Language of document : ECLI:EU:T:2004:196

Υπόθεση T-107/02

GE Betz Inc.

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Προηγούμενο εικονιστικό σήμα – Αίτηση για το κοινοτικό λεκτικό σήμα BIOMATE – Μη προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων στη γλώσσα διαδικασίας ανακοπής – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Κανόνες 16, 17 και 18 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία προσφυγής – Προσφυγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή – Διαδικαστικός ρόλος του Γραφείου – Ευχέρεια του Γραφείου, ενώ ορίζεται ως καθού, να υποστηρίξει τα αιτήματα του προσφεύγοντος – Λειτουργική αυτονομία των τμημάτων προσφυγών και των μελών τους

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 133 § 2)

2.      Κοινοτικό σήμα – Παρατηρήσεις τρίτων και ανακοπή – Εξέταση της ανακοπής – Παράλειψη προσκομίσεως της μεταφράσεως της καταχωρίσεως του προγενεστέρου σήματος – Υποχρέωση του Γραφείου να ενημερώσει τον ανακόπτοντα – Δεν συντρέχει

(Kaνονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρα 42 έως 43· κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 18 § 2)

3.      Κοινοτικό σήμα – Παρατηρήσεις τρίτων και ανακοπή – Εξέταση της ανακοπής – Παράλειψη προσκομίσεως της μεταφράσεως της καταχωρίσεως του προγενεστέρου σήματος – Ευχέρεια του τμήματος ανακοπών να απορρίψει τη ανακοπή ως αβάσιμη

(Κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνες 17 § 2 και 20 § 3)

4.      Κοινοτικό σήμα – Παρατηρήσεις τρίτων και ανακοπή – Εξέταση της ανακοπής – Κοινοποίηση που απηύθυνε ο ανακόπτων στο Γραφείο χωρίς να λάβει απάντηση – Κοινοποίηση μη δυνάμενη να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στον ανακόπτοντα

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρα 42 έως 43)

1.      Σε διαδικασία προσφυγής ακυρώσεως σε θέματα κοινοτικού σήματος που στρέφεται κατά αποφάσεως του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), τίποτα δεν εμποδίζει το Γραφείο να συντάσσεται με αίτημα του προσφεύγοντος ή ακόμα να επαφίεται απλώς στην κρίση του Πρωτοδικείου, υποβάλλοντας συγχρόνως όλα τα επιχειρήματα που θεωρεί πρόσφορα, στο πλαίσιο της αποστολής, που αποτελεί η διοίκηση του δικαίου του κοινοτικού σήματος, για να διαφωτίσει το Πρωτοδικείο.

Πράγματι, μολονότι τα τμήματα προσφυγών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του Γραφείου και μολονότι υφίσταται μεταξύ των τμημάτων προσφυγών και του εξεταστή και/ή του αρμοδίου τμήματος, τα τμήματα προσφυγών και τα μέλη τους απολαύουν λειτουργικής αυτονομίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, το Γραφείο δεν μπορεί να τους απευθύνει υποδείξεις.

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να αναγνωριστεί ότι, μολονότι το Γραφείο δεν διαθέτει την απαιτούμενη ενεργητική νομιμοποίηση για να ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεως του τμήματος προσφυγών, αντιθέτως, δεν υποχρεούται να υπερασπίζεται συστηματικώς κάθε προσβαλλόμενη απόφαση των τμημάτων προσφυγών ή να ζητεί υποχρεωτικώς την απόρριψη κάθε προσφυγής στρεφόμενης κατά τέτοιας αποφάσεως.

Μολονότι είναι αληθές ότι στο άρθρο 133, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας το Γραφείο ορίζεται ως καθού ενώπιον του Πρωτοδικείου, το γεγονός αυτό δεν μεταβάλλει τις απορρέουσες από την οικονομία του κανονισμού 40/94 συνέπειες, ως προς τα τμήματα προσφυγών. Βάσει αυτού, είναι μάλλον δυνατός ο διακανονισμός των δικαστικών εξόδων, σε περίπτωση ακυρώσεως ή αναδιατυπώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ανεξαρτήτως της θέσεως που έλαβε το Γραφείο ενώπιον του Πρωτοδικείου.

(βλ. σκέψεις 32-36)

2.      Στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής κατά καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δυνάμει των άρθρων 42 και επόμενα του κανονισμού 40/94, οι νομικές επιταγές που αφορούν τα αποδεικτικά και δικαιολογητικά στοιχεία και τη μετάφρασή τους στη γλώσσα διαδικασίας της ανακοπής συνιστούν τις επί της ουσίας προϋποθέσεις της ανακοπής. Επομένως, το τμήμα ανακοπών ουδόλως υποχρεούνταν να επισημάνει στον ανακόπτοντα την παρατυπία που συνίσταται στο ότι δεν προσκόμισε τη μετάφραση των πιστοποιητικών καταχωρίσεως των προγενεστέρων σημάτων, η έλλειψη της οποίας δεν αντίκειται σε καμία διάταξη του κανονισμού 40/94 ή του κανονισμού 2868/95, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, αναφερόμενη στον κανόνα 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, ότι το Γραφείο ενημερώνει τον ανακόπτοντα για τις ενδεχόμενες παρατυπίες της ανακοπής και τον καλεί να τις θεραπεύσει, ειδάλλως η ανακοπή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

(βλ. σκέψη 70)

3.      Ο κανόνας 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95, περί της εφαρμογής του κανονισμού40/94 για το κοινοτικό σήμα, ότι τα προβαλλόμενα προς στήριξη της ανακοπής αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να υποβάλλονται στη γλώσσα διαδικασίας της ανακοπής ή να συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα αυτή δικαιολογείται από την ανάγκη τηρήσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως καθώς και την ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων στις inter partes διαδικασίες. Μολονότι είναι αληθές ότι ο ανακόπτων δεν έχει καμία υποχρέωση προσκομίσεως πλήρους μεταφράσεως των πιστοποιητικών καταχωρίσεως προγενεστέρων σημάτων, τούτο δεν συνεπάγεται ότι το τμήμα ανακοπών υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη, κατά την επί της ουσίας εξέταση της ανακοπής, τα πιστοποιητικά καταχωρίσεως που έχουν προσκομισθεί σε άλλη γλώσσα πλην της γλώσσας διαδικασίας της ανακοπής. Ελλείψει μεταφράσεως των πιστοποιητικών καταχωρίσεως στη γλώσσα διαδικασίας, το τμήμα ανακοπών δύναται νομοτύπως να απορρίψει ως αβάσιμη την ανακοπή, εκτός αν μπορεί να την κρίνει άλλως στηριζόμενο σε αποδεικτικά στοιχεία που ενδεχομένως βρίσκονται ήδη στη διάθεσή του, σύμφωνα με τον κανόνα 20, παράγραφος 3, του κανονισμού 2869/95.

(βλ. σκέψη 72)

4.      Στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής στρεφομένης κατά της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δυνάμει των άρθρων 42 και επόμενα του κανονισμού 40/94, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με συμπεριφορά της κοινοτικής διοικήσεως, εν προκειμένω του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα), δυνάμενη να δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες στον ανακόπτοντα, κοινοποίηση προερχόμενη από τον ανακόπτοντα και απευθυνόμενη στο τμήμα ανακοπών, με την οποία το καλούσε να του γνωστοποιήσει αν χρειαζόταν συμπληρωματικές πληροφορίες, στην οποία δεν δόθηκε απάντηση. Πράγματι, δεν μπορεί να στηριχτεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη σε μονομερείς ενέργειες του ωφελουμένου συναφώς διαδίκου. Περαιτέρω, η υποθετική αυτή περίπτωση επιβάλλει στο τμήμα ανακοπών υποχρέωση αρωγής στον ανακόπτοντα, που δεν συμβιβάζεται με το σύστημα αυτό.

(βλ. σκέψη 87)