Language of document : ECLI:EU:T:1998:213

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 (1)

«Ανταγωνισμός — Προσφυγή κατά παραλείψεως — Κατάργηση της δίκης»

Στην υπόθεση T-28/95,

International Express Carriers Conference (IECC), επαγγελματική οργάνωση ελβετικού δικαίου, με έδρα τη Γενεύη (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τους Éric Morgan de Rivery, δικηγόρο Παρισιού, και Jacques Derenne, δικηγόρο Βρυξελλών και Παρισιού, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Alex Schmitt, 62, avenue Guillaume,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης, αρχικά, από τον Francisco Enrique González Díaz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και τη Rosemary Caudwell, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένη στην Επιτροπή, και, στη συνέχεια, από τη Rosemary Caudwell και τη Fabiola Mascardi, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένη στην Επιτροπή, επικουρούμενες από τον Nicholas Forwood, QC, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση περί αναγνωρίσεως παραλείψεως της Επιτροπής, συνισταμένης στο ότι το εν λόγω όργανο παρέλειψε να λάβει θέση επί της καταγγελίας που υπέβαλε η προσφεύγουσα βάσει των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ (IV/32.791 — Remail),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους B. Vesterdorf, Πρόεδρο, C. P. Briët, P. Lindh, A. Potocki και J. D. Cooke, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 13ης Μαΐου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.
    H International Express Carriers Conference (στο εξής: IECC) κατέθεσε στις 13 Ιουλίου 1998 καταγγελία στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25, στο εξής: κανονισμός 17), σχετικά με ενέργειες διαφόρων ευρωπαϊκών δημοσίων ταχυδρομικών οργανισμών κατά της πρακτικής της αναταχυδρομήσεως (remail).

2.
    Μετά από ανταλλαγή αλληλογραφίας, η Επιτροπή, στις 23 Σεπτεμβρίου 1994, απηύθυνε στην IECC επιστολή δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/011, σ. 37, στο εξής: κανονισμός 99/63), με την οποία ανέφερε ότι δεν προετίθετο να δώσει ευνοϊκή συνέχεια στην καταγγελία της IECC σχετικά με το άρθρο 85 της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, ζήτησε από την IECC να διατυπώσει συναφώς τις παρατηρήσεις της.

3.
    Στις 23 Νοεμβρίου 1994, η IECC απέστειλε τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή, καλώντας τη συγχρόνως, δυνάμει του άρθρου 175 της Συνθήκης, να λάβει θέση επί του συνόλου της καταγγελίας της.

4.
    Εκτιμώντας ότι η Επιτροπή δεν έλαβε θέση κατόπιν αυτής της προσκλήσεως προς ενέργεια, η IECC άσκησε στις 15 Φεβρουαρίου 1995 την υπό κρίση προσφυγή.

5.
    Στις 17 Φεβρουαρίου 1995, η Επιτροπή απέστειλε στην IECC, αφενός, την τελική απόφαση περί απορρίψεως της καταγγελίας της ως προς την πρώτη πτυχή της καταγγελίας, η οποία αφορούσε το άρθρο 85 της Συνθήκης, και, αφετέρου, ως προς το δεύτερο σκέλος της καταγγελίας, που αφορούσε το άρθρο 86 της Συνθήκης, επιστολή δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63, με την οποία πληροφορούσε την προσφεύγουσα για τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να δεχθεί την αίτησή της.

6.
    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε ορισμένους διαδίκους να προσκομίσουν έγγραφα και να απαντήσουν σε ερωτήσεις είτε γραπτώς είτε προφορικώς κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στις εν λόγω προσκλήσεις.

7.
    Σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας, με διάταξη του προέδρου του τρίτου πενταμελούς τμήματος της 12ης Μαρτίου 1997, αποφασίστηκε, προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, η συνεκδίκαση των υποθέσεων Τ-28/95, Τ-110/95, Τ-133/95 και Τ-204/95, οι οποίες αφορούν προσφυγές ασκηθείσες από την ίδια προσφεύγουσα και συναφείς ως προς το αντικείμενό τους.

8.
    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη συνεδρίαση της 13ης Μαΐου 1997.

Αιτήματα των διαδίκων

9.
    Η προσφεύγουσα, με το δικόγραφο της προσφυγής της, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να αναγνωρίσει ότι η παράλειψη της Επιτροπής να λάβει θέση, εντός της δίμηνης προθεσμίας από της παραλαβής της τυπικής προσκλήσεως κατά το άρθρο 175 της Συνθήκης, η οποία περιεχόταν στην επιστολή της 23ης Νοεμβρίου 1994, σχετικά με την καταγγελία της 13ης Ιουλίου 1988, όπως αυτή συμπληρώθηκε στη συνέχεια, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης και του άρθρου 86 της Συνθήκης, συνιστά παράβαση του άρθρου 175 της Συνθήκης·

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, ακόμα και σε περίπτωση που η καθής, μετά την άσκηση της προσφυγής, ενεργήσει κατά

τρόπον ώστε να κρίνει το Πρωτοδικείο ότι η προσφυγή κατέστη πλέον άνευ αντικειμένου.

10.
    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να κρίνει ότι η προσφυγή της IECC κατέστη άνευ αντικειμένου από τις 17 Φεβρουαρίου 1995, ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς την όχληση που της απηύθυνε η IECC στις 23 Νοεμβρίου 1994·

—    κατά συνέπεια, να κρίνει ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας·

—    να απορρίψει εξ ολοκλήρου τα επιχειρήματα που προβάλλει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως της 5ης Απριλίου 1995·

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας.

11.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη ή, επικουρικώς, όσον αφορά το άρθρο 86 της Συνθήκης, να κρίνει ότι κατέστη άνευ αντικειμένου από την ημερομηνία της αποστολής της επιστολής του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63·

—    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί του αιτήματος περί αναγνωρίσεως παραλείψεως

12.
    Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι, ενόψει των πράξεων που εξέδωσε η Επιτροπή μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου.

13.
    Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως ως προς το επί της ουσίας της υποθέσεως αίτημα της προσφεύγουσας.

Επί των δικαστικών εξόδων

14.
    Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης το Πρωτοδικείο κανονίζει τα δικαστικά έξοδα κατά την κρίση του.

15.
    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος της καταγγελίας, σχετικά με το άρθρο 85 της Συνθήκης, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή, με επιστολή της 23ης Σεπτεμβρίου 1994, έλαβε θέση υπό την έννοια του άρθρου 175 της Συνθήκης και κάλεσε την IECC

να διατυπώσει συναφώς τις παρατηρήσεις της. Με την από 23 Νοεμβρίου 1994 απάντησή της, η IECC δεν περιορίστηκε στη διατύπωση παρατηρήσεων, αλλά κάλεσε εκ νέου την Επιτροπή να λάβει θέση επί της καταγγελίας της. Όμως, είναι πρόδηλον ότι προσφυγή κατά παραλείψεως η οποία στηρίζεται σε πρόσκληση προς ενέργεια υποβληθείσα στην Επιτροπή συγχρόνως με την απάντηση του καταγέλλοντος σε επιστολή η οποία του απεστάλη σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 είναι πρόωρη. Πράγματι, η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει εύλογη προθεσμία προκειμένου να εξετάσει τις παρατηρήσεις του καταγγέλλοντος προτού υποχρεωθεί να λάβει τελικώς θέση επί της καταγγελίας.

16.
    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της καταγγελίας, σχετικά με το άρθρο 86 της Συνθήκης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μόλις στις 17 Φεβρουαρίου 1995, ήτοι δύο ημέρες μετά την άσκηση της προσφυγής με την οποία ζητήθηκε να αναγνωριστεί η παράλειψη της Επιτροπής, έλαβε η καθής θέση υπό την έννοια του άρθρου 175, αποστέλλοντας επιστολή σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63.

17.
    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να οριστεί ότι κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1.
    Παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας της προσφυγής.

2.
    Κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Vesterdorf

Briët
Lindh

Potocki

Cooke

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Σεπτεμβρίου 1998.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

B. Vesterdorf


1: Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.