Language of document : ECLI:EU:T:2013:59

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 5ης Φεβρουαρίου 2013 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα ληφθέντα κατά του Ιράν, με σκοπό την παρεμπόδιση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων — Δέσμευση κεφαλαίων — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δικαιώματα άμυνας — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση T‑494/10,

Bank Saderat Iran, με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους S. Gadhia και S. Ashley, solicitors, D. Anderson, QC, και R. Blakeley, barrister, στη συνέχεια, από τους S. Gadhia, S. Ashley, R. Blakeley και D. Wyatt, QC, και τέλος από τους S. Ashley, R. Blakeley, D. Wyatt, S. Jeffrey και A. Irvine, solicitors,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον M. Bishop και τη R. Liudvinaviciute-Cordeiro,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την S. Boelaert και τον Μ. Κωνσταντινίδη,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39), του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 195, σ. 25), της αποφάσεως 2010/644/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ L 281, σ. 81), του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 423/2007 (ΕΕ L 281, σ. 1), της αποφάσεως 2011/783/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ L 319, σ. 71), του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1245/2011 του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού 961/2010 (ΕΕ L 319, σ. 11) και του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 961/2010 (ΕΕ L 88, σ. 1), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Μαΐου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Bank Saderat Iran, είναι ιρανική εμπορική τράπεζα.

2        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων τα οποία θεσπίστηκαν για να ασκηθεί πίεση στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν ώστε να παύσει τις πυρηνικές δραστηριότητες που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως και την ανάπτυξη συστημάτων εκτοξεύσεως πυρηνικών όπλων (στο εξής: διάδοση των πυρηνικών όπλων).

3        Στις 26 Ιουλίου 2010 η προσφεύγουσα ενεγράφη στον κατάλογο των οντοτήτων που συμβάλλουν στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39).

4        Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ενεγράφη στον κατάλογο του παραρτήματος V του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 του Συμβουλίου, της 19ης Απριλίου 2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 103, σ. 1), μέσω του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 (ΕΕ L 195, σ. 25). Η εγγραφή αυτή είχε ως συνέπεια τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων της προσφεύγουσας.

5        Στην απόφαση 2010/413, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέθεσε την εξής αιτιολογία:

«Η Τράπεζα Saderat είναι κρατική ιρανική τράπεζα (το ιρανικό κράτος κατέχει το 94 %). Η Τράπεζα Saderat έχει παράσχει υπηρεσίες σε οντότητες που αναλαμβάνουν προμήθειες για τα ιρανικά προγράμματα πυρηνικών και βαλλιστικών πυραύλων, οι οποίες έχουν κατονομαστεί δυνάμει της [αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών] 1737. Η Τράπεζα Saderat DIO διαχειρίζεται τις πληρωμές και εγγυητικές επιστολές της DIO (κατά της οποίας θεσπίζει κυρώσεις η [απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών] 1737) και της Iran Electronics Industries μέχρι πρόσφατα, τον Μάρτιο του 2009. Η Τράπεζα Saderat προμήθευσε εγγυητική επιστολή για λογαριασμό της σχετιζόμενης με τα πυρηνικά του Ιράν Mesbah Energy Company (που εν συνεχεία υπήχθη στις κυρώσεις της [αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών] 1737).»

6        Η αιτιολογία που παρατέθηκε στον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010 είναι η ίδια με την παρατεθείσα στην απόφαση 2010/413.

7        Με έγγραφο της 27ης Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι το όνομά της είχε περιληφθεί στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413 και στον κατάλογο του παραρτήματος V του κανονισμού 423/2007.

8        Με έγγραφα της 18ης και της 25ης Αυγούστου, καθώς και της 2ας, της 9ης και της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα κάλεσε το Συμβούλιο να της κοινοποιήσει τα στοιχεία βάσει των οποίων είχε λάβει τα εις βάρος της περιοριστικά μέτρα. Με έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, ζήτησε επίσης από το Συμβούλιο να επανεξετάσει την απόφαση περί εγγραφής της στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413 και στον κατάλογο του παραρτήματος V του κανονισμού 423/2007.

9        Η εγγραφή της επωνυμίας της προσφεύγουσας στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2010/413 διατηρήθηκε με την απόφαση 2010/644/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ L 281, σ. 81). Η παρατεθείσα αιτιολογία ήταν η ακόλουθη:

«Η Τράπεζα Saderat είναι ιρανική τράπεζα που ανήκει εν μέρει στην ιρανική κυβέρνηση. Η Τράπεζα Saderat έχει παράσχει υπηρεσίες σε οντότητες που αναλαμβάνουν προμήθειες για τα ιρανικά προγράμματα πυρηνικών και βαλλιστικών πυραύλων, οι οποίες έχουν κατονομαστεί δυνάμει της [αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών] 1737. Η Τράπεζα Saderat DIO διαχειρίζεται τις πληρωμές και εγγυητικές επιστολές της DIO (κατά της οποίας θεσπίζει κυρώσεις η [απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών] 1737) και της Iran Electronics Industries μέχρι πρόσφατα, τον Μάρτιο του 2009. Η Τράπεζα Saderat προμήθευσε εγγυητική επιστολή για λογαριασμό της σχετιζόμενης με τα πυρηνικά του Ιράν Mesbah Energy Company (που εν συνεχεία υπήχθη στις κυρώσεις της [αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών] 1737)»

10      Επειδή ο κανονισμός 423/2007 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 281, σ. 1), το Συμβούλιο περιέλαβε την επωνυμία της προσφεύγουσας στο παράρτημα VIII του τελευταίου αυτού κανονισμού. Κατά συνέπεια, τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι της προσφεύγουσας δεσμεύθηκαν δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

11      Η αιτιολογία που παρατέθηκε στον κανονισμό 961/2010 είναι, κατ’ ουσίαν, η ίδια με την παρατεθείσα στην απόφαση 2010/644.

12      Με έγγραφο της 28ης Οκτωβρίου 2010, το Συμβούλιο απάντησε στο από 15 Σεπτεμβρίου 2010 έγγραφο της προσφεύγουσας επισημαίνοντας ότι, κατόπιν επανεξετάσεως, απορρίπτει το αίτημα της προσφεύγουσας περί διαγραφής της επωνυμίας της από τον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και από τον κατάλογο του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010. Το Συμβούλιο διευκρίνισε, συναφώς, ότι δεν συμμεριζόταν την άποψη της προσφεύγουσας ότι οι σχετικές με τις εγγυητικές επιστολές δραστηριότητες δεν ήταν ικανές να συμβάλουν στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Απαντώντας στο αίτημα της προσφεύγουσας για πρόσβαση στον φάκελό της, το Συμβούλιο της κοινοποίησε αντίγραφα δύο προτάσεων λήψεως περιοριστικών μέτρων οι οποίες είχαν υποβληθεί από κράτη μέλη.

13      Το Συμβούλιο κοινοποίησε στην προσφεύγουσα, συνημμένο στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, αντίγραφο μιας τρίτης προτάσεως λήψεως περιοριστικών μέτρων υποβληθείσας από ένα κράτος μέλος.

14      Η εγγραφή της επωνυμίας της προσφεύγουσας στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413 και στο παράρτημα VIII του κανονισμού 961/2010 δεν επηρεάστηκε από την έναρξη ισχύος της αποφάσεως 2011/783/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ L 319, σ. 71), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1245/2011 του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού 961/2010 (ΕΕ L 319, σ. 11).

15      Μετά την κατάργηση του κανονισμού 961/2010 από τον κανονισμό (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 88, σ. 1), το Συμβούλιο περιέλαβε την επωνυμία της προσφεύγουσας στο παράρτημα IX του τελευταίου κανονισμού. Η αιτιολογία που παρατέθηκε είναι πανομοιότυπη με την παρατεθείσα στην απόφαση 2010/644. Κατά συνέπεια, τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι της προσφεύγουσας είναι δεσμευμένα δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Οκτωβρίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Νοεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αιτήματά της κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως 2010/644 και του κανονισμού 961/2010.

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιανουαρίου 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα δίκη υπέρ του Συμβουλίου. Με διάταξη της 8ης Μαρτίου 2011, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή.

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Φεβρουαρίου 2012, η προσφεύγουσα, αφενός, προσάρμοσε τα αιτήματά της κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως 2011/783 και του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011 και, αφετέρου, ζήτησε να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις με άμεσο αποτέλεσμα.

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Απριλίου 2012, η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αιτήματά της κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού 267/2012.

21      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κάλεσε τους διαδίκους να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα και τους έθεσε έγγραφες ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα αυτά.

22      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Μαΐου 2012.

23      Με διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 4ης Σεπτεμβρίου 2012, επαναλήφθηκε η προφορική διαδικασία, προκειμένου να κατατεθούν στη δικογραφία οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί της διατάξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2012, C‑110/12 P(R), Akhras κατά Συμβουλίου (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), και να συλλεγούν οι παρατηρήσεις των λοιπών διαδίκων. Η προφορική διαδικασία περατώθηκε εκ νέου στις 4 Οκτωβρίου 2012.

24      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει με άμεσο αποτέλεσμα το σημείο 7 του πίνακα B του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413, το σημείο 5 του πίνακα B του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010, το σημείο 7 του πίνακα B, τίτλος I, του παραρτήματος της αποφάσεως 2010/644, το σημείο 7 του πίνακα B του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010, την απόφαση 2011/783, τον εκτελεστικό κανονισμό 1245/2011 και το σημείο 7 του πίνακα B, τίτλος I, του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012, καθόσον οι πράξεις αυτές την αφορούν·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

25      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

26      Η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, καθώς και του δικαιώματός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ο δεύτερος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς τη λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος της. Ο τρίτος αφορά προσβολή του δικαιώματός της ιδιοκτησίας και της αρχής της αναλογικότητας.

27      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν το βάσιμο των προβαλλομένων από την προσφεύγουσα λόγων. Εξάλλου, υποστηρίζουν, κατ’ αρχάς, ότι η προσφεύγουσα, ως κρατικός φορέας, δεν μπορεί να επικαλεσθεί τις προστασίες και εγγυήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα.

28      Πριν εξετασθούν οι διάφοροι λόγοι και τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι διάδικοι, πρέπει να εξετασθεί το παραδεκτό της προσαρμογής των αιτημάτων της στην οποία προέβη η προσφεύγουσα.

 Επί της προσαρμογής των αιτημάτων της προσφεύγουσας

29      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 9, 10 και 15 ανωτέρω, μετά την άσκηση της προσφυγής, ο κατάλογος του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 αντικαταστάθηκε με νέο κατάλογο, περιεχόμενο στην απόφαση 2010/644, και ο κανονισμός 423/2007, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010, καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 961/2010, ο οποίος με τη σειρά του αντικαταστάθηκε και καταργήθηκε με τον κανονισμό 267/2012. Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2011/783 και του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011, το Συμβούλιο εξέθεσε ρητώς ότι είχε προβεί σε πλήρη επανεξέταση του καταλόγου του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010 και ότι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα πρόσωπα, οι οντότητες και οι οργανισμοί που απαριθμούνταν στο παράρτημα αυτό, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, έπρεπε να εξακολουθήσουν να υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα. Η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αρχικά της αιτήματα ώστε το ακυρωτικό αίτημά της να αφορά, εκτός από την απόφαση 2010/413 και τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010, την απόφαση 2010/644, τον κανονισμό 961/2010, την απόφαση 2011/783, τον εκτελεστικό κανονισμό 1245/2011 και τον κανονισμό 267/2012 (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις). Το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν προέβαλαν αντιρρήσεις για την προσαρμογή αυτή.

30      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όταν μια απόφαση ή ένας κανονισμός που αφορά άμεσα και ατομικά έναν ιδιώτη αντικαθίσταται, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, από πράξη με το ίδιο αντικείμενο, η πράξη αυτή πρέπει να θεωρείται ως νέο στοιχείο που παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του. Πράγματι, θα ήταν αντίθετο προς τις αρχές της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της δίκης να υποχρεωθεί ο προσφεύγων να ασκήσει νέα προσφυγή. Επιπροσθέτως, θα ήταν άδικο να έχει το καθού κοινοτικό όργανο τη δυνατότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αιτιάσεις που περιέχει η ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ασκηθείσα προσφυγή κατά ορισμένης πράξεως, να προσαρμόζει την προσβαλλόμενη πράξη ή να την αντικαθιστά με άλλη και να επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, αυτήν την τροποποίηση ή την αντικατάσταση για να στερήσει από τον αντίδικο τη δυνατότητα να διευρύνει τα αρχικά του αιτήματα και τους αρχικούς ισχυρισμούς του ώστε να αφορούν και τη μεταγενέστερη πράξη ή να προβάλει συμπληρωματικά αιτήματα και πρόσθετους λόγους κατά της πράξεως αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2008, T‑256/07, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II‑3019, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει ως προς τις πράξεις, όπως η απόφαση 2011/783 και ο εκτελεστικός κανονισμός 1245/2011, με τις οποίες διαπιστώνεται ότι μια απόφαση ή ένας κανονισμός πρέπει να εξακολουθήσουν να αφορούν άμεσα και ατομικά ορισμένους ιδιώτες, κατόπιν διαδικασίας επανεξετάσεως ρητώς προβλεπόμενης από την ίδια αυτή απόφαση ή τον ίδιο αυτόν κανονισμό.

32      Συνεπώς, εν προκειμένω πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα παραδεκτώς ζητεί και την ακύρωση της αποφάσεως 2010/644, του κανονισμού 961/2010, της αποφάσεως 2011/783, του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011 και του κανονισμού 267/2012, καθόσον οι πράξεις αυτές την αφορούν (βλ., υπό την έννοια αυτή, κατ’ αναλογίαν, απόφαση People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, προμνησθείσα στη σκέψη 30, σκέψη 47).

 Επί της δυνατότητας της προσφεύγουσας να επικαλεσθεί τις προστασίες και εγγυήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα

33      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι, βάσει του δικαίου της Ένωσης, τα νομικά πρόσωπα που συνιστούν κρατικούς φορείς τρίτων κρατών δεν μπορούν να επικαλούνται τις προστασίες και εγγυήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα. Στο μέτρο που η προσφεύγουσα είναι, κατά την άποψή τους, ιρανικός κρατικός φορέας, ο ανωτέρω κανόνας έχει εφαρμογή ως προς αυτήν.

34      Συναφώς, παρατηρείται, πρώτον, ότι ούτε ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 389) ούτε οι Συνθήκες διαλαμβάνουν διατάξεις αποκλείουσες τα νομικά πρόσωπα που αποτελούν κρατικούς φορείς από την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αντιθέτως οι διατάξεις του εν λόγω Χάρτη που έχουν εφαρμογή στους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα, και ιδίως τα άρθρα 17, 41 και 47 του Χάρτη αυτού, εγγυώνται τα δικαιώματα «[κ]άθε προσώπου», έκφραση που περιλαμβάνει τα νομικά πρόσωπα όπως η προσφεύγουσα.

35      Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο και η Επιτροπή επικαλούνται, εντούτοις, το άρθρο 34 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), κατά το οποίο δεν είναι παραδεκτές οι προσφυγές που ασκούν οι κυβερνητικοί οργανισμοί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

36      Αφενός, όμως, το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ αποτελεί δικονομική διάταξη η οποία δεν έχει εφαρμογή στις διαδικασίες ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Αφετέρου, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο ένα κράτος μέλος της ΕΣΔΑ να είναι συγχρόνως προσφεύγων και καθού ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, ΕΔΔΑ, απόφαση Compagnie de navigation de la République islamique d’Iran κατά Τουρκίας της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Recueil des arrêts et décisions, 2007 V, § 81). Τέτοιο θέμα δεν τίθεται εν προκειμένω.

37      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή προβάλλουν επίσης ότι ο κανόνας τον οποίο επικαλούνται δικαιολογείται από το γεγονός ότι ένα κράτος είναι εγγυητής του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο έδαφός του, αλλά δεν μπορεί να απολαύει τέτοιων δικαιωμάτων.

38      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η δικαιολόγηση αυτή ισχύει σε μια εσωτερική κατάσταση, το γεγονός ότι ένα κράτος είναι εγγυητής του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο έδαφός του δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την έκταση των δικαιωμάτων των οποίων μπορούν να απολαύουν στο έδαφος τρίτων κρατών τα νομικά πρόσωπα τα οποία αποτελούν κρατικούς φορείς του ίδιου αυτού κράτους.

39      Βάσει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν περιέχει κανόνα ο οποίος να εμποδίζει τα νομικά πρόσωπα που είναι κρατικοί φορείς τρίτων κρατών να επικαλούνται υπέρ εαυτών τις προστασίες και εγγυήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα. Συνεπώς, τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν να επικαλούνται τα δικαιώματα αυτά ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, στο μέτρο που είναι συμβατά προς την ιδιότητά τους ως νομικών προσώπων.

40      Εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν προσκόμισαν στοιχεία αποδεικνύοντα ότι η προσφεύγουσα ήταν πράγματι κρατικός φορέας του Ιράν, δηλαδή οντότητα μετέχουσα στην άσκηση δημόσιας εξουσίας ή διαχειριζόμενη δημόσια υπηρεσία υπό τον έλεγχο των αρχών (βλ., υπό την έννοια αυτή, ΕΔΔΑ, απόφαση Compagnie de navigation de la République islamique d’Iran κατά Τουρκίας, προμνησθείσα στη σκέψη 36, § 79).

41      Συναφώς, κατ’ αρχάς, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα διαχειρίζεται δημόσια υπηρεσία υπό τον έλεγχο των ιρανικών αρχών, στο μέτρο που παρέχει χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες οι οποίες είναι αναγκαίες για τη λειτουργία της ιρανικής οικονομίας. Το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι οι υπηρεσίες αυτές αποτελούν εμπορικές δραστηριότητες ασκούμενες σε έναν τομέα στον οποίο λειτουργεί ο ανταγωνισμός και υποκείμενες στο κοινό δίκαιο. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι οι εν λόγω δραστηριότητες είναι αναγκαίες για τη λειτουργία της οικονομίας ενός κράτους δεν τους προσδίδει, αφ’ εαυτού, τον χαρακτήρα δημόσιας υπηρεσίας.

42      Στη συνέχεια, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα εμπλέκεται στη διάδοση των πυρηνικών όπλων αποδεικνύει ότι μετέχει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Κατά τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή στηρίζει τη συλλογιστική της σε μια πραγματική διαπίστωση της οποίας την ορθότητα αμφισβητεί η προσφεύγουσα και η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της ανταλλαγής επιχειρημάτων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, η προβαλλόμενη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, όπως εκτίθεται στις προσβαλλόμενες πράξεις, δεν αποτελεί άσκηση κρατικών εξουσιών, αλλά διενέργεια εμπορικών συναλλαγών με οντότητες μετέχουσες στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό δεν δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της προσφεύγουσας ως ιρανικού κρατικού φορέα.

43      Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι η προσφεύγουσα αποτελεί ιρανικό κρατικό φορέα λόγω της συμμετοχής του ιρανικού κράτους στο κεφάλαιό της. Εκτός του ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα και δεν αμφισβητήθηκαν από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, η εν λόγω συμμετοχή είναι απλώς μειοψηφική, δεν συνεπάγεται, αφ’ εαυτής, ότι η προσφεύγουσα μετέχει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας ή διαχειρίζεται δημόσια υπηρεσία.

44      Βάσει όλων των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα μπορεί να επικαλεσθεί υπέρ εαυτής τις προστασίες και εγγυήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, καθώς και του δικαιώματός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

45      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως και προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας καθώς και το δικαίωμά της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, καθόσον, αφενός, δεν της γνωστοποίησε επαρκή στοιχεία ώστε να της παράσχει τη δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελείς παρατηρήσεις αφορώσες την εις βάρος της λήψη περιοριστικών μέτρων και να της διασφαλίσει δίκαιη δίκη και, αφετέρου, τόσο η εξέταση που προηγήθηκε της εις βάρος της λήψεως περιοριστικών μέτρων όσο και η περιοδική επανεξέταση των ίδιων αυτών μέτρων βαρύνονται πολλαπλώς με πλάνη.

46      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

47      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως βλαπτικής πράξεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, ειδικότερα εν προκειμένω, στο άρθρο 24, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/413, στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 423/2007, στο άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 961/2010, στο άρθρο 46, παράγραφος 3, του κανονισμού 267/2012, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι ορθώς θεμελιωμένη ή αν πάσχει ενδεχομένως ελάττωμα, οπότε μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, και, αφετέρου, να παράσχει τη δυνατότητα στον εν λόγω δικαστή να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξεως αυτής. Η ως άνω υποχρέωση αιτιολογήσεως συνιστά ουσιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης από την οποία δεν χωρεί παρέκκλιση παρά μόνο για επιτακτικούς λόγους. Ως εκ τούτου, η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με τη βλαπτική γι’ αυτόν πράξη, καθόσον η έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί να θεραπευθεί από το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει γνώση της αιτιολογίας της πράξεως κατά τη διαδικασία ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Οκτωβρίου 2009, T‑390/08, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II‑3967, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Συνεπώς, εκτός αν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι αφορώντες την ασφάλεια της Ένωσης ή των κρατών μελών της ή τον χειρισμό των διεθνών σχέσεών τους, οι οποίοι δεν επιτρέπουν την κοινοποίηση ορισμένων στοιχείων, το Συμβούλιο υποχρεούται να γνωστοποιεί στην οντότητα την οποία αφορούν τα περιοριστικά μέτρα τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι πρέπει να ληφθούν τα μέτρα αυτά. Επομένως, το Συμβούλιο οφείλει να εκθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η νόμιμη δικαιολόγηση των οικείων μέτρων και τις σκέψεις που το οδήγησαν να λάβει τα μέτρα αυτά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προμνησθείσα στη σκέψη 47, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Περαιτέρω, η αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος για παροχή εξηγήσεων που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να προσδιορίζει η αιτιολογία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, καθόσον ο επαρκής χαρακτήρας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιό της, καθώς και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προμνησθείσα στη σκέψη 47, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, ειδικότερα δε του δικαιώματος ακροάσεως, σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά οντότητας και η οποία μπορεί να καταλήξει σε βλαπτική γι’ αυτήν πράξη, συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να διασφαλίζεται, ακόμη και αν δεν υπάρχει καμία ρύθμιση σχετικά με την εν λόγω διαδικασία (απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προμνησθείσα στη σκέψη 47, σκέψη 91).

51      Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει, αφενός, να γνωστοποιούνται στην ενδιαφερόμενη οντότητα τα στοιχεία που προβάλλονται εις βάρος της προς στήριξη της βλαπτικής γι’ αυτήν πράξεως. Αφετέρου, πρέπει να της παρέχεται η δυνατότητα να υποστηρίξει λυσιτελώς την άποψή της σε σχέση με τα στοιχεία αυτά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑228/02, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑4665, σκέψη 93).

52      Ως εκ τούτου, όσον αφορά την πρώτη πράξη με την οποία δεσμεύονται τα κεφάλαια μιας οντότητας, τα επιβαρυντικά στοιχεία πρέπει να κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο είτε ταυτοχρόνως με την έκδοση της οικείας πράξεως είτε το συντομότερο δυνατό μετά την έκδοση αυτής, εκτός εάν δεν το επιτρέπουν επιτακτικοί λόγοι αφορώντες την ασφάλεια της Ένωσης ή των κρατών μελών της ή τον χειρισμό των διεθνών σχέσεών τους. Κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερόμενης οντότητας, η τελευταία δικαιούται να υποστηρίξει την άποψή της σε σχέση με τα στοιχεία αυτά και αφού εκδοθεί η πράξη. Υπό τις ίδιες επιφυλάξεις, κάθε επακόλουθης αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων πρέπει, κατ’ αρχήν, να προηγείται κοινοποίηση των νέων επιβαρυντικών στοιχείων και εκ νέου παροχή στην οικεία οντότητα της δυνατότητας να υποστηρίξει την άποψή της (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, προμνησθείσα στη σκέψη 51, σκέψη 137).

53      Σημειωτέον, εξάλλου, ότι, όταν έχουν κοινοποιηθεί στην ενδιαφερόμενη οντότητα αρκούντως ακριβείς πληροφορίες που της παρέχουν τη δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της επί των εις βάρος της στοιχείων που λαμβάνει υπόψη του το Συμβούλιο, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνεπάγεται ότι το θεσμικό αυτό όργανο υποχρεούται να παράσχει με δική του πρωτοβουλία πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχει ο φάκελός του. Μόνον κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υποχρεούται το Συμβούλιο να παράσχει πρόσβαση σε όλα τα μη εμπιστευτικά διοικητικά έγγραφα σχετικά με το επίμαχο μέτρο (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προμνησθείσα στη σκέψη 47, σκέψη 97 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Τρίτον, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ, καθώς και με το άρθρο 47 του Χάρτη του Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου συνεπάγεται ότι η οικεία αρχή της Ένωσης οφείλει να γνωστοποιήσει στη θιγόμενη οντότητα τους λόγους για τους οποίους λαμβάνεται ένα περιοριστικό μέτρο, κατά το μέτρο του δυνατού, είτε κατά τον χρόνο λήψεως του εν λόγω μέτρου είτε, τουλάχιστον, το ταχύτερο δυνατό μετά τη λήψη του, ώστε να παρασχεθεί στη θιγόμενη οντότητα η δυνατότητα να ασκήσει, εμπροθέσμως, το δικαίωμά της για προσφυγή. Η τήρηση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως των λόγων αυτών είναι, πράγματι, αναγκαία προκειμένου να παρασχεθεί στους αποδέκτες των περιοριστικών μέτρων η δυνατότητα να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσουν, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν είναι πρόσφορο να προσφύγουν στον δικαστή της Ένωσης, αλλά και προκειμένου να παρασχεθεί πλήρως στον δικαστή αυτόν η δυνατότητα ασκήσεως του ελέγχου νομιμότητας της επίμαχης κοινοτικής πράξεως για τον οποίο είναι αρμόδιος (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑6351, σκέψεις 335 έως 337 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55      Βάσει της νομολογίας αυτής, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι διάδικοι στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως με την εξής σειρά. Πρώτον, πρέπει να εξετασθεί το προκαταρκτικό επιχείρημα του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Δεύτερον, πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα που αφορούν, αφενός, την υποχρέωση αιτιολογήσεως και, αφετέρου, την προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας όσον αφορά την αρχική κοινοποίηση των επιβαρυντικών στοιχείων. Τρίτον, πρέπει να εξετασθεί η επιχειρηματολογία που αφορά την προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας όσον αφορά την πρόσβαση στον φάκελο του Συμβουλίου. Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει τα επιχειρήματα που αφορούν, αφενός, την προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας όσον αφορά τη δυνατότητά της να υποστηρίξει την άποψή της και, αφετέρου, την προβαλλόμενη προσβολή του δικαιώματός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Πέμπτον, θα εξετασθούν τα επιχειρήματα που αφορούν την προβαλλόμενη πλάνη που βαρύνει την εξέταση και την επανεξέταση στις οποίες προέβη το Συμβούλιο.

 Επί της δυνατότητας της προσφεύγουσας να επικαλεσθεί την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας

56      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν τη δυνατότητα εφαρμογής εν προκειμένω της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Παραπέμποντας στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2010, T‑181/08, Tay Za κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2010, σ. II‑1965, σκέψεις 121 έως 123), υποστηρίζουν ότι δεν επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα στην προσφεύγουσα λόγω της καθεαυτό δραστηριότητάς της, αλλά λόγω της υπαγωγής της στη γενική κατηγορία των προσώπων και των οντοτήτων που ενίσχυσαν τη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Κατά συνέπεια, η διαδικασία λήψεως περιοριστικών μέτρων δεν κινήθηκε κατά της προσφεύγουσας υπό την έννοια της προμνησθείσας στη σκέψη 50 νομολογίας και, ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί τα δικαιώματα άμυνας ή μπορεί να τα επικαλεσθεί σε περιορισμένο μόνο βαθμό.

57      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

58      Συγκεκριμένα, αφενός, η απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου, προμνησθείσα στη σκέψη 56, αναιρέθηκε στο σύνολό της με την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2012, C‑376/10 P, Tay Za κατά Συμβουλίου. Κατά συνέπεια, οι διαπιστώσεις που έγιναν στην απόφαση αυτή δεν αποτελούν πλέον μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης και, συνεπώς, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν μπορούν να τις επικαλεσθούν βασίμως.

59      Αφετέρου, το άρθρο 24, παράγραφοι 3 και 4, της αποφάσεως 2010/413, το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 423/2007, το άρθρο 36, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 961/2010 και το άρθρο 46, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 267/2012 προβλέπουν διατάξεις διασφαλίζουσες τα δικαιώματα άμυνας των οντοτήτων τις οποίες αφορούν τα ληφθέντα δυνάμει αυτών περιοριστικά μέτρα. Ο σεβασμός των εν λόγω δικαιωμάτων υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προμνησθείσα στη σκέψη 47, σκέψη 37).

60      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα μπορεί να επικαλεσθεί εν προκειμένω την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, όπως αυτή υπομνήσθηκε στις σκέψεις 50 έως 53 ανωτέρω.

 Επί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και επί της αρχικής κοινοποιήσεως των επιβαρυντικών στοιχείων

61      Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, προκειμένου να αξιολογηθεί η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως στην ενδιαφερόμενη οντότητα των επιβαρυντικών γι’ αυτήν στοιχείων, πρέπει να ληφθούν υπόψη, πέραν της αιτιολογίας που περιλαμβάνεται στις προσβαλλόμενες πράξεις, οι τρεις προτάσεις για τη λήψη περιοριστικών μέτρων που κοινοποιήθηκαν από το Συμβούλιο στην προσφεύγουσα.

62      Πράγματι, αφενός, από τις εν λόγω προτάσεις, όπως κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα, προκύπτει ότι αυτές υποβλήθηκαν στις αντιπροσωπείες των κρατών μελών στο πλαίσιο της λήψεως των περιοριστικών μέτρων που την αφορούσαν και ότι συνιστούν, συνεπώς, στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκαν τα ίδια αυτά μέτρα.

63      Αφετέρου, είναι αληθές ότι και οι τρεις προτάσεις κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα μετά την άσκηση της προσφυγής, αυτή μάλιστα που επισυνάφθηκε στο υπόμνημα ανταπαντήσεως της κοινοποιήθηκε μετά την προσαρμογή των αιτημάτων της συνεπεία της εκδόσεως της αποφάσεως 2010/644 και του κανονισμού 961/2010. Ως εκ τούτου, οι προτάσεις αυτές δεν μπορούν να συμπληρώσουν εγκύρως την αιτιολογία της αποφάσεως 2010/413, του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010 και, όσον αφορά την πρόταση που επισυνάφθηκε στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, της αποφάσεως 2010/644 και του κανονισμού 961/2010. Είναι δυνατόν, εντούτοις, να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της νομιμότητας των μεταγενεστέρων πράξεων, ήτοι της αποφάσεως 2011/783, του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011 και του κανονισμού 267/2012, όσον αφορά και τις τρεις προτάσεις, καθώς και της αποφάσεως 2010/644 και του κανονισμού 961/2010 όσον αφορά τις προτάσεις που κοινοποιήθηκαν στις 28 Οκτωβρίου 2010.

64      Οι προσβαλλόμενες πράξεις παραθέτουν τους ακόλουθους τέσσερις δικαιολογητικούς λόγους που αφορούν την προσφεύγουσα:

–        η προσφεύγουσα ελέγχεται από το ιρανικό κράτος είτε κατά ποσοστό 94 %, σύμφωνα με την απόφαση 2010/413 και τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010, είτε εν μέρει, σύμφωνα με τις μεταγενέστερες πράξεις·

–        η προσφεύγουσα παρέσχε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες σε οντότητες που προβαίνουν σε αγορές προοριζόμενες για τα πυρηνικά προγράμματα και τα προγράμματα βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν· μεταξύ των οντοτήτων αυτών περιλαμβάνονται αυτές τις οποίες αφορά η απόφαση 1737 (2006) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών·

–        τον Μάρτιο του 2009, η προσφεύγουσα ασχολούνταν ακόμη με τις πληρωμές και τις εγγυητικές επιστολές της Organisation des industries de la défense (στο εξής: OID) και της Iran Electronics Industries (στο εξής: IEI), στις οποίες επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα·

–        το 2003, η προσφεύγουσα κατάρτισε εγγυητικές επιστολές για λογαριασμό της εταιρίας Mesbah Energy Company, που συνδέεται με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.

65      Οι δικαιολογητικοί λόγοι που εκτίθενται στις προτάσεις λήψεως περιοριστικών μέτρων οι οποίες επισυνάφθηκαν στο έγγραφο του Συμβουλίου της 28ης Οκτωβρίου 2010 συμπίπτουν πλήρως με αυτούς που εκτίθενται στις προσβαλλόμενες πράξεις.

66      Η τρίτη όμως πρόταση λήψεως περιοριστικών μέτρων, η οποία έχει επισυναφθεί στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, προσθέτει έναν πέμπτο δικαιολογητικό λόγο, κατά τον οποίο η προσφεύγουσα παρέσχε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στον Sanam Industria Group.

67      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολογία αυτή δεν διευκρινίζει επαρκώς τους λόγους λήψεως περιοριστικών μέτρων εις βάρος της. Εκτιμά ότι η ανεπάρκεια αυτή συνεπάγεται, εξάλλου, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της.

68      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας.

69      Ο πρώτος λόγος είναι αρκούντως σαφής, δεδομένου ότι επιτρέπει στην προσφεύγουσα να κατανοήσει ότι το Συμβούλιο της προσάπτει τη συμμετοχή του ιρανικού κράτους στο μετοχικό της κεφάλαιο.

70      Όσον αφορά τον δεύτερο δικαιολογητικό λόγο, παρατηρείται ότι δεν είναι σαφές, εκ πρώτης όψεως, αν πρόκειται περί γενικής διαπιστώσεως, η οποία στη συνέχεια συμπληρώνεται και συγκεκριμενοποιείται από τους λόγους που ακολουθούν, ή για αυτοτελή δικαιολογητικό λόγο. Ελλείψει ρητής διαρθρώσεως μεταξύ των διαφόρων δικαιολογητικών λόγων, πρέπει να γίνει δεκτή η δεύτερη ερμηνεία της αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων.

71      Βάσει της ερμηνείας αυτής, ο δεύτερος δικαιολογητικός λόγος είναι υπέρμετρα ασαφής, διότι δεν περιέχει διευκρινίσεις αφορώσες την ταυτότητα των οντοτήτων στις οποίες παρασχέθηκαν οι οικείες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

72      Ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος δικαιολογητικός λόγος είναι αρκούντως λεπτομερείς, δεδομένου ότι προσδιορίζουν τα ονόματα των εμπλεκομένων οντοτήτων καθώς και, στην περίπτωση των δύο πρώτων δικαιολογητικών λόγων, το είδος των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που παρασχέθηκαν και την ημερομηνία της παροχής τους.

73      Βάσει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθώς και την υποχρέωση κοινοποιήσεως στην προσφεύγουσα, ως ενδιαφερόμενη οντότητα, των στοιχείων που έλαβε υπόψη εις βάρος της όσον αφορά τον δεύτερο δικαιολογητικό λόγο τον οποίο επικαλέσθηκε. Αντιθέτως, οι ίδιες αυτές υποχρεώσεις τηρήθηκαν όσον αφορά τους υπόλοιπους δικαιολογητικούς λόγους.

 Επί της προσβάσεως στον φάκελο

74      Όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 12 και 13 ανωτέρω, το Συμβούλιο κοινοποίησε στην προσφεύγουσα, συνημμένες στο από 28 Οκτωβρίου 2010 έγγραφό της, δύο προτάσεις για τη λήψη περιοριστικών μέτρων που προέρχονταν από κράτη μέλη, ακολούθως δε μια τρίτη πρόταση που επισυνάφθηκε στο υπόμνημα ανταπαντήσεως.

75      Η προσφεύγουσα παραπονείται ότι η κοινοποίηση αυτή ήταν όψιμη, δεδομένου ότι δεν είχε εγκαίρως στη διάθεσή της τα οικεία στοιχεία.

76      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμύνεται υποστηρίζοντας κατ’ ουσίαν ότι κοινοποίησε τις εν λόγω προτάσεις στην προσφεύγουσα μόλις έλαβε τη συναίνεση των κρατών μελών που τις υπέβαλαν.

77      Το επιχείρημα του Συμβουλίου δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, όταν το Συμβούλιο σκοπεύει να στηριχθεί σε στοιχεία παρασχεθέντα από κράτος μέλος προκειμένου να λάβει περιοριστικά μέτρα εις βάρος μιας οντότητας, υποχρεούται να διασφαλίσει, πριν τη θέσπιση των εν λόγω μέτρων, ότι τα οικεία στοιχεία μπορούν να κοινοποιηθούν στην ενδιαφερόμενη οντότητα, προκειμένου να είναι αυτή σε θέση να υποστηρίξει λυσιτελώς την άποψή της.

78      Εν προκειμένω, παρατηρείται ότι η προθεσμία την οποία έταξε το Συμβούλιο στην προσφεύγουσα για να υποβάλει τις παρατηρήσεις της κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως 2010/413 και του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010 έληξε στις 15 Σεπτεμβρίου 2010.

79      Στο μέτρο που το Συμβούλιο κοινοποίησε τις τρεις προτάσεις στην προσφεύγουσα μόλις μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, δεν της παρέσχε έγκαιρη πρόσβαση στα στοιχεία του φακέλου της, προσβάλλοντας τα δικαιώματά της άμυνας.

 Επί της δυνατότητας της προσφεύγουσας να υποστηρίξει λυσιτελώς την άποψή της και επί του δικαιώματός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

80      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν είχε τη δυνατότητα να υποστηρίξει λυσιτελώς την άποψή της και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι παρατηρήσεις τις οποίες ήταν σε θέση να διατυπώσει δεν ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο.

81      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

82      Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι, κατόπιν της εκδόσεως των πρώτων πράξεων με τις οποίες δεσμεύτηκαν τα κεφάλαιά της, στις 26 Ιουλίου 2010, η προσφεύγουσα απηύθυνε στο Συμβούλιο, στις 15 Σεπτεμβρίου 2010, έγγραφο στο οποίο εξέθεσε την άποψή της και ζήτησε την άρση των εις βάρος της ληφθέντων περιοριστικών μέτρων. Το Συμβούλιο απάντησε στο έγγραφο αυτό στις 28 Οκτωβρίου 2010. Εν συνεχεία, πριν την έκδοση της αποφάσεως 2011/783 και του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στο Συμβούλιο με έγγραφο της 29ης Ιουλίου 2011, στο οποίο το Συμβούλιο απάντησε στις 5 Δεκεμβρίου 2011. Τέλος, στις 10 Φεβρουαρίου 2012, δηλαδή πριν την έκδοση του κανονισμού 267/2012, η προσφεύγουσα υπέβαλε νέες παρατηρήσεις στο Συμβούλιο, το οποίο απάντησε με έγγραφο της 24ης Απριλίου 2012.

83      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι παρασχέθηκε στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να υποστηρίξει λυσιτελώς την άποψή της, με εξαίρεση όσον αφορά, αφενός, τον δεύτερο λόγο που προέβαλε το Συμβούλιο, ο οποίος είναι υπέρμετρα ασαφής (βλ. ανωτέρω σκέψη 77), και, αφετέρου, τις τρεις προτάσεις για τη λήψη περιοριστικών μέτρων, καθόσον δεν τις είχε στη διάθεσή της πριν από τις 15 Σεπτεμβρίου 2010.

84      Όσον αφορά τη συνεκτίμηση των διατυπωθεισών παρατηρήσεων, είναι μεν αληθές ότι η περιεχόμενη στα έγγραφα του Συμβουλίου της 28ης Οκτωβρίου 2010, της 5ης Δεκεμβρίου 2011 και της 24ης Απριλίου 2012 απάντηση στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας είναι σύντομη. Εντούτοις, στο έγγραφο της 28ης Οκτωβρίου 2010, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι δεν συμμεριζόταν την άποψη της προσφεύγουσας ότι οι σχετικές με τις εγγυητικές επιστολές δραστηριότητές της δεν ήταν δυνατόν να συμβάλουν στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Το Συμβούλιο επανέλαβε την άποψη αυτή στο έγγραφο της 5ης Δεκεμβρίου 2011 και στο έγγραφο της 24ης Απριλίου 2012.

85      Κατά τα λοιπά, δεν αμφισβητείται ότι το Συμβούλιο διόρθωσε τη μνεία που αφορά την κατοχή του κεφαλαίου της προσφεύγουσας από το ιρανικό κράτος, την ακρίβεια της οποίας αμφισβήτησε η τελευταία.

86      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο κατά την επανεξέταση στην οποία αυτό προέβη, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα.

87      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο μη επαρκής χαρακτήρας των πληροφοριών και των στοιχείων που της κοινοποιήθηκαν προσέβαλε το δικαίωμά της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

88      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο του επιχειρήματος αυτού.

89      Σύμφωνα με τα διαπιστωθέντα στη σκέψη 83 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα έλαβε την ατομική κοινοποίηση αρκούντως σαφών δικαιολογητικών λόγων, ήτοι του πρώτου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου που προέβαλε το Συμβούλιο, το δικαίωμά της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έτυχε σεβασμού.

90      Αντιθέτως, ο ασαφής χαρακτήρας του δευτέρου δικαιολογητικού λόγου που προέβαλε το Συμβούλιο, καθώς και η όψιμη κοινοποίηση των τριών προτάσεων για τη λήψη περιοριστικών μέτρων στοιχειοθετούν προσβολή του δικαιώματος της προσφεύγουσας σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

 Επί των πλημμελειών της εξετάσεως στην οποία προέβη το Συμβούλιο

91      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο δεν προέβη σε πραγματική εξέταση των περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως, αλλά υιοθέτησε απλώς και μόνον τις προτάσεις που υπέβαλαν τα κράτη μέλη. Το ελάττωμα αυτό βαρύνει τόσο την εξέταση η οποία προηγήθηκε της λήψεως των περιοριστικών μέτρων που την αφορούσαν όσο και την περιοδική επανεξέταση των ίδιων μέτρων.

92      Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, από εμπιστευτική διπλωματική αλληλογραφία, η οποία δημοσιοποιήθηκε μέσω της οργανώσεως Wikileaks (στο εξής: εμπιστευτική διπλωματική αλληλογραφία), προκύπτει ότι τα κράτη μέλη, και ιδίως το Ηνωμένο Βασίλειο, υπέστησαν πιέσεις εκ μέρους της Κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής προκειμένου να λάβουν περιοριστικά μέτρα εις βάρος ιρανικών οντοτήτων. Η περίσταση αυτή γεννά αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα των ληφθέντων μέτρων και ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας λήψεώς τους.

93      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Υποστηρίζει, κυρίως, ότι δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η εμπιστευτική διπλωματική αλληλογραφία.

94      Επισημαίνεται, πρώτον, ότι οι πράξεις περί λήψεως περιοριστικών μέτρων έναντι οντοτήτων που φέρονται να εμπλέκονται στη διάδοση πυρηνικών όπλων είναι πράξεις του Συμβουλίου, το οποίο οφείλει, ως εκ τούτου, να ελέγχει ότι η έκδοσή τους είναι δικαιολογημένη. Συνεπώς, κατά την έκδοση της πρώτης πράξεως περί λήψεως τέτοιων μέτρων, το Συμβούλιο υποχρεούται να εξετάζει τον πρόσφορο χαρακτήρα και το βάσιμο των πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων που του υποβάλλονται, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2010/413, από κράτος μέλος ή από τον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας. Κατά την έκδοση διαδοχικών πράξεων που αφορούν την ίδια οντότητα, το Συμβούλιο υποχρεούται, βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 4, της ίδιας αποφάσεως, να επανεξετάζει την αναγκαιότητα διατηρήσεως των εν λόγω μέτρων υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που υποβάλλει η οντότητα αυτή.

95      Εν προκειμένω, αφενός, η δικογραφία δεν περιέχει κάποια ένδειξη που να υποδηλώνει ότι το Συμβούλιο έλεγξε τον πρόσφορο χαρακτήρα και το βάσιμο των αφορώντων την προσφεύγουσα στοιχείων που του υποβλήθηκαν πριν την έκδοση της αποφάσεως 2010/413 και του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010. Αντιθέτως, η εσφαλμένη αναγραφή, στις πράξεις αυτές, του βαθμού συμμετοχής του ιρανικού κράτους στο κεφάλαιο της προσφεύγουσας, της οποίας η ανακρίβεια δεν αμφισβητείται από το Συμβούλιο, αποδεικνύει ότι ουδείς σχετικός έλεγχος πραγματοποιήθηκε.

96      Αφετέρου, από τις σκέψεις 80 έως 86 ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την έκδοση των μεταγενέστερων προσβαλλομένων πράξεων, το Συμβούλιο επανεξέτασε τις περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι διόρθωσε την ένδειξη που αφορούσε τη συμμετοχή του ιρανικού κράτους στο κεφάλαιό της και εξέφρασε τη γνώμη του επί της επιχειρηματολογίας της σχετικά με τις δραστηριότητες που αφορούσαν τις εγγυητικές επιστολές.

97      Δεύτερον, όσον αφορά την εμπιστευτική διπλωματική αλληλογραφία, το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη υπέστησαν διπλωματικές πιέσεις, έστω και αν αποδειχθεί, δεν συνεπάγεται, αυτό καθαυτό, ότι οι πιέσεις αυτές επηρέασαν τις προσβαλλόμενες πράξεις, που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο, ή την εξέταση στην οποία προέβη το τελευταίο στο πλαίσιο της εκδόσεώς τους.

98      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τις πλημμέλειες της εξετάσεως στην οποία προέβη το Συμβούλιο πρέπει να γίνουν δεκτά όσον αφορά την απόφαση 2010/413 και τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010 και να απορριφθούν κατά τα λοιπά.

99      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι το Συμβούλιο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας και το δικαίωμά της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, διότι δεν της κοινοποίησε εγκαίρως τις τρεις προτάσεις για τη λήψη περιοριστικών μέτρων (βλ. σκέψεις 79, 83 και 90 ανωτέρω). Στο μέτρο που το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του τις εν λόγω προτάσεις προς στήριξη του συνόλου των εις βάρος της προσφεύγουσας προσβαλλομένων πράξεων και λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας ανακοινώσεως της τελευταίας από αυτές, η πλημμέλεια αυτή επηρεάζει τη νομιμότητα της αποφάσεως 2010/413, του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010, της αποφάσεως 2010/644 και του κανονισμού 961/2010, στο μέτρο που οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα.

100    Εν συνεχεία, κατά την έκδοση της αποφάσεως 2010/413 και του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010, το Συμβούλιο δεν τήρησε την υποχρέωση εξετάσεως του πρόσφορου χαρακτήρα και του βασίμου των αφορώντων την προσφεύγουσα πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων που του υποβλήθηκαν, καθιστώντας επομένως παράνομες τις εν λόγω πράξεις (βλ. σκέψεις 95 και 98 ανωτέρω).

101    Τέλος, το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας, καθώς και το δικαίωμά της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όσον αφορά τον δεύτερο δικαιολογητικό λόγο που επικαλέσθηκε ως προς την προσφεύγουσα (βλ. σκέψεις 70, 73, 83 και 90 ανωτέρω). Εντούτοις, δεδομένου του ότι οι διάφοροι δικαιολογητικοί λόγοι που προβλήθηκαν από το Συμβούλιο είναι ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο και λόγω ότι οι λοιποί δικαιολογητικοί λόγοι είναι αρκούντως σαφείς, το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί την ακύρωση της αποφάσεως 2011/783, του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011 και του κανονισμού 267/2012. Συνεπάγεται μόνον ότι ο δεύτερος δικαιολογητικός λόγος δεν είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τον δικαιολογημένο χαρακτήρα των περιοριστικών μέτρων εις βάρος της προσφεύγουσας.

102    Βάσει όλων των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός καθόσον σκοπεί στην ακύρωση της αποφάσεως 2010/413, του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010, της αποφάσεως 2010/644 και του κανονισμού 961/2010, στο μέτρο που οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα, και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς τη λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος της προσφεύγουσας

103    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι δικαιολογητικοί λόγοι που προβλήθηκαν ως προς αυτήν από το Συμβούλιο και οι οποίοι απαριθμούνται ανωτέρω στις σκέψεις 64 έως 66 δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της αποφάσεως 2010/413, του κανονισμού 423/2007, του κανονισμού 961/2010 και του κανονισμού 267/2012 και δεν τεκμηριώνονται με αποδείξεις. Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας περιοριστικά μέτρα εις βάρος της βάσει των λόγων αυτών, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

104    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

105    Κατά τη νομολογία, ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας πράξεως με την οποία ελήφθησαν περιοριστικά μέτρα εις βάρος οντότητας εκτείνεται στην εκτίμηση των γεγονότων και των περιστάσεων βάσει των οποίων δικαιολογείται η πράξη, καθώς και στην εξέταση των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η εκτίμηση αυτή. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, στο Συμβούλιο εναπόκειται να προσκομίσει τα στοιχεία αυτά για να ελεγχθούν από τον δικαστή της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προμνησθείσα στη σκέψη 47, σκέψεις 37 και 107).

106    Βάσει της νομολογίας αυτής και λαμβανομένης υπόψη της μη αιτιολογήσεως του δεύτερου λόγου που προέβαλε το Συμβούλιο ως προς την προσφεύγουσα (βλ. ανωτέρω σκέψη 101), η εξέταση πρέπει να περιοριστεί στο βάσιμο του πρώτου, του τρίτου, του τετάρτου και του πέμπτου προβληθέντος δικαιολογητικού λόγου.

107    Όσον αφορά τον πρώτο δικαιολογητικό λόγο, έχει πλέον αποδειχθεί ότι το ιρανικό κράτος δεν κατέχει το 94 % του κεφαλαίου της προσφεύγουσας, αλλά είναι απλώς μειοψηφών μέτοχος. Συνεπώς, ο λόγος αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη πραγματική διαπίστωση όσον αφορά την απόφαση 2010/413 και τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010.

108    Εξάλλου, το γεγονός ότι το ιρανικό κράτος κατέχει μέρος του μετοχικού κεφαλαίου της προσφεύγουσας δεν συνεπάγεται, αφ’ εαυτού, ότι η τελευταία ενισχύει τη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος τον οποίο προέβαλε το Συμβούλιο δεν δικαιολογεί τη λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος της προσφεύγουσας με βάση τη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ενίσχυσε τη διάδοση αυτή.

109    Όσον αφορά τον τέταρτο δικαιολογητικό λόγο, η προσφεύγουσα αρνείται ότι παρέσχε υπηρεσίες στη Mesbah Energy Company. Το Συμβούλιο δεν προσκόμισε κάποιο αποδεικτικό ή πληροφοριακό στοιχείο προκειμένου να αποδείξει ότι παρασχέθηκαν τέτοιες υπηρεσίες και μάλιστα ότι η προσφεύγουσα γνώριζε την εμπλοκή της Mesbah Energy Company, εις βάρος της οποίας δεν είχαν ακόμη ληφθεί περιοριστικά μέτρα το 2003, στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ούτε ο τέταρτος λόγος δικαιολογεί τη λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος της προσφεύγουσας.

110    Η ίδια διαπίστωση ισχύει για τον πέμπτο λόγο, όσον αφορά τη νομιμότητα της αποφάσεως 2011/783, του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011 και του κανονισμού 267/2012. Πράγματι, μολονότι η προσφεύγουσα αρνείται ότι παρέσχε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στον Sanam Industria Group μετά τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατ’ αυτού, το Συμβούλιο δεν προσκομίζει κάποιο στοιχείο για να στηρίξει την αντίθετη διαπίστωση ή για να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα γνώριζε την εμπλοκή του Sanam Industria Group στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, ακόμη και πριν τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατ’ αυτού.

111    Όσον αφορά, τέλος, τον τρίτο δικαιολογητικό λόγο, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η OID και η IEI μετέχουν στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Ωσαύτως δεν αμφισβητεί ότι κατάρτισε εγγυητικές επιστολές των δύο αυτών οντοτήτων.

112    Αμφισβητεί, ωστόσο, ότι οι υπηρεσίες τις οποίες παρέσχε στην OID και στην IEI δικαιολογούν τη λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος της. Υποστηρίζει συναφώς κατ’ ουσίαν ότι οι εν λόγω υπηρεσίες ήταν τρέχουσες τραπεζικές υπηρεσίες παρασχεθείσες στο παρελθόν στο πλαίσιο της καταρτίσεως εγγυητικών επιστολών για εξαγωγές, που εκδόθηκαν από τρίτες τράπεζες και δεν αφορούσαν συναλλαγές συνδεόμενες προς τη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

113    Προκειμένου να είναι σε θέση να ελέγξει το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από το Συμβούλιο να του κοινοποιήσει λεπτομερή στοιχεία αφορώντα τις εγγυητικές επιστολές που κατάρτισε η προσφεύγουσα για την OID και την IEI.

114    Το Συμβούλιο δεν προσκόμισε στοιχεία προκειμένου να ανταποκριθεί στο αίτημα του Γενικού Δικαστηρίου. Συναφώς, υποστηρίζει ότι ούτε η προσφεύγουσα προσκόμισε τέτοια στοιχεία, ενώ όφειλε να το πράξει.

115    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 105 ανωτέρω, δεν εναπόκειται στην οντότητα εις βάρος της οποίας ελήφθησαν τα περιοριστικά μέτρα, αλλά στο Συμβούλιο, να προσκομίσει, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, τα αποδεικτικά και πληροφοριακά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε για τη λήψη των εν λόγω μέτρων. Εν προκειμένω, στο μέτρο που το Συμβούλιο στηρίχτηκε σε συγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές τις οποίες φέρεται ότι κατάρτισε η προσφεύγουσα για την OID και την IEI, αυτό οφείλει επομένως να παράσχει στο Γενικό Δικαστήριο όλες τις σχετικές λεπτομέρειες.

116    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να λειτουργήσει εις βάρος της προσφεύγουσας το γεγονός ότι είναι αδύνατο να ελεγχθεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της, σύμφωνα με τα οποία οι υπηρεσίες τις οποίες παρέσχε στην OID και στην IEI δεν δικαιολογούν τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατ’ αυτής. Αντιθέτως, δεδομένου ότι η αδυναμία αυτή οφείλεται στην εκ μέρους του Συμβουλίου μη τήρηση της υποχρεώσεώς του να προσκομίσει τα σχετικά αποδεικτικά και πληροφοριακά στοιχεία, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

117    Βάσει όλων των ανωτέρω, πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις στο μέτρο που αφορούν την προσφεύγουσα, χωρίς να είναι ανάγκη να εξετασθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρώσεως των προσβαλλομένων πράξεων

118    Όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, παρατηρείται, κατ’ αρχάς, ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 668/2010, ο οποίος τροποποίησε τον κατάλογο του παραρτήματος V του κανονισμού 423/2007, δεν παράγει πλέον έννομα αποτελέσματα κατόπιν της καταργήσεως του τελευταίου αυτού κανονισμού από τον κανονισμό 961/2010. Ομοίως, ο κανονισμός 961/2010, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 1245/2011, καταργήθηκε με τον κανονισμό 267/2012. Επομένως, η ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010, του κανονισμού 961/2010 και του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011 αφορά μόνον τα αποτελέσματα που παρήγαγαν οι πράξεις αυτές από την έναρξη ισχύος τους έως την κατάργησή τους.

119    Στη συνέχεια, όσον αφορά τον κανονισμό 267/2012, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 280 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες ακυρώνεται κανονισμός παράγουν αποτελέσματα μόνον από τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού ή, εφόσον έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, από την απόρριψή της (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2011, T-316/11, Kadio Morokro κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 38).

120    Συναφώς, η προσφεύγουσα, παραπέμποντας την προμνησθείσα στη σκέψη 23 διάταξη Akhras κατά Συμβουλίου, υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 267/2012 έχει, ως προς αυτήν, τον χαρακτήρα αποφάσεως ληφθείσας υπό τη μορφή κανονισμού και όχι ενός πραγματικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, το άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

121    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

122    Συγκεκριμένα, αφενός, στη σκέψη 29 της προμνησθείσας στη σκέψη 23 διατάξεως Akhras κατά Συμβουλίου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δεν εξέτασε λεπτομερώς τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού ως προς τους επιβάλλοντες περιοριστικά μέτρα κανονισμούς, δεδομένου ότι περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι, μολονότι τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος της υποθέσεως C‑110/12 P(R) επί του σημείου αυτού προφανώς δεν ήταν «εντελώς αβάσιμα», ήταν όμως αλυσιτελή.

123    Αφετέρου, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο κανονισμός 267/2012, περιλαμβανομένου του παραρτήματος IX αυτού, έχει τη φύση κανονισμού, δεδομένου ότι το άρθρο του 51, δεύτερο εδάφιο, προβλέπει ότι είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και εφαρμόζεται άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη, πράγμα το οποίο αντιστοιχεί στα αποτελέσματα ενός κανονισμού όπως προβλέπονται στο άρθρο 288 ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2011, C‑548/09 P, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. Ι‑11381, σκέψη 45).

124    Συνεπώς, το άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου έχει πράγματι εφαρμογή εν προκειμένω.

125    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο διαθέτει δίμηνη προθεσμία, παρεκτεινόμενη λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες, από της κοινοποιήσεως της παρούσας αποφάσεως, για να άρει τις διαπιστωθείσες παραβάσεις, λαμβάνοντας, ενδεχομένως, νέα περιοριστικά μέτρα εις βάρος της προσφεύγουσας. Εν προκειμένω, ο κίνδυνος να θιγεί κατά τρόπο σοβαρό και ανεπανόρθωτο η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων που επιβάλλει ο κανονισμός 267/2012, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των σημαντικών συνεπειών που έχουν τα μέτρα αυτά επί των δικαιωμάτων και ελευθεριών της προσφεύγουσας, προφανώς δεν είναι τόσο υψηλός ώστε να δικαιολογεί τη διατήρηση των αποτελεσμάτων του εν λόγω κανονισμού για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τον προβλεπόμενο στο άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου χρόνο (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Kadio Morokro κατά Συμβουλίου, προμνησθείσα στη σκέψη 119, σκέψη 38).

126    Τέλος, όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακυρώσεως της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644 και με την απόφαση 2011/783, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να επισημάνει ποια από τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης πράξεως πρέπει να θεωρηθούν οριστικά. Εν προκειμένω, η ύπαρξη διαφοράς μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της η ακύρωση του κανονισμού 267/2012 και της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της η ακύρωση της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644 και με την απόφαση 2011/783, δύναται να συνεπάγεται σοβαρή προσβολή της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι οι δύο αυτές πράξεις επιβάλλουν στην προσφεύγουσα τα ίδια μέτρα. Τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644 και με την απόφαση 2011/783, πρέπει, συνεπώς, να διατηρηθούν ως προς την προσφεύγουσα έως ότου αρχίσει να παράγει αποτελέσματα η ακύρωση του κανονισμού 267/2012 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Kadio Morokro κατά Συμβουλίου, προμνησθείσα στη σκέψη 119, σκέψη 39).

 Επί των δικαστικών εξόδων

127    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε κατ’ ουσίαν, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

128    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει, στο μέτρο που αφορούν την Bank Saderat Iran:

–        το σημείο 7 του πίνακα B του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ·

–        το σημείο 5 του πίνακα B του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν·

–        το σημείο 7 του πίνακα B, τίτλος I, του παραρτήματος της αποφάσεως 2010/644/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413·

–        το σημείο 7 του πίνακα B του παραρτήματος VIII του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 423/2007·

–        την απόφαση 2011/783/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413·

–        τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1245/2011 του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού 961/2010·

–        το σημείο 7 του πίνακα B, τίτλος I, του παραρτήματος IX του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 961/2010.

2)      Τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644 και με την απόφαση 2011/783, διατηρούνται ως προς την Bank Saderat Iran, έως ότου αρχίσει να παράγει αποτελέσματα η ακύρωση του κανονισμού 267/2012.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει, εκτός των δικαστικών εξόδων του, και τα έξοδα της Bank Saderat Iran.

5)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Φεβρουαρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.