Language of document : ECLI:EU:T:2021:904

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

της 15ης Δεκεμβρίου 2021 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Μέτρα στήριξης που έλαβε η Ρουμανία υπέρ επιχείρησης πετροχημικών – Μη είσπραξη, περαιτέρω συσσώρευση και διαγραφή δημοσίων απαιτήσεων – Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Έναρξη – Άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 – Έννομο συμφέρον – Ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων μέτρων – Κρατικοί πόροι – Καταλογισμός στο κράτος – Δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή – Εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑565/19,

Oltchim SA, με έδρα το Râmnicu Vâlcea (Ρουμανία), εκπροσωπούμενη από τους C. Arhold, L.-A. Bondoc, την S.-E. Petrisor και τον K. Struckmann, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον V. Bottka και την F. Tomat,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2019/1144 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2018, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36086 (2016/C) (πρώην 2016/NN) που έθεσε σε εφαρμογή η Ρουμανία υπέρ της Oltchim (ΕΕ 2019, L 181, σ. 13),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov (εισηγητή), πρόεδρο, E. Buttigieg, K. Kowalik‑Bańczyk, G. Hesse και D. Petrlík, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Μαΐου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

Α.      Πραγματικά περιστατικά και διοικητική διαδικασία

1        Η προσφεύγουσα, Oltchim SA, η οποία ιδρύθηκε το 1966 και στο κεφάλαιο της οποίας η Ρουμανία συμμετέχει κατά ποσοστό 54,8 %, ήταν μια από τις μεγαλύτερες πετροχημικές επιχειρήσεις της Ρουμανίας και της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η δραστηριότητά της συνίστατο στην παρασκευή πετροχημικών προϊόντων, κυρίως υγρής καυστικής σόδας, πολυολών οξειδίου του προπυλενίου, πλαστικοποιητών και οξο-αλκοολών.

2        Την περίοδο από το 2007 έως το 2012, η οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας επιδεινώθηκε καθόσον σημείωνε συστηματικά αύξηση των λειτουργικών της ζημιών, των συσσωρευμένων ζημιών της και των αρνητικών ιδίων κεφαλαίων.

3        Προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή, η Ρουμανία κοινοποίησε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 17 Ιουλίου 2009, μεταξύ άλλων, μέτρο στήριξης συνιστάμενο στη μετατροπή του δημοσίου χρέους της Oltchim σε μετοχές. Στις 7 Μαρτίου 2012, με την απόφαση 2013/246/ΕΕ σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.29041 (C 28/2009) (πρώην N 433/2009) – Μέτρα στήριξης υπέρ της Oltchim SA Râmnicu Vâlcea (ΕΕ 2013, L 148, σ. 33, στο εξής: απόφαση του 2012), η Επιτροπή έκρινε ότι η μετοχοποίηση του χρέους της προσφεύγουσας ύψους 1 049 000 000 ρουμανικών λέι (RON) (που αντιστοιχεί σε 231 εκατομμύρια ευρώ περίπου) δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

4        Στις 23 Νοεμβρίου 2012, το Yπουργείο Οικονομικών της Ρουμανίας, το Yπουργείο Οικονομίας της Ρουμανίας, το Yπουργείο Μεταφορών και Υποδομών της Ρουμανίας, η Oficiul Participațiilor Statului și Privatizării în Industrie (Υπηρεσία για την κρατική συμμετοχή και για τις ιδιωτικοποιήσεις στη βιομηχανία, Ρουμανία) και η Autoritatea pentru Valorificarea Activelor Statului (Αρχή για την αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου, Ρουμανία), η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Autoritatea pentru Administrarea Activelor Atatului (Αρχή για τη διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, Ρουμανία, στο εξής: AAAS), καθώς και τέσσερις δημόσιες επιχειρήσεις πιστώτριες της προσφεύγουσας, συγκεκριμένα η Electrica SA, η Salrom SA, η CFR Marfă SA και η CEC Bank SA, δύο ιδιωτικές τράπεζες πιστώτριες της προσφεύγουσας, συγκεκριμένα η Banca Transilvania SA και η Banca Comercială Română SA, η οποία μετέπειτα έγινε η Erste Bank, και η προσφεύγουσα συνήψαν μνημόνιο συμφωνίας (στο εξής: μνημόνιο) για τη χρηματοδότηση της επανέναρξης της παραγωγής της προσφεύγουσας.

5        Η Επιτροπή, η οποία έλαβε γνώση της ύπαρξης του μνημονίου μέσω του Τύπου, κίνησε αυτεπαγγέλτως έρευνα στις 16 Ιανουαρίου 2013.

6        Στις 30 Ιανουαρίου 2013, η προσφεύγουσα υπήχθη, κατόπιν δικής της αιτήσεως, σε διαδικασία αφερεγγυότητας. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, ο σύνδικος που διορίστηκε από το δικαστήριο οριστικοποίησε, στις 9 Ιανουαρίου 2015, τον τελικό πίνακα των πιστωτών, στον οποίο αναγράφονταν το ποσό, η σειρά προτεραιότητας και η κατάσταση κάθε απαίτησης και τον διαβίβασε στην αρμόδια εθνική δικαστική αρχή.

7        Στις 9 Μαρτίου 2015, οι πιστωτές της προσφεύγουσας ενέκριναν σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχειρήσεως, το οποίο προέβλεπε, κατ’ ουσίαν, την πώλησή της σε νέο επενδυτή ο οποίος θα αναλάμβανε τα στοιχεία του ενεργητικού ή τις δραστηριότητές της (στο εξής: σχέδιο αναδιοργάνωσης ή σχέδιο). Το εγκριθέν σχέδιο προέβλεπε, επιπροσθέτως, μερική διαγραφή του χρέους της προσφεύγουσας. Στις 22 Απριλίου 2015, η αρμόδια εθνική δικαστική αρχή ενέκρινε το σχέδιο αναδιοργάνωσης, εγκρίνοντας τη μερική διαγραφή του χρέους της προσφεύγουσας, τη σύσταση νέας οντότητας (Oltchim SPV) και τη μεταβίβαση όλων των αποδοτικών στοιχείων ενεργητικού της προσφεύγουσας στην οντότητα αυτή. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης κατέστη οριστικό στις 24 Σεπτεμβρίου 2015.

8        Στις 8 Απριλίου 2016, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Ρουμανία σχετικά με την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

9        Στις 6 Μαρτίου 2017, οι πιστωτές της προσφεύγουσας ενέκριναν αναθεωρημένο σχέδιο αναδιοργάνωσης, το οποίο προέβλεπε πλέον την πώληση στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας σε δέσμες και όχι μέσω της σύστασης νέας οντότητας. Το αναθεωρημένο αυτό σχέδιο επικυρώθηκε από την αρμόδια εθνική δικαστική αρχή στις 28 Ιουνίου 2017 και κατέστη οριστικό στις 16 Οκτωβρίου 2017. Κατ’ εφαρμογήν του αναθεωρημένου αυτού σχεδίου, το μεγαλύτερο μέρος των δεσμών στοιχείων ενεργητικού της προσφεύγουσας πωλήθηκε στην εταιρία Chimcomplex, μια δέσμη στοιχείων ενεργητικού πωλήθηκε στην εταιρία Dynamic Selling Group, ενώ, για τις υπόλοιπες δέσμες στοιχείων ενεργητικού, δημοσιεύθηκε νέα πρόσκληση υποβολής προσφορών τον Μάιο του 2018.

Β.      Η προσβαλλομένη απόφαση

10      Στις 17 Δεκεμβρίου 2018, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2019/1144 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36086 (2016/C) (πρώην 2016/NN) που έθεσε σε εφαρμογή η Ρουμανία υπέρ της Oltchim SA (ΕΕ 2019, L 181, σ. 13, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

11      Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή εξέτασε αν τα τρία ακόλουθα μέτρα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις και αν συμβιβάζονταν με την εσωτερική αγορά:

–        η μη είσπραξη και την περαιτέρω συσσώρευση χρεών της προσφεύγουσας από την AAAS, μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 2012 και του Ιανουαρίου του 2013 (στο εξής: μέτρο 1)·

–        η στήριξη των δραστηριοτήτων της Oltchim υπό τη μορφή συνεχιζόμενου δωρεάν εφοδιασμού από τη CET Govora και τη Salrom μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 2012 και του Ιανουαρίου του 2013 (στο εξής: μέτρο 2)·

–        η διαγραφή χρέους που διενεργήθηκε το 2015 από την AAAS, την Administrația Națională Αpele Române (Εθνική εταιρία διαχείρισης ύδατος της Ρουμανίας, στο εξής: ANA), τη Salrom, την Electrica και τη CET Govora σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης (στο εξής: μέτρο 3).

12      Στο σημείο 6.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 183 έως 301), η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που παρατίθενται στη σκέψη 11 ανωτέρω συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις, εκτός από τη στήριξη των δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας από τη Salrom στο πλαίσιο του μέτρου 2 και τη διαγραφή χρέους που διενεργήθηκε το 2015 από τη CET Govora στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιοργάνωσης βάσει του μέτρου 3. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, τα μέτρα τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως κρατικές ενισχύσεις χορηγήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και ήταν, ως εκ τούτου, παράνομα.

13      Στο σημείο 6.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 302 έως 310), η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κρατικές ενισχύσεις ήταν ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.

14      Στα σημεία 6.3 (αιτιολογικές σκέψεις 311 έως 315) και 6.4 (αιτιολογικές σκέψεις 316 έως 351) της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ρουμανικές αρχές όφειλαν να προβούν στην ανάκτηση των ποσών που αντιστοιχούσαν στα επίμαχα μέτρα ενίσχυσης, η ανάκτηση, όμως, αυτή δεν μπορούσε να επεκταθεί στους αγοραστές των στοιχείων ενεργητικού της προσφεύγουσας, λόγω της απουσίας οικονομικής συνέχειας μεταξύ της προσφεύγουσας και των αγοραστών αυτών.

15      Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Τα παρακάτω μέτρα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο της παρούσας απόφασης και εφαρμόστηκαν παρανόμως από τη Ρουμανία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, από κοινού και χωριστά, συνιστούν κρατική ενίσχυση:

α)      η μη είσπραξη οφειλών και περαιτέρω συσσώρευση χρεών [από την AAAS] μεταξύ Σεπτεμβρίου 2012 και Ιανουαρίου 2013·

β)      η στήριξη των δραστηριοτήτων της Oltchim υπό τη μορφή συνεχιζόμενου δωρεάν εφοδιασμού από τον Σεπτέμβριο του 2012 και η περαιτέρω συσσώρευση χρεών από τη CET Govora χωρίς τη λήψη κατάλληλων μέτρων για την προστασία των απαιτήσεών της για ποσό που θα καθοριστεί από κοινού με τη Ρουμανία κατά το στάδιο της ανάκτησης·

γ)      η διαγραφή χρέους σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης από την AAAS, [της ANA], της Salrom και της Electrica SA, συνολικού ύψους, μαζί με το ποσό του άρθρου 1, στοιχείο α), 1 516 598 405 RON.»

16      Το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Τα παρακάτω μέτρα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο της παρούσας απόφασης, δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ:

α)      η στήριξη από τη Salrom των δραστηριοτήτων της Oltchim υπό μορφή συνεχούς εφοδιασμού από τον Σεπτέμβριο του 2012·

β)      η διαγραφή χρέους το 2015 σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης από τη CET Govora.»

17      Το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 στοιχεία α) και γ), συνολικού ποσού 1 516 598 405 RON, καθώς και η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 στοιχείο β), [οι] οποί[ες] χορηγήθηκ[αν] παρανόμως από τη Ρουμανία, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, υπέρ της Oltchim, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.»

18      Με τα άρθρα 4 και 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διέταξε τη Ρουμανία να ανακτήσει αμέσως από την προσφεύγουσα την κρατική ενίσχυση που μνημονεύεται στο άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως, η δε προσβαλλομένη απόφαση έπρεπε να έχει εκτελεστεί πλήρως εντός έξι μηνών από την κοινοποίησή της. Στο άρθρο 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διέταξε τη Ρουμανία να της γνωστοποιήσει ορισμένες πληροφορίες και να την ενημερώσει σχετικά με την πρόοδο των μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στο άρθρο 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η απόφαση αυτή απευθυνόταν στη Ρουμανία και ότι η Επιτροπή μπορούσε να δημοσιεύσει τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που θα ανακτώνταν κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως αυτής.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Αυγούστου 2019, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

20      Στις 3 Δεκεμβρίου 2019, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως.

21      Στις 21 Φεβρουαρίου 2020, η προσφεύγουσα κατέθεσε το υπόμνημα απαντήσεως.

22      Στις 25 Μαΐου 2020, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

23      Στις 19 Ιουνίου 2020, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα υπέβαλε αιτιολογημένη αίτηση διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

24      Με έγγραφο της Γραμματείας της 19ης Μαρτίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους, οι οποίοι απάντησαν εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

25      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Μαΐου 2021.

26      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 και τα άρθρα 3 έως 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

27      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί του παραδεκτού της προσφυγής

28      Η Επιτροπή προβάλλει δύο ενστάσεις απαραδέκτου κατά της υπό κρίση προσφυγής, εκ των οποίων η πρώτη αφορά την εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής και η δεύτερη την έλλειψη εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας.

1.      Επί της προβαλλομένης εκπρόθεσμης ασκήσεως της προσφυγής

29      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της. Κατά την Επιτροπή, κατ’ ουσίαν, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής άρχισε να τρέχει από τη στιγμή που κάποιος εκπρόσωπος της προσφεύγουσας έλαβε γνώση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), απέστειλε, με συστημένες επιστολές της 16ης Μαΐου 2019, στους δικαστικώς διορισμένους συνδίκους της προσφεύγουσας, και συγκεκριμένα στους Rominsolv S.p.r.l. και BDO – Business Restructuring S.p.r.l., μη εμπιστευτικό κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως στη ρουμανική και στην αγγλική γλώσσα. Κατά την Επιτροπή, η BDO – Business Restructuring παρέλαβε την ανακοίνωση αυτή στις 30 Μαΐου 2019, ενώ η Rominsolv την παρέλαβε στις 4 Ιουνίου 2019. Επομένως, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής άρχισε να τρέχει από τη στιγμή που ο πρώτος εξ αυτών έλαβε γνώση της αποφάσεως αυτής, εν προκειμένω, από τις 30 Μαΐου 2019, και όχι από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα, δηλαδή από τις 5 Ιουλίου 2019 και, κατά συνέπεια, η ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής ήταν η 12η Αυγούστου 2019. Δεδομένου, όμως, ότι το δικόγραφο της προσφυγής κατατέθηκε στις 14 Αυγούστου 2019, η προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της.

30      Κατά την Επιτροπή, το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι η ημερομηνία δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης πράξεως στην Επίσημη Εφημερίδα μόνον εφόσον η δημοσίευση αυτή αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος της εν λόγω πράξεως ή την παραγωγή των αποτελεσμάτων της και εφόσον προβλέπεται από τη Συνθήκη ΛΕΕ. Οι αποφάσεις, όμως, που εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 2015/1589, όπως η προσβαλλομένη απόφαση, παράγουν αποτελέσματα από την κοινοποίησή τους στο οικείο κράτος μέλος, το οποίο είναι ο μόνος αποδέκτης τους, και όχι από τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα. Επομένως, κατά την Επιτροπή, η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα μιας τέτοιας αποφάσεως, βάσει του άρθρου 32, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, δεν συνιστά δημοσίευση κατά την έννοια του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αλλά απλώς και μόνο περιέλευση της εν λόγω αποφάσεως σε γνώση του ενδιαφερομένου, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως. Συνεπώς, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής είναι είτε η ημερομηνία κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά το κράτος μέλος το οποίο είναι αποδέκτης της αποφάσεως αυτής, είτε η ημερομηνία περιελεύσεως της εν λόγω αποφάσεως σε γνώση τους, όσον αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη. Επομένως, κατά την άποψη της Επιτροπής, εάν η ημερομηνία παραλαβής της προσβαλλομένης αποφάσεως από ένα ενδιαφερόμενο μέρος προηγείται της ημερομηνίας δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, τότε η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής αρχίζει από αυτή την πρώτη ημερομηνία.

31      Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η ερμηνεία του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ την οποία προτείνει προσκρούει σε μακροχρόνια νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, όπως ρητώς επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αναθεωρήσει τη νομολογία αυτή, υπό το πρίσμα ιδίως της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 2017, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑339/16 P, EU:C:2017:384), και των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Georgsmarienhütte κ.λπ. (C‑135/16, EU:C:2018:120), οι οποίες επιβεβαιώνουν, κατά την άποψή της, την ερμηνεία της διατάξεως αυτής όπως την προτείνει.

32      Η προσφεύγουσα αντικρούει τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

33      Δυνάμει του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι προσφυγές ακυρώσεως ασκούνται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως.

34      Η κοινοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι η πράξη με την οποία ο συντάκτης μιας πράξεως την κοινοποιεί στον ή στους αποδέκτες της και τους παρέχει έτσι τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του περιεχομένου της (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, LL κατά Κοινοβουλίου, C‑326/16 P, EU:C:2018:83, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Ρουμανία ήταν ο μόνος αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν είναι ο αποδέκτης της, η κοινοποίηση της εν λόγω αποφάσεως που έγινε σε αυτήν, βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, δεν συνιστά κοινοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, Olsen κατά Επιτροπής, T‑17/02, EU:T:2005:218, σκέψεις 75 και 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εκτιμηθεί αν, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ως προς την προσφεύγουσα πρέπει να καθοριστεί κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου της δημοσιεύσεως ή κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου της περιελεύσεως της πράξεως σε γνώση των ενδιαφερομένων, κατά την έννοια του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

37      Συναφώς, από το γράμμα του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και ιδίως από τον όρο «ελλείψει», προκύπτει ότι το κριτήριο της ημερομηνίας περιελεύσεως της πράξεως σε γνώση των ενδιαφερομένων έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τη δημοσίευση (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 1998, Γερμανία κατά Συμβουλίου, C‑122/95, EU:C:1998:94, σκέψη 35, και της 11ης Μαρτίου 2009, TF1 κατά Επιτροπής, T‑354/05, EU:T:2009:66, σκέψη 33). Επομένως, η ημερομηνία της δημοσιεύσεως, εφόσον υπάρχει μια τέτοια ημερομηνία, είναι, σε σχέση με την ημερομηνία περιελεύσεως της πράξεως σε γνώση των ενδιαφερομένων, το αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό του χρονικού σημείου ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής (διάταξη της 25ης Νοεμβρίου 2008, S.A.BA.R. κατά Επιτροπής, C‑501/07 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:652, σκέψη 22, και απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2010, Transportes Evaristo Molina κατά Επιτροπής, C‑36/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:670, σκέψη 37).

38      Το Γενικό Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι, όταν πρόκειται για πράξεις οι οποίες, κατά πάγια πρακτική του οικείου οργάνου, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα, μολονότι η σχετική δημοσίευση δεν αποτελεί προϋπόθεση της εφαρμογής τους, το κριτήριο της ημερομηνίας περιελεύσεως σε γνώση των ενδιαφερομένων δεν έχει εφαρμογή και ότι η ημερομηνία της δημοσιεύσεως είναι εκείνη από την οποία αρχίζει να τρέχει η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής. Πράγματι, υπό τις συνθήκες αυτές, ο ενδιαφερόμενος τρίτος μπορεί ευλόγως να προεξοφλεί ότι η επίμαχη πράξη πρόκειται να δημοσιευθεί. Η λύση αυτή, που αποσκοπεί στην ασφάλεια δικαίου και έχει εφαρμογή έναντι παντός ενδιαφερομένου τρίτου, ισχύει, μεταξύ άλλων, οσάκις ο ασκών την προσφυγή ενδιαφερόμενος τρίτος λαμβάνει γνώση της προσβαλλομένης πράξεως πριν από τη δημοσίευσή της (βλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 2009, TF1 κατά Επιτροπής, T‑354/05, EU:T:2009:66, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Η νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 38 ανωτέρω ισχύει κατά μείζονα λόγο για τις πράξεις των οποίων η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα είναι υποχρεωτική βάσει του δικαίου της Ένωσης. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, καθόσον το άρθρο 32, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589 απαιτεί τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή, μεταξύ άλλων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του κανονισμού αυτού. Βάσει της υποχρεώσεως αυτής, ένα μη εμπιστευτικό κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως δημοσιεύθηκε ολόκληρο στην Επίσημη Εφημερίδα της 5ης Ιουλίου 2019 (ΕΕ 2019, L 181, σ. 13).

40      Η Επιτροπή υποστηρίζει ωστόσο ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αναθεωρήσει τη νομολογία αυτή. Κατά την άποψή της, το κριτήριο της δημοσιεύσεως κατά την έννοια του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αφορά αποκλειστικά την περίπτωση κατά την οποία η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της προσβαλλομένης πράξεως αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος της ή την παραγωγή των αποτελεσμάτων της και προβλέπεται από τη Συνθήκη ΛΕΕ.

41      Προκειμένου να εξεταστεί αν πρέπει να αναθεωρηθεί η υφιστάμενη νομολογία υπό την έννοια που προτείνει η Επιτροπή, πρέπει να ληφθούν υπόψη, σε πρώτο στάδιο, η ερμηνεία του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, σε δεύτερο στάδιο, η επιρροή την οποία ασκούν ενδεχομένως στην ερμηνεία αυτή η απόφαση της 17ης Μαΐου 2017, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑339/16 P, EU:C:2017:384), και οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Georgsmarienhütte κ.λπ. (C‑135/16, EU:C:2018:120), τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή.

α)      Επί της ερμηνείας του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

42      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, SNCF Mobilités κατά Επιτροπής, C‑127/16 P, EU:C:2018:165, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή χρησιμοποιεί τους όρους «δημοσίευση της πράξεως» χωρίς να προστίθεται τίποτε και χωρίς να απαιτείται η δημοσίευση αυτή είτε να αποτελεί οπωσδήποτε προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος ή την παραγωγή των αποτελεσμάτων μιας τέτοιας πράξεως είτε να προβλέπεται από τη Συνθήκη ΛΕΕ. Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν προκύπτει ότι οι συντάκτες της Συνθήκης θέλησαν η έννοια της δημοσιεύσεως κατά τη διάταξη αυτή να καλύπτει μόνο την περίπτωση κατά την οποία η δημοσίευση αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος ή την παραγωγή των αποτελεσμάτων της προσβαλλομένης πράξεως και προβλέπεται από τη Συνθήκη ΛΕΕ.

44      Κατά δεύτερον, η χρήση της εκφράσεως «ελλείψει» καταδεικνύει ότι η περιέλευση της προσβαλλομένης πράξεως σε γνώση των ενδιαφερομένων χαρακτηρίστηκε συνειδητά από τους συντάκτες της Συνθήκης ως επικουρικό κριτήριο το οποίο εφαρμόζεται μόνον ελλείψει δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης πράξεως.

45      Δεύτερον, η συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα αυτά. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 5, τιτλοφορούμενο «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», του κεφαλαίου 1, επιγραφόμενου «Τα θεσμικά όργανα», του τίτλου I του έκτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, διέπει, ειδικότερα, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι πολίτες μπορούν να ασκήσουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης.

46      Επιβάλλεται να υπομνησθεί, συναφώς, ότι οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ περί του δικαιώματος των πολιτών για την άσκηση προσφυγής δεν πρέπει να ερμηνεύονται στενά (απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 222, και διάταξη της 25ης Μαΐου 2004, Schmodt κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑264/03, EU:T:2004:157, σκέψη 59).

47      Η ερμηνεία του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, την οποία προτείνει η Επιτροπή, καταλήγει όμως, κατ’ ουσίαν, στο ότι το κριτήριο της δημοσιεύσεως κατά τη διάταξη αυτή γίνεται αντιληπτό πιο στενά από ό,τι προκύπτει από το γράμμα της, καθόσον προστίθεται στην ερμηνεία αυτή μια επιπλέον προϋπόθεση, σύμφωνα με την οποία η δημοσίευση πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος ή την παραγωγή των αποτελεσμάτων της προσβαλλομένης πράξεως και να προβλέπεται από τη Συνθήκη ΛΕΕ. Πέραν, όμως, του ότι τέτοια πρόσθετη προϋπόθεση δεν προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω), προσκρούει επίσης στον σκοπό τον οποίο επιδιώκει η διάταξη αυτή.

48      Συγκεκριμένα, ο σκοπός του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ συνίσταται στην προστασία της ασφάλειας δικαίου, διά της αποτροπής της επ’ αόριστον αμφισβήτησης των πράξεων της Ένωσης που παράγουν έννομα αποτελέσματα (πρβλ. διάταξη της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Fryč κατά Επιτροπής, C‑230/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:685, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής και το χρονικό σημείο ενάρξεως αυτών να καθορίζονται κατά τρόπο αρκούντως ακριβή, σαφή, προβλέψιμο και ευχερώς επαληθεύσιμο [πρβλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2010, Uniplex (UK), C‑406/08, EU:C:2010:45, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Πράγματι, είναι προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, και γενικότερα της σταθερότητας της έννομης τάξης της Ένωσης, να μπορεί να καθοριστεί με βεβαιότητα η ημερομηνία από την οποία οι πράξεις της Ένωσης καθίστανται απρόσβλητες, λόγω μη ασκήσεως προσφυγής κατ’ αυτών.

49      Προς επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στην ασφάλεια δικαίου, η βούληση των συντακτών της Συνθήκης ΛΕΕ ήταν να κατισχύει η ημερομηνία δημοσιεύσεως της πράξεως ως χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, καθόσον η ημερομηνία αυτή μπορεί να προσδιοριστεί από κάθε ενδιαφερόμενο με την απαιτούμενη βεβαιότητα και χωρίς αμφιβολία, έναντι της ημερομηνίας περιελεύσεως της προσβαλλομένης πράξεως σε γνώση των ενδιαφερομένων.

50      Συγκεκριμένα, αφενός, αυτή η τελευταία ημερομηνία μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του πότε έλαβε γνώση ατομικά κάθε ενδιαφερόμενος, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να προσδιοριστεί ομοιόμορφα το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής και, ως εκ τούτου, η ημερομηνία λήξεώς της. Αφετέρου, η ημερομηνία κατά την οποία οι ενδιαφερόμενοι έλαβαν γνώση της προσβαλλομένης πράξεως μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και να υπόκειται σε αμφισβητήσεις, δεδομένου ότι η απόδειξη της περιελεύσεως σε γνώση των ενδιαφερομένων εξαρτάται κατ’ εξοχήν από πραγματικά γεγονότα και περιστάσεις.

51      Επομένως, οι απαιτήσεις που συνδέονται με την ασφάλεια δικαίου επιβάλλουν να προκρίνεται για τον καθορισμό του χρονικού σημείου ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ο βέβαιος, προβλέψιμος και ευχερώς επαληθεύσιμος χαρακτήρας της δημοσιεύσεως της πράξεως της Ένωσης στην Επίσημη Εφημερίδα, ανεξαρτήτως του αν η δημοσίευση αυτή αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος ή την παραγωγή αποτελεσμάτων της πράξεως αυτής και του αν προβλέπεται στη Συνθήκη ΛΕΕ ή στο παράγωγο δίκαιο.

52      Επίσης, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι κανόνες περί των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής πρέπει να εφαρμόζονται από τον δικαστή κατά τρόπο ώστε να κατοχυρώνεται η ασφάλεια δικαίου και η ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου (βλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2019, RF κατά Επιτροπής, C‑660/17 P, EU:C:2019:509, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, δεν αποκλείεται βέβαια, στην πράξη, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, να κοινοποιηθεί σε ενδιαφερόμενο μέρος η προσβαλλομένη πράξη βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 πολλές εβδομάδες, ή και πολλούς μήνες, πριν από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα, με αποτέλεσμα να έχει, υπό τις συνθήκες αυτές, στη διάθεσή του προθεσμία μεγαλύτερη των δύο μηνών για να προετοιμάσει την προσφυγή του και, επομένως, μεγαλύτερη από εκείνη που διαθέτει το οικείο κράτος μέλος.

54      Ωστόσο, κάθε ενδεχόμενη χρονική απόκλιση μεταξύ της κοινοποιήσεως αποφάσεως στα ενδιαφερόμενα μέρη βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 και της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ταχύτητα με την οποία οι υπηρεσίες της Επιτροπής καταρτίζουν το κείμενο της επίμαχης αποφάσεως προς δημοσίευση, καθώς και από τυχόν καθυστερήσεις στη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα. Επομένως, ο λόγος για την απόκλιση αυτή είναι διοικητικός, αν όχι συγκυριακός, και, επομένως, ουδόλως μπορεί να αποδοθεί στο ενδιαφερόμενο μέρος. Εναπόκειται, συνεπώς, στην Επιτροπή η μέριμνα για την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, διά της αποτροπής, στο μέτρο του δυνατού, μιας τέτοιας απόκλισης με την εφαρμογή κατάλληλων διοικητικών μέτρων, και όχι μέσω συσταλτικής ερμηνείας του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως αυτή που προτείνει.

55      Η Επιτροπή δεν μπορεί να αντλήσει επιχείρημα ούτε από το γεγονός ότι, κατά την άποψή της, η ερμηνεία του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ την οποία υιοθετεί η υπομνησθείσα στις σκέψεις 37 και 38 ανωτέρω νομολογία θα στερούσε από το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 την πρακτική του αποτελεσματικότητα. Αρκεί να σημειωθεί συναφώς ότι το άρθρο 24 δεν αποσκοπεί στη ρύθμιση του χρονικού σημείου ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία διατάξεως του πρωτογενούς δικαίου.

56      Ως εκ τούτου, από τη γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η έννοια της δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης πράξεως, ως χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως από προσφεύγοντα που δεν είναι ο αποδέκτης της πράξεως αυτής, δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αφορά μόνον την περίπτωση κατά την οποία η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος ή την παραγωγή των αποτελεσμάτων της εν λόγω πράξεως και προβλέπεται από τη Συνθήκη ΛΕΕ.

β)      Επί της επιρροής την οποία ακούν η απόφαση της 17ης Μαΐου 2017, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C339/16 P), και οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Georgsmarienhütte κ.λπ. (C135/16)

57      Πρέπει να εξεταστεί αν, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, η απόφαση της 17ης Μαΐου 2017, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑339/16 P, EU:C:2017:384), και οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Georgsmarienhütte κ.λπ. (C‑135/16, EU:C:2018:120) συνέβαλαν στην εξέλιξη της νομολογίας προς την κατεύθυνση που προτείνει η Επιτροπή.

58      Πρώτον, επισημαίνεται ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Μαΐου 2017, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑339/16 P, EU:C:2017:384), αφορούσε περίπτωση εντελώς διαφορετική από την επίμαχη εν προκειμένω, καθόσον η υπόθεση εκείνη αφορούσε τη σχέση μεταξύ του κριτηρίου της δημοσιεύσεως και του κριτηρίου της κοινοποιήσεως ως προς προσφεύγοντα που ήταν ο αποδέκτης της προσβαλλομένης πράξεως και στον οποίο είχε κοινοποιηθεί η εν λόγω πράξη.

59      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι από τον συνδυασμό του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 297, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι, όσον αφορά τις προσφυγές ακυρώσεως, η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του χρονικού σημείου ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής είναι η ημερομηνία της δημοσιεύσεως, όταν η δημοσίευση αυτή, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος της πράξεως, προβλέπεται από την ως άνω Συνθήκη, και η ημερομηνία της κοινοποιήσεως, όσον αφορά τις λοιπές περιπτώσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 297, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μεταξύ των οποίων και η περίπτωση των αποφάσεων που καθορίζουν τον αποδέκτη τους. Κατά το Δικαστήριο, η κοινοποίηση της πράξεως δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα, σε σχέση με τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα, για τον καθορισμό του χρονικού σημείου ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής που έχει εφαρμογή ως προς τον αποδέκτη της πράξεως αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Μαΐου 2017, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑337/16 P, EU:C:2017:381, σκέψεις 36, 38 και 40, της 17ης Μαΐου 2017, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑338/16 P, EU:C:2017:382, σκέψεις 36, 38 και 40, και της 17ης Μαΐου 2017, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑339/16 P, EU:C:2017:384, σκέψεις 36, 38 και 40).

60      Επομένως, το Δικαστήριο παρέπεμψε στο άρθρο 297, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ για να αποσαφηνίσει τη σχέση μεταξύ του κριτηρίου της δημοσιεύσεως και του κριτηρίου της κοινοποιήσεως όσον αφορά το κράτος μέλος που ήταν αποδέκτης της προσβαλλομένης πράξεως. Δεδομένου ότι το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν διευκρινίζει αν κάποιο από αυτά τα κριτήρια υπερισχύει του άλλου, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στο άρθρο 297, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκειμένου να τα οριοθετήσει.

61      Αντιθέτως, η υπό κρίση υπόθεση αφορά τη σχέση μεταξύ του κριτηρίου της δημοσιεύσεως και του κριτηρίου της περιελεύσεως σε γνώση, όσον αφορά προσφεύγοντα που δεν είναι ο αποδέκτης της προσβαλλομένης πράξεως. Στην περίπτωση αυτή, όμως, το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει τον επικουρικό χαρακτήρα του κριτηρίου της περιελεύσεως σε γνώση σε σχέση με το κριτήριο της δημοσιεύσεως.

62      Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι, στην απόφαση της 17ης Μαΐου 2017, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑339/16 P, EU:C:2017:384), το Δικαστήριο θέλησε να εγκαταλείψει την υπομνησθείσα στη σκέψη 37 ανωτέρω νομολογία. Αντιθέτως, στη σκέψη 39 της αποφάσεώς του, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα που απορρέουν από τη σκέψη 35 της αποφάσεως της 10ης Μαρτίου 1998, Γερμανία κατά Συμβουλίου (C‑122/95, EU:C:1998:94), κατά την οποία από το γράμμα του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το κριτήριο της ημερομηνίας κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως ως χρονικού σημείου ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τη δημοσίευση ή την κοινοποίηση της πράξεως.

63      Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Μαρτίου 1998, Γερμανία κατά Συμβουλίου (C‑122/95, EU:C:1998:94), ετέθη, κατ’ ουσίαν, το ίδιο ζήτημα με το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση το οποίο αφορά το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε το παραδεκτό προσφυγής ασκηθείσας από κράτος μέλος κατά αποφάσεως του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί συνάψεως διεθνούς συμφωνίας δεσμεύουσας την Ένωση, το περιεχόμενο της οποίας ήταν γνωστό στο εν λόγω κράτος μέλος από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, λόγω της συμμετοχής του στη διαδικασία της εν λόγω εκδόσεως, στο πλαίσιο του Συμβουλίου. Εν συνεχεία, η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα, η δημοσίευση όμως αυτή δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος της. Ενώπιον του Δικαστηρίου, το Συμβούλιο υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, για τους ίδιους λόγους με αυτούς που πρόβαλε η Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση, ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη, υποστηρίζοντας ότι η ημερομηνία της δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα μπορεί να θεωρηθεί ως χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής μόνο για τις πράξεις για τις οποίες η προθεσμία αυτή αποτελούσε προϋπόθεση εφαρμογής τους.

64      Το Δικαστήριο, όμως, δεν ακολούθησε την ερμηνεία που πρότεινε το Συμβούλιο, δεδομένου ότι από τις σκέψεις 34 έως 40 της αποφάσεως της 10ης Μαρτίου 1998, Γερμανία κατά Συμβουλίου (C‑122/95, EU:C:1998:94), προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς ότι, όταν η προσβαλλομένη πράξη δεν αναφέρει αποδέκτη ή, αν τον αναφέρει, όταν ο προσφεύγων δεν είναι ο αποδέκτης της πράξεως αυτής, η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της εν λόγω πράξεως αποτελεί το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, ακόμη και όταν η δημοσίευση αυτή δεν αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος της πράξεως ή παραγωγής των αποτελεσμάτων της, ακόμη δε και αν ο προσφεύγων έχει λάβει γνώση της πράξεως αυτής πριν από την ημερομηνία της δημοσιεύσεως, μέσω άλλων εξίσου αξιόπιστων μέσων.

65      Δεύτερον, όσον αφορά τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Georgsmarienhütte κ.λπ. (C‑135/16, EU:C:2018:120, σκέψη 63), αρκεί η επισήμανση ότι, στην απόφασή του της 25ης Ιουλίου 2018, Georgsmarienhütte κ.λπ. (C‑135/16, EU:C:2018:582), το Δικαστήριο δεν συμμερίστηκε τη διαπίστωση που έγινε στο σημείο 63 των προτάσεων αυτών.

66      Τρίτον, το γεγονός που επικαλείται η Επιτροπή, ότι δηλαδή η παρατιθέμενη στις σκέψεις 37 και 38 ανωτέρω νομολογία ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 2015/1589 δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν τροποποιήθηκε και, προφανώς, οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο παράγωγο δίκαιο της Ένωσης δεν μπορούν να μεταβάλουν την ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, επί του οποίου η Επιτροπή θεμελίωσε μέρος της επιχειρηματολογίας της, καθώς και το άρθρο 32, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, παρέμειναν κατ’ ουσίαν αμετάβλητα σε σχέση με τις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).

γ)      Συμπεράσματα

67      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής εκδοθείσας δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 2015/1589, έναντι προσφεύγοντος που δεν είναι αποδέκτης της αποφάσεως αυτής, είναι η ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα.

68      Δεδομένου ότι η προσβαλλομένη απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 5 Ιουλίου 2019 και το δικόγραφο της προσφυγής κατατέθηκε στις 14 Αυγούστου 2019, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε εντός της δίμηνης προθεσμίας την οποία προβλέπει το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και η οποία παρατείνεται, σύμφωνα με τα άρθρα 59 και 60 του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά δεκατέσσερις και δέκα ημέρες, αντιστοίχως.

69      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η πρώτη ένσταση απαραδέκτου που πρόβαλε η Επιτροπή, η οποία αφορά την εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής.

2.      Επί της προβαλλομένης ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας

70      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή διότι, αφενός, κατά πάσα πιθανότητα, θα παύσει να υφίσταται πριν το πέρας της παρούσας διαδικασίας λόγω της επικείμενης οριστικής εκκαθαρίσεώς της και, αφετέρου, η υπό κρίση προσφυγή εξυπηρετεί μόνον το συμφέρον ορισμένων προνομιούχων ιδιωτών πιστωτών της προσφεύγουσας και όχι το συμφέρον της ίδιας της προσφεύγουσας.

71      Η προσφεύγουσα αντικρούει τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

72      Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθεαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος, υπό το πρίσμα του αντικειμένου της προσφυγής, πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, άλλως η προσφυγή είναι απαράδεκτη, και να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως (βλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Cañas κατά Επιτροπής, C‑269/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:415, σκέψη 15 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73      Πρώτον, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, η προσφεύγουσα υφίστατο ως νομικό πρόσωπο. Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα μπορεί να παύσει να υφίσταται πριν το πέρας της παρούσας διαδικασίας είναι καθαρά υποθετικό, καθόσον από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει με βεβαιότητα αν και πότε η προσφεύγουσα μπορεί να παύσει να υφίσταται.

74      Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι ένας από τους σκοπούς κάθε διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι η μεγιστοποίηση της περιουσίας της αφερέγγυας επιχειρήσεως, ακόμη και μέσω της ασκήσεως προσφυγής με σκοπό την αμφισβήτηση των χρεών που μειώνουν την περιουσία. Εάν το Γενικό Δικαστήριο ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση, και ιδίως την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως, η ακύρωση αυτή μπορεί να έχει αντίκτυπο στην υπολειπόμενη περιουσία της προσφεύγουσας. Επομένως, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η προσφεύγουσα ενεργεί προς ίδιο συμφέρον.

75      Επίσης, το γεγονός ότι το συμφέρον αυτό μπορεί να συμπίπτει με το συμφέρον άλλων προσώπων δεν θίγει το παραδεκτό της προσφυγής (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ., C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 84).

76      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη ένσταση απαραδέκτου που πρόβαλε η Επιτροπή, η οποία αφορά την έλλειψη εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας.

Β.      Επί της ουσίας

77      Η προσφεύγουσα προβάλλει εννέα λόγους ακυρώσεως που αφορούν, κατ’ ουσίαν, τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενισχύσεως καθενός από τα τρία μέτρα που μνημονεύονται στη σκέψη 11 ανωτέρω. Ειδικότερα, σχετικά με τα μέτρα 1 και 2, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος καθώς και έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας. Σχετικά με το μέτρο 3, προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως που αφορούν πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά, αντιστοίχως, την ύπαρξη μεταβιβάσεως κρατικών πόρων σχετικά με την Electrica, τη δυνατότητα καταλογισμού του μέτρου αυτού στο κράτος και την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος, καθώς και έναν λόγο ακυρώσεως που αφορά την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και έναν ακόμη λόγο που αφορά τον υπολογισμό του ποσού της προς ανάκτηση ενισχύσεως.

78      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, στα σημεία 6.1.1 και 6.1.2.1 έως 6.1.2.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε χωριστά καθένα από τα τρία μέτρα που απαριθμούνται στη σκέψη 11 ανωτέρω και, στην αιτιολογική σκέψη 298 της εν λόγω αποφάσεως, τα χαρακτήρισε, έκαστο χωριστά, ως κρατικές ενισχύσεις. Στη συνέχεια, στο σημείο 6.1.2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι τα μέτρα 1, 2 και 3 ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους και επιδίωκαν τον ίδιο σκοπό και κατέληξε στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 299 της εν λόγω αποφάσεως, ότι «τα μέτρα 1, 2 και 3 σε συνδυασμό συνιστού[σαν] ενίσχυση». Τέλος, η Επιτροπή, απαριθμώντας στο άρθρο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως καθένα από τα τρία αυτά μέτρα, κατέληξε στο συμπέρασμα, στο εν λόγω άρθρο, ότι τα μέτρα αυτά αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις, «από κοινού και χωριστά».

79      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, εκ προοιμίου, αν τα μέτρα 1, 2 και 3 συνιστούν τρεις αυτοτελείς παρεμβάσεις ή μία ενιαία παρέμβαση.

1.      Επί του ζητήματος αν τα μέτρα 1, 2 και 3 συνιστούν τρεις αυτοτελείς παρεμβάσεις ή μία ενιαία παρέμβαση

80      Χωρίς να προβάλλει χωριστό λόγο ακυρώσεως σχετικά με τον χαρακτηρισμό των μέτρων 1, 2 και 3 ως αυτοτελών παρεμβάσεων ή ως ενιαίας παρεμβάσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, εν προκειμένω, η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως μπορούσε να διαπιστωθεί μόνον κατά τρόπο εξατομικευμένο, ως προς κάθε επιμέρους μέτρο και ως προς κάθε επιμέρους πιστωτή.

81      Επομένως, με το δικόγραφο της προσφυγής της, η προσφεύγουσα, αναφερόμενη στο σημείο 6.1.2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή «όφειλε […] να αποδείξει ότι η σύναψη του μνημονίου μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος όσον αφορά κάθε δημόσιο πιστωτή μεμονωμένα» και ότι «[τ]α μέτρα που έλαβε καθένας από τους δημόσιους πιστωτές έπρεπε […] να αξιολογηθούν χωριστά». Επιπλέον, στο τμήμα του δικογράφου της προσφυγής με τίτλο «Η δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα για όλους τους εμπλεκόμενους δημόσιους πιστωτές», υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι «η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει τη δυνατότητα καταλογισμού ως προς κάθε δημόσια επιχείρηση μεμονωμένα».

82      Επίσης, κατά την προσφεύγουσα, όταν η Επιτροπή εφάρμοσε το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή προκειμένου να διαπιστώσει εάν υφίσταται οικονομικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όφειλε, «[γ]ια κάθε μέτρο», να προβεί σε «εξατομικευμένη αξιολόγηση καθεμιάς από τις εμπλεκόμενες δημόσιες επιχειρήσεις».

83      Με το υπόμνημα της απαντήσεώς της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επιπλέον, ότι «η δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος (καθώς και όλα τα άλλα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια της κρατικής ενισχύσεως, όπως το οικονομικό πλεονέκτημα) πρέπει να εκτιμηθεί για κάθε μέτρο κάθε δημόσιου πιστωτή μεμονωμένα».

84      Με την απάντησή της στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα προσέθεσε, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου, της χρονολογικής σειράς, του σκοπού και του πλαισίου των μέτρων 1, 2 και 3, καθώς και της διαφορετικής ταυτότητας εκάστου των φορέων που χορήγησαν τα μέτρα αυτά και της διαφορετικής καταστάσεώς της κατά τον χρόνο που ελήφθησαν τα μέτρα αυτά, τα εν λόγω μέτρα συνιστούσαν τρεις αυτοτελείς παρεμβάσεις, και όχι μία ενιαία παρέμβαση, κατά την έννοια της αποφάσεως της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ. και Επιτροπή κατά Γαλλίας κ.λπ. (C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2013:175, σκέψεις 103 και 104).

85      Με την απάντησή της στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε, με το δικόγραφο της προσφυγής, την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος που απορρέει από το ότι τα επίμαχα μέτρα αλληλοσυνδέονταν και ότι, ως εκ τούτου, κάθε νέος ισχυρισμός που προβάλλει συναφώς η προσφεύγουσα, ακόμη και σε απάντηση στο εν λόγω μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, είναι όψιμος και απαράδεκτος. Επί της ουσίας, η Επιτροπή επαναλαμβάνει ορισμένες διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στο σημείο 6.1.2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως και εκτιμά ότι, στην απόφαση αυτή, απέδειξε ότι τα επίμαχα μέτρα ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένα μεταξύ τους και επιδίωκαν τον ίδιο σκοπό, συγκεκριμένα τη στήριξη και τη διατήρηση της προσφεύγουσας στην αγορά καθώς και την προστασία των εργαζομένων της, και ότι, ως εκ τούτου, τα μέτρα αυτά από κοινού παρείχαν οικονομικό πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα και συνιστούσαν κρατική ενίσχυση.

α)      Επί του παραδεκτού των επιχειρημάτων που πρόβαλε η προσφεύγουσα

86      Η Επιτροπή εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι τα επιχειρήματα που πρόβαλε η προσφεύγουσα με την απάντησή της στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των μέτρων 1, 2 και 3 ως ενιαίας παρεμβάσεως ή ως χωριστών παρεμβάσεων συνιστούν απαράδεκτο νέο λόγο ακυρώσεως.

87      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, ισχυρισμός ή επιχείρημα που αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (βλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 81 και 82 ανωτέρω, το σύνολο των λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων που πρόβαλε η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής της στηρίζεται στην παραδοχή, αφενός, ότι καθένα από τα μέτρα 1, 2 και 3 πρέπει να αποτελεί αντικείμενο χωριστής εκτιμήσεως και, αφετέρου, ότι η εκτίμηση αυτή πρέπει να αφορά κάθε πιστωτή τον οποίο αφορούν τα μέτρα αυτά μεμονωμένα. Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα επισημαίνει επανειλημμένως στο δικόγραφο της προσφυγής της και στο υπόμνημα απαντήσεώς της ότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι καθένα από τα μέτρα αυτά, λαμβανόμενο μεμονωμένα, και, εν συνεχεία, οι ενέργειες κάθε πιστωτή στο πλαίσιο καθενός από τα μέτρα αυτά μπορούσαν να καταλογισθούν στο κράτος και της παρείχαν πλεονέκτημα.

89      Το γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα δεν πρόβαλε την επιχειρηματολογία αυτή ως αυτοτελή λόγο ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της δεν είναι καθοριστικό. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η πρακτική του αποτελεσματικότητα, μέσω της συνολικής εκτιμήσεως του δικογράφου αυτού (βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2020, Intercontact Budapest κατά CdT, T‑640/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:167, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

90      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα που πρόβαλε η προσφεύγουσα με την απάντησή της στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, τα οποία συνοψίζονται στη σκέψη 84 ανωτέρω, προστίθενται και αναπτύσσουν περαιτέρω την επιχειρηματολογία που είχε ήδη προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής της καθώς και με το υπόμνημα απαντήσεώς της, οπότε αποτελούν την ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας αυτής και συνδέονται στενά με αυτήν. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως νέος ισχυρισμός κατά την έννοια του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

91      Κατά τα λοιπά, το ζήτημα αν τα μέτρα 1, 2 και 3 συνιστούν τρεις αυτοτελείς παρεμβάσεις ή μία ενιαία παρέμβαση αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή κατόρθωσε να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι τα επίμαχα μέτρα μπορούσαν να καταλογιστούν στο κράτος και παρείχαν επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα, είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί προηγουμένως αν τα κριτήρια αυτά πρέπει να πληρούνται για κάθε μέτρο λαμβανόμενο χωριστά ή για το σύνολο των μέτρων που είχαν σχεδιαστεί ως ενιαία παρέμβαση.

92      Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου που πρόβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί του χαρακτηρισμού των μέτρων 1, 2 και 3 ως τριών χωριστών παρεμβάσεων ή ως ενιαίας παρεμβάσεως

93      Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι τα μέτρα 1, 2 και 3 ήταν εγγενώς αλληλένδετα μεταξύ τους και είχαν τον ίδιο βασικό στόχο, όπως εξηγήθηκε στο μνημόνιο και τις δημόσιες δηλώσεις των ρουμανικών αρχών (στο εξής: δημόσιες δηλώσεις), ήτοι τη στήριξη και διατήρηση της προσφεύγουσας στην αγορά και τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας των εργαζομένων της, λαμβανομένων υπόψη της χορηγήσεως των μέτρων από τους ίδιους φορείς, της χρονικής σειράς των μέτρων, του σκοπού τους και της καταστάσεως της προσφεύγουσας κατά τον χρόνο λήψεως καθενός από τα μέτρα αυτά. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο 3 δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τα μέτρα 1 και 2 και ότι όλα αυτά τα μέτρα αποτελούσαν μια σειρά στενά συνδεδεμένων παρεμβάσεων που μπορούσαν να καταλογιστούν στο κράτος και χορηγούσαν στην προσφεύγουσα πλεονέκτημα, όπως εκτίθεται στο μνημόνιο (σημείο 6.1.2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

94      Κατά τη νομολογία, δεν αποκλείεται πολλές διαδοχικές κρατικές παρεμβάσεις να πρέπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να θεωρηθούν ως ενιαία παρέμβαση. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν οι διαδοχικές παρεμβάσεις παρουσιάζουν, λόγω ιδίως της χρονολογικής σειράς τους, του σκοπού τους και της καταστάσεως της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο των παρεμβάσεων, τόσο στενούς δεσμούς ώστε είναι αδύνατο να διαχωριστούν (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ. και Επιτροπή κατά Γαλλίας κ.λπ., C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2013:175, σκέψεις 103 και 104).

95      Προς τούτο, η Επιτροπή πρέπει να στηρίζεται στο σύνολο των σχετικών πραγματικών και νομικών στοιχείων, όπως είναι, εκτός από τα μνημονευόμενα στη σκέψη 94 ανωτέρω κριτήρια, το αντικείμενο, τη φύση και το περιεχόμενο των επίμαχων παρεμβάσεων (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Ελλάδα κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑415/05, T‑416/05 και T‑423/05, EU:T:2010:386, σκέψεις 176 και 178, και της 15ης Ιανουαρίου 2015, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑1/12, EU:T:2015:17, σκέψεις 45 έως 48), η ταυτότητα των φορέων που χορηγούν τις παροχές ή των ωφελουμένων από αυτές (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2015, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑1/12, EU:T:2015:17, σκέψεις 38, 47 και 48), και το ζητήματα αν οι διάφορες επίμαχες παρεμβάσεις προβλέπονταν ή μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο της πρώτης παρεμβάσεως (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, Valencia Club de Fútbol κατά Επιτροπής, T‑732/16, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2020:98, σκέψη 169).

96      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 94 και 95 ανωτέρω, η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα εκτιμήσεως, να δεχθεί ότι τα μέτρα 1, 2 και 3 συνιστούσαν ενιαία κρατική παρέμβαση.

1)      Επί του αντικειμένου και της φύσεως των μέτρων 1, 2 και 3

97      Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή δεν εξέτασε, τουλάχιστον ρητώς, τις διαφορές ή τις ομοιότητες ως προς το αντικείμενο και τη φύση των μέτρων 1, 2 και 3.

98      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το αντικείμενο και η φύση των τριών επίμαχων μέτρων είναι διαφορετικά. Το μέτρο 1 εγκρίθηκε από την AAAS, η οποία ενήργησε ως «κλασικός» πιστωτής, ενώ το μέτρο 2 χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη καταστάσεως τεχνολογικής αλληλεξαρτήσεως μεταξύ του φορέα που το χορήγησε, ήτοι της CET Govora, και του ωφελουμένου, ήτοι της προσφεύγουσας. Το δε μέτρο 3 αποτελούσε κρίσιμο στοιχείο της διαδικασίας αφερεγγυότητας που κινήθηκε κατά της προσφεύγουσας.

99      Επισημαίνεται, όπως επισήμανε και η προσφεύγουσα, ότι το αντικείμενο και η φύση των μέτρων 1, 2 και 3 δεν είναι τα ίδια. Το μέτρο 1 συνίσταται στη μη είσπραξη και την περαιτέρω συσσώρευση χρεών από την AAAS. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για παθητική συμπεριφορά εκ μέρους της AAAS, καθόσον η αρχή αυτή, επί σχετικώς σύντομο χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, δεν εισέπραττε τις απαιτήσεις της από την προσφεύγουσα. Επίσης, η περαιτέρω συσσώρευση απαιτήσεων από την AAAS κατά το χρονικό διάστημα αυτό δεν συνίστατο σε νέες απαιτήσεις που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του διαστήματος αυτού, αλλά αποκλειστικά και μόνο στη συσσώρευση δεδουλευμένων τόκων επί προϋφισταμένων απαιτήσεων. Το μέτρο 2 συνίσταται στον συνεχιζόμενο δωρεάν εφοδιασμό με πρώτες ύλες και στην περαιτέρω συσσώρευση χρεών χωρίς τη λήψη κατάλληλων μέτρων για την προστασία των απαιτήσεών της CET Govora. Το δε μέτρο 3 συνίσταται σε ενεργητική συμπεριφορά εκ μέρους της AAAS, της ANA, της Salrom και της Electrica, καθόσον διέγραψαν μέρος των απαιτήσεών τους, στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιοργάνωσης.

100    Επομένως, καθένα από τα μέτρα αυτά έχει συγκεκριμένο αντικείμενο και συγκεκριμένη φύση. Επιπλέον, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, και όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 246, 248 και 251 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το μέτρο 2 εγκρίθηκε από τη CET Govora σε πολύ ιδιαίτερο πλαίσιο που χαρακτηριζόταν από την υφιστάμενη τεχνολογική αλληλεξάρτηση μεταξύ της CET Govora και της προσφεύγουσας, στο μέτρο που, αφενός, η προσφεύγουσα ήταν σημαντικός αγοραστής, μεταξύ άλλων του ατμού για βιομηχανική χρήση που προμήθευε η CET Govora, και, αφετέρου, οι δραστηριότητες της CET Govora εξαρτώνταν από την παροχή νερού για βιομηχανική χρήση που προμήθευε η προσφεύγουσα. Όσον αφορά το μέτρο 3, είναι και αυτό διαφορετικό από τα μέτρα 1 και 2, ως προς το αντικείμενο και τη φύση του, καθόσον συνίσταται στη μερική διαγραφή απαιτήσεων ορισμένων πιστωτών στο πλαίσιο σχεδίου αναδιοργάνωσης, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει με τα μέτρα 1 και 2.

2)      Επί των φορέων που χορήγησαν τα μέτρα 1, 2 και 3

101    Στην αιτιολογική σκέψη 286 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε την «ίδια ταυτότητα των χορηγών των μέτρων».

102    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι φορείς που χορήγησαν τα μέτρα 1, 2 και 3 ήταν διαφορετικοί και ότι βρίσκονταν σε διαφορετικές καταστάσεις όταν έλαβαν τα μέτρα αυτά.

103    Πρέπει να επισημανθεί, όπως σημείωσε και η προσφεύγουσα, ότι η AAAS είναι ο φορέας που χορήγησε την ενίσχυση στο πλαίσιο του μέτρου 1, ότι η CET Govora είναι ο φορέας που χορήγησε την ενίσχυση στο πλαίσιο του μέτρου 2 και ότι η AAAS, η ANA, η Salrom και η Electrica είναι οι φορείς που χορήγησαν την ενίσχυση στο πλαίσιο του μέτρου 3. Πρόκειται, επομένως, για διαφορετικούς φορείς, με εξαίρεση την AAAS που συμμετείχε στα μέτρα 1 και 3.

104    Επιπλέον, οι εν λόγω διαφορετικοί φορείς που χορήγησαν τα μέτρα έχουν διαφορετική νομική φύση. Συγκεκριμένα, η μεν AAAS υπάγεται στη δημόσια διοίκηση, οι δε ANA, Salrom και CET Govora είναι δημόσιες επιχειρήσεις και η Electrica είναι επιχείρηση της οποίας το κεφάλαιο, από τον Ιούλιο του 2014, κατέχουν κατά πλειοψηφία ιδιώτες.

3)      Επί της χρονολογικής σειράς των μέτρων 1, 2 και 3

105    Στην αιτιολογική σκέψη 286 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αιτιολόγησε το συμπέρασμά της ότι τα τρία επίμαχα μέτρα συνιστούσαν ενιαία κρατική παρέμβαση λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, «[τ]η χρονολογική σειρά των επίμαχων μέτρων», χωρίς να αναπτύξει περαιτέρω την εκτίμηση του κριτηρίου αυτού.

106    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η χρονική απόσταση μεταξύ, αφενός, της εγκρίσεως των μέτρων 1 και 2 και, αφετέρου, του μέτρου 3 ήταν σχεδόν τρία έτη.

107    Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα μέτρα 1 και 2 αφορούν την ίδια περίοδο, συγκεκριμένα την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 2012 μέχρι τον Ιανουάριο του 2013. Αντιθέτως, η μερική διαγραφή των χρεών της προσφεύγουσας, η οποία αποτελεί το αντικείμενο του μέτρου 3, έλαβε χώρα το 2015 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω). Έτσι, ενώ τα μέτρα 1 και 2 συνέπεσαν χρονικά, το μέτρο 3 έλαβε χώρα τουλάχιστον δύο έτη αργότερα.

108    Επίσης, κανένα στοιχείο της προσβαλλομένης αποφάσεως ή της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο δεν υποδηλώνει ότι το μέτρο 3 είχε προβλεφθεί ή μπορούσε να έχει προβλεφθεί κατά τον χρόνο εγκρίσεως των μέτρων 1 και 2, διευκρινιζομένου ότι το κριτήριο αυτό περιλαμβάνεται μεταξύ των κρίσιμων στοιχείων που η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 95 ανωτέρω.

4)      Επί του σκοπού των μέτρων 1, 2 και 3

109    Στις αιτιολογικές σκέψεις 285 και 286 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι τα μέτρα 1, 2 και 3 είχαν τον ίδιο βασικό στόχο, ήτοι τη στήριξη και τη διατήρηση της προσφεύγουσας στην αγορά και τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας των εργαζομένων της.

110    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο σκοπός των επίμαχων μέτρων δεν ήταν ο ίδιος. Κατά την άποψή της, με το μέτρο 1, η AAAS είχε σκοπό να «κερδίσει χρόνο» για να εκτιμήσει την κατάστασή της. Με το μέτρο 2, η CET Govora αποσκοπούσε στην προστασία των δικών της οικονομικών συμφερόντων, λαμβανομένης υπόψη της τεχνολογικής αλληλεξάρτησής της με την προσφεύγουσα. Με το μέτρο 3, οι φορείς που το χορήγησαν αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, διαγράφοντας συγχρόνως μέρος των απαιτήσεων αυτών, με σκοπό να μεγιστοποιήσουν το ποσό που θα εισέπρατταν στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

111    Όσον αφορά το μέτρο 1, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεώς του, η Επιτροπή προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην AAAS κάποια αδράνεια για σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, κατά το οποίο η AAAS δεν εισέπραξε τις απαιτήσεις της από την προσφεύγουσα. Κατά την άποψή της, ωστόσο, το ρουμανικό δίκαιο εμπόδιζε την AAAS να προχωρήσει στην εν λόγω είσπραξη. Υπό τις συνθήκες αυτές, φαίνεται δύσκολο να αποδοθεί στο μέτρο αυτό σαφής σκοπός.

112    Όσον αφορά το μέτρο 2, αρκεί να σημειωθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι σκοπός του μέτρου αυτού ήταν, ιδίως, η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της CET Govora και μάλιστα η διασφάλιση της επιβίωσής της στην αγορά, εντός πλαισίου χαρακτηριζόμενου από την υφιστάμενη τεχνολογική αλληλεξάρτηση μεταξύ της CET Govora και της προσφεύγουσας, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 100 ανωτέρω.

113    Όσον αφορά τον σκοπό του μέτρου 3, πρέπει να υπομνησθεί ότι το μέτρο αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, κατά την οποία δημόσιοι και ιδιώτες πιστωτές ψήφισαν υπέρ σχεδίου αναδιοργάνωσης το οποίο περιελάμβανε τη μερική διαγραφή των απαιτήσεων που είχαν οι εν λόγω πιστωτές κατά της προσφεύγουσας. Με τη διαγραφή αυτή, οι πιστωτές επιδίωκαν τον διπλό σκοπό της αναδιάρθρωσης της προσφεύγουσας και της είσπραξης των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους ή μέρους αυτών. Επομένως, ο σκοπός του μέτρου 3 δεν συνέπιπτε με τον σκοπό των μέτρων 1 και 2.

5)      Επί της καταστάσεως της προσφεύγουσας κατά τον χρόνο λήψεως των μέτρων 1, 2 και 3

114    Στην αιτιολογική σκέψη 286 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αιτιολόγησε το συμπέρασμά της ότι τα τρία επίμαχα μέτρα συνιστούσαν ενιαία παρέμβαση, αναφερόμενη στην «κατάσταση (οικονομική κατάσταση και κατάσταση κινδύνου) της επιχείρησης κατά τον χρόνο λήψης του κάθε μέτρου, δηλαδή το γεγονός ότι η Oltchim βρισκόταν κοντά στην αφερεγγυότητα».

115    Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι η κατάστασή της κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 3 ήταν διαφορετική από την κατάστασή της κατά τον χρόνο λήψεως των μέτρων 1 και 2, καθόσον το μέτρο 3 ελήφθη στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας που κινήθηκε κατ’ αυτής.

116    Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ουδεμία διαδικασία αφερεγγυότητας είχε κινηθεί κατά της προσφεύγουσας κατά την περίοδο την οποία αφορούσαν τα μέτρα 1 και 2. Αντιθέτως, το μέτρο 3 εντάσσεται στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας που κινήθηκε κατ’ αυτής στις 30 Ιανουαρίου 2013. Επομένως, η νομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η προσφεύγουσα κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 3 ήταν διαφορετική από εκείνη που επικρατούσε κατά την εφαρμογή των μέτρων 1 και 2.

117    Δεύτερον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 77 και 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας είχε επίσης εξελιχθεί κατά το διάστημα μεταξύ της περιόδου που καλύπτουν τα μέτρα 1 και 2 και του χρόνου λήψεως του μέτρου 3. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας, πριν από την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, η προσφεύγουσα εφάρμοσε μέτρα για τη μείωση του κόστους της, αποφασίζοντας, μεταξύ άλλων, την απόλυση εργαζομένων, την αλλαγή μιας ηλεκτρολυτικής κυψέλης στις κύριες εγκαταστάσεις παραγωγής και την επανέναρξη της λειτουργίας της μονάδας οξο-αλκοολών. Τα μέτρα αυτά επέτρεψαν στην προσφεύγουσα να βελτιώσει τα οικονομικά και χρηματοοικονομικά αποτελέσματά της, καθόσον ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε το 2015 κατά 31 % σε σύγκριση με το 2014 και κατά 59 % σε σύγκριση με το 2013 και βελτιώθηκαν επίσης τα κέρδη της προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (ΚΠΦΤΑ).

6)      Επί του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται τα μέτρα 1, 2 και 3

118    Στις αιτιολογικές σκέψεις 285, 288 και 290 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι τα τρία επίμαχα μέτρα συνδέονταν εγγενώς και αρρήκτως μεταξύ τους, επίσης λόγω του πλαισίου στο οποίο εντάσσονταν, το οποίο χαρακτηριζόταν, μεταξύ άλλων, από την ύπαρξη του μνημονίου και ορισμένων δημοσίων δηλώσεων των ρουμανικών αρχών.

119    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ούτε από το μνημόνιο ούτε από τις δημόσιες δηλώσεις μπορεί να συναχθεί ότι τα επίμαχα μέτρα συνδέονταν εγγενώς και αρρήκτως μεταξύ τους, δεδομένου ότι, κατ’ ουσίαν, ουδεμία σχέση υφίσταται μεταξύ του μνημονίου και των εν λόγω μέτρων. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι με το μνημόνιο απλώς θεσπίστηκε πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των κύριων πιστωτών της και των μετόχων της, τόσο των δημοσίων όσο και των ιδιωτών, και ότι το μνημόνιο δεν περιελάμβανε υποχρέωση του κράτους ή άλλων δημοσίων φορέων να της χορηγήσουν κρατική ενίσχυση. Το μνημόνιο ωσαύτως δεν περιέχει συμβατικές υποχρεώσεις προς διαγραφή απαιτήσεων. Όσον αφορά τις δημόσιες δηλώσεις, ούτε από αυτές καταδεικνύεται ότι το κράτος ανέλαβε υποχρεωτικές δεσμεύσεις έναντι της προσφεύγουσας.

i)      Επί του μνημονίου

120    Πρώτον, επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε το μνημόνιο ως μέτρο που συνιστά κρατική ενίσχυση. Επομένως, πρόκειται απλώς για στοιχείο του γενικότερου πλαισίου στο οποίο εντάσσονταν τα επίμαχα μέτρα.

121    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι το μνημόνιο υπογράφηκε όχι μόνον από εκπροσώπους των διοικητικών αρχών, αλλά και από δημόσιες επιχειρήσεις και από δύο ιδιωτικές τράπεζες, οι οποίες περιλαμβάνονταν μεταξύ των κύριων πιστωτών της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή δεν ισχυρίζεται ότι οι δανειστές αυτοί υποχρεώθηκαν από το κράτος να συνάψουν το εν λόγω μνημόνιο. Το γεγονός ότι τόσο δημόσιοι όσο και ιδιώτες πιστωτές αποφάσισαν να υπογράψουν το μνημόνιο υποδηλώνει ότι ορισμένοι τουλάχιστον υπογράφοντες το έπραξαν με γνώμονα τη διαφύλαξη των δικών τους οικονομικών συμφερόντων όπως υφίσταντο κατά τον χρόνο σύναψης του μνημονίου και όχι τον υποτιθέμενο σκοπό της στήριξης και διατήρησης της προσφεύγουσας στην αγορά.

122    Τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι ορισμένοι από τους φορείς που χορήγησαν τα προβαλλόμενα μέτρα ενισχύσεως, συγκεκριμένα η CET Govora, στο πλαίσιο του μέτρου 2, και η ANA, στο πλαίσιο του μέτρου 3, δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη στο εν λόγω μνημόνιο.

123    Τέταρτον, όσον αφορά το περιεχόμενο, το μνημόνιο προέβλεπε, κατ’ ουσίαν, ότι οι υπογράφοντες δεσμεύονταν να συνεργαστούν προκειμένου να αναπτυχθεί μια στρατηγική η οποία θα διασφάλιζε τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της προσφεύγουσας προκειμένου να επιτύχει ένα βιώσιμο επίπεδο κερδοφορίας, φερεγγυότητας, ρευστότητας και ταμειακών αποθεμάτων, με σκοπό ιδίως την προστασία των πιστωτών της και τη διασφάλιση της αναδιοργάνωσής της. Το μνημόνιο περιλάμβανε δεσμεύσεις εκ μέρους των τραπεζών που το υπέγραψαν, του Δημοσίου και της προσφεύγουσας, προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή της στρατηγικής αυτής.

124    Ωστόσο, σε καμία ρήτρα του μνημονίου δεν γίνεται ρητή ή σιωπηρή μνεία των μέτρων 1, 2 και 3. Ειδικότερα, ουδεμία ρήτρα του μνημονίου επιβάλλει στην AAAS να μην προβεί στην είσπραξη των απαιτήσεών της κατά της προσφεύγουσας ή να μην προχωρήσει σε άλλες ενέργειες έναντι αυτής προκειμένου να εξασφαλίσει τις απαιτήσεις της, πράγμα το οποίο αποτελεί τον στόχο του μέτρου 1. Επίσης, ουδεμία ρήτρα του μνημονίου υποχρεώνει την AAAS, την ANA, τη Salrom ή την Electrica να αποδεχθούν διαγραφή των απαιτήσεών τους ή να εγκρίνουν συγκεκριμένο σχέδιο αναδιοργάνωσης, πράγμα το οποίο αποτελεί τον στόχο του μέτρου 3. Όσον αφορά το μέτρο 2, αρκεί η επισήμανση ότι ο μοναδικός φορέας που το χορήγησε, και συγκεκριμένα η CET Govora, δεν ήταν μεταξύ των συμβαλλομένων στο εν λόγω μνημόνιο μερών.

125    Επιπλέον, η ρήτρα 8.1 του μνημονίου προέβλεπε τα εξής:

«Ουδεμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας μπορεί να ερμηνευθεί ως παραίτηση, περιορισμός ή αναστολή δικαιωμάτων, προνομιών ή συμφερόντων ενός συμβαλλομένου τα οποία βασίζονται σε ή έχουν σχέση με σύμβαση στην οποία αυτός είναι συμβαλλόμενο μέρος ή απορρέουν από οποιαδήποτε εφαρμοστέα νομοθεσία. Προς αποφυγή αμφιβολιών, τα μέρη συμφωνούν ότι η παρούσα συμφωνία δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως άρση της αναστολής πληρωμών ή ως αναστολή της αναδιάρθρωσης της επιχείρησης ούτε ως υποχρέωση, όσον αφορά τις τράπεζες, την Electrica ή [την AAAS], να συμφωνήσουν αναδιάρθρωση του χρέους ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο αναδιάρθρωσης ή να παράσχουν χρηματοδότηση, να προβούν σε διαγραφή χρεών, αναστολή πληρωμών ή να λάβουν άλλα παρεμφερή μέτρα σε σχέση με την Oltchim.»

126    Επομένως, με τη ρήτρα αυτή του μνημονίου ρητώς ορίστηκε ότι, «[π]ρος αποφυγή αμφιβολιών», το μνημόνιο δεν επέβαλλε στους υπογράφοντες να διαγράψουν τις απαιτήσεις τους κατά της προσφεύγουσας ή να αποδεχθούν οποιοδήποτε σχέδιο αναδιοργάνωσης ή, γενικότερα, να παραιτηθούν από οποιοδήποτε συμβατικό ή άλλο δικαίωμα έναντι της προσφεύγουσας.

127    Πέμπτον, από τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι, στην πραγματικότητα, η προβαλλόμενη επιρροή του μνημονίου ήταν διαφορετική όσον αφορά καθένα από τα τρία επίμαχα μέτρα και κάθε φορέα που χορήγησε τις προβαλλόμενες ενισχύσεις. Τούτο μαρτυρούν τα ακόλουθα παραδείγματα. Όσον αφορά το μέτρο 1, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 231 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι η Electrica υπέγραψε το μνημόνιο δεν την εμπόδισε να λάβει μέτρα για την είσπραξη των απαιτήσεών της ήδη από τον μήνα Νοέμβριο του 2012, σε αντίθεση με την AAAS, η οποία είχε επίσης υπογράψει το μνημόνιο. Όσον αφορά το μέτρο 2, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, και όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 255 έως 257 και 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι η Salrom υπέγραψε το μνημόνιο δεν εμπόδισε ούτε την επιχείρηση αυτή να συμπεριφερθεί ως ιδιώτης πιστωτής, γεγονός το οποίο οδήγησε την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι η Salrom δεν χορήγησε κρατική ενίσχυση στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο του μέτρου 2. Όσον αφορά το μέτρο 3, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως προκύπτει από την υποσημείωση 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η CFR Marfă, δημόσια επιχείρηση και συμβαλλόμενο μέρος στο μνημόνιο, ψήφισε κατά του σχεδίου αναδιοργάνωσης.

128    Ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του μνημονίου και της συμπεριφοράς των διαφόρων μερών που το υπέγραψαν όσον αφορά τα μέτρα 1, 2 και 3, προκύπτει, αφενός, ότι το μνημόνιο άσκησε περιορισμένη μόνον επιρροή επί του περιεχομένου των μέτρων αυτών και, αφετέρου, ότι η τυχόν επιρροή του σε καθένα από τα μέτρα αυτά δεν ήταν η ίδια.

129    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός, το οποίο επισημαίνει η Επιτροπή, ότι το μνημόνιο υπογράφηκε από εκπροσώπους τριών Υπουργείων και εγκρίθηκε από τον Πρωθυπουργό. Όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η ίδια ανήκε κατά πλειοψηφία στο κράτος και ήταν και αυτή συμβαλλόμενο μέρος στο μνημόνιο και, ως εκ τούτου, η υπογραφή του μνημονίου από υψηλόβαθμους κρατικούς υπαλλήλους φαίνεται να απορρέει από το νομικό πλαίσιο που διέπει την οργάνωση και τη λειτουργία των κύριων κρατικών μετόχων της. Εν πάση περιπτώσει, η περίσταση αυτή ουδόλως μεταβάλλει το περιεχόμενο του μνημονίου ούτε εμπόδισε τους διάφορους υπογράφοντες το μνημόνιο να ενεργήσουν κατά τρόπο διαφορετικό και μη συντονισμένο στο πλαίσιο καθενός από τα επίμαχα μέτρα, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 127 ανωτέρω.

ii)    Επί των δημοσίων δηλώσεων

130    Στην αιτιολογική σκέψη 285 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρθηκε επίσης, παραπέμποντας σε άλλες αιτιολογικές σκέψεις της, σε διάφορες δημόσιες δηλώσεις των ρουμανικών αρχών προκειμένου να αποδείξει ότι τα τρία επίμαχα μέτρα εντάσσονταν σε συνολική στρατηγική η οποία αποσκοπούσε στη διατήρηση της λειτουργίας της προσφεύγουσας και την αποφυγή της εκκαθάρισής της.

131    Πρέπει να επισημανθεί εκ προοιμίου ότι η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε τις δημόσιες δηλώσεις ως μέτρα που συνιστούν κρατικές ενισχύσεις.

132    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν οι δημόσιες δηλώσεις, ως στοιχεία του γενικότερου πλαισίου, είναι ικανές να αποδείξουν ότι τα μέτρα 1, 2 και 3 συνδέονταν τόσο στενά μεταξύ τους ώστε ήταν αδύνατο να διαχωριστούν, οπότε έπρεπε να θεωρηθούν ως ενιαία κρατική ενίσχυση.

133    Η Επιτροπή αναφέρθηκε στις ακόλουθες δηλώσεις:

–        δήλωση του Πρωθυπουργού της Ρουμανίας σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στον Τύπο την 1η Οκτωβρίου 2012, με την οποία ανακοίνωσε, μεταξύ άλλων, ότι έπρεπε «να εξηγήσουμε σήμερα το εφεδρικό σχέδιο για την επανέναρξη των δραστηριοτήτων, τη διάσωση των θέσεων εργασίας και την προετοιμασία νέας διαδικασίας ιδιωτικοποίησης, υπό πολύ διαφορετικές, σημαντικά βελτιωμένες συνθήκες», ότι «[τ]ο σχέδιο για την επαναλειτουργία της Oltchim» θα παρουσιαζόταν προσεχώς, ότι θα ξεκινούσαν επίσημες συνομιλίες με όλους τους κύριους πιστωτές της για τον σκοπό αυτό (αιτιολογική σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Με τη δήλωση αυτή ανακοινώνεται η έναρξη των συζητήσεων που οδήγησαν στην υιοθέτηση του μνημονίου περίπου ενάμιση μήνα αργότερα. Επομένως, δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο σε σχέση με το ίδιο το μνημόνιο·

–        δήλωση του Υφυπουργού Οικονομίας της 17ης Οκτωβρίου 2012, με την οποία ανακοίνωσε ότι τμήματα της προσφεύγουσας επρόκειτο να τεθούν ξανά σε λειτουργία και ότι η κυβέρνηση σκόπευε να της χορηγήσει ενίσχυση διάσωσης (αιτιολογική σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, η εν λόγω «ενίσχυση διάσωσης» δεν χορηγήθηκε και, εν πάση περιπτώσει, δεν αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        δήλωση του Υπουργού Οικονομίας της 15ης Νοεμβρίου 2012, με την οποία δήλωσε, κατ’ ουσίαν, ότι «[η] ιδέα της πτώχευσης [θα έπαυε] να υφίσταται εφόσον [θα] συν[απτόταν] συμφωνία με τους κύριους πιστωτές [της Oltchim]» και ανακοίνωσε την έγκριση του μνημονίου, το οποίο υπεγράφη οκτώ ημέρες αργότερα, στόχος του οποίου ήταν, κατά τη δήλωση αυτή, «η επανέναρξη της λειτουργίας, η διάσωση και η αναδιάρθρωση της Oltchim με ελεγχόμενο τρόπο, σε συμφωνία με τους πιστωτές» (αιτιολογική σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αφενός, η επιρροή της δήλωσης αυτής είναι περιορισμένη, διότι, αντιθέτως προς ό,τι ανακοίνωσε ο εν λόγω Υπουργός, η διαδικασία αφερεγγυότητας κινήθηκε περίπου δύο μήνες αργότερα. Αφετέρου, με τη δήλωση αυτή απλώς ανακοινώνεται η υπογραφή του μνημονίου και, επομένως, δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο σε σχέση με αυτό·

–        δηλώσεις των επικεφαλής της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων της προσφεύγουσας (αιτιολογική σκέψη 204, στοιχείο βʹ, και υποσημείωση 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι δηλώσεις αυτές, ωστόσο, δεν ασκούν επιρροή καθόσον δεν είναι δηλώσεις κρατικών εκπροσώπων·

–        άρθρο της 26ης Ιανουαρίου 2013 στον Τύπο, στο οποίο αναγράφεται ότι ο πρώην Υπουργός Οικονομίας συζήτησε τις συνέπειες της αποτυχίας της ιδιωτικοποίησης της προσφεύγουσας, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι η «υπαγωγή της Oltchim σε διαδικασία αφερεγγυότητας [αποτελούσε] ευκαιρία αναδιάρθρωσης και αξιοποίησης των βιώσιμων μερών» (αιτιολογική σκέψη 204, στοιχείο γʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η δήλωση αυτή ουδεμία κρατική δέσμευση περιλαμβάνει·

–        άρθρο της 29ης Μαρτίου 2013 στον Τύπο, κατά το οποίο, κατ’ ουσίαν, ο Πρωθυπουργός της Ρουμανίας επισήμανε ότι η Επιτροπή δεν θα ενέκρινε τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως στην προσφεύγουσα, ότι, για τον λόγο αυτό, η προσφεύγουσα έπρεπε να λάβει χρηματοδότηση από τράπεζες και εμπόρους και ότι η κυβέρνηση ενδιαφερόταν «για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας» (αιτιολογική σκέψη 204, στοιχείο δʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η δήλωση αυτή επισημαίνει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το οικείο κράτος μέλος δεν είχε καμία πρόθεση να χορηγήσει κρατική ενίσχυση στην προσφεύγουσα. Όσον αφορά το γεγονός ότι η κυβέρνηση «ενδιαφερόταν» για τη διατήρηση θέσεων εργασίας, το Γενικό Δικαστήριο δεν διακρίνει στη δήλωση αυτή κάτι επιλήψιμο ούτε κάποια ένδειξη της βούλησης του κράτους να χορηγήσει ενίσχυση στην προσφεύγουσα·

–        δήλωση του Υπουργού Οικονομίας του Μαρτίου του 2013, στην οποία επισήμανε ότι προτιμούσε να βρεθεί στρατηγικός επενδυτής προκειμένου να μετάσχει στο κεφάλαιο της προσφεύγουσας, γεγονός το οποίο ήταν σημαντικότερο από την τιμή πωλήσεως (αιτιολογική σκέψη 204, στοιχείο εʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η δήλωση αυτή ουδεμία δέσμευση εκ μέρους των ρουμανικών αρχών περιλαμβάνει·

–        δήλωση του Υπουργού Οικονομίας της 30ής Μαΐου 2013, με την οποία επισήμανε ότι, «πέραν του σήματός της, η Oltchim κα[τείχε] σημαντικό αριθμό ευρεσιτεχνιών αξίας εκατομμυρίων ευρώ» και ότι «η καταστροφή της εταιρείας αυτής ισοδυναμούσε με καταστροφή ενός θησαυρού πνευματικής ιδιοκτησίας» (αιτιολογική σκέψη 204, στοιχείο στʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η δήλωση όμως αυτή ουδεμία σχέση έχει με τα επίμαχα μέτρα·

–        δήλωση του Υπουργού Οικονομίας της 9ης Ιουλίου 2013, με την οποία υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι «μπορού[σα]ν να βρεθούν λύσεις για τη διάσωση της εταιρείας», ότι η προσφεύγουσα αποτελούσε ζήτημα «εθνικής υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας» και ότι «[άξιζε] να διασωθεί» (αιτιολογική σκέψη 204, στοιχείο ζʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Μολονότι, βεβαίως, η δήλωση αυτή αφήνει να εννοηθεί ότι οι ρουμανικές αρχές επιθυμούσαν να «διασώσουν» την προσφεύγουσα, εντούτοις πρόκειται απλώς και μόνο για δήλωση πολιτικής φύσεως η οποία αποσκοπούσε στο να καθησυχάσει τους εργαζομένους και γενικότερα το κοινό. Επιπλέον, η δήλωση αυτή δεν περιέχει σαφή, ακριβή, συγκεκριμένη και ρητή δέσμευση εκ μέρους των ρουμανικών αρχών για την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, του οποίου το γενικό περιεχόμενο δεν ήταν ακόμη γνωστό κατά τον χρόνο της δήλωσης αυτής·

–        δήλωση του Υπουργού Οικονομίας του Σεπτεμβρίου του 2013, με την οποία ανακοίνωσε, κατ’ ουσίαν, ότι οι πιστωτές της προσφεύγουσας επρόκειτο σύντομα να εγκρίνουν «μια χρηματοδότηση», ότι η προσφεύγουσα θα λάμβανε πίστωση από ιδιωτικές τράπεζες και ότι η «Oltchim αριθ. 2» θα είχε απαλλαγεί από χρέη «στα τέλη Σεπτεμβρίου» (αιτιολογική σκέψη 204, στοιχείο ηʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η δήλωση αυτή φαίνεται να αναφέρεται σε ιδιωτική χρηματοδότηση και δεν περιέχει σαφή, ακριβή, συγκεκριμένη και ρητή δέσμευση εκ μέρους του κράτους. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο εν λόγω Υπουργός εκφράστηκε «κατά της εκκαθάρισης μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων» αποτελεί επίσης απλώς και μόνο δήλωση πολιτικής φύσεως, η οποία ουδεμία σαφή δέσμευση εκ μέρους του κράτους περιλαμβάνει·

–        δήλωση του Πρωθυπουργού της Ρουμανίας της 19ης Φεβρουαρίου 2014, με την οποία παρότρυνε τον νεοδιορισθέντα Υπουργό Οικονομίας να επιληφθεί του «προβλήματος της Oltchim», προσθέτοντας ότι «δεν θα ήθελε να εκραγεί η κατάσταση […] λόγω έλλειψης πολιτικής ικανότητας» (αιτιολογική σκέψη 204, στοιχείο θʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η δήλωση αυτή είναι πολύ γενική·

–        δηλώσεις του Υπουργού Οικονομίας του 2014, κατά τις οποίες η προσφεύγουσα «[ήταν] εταιρεία εθνικού και στρατηγικού συμφέροντος», ότι υπήρχε «ενδιαφέρον των επενδυτών για εξαγορά και του διυλιστηρίου του Arpechim» και ότι «η Oltchim δεν θα [έκλεινε] ποτέ» (αιτιολογική σκέψη 204, στοιχείο ιʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως).  Μολονότι η τελευταία αυτή δήλωση, πράγματι, άφηνε να εννοηθεί ότι οι ρουμανικές αρχές επιθυμούσαν να αποφύγουν το κλείσιμο της προσφεύγουσας, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι η εν λόγω δήλωση δεν είναι αρκούντως ειδική και συγκεκριμένη.

134    Επιπλέον, το γεγονός και μόνον ότι οι δημόσιοι και ιδιώτες πιστωτές λαμβάνουν υπόψη δημόσιες δηλώσεις των υπευθύνων προκειμένου να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά δεν αρκεί για να καταδειχθεί ότι υπήρχαν τόσο στενοί δεσμοί μεταξύ των μέτρων 1, 2 και 3 ώστε ο διαχωρισμός τους ήταν αδύνατος.

135    Επιπροσθέτως, όσον αφορά ειδικότερα το μέτρο 3, το οποίο ελήφθη στις 9 Μαρτίου 2015, οι διάφορες αυτές δημόσιες δηλώσεις είναι προγενέστερες αυτού κατά ένα ή δύο έτη περίπου, καθόσον η ημερομηνία της δηλώσεως που ήταν χρονικά εγγύτερη προς την ημερομηνία του μέτρου αυτού ήταν η 3η Ιουνίου 2014, δηλαδή εννέα περίπου μήνες πριν από τη λήψη του εν λόγω μέτρου. Επομένως, μολονότι οι δηλώσεις αυτές μπορούν να ληφθούν υπόψη ως στοιχείο του γενικότερου πλαισίου, εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που παρήλθε μεταξύ των δηλώσεων αυτών και της ημερομηνίας λήψεως του μέτρου 3, δεν αποδείχθηκε ότι είχαν αρκούντως στενό δεσμό με το εν λόγω μέτρο.

136    Ως εκ τούτου, αν και η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη τις εν λόγω δηλώσεις, ως στοιχεία του γενικότερου πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονταν τα μέτρα 1, 2 και 3, από το περιεχόμενό τους ωστόσο δεν προκύπτει ότι υπήρχαν τόσο στενοί δεσμοί μεταξύ των μέτρων 1, 2 και 3 ώστε ήταν αδύνατο να διαχωριστούν και, κατά συνέπεια, έπρεπε να θεωρηθούν ως ενιαία κρατική ενίσχυση.

7)      Συμπέρασμα

137    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κριτηρίων που προβλέπονται στη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 94 και 95 ανωτέρω, ιδίως του αντικειμένου και της φύσης των μέτρων 1, 2 και 3, της διαφορετικής ταυτότητας των χορηγών των μέτρων αυτών, της χρονολογικής σειράς των μέτρων αυτών, του γεγονότος ότι τα εν λόγω μέτρα δεν είχαν προβλεφθεί ή δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο της πρώτης παρεμβάσεως, του σκοπού τους, της καταστάσεως της προσφεύγουσας κατά τον χρόνο της εφαρμογής καθενός από αυτά, καθώς και του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται, συνάγεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε η Επιτροπή στο σημείο 6.1.2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα επίμαχα μέτρα δεν έχουν τόσο στενούς δεσμούς μεταξύ τους ώστε ήταν αδύνατο να διαχωριστούν. Συνεπώς, τα μέτρα 1, 2 και 3 πρέπει να θεωρηθούν ως τρεις αυτοτελείς παρεμβάσεις για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.      Επί του χαρακτηρισμού των επίμαχων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων

138    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως «κρατικής ενίσχυσης» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαιτείται να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να χορηγεί ένα επιλεκτικό πλεονέκτημα στον δικαιούχο της. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2020, Eco TLC, C‑556/19, EU:C:2020:844, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

139    Στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, εναπόκειται κατ’ αρχήν στην Επιτροπή να αποδείξει, με την προσβαλλομένη απόφαση, την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Πράγματι, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει, στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Κάτω Χώρες κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑760/15 και T‑636/16, EU:T:2019:669, σκέψεις 194 και 196 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

140    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι τα μέτρα 1 και 2 αφορούν κρατικούς πόρους και μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος. Αντιθέτως, αμφισβητεί ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή όσον αφορά το μέτρο 3. Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι τα επίμαχα μέτρα δεν της παρέχουν πλεονέκτημα.

α)      Επί της υπάρξεως μεταβιβάσεως κρατικών πόρων στο πλαίσιο του μέτρου 3 και επί της δυνατότητας καταλογισμού του μέτρου αυτού στο κράτος

141    Στο σημείο 6.1.1.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η διαγραφή από την AAAS, την Electrica, τη Salrom, τη CET Govora και την ANA μέρους των αντιστοίχων απαιτήσεών τους στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιοργάνωσης συνεπαγόταν μεταβίβαση κρατικών πόρων και μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος.

142    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι η μερική διαγραφή των απαιτήσεων της Electrica στο πλαίσιο του μέτρου 3 δεν συνεπαγόταν μεταβίβαση κρατικών πόρων και, δεύτερον, ότι το μέτρο 3, λαμβανόμενο στο σύνολό του, δεν μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος.

1)      Επί του ζητήματος αν η μερική διαγραφή των απαιτήσεων της Electrica στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιοργάνωσης συνεπαγόταν μεταβίβαση κρατικών πόρων

143    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι τον Ιούλιο του 2014 η Electrica, η οποία μέχρι τότε ήταν κρατική επιχείρηση, ιδιωτικοποιήθηκε και, ως εκ τούτου, από την ημερομηνία αυτή δεν ήταν πλέον κρατική επιχείρηση υπό τη δεσπόζουσα επιρροή του κράτους. Επομένως, οι πόροι της Electrica δεν ήταν κρατικοί πόροι και, κατά συνέπεια, η διαγραφή μέρους των απαιτήσεων της επιχείρησης αυτής κατά της προσφεύγουσας δεν συνεπαγόταν μεταβίβαση κρατικών πόρων.

144    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι το ζήτημα αν η Electrica ήταν κρατική επιχείρηση δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Ρουμανία διαδραμάτισε ουσιώδη ρόλο στην εφαρμογή του μέτρου 3 και στην επιλογή του τρόπου χρηματοδότησής του.

145    Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι από τον Ιούλιο του 2014 η πλειοψηφία των μετοχών της Electrica ανήκε σε ιδιώτες, το δε κράτος κατείχε το 48,78 % του κεφαλαίου της.

146    Η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιέχει άλλα στοιχεία σχετικά με την κατάσταση της Electrica, όπως είχε μετά την ιδιωτικοποίησή της, τα οποία θα μπορούσαν να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε ότι η μερική διαγραφή των απαιτήσεών της στο πλαίσιο του μέτρου 3 συνεπαγόταν μεταβίβαση κρατικών πόρων.

147    Κατά τη νομολογία, για να μπορούν πλεονεκτήματα να χαρακτηρισθούν ως «ενισχύσεις» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να έχουν παρασχεθεί άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η έννοια της παρεμβάσεως «με κρατικούς πόρους», κατά την ανωτέρω διάταξη, καλύπτει, πέραν των πλεονεκτημάτων που παρέχονται άμεσα από το κράτος, και εκείνα τα πλεονεκτήματα που παρέχονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς τους οποίους έχει ορίσει ή ιδρύσει το κράτος με σκοπό τη διαχείριση της ενισχύσεως (βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Viasat Broadcasting UK κατά TV2/Danmark, C‑657/15 P, EU:C:2017:837, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καλύπτει όλα τα χρηματικά μέσα τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούν οι δημόσιες αρχές προς στήριξη επιχειρήσεων, χωρίς να έχει σημασία συναφώς αν τα μέσα αυτά περιλαμβάνονται μονίμως στην περιουσία του Δημοσίου. Έστω και αν τα ποσά που αντιστοιχούν στο επίμαχο μέτρο ενισχύσεως δεν βρίσκονται διαρκώς στην κατοχή του Δημοσίου Ταμείου, το γεγονός ότι παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και συνεπώς στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών αρκεί για να χαρακτηρισθούν ως «κρατικοί πόροι» (βλ. απόφαση της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ., C‑206/06, EU:C:2008:413, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

148    Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι, από τον Ιούλιο του 2014, η Ρουμανία δεν ήλεγχε πλέον την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στην Electrica, ότι δεν μπορούσε να διορίσει την πλειοψηφία των μελών των διοικητικών, διευθυντικών ή ελεγκτικών οργάνων της επιχείρησης αυτής και ότι δεν διέθετε, σύμφωνα με το καταστατικό της εν λόγω επιχείρησης, ειδικά δικαιώματα τα οποία της παρείχαν τη δυνατότητα να ελέγχει τις αποφάσεις της Electrica.

149    Από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι πόροι της Electrica που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο του μέτρου 3 τελούσαν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και ότι ήταν, συνεπώς, στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών, κατά την έννοια της παρατεθείσας στη σκέψη 147 ανωτέρω νομολογίας.

150    Το γεγονός και μόνον ότι επιχείρηση όπως η Electrica υπέγραψε το μνημόνιο το 2012 (αιτιολογική σκέψη 203 της προσβαλλομένης αποφάσεως) δεν σημαίνει ότι οι πόροι της τελούσαν υπό τον έλεγχο του κράτους. Εν πάση περιπτώσει, κατά την εφαρμογή του μέτρου 3, το 2015, το κράτος δεν ήλεγχε πλέον τους πόρους της Electrica.

151    Επίσης, το γεγονός ότι ιδιωτική επιχείρηση λαμβάνει υπόψη δημόσιες δηλώσεις των αρχών (αιτιολογική σκέψη 205 της προσβαλλομένης αποφάσεως) όταν αποφασίζει σχετικά με τη συμπεριφορά της στην αγορά ουδόλως σημαίνει, ελλείψει οποιουδήποτε άλλου συγκεκριμένου συναφούς στοιχείου, ότι οι πόροι της βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Δημοσίου ή στη διάθεσή του.

152    Επιπλέον, το γεγονός το οποίο υπογράμμισε η Επιτροπή, ότι δηλαδή οι επίμαχες απαιτήσεις της Electrica στο πλαίσιο του μέτρου 3 είχαν αποκτηθεί πριν από την ιδιωτικοποίησή της δεν ασκεί επιρροή, διότι, αφενός, τα προϋφιστάμενα της ιδιωτικοποίησης μιας επιχείρησης χρέη και απαιτήσεις αποτυπώνονται συνήθως στην τιμή πωλήσεως αυτής και, αφετέρου, η απόφαση της Electrica να εγκρίνει το σχέδιο αναδιοργάνωσης ελήφθη το 2015, δηλαδή μετά την ιδιωτικοποίησή της.

153    Επίσης, το γεγονός ότι, μετά την ιδιωτικοποίηση της Electrica, το κράτος κατείχε το 48,78 % του κεφαλαίου της και ότι, λόγω αυτού, κατά την Επιτροπή, διατηρούσε «υψηλό βαθμό επιρροής» επί της εμπορικής πολιτικής της Electrica δεν σημαίνει, ελλείψει άλλων συγκεκριμένων συναφών στοιχείων, ότι οι πόροι της εταιρίας αυτής τελούσαν διαρκώς υπό τον έλεγχο του Δημοσίου ή στη διάθεσή του κατά την έννοια της παρατεθείσας στη σκέψη 147 ανωτέρω νομολογίας. Αντιθέτως, η ανάλυση που περιλαμβάνεται στις σκέψεις 148 έως 152 ανωτέρω αφήνει να εννοηθεί ότι, παρά τη συμμετοχή του κράτους στο κεφάλαιο της Electrica, η οποία ασφαλώς είναι σημαντική, αλλά μειοψηφική, το κράτος δεν διέθετε μηχανισμό ο οποίος να του παρέχει τη δυνατότητα να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο η επιχείρηση αυτή διαχειριζόταν τους πόρους της στο πλαίσιο του μέτρου 3.

154    Τέλος, η Επιτροπή δεν μπορεί να αντλήσει επιχείρημα από την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Επιτροπής (T‑139/09, EU:T:2012:496). Στην απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μέτρα ενισχύσεως τα οποία ελήφθησαν υπέρ ορισμένων οργανώσεων αγροτών, χρηματοδοτούμενα εν μέρει από προαιρετικές ιδιωτικές εισφορές, συνεπάγονταν μεταβίβαση κρατικών πόρων για τον λόγο ότι, κατ’ ουσίαν, οι γαλλικές αρχές αποφάσιζαν μονομερώς τα μέτρα που χρηματοδοτούνταν από το καθεστώς ενισχύσεων καθώς και τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους, ενώ οι αποδέκτες των εν λόγω μέτρων είχαν μόνο το δικαίωμα να μετέχουν ή να μη μετέχουν στο σύστημα το οποίο είχε καθορίσει το κράτος, καταβάλλοντας ή αρνούμενοι να καταβάλλουν τις εισφορές αυτές. Εν αντιθέσει, όμως, προς την υπόθεση εκείνη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι ρουμανικές αρχές είχαν αποφασίσει μονομερώς τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να χρησιμοποιηθούν οι πόροι της Electrica στο πλαίσιο του μέτρου 3.

155    Όσον αφορά την Electrica Furnizare, έτερο πιστωτή της προσφεύγουσας, της οποίας την πλειοψηφία των μετοχών κατείχε η Electrica από το 2011 έως το 2017, αρκεί η διαπίστωση ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε τη συμπεριφορά της εταιρίας αυτής ως μέτρο που συνιστά κρατική ενίσχυση και, ως εκ τούτου τα επιχειρήματα των διαδίκων επ’ αυτού δεν ασκούν επιρροή ως προς τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

156    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι το μέτρο 3 συνεπαγόταν μεταβίβαση κρατικών πόρων όσον αφορά τη μερική διαγραφή των απαιτήσεων της Electrica ούτε, επομένως, ότι συνιστούσε κρατική ενίσχυση η οποία χορηγήθηκε μέσω της εταιρίας αυτής.

2)      Επί της δυνατότητας καταλογισμού του λοιπού μέρους του μέτρου 3 στο κράτος

157    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το λοιπό μέρος του μέτρου 3, δηλαδή η μερική διαγραφή των απαιτήσεων της AAAS, της Salrom, της CET Govora και της ANA στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιοργάνωσης, δεν μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος.

158    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Ισχυρίζεται ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι το μέτρο 3 μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος.

159    Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο 3 μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος για τον λόγο ότι, πρώτον, κατά το ρουμανικό δίκαιο περί αφερεγγυότητας, το σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν μπορούσε να εγκριθεί χωρίς τη συγκατάθεση της AAAS ή της CET Govora (αιτιολογική σκέψη 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Δεύτερον, το σχέδιο αυτό καταρτίστηκε από τον δικαστικώς διορισμένο, ο οποίος αποτελεί όργανο του κράτους (αιτιολογική σκέψη 202 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τρίτον, το εν λόγω σχέδιο εγκρίθηκε χάρη στους δημόσιους και ιδιώτες πιστωτές που είχαν υπογράψει, τον Νοέμβριο του 2012, το μνημόνιο, το οποίο ήταν το μέσο που χρησιμοποίησε το κράτος προκειμένου να διατηρήσει την προσφεύγουσα στην αγορά και να εξασφαλίσει την απαιτούμενη πλειοψηφία εντός της συνέλευσης των πιστωτών ώστε να διασφαλιστεί η έγκριση του εν λόγω σχεδίου (αιτιολογικές σκέψεις 202, 203 και 205 έως 210 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέταρτον, η πρόθεση του κράτους να διατηρήσει την προσφεύγουσα στην αγορά επιβεβαιώθηκε από τις δημόσιες δηλώσεις (αιτιολογική σκέψη 204 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πέμπτον, η Επιτροπή πρόβαλε ορισμένα πιο συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία καταδεικνύεται η δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος της συμπεριφοράς της ANA στο πλαίσιο του μέτρου 3 (αιτιολογικές σκέψεις 212 έως 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

160    Από τη νομολογία προκύπτει ότι, για να μπορούν τα πλεονεκτήματα να χαρακτηρισθούν ως «ενισχύσεις» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όταν χορηγείται πλεονέκτημα από δημόσια αρχή, το πλεονέκτημα αυτό εξ ορισμού μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος, ακόμη και αν η οικεία αρχή απολαύει νομικής αυτονομίας έναντι άλλων δημοσίων αρχών (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Air France κατά Επιτροπής, T‑358/94, EU:T:1996:194, σκέψη 62).

161    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως όρισε το μέτρο 3 ως τη διαγραφή από ορισμένους πιστωτές του χρέους «σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης», πρέπει να εξεταστεί αν το εν λόγω σχέδιο, του οποίου η έγκριση από τους πιστωτές της προσφεύγουσας οδήγησε στη μερική διαγραφή του χρέους της, μπορούσε, στο σύνολό του, να καταλογιστεί στο κράτος, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

162    Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μερική διαγραφή ορισμένων χρεών στο πλαίσιο του μέτρου 3 δεν ήταν μονομερής διαγραφή που αποφασίστηκε από καθέναν από τους εν λόγω δανειστές μεμονωμένα, αλλά συλλογική διαγραφή που έγινε στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, διεπόμενη από ειδικούς νομικούς κανόνες όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την πλειοψηφία που απαιτείται εντός της συνέλευσης των πιστωτών για την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Με άλλα λόγια, η ατομική ψήφος συγκεκριμένου πιστωτή υπέρ του σχεδίου θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την έγκρισή του μόνον εάν οι απαιτήσεις του εν λόγω πιστωτή πληρούσαν, αφ’ εαυτών, τις νόμιμες απαιτήσεις όσον αφορά την απαιτούμενη προς τούτο πλειοψηφία.

163    Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι ο πίνακας των πιστωτών περιελάμβανε πολλούς πιστωτές, τόσο δημόσιους όσο και ιδιώτες, και ότι οι ψήφοι υπέρ του σχεδίου αυτού προέρχονταν τόσο από δημόσιους όσο και από ιδιώτες πιστωτές.

164    Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι το σχέδιο αναδιοργάνωσης μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος, πρέπει, καταρχάς, να εξακριβωθεί αν η ψήφος της AAAS, της ANA, της Salrom και της CET Govora υπέρ της έγκρισης του σχεδίου αναδιοργάνωσης μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος. Στη συνέχεια, θα πρέπει να καθοριστεί αν οι πιστωτές των οποίων η ψήφος υπέρ της έγκρισης του σχεδίου αναδιοργάνωσης μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος είχαν, από κοινού, την πλειοψηφία που απαιτείται, κατά το εθνικό δίκαιο, για την έγκριση του σχεδίου αυτού.

i)      Επί της δυνατότητας καταλογισμού στο κράτος των ψήφων της AAAS, της Salrom, της CET Govora και της ANA

–       Επί της δυνατότητας καταλογισμού στο κράτος της ψήφου της AAAS

165    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 186, 187 και 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η ψήφος της AAAS μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος, ιδίως για τον λόγο ότι η αρχή αυτή αποτελούσε μέρος της δημόσιας διοίκησης και υπαγόταν στην κυβέρνηση.

166    Το συμπέρασμα αυτό δεν αντικρούεται από την προσφεύγουσα.

–       Επί της δυνατότητας καταλογισμού στο κράτος της ψήφου της Salrom

167    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιέχει αξιολόγηση του ζητήματος αν η ψήφος της Salrom υπέρ του σχεδίου αναδιοργάνωσης μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος. Το γεγονός ότι το κράτος κατείχε την πλειοψηφία των μετοχών της Salrom, ότι είχε διορίσει εκπροσώπους εντός του διοικητικού της συμβουλίου και ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός της Salrom έπρεπε να εγκριθεί από το κράτος καταδεικνύουν, βεβαίως, ότι η Salrom ήταν δημόσια επιχείρηση, δεν καταδεικνύουν όμως ότι η ψήφος της υπέρ της εγκρίσεως του εν λόγω σχεδίου μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος.

168    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η δυνατότητα καταλογισμού της ψήφου της Salrom στο κράτος απορρέει από τον «υψηλό βαθμό παρέμβασης του κράτους κατά τον καθορισμό του μέτρου και του τρόπου χρηματοδότησής του», ιδίως από το μνημόνιο και τις δημόσιες δηλώσεις.

169    Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στο σημείο 6.1.1.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 201 έως 218), το οποίο αφορά τη δυνατότητα καταλογισμού του μέτρου 3 στο κράτος, η Επιτροπή δεν εξέτασε αν η ψήφος της Salrom, πιστωτή της προσφεύγουσας, ο οποίος της προμήθευε, μεταξύ άλλων, αλατούχο διάλυμα, μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος. Συγκεκριμένα, στο σημείο αυτό υπάρχουν δύο μόνον αναφορές στη Salrom, η πρώτη στην υποσημείωση 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου απλώς και μόνον επισημαίνεται ότι η Salrom ήταν ένας από τους υπογράφοντες το μνημόνιο, και η δεύτερη στην αιτιολογική σκέψη 218 της εν λόγω αποφάσεως, η οποία αποτελεί την καταληκτική αιτιολογική σκέψη του σημείου αυτού της προσβαλλομένης αποφάσεως και στην οποία η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση του μέτρου 3, μεταξύ άλλων, από τη Salrom μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος. Στο ίδιο σημείο, η Επιτροπή αναφέρθηκε, γενικώς και χωρίς να κάνει ειδική μνεία της Salrom, στην υπογραφή του μνημονίου από ορισμένους πιστωτές της προσφεύγουσας και στις δημόσιες δηλώσεις, προκειμένου να δικαιολογήσει τη δυνατότητα καταλογισμού του μέτρου 3 στο κράτος.

170    Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η Salrom ήταν δημόσια επιχείρηση κατά τη θέσπιση του μέτρου 3. Εντούτοις, κατά τη νομολογία, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί η δυνατότητα καταλογισμού ενός μέτρου στο κράτος από το γεγονός και μόνον ότι το μέτρο έχει ληφθεί από δημόσια επιχείρηση. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν το κράτος είναι σε θέση να ελέγχει μια δημόσια επιχείρηση και να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί των συναλλαγών της, η πραγματική άσκηση τέτοιου ελέγχου δεν μπορεί να τεκμαίρεται άνευ ετέρου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, διευκρινιζομένου ότι δεν χρειάζεται να αποδεικνύεται, κατόπιν ειδικής έρευνας, ότι οι δημόσιες αρχές παρότρυναν συγκεκριμένα την δημόσια επιχείρηση να λάβει το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψεις 51 έως 53).

171    Στην περίπτωση που τα πλεονεκτήματα παρέχονται από δημόσιες επιχειρήσεις, είναι αναγκαίο να εξετασθεί κατά πόσον οι δημόσιες αρχές ενεπλάκησαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη λήψη του επίμαχου μέτρου, η δυνατότητα δε καταλογισμού στο κράτος μπορεί να συναχθεί από ένα σύνολο ενδείξεων που προκύπτουν από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως και από το όλο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η λήψη του μέτρου. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει ήδη προσδώσει βαρύνουσα σημασία στο γεγονός ότι ο οικείος φορέας δεν μπορούσε να λάβει την επίμαχη απόφαση χωρίς να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις των δημόσιων αρχών ή ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις μέσω των οποίων είχαν χορηγηθεί οι ενισχύσεις, πέρα από τα οργανικά στοιχεία που τις συνέδεαν με το κράτος, έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη τις οδηγίες ενός δημόσιου οργανισμού. Για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ένα μέτρο ενισχύσεως που έχει ληφθεί από δημόσια επιχείρηση μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος ενδέχεται να έχουν σημασία και ορισμένες άλλες ενδείξεις, όπως η ένταξή της στις δομές της δημόσιας διοίκησης, η φύση των δραστηριοτήτων της και η άσκησή τους στην αγορά υπό συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, το νομικό καθεστώς της επιχείρησης, δηλαδή αν διέπεται από το δημόσιο δίκαιο ή το κοινό εταιρικό δίκαιο, ο βαθμός της εποπτείας που ασκούν οι δημόσιες αρχές επί της διαχειρίσεως της επιχειρήσεως ή οποιαδήποτε άλλη ένδειξη από την οποία να συνάγεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι έχουν εμπλακεί ή ότι είναι απίθανο να μην έχουν εμπλακεί οι δημόσιες αρχές στη λήψη ορισμένου μέτρου, αν ληφθούν υπόψη η έκταση του μέτρου, το περιεχόμενό του ή οι προϋποθέσεις του (απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψεις 52, 55 και 56).

172    Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι στο σημείο 6.1.1.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκτός από τη διαπίστωση σχετικά με την ύπαρξη του μνημονίου και των δημοσίων δηλώσεων, η Επιτροπή δεν επισήμανε την ύπαρξη ενδείξεων όπως αυτές που παρατίθενται στη σκέψη 171 ανωτέρω, από τις οποίες να μπορεί να αποδειχθεί η δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος της συμπεριφοράς της Salrom στο πλαίσιο του μέτρου 3.

173    Όσον αφορά το ότι η Salrom υπέγραψε το μνημόνιο, επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προέβη και η προσφεύγουσα, ότι αφενός το μνημόνιο προέβλεπε ρητά ότι τα υπογράφοντα μέρη ουδεμία υποχρέωση είχαν να διαγράψουν τις απαιτήσεις τους κατά της προσφεύγουσας, να αποδεχθούν συγκεκριμένο σχέδιο αναδιοργάνωσης ή, γενικότερα, να παραιτηθούν από οποιοδήποτε συμβατικό ή άλλο δικαίωμα έναντι της προσφεύγουσας και, ως εκ τούτου, το μνημόνιο αυτό ουδεμία υποχρέωση επέβαλλε στη Salrom στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιοργάνωσης.

174    Αφετέρου, από κανένα στοιχείο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους το μνημόνιο διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο όσον αφορά την συμπεριφορά της Salrom στο πλαίσιο του μέτρου 3. Αντιθέτως, η συμπεριφορά της επιχείρησης αυτής στο πλαίσιο του μέτρου 2 αποδεικνύει ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, όπως προκύπτει από τη σκέψη 127 ανωτέρω.

175    Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις δημόσιες δηλώσεις, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 134 και 136 ανωτέρω.

176    Δεύτερον, βεβαίως, στο σημείο 6.1.1.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 188 έως 200), το οποίο αφορά τη δυνατότητα καταλογισμού του μέτρου 2 στο κράτος, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η Ρουμανία κατείχε το 51 % των μετοχών της Salrom, είχε διορίσει τους εκπροσώπους της εντός του διοικητικού συμβουλίου της και ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός της Salrom έπρεπε να εγκριθεί από το κράτος, αυτή δε η εκ των προτέρων έγκριση αφορούσε, μεταξύ άλλων, τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε εμπορικές απαιτήσεις εισπρακτέες από πελάτες όπως η προσφεύγουσα (αιτιολογικές σκέψεις 191 και 192 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή, ωστόσο, υπογράμμισε ότι δεν ήταν απαραίτητο να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά της Salrom μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος όσον αφορά το μέτρο 2, διότι το μέτρο αυτό δεν συνιστούσε ενίσχυση ως προς τη Salrom για τον λόγο ότι, κατ’ ουσίαν, η Salrom ενήργησε όπως θα ενεργούσε ένας ιδιώτης πιστωτής (αιτιολογικές σκέψεις 193 και 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

177    Εντούτοις, δεδομένου ότι το μέτρο 2 αφορά το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 2012 έως τον Ιανουάριο του 2013, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιέχει στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι τα στοιχεία αυτά εξακολουθούσαν να ισχύουν το 2015, όταν ελήφθη το μέτρο 3. Προκειμένου, όμως, να εξεταστεί αν πληρούται το κριτήριο της δυνατότητας καταλογισμού, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χρόνος λήψεως του μέτρου (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Ιουλίου 2015, Γαλλία και Orange κατά Επιτροπής, T‑425/04 RENV και T‑444/04 RENV, EU:T:2015:450, σκέψεις 221 και 229).

178    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι όλα τα στοιχεία εξακολουθούσαν να ισχύουν το 2015, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν συνήγαγε ότι η συμπεριφορά της Salrom μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος όσον αφορά το μέτρο 2. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τα εν λόγω στοιχεία και ιδίως αν αυτά αρκούσαν για να καταλογιστεί το μέτρο 2 στο κράτος, όσον αφορά τη Salrom. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα στοιχεία αυτά εξακολουθούσαν να ασκούν επιρροή το 2015, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την ελλείπουσα εκτίμηση της Επιτροπής.

179    Ως εκ τούτου, επιβάλλεται το συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε και η προσφεύγουσα, ότι στην προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η ψήφος της Salrom υπέρ της εγκρίσεως του σχεδίου αναδιοργάνωσης μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος.

–       Επί της δυνατότητας καταλογισμού στο κράτος της ψήφου της CET Govora

180    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι στην προσβαλλομένη απόφαση δεν περιλαμβάνεται εκτίμηση ως προς το αν η ψήφος της CET Govora επί του σχεδίου αναδιοργάνωσης μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος. Η CET Govora, όμως, δεν υπέγραψε το μνημόνιο και, ως εκ τούτου, είναι απίθανο το μνημόνιο αυτό να την επηρέασε στην ψήφο της. Επιπροσθέτως, κατά την προσφεύγουσα, οι μνημονευόμενες στην αιτιολογική σκέψη 195 της προσβαλλομένης αποφάσεως αποφάσεις του επαρχιακού συμβουλίου της Vâlcea, δημοσίου φορέα ο οποίος, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι ο μοναδικός μέτοχος της CET Govora δεν αφορούσαν το μέτρο 3.

181    Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «δεν μπορεί να θεωρηθεί» ότι, υπό το πρίσμα του γενικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η συμπεριφορά της CET Govora, η επιχείρηση αυτή ουδόλως επηρεάστηκε από το κράτος, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, του μνημονίου και των δημοσίων δηλώσεων.

182    Στις αιτιολογικές σκέψεις 201 και 205 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να στηρίξει το συμπέρασμά της ότι η ψήφος της CET Govora υπέρ της εγκρίσεως του σχεδίου αναδιοργάνωσης μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος, η Επιτροπή παρέπεμψε ρητώς στην ανάλυσή της σχετικά με τη δυνατότητα καταλογισμού του μέτρου 2 στο κράτος, στον βαθμό που το μέτρο αυτό αφορούσε τη CET Govora, πιστωτή της προσφεύγουσας ο οποίος της προμήθευε, μεταξύ άλλων, ηλεκτρική ενέργεια και ατμό. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρέπεμψε στην αιτιολογική σκέψη 200 της αποφάσεως αυτής, η οποία αποτελεί το καταληκτικό συμπέρασμα της εξετάσεως που αφορά τη δυνατότητα καταλογισμού του μέτρου 2 στο κράτος και, ως εκ τούτου, η συνολική αυτή παραπομπή πρέπει να νοηθεί ως παραπομπή στο σύνολο των στοιχείων που εκτίθενται προς τούτο στο πλαίσιο της εξετάσεως της δυνατότητας καταλογισμού του μέτρου 2 στο κράτος. Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε, κατ’ ουσίαν, καταρχάς, ότι η CET Govora ανήκε εξ ολοκλήρου στο κράτος, ακολούθως, ότι ο συνεχιζόμενος δωρεάν εφοδιασμός της προσφεύγουσας με ηλεκτρική ενέργεια, ο οποίος αποτελούσε το αντικείμενο του μέτρου 2, πραγματοποιήθηκε σε εκτέλεση διαφόρων αποφάσεων του επαρχιακού συμβουλίου της Vâlcea και, τέλος, ότι το «ευρύτερο πλαίσιο» καταδεικνύει ότι «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η CET Govora ήταν ανεπηρέαστη από το κράτος» (αιτιολογικές σκέψεις 194 έως 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπροσθέτως, στο σημείο 6.1.1.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρθηκε, γενικώς, στην υπογραφή του μνημονίου από ορισμένους πιστωτές της προσφεύγουσας και στις δημόσιες δηλώσεις, προκειμένου να δικαιολογήσει τη δυνατότητα καταλογισμού του μέτρου 3 στο κράτος.

183    Συναφώς, επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται ότι η CET Govora ήταν δημόσια επιχείρηση όταν ελήφθη το μέτρο 3. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 170 ανωτέρω, κατά τη νομολογία, δεν είναι δυνατόν να τεκμαίρεται ότι ένα μέτρο μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος απλώς και μόνον βάσει του ότι ελήφθη από δημόσια επιχείρηση.

184    Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 171 ανωτέρω, η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη ένα σύνολο κρίσιμων ενδείξεων για να διαπιστώσει αν η συμπεριφορά της CET Govora στο πλαίσιο του μέτρου 3 μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος.

185    Συναφώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί εγκύρως το μνημόνιο, διότι η CET Govora ούτε καν το υπέγραψε. Κατά τα λοιπά, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η CET Govora το έλαβε υπόψη κατά την ψήφισή του στο πλαίσιο του μέτρου 3, γεγονός παραμένει, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 173 ανωτέρω, ότι το μνημόνιο προέβλεπε ρητώς ότι οι υπογράφοντες ουδεμία υποχρέωση είχαν να διαγράψουν τις απαιτήσεις τους κατά της προσφεύγουσας, να αποδεχθούν συγκεκριμένο σχέδιο αναδιοργάνωσης ή, γενικότερα, να παραιτηθούν από οποιοδήποτε συμβατικό ή άλλο δικαίωμα έναντι της προσφεύγουσας. Όσον αφορά τις δημόσιες δηλώσεις, αρκεί η παραπομπή στη σκέψη 136 ανωτέρω.

186    Σχετικά με τις ενδείξεις που επισημάνθηκαν στην προσβαλλομένη απόφαση όσον αφορά το μέτρο 2, στις οποίες παρέπεμψε η Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτές αφορούν την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 2012 έως τον Ιανουάριο του 2013 και ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιέχει στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι τα στοιχεία αυτά εξακολουθούσαν να ισχύουν το 2015, όταν ελήφθη το μέτρο 3, με διευκρινιζομένου ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 177 ανωτέρω, ότι, προκειμένου να εξεταστεί αν πληρούται το κριτήριο της δυνατότητας καταλογισμού, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χρόνος λήψεως του μέτρου.

187    Επιπροσθέτως, ορισμένα στοιχεία σχετικά με τη συμπεριφορά της CET Govora που επισημάνθηκαν όσον αφορά το μέτρο 2 δεν ασκούν επιρροή για την εξέταση της δυνατότητας καταλογισμού στο κράτος της ψήφου της CET Govora υπέρ του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Επομένως, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι αποφάσεις του επαρχιακού συμβουλίου της Vâlcea που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 29, 85 και 195 της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορούσαν αποκλειστικά το μέτρο 2 και δεν συνδέονταν με την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης η οποία πραγματοποιήθηκε δύο και πλέον έτη αργότερα.

188    Τα στοιχεία του «ευρύτερου πλαισίου», στα οποία παραπέμπουν οι αιτιολογικές σκέψεις 196 και 197 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν ασκούν άμεση επιρροή στο ζήτημα αν η ψήφος της CET Govora υπέρ του σχεδίου αναδιοργάνωσης μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν προσδιορίζει σαφώς ποια είναι η σχέση την οποία διαπιστώνει μεταξύ, αφενός, του γεγονότος ότι ο διευθύνων σύμβουλος της CET Govora καταδικάσθηκε από τα εθνικά ποινικά δικαστήρια για κατάχρηση εξουσίας και για αθέμιτη άσκηση επιρροής που διέπραξε κατά την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2011 έως τον Ιούλιο του 2014 και, αφετέρου, της ψήφου της CET Govora υπέρ του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Επίσης, το γεγονός ότι ο διευθύνων σύμβουλος της CET Govora έγινε κατόπιν, από τον Οκτώβριο του 2012 έως τον Φεβρουάριο του 2013, διευθύνων σύμβουλος της προσφεύγουσας και, μετά τον Φεβρουάριο του 2013, έγινε πάλι διευθύνων σύμβουλος της CET Govora δεν ασκεί επιρροή. Πράγματι, εκτός του ότι και η περίσταση αυτή αφορά περίοδο προγενέστερη εκείνης την οποία αφορά το μέτρο 3, το γεγονός και μόνον ότι συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, είχε διοριστεί διευθύνων σύμβουλος δύο δημοσίων επιχειρήσεων δεν σημαίνει, αυτό καθεαυτό, ότι οι πράξεις που εγκρίθηκαν από κάποια από αυτές δύο έτη αργότερα μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος.

189    Επομένως, δεδομένου ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιέχει άλλες κρίσιμες και αναγόμενες στον κρίσιμο χρόνο ενδείξεις, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει και η προσφεύγουσα, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η ψήφος της CET Govora υπέρ της εγκρίσεως του σχεδίου αναδιοργάνωσης μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος.

–       Επί της δυνατότητας καταλογισμού στο κράτος της ψήφου της ANA

190    Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή θεμελίωσε το συμπέρασμά της ότι η ψήφος της ANA υπέρ της εγκρίσεως του σχεδίου αναδιοργάνωσης μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος στο γεγονός, μεταξύ άλλων, ότι η ANA ήταν δημόσιος οργανισμός εθνικού συμφέροντος που είχε δικαιοπρακτική ικανότητα δικαίου και τελούσε υπό τον συντονισμό της κεντρικής δημόσιας αρχής υδάτων· ότι σκοπός της ήταν, μεταξύ άλλων, η εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής και πολιτικής στον τομέα της διαχείρισης των υδάτινων πόρων, η διασφάλιση της τήρησης των κανονιστικών διατάξεων στον συγκεκριμένο τομέα, η διαχείριση και λειτουργία των υποδομών του εθνικού συστήματος διαχείρισης των υδάτων και η διασφάλιση της εκτέλεσης διαφόρων δραστηριοτήτων εθνικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος· ότι τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου διορίζονταν με εντολή του προϊσταμένου της κεντρικής δημόσιας αρχής υδάτων και μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Δημοσίων Οικονομικών και ένας εκπρόσωπος της κεντρικής δημόσιας αρχής υδάτων και ότι ο γενικός διευθυντής της ANA διοριζόταν, ανακαλούνταν και απαλλασσόταν από τα καθήκοντά του με εντολή του προϊσταμένου της ίδιας κεντρικής δημόσιας αρχής υδάτων και ότι ο προϋπολογισμός των εσόδων και των εξόδων της εγκρινόταν από το διοικητικό συμβούλιο με τη σύμφωνη γνώμη του προϊσταμένου της κεντρικής δημόσιας αρχής υδάτων.

191    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή συγχέει δύο διαφορετικά όργανα. Ειδικότερα, η αναφορά που γίνεται στην ANA στην κατηγορία «Μη εξασφαλισμένοι πιστωτές βάσει του άρθρου 96 του [ρουμανικού] νόμου περί αφερεγγυότητας» του πίνακα 1 ο οποίος παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι εσφαλμένη, διότι η απαίτηση αυτή ανήκει σε άλλο δημόσιο φορέα, συγκεκριμένα στην Εθνική εταιρία διαχείρισης ύδατος της Ρουμανίας – Διαχείριση της λεκάνης του Olt (στο εξής: ANA‑ABO). Κατά την προσφεύγουσα, η ANA-ABO ψήφισε υπέρ του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ενώ η ANA δεν ψήφισε ούτε υπέρ ούτε κατά του σχεδίου αυτού. Ως εκ τούτου, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει τη δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος της ψήφου της ANA-ABO.

192    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ANA-ABO είναι ένα από τα έντεκα περιφερειακά υποκαταστήματα της ANA. Οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 212 έως 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την ANA ισχύουν και για το υποκατάστημα αυτό.

193    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται απλώς, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, εσφαλμένως, αναφέρθηκε σε οργανισμό ο οποίος δεν είναι εκείνος που έχει απαιτήσεις εις βάρος της. Δεν αμφισβητεί, όμως, ούτε το γεγονός που επισήμανε η Επιτροπή στο υπόμνημά της αντικρούσεως, ότι δηλαδή η ANA-ABO είναι υποκατάστημα της ANA, ούτε το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι κατ’ ουσίαν οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 212 έως 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την ANA ισχύουν, mutatis mutandis, και για το υποκατάστημά της. Πράγματι, ελλείψει οποιουδήποτε στοιχείου περί του αντιθέτου, τα στοιχεία που επισημαίνονται στην προσβαλλομένη απόφαση σχετικά με την ANA ισχύουν και για τα υποκαταστήματά της.

194    Υπό τις συνθήκες αυτές, μολονότι είναι, βεβαίως, λυπηρό ότι στην προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή συγχέει την ANA με το υποκατάστημά της, εντούτοις πρόκειται, στη χειρότερη περίπτωση, για τυπικό σφάλμα το οποίο δεν επηρεάζει το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

195    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας επ’ αυτού.

–       Ενδιάμεσα συμπεράσματα

196    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή απέδειξε ότι η ψήφος της AAAS και η ψήφος του υποκαταστήματος της ANA υπέρ της εγκρίσεως του σχεδίου αναδιοργάνωσης μπορούσαν να καταλογιστούν στο κράτος. Αντιθέτως, δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον τη δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος της ψήφου της Salrom και της CET Govora στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού.

ii)    Επί της δυνατότητας καταλογισμού στο κράτος του σχεδίου αναδιοργάνωσης

197    Πρώτον, στην αιτιολογική σκέψη 201 της προσβαλλομένης απόφασης, η Επιτροπή, αυτής, υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι το μέτρο 3 μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος επειδή το σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν μπορούσε να εγκριθεί χωρίς τη συγκατάθεση της AAAS ή της CET Govora.

198    Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό είναι εσφαλμένο.

199    Κατά πρώτον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 180 έως 189 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η ψήφος της CET Govora υπέρ της εγκρίσεως του σχεδίου αναδιοργάνωσης μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος.

200    Κατά δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ψήφος της CET Govora υπέρ της εγκρίσεως του σχεδίου αναδιοργάνωσης μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος, επισημαίνεται ότι, όπως υποστήριξε και η προσφεύγουσα, το συμπέρασμα της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν συνάδει με την περιγραφή των εθνικών κανόνων που ισχύουν στον τομέα της αφερεγγυότητας, όπως εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση.

201    Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 100 και 101 του legea no 85 privind procedura insolvenţei (νόμου αριθ. 85 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, στο εξής: ρουμανικός νόμος περί αφερεγγυότητας), της 5ης Απριλίου 2006 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 359 της 21ης Απριλίου 2006), ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης πρέπει να θεωρείται ότι γίνεται δεκτό αν η απόλυτη πλειοψηφία των κατηγοριών των πιστωτών ψηφίσει υπέρ του σχεδίου, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον μία από τις μειονεκτούσες κατηγορίες αποδέχεται το σχέδιο. Το σχέδιο θεωρείται αποδεκτό από μια κατηγορία πιστωτών αν εντός της συγκεκριμένης κατηγορίας το σχέδιο είναι αποδεκτό από τους πιστωτές που κατέχουν την απόλυτη πλειοψηφία της αξίας των απαιτήσεων που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.

202    Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 21, του ρουμανικού νόμου περί αφερεγγυότητας, «μειονεκτούσα κατηγορία»» σημαίνει κατηγορία απαίτησης για την οποία το σχέδιο αναδιοργάνωσης προβλέπει, μεταξύ άλλων, μείωση του ποσού της απαίτησης.

203    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τον πίνακα 1, ο οποίος περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι πιστωτές της προσφεύγουσας κατετάγησαν σε πέντε κατηγορίες, γεγονός το οποίο σήμαινε ότι για την έγκριση του σχεδίου ήταν απαραίτητο να ψηφίσουν υπέρ αυτού τουλάχιστον τρεις από τις κατηγορίες αυτές. Δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, όλες αυτές οι κατηγορίες πιστωτών ήταν μειονεκτούσες κατηγορίες, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 21, του ρουμανικού νόμου περί αφερεγγυότητας, όπως προκύπτει από την υποσημείωση 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

204    Από τον ίδιο αυτόν πίνακα προκύπτει, επίσης, ότι η AAAS και η CET Govora κατείχαν, από κοινού, την απόλυτη πλειοψηφία της αξίας των απαιτήσεων μόνο σε δύο κατηγορίες, συγκεκριμένα στην κατηγορία των «πιστωτών με απαιτήσεις δημοσιονομικού χαρακτήρα» και στην κατηγορία των «μη εξασφαλισμένων πιστωτών βάσει του άρθρου 96 του [ρουμανικού] νόμου περί αφερεγγυότητας», όπως εξάλλου αναγνωρίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

205    Ως εκ τούτου, η AAAS και η CET Govora δεν κατείχαν την απαιτούμενη πλειοψηφία για να εγκρίνουν, από μόνες τους, το σχέδιο αναδιοργάνωσης.

206    Το γεγονός που επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 205 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή μια τρίτη κατηγορία, και συγκεκριμένα αυτή των εργαζομένων, «όπως είναι φυσικό», προτιμούσε το σχέδιο, δεδομένου ότι το σχέδιο αυτό δεν προέβλεπε μείωση των απαιτήσεων των εργαζομένων, δεν ασκεί επιρροή, διότι η Επιτροπή ουδέποτε υποστήριξε ότι η ψήφος των εργαζομένων μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος.

207    Επιπλέον, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η AAAS και η CET Govora μπορούσαν από κοινού να εμποδίσουν την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Αντιθέτως, από τις πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που ψήφισαν οι διάφοροι πιστωτές όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως και στον πίνακα του σημείου 75 των παρατηρήσεων της Ρουμανίας του Μαΐου του 2018 προκύπτει ότι υπήρχε επαρκής αριθμός πιστωτών που ψήφισαν υπέρ του εν λόγω σχεδίου ώστε να θεωρηθεί ότι το σχέδιο αυτό έγινε αποδεκτό από τρεις εκ των πέντε κατηγοριών πιστωτών, συμπεριλαμβανομένης τουλάχιστον μιας «μειονεκτούσας κατηγορίας», ακόμη και στην περίπτωση που η AAAS και η CET Govora θα είχαν καταψηφίσει το σχέδιο αναδιοργάνωσης.

208    Κατά τρίτον, η AAAS και το υποκατάστημα της ANA, των οποίων η ψήφος μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος, όπως ορθώς διαπίστωσε η Επιτροπή, κατείχαν, από κοινού, την απόλυτη πλειοψηφία των απαιτήσεων σε μία μόνο κατηγορία, συγκεκριμένα στην κατηγορία των πιστωτών με απαιτήσεις δημοσιονομικού χαρακτήρα. Επομένως, από μόνες τους, δεν μπορούσαν ούτε να εγκρίνουν το σχέδιο αναδιοργάνωσης ούτε να εμποδίσουν την έγκρισή του από τη συνέλευση των πιστωτών.

209    Κατά τέταρτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ψήφος της CET Govora υπέρ της εγκρίσεως του σχεδίου αναδιοργάνωσης μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος και έπρεπε να προστεθεί στις ψήφους της AAAS και του υποκαταστήματος της ANA, επισημαίνεται ότι, από κοινού, θα κατείχαν την απόλυτη πλειοψηφία της αξίας των απαιτήσεων μόνο σε δύο κατηγορίες, συγκεκριμένα στην κατηγορία των «πιστωτών με απαιτήσεις δημοσιονομικού χαρακτήρα» και στην κατηγορία των «μη εξασφαλισμένων πιστωτών βάσει του άρθρου 96 του [ρουμανικού] νόμου περί αφερεγγυότητας». Επιπλέον, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία θα καταψήφιζαν το σχέδιο αναδιοργάνωσης, υπήρχε επαρκής αριθμός πιστωτών που ψήφισαν υπέρ του εν λόγω σχεδίου ώστε να θεωρηθεί ότι το σχέδιο αυτό έγινε αποδεκτό από τρεις εκ των πέντε κατηγοριών πιστωτών, συμπεριλαμβανομένης τουλάχιστον μιας μειονεκτούσας κατηγορίας. Επομένως, από μόνες τους, δεν μπορούσαν ούτε να εγκρίνουν το σχέδιο αναδιοργάνωσης ούτε να εμποδίσουν την έγκρισή του από τη συνέλευση των πιστωτών.

210    Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί η περιλαμβανόμενη στην αιτιολογική σκέψη 202 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση ότι το μέτρο 3, κατ’ ουσίαν, μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος, επειδή το σχέδιο αναδιοργάνωσης «καταρτίστηκε» από τον δικαστικώς διορισμένο σύνδικο, ο οποίος αποτελεί όργανο του κράτους. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο δικαστικώς διορισμένος σύνδικος «καταρτίζει» το σχέδιο αναδιοργάνωσης, το οποίο πρέπει, στη συνέχεια, να εξεταστεί και να εγκριθεί από τους πιστωτές. Επομένως, ο δικαστικώς διορισμένος σύνδικος δεν έχει την εξουσία να εγκρίνει το σχέδιο αναδιοργάνωσης.

211    Τρίτον, είναι βεβαίως αληθές ότι, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο αποτελεί κρατική αρχή, πρέπει επίσης να εγκρίνει το σχέδιο σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, το δικαστήριο αυτό δεν μπορεί να εγκρίνει σχέδιο το οποίο δεν έχει εγκριθεί από τους πιστωτές. Στην πραγματικότητα, αν γινόταν δεκτή η άποψη της Επιτροπής, τούτο θα ισοδυναμούσε με την παραδοχή ότι κάθε σχέδιο αναδιοργάνωσης που καταρτίζεται στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος εκ μόνου του λόγου της εμπλοκής στη διαδικασία ενός δικαστικώς διορισμένου συνδίκου και ενός δικαστή.

212    Η Επιτροπή δεν μπορεί να αντλήσει συναφώς κανένα επιχείρημα από τις αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2016, ΔΕΗ και Επιτροπή κατά Αλουμίνιον της Ελλάδος (C‑590/14 P, EU:C:2016:797, σκέψεις 59, 77 και 81), και της 3ης Μαρτίου 2016, Simet κατά Επιτροπής (T‑15/14, EU:T:2016:124, σκέψεις 38, 44 και 45). Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επίμαχα στις υποθέσεις εκείνες μέτρα ενισχύσεως ουδόλως είναι παρεμφερή με το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση μέτρο 3. Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η πρώτη προαναφερθείσα απόφαση αφορούσε κρατική ενίσχυση χορηγηθείσα σε παραγωγούς αλουμινίου που τροποποιήθηκε με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου, με την οποία παρατάθηκε η εφαρμογή προτιμησιακού τιμολογίου για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας. Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η δεύτερη προαναφερθείσα απόφαση αφορούσε κρατική ενίσχυση χορηγηθείσα από τις ιταλικές αρχές σε εκτέλεση διατάξεως εθνικού δικαστηρίου. Στις υποθέσεις εκείνες, τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως, των οποίων η φύση και το αντικείμενο ουδόλως είναι παρεμφερή με εκείνα ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης το οποίο εγκρίθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, ήταν κρατικής προέλευσης, ενώ στην υπό κρίση υπόθεση η απόφαση περί διαγραφής μέρους των χρεών της προσφεύγουσας ελήφθη από τους πιστωτές της και όχι από τον δικαστικώς διορισμένο σύνδικο ή από το αρμόδιο δικαστήριο, όπως επισήμανε η ίδια η Επιτροπή.

213    Τέταρτον, η εκτίμηση που παρατίθεται, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 203 έως 205 και 209 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή, κατ’ ουσίαν, η ύπαρξη του μνημονίου και των δημοσίων δηλώσεων αποδεικνύει ότι το μέτρο 3, στο σύνολό του, μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 128 και 136 ανωτέρω.

214    Ειδικότερα, το γεγονός που επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 205 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή οι υπογράφοντες το μνημόνιο και η CET Govora κατείχαν από κοινού την αναγκαία πλειοψηφία σε τέσσερις κατηγορίες πιστωτών δεν ασκεί επιρροή. Συγκεκριμένα, αφενός, ουδέποτε η Επιτροπή υποστήριξε, και ακόμη λιγότερο απέδειξε, ότι η ψήφος των ιδιωτικών τραπεζών που υπέγραψαν το μνημόνιο μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος. Αφετέρου, όσον αφορά τις ψήφους της Electrica και της Salrom, αρκεί η παραπομπή στις σκέψεις 156 και 167 έως 179 ανωτέρω, ενώ όσον αφορά τη CET Govora, αυτή δεν υπέγραψε καν το μνημόνιο αυτό. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταλήξει, με την αιτιολογική σκέψη 206 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι το μνημόνιο εξασφάλισε την απαιτούμενη πλειοψηφία εντός της συνέλευσης των πιστωτών.

215    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι το μέτρο 3 μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος και ότι, ως εκ τούτου, συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

β)      Επί των λόγων ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν τα μέτρα 1 και 2 και στηρίζονται σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ως προς την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος

216    Πρώτον, στην αιτιολογική σκέψη 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η απόδειξη του επιλεκτικού χαρακτήρα της ενισχύσεως δεν παρουσίαζε δυσχέρειες καθόσον τα μέτρα 1 και 2 χορηγήθηκαν αποκλειστικά στην προσφεύγουσα, ενώ άλλες επιχειρήσεις εντός του πετροχημικού τομέα ή άλλων τομέων, οι οποίες βρίσκονταν σε παρόμοια νομική και πραγματική κατάσταση λαμβανομένου υπόψη του στόχου που επιδιωκόταν με τα μέτρα, δεν υπήχθησαν στα μέτρα αυτά.

217    Δεύτερον, στις αιτιολογικές σκέψεις 221 και 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχε εφαρμογή το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή.

218    Τρίτον, στην αιτιολογική σκέψη 223 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε, ωστόσο, ότι, «για λόγους πληρότητας», εξέτασε αν τα επίμαχα μέτρα πληρούσαν το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή. Έτσι, στα σημεία 6.1.2.1 (αιτιολογικές σκέψεις 224 έως 243) και 6.1.2.2 (αιτιολογικές σκέψεις 244 έως 263) της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εφάρμοσε το κριτήριο αυτό στα μέτρα 1 και 2 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα αυτά παρείχαν στην προσφεύγουσα επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα, με εξαίρεση τη στήριξη των δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας από τη Salrom στο πλαίσιο του μέτρου 2, καθόσον, κατά την Επιτροπή, η επιχείρηση αυτή συμπεριφέρθηκε ως ιδιώτης πιστωτής και, επομένως, δεν χορήγησε οικονομικό πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα.

219    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ορθότητα των συμπερασμάτων της Επιτροπής σύμφωνα με τα οποία, κατά πρώτον, το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν είχε εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση και, κατά δεύτερον, ότι στο πλαίσιο των μέτρων 1 και 2 της είχε παρασχεθεί οικονομικό πλεονέκτημα στο μέτρο που εκτίθεται στη σκέψη 218 ανωτέρω.

220    Πρέπει να διευκρινιστεί εκ προοιμίου ότι παρέλκει πλέον η εξέταση του λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας ο οποίος αφορά πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ως προς την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος στο πλαίσιο του μέτρου 3. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 156 και 215 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι το μέτρο αυτό συνεπαγόταν μεταβίβαση κρατικών πόρων και μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος, γεγονός το οποίο αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το μέτρο 3 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, λαμβανομένης υπόψη της σωρευτικής φύσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως προκύπτει από τη μνημονευόμενη στη σκέψη 138 ανωτέρω νομολογία.

1)      Επί της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή

221    Στις αιτιολογικές σκέψεις 221 και 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Ρουμανία κατά τη διοικητική διαδικασία, το κριτήριο του φορέα οικονομίας της αγοράς δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω, για τον λόγο κατ’ ουσίαν ότι η Ρουμανία ενήργησε διαρκώς και σαφώς υπό την ιδιότητα του φορέα δημόσιας εξουσίας για να διασώσει την προσφεύγουσα από την πτώχευση, μεταξύ άλλων μέσω δημοσίων δηλώσεων και μέσω του μνημονίου, και δεν ενήργησε ως μέτοχος που επένδυσε στην εταιρία αυτή ούτε ως πιστωτής της.

222    Η αιτιολογική σκέψη 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπέμπει, συναφώς, στις αιτιολογικές σκέψεις «204 και επ.», 274 και 276 της αποφάσεως αυτής. Επισημαίνεται όμως εκ προοιμίου ότι οι παραπομπές αυτές δεν φαίνεται να παρέχουν κάποιο συμπληρωματικό στοιχείο σε σχέση με την αιτιολογία που παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 221 και 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, στις αιτιολογικές σκέψεις «204 και επ.» της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνεται αναφορά ιδίως στις δημόσιες δηλώσεις που μνημονεύονται ήδη στην αιτιολογική σκέψη 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι δε αιτιολογικές σκέψεις 274 και 276 της αποφάσεως αυτής αφορούν την εφαρμογή, και όχι τη δυνατότητα εφαρμογής, του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή στο ιδιαίτερο πλαίσιο του μέτρου 3.

223    Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου αυτού, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι τα επίμαχα μέτρα δεν συνεπάγονται την εκ μέρους του κράτους άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να ληφθούν, και πράγματι ελήφθησαν, και από ιδιώτες πιστωτές. Επιπλέον, από τη φύση τους, το αντικείμενό τους, το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονταν, τους σκοπούς που επεδίωκαν και τους κανόνες στους οποίους υπάγονταν τα μέτρα αυτά προκύπτει επίσης ότι το εν λόγω κριτήριο έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Κατά την προσφεύγουσα, ούτε το μνημόνιο ούτε οι δημόσιες δηλώσεις μπορούν να αποκλείσουν τη δυνατότητα εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου.

224    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω διότι, όταν η Ρουμανία έλαβε τα επίμαχα μέτρα, ενήργησε υπό την ιδιότητά της ως αρχή ή δημόσια εξουσία και όχι ως ιδιώτης πιστωτής, όπως αποδεικνύεται από το μνημόνιο και τις δημόσιες δηλώσεις.

225    Υπενθυμίζεται ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή και το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή αποτελούν ειδικότερες εκφάνσεις του κριτηρίου του επιχειρηματία που δραστηριοποιείται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς οι οποίες χρησιμοποιούνται για να εξεταστεί αν η συμπεριφορά ενός δημόσιου πιστωτή ή ενός δημόσιου επενδυτή μπορεί να συνεπάγεται κρατική ενίσχυση.

226    Κατά τη νομολογία, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, του ρόλου του κράτους ως μετόχου επιχειρήσεως και, αφετέρου, του ρόλου του κράτους όταν ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας. Επομένως, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή εφαρμόζεται όταν το συγκεκριμένο κράτος μέλος χορηγεί οικονομικό πλεονέκτημα σε επιχείρηση με την ιδιότητά του ως μετόχου και όχι με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας. Προκειμένου να γίνει εκτίμηση σχετικά με το αν ένα μέτρο συναρτάται με την ιδιότητα του κράτους ως μετόχου, και όχι με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας, πρέπει να πραγματοποιηθεί συνολική εκτίμηση λαμβανομένων ειδικότερα υπόψη της φύσης και του αντικειμένου του μέτρου, του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, του επιδιωκόμενου σκοπού και των κανόνων οι οποίοι διέπουν το εν λόγω μέτρο (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψεις 80, 81 και 86).

227    Εάν ένα κράτος μέλος επικαλείται, κατά τη διοικητική διαδικασία, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, εν αμφιβολία, σε αυτό απόκειται να αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών, επαληθεύσιμων και αναγόμενων στον κρίσιμο χρόνο στοιχείων ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάται με την ιδιότητά του ως μετόχου. Εάν το συγκεκριμένο κράτος μέλος υποβάλει στην Επιτροπή στοιχεία τέτοιας φύσεως, η Επιτροπή οφείλει να προβεί σε συνολική εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη, πέρα από τα στοιχεία που παρέσχε το συγκεκριμένο κράτος μέλος, κάθε άλλο κρίσιμο στοιχείο. Ωστόσο, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν αποτελεί εξαίρεση η οποία εφαρμόζεται μόνο κατόπιν σχετικού αιτήματος του κράτους μέλους, αλλά, όταν το κριτήριο αυτό έχει εφαρμογή, περιλαμβάνεται στα στοιχεία τα οποία η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη της προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Επομένως, όταν προκύπτει ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή θα μπορούσε να έχει εφαρμογή, η Επιτροπή οφείλει να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να της παράσχει όλες τις σχετικές πληροφορίες οι οποίες θα της δώσουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις τόσο της δυνατότητας εφαρμογής όσο και της εφαρμογής του κριτηρίου αυτού και μπορεί να αρνηθεί την εξέταση των πληροφοριών αυτών μόνον αν τα υποβαλλόμενα αποδεικτικά στοιχεία είναι μεταγενέστερα της λήψεως της αποφάσεως για πραγματοποίηση της επίμαχης επενδύσεως (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψεις 82 έως 86, 103 και 104).

228    Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, όταν ένας δημόσιος πιστωτής παρέχει διευκολύνσεις πληρωμής για χρέος που του οφείλει μια επιχείρηση, εφαρμόζεται, καταρχήν, το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 71).

229    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι «αφετηρία» για την εξέταση της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή πρέπει να είναι ο οικονομικός χαρακτήρας της ενέργειας του κράτους μέλους και ότι, όταν προκύπτει ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή μπορεί να έχει εφαρμογή, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει το ενδεχόμενο αυτό ανεξαρτήτως του αν έχει υποβληθεί οποιοδήποτε σχετικό αίτημα (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψεις 25 και 27).

230    Σε ορισμένες περιπτώσεις, η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή μπορεί να τεκμαίρεται, λόγω της ίδιας της φύσεως του επίμαχου μέτρου (πρβλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2018, BTB Holding Investments και Duferco Participations Holding κατά Επιτροπής, T‑100/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:900, σκέψη 53).

231    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 221 και 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεμελίωσε το συμπέρασμά της περί μη εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, κατ’ ουσίαν, στην ύπαρξη του μνημονίου και των δημοσίων δηλώσεων. Στον βαθμό, όμως, που η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε το εν λόγω μνημόνιο και τις εν λόγω δηλώσεις ως κρατικές ενισχύσεις, οι δηλώσεις αυτές πρέπει να θεωρηθούν απλώς και μόνον ως στοιχεία του γενικότερου πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται τα επίμαχα μέτρα.

232    Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή δεν προέβη σε σφαιρική εκτίμηση όλων των κρίσιμων παραγόντων, ειδικότερα εκείνων που αφορούν τη φύση και το αντικείμενο του μέτρου, τον επιδιωκόμενο σκοπό και τους κανόνες οι οποίοι διέπουν το εν λόγω μέτρο, όπως απαιτείται από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 226 και 227 ανωτέρω.

233    Βεβαίως, δεν αποκλείεται να μπορεί η προσβαλλομένη απόφαση να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναφέρει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι, κατά την Επιτροπή, τα στοιχεία του γενικότερου πλαισίου είχαν εν προκειμένω τέτοια σπουδαιότητα ώστε αρκούσαν, αφ’ εαυτών, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν έχει εφαρμογή, ανεξαρτήτως των λοιπών παραγόντων που έχουν επισημανθεί από τη νομολογία.

234    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, ωστόσο, ότι από τους εν λόγω λοιπούς παράγοντες αποδεικνύεται ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή μπορούσε να έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

235    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων παραγόντων που αφορούν τη φύση και το αντικείμενο των μέτρων 1 και 2, το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται, τον επιδιωκόμενο σκοπό και τους κανόνες οι οποίοι διέπουν τα εν λόγω μέτρα, η Επιτροπή κατέληξε, χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα, στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν έχει εφαρμογή όσον αφορά τα μέτρα 1 και 2.

236    Πρώτον, όσον αφορά το αντικείμενο και τη φύση των μέτρων 1 και 2, από τη σκέψη 99 ανωτέρω προκύπτει ότι το μέτρο 1 αφορά, κατ’ ουσίαν, τη σκοπιμότητα, το χρονοδιάγραμμα και τη διαδικασία για την ενδεχόμενη είσπραξη των απαιτήσεων της AAAS. Κάθε ιδιώτης πιστωτής θα μπορούσε επίσης να βρεθεί αντιμέτωπος με μια τέτοια επιλογή.

237    Ομοίως, το μέτρο 2 αφορά τις διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες θα έπρεπε να συνεχιστεί ή να διακοπεί ο εφοδιασμός προβληματικής επιχείρησης σε πρώτες ύλες. Κάθε ιδιώτης προμηθευτής θα μπορούσε επίσης να βρεθεί αντιμέτωπος με μια τέτοια επιλογή.

238    Επομένως, τα μέτρα 1 και 2 είναι κατ’ ουσίαν οικονομικής φύσεως και δεν συνεπάγονται, αυτά καθεαυτά, την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας.

239    Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα μέτρα αυτά, κατά πρώτον, παρατηρείται ότι, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, το κρίσιμο χρονικό διάστημα όσον αφορά τα μέτρα 1 και 2 άρχισε τον Σεπτέμβριο του 2012, ενώ το μνημόνιο υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 2012. Επομένως, τα μέτρα 1 και 2 τέθηκαν σε εφαρμογή δύο περίπου μήνες πριν από την υπογραφή του μνημονίου και, ως εκ τούτου, το μνημόνιο αυτό δεν μπορούσε να αποτελεί τον λόγο εγκρίσεώς τους.

240    Κατά δεύτερον, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα και όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 124 ανωτέρω, ουδεμία ρήτρα του μνημονίου επέβαλε στην AAAS να μην εισπράξει τις απαιτήσεις της κατά της προσφεύγουσας. Όσον αφορά τη CET Govora, η οποία είναι ο μόνος φορέας που χορήγησε ενίσχυση στο πλαίσιο του μέτρου 2, αυτή δεν έχει καν υπογράψει το μνημόνιο.

241    Κατά τρίτον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 127 ανωτέρω, το γεγονός ότι υπέγραψαν το μνημόνιο δεν εμπόδισε ορισμένους υπογράφοντες να συμπεριφερθούν ως ιδιώτες πιστωτές.

242    Όσον αφορά τις δημόσιες δηλώσεις, αρκεί η παραπομπή στις σκέψεις 130 έως 136 ανωτέρω, από τις οποίες προκύπτει ότι οι δηλώσεις αυτές δεν περιείχαν σαφείς, ακριβείς, συγκεκριμένες και ρητές δεσμεύσεις εκ μέρους του κράτους οι οποίες επέβαλλαν στην AAAS και στη CET Govora την υποχρέωση να υιοθετήσουν συμπεριφορά χαρακτηριζόμενη από την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας (πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουλίου 2015, Γαλλία και Orange κατά Επιτροπής, T‑425/04 RENV και T‑444/04 RENV, EU:T:2015:450, σκέψεις 235 έως 245).

243    Τρίτον, όσον αφορά τους στόχους των μέτρων 1 και 2, γίνεται παραπομπή στις σκέψεις 111 και 112 ανωτέρω, από τις οποίες προκύπτει ότι στο μέτρο 1 δεν μπορεί να αποδοθεί σαφής στόχος, ενώ το μέτρο 2 επιδιώκει τον στόχο της διατήρησης της βιωσιμότητας της CET Govora.

244    Τέταρτον, όσον αφορά τους κανόνες οι οποίοι διέπουν τα μέτρα 1 και 2, ούτε αυτοί συνεπάγονται την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας.

245    Συγκεκριμένα, οι κανόνες που διέπουν το μέτρο 1 είναι, κατ’ ουσίαν, οι σχετικοί με τις διαδικασίες εκτέλεσης απαιτήσεων. Μολονότι υπάρχουν ειδικοί νόμοι που διέπουν την είσπραξη των οφειλών του Δημοσίου, οι οποίοι προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα άμεσης εκτέλεσης των απαιτήσεων χωρίς απόφαση δικαστηρίου, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι η AAAS, της οποίας η παθητική συμπεριφορά αποτελεί το αντικείμενο του μέτρου 1, δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. σκέψεις 266 έως 275 κατωτέρω).

246    Το μέτρο 2 αφορά, κατ’ ουσίαν, τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των CET Govora, Salrom και προσφεύγουσας κατά την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 2012 έως τον Ιανουάριο του 2013.

247    Κατά συνέπεια, από τη φύση, το αντικείμενο, το πλαίσιο, τον σκοπό και τους κανόνες δικαίου οι οποίοι διέπουν τα μέτρα 1 και 2 προκύπτει ότι τα μέτρα αυτά ενέπιπταν στην οικονομική και εμπορική σφαίρα και δεν συνδέονταν με την εκ μέρους του κράτους άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας.

248    Ως εκ τούτου, κακώς έκρινε η Επιτροπή ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στα μέτρα 1 και 2.

2)      Επί της υπάρξεως οικονομικού πλεονεκτήματος όσον αφορά το μέτρο 1

249    Στο σημείο 6.1.2.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 224 έως 243), η Επιτροπή έκρινε ότι, λόγω της μη είσπραξης και της περαιτέρω συσσώρευσης απαιτήσεων κατά το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 2012 έως τον Ιανουάριο του 2013, η AAAS παρέσχε οικονομικό πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα επειδή, κατ’ ουσίαν, δεν ενήργησε όπως θα ενεργούσε ένας ιδιώτης πιστωτής. Συγκεκριμένα, μολονότι γνώριζε τη δύσκολη και επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας, η AAAS δεν έλαβε μέτρα για την είσπραξη των απαιτήσεών της ή, τουλάχιστον, για να εξασφαλίσει καλύτερη θέση ως πιστωτής.

250    Ειδικότερα, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε περισσότερα στοιχεία προκειμένου να αποδείξει ότι η AAAS χορήγησε στην προσφεύγουσα οικονομικό πλεονέκτημα στο πλαίσιο του μέτρου 1, και συγκεκριμένα:

–        αντιθέτως προς τις περιστάσεις που αφορούν την έκδοση της αποφάσεως του 2012, ένα σχέδιο επικείμενης ιδιωτικοποιήσεως δεν μπορούσε να αποτελεί δικαιολογία για τη μη είσπραξη από την AAAS των απαιτήσεών της και την περαιτέρω συσσώρευση απαιτήσεων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα·

–        το κρίσιμο χρονικό διάστημα ήταν αρκούντως μακρό ώστε η AAAS μπορούσε να λάβει μέτρα εκτελέσεως·

–        η AAAS μπορούσε να επικαλεστεί τα ειδικά δικαιώματα που είχε ως δημόσια αρχή για την είσπραξη των απαιτήσεών της·

–        ο legea no 137 privind unele măsuri pentru accelerarea privatizării (νόμος αριθ. 137 περί μέτρων για την επιτάχυνση της ιδιωτικοποιήσεως, στο εξής: ρουμανικός νόμος περί ιδιωτικοποιήσεως), της 28ης Μαρτίου 2002 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 215 της 28ης Μαρτίου 2002), δεν εμπόδιζε την AAAS να εισπράξει τις απαιτήσεις της·

–        η AAAS δεν υπέβαλε καμία έκθεση και κανένα εσωτερικό έγγραφο που να ανάγεται στον κρίσιμο χρόνο και να αποδεικνύει ότι ενήργησε ως ιδιώτης πιστωτής·

–        σε αντίθεση με την AAAS, άλλοι πιστωτές της προσφεύγουσας έλαβαν μέτρα για την είσπραξη ή την εξασφάλιση των απαιτήσεών τους·

–        το μνημόνιο αποδεικνύει ότι η AAAS αποδέχθηκε τη μη είσπραξη και την περαιτέρω συσσώρευση οφειλών·

–        η AAAS μπορούσε να επικαλεστεί τις διατάξεις του ρουμανικού νόμου περί αφερεγγυότητας που της επέτρεπαν να προτείνει εναλλακτικό σχέδιο αναδιοργάνωσης·

–        η AAAS μπορούσε να απειλήσει την προσφεύγουσα με την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας·

–        η AAAS μπορούσε να προβεί σε κατάσχεση των λογαριασμών της προσφεύγουσας ή να αποκτήσει εμπράγματες ασφάλειες επί ακινήτων.

251    Η προσφεύγουσα αντικρούει καθένα από τα στοιχεία αυτά. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως διαπιστώνοντας ότι το μέτρο 1 δεν ήταν σύμφωνο με το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα προδήλως δεν θα είχε τύχει των ίδιων πλεονεκτημάτων εκ μέρους ενός ιδιώτη πιστωτή ευρισκομένου σε κατάσταση παρεμφερή με την AAAS.

252    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Υποστηρίζει ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η AAAS παρέσχε οικονομικό πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα λόγω της μη είσπραξης και της περαιτέρω συσσώρευσης των απαιτήσεών της κατ’ αυτής.

253    Κατά τη νομολογία, βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή εξετάζεται ιδίως αν η δικαιούχος επιχείρηση προδήλως δεν θα ετύγχανε παρόμοιων διευκολύνσεων εκ μέρους ιδιώτη πιστωτή ευρισκομένου σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του ανήκοντος στον δημόσιο τομέα πιστωτή που επιδιώκει την είσπραξη των ποσών τα οποία του οφείλει οφειλέτης ο οποίος αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες και, ως εκ τούτου, αν η επιχείρηση αυτή θα μπορούσε, υπό περιστάσεις που αντιστοιχούν στις κανονικές συνθήκες της αγοράς, να τύχει του ιδίου πλεονεκτήματος με εκείνο το οποίο της παρασχέθηκε μέσω κρατικών πόρων (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

254    Πρέπει ακόμη να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, όταν ένας δανειστής βρεθεί αντιμέτωπος με οφειλέτη που υφίσταται σημαντική επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης πρέπει να προβεί σε επιλογή όσον αφορά τις δυνατότητες και τον τρόπο ενδεχόμενης είσπραξης των απαιτήσεών του. Η επιλογή του επηρεάζεται από σειρά παραγόντων, όπως η ιδιότητά του ως ενυπόθηκου, προνομιούχου ή εγχειρόγραφου δανειστή, η φύση και η έκταση των ασφαλειών που ενδεχομένως κατέχει, η εκ μέρους του αξιολόγηση των πιθανοτήτων εξυγιάνσεως της επιχειρήσεως καθώς και το ποσό που θα απεκόμιζε σε περίπτωση εκκαθαρίσεως. Επομένως, εναπόκειται στην Επιτροπή να καθορίσει, για κάθε εμπλεκόμενο δημόσιο οργανισμό και λαμβάνοντας υπόψη τους προεκτεθέντες παράγοντες, αν οι διευκολύνσεις τις οποίες παραχώρησε ήταν προδήλως σημαντικότερες από εκείνες τις οποίες θα είχε παραχωρήσει ένας ιδιώτης δανειστής ο οποίος ευρίσκεται, έναντι της δικαιούχου επιχειρήσεως, σε κατάσταση παρεμφερή με τον οικείο δημόσιο οργανισμό και επιδιώκει να εισπράξει τα ποσά που του οφείλονται (πρβλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2011, Buczek Automotive κατά Επιτροπής, T‑1/08, EU:T:2011:216, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

255    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η AAAS, μη εισπράττοντας τις απαιτήσεις της και συσσωρεύοντας και άλλες κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, παραχώρησε στην προσφεύγουσα διευκολύνσεις τις οποίες η προσφεύγουσα προδήλως δεν θα είχε λάβει από ιδιώτη πιστωτή ευρισκόμενο σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης της AAAS, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 253 ανωτέρω.

256    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά τη βραχύτατη διάρκεια του μέτρου αυτού, η AAAS δεν προέβη στην εκτέλεση των απαιτήσεών της, διότι αναζητούσε ακόμη την καλύτερη δυνατή λύση για την είσπραξή τους, όπως μαρτυρεί το μνημόνιο. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του κρίσιμου χρονικού διαστήματος, η AAAS μπορούσε ακόμη να στηριχθεί στα συμπεράσματα και την οικονομική ανάλυση της Επιτροπής που παρατίθενται στην απόφαση του 2012, τα οποία επιβεβαίωναν ότι η κεφαλαιοποίηση του χρέους και η ιδιωτικοποίηση ήταν πιο αποδοτικά μέτρα από ό,τι η εκκαθάριση. Επίσης, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 99 ανωτέρω, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει, χωρίς να αντικρουσθεί από την Επιτροπή επί του σημείου αυτού, ότι η περαιτέρω συσσώρευση απαιτήσεων από την AAAS κατά το διάστημα αυτό δεν συνίστατο σε νέες απαιτήσεις που είχαν αποκτηθεί κατά το διάστημα αυτό, αλλά αποκλειστικώς στη σώρευση δεδουλευμένων τόκων επί προϋφιστάμενων απαιτήσεων.

257    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση του 2012, η οποία είχε εκδοθεί μόλις έξι μήνες περίπου πριν από την έναρξη του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορά το μέτρο 1, η Επιτροπή είχε καταλήξει, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι η κεφαλαιοποίηση των χρεών της προσφεύγουσας δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση και ότι η ιδιωτικοποίηση θα ήταν ευνοϊκότερη σε σχέση με τη θέση υπό εκκαθάριση, με τη διευκρίνιση ότι οι ρουμανικές αρχές είχαν δεσμευθεί να ιδιωτικοποιήσουν πλήρως την προσφεύγουσα σε σύντομο χρονικό διάστημα (αιτιολογικές σκέψεις 17, 52, 73, 86, 153, 160 και άρθρο 2 της αποφάσεως του 2012).

258    Από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει όμως ότι η απόπειρα ιδιωτικοποίησης της προσφεύγουσας απέτυχε στις 22 Σεπτεμβρίου 2012, λόγω του ότι ορισμένοι μειοψηφούντες μέτοχοι εμπόδισαν την προβλεπόμενη μετοχοποίηση του χρέους.

259    Επομένως, το κρίσιμο χρονικό διάστημα ως προς το μέτρο 1 άρχισε, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 224 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μετά την αποτυχία της απόπειρας ιδιωτικοποίησης. Ως εκ τούτου, κατά την προσβαλλομένη απόφαση, η AAAS όφειλε να προβεί στην είσπραξη των απαιτήσεών της κατά της προσφεύγουσας αμέσως μετά την εν λόγω αποτυχία της ιδιωτικοποίησης ή, το πολύ, εντός χρονικού διαστήματος τεσσάρων μηνών μετά από αυτήν ή να λάβει άλλα μέτρα κατά το ίδιο χρονικό διάστημα για να εξασφαλίσει καλύτερη θέση ως πιστωτής.

260    Όπως, όμως, υποστηρίζει η προσφεύγουσα, αφενός, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ένας ιδιώτης πιστωτής ευρισκόμενος σε κατάσταση παρεμφερή με την AAAS θα είχε οπωσδήποτε σκεφτεί, κατά το χρονικό σημείο εκείνο, ότι δεν ήταν πιθανόν να υπάρξει άλλη απόπειρα ιδιωτικοποίησης, δεδομένου ότι η αποτυχία της δεν οφειλόταν ούτε στην έλλειψη δυνητικών επενδυτών ούτε στην αποδοτικότητα της σχεδιαζόμενης επένδυσης, ούτε στην οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας.

261    Μολονότι, βεβαίως, η Επιτροπή επισήμανε ότι και άλλες απόπειρες πριν από αυτήν είχαν επίσης αποτύχει και ότι δεν υπήρχε πλέον σχέδιο επικείμενης ιδιωτικοποίησης κατά το χρονικό αυτό σημείο, εντούτοις δεν απέδειξε ότι ένας ιδιώτης πιστωτής ευρισκόμενος σε κατάσταση παρεμφερή με την AAAS ανέμενε οπωσδήποτε ότι θα αποκλειόταν πλέον η ιδιωτικοποίηση της προσφεύγουσας, λαμβανομένων υπόψη όχι μόνον των συγκεκριμένων λόγων της τελευταίας αυτής αποτυχίας, αλλά και του γεγονότος ότι, μόλις έξι μήνες νωρίτερα, η ίδια η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατό βραχυπρόθεσμα.

262    Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προέβη και η προσφεύγουσα, ότι το κρίσιμο χρονικό διάστημα ως προς το μέτρο 1 ήταν σχετικά σύντομο, συγκεκριμένα από τις 22 Σεπτεμβρίου 2012 έως τις 31 Ιανουαρίου 2013, δηλαδή περίπου τέσσερις μήνες. Καθόσον, όμως η Επιτροπή είχε καταλήξει, με την απόφαση του 2012, στο συμπέρασμα ότι το σενάριο της ιδιωτικοποίησης ήταν πιο ευνοϊκό από εκείνο της εκκαθάρισης, ήταν θεμιτό ένας ιδιώτης πιστωτής ευρισκόμενος σε κατάσταση παρεμφερή με την AAAS να εξετάσει επί ορισμένο χρονικό διάστημα τις επιλογές τις οποίες διέθετε αντί να προβεί αμέσως στην εκτέλεση των απαιτήσεών του, η οποία θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την εκκαθάριση της προσφεύγουσας, ενδεχόμενο το οποίο, κατά την εν λόγω απόφαση, θα ήταν δυσμενές.

263    Καίτοι δεν υπάρχουν κανόνες σχετικά με την ταχύτητα με την οποία πρέπει να ενεργήσει ένας πιστωτής για την είσπραξη των απαιτήσεών του, εντούτοις δεν μπορεί να αναμένεται ότι ιδιώτες πιστωτές θα απαιτήσουν την κήρυξη της επιχείρησης σε πτώχευση ήδη από την πρώτη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, χωρίς να λάβουν καθόλου υπόψη τις μακροπρόθεσμες δυνατότητες της επιχείρησης αυτής, μολονότι μπορεί να γίνει ωστόσο δεκτό ότι οι δημόσιες αρχές ανέχονται παθητικά τη συσσώρευση χρεών επί μακρές περιόδους χωρίς να διαγράφεται η παραμικρή προοπτική βελτίωσης (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑480/98, EU:C:2000:305, σημεία 36 και 37).

264    Επομένως, το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν απαιτεί να ζητείται η άμεση κήρυξη προβληματικής επιχείρησης σε πτώχευση, καθόσον μπορεί να είναι εύλογο ότι ένας ιδιώτης πιστωτής που διαθέτει σημαντικούς πόρους έχει συμφέρον να εξακολουθήσει ορισμένο χρόνο η δραστηριότητα της οφειλέτριας επιχείρησης, εάν προκύπτει ότι το κόστος της άμεσης εκκαθάρισης είναι υψηλότερο από το κόστος χορήγησης ενίσχυσης (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Maduro στην υπόθεση Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑276/02, EU:C:2004:211, σημείο 39).

265    Επίσης, η επισήμανση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 234 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή η προσφεύγουσα είχε αναστείλει την παραγωγή και, συνεπώς, δεν υπήρχε προοπτική για λειτουργικά έσοδα στο εγγύς μέλλον, πράγμα το οποίο, κατά την Επιτροπή, θα έπρεπε να είχε παρακινήσει την AAAS να κινήσει διαδικασία εκτελέσεως, είναι εν μέρει ουσία αβάσιμη. Συγκεκριμένα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 29 και 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι στις 24 Οκτωβρίου 2012, δηλαδή κατά την έναρξη της περιόδου την οποία αφορά το μέτρο 1, η προσφεύγουσα άρχισε εκ νέου την παραγωγή της και, επομένως, ήταν σε θέση να αποκομίσει έσοδα.

266    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η AAAS αδυνατούσε, λόγω νομικού κωλύματος, να προβάλει τις απαιτήσεις της, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 5, στοιχείο c, του ρουμανικού νόμου περί ιδιωτικοποιήσεως, όσο η ίδια τελούσε υπό ειδική διαχείριση. Τούτο, όμως, ίσχυε αφότου εκδόθηκε η απόφαση του Υπουργού Οικονομίας της 2ας Ιουλίου 2012.

267    Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 228 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ειδικές νομοθετικές διατάξεις που διέπουν την ανάκτηση δημόσιων οφειλών, ειδικότερα το άρθρο 50, παράγραφοι 1 και 2, του ordonanță no 51 de urgenţă privind valorificarea unor active ale statului (έκτακτου κυβερνητικού διατάγματος αριθ. 51 για την ανάκτηση ορισμένων κρατικών περιουσιακών στοιχείων), της 15ης Δεκεμβρίου 1998 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 482 της 15ης Δεκεμβρίου 1998), παρέχουν στην AAAS ειδικά δικαιώματα στα οποία περιλαμβάνονται η άμεση εκτέλεση των απαιτήσεών της, από το δικό της σώμα δικαστικών επιμελητών, χωρίς απόφαση δικαστηρίου.

268    Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 5, στοιχείο c, του ρουμανικού νόμου περί ιδιωτικοποιήσεως οι πιστωτές με απαιτήσεις δημοσιονομικού χαρακτήρα δεν μπορούσαν να προβούν στην εκτέλεση των απαιτήσεών τους κατά της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, προέβλεπε τα εξής:

«Από την ημερομηνία θεσπίσεως της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης κατά την περίοδο της ιδιωτικοποίησης, εφαρμόζονται στην εταιρία τα ακόλουθα έκτακτα μέτρα: […] οι πιστωτές με απαιτήσεις δημοσιονομικού χαρακτήρα αναστέλλουν την εφαρμογή μέτρων εκτελέσεως που έχουν λάβει κατά της εταιρίας και δεν λαμβάνουν πρωτοβουλίες για την έναρξη τέτοιων μέτρων μέχρι τη μεταβίβαση της κυριότητας των μετοχών. Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται και στον συγκεκριμένο δημόσιο οργανισμό, εφόσον αυτός είναι πιστωτής.»

269    Δεν αμφισβητείται ότι, κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε το μέτρο 1, η προσφεύγουσα τελούσε υπό το καθεστώς της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι η AAAS ήταν πιστωτής με απαιτήσεις δημοσιονομικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 5, στοιχείο c, του ρουμανικού νόμου περί ιδιωτικοποιήσεως.

270    Επομένως, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, η διάταξη αυτή του εθνικού δικαίου είχε εφαρμογή στην AAAS.

271    Αφενός, η Επιτροπή υποστήριξε ωστόσο, στην αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Υπουργείο Οικονομίας διατήρησε, «για ανεξήγητους λόγους», την προσφεύγουσα σε ειδικό καθεστώς ενόψει της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης ακόμη και μετά την αποτυχημένη ιδιωτικοποίηση του Σεπτεμβρίου του 2012.

272    Εντούτοις, η αιτίαση αυτή είναι αλυσιτελής, διότι η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε ως κρατική ενίσχυση την απόφαση του Υπουργείου Οικονομίας να διατηρήσει την προσφεύγουσα στο καθεστώς της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης, αλλά μόνον τη συμπεριφορά της AAAS.

273    Αφετέρου, στην αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η AAAS θα μπορούσε να προσπαθήσει να προσβάλει την «απόφαση του υπουργείου να παρατείνει το ειδικό καθεστώς [της προσφεύγουσας] χωρίς εξήγηση».

274    Ωστόσο, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ένας υποθετικός ιδιώτης πιστωτής ευρισκόμενος σε κατάσταση παρεμφερή με την AAAS θα είχε αποφασίσει να κινήσει μια τέτοια δικαστική διαδικασία, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της αναμενόμενης διάρκειάς της σε σχέση με το πολύ βραχύ χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε το μέτρο 1. Η διάρκεια της ένδικης διαδικασίας όμως αποτελεί στοιχείο ικανό να επηρεάσει σε μη αμελητέο βαθμό τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ενός ιδιώτη πιστωτή που επιδεικνύει τη συνήθη σύνεση και επιμέλεια (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 81).

275    Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ρουμανία μπορούσε να τροποποιήσει τον ρουμανικό νόμο περί ιδιωτικοποιήσεως. Η εκτίμηση αυτή, ωστόσο, δεν περιλαμβάνεται στην προσβαλλομένη απόφαση. Η Επιτροπή, όμως, δεν μπορούσε να συμπληρώσει την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά τη διάρκεια της δίκης (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2007, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, T‑289/01, EU:T:2007:155, σκέψη 132).

276    Τρίτον, με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, αντιθέτως προς την AAAS, ορισμένοι δημόσιοι και ιδιώτες πιστωτές, μεταξύ των οποίων η Electrica, η Salrom, η Polcheme SA και η Bulrom Gas, είχαν κινήσει διαδικασίες εκτελέσεως κατά το χρονικό διάστημα αυτό.

277    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μεγάλη πλειονότητα των ιδιωτών πιστωτών ενήργησε κατά τον ίδιο τρόπο όπως και η AAAS.

278    Συναφώς, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή δεν παρουσίασε στοιχεία ικανά να αποδείξουν, ρητώς ή σιωπηρώς, ότι η AAAS και τρεις εκ των τεσσάρων πιστωτών που μνημονεύονται στη σκέψη 276 ανωτέρω, συγκεκριμένα οι Salrom, Polcheme και Bulrom Gas, βρίσκονταν, κατά την κρίσιμη περίοδο, σε παρεμφερή κατάσταση. Αντιθέτως, από την αιτιολογική σκέψη 231 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Polcheme και η Bulrom Gas περιλαμβάνονταν μεταξύ των προνομιούχων πιστωτών, ενώ σχεδόν όλες οι απαιτήσεις της AAAS δεν ήταν εξασφαλισμένες.

279    Όσον αφορά την Electrica, η Επιτροπή επισήμανε, βεβαίως, στην αιτιολογική σκέψη 231 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «το ποσοστό είσπραξης ήταν ίδιο» με εκείνο της AAAS, σύμφωνα με μελέτη της τράπεζας Raiffeisen του 2011. Ωστόσο, η Electrica, το 2012, δηλαδή πριν από την ιδιωτικοποίησή της, ήταν δημόσιος πιστωτής. Για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή όμως, κρίσιμη είναι μόνον η συμπεριφορά ιδιωτών πιστωτών ευρισκομένων σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης της AAAS (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

280    Επιπροσθέτως, η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η πλειονότητα των ιδιωτών πιστωτών της δεν προέβη στην εκτέλεση των απαιτήσεών τους ή στη λήψη άλλων συντηρητικών μέτρων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, όπως η AAAS. Μολονότι η Επιτροπή προσάπτει στην προσφεύγουσα ότι δεν απέδειξε ότι αυτοί οι εν λόγω άλλοι ιδιώτες πιστωτές βρίσκονταν σε κατάσταση παρεμφερή με την AAAS, εντούτοις η ίδια αυτή αιτίαση μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή, στο μέτρο που δεν απέδειξε ότι οι τέσσερις πιστωτές που μνημονεύει στην προσβαλλομένη απόφαση βρίσκονταν σε κατάσταση παρεμφερή με την AAAS. Κατά τη νομολογία, όμως, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η συμπεριφορά ενός δημόσιου πιστωτή δεν ήταν συμβατή με το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή και ότι, ως εκ τούτου, χορήγησε πλεονέκτημα (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 29).

281    Πρέπει επίσης να σημειωθεί, χάριν πληρότητας, ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή μπορεί να θεμελιώνεται στη συμπεριφορά ενός υποθετικού ιδιώτη πιστωτή ευρισκόμενου σε κατάσταση παρεμφερή με τον συγκεκριμένο δημόσιο πιστωτή (βλ. νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 254 ανωτέρω). Επομένως, η εφαρμογή του κριτηρίου αυτού δεν απαιτεί οπωσδήποτε να έχει προσδιορισθεί ένας πραγματικός ιδιώτης πιστωτής ευρισκόμενος σε παρεμφερή κατάσταση. Εντούτοις, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή δεν απέδειξε ούτε ότι ένας υποθετικός ιδιώτης πιστωτής ευρισκόμενος σε κατάσταση παρεμφερή με την AAAS θα είχε προβεί στην εκτέλεση των απαιτήσεών του ή στη λήψη άλλων συντηρητικών μέτρων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, η διάρκεια του οποίου ήταν σχετικά σύντομη.

282    Συναφώς, και χωρίς τούτο να αμφισβητείται τεκμηριωμένα από την Επιτροπή, ήταν πιθανό, λαμβανομένου υπόψη του ύψους των απαιτήσεων της AAAS, η εκτέλεσή τους να είχε ως συνέπεια την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας.

283    Είναι σημαντικό, όμως, να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το σύνολο σχεδόν των απαιτήσεων της AAAS δεν ήταν εξασφαλισμένο. Συναφώς, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ένας ιδιώτης πιστωτής που θα είχε έκθεση παρόμοια με εκείνη της AAAS θα είχε οικονομικό συμφέρον να προκαλέσει την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας, δεδομένου ότι, σε αντίθεση με τους προνομιούχους δανειστές, θα κινδύνευε να απολέσει μεγαλύτερο μέρος των απαιτήσεών του στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας. Επίσης, η ενδεχόμενη ιδιωτικοποίηση ή άλλη λύση μπορεί να φαινόταν κατά τον χρόνο εκείνο, σε έναν τέτοιο πιστωτή, εφικτή και συγχρόνως πιο ενδιαφέρουσα λύση για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 262 ανωτέρω. Τουλάχιστον, είναι θεμιτό ένας τέτοιος πιστωτής να αξιολογήσει επί ορισμένο χρονικό διάστημα τις επιλογές που διαθέτει αντί να σπεύσει να προβεί σε ενέργεια όπως αυτή που προτείνει η Επιτροπή.

284    Η αιτιολογία που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 242 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η AAAS θα μπορούσε να έχει προκαλέσει την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας και στη συνέχεια να προτείνει εναλλακτικό σχέδιο αναδιοργάνωσης, δεν είναι ούτε επαρκώς τεκμηριωμένη ούτε πειστική. Συγκεκριμένα, μολονότι η AAAS μπορούσε να προτείνει εναλλακτικό σχέδιο αναδιοργάνωσης στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, εντούτοις η Επιτροπή δεν απέδειξε ούτε ότι θα μπορούσε, από μόνη της, να προκαλέσει την έγκριση του σχεδίου ούτε ότι το εναλλακτικό αυτό σχέδιο θα είχε οδηγήσει σε επιτυχέστερη είσπραξη των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων της AAAS.

285    Ομοίως, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ένας υποθετικός ιδιώτης πιστωτής ευρισκόμενος σε κατάσταση παρεμφερή με την AAAS θα είχε προβεί, κατά την κρίσιμη περίοδο, στην κατάσχεση των λογαριασμών της προσφεύγουσας ή θα μπορούσε να λάβει ασφάλειες για τις απαιτήσεις του, όπως είναι η σύσταση εμπράγματης ασφάλειας επί ακινήτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή περιορίστηκε στο να αναφέρει τη δυνατότητα αυτή, χωρίς ωστόσο να προβεί σε συγκεκριμένη και τεκμηριωμένη εξέταση για τον σκοπό αυτόν. Έτσι, για παράδειγμα, η Επιτροπή δεν εξέτασε αν υπήρχε διαθέσιμη ρευστότητα ή αν υπήρχαν ακίνητα επαρκούς αξίας στην περιουσία της προσφεύγουσας τα οποία ένας υποθετικός ιδιώτης πιστωτής ευρισκόμενος σε κατάσταση παρεμφερή με την AAAS θα μπορούσε να κατασχέσει ή επί των οποίων θα μπορούσε να λάβει ασφάλεια. Ωσαύτως δεν εξέτασε τις διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθηθούν και τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για τον σκοπό αυτόν και αν, λαμβανομένων υπόψη των διαδικασιών και των προϋποθέσεων αυτών, ένας τέτοιος υποθετικός ιδιώτης πιστωτής θα είχε ενεργήσει με τον τρόπο που πρότεινε η Επιτροπή, κατά το σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ 22ας Σεπτεμβρίου 2012 και 31ης Ιανουαρίου 2013. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 254 ανωτέρω, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι ήταν πρόδηλο ότι ένας τέτοιος υποθετικός ιδιώτης πιστωτής θα είχε ενεργήσει με τον τρόπο που αυτή πρότεινε κατά το χρονικό διάστημα που αφορά το μέτρο 1. Τα δε συγκεκριμένα παραδείγματα που παρέθεσε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση, δεν αφορούν πιστωτές που έχουν παρόμοια έκθεση με την AAAS.

286    Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, χωρίς να αντικρουσθεί κατά τρόπο τεκμηριωμένο από την Επιτροπή επί του σημείου αυτού, ότι, εν πάση περιπτώσει, η AAAS, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 5, στοιχείο c, του ρουμανικού νόμου περί ιδιωτικοποιήσεως, δεν μπορούσε να της επιβάλει τέτοια μέτρα.

287    Τέταρτον, στην προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή προσάπτει στις ρουμανικές αρχές ότι δεν υπέβαλαν καμία έκθεση ή εσωτερικό έγγραφο που να ανάγεται στο κρίσιμο χρονικό διάστημα και να αποδεικνύει ότι η AAAS ενήργησε, κατά το διάστημα αυτό, ως ιδιώτης πιστωτής.

288    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ευλόγως η AAAS δεν είχε καταρτίσει αμέσως τέτοια έγγραφα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι είχε υπογράψει το μνημόνιο με σκοπό ακριβώς να διατηρήσει όλες τις επιλογές ανοικτές και να αξιολογήσει τη βιωσιμότητά της.

289    Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η AAAS διέθετε, κατά την κρίσιμη περίοδο, την οικονομική ανάλυση της Επιτροπής που παρατίθεται στην απόφαση του 2012, η οποία αναγόταν στον κρίσιμο χρόνο και στην οποία είχε πρόσβαση οποιοσδήποτε πιστωτής, αφορούσε δε, μεταξύ άλλων, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του σεναρίου της εκκαθάρισης σε σχέση με εκείνο της ιδιωτικοποίησης. Για τους λόγους που εκτέθηκαν ήδη στις σκέψεις 256 έως 265 ανωτέρω και όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ευλόγως ένα πιστωτής θεωρούσε ότι η αξιολόγηση αυτή εξακολουθούσε να ισχύει κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα.

290    Ακολούθως, οι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένης της AAAS, διέθεταν επίσης τη μελέτη της τράπεζας Raiffeisen του Οκτωβρίου του 2011, την οποία η Επιτροπή χαρακτήρισε ως «την πιο πρόσφατη διαθέσιμη μελέτη κατά τον χρόνο [εκείνο]» (αιτιολογική σκέψη 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η μελέτη αυτή, την οποία υπέβαλαν οι ρουμανικές αρχές στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας η οποία κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως του 2012, συνέκρινε το προϊόν της εκκαθάρισης της προσφεύγουσας με εκείνο της ιδιωτικοποίησης. Από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι, σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, σε περίπτωση εκκαθάρισης, η AAAS θα εισέπραττε περίπου 23 000 000 ευρώ, ενώ, σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης του χρέους και ιδιωτικοποίησης, θα εισέπραττε ποσό κυμαινόμενο από 22 900 000 ευρώ έως 79 500 000 ευρώ. Μολονότι είναι αληθές ότι η μελέτη αυτή είναι προγενέστερη, κατά ένα έτος, της λήψεως του μέτρου 1, εντούτοις η Επιτροπή δεν ισχυρίζεται ότι τα δεδομένα που περιλαμβάνονται σε αυτήν δεν ήταν πλέον επίκαιρα κατά το κρίσιμο ως προς το μέτρο αυτό χρονικό διάστημα. Επιπλέον, δεδομένου ότι η μελέτη αυτή υποβλήθηκε στην Επιτροπή από τη Ρουμανία και περιέχει συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με την είσπραξη των απαιτήσεων της AAAS, πιθανολογείται ότι η AAAS είχε πρόσβαση ή ήταν σε θέση να αποκτήσει πρόσβαση στην εν λόγω μελέτη, τούτο δε δεν αμφισβητείται από την Επιτροπή.

291    Τέλος, η ρήτρα 1.1.b του μνημονίου προέβλεπε την εκπόνηση μελέτης βιωσιμότητας. Η μελέτη αυτή ανατέθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2012, δηλαδή την ημερομηνία υπογραφής του μνημονίου, και εκπονήθηκε από την Alvarez & Marsal. Επομένως, οι υπογράφοντες το μνημόνιο πιστωτές, μεταξύ των οποίων και η AAAS, ενήργησαν ταχέως, αναθέτοντας μια τέτοια μελέτη περίπου δύο μήνες μετά την αποτυχία της τελευταίας απόπειρας ιδιωτικοποίησης της προσφεύγουσας.

292    Υπό τις συνθήκες αυτές, φαίνεται εύλογο ένας ιδιώτης πιστωτής ευρισκόμενος σε κατάσταση παρεμφερή με την AAAS να αναμείνει τα αποτελέσματα της εν λόγω μελέτης επί της βιωσιμότητας του οφειλέτη προκειμένου να αποφασίσει, έχοντας πλήρη γνώση της καταστάσεως, τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί βάσει της μελέτης αυτής, αντί να προχωρήσει αμέσως στην εκτέλεση των απαιτήσεών του, με τη διευκρίνιση, κατά τα λοιπά, ότι η περαιτέρω συσσώρευση απαιτήσεων κατά της προσφεύγουσας από την AAAS κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δεν συνίστατο σε νέες απαιτήσεις που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του διαστήματος αυτού, αλλά μόνο στη συσσώρευση δεδουλευμένων τόκων επί προϋπαρχουσών απαιτήσεων.

293    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ρουμανία δεν απέδειξε ότι η μελέτη αυτή είχε πραγματοποιηθεί για την AAAS ή για λογαριασμό της, ούτε καν ότι χρησιμοποιήθηκε από την AAAS.

294    Ωστόσο, δεν υπάρχει κανόνας δικαίου που να απαιτεί από έναν ιδιώτη πιστωτή να πραγματοποιεί τη δική του οικονομική μελέτη. Πράγματι, τέτοιες μελέτες ανατίθενται συλλογικά από τους πιστωτές και τίθενται στη διάθεσή τους, όπως εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν υποστήριξε καν ότι ένας ιδιώτης πιστωτής ευρισκόμενος σε κατάσταση παρεμφερή με την AAAS θα είχε οπωσδήποτε πραγματοποιήσει χωριστή μελέτη, παραδείγματος χάριν λόγω ορισμένων χαρακτηριστικών που προσιδιάζουν σ’ αυτόν.

295    Πέμπτον, όσον αφορά τη διαπίστωση, στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι από το μνημόνιο αποδεικνύεται ότι η AAAS αποδέχθηκε τη μη είσπραξη και την περαιτέρω συσσώρευση οφειλών, αρκεί η παραπομπή στη σκέψη 124 ανωτέρω, από την οποία προκύπτει ότι το μνημόνιο δεν περιελάμβανε τέτοια δέσμευση.

296    Έκτον, όσον αφορά τις εκτιμήσεις της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 231 και 241 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τις οποίες η AAAS μπορούσε να «χρησιμοποιήσει» έναντι της προσφεύγουσας «την απειλή» ότι θα κινήσει διαδικασία αφερεγγυότητας, αρκεί να επισημανθεί ότι είναι αμφίβολο αν μια τέτοια απειλή θα είχε θεωρηθεί αξιόπιστη για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 283 ανωτέρω.

297    Ως εκ τούτου, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η AAAS, μη εισπράττοντας τις απαιτήσεις της και συσσωρεύοντας και άλλες κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, παραχώρησε στην προσφεύγουσα διευκολύνσεις τις οποίες η προσφεύγουσα προδήλως δεν θα είχε λάβει από ιδιώτη πιστωτή ευρισκόμενο σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης της AAAS, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 253 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν απέδειξε ούτε ότι ένας υποθετικός ιδιώτης πιστωτής ευρισκόμενος σε κατάσταση παρεμφερή με την AAAS θα είχε προβεί στην άμεση εκτέλεση των απαιτήσεών του ή θα είχε λάβει άλλα μέτρα για την είσπραξή τους ή για την εξασφάλισή τους κατά το σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ 22 Σεπτεμβρίου 2012 και 31 Ιανουαρίου 2013 ούτε ότι μια τέτοια εκτέλεση ή τέτοια μέτρα θα του παρείχαν τη δυνατότητα να εισπράξει ή να εξασφαλίσει μέρος των απαιτήσεών του.

298    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι το μέτρο 1 παρείχε πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα και ότι, ως εκ τούτου, συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

3)      Επί της υπάρξεως οικονομικού πλεονεκτήματος όσον αφορά το μέτρο 2

299    Στο σημείο 6.1.2.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 244 έως 263), η Επιτροπή επισήμανε ότι υφίστατο τεχνολογική αλληλεξάρτηση μεταξύ, αφενός, της CET Govora και της Salrom και, αφετέρου, της προσφεύγουσας, υπό την έννοια ότι καθεμία από αυτές ήταν συγχρόνως προμηθευτής και πελάτης της άλλης. Συγκεκριμένα, η CET Govora προμήθευε ηλεκτρική ενέργεια και ατμό στην προσφεύγουσα και η Salrom της προμήθευε αλατούχο διάλυμα και κιμωλία, ενώ η προσφεύγουσα προμήθευε στη CET Govora και στη Salrom το αναγκαίο για τις δραστηριότητές τους νερό για βιομηχανική χρήση. Επομένως, οι επιχειρήσεις αυτές ήταν οι μεν δέσμιοι πελάτες των δε, με αποτέλεσμα η εξαφάνιση της μιας εξ αυτών να έχει ως συνέπεια την εξαφάνιση των υπολοίπων.

300    Η Επιτροπή, ωστόσο, έκρινε ότι η συμπεριφορά της CET Govora δεν ήταν σύμφωνη με εκείνη ενός ιδιώτη πιστωτή και παραχώρησε πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα, ιδίως διότι η CET Govora αποφάσισε τη συνέχιση του εφοδιασμού της προσφεύγουσας σε ηλεκτρική ενέργεια και ατμό «χωρίς πληρωμή», χωρίς να ζητήσει προκαταβολικές πληρωμές για την επανέναρξη του εν λόγω εφοδιασμού, ούτε εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου όσον αφορά τις προγενέστερες οφειλές της προσφεύγουσας προς αυτήν. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η συνέχιση του εφοδιασμού αποφασίστηκε από το επαρχιακό συμβούλιο της Vâlcea βάσει πολιτικών εκτιμήσεων τις οποίες ένας ιδιώτης πιστωτής δεν θα είχε λάβει υπόψη.

301    Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, η Salrom ενήργησε όπως θα ενεργούσε ένας ιδιώτης πιστωτής και, επομένως, δεν παραχώρησε πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα, διότι έθεσε ως προϋποθέσεις για τη συνέχιση του εφοδιασμού της τη λήψη προκαταβολών και τη σύσταση εμπράγματης ασφάλειας επί ακινήτου.

302    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως διαπιστώνοντας ότι η συμπεριφορά της CET Govora στο πλαίσιο του μέτρου 2 δεν ήταν σύμφωνη με το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή.

303    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

304    Εν προκειμένω, πρώτον, επισημαίνεται ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή στήριξε την άποψή της ότι η CET Govora δεν ενήργησε όπως θα ενεργούσε ένας ιδιώτης πιστωτής, κατ’ ουσίαν, στη σύγκριση της συμπεριφοράς της CET Govora με τη συμπεριφορά της Salrom. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι δύο αυτές επιχειρήσεις συνέχισαν να εφοδιάζουν την προσφεύγουσα από τον Σεπτέμβριο του 2012 έως τον Ιανουάριο του 2013 παρά τη μη καταβολή των οφειλών της. Ενώ η Salrom όμως απαίτησε από την προσφεύγουσα προκαταβολικές πληρωμές καθώς και εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου, η CET Govora δεν επέβαλε παρόμοιες προϋποθέσεις.

305    Η προσφεύγουσα θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι δεν αρκεί η σύγκριση των ενεργειών της CET Govora με τις ενέργειες της Salrom για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η CET Govora δεν ενήργησε όπως θα ενεργούσε ένας ιδιώτης πιστωτής.

306    Εν προκειμένω, καταρχάς, διαπιστώνεται ότι η φύση και το αντικείμενο των αντίστοιχων συμπεριφορών της CET Govora και της Salrom, δηλαδή η συνέχιση εφοδιασμού της προσφεύγουσας σε πρώτες ύλες, ήταν παρεμφερή και ότι οι εφοδιασμοί αυτοί πραγματοποιήθηκαν παραλλήλως, κατά την ίδια περίοδο, εντασσόμενοι, επομένως, σε παρόμοιο πλαίσιο.

307    Εν συνεχεία, διαπιστώνεται επίσης ότι υφίστατο τεχνολογική αλληλεξάρτηση μεταξύ, αφενός, της CET Govora και της Salrom και, αφετέρου, της προσφεύγουσας, όπως διαπίστωσε και η ίδια η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση.

308    Τέλος, τα στοιχεία που περιέχονται στους πίνακες 7 και 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία δεν αμφισβητούνται, καταδεικνύουν ότι, κατά το χρονικό το οποίο αφορά το μέτρο 2, η εξέλιξη των χρεών της προσφεύγουσας έναντι της CET Govora και της Salrom ήταν γενικά παρεμφερής. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι οι απαιτήσεις τους σχεδόν διπλασιάστηκαν κατά την περίοδο αυτή, ακολουθώντας παρόμοια εξέλιξη.

309    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή μπορούσε, στην προσβαλλομένη απόφαση, χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα, να θεωρήσει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η CET Govora και η Salrom βρίσκονταν σε παρεμφερή κατάσταση στο πλαίσιο του μέτρου 2.

310    Είναι αληθές ότι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 279 ανωτέρω,, για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, είναι απαραίτητο να γίνεται σύγκριση μεταξύ της συμπεριφοράς ενός δημόσιου πιστωτή και της συμπεριφοράς ενός ιδιώτη πιστωτή, πραγματικού ή υποθετικού, ενώ, εν προκειμένω, η Επιτροπή συνέκρινε τη συμπεριφορά δύο δημοσίων επιχειρήσεων.

311    Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, λόγω της καταστάσεως τεχνολογικής αλληλεξαρτήσεως με την προσφεύγουσα, τόσο η CET Govora όσο και η Salrom βρίσκονταν σε πολύ ιδιαίτερη, αν όχι μοναδική, κατάσταση ως προς αυτήν. Αυτή ακριβώς η όλως ιδιαίτερη και κοινή ως προς τη CET Govora και τη Salrom κατάσταση δικαιολογούσε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, τη σύγκριση μεταξύ τους.

312    Επιπλέον, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Salrom ενήργησε ως ιδιώτης πιστωτής στο πλαίσιο του μέτρου 2. Επομένως, καθόσον πρόκειται για δημόσια επιχείρηση η οποία ωστόσο ενήργησε ως ιδιώτης πιστωτής, δικαιολογείται η σύγκριση με την επιχείρηση αυτή, ως ένδειξη της συμπεριφοράς ενός υποθετικού ιδιώτη πιστωτή ευρισκόμενου σε κατάσταση παρεμφερή με τη CET Govora.

313    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η CET Govora και η Salrom ενήργησαν με πολύ διαφορετικό τρόπο στο πλαίσιο του μέτρου 2, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση.

314    Συγκεκριμένα, ενώ η Salrom ζήτησε και έλαβε προκαταβολικές πληρωμές για τον εκ μέρους της εφοδιασμό και εξασφάλισε, στο μέτρο του δυνατού, τις απαιτήσεις της μέσω εμπράγματης ασφάλειας επί ακινήτου, η CET Govora δεν έλαβε αντίστοιχα μέτρα.

315    Ωστόσο, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η CET Govora έλαβε ορισμένα μέτρα για να εξασφαλίσει τις απαιτήσεις της κατά της προσφεύγουσας.

316    Καταρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η CET Govora από τον Σεπτέμβριο του 2012 έως τον Ιανουάριο του 2013 εισέπραξε από την προσφεύγουσα ποσά ύψους 8 εκατομμυρίων RON. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 254 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος αυτού, η CET Govora πραγματοποίησε παραδόσεις στην προσφεύγουσα αξίας περίπου 50 εκατομμυρίων RON και, επομένως, οι ληφθείσες πληρωμές αποτελούν ένα ελάχιστο μόνο μέρος του ποσού αυτού.

317    Ακολούθως, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι είχε «δεσμευθεί» να πληρώνει την ηλεκτρική ενέργεια με την οποία την εφοδίαζε η CET Govora με προκαταβολές μέχρι τον Φεβρουάριο του 2013. Ωστόσο, δεν παρέχει περισσότερες πληροφορίες ως προς το ύψος των προκαταβολών αυτών και ως προς το αν οι προκαταβολές αυτές όντως καταβλήθηκαν από την ίδια, βάσει των οποίων θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό το περιεχόμενο και η λυσιτέλεια μιας τέτοιας δεσμεύσεως.

318    Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η CET Govora προσέθεσε ποινικές ρήτρες στις απαιτήσεις της κατά της ίδιας, οι οποίες γεννήθηκαν από τον Φεβρουάριο του 2008 έως τον Δεκέμβριο του 2012. Ένα τέτοιο μέτρο, όμως, δεν αποσκοπεί στην εξασφάλιση των απαιτήσεων της CET Govora.

319    Τρίτον, από την αιτιολογική σκέψη 260 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η συνέχιση του εφοδιασμού της προσφεύγουσας από τη CET Govora, χωρίς διαπραγματεύσεις ή εξασφαλίσεις των απαιτήσεών της, αποφασίστηκε από το επαρχιακό συμβούλιο της Vâlcea. Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η αρχή αυτή έλαβε την εν λόγω απόφαση βάσει προτάσεων της CET Govora και αμιγώς οικονομικών εκτιμήσεων δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Εξάλλου, ο ισχυρισμός αυτός αντικρούεται από τους λόγους δημοσίας τάξεως τους οποίους επικαλέστηκαν οι δημοτικές αρχές για να δικαιολογήσουν την έκδοση της αποφάσεως αυτής και οι οποίοι παρατίθενται στην υποσημείωση 110 της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν αμφισβητούνται από την προσφεύγουσα.

320    Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εάν η CET Govora δεν είχε συνεχίσει να την εφοδιάζει, θα είχε και αυτή υποστεί ζημίες και θα πτώχευε.

321    Αρκεί να επισημανθεί συναφώς ότι η Επιτροπή δεν προσήψε στη CET Govora αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι συνέχισε τον εφοδιασμό της προσφεύγουσας, αλλά το ότι συνέχισε τον εφοδιασμό χωρίς να λάβει μέτρα για την εξασφάλιση των απαιτήσεών της. Επομένως, το σχετικό επιχείρημα της προσφεύγουσας είναι αλυσιτελές.

322    Πέμπτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι «πολλοί ιδιώτες προμηθευτές», όπως και η CET Govora, συνέχισαν να την εφοδιάζουν παρά την ύπαρξη ανεξόφλητων απαιτήσεων. Το επιχείρημα αυτό, ωστόσο, δεν τεκμηριώνεται, καθόσον η προσφεύγουσα δεν προσδιόρισε καν αυτούς τους άλλους «πολλούς ιδιώτες προμηθευτές».

323    Έκτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι στηρίχθηκε στις δηλώσεις της PCC, ενός εκ των μειοψηφούντων μετόχων της, ή στις δηλώσεις του διαχειριστή αφερεγγυότητας της CET Govora, μεταξύ άλλων στις αιτιολογικές σκέψεις 258, 259, 261 και 262 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την προσφεύγουσα, οι δηλώσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή και αντιφάσκουν προς τις παρατηρήσεις της Ρουμανίας που διατυπώθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία. Επιπλέον, η PCC έχει μόνο «περιορισμένη αξιοπιστία».

324    Εντούτοις, τα επιχειρήματα αυτά είναι αλυσιτελή. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω δηλώσεις έχουν δευτερεύουσα σημασία στην οικονομία του τμήματος αυτού της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι τα συμπεράσματα της Επιτροπής στηρίζονται κυρίως στη σύγκριση της συμπεριφοράς της CET Govora με εκείνη της Salrom και στο γεγονός ότι το επαρχιακό συμβούλιο της Vâlcea επέβαλε στη CET Govora την υποχρέωση να συνεχίσει τον εφοδιασμό.

325    Έβδομον, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η CET Govora υπέχει εκ του νόμου την υποχρέωση να μη διακόπτει την παροχή θέρμανσης και θερμικής ενέργειας στο κοινό.

326    Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές, διότι η προσφεύγουσα είναι βιομηχανικός πελάτης της CET Govora και, ως εκ τούτου, η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει στις μεταξύ τους συμβατικές σχέσεις.

327    Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος στο πλαίσιο του μέτρου 2 πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

3.      Επί του λόγου ακυρώσεως που αφορά έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας ως προς το μέτρο 2

328    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επιπλέον, ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή παρέβη, κατ’ ουσίαν, την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, διότι, αφενός, δεν αρκεί η σύγκριση των ενεργειών της CET Govora με εκείνες της Salrom για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η CET Govora δεν ενήργησε όπως θα ενεργούσε ένας ιδιώτης πιστωτής και, αφετέρου, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε δηλώσεις της PCC και του διαχειριστή αφερεγγυότητας της CET Govora χωρίς να εξηγήσει για ποιο λόγο οι δηλώσεις αυτές ήταν πιο αξιόπιστες από τις παρασχεθείσες από τις ρουμανικές αρχές εξηγήσεις.

329    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

330    Κατά το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή υποχρεούται να αιτιολογεί τις αποφάσεις της. Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από τη διάταξη αυτή αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2001, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑17/99, EU:C:2001:178, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

331    Εν προκειμένω, πρώτον, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 306 έως 309 ανωτέρω, από τη συνολική εξέταση του σημείου 6.1.2.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτουν σαφώς τα κρίσιμα στοιχεία που δικαιολογούν τη σύγκριση μεταξύ της CET Govora και της Salrom στο πλαίσιο του μέτρου 2. Η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως συναφώς είναι συνεπής και επαρκής.

332    Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς την αξιοπιστία των δηλώσεων της PCC και του διαχειριστή αφερεγγυότητας της CET Govora, το επιχείρημα αυτό δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, ικανό να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 324 ανωτέρω.

333    Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας όσον αφορά το μέτρο 2 πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

4.      Συμπέρασμα

334    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι τα μέτρα 1 και 3 συνιστούσαν κρατική ενίσχυση, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που πρόβαλε η προσφεύγουσα όσον αφορά τα μέτρα αυτά.

335    Αντιθέτως, όλοι οι σχετικοί με το μέτρο 2 λόγοι ακυρώσεως της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

336    Ως εκ τούτου, πρέπει να ακυρωθούν το άρθρο 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και τα άρθρα 3 έως 5 της αποφάσεως αυτής, κατά το μέρος που αφορούν τα μέτρα τα οποία προβλέπει το άρθρο 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

337    Πρέπει επίσης να ακυρωθεί το άρθρο 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που η προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό υποχρέωση της Ρουμανίας να κοινοποιήσει στην Επιτροπή ορισμένες πληροφορίες αφορά τα μέτρα 1 και 3.

338    Η προσφεύγουσα ζητεί επίσης την ακύρωση του άρθρου 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ωστόσο, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής αναφέρει απλώς ότι η Ρουμανία είναι ο αποδέκτης της αποφάσεως αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589. Δεδομένου, όμως, ότι η προσφεύγουσα δεν πρόβαλε συναφώς κανένα λόγο ακυρώσεως ή επιχείρημα, το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί.

339    Όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η διάταξη αυτή προβλέπει τη δημοσίευση των ποσών των ενισχύσεων και των τόκων που θα ανακτηθούν κατ’ εφαρμογήν της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής πρέπει επίσης να ακυρωθεί, κατά το μέρος που αφορά τα μέτρα τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της εν λόγω αποφάσεως.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

340    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Ωστόσο, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

341    Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή και ότι η προσφυγή έγινε δεκτή όσον αφορά δύο από τα τρία μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποφασίζεται, κατά δίκαιη εκτίμηση των περιστάσεων της υποθέσεως, ότι η προσφεύγουσα φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της, ενώ το υπόλοιπο των εξόδων της φέρει η Επιτροπή, η δε Επιτροπή φέρει επίσης τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της αποφάσεως (ΕΕ) 2019/1144 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2018, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36086 (2016/C) (πρώην 2016/NN) που έθεσε σε εφαρμογή η Ρουμανία υπέρ της Oltchim SA.

2)      Ακυρώνει τα άρθρα 3 έως 6 και το άρθρο 7, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2019/1144, κατά το μέρος που αφορούν τα μέτρα τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της αποφάσεως αυτής.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

4)      Η Oltchim φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της.

5)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα τρία τέταρτα των εξόδων της Oltchim.

Kornezov

Buttigieg

Kowalik-Bańczyk

Hesse

 

      Petrlík

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Δεκεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.