 15-19)

2.        Προσφυγή, αντικείμενο της οποίας είναι να διαπιστωθεί ότι κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του κανονισμού 3577/92, αναφορικά με την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στις θαλάσσιες μεταφορές στο εσωτερικό των κρατών μελών (θαλάσσιες ενδομεταφορές-καμποτάζ), διότι συνήψε, στις 16 Απριλίου 2004, σύμβαση αναθέσεως δημόσιας υπηρεσίας θαλάσσιων ενδομεταφορών χωρίς προκήρυξη προηγούμενου διαγωνισμού, θα μπορούσε να ευδοκιμήσει μόνον εάν ο προαναφερθείς κανονισμός επέβαλλε εντούτοις στο εν λόγω κράτος μέλος πριν την ημερομηνία προσχωρήσεώς του, ήτοι την 1η Μαΐου 2004, την τήρηση ορισμένων υποχρεώσεων. Τέτοιες υποχρεώσεις θα συνεπάγονταν, ιδίως, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να απέχουν, κατά την περίοδο πριν τεθεί σε εφαρμογή ως προς αυτά ο κανονισμός 3577/92, από τη σύναψη συμβάσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας κατά τρόπο μη σύμφωνο προς τα άρθρα 1 και 4 του κανονισμού αυτού.

Δεδομένου ότι η Επιτροπή ουδόλως τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς που προέβαλε προς στήριξη της προσφυγής της αναφορικά με την ύπαρξη ενδεχομένως τέτοιων υποχρεώσεων, η προσφυγή της λόγω παραβάσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

(βλ. σκέψεις 20-22)