Language of document : ECLI:EU:C:2012:684

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 6ης Νοεμβρίου 2012 (*)

«Εκπροσώπηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώπιον εθνικών δικαστηρίων – Άρθρα 282 ΕΚ και 335 ΣΛΕΕ – Αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη η Ένωση εξαιτίας συμπράξεως – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη – Δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο – Ισότητα των όπλων – Άρθρο 16 του κανονισμού 1/2003»

Στην υπόθεση C‑199/11,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το rechtbank van koophandel te Brussel (Βέλγιο) με απόφαση της 18ης Απριλίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Απριλίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Europese Gemeenschap

κατά

Otis NV,

General Technic-Otis Sàrl,

Kone Belgium NV,

Kone Luxembourg Sàrl,

Schindler NV,

Schindler Sàrl,

ThyssenKrupp Liften Ascenseurs NV,

ThyssenKrupp Ascenseurs Luxembourg Sàrl,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, A. Tizzano, R. Silva de Lapuerta, L. Bay Larsen, A. Rosas, E. Jarašiūnas προέδρους τμήματος, E. Levits, A. Ó Caoimh, J.‑C. Bonichot, A. Arabadjiev (εισηγητή), A. Prechal, και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Μαρτίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Otis NV, εκπροσωπούμενη από τους H. Speyart, S. Brijs και G. Borremans, advocaten,

–        η Kone Belgium NV, εκπροσωπούμενη από τον D. Paemen, avocat, D. Vermeiren, advocaat, και T. Vinje, solicitor,

–        η Schindler NV, εκπροσωπούμενη από τον P. Wytinck, advocaat,

–        η ThyssenKrupp Liften Ascenseurs NV, εκπροσωπούμενη από τους O. Brouwer, N. Lorjé και A. Pliego Selie, advocaten,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον H. Krämer και την C. ten Dam,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον B. Driessen,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιουνίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 282 ΕΚ, 335 ΣΛΕΕ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και των άρθρων 103 και 104 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1995/2006 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ L 390, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Europese Gemeenschap (Ευρωπαϊκής Κοινότητας), εκπροσωπούμενης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και των Otis NV, Kone Belgium NV, Schindler NV, ThyssenKrupp Liften Ascenseurs NV, General TechniC‑Otis Sàrl, Kone Luxembourg Sàrl, Schindler Sàrl και ThyssenKrupp Ascenseurs Luxembourg Sàrl, κατασκευαστών ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων, με αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε εξαιτίας παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ στην οποία υπέπεσαν οι ως άνω εταιρίες.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκaιο της Ένωσης

 Οι Συνθήκες

3        Το άρθρο 282 ΕΚ όριζε:

«Η Κοινότητα έχει σε κάθε κράτος μέλος την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται από τις εθνικές νομοθεσίες στα νομικά πρόσωπα· δύναται ιδίως να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου. Προς το σκοπό αυτόν η Κοινότητα αντιπροσωπεύεται από την Επιτροπή.»

4        Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΛΕΕ την 1η Δεκεμβρίου 2009, το άρθρο 282 ΕΚ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 335 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει ως εξής:

«Η Ένωση έχει σε κάθε κράτος μέλος την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται από τις εθνικές νομοθεσίες στα νομικά πρόσωπα δύναται ιδίως να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου. Προς τον σκοπό αυτόν, η Ένωση αντιπροσωπεύεται από την Επιτροπή. Ωστόσο, η Ένωση αντιπροσωπεύεται από το κάθε θεσμικό όργανο, δυνάμει της διοικητικής αυτονομίας του, για τα θέματα που αφορούν την αντίστοιχη λειτουργία του.»

5        Το άρθρο 339 ΣΛΕΕ ορίζει:

«Τα μέλη των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, τα μέλη των επιτροπών, καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης οφείλουν, και μετά τη λήξη της υπηρεσιακής τους σχέσεως, να μη μεταδίδουν πληροφορίες που αποτελούν εκ φύσεως επαγγελματικά απόρρητα, ιδίως πληροφορίες σχετικές με επιχειρήσεις που αφορούν τις εμπορικές τους σχέσεις και τα κοστολογικά τους στοιχεία.»

6        Το άρθρο 47 ΣΕΕ έχει ως εξής:

«Η Ένωση έχει νομική προσωπικότητα.»

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003

7        Κατά την αιτιολογική σκέψη 37 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ L 1, σ. 1):

«Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ειδικότερα, από τον [Χάρτη]. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με αυτά τα δικαιώματα και τις αρχές.»

8        Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Ομοιόμορφη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού», ορίζει:

«Όταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 [ΕΚ], οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή. Πρέπει επίσης να αποφεύγουν να λαμβάνουν αποφάσεις που ενδέχεται να συγκρούονται με απόφαση την οποία σκοπεύει να λάβει η Επιτροπή κατά διαδικασία που έχει κινήσει. Προς το σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει μήπως πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία του. Η υποχρέωση αυτή δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις δυνάμει του άρθρου 234 [ΕΚ].»

9        Κατά το άρθρο 28 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Επαγγελματικό απόρρητο»:

«1.      Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων 12 και 15, οι πληροφορίες που συλλέγονται δυνάμει των άρθρων 17 έως 22 επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο συγκεντρώθηκαν.

2.      Με την επιφύλαξη της ανταλλαγής και της χρησιμοποίησης πληροφοριών, οι οποίες προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 11, 12, 14, 15 και 27, η Επιτροπή και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών, οι υπάλληλοί τους, το λοιπό προσωπικό τους και τα άλλα πρόσωπα που εργάζονται υπό την εποπτεία των εν λόγω αρχών, καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό άλλων αρχών των κρατών μελών οφείλουν να μην δημοσιοποιούν τα στοιχεία που συγκεντρώνουν ή ανταλλάσσουν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και τα οποία, ως εκ της φύσεώς τους, καλύπτονται από την υποχρέωση του επαγγελματικού απόρρητου. Η υποχρέωση αυτή ισχύει επίσης για όλους τους αντιπροσώπους και εμπειρογνώμονες των κρατών μελών που συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της συμβουλευτικής επιτροπής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14.»

 Ο δημοσιονομικός κανονισμός

10      Κατά το άρθρο 50 του δημοσιονομικού κανονισμού, η Επιτροπή αναγνωρίζει στα λοιπά όργανα τις αρμοδιότητες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των τμημάτων του προϋπολογισμού που τους αντιστοιχούν.

11      Κατά το άρθρο 59 του κανονισμού αυτού:

«1.       Καθήκοντα διατάκτη ασκεί το όργανο.

[...]

2.      Κάθε όργανο καθορίζει στους εσωτερικούς διοικητικούς κανόνες του τους υπαλλήλους του ενδεδειγμένου επιπέδου στους οποίους μεταβιβάζει αρμοδιότητες διατάκτη υπό τους όρους που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό του, την έκταση των μεταβιβαζόμενων αρμοδιοτήτων και τη δυνατότητα των εξουσιοδοτουμένων να μεταβιβάζουν περαιτέρω τις αρμοδιότητές τους.

[...]»

12      Κατά το άρθρο 60, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, ο διατάκτης αναλαμβάνει σε καθένα από τα όργανα την εκτέλεση των εσόδων και των δαπανών σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και τη διασφάλιση της νομιμότητας και της κανονικότητάς τους.

13      Το άρθρο 103 του κανονισμού αυτού ορίζει:

«Οσάκις αποδεικνύεται ότι η διαδικασία ανάθεσης εμφανίζει ουσιώδη σφάλματα, παρατυπίες ή απάτη, τα κοινοτικά όργανα αναστέλλουν τη διαδικασία και μπορούν να λάβουν κάθε αναγκαίο μέτρο, συμπεριλαμβανόμενης της ακύρωσης της διαδικασίας.

Οσάκις, μετά την ανάθεση της σύμβασης, αποδεικνύεται ότι η διαδικασία ανάθεσης ή η εκτέλεση της σύμβασης εμφάνισε ουσιώδη σφάλματα, παρατυπίες ή απάτη, τα κοινοτικά όργανα μπορούν είτε να μη συνάψουν τη σύμβαση είτε να αναστείλουν την εκτέλεση της σύμβασης ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να την καταγγείλουν.

Οσάκις τα σφάλματα, οι παρατυπίες ή η απάτη οφείλονται σε υπαιτιότητα του αντισυμβαλλομένου, τα κοινοτικά όργανα μπορούν επιπλέον να αρνηθούν πληρωμές ή να ανακτήσουν ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί, ή και να καταγγείλουν όλες τις συμβάσεις που έχουν συνάψει με τον εμπλεκόμενο αντισυμβαλλόμενο, κατ’ αναλογία προς τη σοβαρότητα των σφαλμάτων, των παρατυπιών ή της απάτης.»

14      Το άρθρο 104 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει:

«Τα κοινοτικά όργανα θεωρούνται ως αναθέτουσες αρχές για τις συμβάσεις που συνάπτουν για ίδιο λογαριασμό. [...]»

 Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των δικαστηρίων των κρατών μελών της ΕΕ κατά την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 ΕΚ

15      Κατά το σημείο 26 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των δικαστηρίων των κρατών μελών της ΕΕ κατά την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 ΕΚ (ΕΕ 2004, C 101, σ. 54), «η Επιτροπή δεν θα αποστείλει σε εθνικό δικαστήριο πληροφορίες που τις παρασχέθηκαν εκουσίως από αιτούντα επιείκεια χωρίς τη συναίνεσή του».

 Το βελγικό δίκαιο

16      Το άρθρο 17 του δικονομικού κώδικα:

«Η αγωγή είναι απαράδεκτη αν ο ενάγων δεν έχει ικανότητα διαδίκου και έννομο συμφέρον.»

17      Το άρθρο 1382 του Αστικού Κώδικα προβλέπει:

«Όποιος ζημιώσει άλλον υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Ιστορικό της υποθέσεως της κύριας δίκης

18      Αφού έγινε αποδέκτρια πολλών καταγγελιών, η Επιτροπή άρχισε το 2004 έρευνα για να διαπιστωθεί αν οι τέσσερις κύριοι Ευρωπαίοι κατασκευαστές ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων, ήτοι οι Otis, Kone, Schindler και ThyssenKrupp, ακολουθούν πρακτικές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Η έρευνα ολοκληρώθηκε με την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Υπόθεση COMP/E-1/38.823 – Ανελκυστήρες και κυλιόμενες κλίμακες [C(2007) 512 τελικό] (στο εξής: απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2007).

19      Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι επιχειρήσεις προς τις οποίες αυτή απευθύνεται, περιλαμβανομένων των εναγομένων της κύριας δίκης, είχαν παραβεί το άρθρο 81 ΕΚ, κατανέμοντας μεταξύ τους τις δημόσιες και άλλες συμβάσεις στο Βέλγιο, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες, με σκοπό τον καταμερισμό των αγορών και τον καθορισμό τιμών, συμφωνώντας να εφαρμόσουν μηχανισμό αποζημιώσεως σε ορισμένες περιπτώσεις, ανταλλάσσοντας πληροφορίες για τον όγκο των πωλήσεων και τις τιμές, και συμμετέχοντας σε τακτικές συναντήσεις και άλλες επαφές για τη συμφωνία και την εφαρμογή των ανωτέρω περιορισμών. Για τις παραβάσεις αυτές η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα συνολικού ύψους άνω των 992 εκατομμυρίων ευρώ.

20      Διάφορες εταιρίες, μεταξύ αυτών και οι εναγόμενες της κύριας δίκης, προσέφυγαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως αυτής.

21      Με αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2011, T‑138/07, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑4819), T‑141/07, T‑142/07, T‑145/07 και T‑146/07, General TechniC‑Otis κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑4977), T‑144/07, T‑147/07 έως T‑150/07 και T‑154/07, ThyssenKrupp Liften Ascenseurs κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑5129), και T‑151/07, Kone κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑5313), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές αυτές, πλην αυτών που είχαν ασκηθεί από τις εταιρίες του ομίλου ThyssenKrupp, τις οποίες δέχθηκε εν μέρει όσον αφορά το ύψος του προστίμου.

22      Οι ως άνω εταιρίες άσκησαν κατόπιν αιτήσεις αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο των υποθέσεων C‑493/11 P, C‑494/11 P, C‑501/11 P, C‑503/11 P έως 506/11 P, C‑510/11 P, C‑516/11 P και C‑519/11 P. Με διατάξεις της 24ης Απριλίου και της 8ης Μαΐου 2012 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέγραψε από το πρωτόκολλο του Δικαστηρίου τις υποθέσεις C‑503/11 P έως 506/11 P, C‑516/11 P και C‑519/11 P. Με διατάξεις της 15ης Ιουνίου 2012, επί των υποθέσεων C‑493/11 P, United Technologies κατά Επιτροπής, και C‑494/11 P, Otis Luxembourg κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις αυτές. Οι υποθέσεις C‑501/11 P και C‑510/11 P εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου.

 Η διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου

23      Με δικόγραφο της 20ής Ιουνίου 2008 η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, νυν Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, με κύριο αίτημα να υποχρεωθούν οι εναγόμενες της κύριας δίκης να καταβάλουν στην Ένωση το ποσό των 7 061 688 ευρώ (πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων) ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη η Ένωση εξαιτίας των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικών που διαπιστώθηκαν με την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2007. Συγκεκριμένα, η Ένωση είχε συνάψει με τις εναγόμενες της κύριας δίκης διάφορες δημόσιες συμβάσεις, με αντικείμενο την εγκατάσταση, συντήρηση και ανακαίνιση ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων σε διάφορα κτίρια του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της Επιτροπής των Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Υπηρεσίας Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο. Επικουρικώς, η Ένωση ζήτησε να διοριστεί πραγματογνώμονας, προκειμένου να προσδιοριστεί, μεταξύ άλλων, το σύνολο της προκληθείσας ζημίας.

24      Οι εναγόμενες της κύριας δίκης αμφισβητούν την ικανότητα της Επιτροπής να εκπροσωπεί την Ένωση χωρίς ρητή προς τούτο εντολή των λοιπών οργάνων της Ένωσης που φέρονται να έχουν ζημιωθεί από την επίμαχη παράβαση. Προέβαλαν, ακόμη, παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας του δικαστή και της ισότητας των όπλων, λόγω της ιδιαίτερης θέσεως που κατέχει η Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 16 του κανονισμού 1/2003, η απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2007 είναι δεσμευτική για το αιτούν δικαστήριο, παραβιάζεται και η αρχή ότι ουδείς δικάζει υπόθεση που τον αφορά (nemo judex in sua causa).

25      Το αιτούν δικαστήριο έκρινε εαυτό αναρμόδιο όσον αφορά τη ζημία που προκλήθηκε από τις εδρεύουσες στο Λουξεμβούργο εναγόμενες της κύριας δίκης.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το rechtbank van koophandel te Brussel αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      α)      Η Συνθήκη ορίζει στο άρθρο 282, νυν άρθρο 335 ΣΛΕΕ, ότι η Ένωση αντιπροσωπεύεται από την Επιτροπή. Το άρθρο 335 [ΣΛΕΕ], αφενός, και τα άρθρα 103 και 104 του δημοσιονομικού κανονισμού, αφετέρου, ορίζουν ότι, ως προς τα διοικητικά ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία τους, η Ένωση αντιπροσωπεύεται από τα αντίστοιχα θεσμικά όργανα, οπότε ενδεχομένως τα θεσμικά όργανα είναι εκείνα που μπορούν, είτε αποκλειστικά είτε όχι να παραστούν ενώπιον δικαστηρίου. Δεν αμφισβητείται ότι η λήψη από εργολήπτες κ.λπ. υπερβολικά υψηλών τιμών, συνεπεία της δημιουργίας συμπράξεως, εμπίπτει στην έννοια της απάτης. Στο βελγικό εθνικό δίκαιο ισχύει η αρχή “Lex specialis generalibus derogat”. Στον βαθμό που η εν λόγω αρχή του δικαίου γίνεται δεκτή και στο ευρωπαϊκό δίκαιο, δεν θα έπρεπε η πρωτοβουλία για την άσκηση αγωγών να ανήκει (εκτός από τις περιπτώσεις που η ίδια η Επιτροπή ήταν η αναθέτουσα αρχή) στα περί ων πρόκειται θεσμικά όργανα;

      β)      (Επικουρικό ερώτημα) Δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να έχει λάβει η Επιτροπή από τα θεσμικά όργανα εντολή εκπροσωπήσεώς τους για την προάσπιση των συμφερόντων τους ενώπιον της δικαιοσύνης;

2)      α)      Ο Χάρτης […] στο άρθρο του 47 και η Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών [στο εξής: ΕΣΔΑ] στο άρθρο της 6, παράγραφος 1, εγγυώνται σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα για δίκαιη δίκη και διατυπώνουν τη συνακόλουθη αρχή ότι ουδείς δύναται να δικάζει υπόθεση που αφορά τον ίδιο. Είναι συμβατό με την αρχή αυτή το ότι η Επιτροπή, σε πρώτο στάδιο, ενεργεί ως αρχή ανταγωνισμού και επιβάλλει κυρώσεις για την καταγγελθείσα συμπεριφορά, δηλαδή τη δημιουργία συμπράξεως, λόγω παραβάσεως του άρθρου 81, νυν άρθρου 101, [ΣΛΕΕ], κατόπιν έρευνας που διεξήγαγε η ίδια, προκειμένου μετά, σε δεύτερο στάδιο, να προετοιμάσει τη δίκη ενώπιον εθνικού δικαστή για τη διεκδίκηση αποζημιώσεως και να λάβει την απόφαση να ασκήσει αγωγή, όταν το ίδιο μέλος της Επιτροπής είναι υπεύθυνο για αυτά τα δύο αλληλένδετα ζητήματα και ακόμη περισσότερο όταν ο επιληφθείς εθνικός δικαστής δεν δύναται να αποκλίνει από την απόφαση επιβολής κυρώσεων;

      β)      (Επικουρικό ερώτημα) Αν η απάντηση στο ερώτημα 2α είναι θετική (υπάρχει ασυμβατότητα), πώς θα πρέπει κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο ο ζημιωθείς (η Επιτροπή και/ή τα θεσμικά όργανα και/ή η Ένωση) από μια αδικοπραξία (τη δημιουργία συμπράξεως) να ασκήσει το δικαίωμά του αποζημιώσεως, το οποίο είναι και θεμελιώδες δικαίωμα;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

27      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 282 ΕΚ και 335 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι η Επιτροπή νομιμοποιείται να εκπροσωπήσει την Ένωση ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, στο πλαίσιο αστικής αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας που υπέστη η Ένωση εξαιτίας συμπράξεως ή πρακτικής αντίθετης στα άρθρα 81 ΕΚ και 101 ΣΛΕΕ, η οποία έχει ενδεχομένως επηρεάσει δημόσιες συμβάσεις συναφθείσες από θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης, χωρίς να διαθέτει εντολή εκπροσωπήσεως των εν λόγω οργάνων.

28      Η εκπροσώπηση της Κοινότητας ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών διεπόταν έως την 1η Δεκεμβρίου 2009, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης ΛΕΕ, από το άρθρο 282 ΕΚ.

29      Δεδομένου ότι η εκδικαζόμενη στο πλαίσιο της κύριας δίκης αγωγή ασκήθηκε πριν την ημερομηνία αυτή πρέπει να εξεταστεί καταρχάς αν η Επιτροπή δύναται, βάσει του άρθρου αυτού, να εκπροσωπεί την Κοινότητα κατά την άσκηση τέτοιας αγωγής.

30      Από το γράμμα του άρθρου αυτού προκύπτει ότι η Κοινότητα έχει ικανότητα διαδίκου σε κάθε κράτος μέλος, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή.

31      Οι εναγόμενες της κύριας δίκης υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι το άρθρο 282 ΕΚ αποτελεί γενικό κανόνα, από τον οποίο παρεκκλίνουν τα άρθρα 274 ΕΚ και 279 ΕΚ. Προς εφαρμογή των διατάξεων των δύο αυτών άρθρων θεσπίστηκε ο δημοσιονομικός κανονισμός, τα άρθρα 59 και 60 του οποίου ορίζουν ότι κάθε θεσμικό όργανο της Ένωσης εκτελεί τις θέσεις του προϋπολογισμού που αναλογούν σε αυτό. Εξάλλου, από τα άρθρα 103 και 104 του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι απόκειται σε καθένα από τα θεσμικά όργανα, εφόσον εκτιμούν ότι έχουν υποστεί ζημία από την επίμαχη παράβαση, να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως, δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις δημόσιες συμβάσεις έχουν συναφθεί εξ ονόματός τους και για ίδιο λογαριασμό.

32      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι τα άρθρα 274 ΕΚ και 279 ΕΚ, καθώς και οι διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, τις αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων όσον αφορά την κατάρτιση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Αντιθέτως, το άρθρο 282 ΕΚ παρέχει στην Κοινότητα ικανότητα δικαίου και ρυθμίζει τα της εκπροσωπήσεώς της, ιδίως ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών. Η εκπροσώπηση, όμως, της Κοινότητας ενώπιον των εν λόγω δικαστηρίων αποτελεί διαφορετικό ζήτημα από αυτό των μέτρων εκτελέσεως του προϋπολογισμού, τα οποία λαμβάνει ένα θεσμικό όργανο της Κοινότητας. Για τον λόγο αυτό, η αρχή «lex specialis generalibus derogat» δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή.

33      Όσον αφορά, ειδικότερα, τα άρθρα 103 και 104 του δημοσιονομικού κανονισμού, στα οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο ερώτημά του, διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις αυτές περιέχουν κανόνες σχετικούς με τη σύναψη και εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων και όχι με την εκπροσώπηση της Ένωσης ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών.

34      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε, δυνάμει του άρθρου 282 ΕΚ, να εκπροσωπήσει την Κοινότητα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

35      Όσον αφορά το άρθρο 335 ΣΛΕΕ, τονίζεται ότι η Συνθήκη ΛΕΕ δεν περιέχει μεταβατική διάταξη όσον αφορά την εκπροσώπηση της Ένωσης σε διαδικασίες ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών, οι οποίες έχουν αρχίσει πριν την έναρξη ισχύος της εν λόγω Συνθήκης και δεν έχουν περατωθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 282 ΕΚ εξακολουθεί να ρυθμίζει τα της εκπροσωπήσεως, δεδομένου ότι η διαφορά της κύριας δίκης τέθηκε στην κρίση του αιτούντος δικαστηρίου πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΛΕΕ.

36      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατά το δίκαιο της Ένωσης, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η Επιτροπή νομιμοποιείται να εκπροσωπήσει την Ένωση ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, στο πλαίσιο αστικής αγωγής αποζημιώσεως για ζημία που υπέστη η Ένωση εξαιτίας συμπράξεως ή πρακτικής αντίθετης στα άρθρα 81 ΕΚ και 101 ΣΛΕΕ, η οποία έχει ενδεχομένως επηρεάσει δημόσιες συμβάσεις συναφθείσες από διάφορα θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης, χωρίς να απαιτείται να έχει λάβει η Επιτροπή εντολή εκπροσωπήσεως από τα όργανα αυτά.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

37      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 47 του Χάρτη δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να ασκεί, εξ ονόματος της Ένωσης, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, αγωγή αποζημιώσεως για ζημία που υπέστη η Ένωση εξαιτίας συμπράξεως ή πρακτικής η οποία κρίθηκε αντίθετη στο άρθρο 81 ΕΚ με απόφαση του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

38      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, πρώτον, αν, στο πλαίσιο τέτοιας αγωγής, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όπως κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, θίγεται, επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, η απόφαση της Επιτροπής σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ δεσμεύει το δικαστήριο αυτό. Συγκεκριμένα, η διαπίστωση περί παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ δεσμεύει το δικαστήριο αυτό δυνάμει αποφάσεως ληφθείσας από έναν εκ των διαδίκων, με συνέπεια το εθνικό δικαστήριο να μη δύναται να εξετάσει με απόλυτη ελευθερία ένα από τα στοιχεία που θεμελιώνουν το δικαίωμα προς αποζημίωση, δηλαδή την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος.

39      Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, η Επιτροπή αποτελεί ταυτοχρόνως κρίνοντα και κρινόμενο σε υπόθεση που την αφορά, κατά παραβίαση της αρχής nemo judex in sua causa.

40      Το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι κάθε υποκείμενο δικαίου μπορεί να επικαλεστεί δικαστικώς παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και, ως εκ τούτου, να προβάλει την ακυρότητα συμπράξεως ή πρακτικής απαγορευόμενης από το εν λόγω άρθρο (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, C‑295/04 έως C‑298/04, Manfredi κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑6619, σκέψη 59).

41      Όσον αφορά, ειδικότερα, τη δυνατότητα ασκήσεως της αξιώσεως περί αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από σύμβαση ή συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, υπενθυμίζεται ότι η πλήρης αποτελεσματικότητα του άρθρου 81 ΕΚ και, ειδικότερα, η πρακτική αποτελεσματικότητα της απαγορεύσεως που προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού θα διακυβεύονταν, αν δεν παρεχόταν σε κάθε υποκείμενο δικαίου η δυνατότητα να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από σύμβαση ή συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑453/99, Courage και Crehan, Συλλογή 2001, σ. I‑6297, σκέψη 26, και προπαρατεθείσα απόφαση Manfredi κ.λπ., σκέψη 60).

42      Το δικαίωμα αυτό όντως ενισχύει την αποτελεσματική λειτουργία των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης και αποθαρρύνει τις συχνά κεκαλυμμένες συμφωνίες ή πρακτικές που ενδέχεται να περιορίζουν ή να νοθεύουν τον ανταγωνισμό. Από την άποψη αυτή, οι αγωγές αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στη διατήρηση της αποτελεσματικότητας του ανταγωνισμού εντός της Ένωσης (προπαρατεθείσα απόφαση Courage και Crehan, σκέψη 27).

43      Κατά συνέπεια, κάθε υποκείμενο δικαίου δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, εφόσον υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της συμπράξεως ή της αντίθετης προς το άρθρο 81 πρακτικής (προπαρατεθείσα απόφαση Manfredi κ.λπ., σκέψη 61).

44      Το δικαίωμα αυτό το έχει και η Ένωση.

45      Το δικαίωμα αυτό, όμως, πρέπει να ασκείται χωρίς να θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των εναγομένων, όπως αυτά κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, με τον Χάρτη. Οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, αυτού, τόσο στα θεσμικά όργανα και στους οργανισμούς της Ένωσης όσο και στα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

46      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται σήμερα με το άρθρο 47 του Χάρτη (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑279/09, DEB, Συλλογή 2010, σ. I‑13849, σκέψεις 30 και 31, διάταξη της 1ης Μαρτίου 2011, C‑457/09, Chartry, Συλλογή 2011, σ. Ι‑819, σκέψη 25, καθώς και απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, C‑69/10, Samba Diouf, Συλλογή 2011, σ. Ι‑7151, σκέψη 49).

47      Το εν λόγω άρθρο 47 του Χάρτη θέτει σε εφαρμογή στο δίκαιο της Ένωσης την προστασία που παρέχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ. Επομένως, χωρεί επίκληση μόνο της πρώτης από τις διατάξεις αυτές (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑386/10 P, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑13085, σκέψη 51).

48      Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 συνίσταται από διάφορα στοιχεία, στα οποία καταλέγονται ιδίως τα δικαιώματα άμυνας, η αρχή της ισότητας των όπλων, το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήρια, καθώς και το δικαίωμα ακροάσεως, άμυνας και εκπροσωπήσεως.

49      Όσον αφορά, ειδικότερα, το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο, διευκρινίζεται ότι, για να αποφανθεί ένα «δικαστήριο» επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, πρέπει να είναι αρμόδιο να εξετάσει όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα σχετικά με τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί.

50      Συναφώς, είναι αληθές ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑344/98, Masterfoods και HB, Συλλογή 2000, σ. I‑11369, σκέψη 52), η οποία έχει ενσωματωθεί στο άρθρο 16 του κανονισμού 1/2003, όταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή.

51      Η αρχή αυτή ισχύει και όταν τα εθνικά δικαστήρια επιλαμβάνονται αγωγής αποζημιώσεως για ζημία προκληθείσα από σύμπραξη ή πρακτική η οποία κρίθηκε αντίθετη προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ με απόφαση του οργάνου αυτού.

52      Συγκεκριμένα, η εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού της Ένωσης θεμελιώνεται στην υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ, αφενός, των εθνικών δικαστηρίων και, αφετέρου, αντιστοίχως, της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, στο πλαίσιο της οποίας καθένας ενεργεί σύμφωνα με την αποστολή που του έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη (προπαρατεθείσα απόφαση Masterfoods και HB, σκέψη 56).

53      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι αποκλειστικά αρμόδια για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης είναι τα δικαστήρια της Ένωσης και όχι τα εθνικά δικαστήρια. Τα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν την αρμοδιότητα να κηρύσσουν τέτοιες πράξεις άκυρες (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, 314/85, Foto-Frost, Συλλογή 1987, σ. 4199, σκέψεις 12 έως 20).

54      Ο κανόνας ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να εκδίδουν αποφάσεις αντίθετες με απόφαση της Επιτροπής σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ αποτελεί, επομένως, ειδική έκφραση της κατανομής αρμοδιοτήτων στο εσωτερικό της Ένωσης μεταξύ, αφενός, των εθνικών δικαστηρίων και, αφετέρου, της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

55      Ωστόσο, ο κανόνας αυτός δεν συνεπάγεται ότι οι εναγόμενες της κύριας δίκης στερούνται το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη.

56      Συγκεκριμένα, το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει σύστημα δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά με διαδικασίες εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, με όλες τις επιβαλλόμενες από το άρθρο 47 του Χάρτη εγγυήσεις.

57      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η απόφαση της Επιτροπής υπόκειται σε έλεγχο νομιμότητας από τα δικαστήρια της Ένωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Εν προκειμένω, όπως υπενθυμίζεται στις σκέψεις 20 έως 22 της παρούσας αποφάσεως, οι εναγόμενες της κύριας δίκης, που ήταν αποδέκτριες της αποφάσεως της Επιτροπής, όντως άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής.

58      Οι εναγόμενες της κύριας δίκης προβάλλουν, ωστόσο, ότι ο έλεγχος νομιμότητας που διενήργησαν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού δεν είναι πλήρης, λόγω, ιδίως, της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που τα δικαστήρια αυτά αναγνωρίζουν στην Επιτροπή στα οικονομικά ζητήματα.

59      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι, μολονότι η Επιτροπή διαθέτει, όταν απαιτούνται πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, ευρεία διακριτική ευχέρεια σε οικονομικά ζητήματα, τούτο δεν σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν πρέπει να ελέγχει την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία στοιχείων οικονομικής φύσεως. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, ειδικότερα, όχι μόνο να εξετάζει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά (προπαρατεθείσα απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Ο δικαστής της Ένωσης πρέπει επίσης να εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η Επιτροπή έχει αιτιολογήσει την απόφασή της και, ιδίως, αν έχει διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο στάθμισε και αξιολόγησε τα στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 61).

61      Απόκειται, εξάλλου, στον δικαστή της Ένωσης να διενεργήσει τον έλεγχο νομιμότητας που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του βάσει των στοιχείων που προσκομίζει ο προσφεύγων προς στήριξη των λόγων που προβάλλει. Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, ο δικαστής δεν μπορεί να στηρίζεται στο περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, [στοιχείο] α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003» (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2), ούτε όσον αφορά την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών, αρνούμενος να διενεργήσει διεξοδικό έλεγχο των νομικών και των πραγματικών ζητημάτων (προπαρατεθείσα απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 62).

62      Τέλος, ο έλεγχος της νομιμότητας συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία που αναγνωριζόταν στον δικαστή της Ένωσης από το άρθρο 17 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), και που σήμερα εξασφαλίζεται από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Η πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατ’ επέκταση, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν (προπαρατεθείσα απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Επομένως, ο έλεγχος που προβλέπουν οι Συνθήκες συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει τόσο τα νομικά όσο και τα πραγματικά ζητήματα και ότι έχει εξουσία να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία, να ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση και να τροποποιεί το ποσό των προστίμων. Ως εκ τούτου, ο έλεγχος νομιμότητας του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, που συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία ως προς το ποσό του προστίμου, που προβλέπει το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, δεν αντιβαίνει προς τις απαιτήσεις που επιβάλλει η αρχή της προστασίας της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του άρθρου 47 του Χάρτη (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 67).

64      Όσον αφορά την αντίρρηση των εναγομένων της κύριας δίκης ότι ο συγκεκριμένος δικαστικός έλεγχος διενεργείται από το Δικαστήριο, του οποίου η ανεξαρτησία αμφισβητείται επειδή αποτελεί και αυτό θεσμικό όργανο της Ένωσης, διαπιστώνεται ότι η αντίρρηση αυτή είναι παντελώς αβάσιμη, δεδομένου, αφενός, του συνόλου των εγγυήσεων που περιλαμβάνουν οι Συνθήκες προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του Δικαστηρίου και, αφετέρου, του ότι κάθε δικαιοδοτικό όργανο αποτελεί οπωσδήποτε μέρος του κράτους ή του υπερεθνικού οργανισμού στον οποίο ανήκει, χωρίς το γεγονός αυτό να συνιστά παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

65      Τέλος, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, όπως αυτής στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, εξετάζεται όχι μόνον η επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, αλλά και η ύπαρξη ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας και γεγονότος. Μολονότι ο εθνικός δικαστής, λόγω της υποχρεώσεώς του να μην εκδίδει αποφάσεις αντίθετες προς απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οφείλει, βεβαίως, να δέχεται την ύπαρξη συμπράξεως ή απαγορευόμενης πρακτικής, εντούτοις η ύπαρξη ζημίας και ο άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της συμπράξεως ή άλλης απαγορεύομενης πρακτικής εναπόκεινται στην κρίση του εθνικού δικαστή.

66      Συγκεκριμένα, ακόμη και όταν η Επιτροπή έχει προσδιορίσει, με την απόφασή της, κατά τρόπο συγκεκριμένο τις συνέπειες της παραβάσεως, εναπόκειται πάντα στον εθνικό δικαστή να προσδιορίσει τη ζημία που έχει υποστεί ατομικά καθένα από τα υποκείμενα δικαίου που έχουν ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως. Η κρίση αυτή του εθνικού δικαστή δεν προσκρούει στο άρθρο 16 του κανονισμού 1/2003.

67      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πλαίσιο διαφοράς όπως αυτή που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, η Επιτροπή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κριτής και διάδικος σε υπόθεση που την αφορά.

68      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, δεύτερον, αν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των όπλων στο πλαίσιο αστικής αγωγής όπως αυτή στην κύρια δίκη, επειδή η σχετική με την επίμαχη παράβαση έρευνα είχε διενεργηθεί από την Επιτροπή.

69      Κατά τις εναγόμενες της κύριας δίκης, το εν λόγω θεσμικό όργανο βρίσκεται, ως εκ τούτου, σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με αυτές, με συνέπεια να έχει τη δυνατότητα να συγκεντρώσει και να χρησιμοποιήσει πληροφοριακά στοιχεία, περιλαμβανομένων αυτών που είναι εμπιστευτικά και, συνεπώς, προστατεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, τα οποία οι εναγόμενες δεν διαθέτουν.

70      Η Επιτροπή απαντά ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, χρησιμοποίησε, κατά την προπαρασκευή της αγωγής που άσκησε στην υπόθεση της κύριας δίκης, μόνον πληροφοριακά στοιχεία από τη δημοσιοποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 27ης Φεβρουαρίου 2007. Το θεσμικό αυτό όργανο διευκρινίζει, περαιτέρω, ότι οι αρμόδιες για την υπόθεση της κύριας δίκης υπηρεσίες, ήτοι τα Γραφεία «Υποδομές και διοικητική υποστήριξη» των Βρυξελλών και του Λουξεμβούργου, δεν έχουν δικαίωμα προνομιακής προσβάσεως στον εμπιστευτικό φάκελο της υποθέσεως που τηρεί η Γενική Διεύθυνση «Ανταγωνισμός». Επομένως, η Επιτροπή βρίσκεται σε ισότιμη θέση με όλους τους λοιπούς διαδίκους.

71      Η αρχή της ισότητας των όπλων αποτελεί συμπλήρωμα της έννοιας της δίκαιης δίκης (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑8533, σκέψη 88) και συνεπάγεται ότι πρέπει να παρέχεται σε καθέναν από τους διαδίκους ευλόγως η δυνατότητα να εκθέτει την άποψή του, περιλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων, υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου.

72      Όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, σκοπός της ισότητας των όπλων είναι η ισορροπία μεταξύ των διαδίκων της δίκης, ώστε να διασφαλίζεται ότι κάθε έγγραφο που προσκομίζεται στο δικαστήριο μπορεί να εξεταστεί και να αντικρουστεί από κάθε διάδικο της δίκης. Αντιστρόφως, η βλάβη που προκαλεί η ανισορροπία πρέπει, κατ’ αρχήν, να αποδεικνύεται από αυτόν που την υφίσταται.

73      Πάντως, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τα πληροφοριακά στοιχεία στα οποία αναφέρονται οι εναγόμενες της κύριας δίκης δεν προσκομίστηκαν στο εθνικό δικαστήριο από την Επιτροπή, η οποία υποστήριξε, εξάλλου, ότι στηρίχθηκε μόνο σε στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δημοσιοποιημένη εκδοχή της αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Κατά συνέπεια, υπό τις περιστάσεις αυτές, αποκλείεται να συντρέχει παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων.

74      Το επιχείρημα των εναγομένων της κύριας δίκης ότι η ισορροπία μεταξύ των διαδίκων έχει ανατραπεί, επειδή η Επιτροπή διενήργησε την έρευνα με αντικείμενο παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, προκειμένου να ζητήσει, εν συνεχεία, αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας αυτής της παραβάσεως, προσκρούει στο άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, το οποίο απαγορεύει να χρησιμοποιούνται για αλλότριους σκοπούς οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά την έρευνα.

75      Κατά τα λοιπά, το γεγονός ότι τόσο η απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2007 όσο και η απόφαση περί ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης αποτελούν συλλογικές αποφάσεις της Επιτροπής δεν αναιρεί τις προηγηθείσες κρίσεις, δεδομένου ότι το δίκαιο της Ένωσης περιέχει επαρκείς εγγυήσεις προς διασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της ισότητας των όπλων στο πλαίσιο τέτοιας αγωγής, όπως είναι αυτές των άρθρων 339 ΣΛΕΕ, 28 του κανονισμού 1/2003, καθώς και του σημείου 26 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των δικαστηρίων των κρατών μελών της ΕΕ κατά την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 ΕΚ.

76      Τέλος, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά ούτε τα επιχειρήματα που αντλούν οι εναγόμενες της κύριας δίκης από την απόφαση Yvon κατά Γαλλίας (ΕΔΔΑ, απόφαση της 24ης Απριλίου 2003, Recueil des arrêts et décisions 2003-V). Συγκεκριμένα, κατ’ αντίθεση προς τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση υπόθεση, τα στοιχεία βάσει των οποίων το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, ήτοι, μεταξύ άλλων, η σημαντική επιρροή των διαπιστώσεων του επιτρόπου της Κυβερνήσεως επί της κρίσεως του αρμόδιου για τις απαλλοτριώσεις δικαστή, καθώς και οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση του επιτρόπου της Κυβερνήσεως στα κρίσιμα στοιχεία, καθώς και την εκ μέρους του χρήση των στοιχείων αυτών, δεν συνοδεύονται από δικαστικό έλεγχο ή εγγυήσεις συγκρίσιμες ή αντίστοιχες προς αυτές που προαναφέρθηκαν αντιστοίχως στις σκέψεις 63 και 75 της παρούσας αποφάσεως.

77      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 47 του Χάρτη δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να ασκεί, εξ ονόματος της Ένωσης και ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η Ένωση εξαιτίας συμπράξεως ή πρακτικής η οποία χαρακτηρίστηκε ως αντίθετη στο άρθρο 81 ΕΚ ή στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ με απόφαση του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

78      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Κατά το δίκαιο της Ένωσης, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή νομιμοποιείται να εκπροσωπήσει την Ένωση ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, στο πλαίσιο αστικής αγωγής αποζημιώσεως για ζημία που υπέστη η Ένωση εξαιτίας συμπράξεως ή πρακτικής αντίθετης στα άρθρα 81 ΕΚ και 101 ΣΛΕΕ, η οποία έχει ενδεχομένως επηρεάσει δημόσιες συμβάσεις συναφθείσες από διάφορα θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης, χωρίς να απαιτείται προς τούτο να έχει λάβει η Επιτροπή εντολή εκπροσωπήσεως από τα όργανα αυτά.

2)      Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαγορεύει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ασκεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η Ένωσης εξαιτίας συμπράξεως ή πρακτικής η οποία χαρακτηρίστηκε ως αντίθετη στο άρθρο 81 ΕΚ ή στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ με απόφαση του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.