Language of document : ECLI:EU:T:2014:991

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 25ης Νοεμβρίου 2014 (*)

«Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση διατάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου — Αναλογικότητα — Κατάλληλος χαρακτήρας — Αναγκαιότητα — Μη ύπαρξη αυθαίρετου χαρακτήρα — Αιτιολογία»

Στην υπόθεση T‑402/13,

Orange, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους J.‑P. Gunther και A. Giraud, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Dawes και F. Ronkes Agerbeek,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως των αποφάσεων C(2013) 4103 τελικό και C(2013) 4194 τελικό της Επιτροπής, της 25ης και της 27ης Ιουνίου 2013, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, οι οποίες απευθύνονται προς τη France Télécom SA και την Orange, αντιστοίχως, καθώς και προς όλες τις εταιρίες τις οποίες αυτές ελέγχουν ευθέως ή εμμέσως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τον M. Prek (εισηγητή), πρόεδρο, την I. Labucka και τον V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: S. Bukšek Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιουνίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Orange (πρώην France Télécom SA, μέχρι την 1η Ιουλίου 2013), είναι ανώνυμη εταιρία γαλλικού δικαίου η οποία έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της σταθερής και κινητής τηλεφωνίας και της πρόσβασης στο διαδίκτυο για επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα. Στον τομέα του διαδικτύου, η προσφεύγουσα είναι πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου μέσω του εθνικού δικτύου της «Orange Internet», στο οποίο είναι συνδεδεμένοι οι πελάτες της. Εκμεταλλεύεται επίσης το δικό της διεθνές δίκτυο διανομής διαδικτυακού περιεχομένου «Open Transit International», διασυνδεδεμένο με την Orange Internet, αλλά συνδεδεμένο επίσης και με ένα σύνολο άλλων διεθνών δικτύων.

 Διαδικασία ενώπιον της γαλλικής Αρχής Ανταγωνισμού

2        Στις 9 Μαΐου 2011, η Cogent Communications Inc. και η Cogent Communications France (στο εξής, από κοινού: Cogent) υπέβαλαν καταγγελία ενώπιον της γαλλικής Αρχής Ανταγωνισμού (στο εξής: Αρχή), καταγγέλλοντας πρακτικές της προσφεύγουσας αντίθετες στο άρθρο L. 420-2 του Εμπορικού Κώδικα και στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Η Cogent προέβαλε την άρνηση προσβάσεως σε ουσιώδη διευκόλυνση καθώς και πρακτικές «tromboning», επέκρινε την ασθενή χωρητικότητα διασυνδέσεως που της παρείχε η προσφεύγουσα στο Παρίσι (Γαλλία) και την εφαρμογή πολιτικής χρεώσεως της επιπλέον χωρητικότητας στο πλαίσιο συμφωνιών «peering» και ισχυρίσθηκε ότι υφίσταντο περιορισμοί στη διάδοση «προθεμάτων/ανταλλαγής κίνησης» και πρακτικές συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους.

3        Στις 20 Σεπτεμβρίου 2012, η Αρχή εξέδωσε την απόφαση 12‑D‑18 σχετικά με πρακτικές που εφαρμόζονται στον τομέα των αμοιβαίων παροχών διασύνδεσης που αφορούν τη σύνδεση στο διαδίκτυο. Η Αρχή, αφού εξέτασε τις πρακτικές που κατήγγειλε η Cogent και τη συγκεκριμένη αγορά, έκρινε κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι οι εν λόγω πρακτικές δεν αποδείχθηκαν ή δεν συνιστούσαν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως και, αφετέρου, εκτίμησε εκ πρώτης όψεως ότι υπήρχε ενδεχομένως ένα ζήτημα ανταγωνισμού απλώς υπό τη μορφή πιθανής συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους. Κατ’ ουσίαν, ήταν πιθανό να μη μπορεί η Cogent να ανταγωνιστεί το πολύ χαμηλό επίπεδο τιμών που χρέωνε η προσφεύγουσα σε ορισμένους ανεξάρτητους παρόχους περιεχομένου ή/και εφαρμογών στο διαδίκτυο για την πρόσβαση στους συνδρομητές της και τούτο θα μπορούσε να αποτελεί πρακτική συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους. Επισημαίνοντας την αδιαφάνεια των σχέσεων μεταξύ της Orange Internet και της Open Transit International, η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν δύσκολο να ελέγξει το υποστατό μιας τέτοιας πρακτικής. Ως απάντηση σε αυτό το ζήτημα ανταγωνισμού, η προσφεύγουσα πρότεινε να αναλάβει δύο δεσμεύσεις που αφορούσαν, αφενός, την τυποποίηση ενός εσωτερικού πρωτοκόλλου μεταξύ της Orange Internet και της Open Transit International και, αφετέρου, την εξακρίβωση της εφαρμογής του πρωτοκόλλου από τις ελεγκτικές υπηρεσίες της Αρχής, οι δεσμεύσεις δε αυτές κατέστησαν υποχρεωτικές με απόφαση της Αρχής.

 Έρευνα της Επιτροπής

4        Στις 18 Ιανουαρίου 2012, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απηύθυνε, βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1), στην προσφεύγουσα και στην πολωνική θυγατρική της αιτήσεις παροχής πληροφοριών. Οι εν λόγω αιτήσεις παροχής πληροφοριών αφορούσαν ενδεχόμενες ενέργειες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σχετικά με την παροχή υπηρεσιών σύνδεσης με το διαδίκτυο και την πρόσβαση στους τελικούς καταναλωτές που ήταν συνδεδεμένοι στα δίκτυα τηλεπικοινωνιών στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ). Η προσφεύγουσα και η πολωνική θυγατρική της απάντησαν στις αιτήσεις αυτές στις 15 Φεβρουαρίου 2012.

5        Στις 25 Ιουνίου 2013, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2013) 4103 τελικό, της 25ης Ιουνίου 2013, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, απευθυνόμενη προς τη France Télécom και προς όλες τις εταιρίες που ελέγχονταν ευθέως ή εμμέσως από αυτήν, διατάσσοντας τη διενέργεια ελέγχου. Ενόψει της αλλαγής της εταιρικής επωνυμίας της προσφεύγουσας, η Επιτροπή εξέδωσε στις 27 Ιουνίου 2013 την απόφαση C(2013) 4194 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, απευθυνόμενη προς την Orange και προς όλες τις εταιρίες που ελέγχονταν ευθέως ή εμμέσως από αυτήν, διατάσσοντας τη διενέργεια ελέγχου. Εκτός από την επωνυμία των παραληπτών, το περιεχόμενο των αποφάσεων C(2013) 4103 τελικό και C(2013) 4194 τελικό είναι πανομοιότυπο (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις).

6        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 10 των προσβαλλομένων αποφάσεων έχουν ως εξής:

«(3)      Η Επιτροπή διαθέτει ενδείξεις ότι [η προσφεύγουσα] ενδέχεται να κατέχει δεσπόζουσα θέση σε μία ή περισσότερες σχετικές αγορές όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών συνδέσεως με το διαδίκτυο.

(4)      Η Επιτροπή διαθέτει ενδείξεις ότι [η προσφεύγουσα] ενδέχεται να εφαρμόζει πολιτική που περιορίζει και/ή υποβαθμίζει την ποιότητα των υπηρεσιών συνδέσεως με το διαδίκτυο εντός του ΕΟΧ. Οι πρακτικές αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν:

α)      “Tromboning”. [Η προσφεύγουσα] ενδέχεται να δίδει σε ορισμένους παρόχους διαδικτύου transit δυνατότητα διασυνδέσεως στο δίκτυό [της] με την κατάλληλη χωρητικότητα μόνο σε απομακρυσμένα σημεία, ακόμη και αν [η προσφεύγουσα] και οι εν λόγω πάροχοι διαδικτύου transit είναι παρόντες και μπορούν να διασυνδεθούν σε εγγύτερα σημεία εντός του ΕΟΧ, συμπεριλαμβανομένου του κράτους ή των κρατών μελών όπου [η ίδια η προσφεύγουσα] παρέχει ευρυζωνικές υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο· και/ή

β)      Συμφόρηση θυρών. [Η προσφεύγουσα] μπορεί να αρνηθεί, και/ή να καθυστερήσει την αναβάθμιση της χωρητικότητας διασυνδέσεως σε ορισμένους παρόχους transit, οδηγώντας σε συμφόρηση των υπαρχουσών θυρών· και/ή

γ)      Περιορισμό διάδοσης δρομολόγησης. Εφαρμόζοντας περιορισμούς διάδοσης δρομολόγησης στο πλαίσιο των transit δραστηριοτήτων της, [η προσφεύγουσα] θα μπορούσε να υποχρεώσει τους παρόχους transit και τα [δίκτυα διαβιβάσεως περιεχομένου] να συνδεθούν ευθέως με το δίκτυο [της προσφεύγουσας], προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στους τελικούς χρήστες της [προσφεύγουσας] ή να παρέχουν στους ίδιους τελικούς χρήστες ένα αποδεκτό επίπεδο ποιότητας· και/ή

δ)      Περιοριστικές στατιστικές αναφορές κίνησης δικτύου. [Η προσφεύγουσα] ενδέχεται να εφαρμόζει περιοριστικές στατιστικές αναφορές κίνησης μεταξύ της κίνησης εισόδου και εξόδου, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της κίνησης μεταξύ των παρόχων transit που προορίζεται για τους τελικούς χρήστες του, και/ή μπορεί να απαιτεί από τους παρόχους transit να πληρώσουν για την κίνηση εισόδου που υπερβαίνει την εν λόγω στατιστική αναφορά· και/ή

ε)      Συμπίεση των περιθωρίων κέρδους. Η διαφορά μεταξύ της τιμής [της προσφεύγουσας] που ζητεί από τους παρόχους transit για την πρόσβαση στο δίκτυό της και της τιμής [της προσφεύγουσας] που χρεώνει για τις δικές της υπηρεσίες transit μπορεί να είναι τέτοια ώστε πάροχοι transit εξίσου αποτελεσματικοί με την [προσφεύγουσα] να μη μπορούν να την ανταγωνιστούν στην παροχή ορισμένων υπηρεσιών transit.

(5)      Περαιτέρω, οι πρακτικές που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 4 ανωτέρω ενδέχεται να έχουν ως συνέπεια να δημιουργηθεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα σε ανεξάρτητους παρόχους περιεχομένου και/ή εφαρμογών στο διαδίκτυο όσον αφορά την εξυπηρέτηση των τελικών χρηστών της [προσφεύγουσας] σε σχέση με την παροχή παρόμοιου περιεχόμενου και/ή εφαρμογών από την ίδια την [προσφεύγουσα].

(6)      Η Επιτροπή διαθέτει ενδείξεις για το ότι οι πρακτικές που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 4 ανωτέρω ενδέχεται να εφαρμόζονται τουλάχιστον από το 2005 και ότι πιθανόν να εξακολουθούν να υφίστανται. Ωστόσο, δεν αποκλείεται οι πρακτικές αυτές να εφαρμόστηκαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

(7)      Εφόσον οι εκτιμήσεις αυτές ευσταθούν, οι πρακτικές που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 4 ανωτέρω μπορεί να συνιστούν παράβαση/παραβάσεις του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

(8)      Προκειμένου η Επιτροπή να διαπιστώσει όλα τα κρίσιμα περιστατικά σχετικά με τις πρακτικές που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 4 καθώς και το πλαίσιο στο οποίο αυτές εφαρμόστηκαν, είναι απαραίτητη η διενέργεια ελέγχων κατά το άρθρο 20 του κανονισμού 1/2003.

(9)      Η Επιτροπή διαθέτει ενδείξεις ότι οι πρακτικές που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 4 καλύπτονται από πολύ αυστηρό απόρρητο, τις γνωρίζουν μόνον οι ανώτεροι υπάλληλοι της [προσφεύγουσας] και περιορισμένος αριθμός έμπιστων υπαλλήλων [και ότι] τα έγγραφα σχετικά με τις πρακτικές αυτές και με τα κίνητρά τους εικάζεται ότι περιορίζονται στα απολύτως ελάχιστα και διατηρούνται σε μέρη ή υπό μορφή που διευκολύνει την απόκρυψή τους, τη μη διάθεσή τους ή την καταστροφή τους σε περίπτωση ελέγχου.

(10)      Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των ελέγχων, είναι αναγκαίο οι έλεγχοι αυτοί να πραγματοποιηθούν χωρίς να ειδοποιηθούν προηγουμένως οι επιχειρήσεις για τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες ότι συμμετείχαν στην παράβαση/παραβάσεις και να διεξαχθούν ταυτοχρόνως πολλοί έλεγχοι.»

7        Το άρθρο 1 των προσβαλλομένων αποφάσεων αναφέρει στο πρώτο του εδάφιο: «Διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου στην [προσφεύγουσα], καθώς και σε όλες τις επιχειρήσεις τις οποίες ελέγχει ευθέως ή εμμέσως, για ενδεχόμενη συμμετοχή της σε πρακτικές αντίθετες στο άρθρο 102 του ΣΛΕΕ και [σ]το άρθρο 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών συνδέσεως στο διαδίκτυο».

8        Κατά το άρθρο 2 των προσβαλλομένων αποφάσεων «[ο] έλεγχος θα αρχίσει στις 9 Ιουλίου 2013 ή λίγο αργότερα».

9        Το άρθρο 3 των προσβαλλομένων αποφάσεων διευκρινίζει ότι «[η] απόφαση αυτή απευθύνεται στην [προσφεύγουσα] καθώς και σε όλες τις επιχειρήσεις τις οποίες ελέγχει ευθέως ή εμμέσως[· η] παρούσα απόφαση θα κοινοποιηθεί στις επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθύνεται δυνάμει του άρθρου 297, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αμέσως πριν τη διενέργεια του ελέγχου».

10      Ο έλεγχος διεξήχθη το διάστημα από τις 9 Ιουλίου έως τις 13 Ιουλίου 2013 και αφορούσε τέσσερις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας. Στις 17 Ιουλίου 2013, παρουσία εκπροσώπων της προσφεύγουσας, εξετάστηκε στις εγκαταστάσεις της Επιτροπής ένα αντίγραφο των σκληρών δίσκων που ελήφθη κατά τη διάρκεια της έρευνας.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Στις 31 Ιουλίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

12      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

13      Στις 2 Μαΐου 2014, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του, έθεσε γραπτό ερώτημα στην προσφεύγουσα στο οποίο αυτή απάντησε εμπρόθεσμα.

14      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Ιουνίου 2014.

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, κατ’ ουσίαν, αφενός, από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της «χρηστής διοικήσεως» και, αφετέρου, από τον αυθαίρετο χαρακτήρα των προσβαλλομένων αποφάσεων.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά, κατ’ ουσίαν, παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της «χρηστής διοικήσεως»

18      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον αναλογικό ή αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου ελέγχου, στον βαθμό που η Αρχή ερεύνησε όμοιες εικαζόμενες παραβάσεις και έλαβε απόφαση δεχόμενη την ανάληψη δεσμεύσεων εκ μέρους της χωρίς να συναγάγει παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ενώ η Επιτροπή είχε ασφαλώς ενημερωθεί για τη διαδικασία που κίνησε η Αρχή και για την απόφαση που ελήφθη τελικά. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα αναφέρεται στην αρχή ne bis in idem, καθώς και στην υποχρέωση της Επιτροπής, βάσει της αρχής της «χρηστής διοικήσεως», να εξετάσει με προσοχή και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της προκειμένης υποθέσεως. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η απόφαση της Αρχής κλίνει αναμφίβολα κατά του μέτρου ελέγχου στον βαθμό που, πρώτον, η απόφαση αυτή είναι ειδικά αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη, δεύτερον, απορρίπτει το σύνολο των πρακτικών που αναφέρονται στην καταγγελία επί της οποίας κινήθηκε η διαδικασία ενώπιον της Αρχής, τρίτον, εκφράζει απόψεις υπέρ της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας, και, τέταρτον, δεν αναφέρει κανένα πρόβλημα κατά την εφαρμογή των δεσμεύσεων που ανέλαβε. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επιβολή μέτρου ελέγχου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανάλογη, δεδομένου ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει προηγουμένως τον φάκελο της διαδικασίας ενώπιον της Αρχής.

19      Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η διενέργεια ελέγχου όσον αφορά πρακτικές για τις οποίες έχει αναγνωριστεί ότι δεν αντιβαίνουν στο δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης και για τις οποίες η Επιτροπή διέθετε πάμπολλες πληροφορίες είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, η Επιτροπή θα μπορούσε να αναζητήσει νομίμως συμπληρωματικές πληροφορίες. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αυτό δεν συνέβη εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή διεξήγαγε έρευνες που κατέληξαν σε έγγραφα τα οποία βρίσκονταν ήδη στον φάκελο που είχε στη διάθεσή της. Συναφώς, η προσφεύγουσα αναφέρεται στο ότι, πρώτον, η Επιτροπή χρησιμοποίησε στο πλαίσιο των ερευνών της στους κατασχεθέντες υπολογιστές λέξεις κλειδιά συνδεόμενα με την έρευνα της Αρχής ή με τις δεσμεύσεις που είχαν συμφωνηθεί, δεύτερον, είχε στη διάθεσή της τις απαντήσεις σε ερωτηματολόγιο που είχε προηγουμένως δοθεί στην προσφεύγουσα και, τρίτον, ότι ο μόνος υπάλληλος που κλήθηκε επισήμως προς ακρόαση κατά τη διάρκεια της έρευνας είχε ήδη κληθεί και από την Αρχή.

20      Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το μέτρο ελέγχου είναι δυσανάλογο διότι οι εικαζόμενες παραβάσεις που αναφέρονται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη των προσβαλλομένων αποφάσεων δεν είναι, εκ φύσεως, απόρρητες. Υπογραμμίζει ότι όλες οι εικαζόμενες παραβάσεις αφορούν την πολιτική «peering» που εφαρμόζει, η οποία είναι δημόσια και προσβάσιμη από όλους στον διαδικτυακό τόπο της. Η εν λόγω πολιτική είναι επίσης απολύτως σύμφωνη με τα πρότυπα της αγοράς και διαφανής για τους παράγοντες της αγοράς. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη να γίνει γνωστό το κίνητρο της πολιτικής της, εφόσον, κατ’ εφαρμογή πάγιας νομολογίας, η έννοια της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως είναι αντικειμενική και δεν προϋποθέτει πρόθεση βλάβης.

21      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

22      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατ’ εφαρμογή πάγιας νομολογίας, η αρχή της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και τα προξενούμενα μειονεκτήματα να μην είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, Fedesa κ.λπ., C‑331/88, Συλλογή, EU:C:1990:391, σκέψη 13, και της 14ης Ιουλίου 2005, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑180/00, Συλλογή, EU:C:2005:451, σκέψη 103).

23      Περαιτέρω, στην περίπτωση αποφάσεως που διατάσσει τη διενέργεια ελέγχου, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας συνεπάγεται ότι τα σχεδιαζόμενα μέτρα δεν πρέπει να έχουν δυσανάλογες και μη αποδεκτές αρνητικές συνέπειες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους με τον οικείο έλεγχο σκοπούς (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2002, Roquette Frères, C‑94/00, Συλλογή, EU:C:2002:603, σκέψη 76). Ωστόσο, η επιλογή της Επιτροπής μεταξύ του ελέγχου κατόπιν απλής εντολής και του ελέγχου που διατάσσεται με απόφαση δεν εξαρτάται από περιστάσεις όπως η ιδιαίτερη βαρύτητα της καταστάσεως, το εξαιρετικά επείγον ή η ανάγκη απόλυτης διακριτικότητας, αλλά από τις ανάγκες της εφαρμογής ενός πρόσφορου μέτρου για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης υποθέσεως. Συνεπώς, οσάκις αποκλειστικός σκοπός της διατάσσουσας τη διενέργεια ελέγχου αποφάσεως είναι να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συλλέξει τα απαραίτητα στοιχεία για να εκτιμήσει την ενδεχόμενη ύπαρξη παραβάσεως των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης, η απόφαση αυτή δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 1980, National Panasonic κατά Επιτροπής, 136/79, Συλλογή, EU:C:1980:169, σκέψεις 28 έως 30, και Roquette Frères, προπαρατεθείσα, EU:C:2002:603, σκέψη 77).

24      Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι στην Επιτροπή εναπόκειται, καταρχήν, να εκτιμά αν ένα πληροφοριακό στοιχείο τής είναι απαραίτητο για να μπορέσει να εντοπίσει παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, ακόμη δε και στην περίπτωση που διαθέτει ήδη ενδείξεις ή και αποδεικτικά στοιχεία περί της υπάρξεως παραβάσεως, η Επιτροπή μπορεί νομίμως να διατάξει τη διενέργεια συμπληρωματικών ελέγχων που θα της παράσχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει με μεγαλύτερη ακρίβεια την έκταση ή τη διάρκεια της παραβάσεως αυτής (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1989, Orkem κατά Επιτροπής, 374/87, Συλλογή, EU:C:1989:387, σκέψη 15, και Roquette Frères, σκέψη 23 ανωτέρω, EU:C:2002:603, σκέψη 78).

25      Ο παρών λόγος ακυρώσεως μπορεί να νοηθεί επίσης ως αμφισβητών τον κατάλληλο χαρακτήρα των προσβαλλομένων αποφάσεων, δηλαδή την ικανότητά τους να επιτύχουν τους επιδιωκόμενους σκοπούς, καθώς και τον αναγκαίο χαρακτήρα τους, ο οποίος θα απέκλειε μια εναλλακτική λύση λιγότερο περιοριστική από τον διενεργηθέντα έλεγχο. Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, επομένως, σκόπιμο να διαιρέσει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που προβάλλεται στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεως σε δύο χωριστά σκέλη, αναλόγως του αν αμφισβητείται ο κατάλληλος ή ο αναγκαίος χαρακτήρας των προσβαλλομένων αποφάσεων.

 Επί του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τον κατάλληλο χαρακτήρα των προσβαλλομένων αποφάσεων

26      Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας μπορεί να νοηθεί ως αμφισβήτηση του κατάλληλου χαρακτήρα των προσβαλλομένων αποφάσεων δεδομένου ότι, κατ’ ουσίαν, η Αρχή είχε ήδη διεξαγάγει έρευνα από την οποία είχε συναγάγει το συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά της προσφεύγουσας ήταν σύμφωνη όχι μόνο με το γαλλικό δίκαιο του ανταγωνισμού, αλλά και με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Επομένως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως και λαμβανομένης υπόψη της αναλύσεως που περιλαμβάνεται στην απόφαση της Αρχής, είχαν ήδη επιτευχθεί οι σκοποί των προσβαλλομένων αποφάσεων σχετικά με την εξακρίβωση του συμβατού της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ και ότι, ως εκ τούτου, οι εν λόγω αποφάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν κατάλληλες για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών.

27      Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η παραδοχή της επιχειρηματολογίας αυτής θα ισοδυναμούσε με τον χαρακτηρισμό ως ακατάλληλου ενός μέτρου ελέγχου επειδή οι εικαζόμενες παραβάσεις που αφορά έχουν ήδη ερευνηθεί σε εθνικό επίπεδο, πράγμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με πάγια νομολογία κατά την οποία, καταρχήν, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεσμεύεται από απόφαση εθνικού δικαστηρίου ή εθνικής αρχής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, η Επιτροπή δικαιούται να λαμβάνει ανά πάσα στιγμή ατομικές αποφάσεις για την εφαρμογή των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ, ακόμα και όταν έχει ήδη εκδοθεί απόφαση εθνικού δικαστηρίου επί συμφωνίας ή πρακτικής και η αναμενόμενη απόφαση της Επιτροπής έρχεται σε σύγκρουση με την εν λόγω δικαστική απόφαση (αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Masterfoods και HB, C‑344/98, Συλλογή, EU:C:2000:689, σκέψη 48· της 8ης Μαρτίου 2007, France Télécom κατά Επιτροπής, T‑339/04, Συλλογή, EU:T:2007:80, σκέψη 79, και της 10ης Απριλίου 2008, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, T‑271/03, Συλλογή, EU:T:2008:101, σκέψη 120).

28      Δεν μπορεί, επίσης, να γίνει δεκτή η επίκληση, με το δικόγραφο της προσφυγής, της αρχής ne bis in idem, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτή προβάλλεται προς στήριξη της αμφισβητήσεως του κατάλληλου χαρακτήρα των προσβαλλομένων αποφάσεων με το επιχείρημα ότι, κατ’ ουσίαν, δεν είναι πρόσφορο να διεξάγεται έλεγχος όσον αφορά συμπεριφορά για την οποία έχει κριθεί ότι η προσφεύγουσα δεν έχει ευθύνη.

29      Βεβαίως, κατ’ εφαρμογή πάγιας νομολογίας, η αρχή ne bis in idem πρέπει να τηρείται στις διαδικασίες επιβολής προστίμου στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού. Η εν λόγω αρχή απαγορεύει, στον τομέα του ανταγωνισμού, την καταδίκη επιχειρήσεως ή την εκ νέου άσκηση διώξεως κατ’ αυτής για αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της, σε σχέση με την οποία είτε της είχε ήδη επιβληθεί κύρωση είτε κρίθηκε ότι δεν έχει ευθύνη με προγενέστερη απόφαση που δεν υπόκειται πλέον σε προσφυγή (βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ., C‑17/10, Συλλογή, EU:C:2012:72, σκέψη 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών δεν έχουν εξουσία να λαμβάνουν αποφάσεις με τις οποίες κρίνεται ότι μια εταιρία δεν έχει ευθύνη από παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ, δηλαδή να διαπιστώνουν τη μη παράβαση του εν λόγω άρθρου, δεδομένου ότι τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του κανονισμού 1/2003, αλλά και από τον σκοπό που αυτός επιδιώκει προκύπτει ότι απόκειται αποκλειστικώς και μόνο στην Επιτροπή να διαπιστώνει ότι δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ακόμη και αν το εν λόγω άρθρο εφαρμόζεται και στη διαδικασία την οποία έχει κινήσει η εθνική αρχή ανταγωνισμού (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Μαΐου 2011, Tele2 Polska, C‑375/09, Συλλογή, EU:C:2011:270, σκέψεις 20 έως 30). Το Δικαστήριο έχει, συναφώς, υπογραμμίσει ότι η λήψη από εθνική αρχή ανταγωνισμού μιας τέτοιας «αρνητικής» αποφάσεως επί της ουσίας θα μπορούσε να θίξει την ομοιόμορφη εφαρμογή των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ, η οποία υπογραμμίζεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη ως ο βασικός από τους σκοπούς του κανονισμού 1/2003, καθόσον θα αποτελούσε εμπόδιο σε τυχόν μεταγενέστερη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η επίμαχη πρακτική συνιστά παράβαση των ως άνω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (προπαρατεθείσα απόφαση Tele2 Polska, EU:C:2011:270, σκέψη 28).

31      Επομένως, όταν μια αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους, βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού 1/2003, αποδέχεται την ανάληψη δεσμεύσεων ή διαπιστώνει ότι δεν συντρέχει λόγος να επέμβει, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αρχή αυτή εκδίδει απόφαση με την οποία κρίνει ότι δεν υφίσταται παράβαση των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί λυσιτελώς να επικαλεστεί την απόφαση που εξέδωσε έναντι αυτής η Αρχή για τους σκοπούς της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

32      Περαιτέρω, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας μπορεί επίσης να νοηθεί ως αμφισβήτηση της καταλληλότητας του μέτρου ελέγχου επειδή η Επιτροπή είχε ενημερωθεί για το σχέδιο αποφάσεως της Αρχής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, και δεν χρησιμοποίησε τη δυνατότητα που της παρέχει το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 να κινήσει η ίδια διαδικασία αφαιρώντας από την Αρχή την αρμοδιότητά της. Η προσφεύγουσα συνάγει μάλλον ότι η Επιτροπή εκτίμησε είτε ότι η απόφαση της Αρχής ήταν σύμφωνη προς το άρθρο 102 ΣΛΕΕ είτε ότι η υπόθεση δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα αιτείται από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να ζητήσει τη γνωστοποίηση ενδεχόμενων γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής κατόπιν της κοινοποιήσεως του σχεδίου αποφάσεως της Αρχής.

33      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αφενός, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003:

«[τ]ο αργότερο 30 ημέρες πριν από την έκδοση απόφασης με την οποία θα διατάσσεται η παύση μιας παράβασης, θα γίνονται δεκτές αναλήψεις δεσμεύσεων ή θα ανακαλείται το ευεργέτημα ενός κανονισμού περί απαλλαγής κατά κατηγορία, οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ενημερώνουν την Επιτροπή. Προς τον σκοπό αυτό, παρέχουν στην Επιτροπή την περίληψη της υποθέσεως, την προβλεπόμενη απόφαση ή, εάν δεν ληφθεί απόφαση, κάθε άλλο έγγραφο που επισημαίνει τον προτεινόμενο τρόπο δράσης. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να διαβιβασθούν και στις αρχές ανταγωνισμού των λοιπών κρατών μελών. Κατ’ αίτηση της Επιτροπής, η αρχή ανταγωνισμού που έχει κινήσει τη διαδικασία θέτει στη διάθεση της Επιτροπής άλλα έγγραφα τα οποία βρίσκονται στην κατοχή της και είναι αναγκαία για την εκτίμηση της υπόθεσης. Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή μπορούν να διαβιβασθούν στις αρχές ανταγωνισμού των λοιπών κρατών μελών. Οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού μπορούν επίσης να ανταλλάξουν μεταξύ τους πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτίμηση υπόθεσης της οποίας έχουν επιληφθεί δυνάμει των άρθρων [101 ΣΛΕΕ] ή [102 ΣΛΕΕ].»

34      Αφετέρου, το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 ορίζει:

«[η] κίνηση διαδικασίας με σκοπό την έκδοση απόφασης κατ’ εφαρμογή του κεφαλαίου ΙΙΙ από την Επιτροπή συνεπάγεται την απώλεια από τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών της αρμοδιότητάς τους να εφαρμόζουν τα άρθρα [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ]. Εάν η αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους έχει ήδη επιληφθεί μιας υπόθεσης, η Επιτροπή κινεί διαδικασία μόνον κατόπιν διαβούλευσης με αυτή την εθνική αρχή ανταγωνισμού.»

35      Από τον συνδυασμό των δύο αυτών διατάξεων προκύπτει, βεβαίως, ότι η παραλαβή από την Επιτροπή σχεδίων αποφάσεων, εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, της παρέχει τη δυνατότητα να ασκήσει το προνόμιο και τη διακριτική ευχέρεια, που της αναγνωρίζει το άρθρο 11, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού, να αφαιρέσει από την Αρχή ανταγωνισμού ενός κράτους μέλους την αρμοδιότητά της να εφαρμόζει τα άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ σε μία συγκεκριμένη περίπτωση.

36      Ωστόσο, στην περίπτωση που η Επιτροπή δεν συμμερίζεται την εκτίμηση σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ που παρατίθεται στο σχέδιο αποφάσεως που κοινοποίησε η αρχή ανταγωνισμού ενός κράτους μέλους ή στην περίπτωση που έχει αμφιβολίες συναφώς, ουδόλως προκύπτει ότι είναι οπωσδήποτε υποχρεωμένη να κινήσει διαδικασία βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 ή ότι η μη κίνηση διαδικασίας δεν της επιτρέπει να διενεργήσει μεταγενέστερα δική της έρευνα και να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα από εκείνο στο οποίο κατέληξε η εν λόγω αρχή ανταγωνισμού.

37      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή, επιφορτισμένη από το άρθρο 105, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με την αποστολή να μεριμνά για την εφαρμογή των αρχών που καθορίζονται στα άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ, καλείται να χαράζει και να θέτει σε εφαρμογή την πολιτική της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού. Προς αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής αυτής, η Επιτροπή δικαιούται να προσδίδει διαφορετικό βαθμό προτεραιότητας στις καταγγελίες που της υποβάλλονται και διαθέτει συναφώς διακριτική ευχέρεια (αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 1999, Ufex κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑119/97 P, Συλλογή, EU:C:1999:116, σκέψη 88, και της 17ης Μαΐου 2001, IECC κατά Επιτροπής, C‑449/98 P, Συλλογή, EU:C:2001:275, σκέψη 36). Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το ίδιο ισχύει στην περίπτωση της εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003.

38      Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται εξάλλου από τον κανόνα συμπεριφοράς τον οποίο διευκρίνισε η Επιτροπή στην παράγραφο 54, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεώς της σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού (ΕΕ 2004, C 101, σ. 43), κατά την οποία μια τέτοια ενέργεια προβλέπεται μόνο σε περίπτωση που υφίσταται πρόδηλη αντίθεση του κοινοποιηθέντος σχεδίου αποφάσεως με την πάγια νομολογία. Επομένως, από την εν λόγω ανακοίνωση δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή προτίθεται να παρεμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις που έχει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα ενός κοινοποιηθέντος σχεδίου αποφάσεως με τα άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ.

39       Έτσι, η μη παρέμβαση της Επιτροπής βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδοχή του βασίμου της αποφάσεως της Αρχής υπό το πρίσμα του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

40      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συναχθεί κανένα συμπέρασμα ως προς την καταλληλότητα μιας έρευνας που διεξήγαγε η Επιτροπή από το γεγονός ότι δεν έκανε χρήση του προνομίου που της παρέχει το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 κατόπιν της κοινοποιήσεως σχεδίου αποφάσεως εθνικής αρχής ανταγωνισμού με παρόμοιο αντικείμενο.

41      Κατόπιν των ανωτέρω, οι αιτιάσεις που αφορούν τον κατάλληλο χαρακτήρα των προσβαλλομένων αποφάσεων δεν είναι βάσιμες και, ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να συντρέχει λόγος να γίνει δεκτό το αναφερόμενο στη σκέψη 32 ανωτέρω αίτημα περί λήψεως μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που υπέβαλε η προσφεύγουσα.

 Επί του δευτέρου σκέλους, σχετικά με τον αναγκαίο χαρακτήρα των προσβαλλομένων αποφάσεων

42      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον αναγκαίο χαρακτήρα των προσβαλλομένων αποφάσεων για δύο λόγους. Αφενός, αμφισβητεί την αναγκαιότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων με το επιχείρημα ότι υφίστατο εναλλακτικό μέτρο λιγότερο επαχθές από τη λήψη μέτρου ελέγχου, το οποίο ήταν η εξέταση του φακέλου της διαδικασίας ενώπιον της Αρχής, και προβάλλει ότι η Επιτροπή, παραλείποντας την εξέταση αυτή, δεν τήρησε την υποχρέωσή της να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα συναφή στοιχεία της προκειμένης υποθέσεως και, ως εκ τούτου, παραβίασε επίσης και την αρχή της «χρηστής διοικήσεως». Αφετέρου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου ελέγχου, καθόσον αυτό αφορούσε στοιχεία τα οποία είχε ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή ή τα οποία θα μπορούσαν να περιέλθουν στην κατοχή της χωρίς να προβεί στον εν λόγω έλεγχο.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από την ύπαρξη εναλλακτικού μέτρου λιγότερο επαχθούς από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, καθώς και από παράβαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

43      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται «ότι υφίστατο λιγότερο επαχθές μέσο για την επίτευξη του σκοπού της Επιτροπής (βάσει της εθνικής διαδικασίας), μέσο το οποίο αγνόησε η Επιτροπή [και το οποίο] βεβαίως δεν θα έθιγε την ευχέρειά της, μετά τη συγκέντρωση και εξέταση των στοιχείων αυτών, να αποφασίσει με πλήρη επίγνωση εάν θεωρούσε ακόμη ως ανάλογο μέτρο τη διενέργεια ελέγχου». Όσον αφορά τη δυνατότητα της Επιτροπής να ζητήσει να της κοινοποιηθεί ο φάκελος της Αρχής, η προσφεύγουσα παραπέμπει, εκτός από το άρθρο 11, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, στο άρθρο 18, παράγραφος 6, και στο άρθρο 20, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού.

44      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της επιχειρηματολογίας αυτής και υποστηρίζει ότι η επίκληση του άρθρου 18, παράγραφος 6, και του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως είναι αντίθετη προς το άρθρο 48 του Κανονισμού Διαδικασίας και πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη.

45      Όσον αφορά, πρώτον, το παραδεκτό της επιχειρηματολογίας που προβλήθηκε κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του ίδιου αυτού Κανονισμού, προκύπτει ότι το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών, και ότι η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ωστόσο, ισχυρισμός ή επιχείρημα που αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον ισχυρισμό αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2007, Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, T‑107/04, Συλλογή, EU:T:2007:85, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι στο δικόγραφο της προσφυγής περιλαμβανόταν εκτενής ανάπτυξη για την ύπαρξη της αποφάσεως της Αρχής, για το ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη βάσει της αρχής της «χρηστής διοικήσεως», καθώς και για τον δυσανάλογο χαρακτήρα των προσβαλλομένων αποφάσεων λόγω ακριβώς της υπάρξεως της αποφάσεως αυτής. Επομένως, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε, ήδη από το στάδιο του δικογράφου της προσφυγής, την αναλογικότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων στα διάφορα επί μέρους στοιχεία τους, στηριζόμενη στην ύπαρξη της αποφάσεως της Αρχής. Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία που περιλαμβάνεται στο υπόμνημα απαντήσεως και αμφισβητεί την αναγκαιότητα του μέτρου ελέγχου λόγω του ότι η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να μελετήσει τον φάκελο της διαδικασίας ενώπιον της Αρχής, συμπεριλαμβανομένου του ότι παραπέμπει στο άρθρο 18, παράγραφος 6, και στο άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, αποτελεί ανάπτυξη λόγου προβληθέντος με το δικόγραφο της προσφυγής (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2004, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, T‑176/01, Συλλογή, EU:T:2004:336, σκέψη 136 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Περαιτέρω, μόνο μετά την ανάγνωση του υπομνήματος αντικρούσεως μπορούσε να γίνει αντιληπτό στην προσφεύγουσα το ενδεχόμενο να μην είχε ζητήσει η Επιτροπή την κοινοποίηση του φακέλου τής ενώπιον της Αρχής διαδικασίας πριν από την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων. Η Επιτροπή υπογραμμίζει πράγματι στο εν λόγω υπόμνημα ότι δεν διέθετε, κατά την ημερομηνία εκδόσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων, στοιχεία από τον φάκελο της ενώπιον της Αρχής διαδικασίας και ότι δεν υπείχε υποχρέωση να αναζητήσει τα στοιχεία αυτά στο πλαίσιο της συνεργασίας της με την Αρχή. Επομένως, η επιχειρηματολογία που περιλαμβάνεται στο υπόμνημα απαντήσεως πρέπει να γίνει δεκτό ότι στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία και ότι, κατά τούτο, είναι σύμφωνη με το άρθρο 48 του Κανονισμού Διαδικασίας.

48      Δεύτερον, και επί της ουσίας, πρέπει να εκτιμηθεί αν η κοινοποίηση στην Επιτροπή του φακέλου της διαδικασίας ενώπιον της Αρχής μπορεί να αποτελεί μέτρο λιγότερο επαχθές, αλλά εξίσου αποτελεσματικό σε σχέση με μέτρο ελέγχου, για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού της Επιτροπής που συνίσταται στη συγκέντρωση συμπληρωματικών στοιχείων για τις εικαζόμενες παραβάσεις τις οποίες ερευνά.

49      Πρέπει, εξάλλου, να υπογραμμιστεί η σημασία της εξετάσεως αυτής με γνώμονα το καθήκον επιμέλειας στο οποίο αναφέρεται η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της μέσω της επικλήσεως της αρχής της «χρηστής διοικήσεως», το οποίο συνεπάγεται υποχρέωση της Επιτροπής να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ. αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, Συλλογή, EU:C:1991:438, σκέψη 14, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, ATC κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑333/10, Συλλογή, EU:T:2013:451, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Πρώτον, παρατηρείται ότι από τη σύγκριση των προσβαλλομένων αποφάσεων με την απόφαση της Αρχής προκύπτει μία μεγάλη ομοιότητα ως προς τη φύση των συμπεριφορών που αποτέλεσαν το αντικείμενο των αντίστοιχων ερευνών, οι οποίες συνίσταντο σε πρακτικές περιορισμού της πρόσβασης στα δίκτυα («tromboning», περιορισμοί διάδοσης δρομολόγησης), χρέωσης για την πρόσβαση στα εν λόγω δίκτυα (χρέωση για την παροχή πρόσθετης χωρητικότητας, περιοριστικές στατιστικές αναφορές κίνησης και συμπίεση των περιθωρίων κέρδους) και σε διακρίσεις υπέρ των προτεινόμενων από την προσφεύγουσα περιεχομένων. Έτσι, η έρευνα της Επιτροπής διαφέρει ουσιωδώς από την έρευνα που διεξήγαγε η Αρχή λόγω της ευρύτερης γεωγραφικής και χρονικής διάστασης.

51      Δεύτερον, όπως υπογραμμίσθηκε στη σκέψη 33 ανωτέρω, η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα, κατόπιν της ενημερώσεώς της βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, να ζητήσει από την Αρχή να της κοινοποιήσει στοιχεία που περιλαμβάνονταν στον φάκελό της.

52      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή μπορούσε, καταρχήν, νομίμως να χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικό μέσο τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στον φάκελο της Αρχής. Συγκεκριμένα, μολονότι στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου διευκρινίζεται ότι «[ο]ι πληροφορίες που ανταλλάσσονται χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά μέσα μόνο προκειμένου για την εφαρμογή των άρθρων [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] και για το αντικείμενο για το οποίο τις συνέλεξε η αρχή η οποία τις διαβιβάζει […]», γεγονός παραμένει ότι οι εικαζόμενες παραβάσεις που εξέτασε η Επιτροπή είναι κατ’ ουσίαν ίδιες με αυτές που αφορούσε η απόφαση της Αρχής και διαφέρουν μόνον ως προς την ευρύτερη γεωγραφική και χρονική διάστασή τους. Έτσι, η επιφύλαξη του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 δεν εμποδίζει την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει τα έγγραφα που της κοινοποίησε η Αρχή.

53      Τρίτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η τήρηση, εκ μέρους της Επιτροπής, του καθήκοντος επιμέλειας είχε, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, μεγαλύτερη σημασία, κατά μείζονα λόγο διότι η νομολογία τής αναγνωρίζει ένα περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της διατάξεως αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, κατ’ αναλογία, διάταξη της 17ης Νοεμβρίου 2005, Minoan Lines κατά Επιτροπής, C‑121/04 P, EU:C:2005:695, σκέψη 36). Ειδικότερα, σε μια τέτοια περίπτωση, ο σεβασμός των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως, έχει θεμελιώδη σημασία (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑191/98 και T‑212/98 έως T‑214/98, Συλλογή, EU:T:2003:245, σκέψη 404 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και ATC κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψη 84).

54      Τέλος, τέταρτον, η τήρηση, εν προκειμένω, της υποχρεώσεως αυτής είναι κατά μείζονα λόγο σημαντική καθόσον η άσκηση των εξουσιών ελέγχου που απονέμονται στην Επιτροπή από το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, σε βάρος επιχειρήσεως, αποτελεί προφανή επέμβαση στο δικαίωμά της στον σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας της (βλ., συναφώς, διάταξη της 30ής Μαρτίου 2006, Strintzis Lines Shipping κατά Επιτροπής, C‑110/04 P, EU:C:2006:211, σκέψεις 32 και 33).

55      Στην υπό κρίση υπόθεση, μπορεί, βεβαίως, να φαίνεται τουλάχιστον αποδοκιμαστέο το γεγονός ότι η Επιτροπή επέλεξε, ευθύς εξαρχής, ένα μέτρο ελέγχου χωρίς να ερευνήσει προηγουμένως τις πληροφορίες που είχε στην κατοχή της η Αρχή για παρόμοιες συμπεριφορές.

56      Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι τούτο δεν μπορεί να καταστήσει παράνομες τις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Συγκεκριμένα, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως και όπως ορθώς προέβαλε η Επιτροπή, η εξέταση του φακέλου που είχε στην κατοχή της η Αρχή δεν αποτελούσε μέτρο εναλλακτικό του μέτρου ελέγχου, καθόσον η Αρχή δεν είχε διενεργήσει κανέναν έλεγχο στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας και, επομένως, η απόφασή της είχε ληφθεί μόνο βάσει των στοιχείων που είχε υποβάλει οικειοθελώς η ίδια η προσφεύγουσα.

57      Έτσι, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, οι ανάγκες διεξαγωγής επαρκούς και αποτελεσματικής έρευνας μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επιλογή της διενέργειας ελέγχου, δεδομένου ότι μόνο με το μέτρο αυτό μπορούσε η Επιτροπή να συγκεντρώσει στοιχεία τα οποία ενδέχεται, λόγω της φύσεώς τους, να μην είχε οικειοθελώς προσκομίσει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της ενώπιον της Αρχής διαδικασίας.

58      Συναφώς, η Επιτροπή προβάλλει ότι ένας από τους σκοπούς του μέτρου ελέγχου ήταν η αναζήτηση εγγράφων σχετικών με την εμπορική στρατηγική της προσφεύγουσας, από τα οποία μπορούσε πιθανώς να προκύπτει η ύπαρξη πρόθεσης ή σχεδίου εκτόπισης των ανταγωνιστών.

59      Όμως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τα στοιχεία αυτά είναι δυνητικώς λυσιτελή για την εξέταση των παραβάσεων για τις οποίες είχε υπόνοιες η Επιτροπή.

60      Βεβαίως, όπως υπενθυμίζει η προσφεύγουσα, η έννοια της καταχρήσεως έχει αντικειμενικό περιεχόμενο και δεν περιλαμβάνει την πρόθεση βλάβης (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, T‑128/98, Συλλογή, EU:T:2000:290, σκέψη 173).

61      Εντούτοις, από τα προεκτεθέντα δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα στοιχεία που αφορούν την πρόθεση της προσφεύγουσας κατά τη χάραξη της εμπορικής στρατηγικής της είναι άνευ σημασίας. Όπως είχε την ευκαιρία να υπογραμμίσει το Δικαστήριο, όταν η Επιτροπή αξιολογεί τη συμπεριφορά επιχειρήσεως κατέχουσας δεσπόζουσα θέση, έλεγχος που είναι αναγκαίος προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως αυτής της θέσεως, καλείται εκ των πραγμάτων να αξιολογήσει την εμπορική στρατηγική της οικείας επιχειρήσεως. Στο πλαίσιο αυτό, είναι φυσιολογικό να επικαλείται η Επιτροπή παράγοντες υποκειμενικής φύσεως, δηλαδή τα κίνητρα στα οποία βασίσθηκε η επίμαχη εμπορική στρατηγική. Επομένως, μολονότι η Επιτροπή ουδόλως υποχρεούται να αποδείξει ότι η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση έχει πρόθεση αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, ωστόσο η πρόθεση αυτή μπορεί να ληφθεί υπόψη (απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Tomra Systems κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑549/10 P, Συλλογή, EU:C:2012:221, σκέψεις 17 έως 21).

62      Για τους ίδιους λόγους, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία αμφισβητείται η αναγκαιότητα του μέτρου ελέγχου, με το αιτιολογικό ότι οι αναζητούμενες πληροφορίες έχουν δημόσιο χαρακτήρα ή ήταν ήδη στην κατοχή της Επιτροπής κατόπιν των απαντήσεων που έδωσε στις προηγούμενες ερωτήσεις της.

63      Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι οι εικαζόμενες παραβάσεις τις οποίες αφορούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις απορρέουν όλες από την πολιτική «peering» της προσφεύγουσας και ότι οι ιδιαιτερότητές της έχουν δημόσιο χαρακτήρα, αυτό δεν ισχύει για ενδεχόμενες προθέσεις περιορισμού του ανταγωνισμού οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην υιοθέτηση της πολιτικής αυτής. Δεδομένου ότι τα στοιχεία που θα συνιστούσαν ενδείξεις τέτοιων προθέσεων έχουν, ως εκ της φύσεώς τους, απόρρητο χαρακτήρα, είναι μάλλον απίθανο να μπορούσαν να διαφανούν από τις δημόσιες δηλώσεις πολιτικής της προσφεύγουσας και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορούσαν να προκύψουν από τις απαντήσεις της στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που της απηύθυνε η Επιτροπή.

64      Επομένως, κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή μπορούσε ευλόγως να κρίνει, κατά τις ημερομηνίες εκδόσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι δεν υφίστατο εναλλακτικό μέτρο λιγότερο επαχθές από το μέτρο ελέγχου. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν παραβίασε, υπό την οπτική αυτή, την αρχή της αναλογικότητας ούτε, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το καθήκον επιμέλειας.

65      Συνεπώς, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν αναζήτησε νέα στοιχεία

66      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή μπορεί βασίμως να αναζητήσει συμπληρωματικά στοιχεία μόνο σε σχέση με εκείνα που έχει ήδη στην κατοχή της. Προβάλλει ότι η Επιτροπή διενήργησε έρευνες των οποίων τα αποτελέσματα μπορούσαν να καταλήξουν μόνο σε έγγραφα που υπήρχαν ήδη στον φάκελο που είχε στην κατοχή της ή στον φάκελο της Αρχής, στον οποίο μπορούσε να έχει πρόσβαση. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας αυτής, προβάλλει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε, στο πλαίσιο των ερευνών της στους υπολογιστές που κατέσχεσε, λέξεις κλειδιά και κατέσχεσε έγγραφα που αφορούσαν τις απαντήσεις της σε ερωτήσεις της Αρχής, τις προγενέστερες αιτήσεις παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, καθώς και τη δέσμευση που είχε αναλάβει κατόπιν συμφωνίας με την Αρχή. Παρατηρεί επίσης ότι ο μόνος υπάλληλος που κλήθηκε επισήμως προς ακρόαση κατά τη διάρκεια της έρευνας είχε ήδη κληθεί από την Αρχή.

67      Έτσι, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον αναγκαίο χαρακτήρα των προσβαλλομένων αποφάσεων με το επιχείρημα ότι ο διεξαχθείς έλεγχος αφορούσε στοιχεία που είχε ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή ή τα οποία θα μπορούσε να έχει στην κατοχή της εάν εξέταζε τον φάκελο της Αρχής.

68      Κατ’ εφαρμογή της νομολογίας που αναφέρεται στη σκέψη 24 ανωτέρω, στην Επιτροπή εναπόκειται, καταρχήν, να εκτιμά αν ένα πληροφοριακό στοιχείο τής είναι απαραίτητο για να μπορέσει να εντοπίσει παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού και, ακόμη και στην περίπτωση που διαθέτει ήδη ενδείξεις ή και αποδεικτικά στοιχεία περί της υπάρξεως παραβάσεως, η Επιτροπή μπορεί νομίμως να διατάξει τη διενέργεια συμπληρωματικών ελέγχων που θα της παράσχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει με μεγαλύτερη ακρίβεια την έκταση ή τη διάρκεια της παραβάσεως αυτής.

69      Πάντως, αφενός, παρατηρείται ότι η προσφεύγουσα δεν ισχυρίσθηκε και δεν απέδειξε ότι ο έλεγχος συνίστατο κυρίως ή αποκλειστικά στην αναζήτηση στοιχείων σχετικών με τη διαδικασία ενώπιον της Αρχής και με τις απαντήσεις της στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα περιορίστηκε στο να παραθέσει ορισμένα παραδείγματα λέξεων κλειδιών και κατασχεθέντων εγγράφων, ενώ ο έλεγχος διήρκεσε τέσσερις περίπου μέρες και διενεργήθηκε σε πολλές εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας.

70      Αφετέρου, για λόγους παρόμοιους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 55 έως 61 ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή νομίμως μπορούσε να αναζητήσει πληροφορίες οι οποίες, μολονότι ήταν σχετικές με τη διαδικασία ενώπιον της Αρχής ή με τις απαντήσεις της προσφεύγουσας στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, δυσχερώς θα μπορούσαν, ως εκ της φύσεώς τους, να έχουν παρασχεθεί από την προσφεύγουσα, ιδίως επειδή θα συνεπάγονταν την ύπαρξη προθέσεως ή σχεδίου εκτόπισης των ανταγωνιστών.

71      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση αυτή και, ως εκ τούτου, και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου.

72      Εξάλλου, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 22 ανωτέρω, ένα μέτρο, ακόμη και αν είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη των θεμιτώς επιδιωκομένων σκοπών, δεν πρέπει να συνεπάγεται μειονεκτήματα δυσανάλογα προς τους εν λόγω σκοπούς. Ειδικότερα, από την παρατιθέμενη στη σκέψη 23 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι, στην περίπτωση αποφάσεως που διατάσσει τη διενέργεια ελέγχου, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας συνεπάγεται ότι τα σχεδιαζόμενα μέτρα δεν πρέπει να έχουν δυσανάλογες και μη αποδεκτές αρνητικές συνέπειες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους με τον οικείο έλεγχο σκοπούς.

73      Εν προκειμένω, από τα δικόγραφα της προσφεύγουσας δεν προκύπτει ότι αυτή αμφισβητεί την έκταση των δυσμενών συνεπειών που προκλήθηκαν από τον έλεγχο που διεξήχθη στις εγκαταστάσεις της. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η έκταση του εν λόγω ελέγχου και οι δυσμενείς συνέπειες που μπορεί να προκάλεσε, όπως παρατίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής, δηλαδή η διάρκεια των τεσσάρων ημερών σε τέσσερις εγκαταστάσεις, η επίσκεψη 18 γραφείων, η κατάσχεση 11 υπολογιστών και 5 κινητών τηλεφώνων, η ακρόαση ενός προσώπου και η ανάλυση και η ευρετηρίαση 34 μηνυμάτων του προσωπικού, καθώς και η εξέταση των αντιγράφων των σκληρών δίσκων στις εγκαταστάσεις της Επιτροπής παρουσία εκπροσώπων της προσφεύγουσας, δεν μπορούν, εν προκειμένω, να θεωρηθούν ως δυσανάλογες ενόψει των εικαζόμενων παραβάσεων που ερευνά η Επιτροπή.

74      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει, επομένως, να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από τον αυθαίρετο χαρακτήρα του μέτρου ελέγχου

75      Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να βεβαιωθεί ότι η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου δεν έχει αυθαίρετο χαρακτήρα και ότι η εξέταση αυτή πρέπει να συνίσταται στην εξακρίβωση του αρκούντως σοβαρού και εμπεριστατωμένου χαρακτήρα των ενδείξεων που είχε στην κατοχή της η Επιτροπή πριν από τη λήψη της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει επίσης ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει δεν είναι απαραίτητο να είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη σοβαρότητα των ενδείξεων που έχει στην κατοχή της η Επιτροπή προκειμένου να τα εξετάσει το Γενικό Δικαστήριο. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι τόσο το πανομοιότυπο των προσβαλλομένων αποφάσεων με την απόφαση της Αρχής όσο και η συμπεριφορά της Επιτροπής κατά την έρευνα —η οποία συνίστατο στη χρησιμοποίηση λέξεων κλειδιών σχετικών με τη διαδικασία ενώπιον της Αρχής— αποκαλύπτουν την ανυπαρξία σοβαρών και εμπεριστατωμένων ενδείξεων, πριν από τη λήψη του μέτρου ελέγχου. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, ήδη από το στάδιο του δικογράφου της προσφυγής, να εξακριβώσει τις ενδείξεις που είχε στην κατοχή της η Επιτροπή.

76      Πρώτον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η υποχρέωση, που της επιβάλλει το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, προσδιορισμού του αντικειμένου και του σκοπού του ελέγχου έχει χαρακτηριστεί από τη νομολογία ως θεμελιώδης προϋπόθεση προκειμένου, ιδίως, να καταφαίνεται η δικαιολογία της μελετώμενης παρεμβάσεως στο εσωτερικό των οικείων επιχειρήσεων. Δεύτερον, η Επιτροπή εκτιμά ότι η προσφεύγουσα δεν ζήτησε, με το δικόγραφο της προσφυγής, από το Γενικό Δικαστήριο να της επιβάλει την υποχρέωση να προσκομίσει τις ενδείξεις που είχε στην κατοχή της πριν από την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων. Η Επιτροπή προβάλλει ότι ένα τέτοιο αίτημα, όταν υποβάλλεται στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτο.

77      Όσον αφορά την απάντηση που πρέπει να δοθεί στον παρόντα λόγο ακυρώσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία δυνάμει του κανονισμού 1/2003 διαιρείται σε δύο διαφορετικά και διαδοχικά στάδια εκ των οποίων το καθένα έχει τη δική του εσωτερική λογική, και ειδικότερα, αφενός, στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως και, αφετέρου, στο κατ’ αντιπαράθεση στάδιο. Το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, κατά το οποίο η Επιτροπή κάνει χρήση της προβλεπόμενης από τον κανονισμό 1/2003 εξουσίας έρευνας και το οποίο εκτείνεται έως την ανακοίνωση των αιτιάσεων, σκοπό έχει να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συλλέξει όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την εξακρίβωση ή μη της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού και να λάβει μια πρώτη θέση για την κατεύθυνση και τη συνέχεια της διαδικασίας. Αντιθέτως, το κατ’ αντιπαράθεση στάδιο, το οποίο εκτείνεται από την ανακοίνωση των αιτιάσεων μέχρι την έκδοση της τελικής αποφάσεως, παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λάβει οριστική θέση επί της προβαλλομένης παραβάσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:620, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 8ης Ιουλίου 2008, AC-Treuhand κατά Επιτροπής, T‑99/04, Συλλογή, EU:T:2008:256, σκέψη 47).

78      Αφενός, το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως αρχίζει την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή, κατ’ ενάσκηση των εξουσιών που της παρέχουν τα άρθρα 18 και 20 του κανονισμού 1/2003, λαμβάνει μέτρα με τα οποία διατυπώνεται ουσιαστικά η αιτίαση ότι έχει διαπραχθεί παράβαση και τα οποία έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην κατάσταση των επιχειρήσεων κατά των οποίων στρέφονται οι υπόνοιες. Αφετέρου, μόλις κατά το στάδιο της κατ’ αντιπαράθεση διοικητικής διαδικασίας λαμβάνει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση γνώση, μέσω της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, των ουσιωδών στοιχείων στα οποία έχει στηριχθεί η Επιτροπή στο στάδιο αυτό της διαδικασίας και αποκτά δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο προς εξασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων της άμυνας. Επομένως, μόνον κατόπιν της αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων μπορεί η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά της άμυνας. Πράγματι, αν η ισχύς των δικαιωμάτων αυτών εκτεινόταν στον χρόνο προ της αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, θα θιγόταν η αποτελεσματικότητα της έρευνας της Επιτροπής, καθόσον η ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα ήταν, ήδη κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, σε θέση να προσδιορίσει ποιες πληροφορίες είναι γνωστές στην Επιτροπή και, συνεπώς, ποιες πληροφορίες μπορεί ακόμη να αποκρύψει από την Επιτροπή (βλ., συναφώς, απόφαση AC-Treuhand κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, EU:T:2008:256, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79      Εντούτοις, τα μέτρα διεξαγωγής έρευνας που λαμβάνει η Επιτροπή κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, ιδίως τα μέτρα προς εξακρίβωση στοιχείων και οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ισοδυναμούν, ως εκ της φύσεώς τους, με τη διατύπωση αιτιάσεως περί παραβάσεως και ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην κατάσταση των επιχειρήσεων κατά των οποίων στρέφονται οι υπόνοιες. Επομένως, πρέπει να αποφεύγεται η ανεπανόρθωτη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά το στάδιο αυτό της διοικητικής διαδικασίας, δεδομένου ότι τα λαμβανόμενα μέτρα διεξαγωγής έρευνας ενδέχεται να έχουν καθοριστική σημασία για την απόδειξη του παράνομου χαρακτήρα ενεργειών συγκεκριμένης επιχειρήσεως οι οποίες είναι ικανές να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη της επιχειρήσεως αυτής (απόφαση AC-Treuhand κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, EU:T:2008:256, σκέψεις 50 και 51· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής, 46/87 και 227/88, Συλλογή, EU:C:1989:337, σκέψη 15, και Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, EU:C:2011:620, σκέψεις 116 και 117 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση που επιβάλλει στην Επιτροπή το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 να προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου συνιστά, στην πράξη, θεμελιώδη εγγύηση των δικαιωμάτων άμυνας των οικείων επιχειρήσεων και, συνεπώς, το εύρος της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των αποφάσεων με τις οποίες διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου δεν πρέπει να περιορίζεται για λόγους που αφορούν την αποτελεσματικότητα της έρευνας. Συναφώς, καίτοι είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται ούτε να κοινοποιεί στον αποδέκτη μιας τέτοιας αποφάσεως όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της σχετικά με τις φερόμενες παραβάσεις ούτε να καθορίζει επακριβώς την οικεία αγορά ούτε να προβαίνει σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω παραβάσεων ούτε να αναφέρεται στην περίοδο κατά την οποία διεπράχθησαν οι παραβάσεις αυτές, εντούτοις οφείλει, αντιθέτως, να προσδιορίζει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τις υποψίες των οποίων τη βασιμότητα πρόκειται να εξακριβώσει, ήτοι το αντικείμενο της έρευνας και τα στοιχεία του ελέγχου (βλ., συναφώς, αποφάσεις Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 79 ανωτέρω, EU:C:1989:337, σκέψη 41· της 17ης Οκτωβρίου 1989, Dow Benelux κατά Επιτροπής, 85/87, Συλλογή, EU:C:1989:379, σκέψη 10, και Roquette Frères, σκέψη 23 ανωτέρω, EU:C:2002:603, σκέψη 48).

81      Κατόπιν των ανωτέρω, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή, στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, να επισημάνει, πέραν των εικαζόμενων παραβάσεων τις οποίες ερευνά, τις ενδείξεις, δηλαδή τα στοιχεία που την έχουν οδηγήσει στην εξέταση του ενδεχομένου παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Πράγματι, η υποχρέωση αυτή θα μπορούσε να κλονίσει την ισορροπία που έχει καθιερώσει η νομολογία μεταξύ, αφενός, της διαφυλάξεως της αποτελεσματικότητας της έρευνας και, αφετέρου, της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως.

82      Εντούτοις, από τα προεκτεθέντα δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή, πριν την έκδοση αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, δεν πρέπει να έχει στην κατοχή της στοιχεία που την κατευθύνουν στην εξέταση του ενδεχομένου παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

83      Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι η ανάγκη προστασίας από παρεμβάσεις της δημόσιας αρχής στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας ενός προσώπου, φυσικού ή νομικού, που είναι αυθαίρετες ή δυσανάλογα επαχθείς συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις Roquette Frères, σκέψη 23 ανωτέρω, EU:C:2002:603, σκέψη 27· της 14ης Νοεμβρίου 2012, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, T‑135/09, Συλλογή, EU:T:2012:596, σκέψη 40, και Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi Energia κατά Επιτροπής, T‑140/09, EU:T:2012:597, σκέψη 35).

84      Πάντως, για την τήρηση της προμνησθείσας γενικής αρχής, η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου πρέπει να αποσκοπεί στη συλλογή των στοιχείων τεκμηριώσεως που είναι απαραίτητα για την εξακρίβωση του υποστατού και της εκτάσεως ορισμένης πραγματικής και νομικής καταστάσεως, για την οποία η Επιτροπή διαθέτει ήδη πληροφορίες που αποτελούν αρκούντως σοβαρές ενδείξεις θεμελιώνουσες υπόνοιες ότι η οικεία επιχείρηση παρέβη τους κανόνες ανταγωνισμού (αποφάσεις Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, EU:T:2012:596, σκέψη 43, και Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi Energia κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, EU:T:2012:597, σκέψη 38· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, κατ’ αναλογία, απόφαση Roquette Frères, σκέψη 23 ανωτέρω, EU:C:2002:603, σκέψεις 54 και 55).

85      Όσον αφορά, πρώτον, το παραδεκτό του αιτήματος που υπέβαλε η προσφεύγουσα ζητώντας από το Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει τα στοιχεία που είχε στην κατοχή της η Επιτροπή, το οποίο αμφισβήτησε η Επιτροπή με το επιχείρημα ότι υποβλήθηκε για πρώτη φορά στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, από την παρατιθέμενη στη σκέψη 45 ανωτέρω νομολογία προκύπτει βεβαίως ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, όμως, ισχυρισμός ή επιχείρημα που αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον ισχυρισμό αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός.

86      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι η προσφεύγουσα δεν ζήτησε ρητώς από το Γενικό Δικαστήριο, με το δικόγραφο της προσφυγής, να εξακριβώσει τα στοιχεία που είχε στην κατοχή της η Επιτροπή, από το πλαίσιο της αναπτύξεως του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, και ειδικότερα από τα σημεία 98 έως 103 του δικογράφου της προσφυγής, συνάγεται κατά λογική αναγκαιότητα ότι σε αυτό κατέτεινε η επιχειρηματολογία της. Περαιτέρω, το αίτημα που περιλαμβάνεται σαφέστερα στα σημεία 67 έως 72 του υπομνήματος απαντήσεως συνδέεται στενά με τις διευκρινίσεις που περιλαμβάνονται στα σημεία 98 έως 103 του δικογράφου της προσφυγής. Επομένως, εν πάση περιπτώσει, το αίτημα που περιλαμβάνεται ρητώς στο υπόμνημα απαντήσεως συνιστά περαιτέρω ανάπτυξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και είναι ως εκ τούτου παραδεκτό.

87      Όσον αφορά, δεύτερον, το αν πρέπει να γίνει δεκτό, εν προκειμένω, το αίτημα της προσφεύγουσας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η εξακρίβωση αν η Επιτροπή έχει στην κατοχή της, πριν από την έκδοση αποφάσεως περί ελέγχου, αρκούντως σοβαρές ενδείξεις θεμελιώνουσες υπόνοιες ότι η οικεία επιχείρηση παρέβη τους κανόνες ανταγωνισμού δεν αποτελεί τον μόνο τρόπο που παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να βεβαιωθεί ότι η εν λόγω απόφαση δεν έχει αυθαίρετο χαρακτήρα.

88      Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει αναγκαίο να προβεί στην εξακρίβωση αυτή μόνον όταν έχει υποβληθεί στην κρίση του σχετικό αίτημα και όταν οι επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθύνεται η απόφαση βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 προβάλλουν ορισμένα στοιχεία που ενδέχεται να δημιουργούν αμφιβολίες για τον αρκούντως σοβαρό χαρακτήρα των ενδείξεων που διέθετε η Επιτροπή προκειμένου να εκδώσει την εν λόγω απόφαση (βλ., συναφώς, αποφάσεις Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, EU:T:2012:596, σκέψη 72, και Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi Energia κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, EU:T:2012:597, σκέψη 70· βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2014, Cementos Portland Valderrivas κατά Επιτροπής, T‑296/11, Συλλογή, EU:T:2014:121, σκέψη 42).

89      Αφετέρου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, επίσης, μέσω του ελέγχου της αιτιολογίας μιας αποφάσεως δύναται ο δικαστής να διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της προστασίας από τις αυθαίρετες και τις δυσανάλογα επαχθείς παρεμβάσεις, καθόσον η εν λόγω αιτιολογία παρέχει τη δυνατότητα να καταδειχθεί ότι ο σχεδιαζόμενος έλεγχος εντός των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων είναι δικαιολογημένος (αποφάσεις Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 79 ανωτέρω, EU:C:1989:337, σκέψη 29· Roquette Frères, σκέψη 23 ανωτέρω, EU:C:2002:603, σκέψη 47· France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, EU:T:2007:80, σκέψη 57).

90      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 ορίζει τα κρίσιμα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιέχει η απόφαση που διατάσσει τη διενέργεια ελέγχου, επιβάλλοντας, μεταξύ άλλων, στην Επιτροπή την υποχρέωση να προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό του διαταχθέντος ελέγχου. Βάσει της υποχρεώσεως αυτής, όπως προκύπτει από την παρατιθέμενη στη σκέψη 80 ανωτέρω νομολογία, στην Επιτροπή εναπόκειται να προσδιορίζει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τις υποψίες των οποίων τη βασιμότητα πρόκειται να εξακριβώσει, ήτοι το αντικείμενο της έρευνας και τα στοιχεία του ελέγχου.

91      Επομένως, οσάκις το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι οι υποψίες των οποίων τη βασιμότητα πρόκειται να εξακριβώσει η Επιτροπή και τα στοιχεία του ελέγχου προσδιορίζονται με επαρκή σαφήνεια μπορεί να συναγάγει ότι η απόφαση περί της διενέργειας ελέγχου δεν έχει αυθαίρετο χαρακτήρα, χωρίς να απαιτείται να εξακριβώσει πράγματι το περιεχόμενο των ενδείξεων που είχε στην κατοχή της η Επιτροπή κατά την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως.

92      Διαπιστώνεται ότι αυτό ισχύει όσον αφορά τις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις τους 3 έως 10, οι οποίες παρατίθενται στη σκέψη 6 ανωτέρω, το είδος των εικαζόμενων περιορισμών του ανταγωνισμού προσδιορίζεται αρκούντως σαφώς και λεπτομερώς. Πρόκειται για πιθανές παραβάσεις του άρθρου 102 ΣΛΕΕ λόγω πρακτικών που συνίστανται, αφενός, στον περιορισμό της πρόσβασης στα δίκτυα της προσφεύγουσας («tromboning», συμφόρηση θυρών και περιορισμοί στη διάδοση δρομολόγησης) και, αφετέρου, σε χρέωση της πρόσβασης στα εν λόγω δίκτυα (χρέωση για την παροχή πρόσθετης χωρητικότητας, περιοριστικές στατιστικές αναφορές κίνησης και συμπίεση των περιθωρίων κέρδους). Περαιτέρω, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αναφέρουν με σαφήνεια τον λόγο για τον οποίο η συμπεριφορά της προσφεύγουσας μπορεί να εμπίπτει σε καθεμία από τις πρακτικές για τις οποίες υφίστανται υπόνοιες.

93      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο είναι σε θέση να συναγάγει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν έχουν αυθαίρετο χαρακτήρα στηριζόμενο μόνο στην αιτιολογία των προσβαλλομένων αποφάσεων, χωρίς να απαιτείται να προβεί σε εξέταση των ενδείξεων που είχε στην κατοχή της η Επιτροπή κατά την ημερομηνία της εκδόσεώς τους.

94      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

95      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Orange στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Νοεμβρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.