Language of document : ECLI:EU:T:2013:398

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 6ης Σεπτεμβρίου 2013 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν με σκοπό να εμποδιστεί η διάδοση των πυρηνικών όπλων – Δέσμευση κεφαλαίων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Πλάνη εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση T‑493/10,

Persia International Bank plc, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους S. Gadhia, S. Ashley, solicitors, D. Anderson, QC, και R. Blakeley, barrister, στη συνέχεια από τους S. Ashley, S. Jeffrey, A. Irvine, solicitors, D. Wyatt, QC, και R. Blakeley,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπουμένου από τους M. Bishop και A. Vitro,

καθού,

υποστηριζομένου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την S. Boelaert και τον Μ. Κωνσταντινίδη,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39), του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (EE L 195, σ. 25), της αποφάσεως 2010/644/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413 (ΕΕ L 281, σ. 81), του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 (ΕΕ L 281, σ. 1), της αποφάσεως 2011/783/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 319, σ. 71), του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1245/2011 του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού 961/2010 (ΕΕ L 319, σ. 11), και του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 (ΕΕ L 88, σ. 1), στο μέτρο που οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα, και, αφετέρου, αίτημα να κηρυχθούν ανεφάρμοστα έναντι της προσφεύγουσας το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 του Συμβουλίου, της 19ης Απριλίου 2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 103, σ. 1), το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 961/2010 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουλίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλείπονται]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Οκτωβρίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Νοεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αιτήματά της κατόπιν της εκδόσεως, στις 25 Οκτωβρίου 2010, της αποφάσεως 2010/644 και του κανονισμού 961/2010.

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιανουαρίου 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ του Συμβουλίου. Με διάταξη της 8ης Μαρτίου 2011, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση.

25      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Ιανουαρίου 2012, η προσφεύγουσα, αφενός, προσάρμοσε τα αιτήματά της κατόπιν της εκδόσεως, την 1η Δεκεμβρίου 2011, της αποφάσεως 2011/783 και του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011 και, αφετέρου, ζήτησε να παραγάγει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, άμεσο αποτέλεσμα η ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων.

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Απριλίου 2012, η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αιτήματά της κατόπιν της εκδόσεως, στις 23 Μαρτίου 2012, του κανονισμού 267/2012.

27      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, έθεσε γραπτώς ερωτήσεις προς τους διαδίκους όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν, για την παρούσα υπόθεση, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2012, C‑380/09 P, Melli Bank κατά Συμβουλίου, τον αριθμό των μελών του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας και τον τρόπο διορισμού τους, καθώς και όσον αφορά το παραδεκτό του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

28      Με την απάντησή της στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του στις 8 Ιουνίου 2012, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από τον δυσανάλογο και, συνεπώς, παράνομο χαρακτήρα του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β, της αποφάσεως 2010/413, του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 423/2007, του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 961/2010 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012.

29      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Ιουλίου 2012.

30      Με διάταξή του της 4ης Σεπτεμβρίου 2012, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) επανήλθε στην προφορική διαδικασία προκειμένου να κατατεθούν στη δικογραφία οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί της διατάξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2012, C‑110/12 P(R), Akhras κατά Συμβουλίου, και να μπορέσουν οι λοιποί διάδικοι να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Η προφορική διαδικασία έληξε εκ νέου στις 4 Οκτωβρίου 2012.

31      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει, με άμεσο αποτέλεσμα, το σημείο 4 του καταλόγου Β του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413, το σημείο 2 του καταλόγου Β του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010, το σημείο 4 του καταλόγου Β του τίτλου Ι του παραρτήματος της αποφάσεως 2010/644, το σημείο 4 του καταλόγου B του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010, την απόφαση 2011/783, τον εκτελεστικό κανονισμό 1245/2011 και το σημείο 4 του καταλόγου B του τίτλου Ι του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012, στο μέτρο που οι πράξεις αυτές την αφορούν·

–        να κηρύξει ανεφάρμοστα έναντι της προσφεύγουσας το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 423/2007, το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 961/2010 και το άρθρο 23, παράγραφος 2 του κανονισμού 267/2012·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

32      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

[παραλείπονται]

 Επί της ουσίας

[παραλείπονται]

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία

[παραλείπονται]

–       Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας και του δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, συνιστάμενης στο ότι δεν της παρασχέθηκαν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη λήψη των εις βάρος της περιοριστικών μέτρων

78      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις της για την παροχή πληροφοριών, δεν της παρασχέθηκαν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη λήψη των περιοριστικών μέτρων εις βάρος της και εις βάρος της Bank Mellat και, συγκεκριμένα, ότι ιδίως δεν της παρασχέθηκε καμία απόδειξη σχετικά με την υποτιθέμενη ανάμειξη της Bank Mellat στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, την ακαταλληλότητα των προτάσεων λήψεως των περιοριστικών μέτρων που της ανακοινώθηκαν με έγγραφο της 13ης Σεπτεμβρίου 2010 και της προτάσεως που ανακοινώθηκε ως παράρτημα του υπομνήματος ανταπαντήσεως καθώς και την καθυστέρηση της δημοσιοποιήσεως της τελευταίας αυτής προτάσεως.

79      Από τα ανωτέρω η προσφεύγουσα συνάγει ότι η ανακοίνωση των στοιχείων αυτών δεν της επέτρεψε να διατυπώσει λυσιτελείς παρατηρήσεις σχετικά με τη λήψη των περιοριστικών μέτρων εις βάρος της και εις βάρος της Bank Mellat και δεν μπορούσε να της εξασφαλίσει δίκαιη δίκη.

80      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Εκθέτει, μεταξύ άλλων, ότι ανακοίνωσε τις προτάσεις λήψεως των περιοριστικών μέτρων στην προσφεύγουσα μόλις έλαβε τη σύμφωνη γνώμη των κρατών μελών από τα οποία προέρχονταν οι προτάσεις.

81      Πρώτον, από την εξέταση που πραγματοποιήθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 62 έως 77 προκύπτει ότι ο πρώτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος που επικαλείται το Συμβούλιο σε σχέση με την Bank Mellat, καθώς και η αιτιολογία που αφορά αυτή καθαυτήν την προσφεύγουσα, όπως προκύπτουν από τις προσβαλλόμενες πράξεις και από τις προτάσεις λήψεως των περιοριστικών μέτρων οι οποίες ανακοινώθηκαν στην προσφεύγουσα, είναι επαρκώς σαφείς. Αντιθέτως, η αοριστία του δευτέρου, του τρίτου, του έκτου και του εβδόμου λόγου που προέβαλε το Συμβούλιο σε σχέση με την Bank Mellat συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας καθώς και του δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

82      Δεύτερον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι ανακοινωθείσες στις 13 Σεπτεμβρίου 2010 προτάσεις λήψεως των περιοριστικών μέτρων ανακοινώθηκαν προτού λήξει η προθεσμία που είχε τάξει το Συμβούλιο στην προσφεύγουσα για τη διατύπωση των παρατηρήσεών της, στις 25 Σεπτεμβρίου 2010, οπότε δεν διαπιστώνεται συναφώς προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

83      Αντιθέτως, η πρόταση που επισυνάφθηκε στο υπόμνημα ανταπαντήσεως ανακοινώθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται ανωτέρω στη σκέψη 82.

84      Συναφώς, το επιχείρημα του Συμβουλίου που αναφέρεται στην αναγκαιότητα της σύμφωνης γνώμης του ενδιαφερομένου κράτους μέλους δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, οσάκις το Συμβούλιο προτίθεται να λάβει περιοριστικά μέτρα έναντι μιας οντότητας βάσει στοιχείων παρασχεθέντων από κράτος μέλος, οφείλει να βεβαιώνεται πριν από τη λήψη των εν λόγω μέτρων ότι τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να ανακοινωθούν στην ενδιαφερομένη οντότητα εγκαίρως ώστε αυτή να μπορέσει να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της.

85      Πάντως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η καθυστερημένη γνωστοποίηση ενός εγγράφου επί του οποίου το Συμβούλιο στηρίχθηκε για να λάβει ή να διατηρήσει σε ισχύ τα περιοριστικά μέτρα έναντι μιας οντότητας δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δικαιολογούσα την ακύρωση των πράξεων που εκδόθηκαν προηγουμένως παρά μόνον αν αποδεικνύεται ότι τα συγκεκριμένα περιοριστικά μέτρα δεν θα είχαν εγκύρως ληφθεί ή διατηρηθεί σε ισχύ αν το έγγραφο που γνωστοποιήθηκε με καθυστέρηση δεν είχε περιληφθεί στα επιβαρυντικά για την οντότητα στοιχεία.

86      Όμως, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις 70 έως 76, η πρόταση που επισυνάφθηκε στο υπόμνημα ανταπαντήσεως δεν περιλαμβάνει πρόσθετα στοιχεία σε σχέση προς τις προσβαλλόμενες πράξεις και τις προτάσεις που ανακοινώθηκαν στις 13 Σεπτεμβρίου 2010, πράγμα που συνεπάγεται ότι ο αποκλεισμός αυτής της προτάσεως ως επιβαρυντικού στοιχείου δεν είναι ικανός να επηρεάσει το βάσιμο της λήψεως ή της διατηρήσεως σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων που αφορούν την προσφεύγουσα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η καθυστερημένη ανακοίνωση της εν λόγω προτάσεως δεν δικαιολογεί την ακύρωση της αποφάσεως 2010/413, του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010, της αποφάσεως 2010/644 και του κανονισμού 961/2010.

87      Τρίτον, όσον αφορά τη μη ανακοίνωση των αποδεικτικών στοιχείων, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, δυνάμει της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να ανακοινώνει στοιχεία πέραν αυτών που περιλαμβάνονται στον φάκελό του. Όμως, εν προκειμένω, το Συμβούλιο υποστηρίζει, χωρίς να αντικρούεται από την προσφεύγουσα, ότι ο φάκελός του δεν περιέχει πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την ανάμειξη της Bank Mellat στη διάδοση των πυρηνικών όπλων ή όσον αφορά την ίδια την προσφεύγουσα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να του προσαφθεί ότι προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας και το δικαίωμά της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία μη ανακοινώνοντάς της τέτοια αποδεικτικά στοιχεία.

[παραλείπονται]

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά το ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν στην κατοχή της Bank Mellat ή τελούσε υπό τον έλεγχό της

101    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν βρίσκεται στην κατοχή της Bank Mellat και ότι δεν ανήκει στην τελευταία υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 423/2007, του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413, του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012.

102    Προκαταρκτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου δεν αφορά παρά μόνον το γεγονός ότι η Bank Mellat κατέχει το 60 % του κεφαλαίου της προσφεύγουσας. Πράγματι, είναι μεν αληθές ότι, από τις 24 Ιανουαρίου 2012, τα περιοριστικά μέτρα που λήφθηκαν με την απόφαση 2010/413, τον κανονισμό 961/2010 και τον κανονισμό 267/2012 αφορούν και την Bank Tejarat, έτερη μέτοχο της προσφεύγουσας. Ωστόσο, το Συμβούλιο επικαλέστηκε το εν λόγω στοιχείο, για πρώτη φορά, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το δε στοιχείο αυτό δεν περιλαμβάνεται στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητάς τους.

103    Κατά τη νομολογία, όταν δεσμεύονται τα κεφάλαια οντότητας η οποία έχει αναγνωριστεί ότι μετέχει στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, υπάρχει ο μη αμελητέος κίνδυνος η οντότητα αυτή να ασκήσει πίεση στις οντότητες που τελούν υπό την κατοχή ή τον έλεγχό της ή οι οποίες της ανήκουν, προκειμένου να καταστρατηγήσουν το αποτέλεσμα των μέτρων που την αφορούν. Κατά συνέπεια, η δέσμευση των κεφαλαίων των οντοτήτων αυτών, η οποία επιβάλλεται στο Συμβούλιο από το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 423/2007, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413, το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 267/2012, είναι αναγκαία και πρόσφορη για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των ληφθέντων μέτρων και προς αποτροπή της καταστρατηγήσεώς τους (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογία, προμνησθείσα στη σκέψη 27 απόφαση Melli Bank κατά Συμβουλίου, σκέψεις 39 και 58).

104    Ομοίως, όταν μια οντότητα κατέχεται κατά 100 % από οντότητα η οποία θεωρείται ότι εμπλέκεται στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, πληρούται η προϋπόθεση κατοχής στην οποία αναφέρονται το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 961/2010 (βλ., κατ’ αναλογία, προμνησθείσα στη σκέψη 27 απόφαση Melli Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 79). Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει και για την έννοια της οντότητας «ανήκουσας» σε οντότητα που θεωρείται ότι εμπλέκεται στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, έννοια η οποία περιέχεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 267/2012.

105    Τούτου λεχθέντος, δεν αμφισβητείται ότι η Bank Mellat κατέχει μόνον το 60 % του κεφαλαίου της προσφεύγουσας.

106    Υπό τις περιστάσεις αυτές, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, ο νομολογιακός κανόνας που εκτέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 104 δεν έχει εφαρμογή, καθόσον η κατοχή του 60 % του κεφαλαίου της προσφεύγουσας δεν συνεπάγεται, άνευ άλλου τινός, ότι πληρούται η προϋπόθεση της «κατοχής» ή της «ιδιοκτησίας», την οποία προβλέπουν οι διατάξεις που μνημονεύονται ανωτέρω στη σκέψη 104.

107    Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, και ιδίως του βαθμού της κατοχής από την Bank Mellat, υφίσταται μη αμελητέος κίνδυνος να καταστρατηγήσει η προσφεύγουσα το αποτέλεσμα των μέτρων που την αφορούν (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογία, προμνησθείσα στη σκέψη 27 απόφαση Melli Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 40).

108    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, υποστηρίζει ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση στο μέτρο που η Bank Mellat, ως πλειοψηφών μέτοχος κατέχων το 60 % του κεφαλαίου της προσφεύγουσας, μπορεί να διορίζει και να παύει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της.

109    Συναφώς, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας είναι επτά, εκ των οποίων δύο ανεξάρτητα τα οποία δεν ασκούν εκτελεστικές εξουσίες.

110    Ασφαλώς, είναι αληθές ότι, δυνάμει τόσο της εφαρμοστέας νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και του καταστατικού της προσφεύγουσας, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της διορίζονται με κοινή απόφαση της γενικής συνελεύσεως, η οποία λαμβάνεται με απλή πλειοφηψία των ψήφων.

111    Τούτου δοθέντος, πρώτον, από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, την ακρίβεια των οποίων δεν αμφισβήτησαν οι λοιποί διάδικοι, προκύπτει ότι, κατά τη συμφωνία των μετόχων της, μόνον τέσσερα από τα σημερινά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της επελέγησαν από την Bank Mellat, ενώ τα λοιπά τρία επελέγησαν από την Bank Tejarat.

112    Επιπλέον, ένα από τα τέσσερα μέλη που επέλεξε η Bank Mellat είναι ανεξάρτητο και δεν ασκεί εκτελεστική εξουσία. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, η προϋπόθεση της ανεξαρτησίας, η τήρηση της οποίας ελέγχεται από την FSA στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως των μελών του διοικητικού συμβουλίου εταιρίας, συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι το εν λόγω μέλος του διοικητικού συμβουλίου δεν συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τους μετόχους της προσφεύγουσας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η Bank Mellat.

113    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Bank Mellat δύναται να ασκήσει επιρροή επί το πολύ τριών εκ των επτά σημερινών μελών του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας, ήτοι επί της μειοψηφίας του διοικητικού συμβουλίου.

114    Το Συμβούλιο υποστήριξε επίσης συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι τα ανεξάρτητα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν μετείχαν στην καθημερινή διαχείριση της προσφεύγουσας, εφόσον δεν είχαν εκτελεστικές εξουσίες.

115    Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι, όσον αφορά τις συλλογικές αποφάσεις που λαμβάνουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το καταστατικό της προσφεύγουσας δεν διακρίνει τα ασκούντα εκτελεστικές εξουσίες μέλη από τα μη ασκούντα εκτελεστικές εξουσίες από πλευράς των προϋποθέσεων απαρτίας ή δικαιώματος ψήφου. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο αυτό, η θέση των μη ασκούντων εκτελεστικές εξουσίες μελών είναι ισοδύναμη προς εκείνη των ασκούντων εκτελεστικές εξουσίες.

116    Κατά τα λοιπά, η επιχειρηματολογία του Συμβουλίου, στο μέτρο που πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενη στην επιρροή που ενδέχεται να ασκήσουν ατομικώς, στο πλαίσιο των εκτελεστικών εξουσιών τους, ορισμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας επιλεγέντα από την Bank Mellat, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για δύο λόγους. Πράγματι, αφενός, το στοιχείο αυτό δεν μνημονεύεται στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων. Αφετέρου, η εν λόγω επιχειρηματολογία δεν είναι επαρκώς ακριβής, καθόσον το Συμβούλιο δεν ανέφερε ούτε την ταυτότητα των συγκεκριμένων μελών ούτε τα συγκεκριμένα καθήκοντα που εκτελούσαν, ούτε τον ιδιαίτερο κίνδυνο τον οποίο η περίσταση αυτή ενείχε για την αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων εις βάρος της Bank Mellat.

117    Δεύτερον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι ο διορισμός κάθε νέου μέλους του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας υπάγεται στην έγκριση της FSA. Ως εκ τούτου, η Bank Mellat δεν έχει τη δυνατότητα να μεταβάλλει ελεύθερα τον αριθμό και τη φύση των μελών του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας, ιδίως καταργώντας τις θέσεις των ανεξαρτήτων μελών.

118    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, το γεγονός ότι η Bank Mellat κατέχει το 60 % του κεφαλαίου της προσφεύγουσας δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση της «κατοχής» ή της «ιδιοκτησίας», την οποία προβλέπουν το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 423/2007, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413, το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 267/2012.

119    Κατά συνέπεια, η κατοχή του 60 % του κεφαλαίου της προσφεύγουσας από την Bank Mellat δεν δικαιολογεί, από μόνη της, τη λήψη περιοριστικών μέτρων έναντι της προσφεύγουσας ή τη διατήρηση της ισχύος τους.

120    Στο μέτρο που η κατοχή του 60 % του κεφαλαίου της προσφεύγουσας από την Bank Mellat αποτελεί το μόνο στοιχείο που μπορεί να λάβει υπόψη του το Γενικό Δικαστήριο (βλ. ανωτέρω σκέψη 102), πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, να ακυρωθούν η απόφαση 2010/644, ο κανονισμός 961/2010, η απόφαση 2011/783, ο εκτελεστικός κανονισμός 1245/2011 και ο κανονισμός 267/2012 καθόσον αφορούν την προσφεύγουσα, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν, αφενός, τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και, αφετέρου, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως.

[παραλείπονται]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει, καθόσον αφορούν την Persia International Bank plc:

–        το σημείο 4 του καταλόγου B του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ·

–        το σημείο 2 του καταλόγου B του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν·

–        το σημείο 4 του καταλόγου Β του τίτλου Ι του παραρτήματος της αποφάσεως 2010/644/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413·

–        το σημείο 4 του καταλόγου Β του παραρτήματος VIII του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 423/2007·

–        την απόφαση 2011/783/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413·

–        τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1245/2011 του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού 961/2010·

–        το σημείο 4 του καταλόγου Β του τίτλου I του παραρτήματος IX του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010.

2)      Διατηρεί, έναντι της Persia International Bank, τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2010/644 και την απόφαση 2011/783, έως ότου παραγάγει αποτελέσματα η ακύρωση του κανονισμού 267/2012.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και τα δικαστικά έξοδα της Persia International Bank.

5)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Σεπτεμβρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1–      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.