Language of document : ECLI:EU:T:2008:595

Υποθέσεις T-211/04 και T-215/04

Government of Gibraltar και Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Καθεστώς ενισχύσεων που κοινοποίησε το Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με τη μεταρρύθμιση του φόρου εισοδήματος εταιριών από την Κυβέρνηση του Γιβραλτάρ – Απόφαση με την οποία το καθεστώς ενισχύσεων κρίθηκε ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά – Περιφερειακή επιλεκτικότητα – Ουσιαστική επιλεκτικότητα»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Φορολογικό μέτρο θεσπισθέν από περιφερειακή αρχή

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Παρέκκλιση από το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό καθεστώς

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

1.      Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ επιβάλλει να εξακριβώνεται αν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Η ίδια ανάλυση επιβάλλεται και όταν πρόκειται για μέτρο που έχει θεσπιστεί όχι από τον εθνικό νομοθέτη, αλλά από περιφερειακή αρχή, καθόσον μέτρο θεσπιζόμενο από οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως και όχι από την κεντρική κυβέρνηση μπορεί να αποτελεί ενίσχυση εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής. Ο καθορισμός του πλαισίου αναφοράς έχει αυξημένη σημασία στις περιπτώσεις φορολογικών μέτρων, καθόσον η ίδια η ύπαρξη πλεονεκτήματος μπορεί να προσδιοριστεί μόνο σε σχέση προς την «κανονική» φορολογία. Ο κανονικός φορολογικός συντελεστής είναι ο συντελεστής που ισχύει στη γεωγραφική ζώνη που αποτελεί το πλαίσιο αναφοράς.

Επομένως, για να εκτιμηθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας μέτρου θεσπισθέντος από περιφερειακή αρχή με σκοπό να καθορίσει, σε ένα μόνο μέρος του εδάφους κράτους μέλους, μειωμένο φορολογικό συντελεστή σε σχέση με τον ισχύοντα στο λοιπό κράτος μέλος, πρέπει, πρώτον, να εξετασθεί αν το εν λόγω μέτρο σχεδιάστηκε από μια περιφερειακή ή τοπική αρχή η οποία, από συνταγματικής απόψεως, υπόκειται σε πολιτικό και διοικητικό καθεστώς διακρινόμενο από αυτό της κεντρικής κυβερνήσεως, δεύτερον, αν σχεδιάστηκε χωρίς η κεντρική κυβέρνηση να έχει παρέμβει άμεσα προς καθορισμό του περιεχομένου της και, τρίτον, αν οι χρηματοοικονομικές συνέπειες της θεσπίσεως του μέτρου αυτού για την περιφερειακή αρχή αντισταθμίζονται με μεταφορές πόρων ή επιδοτήσεις από άλλες περιφέρειες ή από την κεντρική κυβέρνηση του οικείου κράτους μέλους.

(βλ. σκέψεις 78-80, 86)

2.      Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ επιβάλλει να καθοριστεί αν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Ο χαρακτηρισμός ενός φορολογικού μέτρου ως επιλεκτικού εκ μέρους της Επιτροπής προϋποθέτει κατ’ ανάγκη, πρώτον, τον εκ των προτέρων προσδιορισμό και την εξέταση εκ μέρους της του κοινού ή «κανονικού» φορολογικού συστήματος που εφαρμόζεται στη γεωγραφική ζώνη που αποτελεί το κρίσιμο πλαίσιο αναφοράς. Δεύτερον, σε σχέση με αυτό το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό καθεστώς πρέπει η Επιτροπή να εκτιμήσει και να στοιχειοθετήσει τον ενδεχομένως επιλεκτικό χαρακτήρα του πλεονεκτήματος που χορηγεί το επίμαχο φορολογικό μέτρο αποδεικνύοντας ότι το εν λόγω μέτρο παρεκκλίνει του κοινού αυτού συστήματος, καθόσον το μέτρο αυτό διαφοροποιεί τους επιχειρηματίες οι οποίοι βρίσκονται, από απόψεως του σκοπού του φορολογικού συστήματος του οικείου κράτους μέλους, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

Στην περίπτωση που η Επιτροπή εξέτασε και απέδειξε, στο πλαίσιο των δύο πρώτων σταδίων της εκτιμήσεώς της, την ύπαρξη παρεκκλίσεων από το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό καθεστώς, με συνέπεια τη διαφοροποίηση των επιχειρήσεων, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η διαφοροποίηση αυτή δεν είναι παρ’ όλ’ αυτά επιλεκτική, όταν προκύπτει από τη φύση ή την οικονομία του φορολογικού συστήματος στο οποίο εντάσσεται. Συγκεκριμένα, στην υποθετική αυτή περίπτωση, η Επιτροπή πρέπει να εξακριβώσει, τρίτον, εάν το επίμαχο κρατικό μέτρο έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, όταν χορηγεί πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις οι οποίες μπορεί να το επικαλεστούν. Συναφώς, λαμβανομένου υπόψη ότι οι προβλεπόμενες διαφοροποιήσεις έχουν χαρακτήρα εξαίρεσης και είναι a priori επιλεκτικές σε σχέση με το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό σύστημα, απόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι το μέτρο αυτό απορρέει ευθέως από τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού του συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των στόχων τους οποίους έχει οριστεί να υπηρετεί ένα ειδικό φορολογικό καθεστώς και οι οποίοι είναι εξωγενείς σε σχέση προς το σύστημα αυτό και, αφετέρου, των μηχανισμών που είναι συμφυείς με το ίδιο το φορολογικό σύστημα και οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των στόχων αυτών.

Σε περίπτωση που η Επιτροπή έχει παραλείψει το πρώτο και δεύτερο στάδιο ελέγχου του επιλεκτικού χαρακτήρα ενός μέτρου, δεν μπορεί να προχωρήσει στο τρίτο και τελευταίο στάδιο της εκτιμήσεώς της, ειδάλλως θα υπερβεί τα όρια του ελέγχου αυτού. Συγκεκριμένα, η προσέγγιση αυτή δύναται, αφενός, να δώσει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να υποκαταστήσει το κράτος μέλος όσον αφορά τον καθορισμό του φορολογικού του συστήματος και του κοινού ή «κανονικού» κοινού καθεστώτος του, περιλαμβανομένων, όσον αφορά τους στόχους του, των συμφυών για την επίτευξη των στόχων αυτών μηχανισμών και των φορολογικών βάσεων και, αφετέρου, να θέσει κατ’ αυτόν τον τρόπο το κράτος μέλος σε αδυναμία να δικαιολογήσει τις επίμαχες διαφοροποιήσεις από τη φύση και την οικονομία του κοινοποιηθέντος φορολογικού συστήματος, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει προηγουμένως προσδιορίσει το κοινό ή «κανονικό» καθεστώς του κράτους μέλους ούτε αποδείξει ότι οι εν λόγω διαφοροποιήσεις αποτελούν εξαιρέσεις.

(βλ. σκέψεις 141,143-145)