Language of document : ECLI:EU:T:2023:15

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

της 25ης Ιανουαρίου 2023 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 – Έγγραφα που αφορούν εν εξελίξει νομοθετική διαδικασία – Ομάδες εργασίας του Συμβουλίου – Έγγραφα που αφορούν νομοθετική πρόταση για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/34/ΕΕ σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών – Μερική άρνηση προσβάσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001– Εξαίρεση σχετική με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων»

Στην υπόθεση T‑163/21,

Emilio De Capitani, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον O. Brouwer, δικηγόρο, και την S. Gallagher, solicitor,

προσφεύγων,

υποστηριζόμενος από το

Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τις C. Pochet, L. Van den Broeck και M. Jacobs,

από το

Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τις M. Bulterman, M.H.S. Gijzen και M. J. Langer,

από τη

Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από την M. Pere,

και από το

Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις C. Meyer-Seitz και R. Shahsavan Eriksson,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον J. Bauerschmidt και την K. Παυλάκη,

καθού

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους A. Kornezov (εισηγητή), πρόεδρο, E. Buttigieg, K. Kowalik-Bańczyk, G. Hesse και D. Petrlík, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή του, ο προσφεύγων Emilio De Capitani ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως SGS 21/000067 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 14ης Ιανουαρίου 2021, με την οποία το Συμβούλιο αρνήθηκε να παράσχει στον προσφεύγοντα πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα με κωδικό «WK», τα οποία αντηλλάγησαν εντός των ομάδων εργασίας του Συμβουλίου στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας 2016/0107 (COD) για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/EOK και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 182, σ. 19) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 15 Οκτωβρίου 2020, ο προσφεύγων υπέβαλε, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), αίτηση προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα που αντηλλάγησαν εντός της ομάδας εργασίας «Δίκαιο των εταιριών» του Συμβουλίου σχετικά με τη νομοθετική διαδικασία 2016/0107 (COD), η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως.

3        Στις 10 Νοεμβρίου 2020, το Συμβούλιο έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση αυτή, κοινοποιώντας στον προσφεύγοντα επτά έγγραφα και αρνούμενο την πρόσβαση στο σύνολο του περιεχομένου των λοιπών επτά εγγράφων, ήτοι εκείνων με στοιχεία αναφοράς WK 6662/18, WK 14969/17 REV 1, WK 14969/17 INIT, WK 5230/17, WK 12197/17, WK 12197/17 REV1 και WK 10931/17 (στο εξής: επίμαχα έγγραφα), με την αιτιολογία, κατ’ ουσίαν, ότι η γνωστοποίησή τους θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του Συμβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

4        Στις 25 Νοεμβρίου 2020, ο προσφεύγων υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση στο Συμβούλιο με την οποία ενέμεινε στο αρχικό αίτημα προσβάσεώς του στα επίμαχα έγγραφα.

5        Στις 14 Ιανουαρίου 2021, το Συμβούλιο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία επιβεβαίωσε την άρνησή του να παράσχει πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

 Αιτήματα των διαδίκων

6        Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

7        Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

8        Οι παρεμβαίνοντες, ήτοι το Βασίλειο του Βελγίου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, υποστηρίζουν τα αιτήματα του προσφεύγοντος.

 Σκεπτικό

 Επί της διατήρησης του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος

9        Χωρίς να προβάλει τυπικώς, με χωριστό δικόγραφο, ένσταση περί καταργήσεως της δίκης, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος εξέλιπε κατά τη διάρκεια της δίκης για το λόγο ότι, με έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2021, το Συμβούλιο του κοινοποίησε το σύνολο των επίμαχων εγγράφων. Κατά συνέπεια, η προσφυγή δεν θα μπορούσε πλέον, με το αποτέλεσμά της, ωφελήσει τον προσφεύγοντα και, ως εκ τούτου, θα καθίστατο άνευ αντικειμένου.

10      Ο προσφεύγων, υποστηριζόμενος εν προκειμένω από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, αμφισβητεί τον ισχυρισμό περί απώλειας του εννόμου συμφέροντός του κατά τη διάρκεια της δίκης. Αφενός, υποστηρίζει ότι δεν του παρασχέθηκε πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα εγκαίρως, δηλαδή σε στάδιο κατά το οποίο θα είχε τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως και αποτελεσματικώς τα δικαιώματά του ως Ευρωπαίος πολίτης σε μια δημοκρατική κοινωνία όσον αφορά την επίμαχη νομοθετική διαδικασία. Αφετέρου, φρονεί ότι εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον, το οποίο έγκειται στο να μην επαναληφθεί στο μέλλον η διαπραχθείσα από το Συμβούλιο παρανομία.

11      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, άλλως η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη. Το αντικείμενο αυτό της διαφοράς πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται, όπως και το έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, στοιχείο το οποίο προϋποθέτει ότι η προσφυγή πρέπει να μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, Leino-Sandberg κατά Κοινοβουλίου, C‑761/18 P, EU:C:2021:52, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

12      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι τα επίμαχα έγγραφα κοινοποιήθηκαν από το Συμβούλιο στoν προσφεύγοντα στις 14 Ιουνίου 2021, δηλαδή μετά την άσκηση της παρούσας προσφυγής. Ωστόσο, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ανακλήθηκε τυπικώς από το Συμβούλιο, οπότε η διαφορά διατήρησε το αντικείμενό της (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, ClientEarth κατά Επιτροπής, C-57/16 P, EU:C:2018:660, σκέψη 45, και της 21ης Ιανουαρίου 2021, Leino-Sandberg κατά Κοινοβουλίου, C-761/18 P, EU:C:2021:52, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

13      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύεται στη σκέψη 11 ανωτέρω, αν ο προσφεύγων μπορούσε ακόμη να επικαλεστεί, παρά τη γνωστοποίηση αυτή, έννομο συμφέρον, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να καθοριστεί αν ο προσφεύγων πέτυχε, μέσω της εν λόγω γνωστοποιήσεως, την πλήρη επίτευξη των στόχων που επιδίωκε με την αίτησή του προσβάσεως στα σχετικά έγγραφα, στοιχείο το οποίο προϋποθέτει ότι πρέπει να καθοριστεί αν η γνωστοποίηση αυτή έγινε εγκαίρως (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑57/16 P, EU:C:2018:660, σκέψη 47, και της 21ης Ιανουαρίου 2021, Leino-Sandberg κατά Κοινοβουλίου, C‑761/18 P, EU:C:2021:52, σκέψη 34).

14      Συναφώς, όπως υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ο προσφεύγων και η Δημοκρατία της Φινλανδίας, με την αρχική αίτησή του της 15ης Οκτωβρίου 2020 και με την επιβεβαιωτική αίτησή του της 25ης Νοεμβρίου 2020, ο προσφεύγων επιδίωξε να του παρασχεθεί πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα, προκειμένου, αφενός, να λάβει γνώση των θέσεων που εξέφρασαν τα κράτη μέλη εντός του Συμβουλίου, το οποίο ενεργεί υπό την ιδιότητα του συννομοθέτη, και αφετέρου, να είναι σε θέση, ενδεχομένως, να ενημερώσει το κοινό και να προκαλέσει τον σχετικό διάλογο, πριν το θεσμικό αυτό όργανο διαμορφώσει τη θέση του στην επίμαχη νομοθετική διαδικασία.

15      Εν προκειμένω, όμως, τα επίμαχα έγγραφα γνωστοποιήθηκαν μόνον αφού το Συμβούλιο καθόρισε, στις 3 Μαρτίου 2021, τη διαπραγματευτική θέση του στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας και κατόπιν της συμφωνίας που συνήφθη την 1η Ιουνίου 2021, στο πλαίσιο των διοργανικών τριμερών διαλόγων.

16      Επομένως, τα επίμαχα έγγραφα δεν γνωστοποιήθηκαν εγκαίρως, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών ενημέρωσης του κοινού και έναρξης διαλόγου, τους οποίους επιδίωκε ο προσφεύγων με την αίτηση προσβάσεως στα εν λόγω έγγραφα, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 13 ανωτέρω (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C-39/05 P και C-52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 59, και της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 33). Πράγματι, κατά τον χρόνο της εν λόγω γνωστοποιήσεως, το Συμβούλιο είχε καθορίσει τη θέση του και είχε επιτευχθεί διοργανική συμφωνία στο πλαίσιο των τριμερών διαλόγων. Μολονότι, βεβαίως, κατά το ως άνω χρονικό σημείο, η νομοθετική διαδικασία δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί τυπικώς, εντούτοις οι συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο των τριμερών διαλόγων συχνά γίνονται δεκτές στη συνέχεια από τους συννομοθέτες χωρίς ουσιώδεις τροποποιήσεις (πρβλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 72).

17      Ως εκ τούτου, με την γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων, ο προσφεύγων δεν πέτυχε την πλήρη επίτευξη των στόχων που επιδίωκε με την αίτηση προσβάσεώς του στα εν λόγω έγγραφα.

18      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα του Συμβουλίου περί απώλειας του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια της δίκης.

 Επί της ουσίας

19      Ο προσφεύγων προβάλλει, προς στήριξη της προσφυγής, δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, ο μεν πρώτος παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 και έλλειψη αιτιολογίας ως προς το αν η γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, ο δε δεύτερος παράβαση της ίδιας διατάξεως και έλλειψη αιτιολογίας περί υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος δικαιολογούντος τη γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών. Επίσης, προβάλλει, επικουρικώς, έναν τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 και έλλειψη αιτιολογίας.

20      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, δύο σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 στα νομοθετικά έγγραφα, ενώ το δεύτερο την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής εν προκειμένω.

 Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 στα νομοθετικά έγγραφα

21      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, αρνούμενο την πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα, τα οποία αποτελούν, κατ’ ουσίαν, νομοθετικά έγγραφα, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, παρέβλεψε τη νέα συνταγματική διάσταση στον τομέα της προσβάσεως στα έγγραφα που συντάσσονται στο πλαίσιο νομοθετικών διαδικασιών, η οποία καθιερώθηκε από τη Συνθήκη ΛΕΕ και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς το πρώην άρθρο 207, παράγραφος 3, ΕΚ, το οποίο επέτρεπε στο παρελθόν στο Συμβούλιο να καθορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες έπρεπε να θεωρείται ότι ενεργεί στο πλαίσιο της νομοθετικής του εξουσίας, με σκοπό να καθίσταται δυνατή ευχερέστερη πρόσβαση στα έγγραφα σε τέτοιες περιπτώσεις, παράλληλα δε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, η Συνθήκη ΛΕΕ και ο Χάρτης δεν αναφέρουν πλέον καμία εξαίρεση σχετική με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων στο πλαίσιο των νομοθετικών διαδικασιών. Επομένως, κατά τον προσφεύγοντα, υφίσταται νομική αντίφαση μεταξύ, αφενός, του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο θεσπίστηκε βάσει παλαιότερων ερμηνειών της αρχής της διαφάνειας που απέρρεαν από τη Συνθήκη ΕΚ, και, αφετέρου, του άρθρου 15, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 42 του Χάρτη. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο πρέπει να συμμορφωθεί άμεσα προς τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν η Συνθήκη ΛΕΕ και ο Χάρτης, βάσει των οποίων δεν του παρέχεται καμία διακριτική ευχέρεια που να του επιτρέπει να αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία συντάσσονται στο πλαίσιο νομοθετικής διαδικασίας.

22      Στο υπόμνημα απαντήσεώς του, ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 δεν έχει πλέον εφαρμογή στις νομοθετικές συζητήσεις και τα σχετικά με αυτές έγγραφα. Επισημαίνει επίσης ότι άλλες εξαιρέσεις, όπως αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001, εξακολουθούν, αντιθέτως, να ασκούν επιρροή όσον αφορά την πρόσβαση στα νομοθετικά έγγραφα και ότι το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ πρέπει να θεωρηθεί ότι παραπέμπει σε τέτοιου είδους εξαιρέσεις.

23      Το Συμβούλιο αντιτείνει ότι ο προσφεύγων συγχέει δύο διαφορετικές διαστάσεις της νομοθετικής διαφάνειας, ήτοι, αφενός, αυτήν που αφορά τις συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, κατά τις οποίες τα αντίστοιχα μέλη τους συζητούν επί σχεδίων νομοθετικών πράξεων και, αφετέρου, εκείνη που αφορά την πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με νομοθετικές διαδικασίες. Το άρθρο 15, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αφορά την πρώτη αυτή διάσταση και, ως εκ τούτου, δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση. Πράγματι, η εν λόγω διάταξη πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά το Συμβούλιο στη σύνθεσή του που περιλαμβάνει τους εκπροσώπους σε επίπεδο υπουργών, οι οποίοι έχουν την εξουσία να δεσμεύουν την κυβέρνηση του κράτους μέλους που εκπροσωπούν και να ασκούν το δικαίωμα ψήφου, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Αντιθέτως, η δεύτερη διάσταση της νομοθετικής διαφάνειας, ήτοι αυτή την οποία αφορά το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, δεν προβλέπει απεριόριστο δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετικών.

24      Με το υπόμνημά του ανταπαντήσεως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 δεν μπορεί πλέον να εφαρμόζεται σε έγγραφα που συντάσσονται στο πλαίσιο νομοθετικής διαδικασίας κατόπιν της θέσεως σε ισχύ της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη συνιστά «νέα ένσταση ελλείψεως νομιμότητας» που προβάλλεται για πρώτη φορά στο στάδιο της απάντησης και, ως εκ τούτου, νέο λόγο ή ισχυρισμό, ο οποίος πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτος. Ζητεί, επιπλέον, σε περίπτωση που κριθεί παραδεκτός αυτός ο «νέος λόγος ή ισχυρισμός», τη λήψη μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου να κληθούν το Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λάβουν θέση επί της προβαλλόμενης ελλείψεως νομιμότητας της εν λόγω διατάξεως.

25      Ερωτηθείς επ’ αυτού στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, ο προσφεύγων αμφισβητεί την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι το δικόγραφο της προσφυγής εξέθετε ήδη με σαφήνεια το επιχείρημα ότι, από της θέσεως σε ισχύ της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη, υφίσταται νομική αντίφαση μεταξύ του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 και του πρωτογενούς δικαίου, ιδίως του άρθρου 15, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και ότι, ως εκ τούτου, το Συμβούλιο όφειλε να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του πρωτογενούς δικαίου, καθιστώντας τα νομοθετικά έγγραφα προσβάσιμα στο κοινό.

–       Επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο

26      Κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων λόγων και ισχυρισμών, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, λόγος ο οποίος συνιστά περαιτέρω ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, ρητώς ή εμμέσως, με το δικόγραφο της προσφυγής και ο οποίος συνδέεται στενά με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός. Προκειμένου να θεωρηθεί περαιτέρω ανάπτυξη λόγου ή αιτίασης που είχε προβληθεί προηγουμένως, ένα νέο επιχείρημα πρέπει να έχει αρκούντως στενό σύνδεσμο με τους λόγους ή τις αιτιάσεις που είχαν αρχικώς αναπτυχθεί στο δικόγραφο της προσφυγής ώστε να μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα της φυσιολογικής εξέλιξης της συζητήσεως στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλία διαδικασίας [βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2020, HeidelbergCement και Schwenk Zement κατά Επιτροπής, T-380/17, EU:T:2020:471, σκέψη 87 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

27      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, ο προσφεύγων υποστήριξε σαφώς ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 42 του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν παρέχουν στο Συμβούλιο «καμία διακριτική ευχέρεια» να αρνείται την πρόσβαση στα έγγραφα που συντάσσονται στο πλαίσιο νομοθετικής διαδικασίας, ότι το θεσμικό αυτό όργανο όφειλε να συμμορφωθεί «άμεσα» προς τις υποχρεώσεις που του επέβαλλαν οι Συνθήκες και ότι, ως εκ τούτου, το εν λόγω θεσμικό όργανο είχε προβεί, στην προκειμένη περίπτωση, σε υπέρμετρα ευρεία ερμηνεία της σχετικής με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων εξαιρέσεως η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Υποστήριξε, περαιτέρω, ότι υφίσταται «νομική αντίφαση» μεταξύ, αφενός, της τελευταίας αυτής διατάξεως και, αφετέρου, της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη.

28      Στο υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων απλώς αναπτύσσει περαιτέρω το ως άνω σκέλος των επιχειρημάτων του, απαντώντας στα επιχειρήματα που προέβαλε το Συμβούλιο στο υπόμνημά του αντικρούσεως. Υποστηρίζει, ιδίως, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 «δεν μπορεί πλέον να εφαρμόζεται» στα νομοθετικά έγγραφα, δεδομένου ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επιβάλλει «άμεσα» στον νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρέωση διαφάνειας όσον αφορά τη νομοθετική διαδικασία.

29      Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων προέβη, στο υπόμνημα απαντήσεως, απλώς σε περαιτέρω ανάπτυξη λόγου που είχε προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή από τον δικαστή της Ένωσης.

30      Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, ο προσφεύγων ουδόλως εγείρει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας ως προς το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, όπως εξάλλου επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Πράγματι, με τα επιχειρήματά του, ο προσφεύγων δεν θεωρεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 ενέχει αυτό καθαυτό έλλειψη νομιμότητας, ως αντίθετο προς τη Συνθήκη ΛΕΕ και τον Χάρτη, αλλά ότι η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη ως έχουσα την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται στα νομοθετικά έγγραφα, ενώ εξακολουθεί να εφαρμόζεται πλήρως σε άλλα είδη εγγράφων.

31      Κατά τα λοιπά, πρέπει να διαπιστωθεί ότι, σύμφωνα προς το άρθρο 82 του Κανονισμού Διαδικασίας, αντίγραφο του δικογράφου της προσφυγής και του υπομνήματος αντικρούσεως διαβιβάστηκε στο Κοινοβούλιο και στην Επιτροπή, προκειμένου να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να διαπιστώσουν αν έγινε επίκληση του ανεφάρμοστου μιας εκ των πράξεών τους κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος περιλαμβάνονταν ήδη σαφώς στο δικόγραφο της προσφυγής, πρέπει να θεωρηθεί ότι το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή αποφάσισαν μετά λόγου γνώσεως να μην παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος να δοθεί συνέχεια στο αίτημα του Συμβουλίου περί λήψεως σχετικού μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας.

32      Ως εκ τούτου, η ένσταση απαραδέκτου και το αίτημα του Συμβουλίου περί λήψεως μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας πρέπει να απορριφθούν.

–       Επί της ουσίας

33      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, προκειμένου περί εγγράφου το οποίο συντάχθηκε από ένα θεσμικό όργανο για εσωτερική χρήση ή έχει παραληφθεί από ένα θεσμικό όργανο και το οποίο σχετίζεται με θέμα επί του οποίου δεν έχει αποφασίσει, το εν λόγω θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψεως αποφάσεων, εκτός εάν για την εν λόγω γνωστοποίηση υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

34      Όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 21 και 22 ανωτέρω, ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ' ουσίαν, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής προκειμένου να μην επιτραπεί η πρόσβαση στα έγγραφα που αντηλλάγησαν εντός των ομάδων εργασίας του Συμβουλίου στο πλαίσιο νομοθετικής διαδικασίας κατόπιν της θέσεως σε ισχύ της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη.

35      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί το νομοθετική φύση των επίμαχων εγγράφων.

36      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης προβλέπει μια στενή σχέση αρχής που συνδέει τις νομοθετικές διαδικασίες με τις αρχές της δημοσιότητας και της διαφάνειας (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 77).

37       Η διαφάνεια της νομοθετικής διαδικασίας, μέσω της δυνατότητας που παρέχει ώστε να τίθενται σε ανοικτό διάλογο οι διάφορες διιστάμενες απόψεις, αποτελεί ακριβώς το στοιχείο το οποίο συμβάλλει στο να αποκτούν τα θεσμικά όργανα μεγαλύτερη νομιμότητα στα μάτια των πολιτών της Ένωσης και στο να αυξάνεται η εμπιστοσύνη τους προς αυτά. Στην πραγματικότητα, αμφιβολίες στους πολίτες, όχι μόνον ως προς τη νομιμότητα μιας μεμονωμένης πράξης, αλλά και ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων στο σύνολό της, μπορεί να προκαλέσει μάλλον η έλλειψη πληροφόρησης και διαλόγου (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 59).

38      Οι αρχές της δημοσιότητας και της διαφάνειας είναι, επομένως, συμφυείς με τις νομοθετικές διαδικασίες της Ένωσης (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 81).

39      Εντούτοις, τούτο δεν συνεπάγεται ότι το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης προβλέπει απεριόριστο δικαίωμα προσβάσεως στα νομοθετικά έγγραφα.

40      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 42 του Χάρτη ορίζει ότι κάθε πολίτης της Ένωσης καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, ανεξαρτήτως υποθέματος.

41      Στις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 14ης Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17) και οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη κατά την ερμηνεία του Χάρτη από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης (βλ. πέμπτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του Χάρτη), επισημαίνονται τα εξής:

«Το δικαίωμα που διασφαλίζεται στο [άρθρο 42] έχει ληφθεί από το άρθρο 255 της Συνθήκης ΕΚ, βάσει του οποίου εκδόθηκε στη συνέχεια ο κανονισμός […] 1049/2001. Η Ευρωπαϊκή Συνέλευση επεξέτεινε το δικαίωμα αυτό στα έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών γενικά, ασχέτως της μορφής τους (βλ. άρθρο 15, παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 2 του Χάρτη, το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα ασκείται υπό τους όρους και εντός των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 3 της Συνθήκης [ΛΕΕ]».

42      Ως εκ τούτου, το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 42 του Χάρτη, ασκείται «υπό τους όρους και εντός των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 3», ΣΛΕΕ.

43      Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με το άρθρο 52, παράγραφος 2, του Χάρτη, κατά το οποίο τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται από τον παρόντα Χάρτη και τα οποία αποτελούν αντικείμενο διατάξεων των Συνθηκών ασκούνται υπό τους όρους και εντός των ορίων που καθορίζονται σε αυτές.

44      Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, ανεξαρτήτως υποθέματος, «με την επιφύλαξη των αρχών και των προϋποθέσεων που θα καθορισθούν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο». Το δεύτερο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου διευκρινίζει ότι «[ο]ι γενικές αρχές και τα όρια, εκ λόγων δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, που διέπουν αυτό το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα, καθορίζονται, μέσω κανονισμών, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία».

45      Το άρθρο 15, παράγραφος 3, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξασφαλίζουν τη δημοσίευση των εγγράφων που αφορούν τις νομοθετικές διαδικασίες «από τους όρους που ορίζονται στους κανονισμούς που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο» της εν λόγω παραγράφου. Μολονότι κατ’ αυτόν τον τρόπο καταδεικνύεται η αρχή της δημοσιότητας των νομοθετικών εγγράφων, η διάταξη αυτή δεν προβλέπει ωστόσο ότι αυτά τα έγγραφα πρέπει να γνωστοποιούνται σε όλες τις περιπτώσεις και χωρίς καμία εξαίρεση, όπως μαρτυρεί και η παραπομπή στους «όρους» που οι κανονισμοί μπορούν να προβλέπουν προς τούτο.

46      Επομένως, το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετικών εγγράφων, των πολιτών της Ένωσης και κάθε προσώπου που κατοικεί ή έχει την έδρα του στο έδαφος της Ένωσης ασκείται σύμφωνα με τις γενικές αρχές, τα όρια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται μέσω κανονισμών. Πράγματι, το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν εξαιρεί τα νομοθετικά έγγραφα από το πεδίο εφαρμογής του.

47      Ως εκ τούτου, οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη που διέπουν το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης προβλέπουν ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού μπορεί να υπόκειται σε όρια και προϋποθέσεις, που καθορίζονται μέσω κανονισμών, συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης προσβάσεως σε νομοθετικά έγγραφα.

48      Το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων.

49      Πρώτον, το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι ο κανονισμός 1049/2001 έχει, κατά κάποιον τρόπο, καταστεί παρωχημένος, διότι εκδόθηκε βάσει της Συνθήκης ΕΚ και, ως εκ τούτου, δεν λαμβάνει υπόψη τις τροποποιήσεις που επέφεραν η Συνθήκη ΛΕΕ και ο Χάρτης, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 41 ανωτέρω, οι επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη αναφέρουν ότι το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 42 «έχει ληφθεί από το άρθρο 255 της Συνθήκης ΕΚ, βάσει του οποίου εκδόθηκε στη συνέχεια ο [εν λόγω] κανονισμός». Η διευκρίνιση αυτή απηχεί, επομένως, τη συνέχεια που υφίσταται στον συγκεκριμένο τομέα μεταξύ της Συνθήκης ΕΚ και της Συνθήκης ΛΕΕ, καθώς και το ότι ο εν λόγω κανονισμός εξακολουθεί να τυγχάνει εφαρμογής και να ασκεί επιρροή και κατόπιν της θέσεως σε ισχύ της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη. Εάν οι συντάκτες του Χάρτη είχαν την πρόθεση να ρυθμίσουν το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα κατά τρόπο ουσιωδώς διαφορετικό από εκείνον που ίσχυε υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚ, θα το είχαν επισημάνει στις σχετικές με τον Χάρτη επεξηγήσεις.

50      Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι τα «όρια» του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα, τα οποία αφορά η διάταξη αυτή, μπορούν να έχουν εφαρμογή σε άλλου είδους εξαιρέσεις, όπως αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001, πλην όμως όχι για λόγους προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

51      Ωστόσο, στο άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ γίνεται λόγος «όρια, εκ λόγων δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, που διέπουν […] το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα» χωρίς καμία περαιτέρω διευκρίνιση ή διάκριση ως προς τη φύση των εν λόγω ορίων. Ως εκ τούτου, ουδόλως μπορεί να συναχθεί ότι οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη αποκλείουν εξ ορισμού το ενδεχόμενο αρνήσεως παροχής προσβάσεως σε νομοθετικά έγγραφα με την αιτιολογία ότι η γνωστοποίησή τους θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του οικείου θεσμικού οργάνου, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

52      Τρίτον, ο προσφεύγων επικαλείται το άρθρο 15, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προς στήριξη του επιχειρήματός του. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, «[τ]ο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνεδριάζει δημόσια, καθώς και το Συμβούλιο όταν συσκέπτεται και ψηφίζει επί σχεδίου νομοθετικής πράξης».

53      Από τη χρήση της λέξεως «συνεδριάζει» προκύπτει ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ κατοχυρώνει την αρχή της δημοσιότητας των νομοθετικών συζητήσεων κατά τις συνόδους του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν αφορά το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα ούτε τα όρια και τις προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος αυτού, τα οποία διέπονται από το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και το άρθρο 42 του Χάρτη.

54      Το νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα ενισχύει το συμπέρασμα που εκτίθεται στη σκέψη 47 ανωτέρω.

55      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1 ΣΕΕ, η Συνθήκη αυτή «διανοίγει νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες». Το άρθρο 10, παράγραφος 3, ΣΕΕ προβλέπει, δε, ότι κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στον δημοκρατικό βίο της Ένωσης και ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και εγγύτερα στους πολίτες. Ομοίως, το άρθρο 15, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι, «[π]ροκειμένου να προωθήσουν τη χρηστή διακυβέρνηση και να διασφαλίσουν τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης διεξάγουν τις εργασίες τους όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά».

56      Το σύνολο των ως άνω διατάξεων επιβεβαιώνει ότι η αρχή κατά την οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά, μολονότι έχει θεμελιώδη σημασία για την έννομη τάξη της Ένωσης, δεν είναι ωστόσο απόλυτη.

57      Τέλος, ο δικαστής της Ένωσης είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι τα θεσμικά όργανα εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να αρνούνται, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα νομοθετικής φύσεως όταν συντρέχουν οι δέοντες δικαιολογητικοί λόγοι (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 112).

58      Ομοίως, στην απόφασή του της 17ης Οκτωβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Access Info Europe (C-280/11 P, EU:C:2013:671, σκέψεις 36 έως 40 και 62), το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 εφαρμόζεται στα νομοθετικά έγγραφα και ότι, κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη τη στάθμιση, αφενός, της αρχής της διαφάνειας και αφετέρου, της προστασίας της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων του Συμβουλίου.

59      Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 στηριζόταν στη Συνθήκη ΕΚ και, ως εκ τούτου, είχε υπερκερασθεί από τη Συνθήκη ΛΕΕ, αρκεί η διαπίστωση ότι η μνημονευόμενη στη σκέψη 57 ανωτέρω απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου εκδόθηκε όσον αφορά απόφαση περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως η οποία ελήφθη σαφώς κατόπιν της θέσεως σε ισχύ της Συνθήκης ΛΕΕ.

60      Τέλος, μολονότι ο προσφεύγων μνημονεύει επίσης το άρθρο 41 του Χάρτη, η διάταξη αυτή στερείται σημασίας για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, δεδομένου ότι αφορά το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση «στον φάκελό του». Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι τα επίμαχα έγγραφα δεν αφορούν ειδικώς τον προσφεύγοντα.

61      Εν κατακλείδι, μολονότι, βεβαίως, η πρόσβαση στα νομοθετικά έγγραφα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερη, γεγονός παραμένει ότι οι διατάξεις των Συνθηκών και του Χάρτη τις οποίες επικαλείται ο προσφεύγων δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν, εξ ορισμού, το ενδεχόμενο αρνήσεως της προσβάσεως σε τέτοια έγγραφα με την αιτιολογία ότι η γνωστοποίησή τους θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του οικείου θεσμικού οργάνου, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

62      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί της εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001

63      Ο προσφεύγων, υποστηριζόμενος από το σύνολο των παρεμβαινόντων, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι η γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων θα έθιγε συγκεκριμένα και ουσιαστικά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και ότι ο κίνδυνος τέτοιας προσβολής ήταν ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός.

64      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος επαναλαμβάνοντας, κατ’ ουσίαν, την αιτιολογία που παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

65      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την αιτιολογική του σκέψη 1, ο κανονισμός 1049/2001 εντάσσεται στη βούληση δημιουργίας μιας Ένωσης στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες. Όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 2 του εν λόγω κανονισμού, το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων συνδέεται με τον δημοκρατικό χαρακτήρα των εν λόγω οργάνων.

66      Προς τούτο, σκοπός του κανονισμού 1049/2001 είναι, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 και το άρθρο 1 αυτού, να παρασχεθεί στο κοινό το ευρύτερο δυνατό δικαίωμα προσβάσεως (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Το δικαίωμα αυτό υπόκειται, πάντως, σε ορισμένους περιορισμούς οι οποίοι στηρίζονται σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος. Ειδικότερα, και σε συμφωνία προς την αιτιολογική του σκέψη 11, ο κανονισμός 1049/2001 προβλέπει, στο άρθρο του 4, καθεστώς εξαιρέσεων βάσει του οποίου τα θεσμικά όργανα μπορούν να αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο σε περίπτωση που η γνωστοποίησή του θα έθιγε κάποιο από τα συμφέροντα τα οποία προστατεύει το άρθρο αυτό (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Δεδομένου ότι οι εξαιρέσεις αυτές συνιστούν απόκλιση από την αρχή της ευρύτερης κατά το δυνατόν προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να εφαρμόζονται αυστηρά (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Όταν θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός της Ένωσης το οποίο έχει επιληφθεί αίτησης προσβάσεως σε έγγραφο αποφασίζει να απορρίψει την αίτηση αυτή βάσει μίας από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, του κανονισμού 1049/2001, οφείλει, καταρχήν, να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό μπορεί να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύεται με την εν λόγω εξαίρεση, καθόσον ο κίνδυνος μιας τέτοιας προσβολής πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός (αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2018 στην υπόθεση C-57/16 P, ClientEarth κατά Επιτροπής, EU:C:2018:660, σκέψη 51, και της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψεις 63 έως 65).

70      Κατά τη νομολογία, η προσβολή της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 είναι «σοβαρή» όταν, μεταξύ άλλων, η γνωστοποίηση των σχετικών εγγράφων έχει σημαντικό αντίκτυπο στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Η εκτίμηση όμως περί σοβαρότητας εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, μεταξύ άλλων από τα αρνητικά αποτελέσματα στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων τα οποία προβάλλει το θεσμικό όργανο όσον αφορά τη γνωστοποίηση των σχετικών εγγράφων (αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Muñiz κατά Επιτροπής, T-144/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:596, σκέψη 75, της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου, T-471/08, EU:T:2011:252, σκέψη 71, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-516/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:759, σκέψη 62).

71      Εν προκειμένω, τα επίμαχα έγγραφα είναι έγγραφα που αντηλλάγησαν εντός της ομάδας εργασίας «Δίκαιο των εταιριών» του Συμβουλίου. Ειδικότερα, τα έγγραφα WK 5230/17, της 8ης Μαΐου 2017, WK 10931/17, της 6ης Οκτωβρίου 2017, WK 12197/17, της 27ης Οκτωβρίου 2017 και 12197/17 REV1, της 18ης Ιουλίου 2018, περιέχουν σχόλια και συγκεκριμένες τροποποιήσεις επί διατυπώσεων του κειμένου, που προτάθηκαν από τις αντιπροσωπείες των κρατών μελών σχετικά με το σύνολο της επίμαχης νομοθετικής προτάσεως, υπό τη μορφή ανακεφαλαιωτικών πινάκων. Τα έγγραφα WK 14969/17, της 19ης Δεκεμβρίου 2017, και WK 14969/17 REV 1, της 8ης Ιανουαρίου 2018 περιέχουν σημειώσεις της προεδρίας του Συμβουλίου προς την εν λόγω ομάδα εργασίας, με τις οποίες υπογραμμίσθηκαν, μεταξύ άλλων, σφάλματα όσον αφορά διασταυρούμενες παραπομπές εντός της νομοθετικής προτάσεως, προτάθηκαν τροποποιήσεις με στόχο την αποσαφήνιση του γράμματος διατάξεως και επισημάνθηκε ένα σημείο που έπρεπε ακόμη να συζητηθεί, ήτοι να βρεθεί καταλληλότερη διατύπωση για ορισμένες διατάξεις προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος καταστρατηγήσεως της εφαρμογής της οδηγίας για ορισμένες επιχειρήσεις. Το έγγραφο WK 6662/18, της 1ης Ιουνίου 2018, περιέχει, δε, πρόσκληση της προεδρίας για συνεδρίαση της ομάδας εργασίας με σκοπό τη συνέχιση των εργασιών επί της εν λόγω νομοθετικής προτάσεως, στην οποία διευκρινίζεται ότι οι αντιπροσωπείες καλούνται να λάβουν θέση, μεταξύ άλλων, επί των προτάσεων που περιέχονται στα προηγούμενα έγγραφα.

72      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο δικαιολόγησε την άρνησή του να παράσχει πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα παραθέτοντας πλείονες λόγους.

73      Πρώτον, στο σημείο 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο υπογράμμισε ότι το ζήτημα της φορολογικής διαφάνειας των πολυεθνικών επιχειρήσεων ήταν «εξαιρετικά ευαίσθητο» από πολιτικής απόψεως.

74      Συναφώς, από το πλήρες κείμενο των επίμαχων εγγράφων, τα οποία έχουν πλέον γνωστοποιηθεί, προκύπτει ότι αυτά περιλαμβάνουν προτάσεις και τροποποιήσεις νομοθετικών κειμένων που εντάσσονται στην κανονική λειτουργία της νομοθετικής διαδικασίας. Ωστόσο, το Συμβούλιο δεν προσδιορίζει, ούτε στην προσβαλλόμενη απόφαση ούτε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καμία συγκεκριμένη και ειδική πτυχή των εγγράφων αυτών που να έχει ιδιαιτέρως ευαίσθητο χαρακτήρα.

75      Επιπροσθέτως, πρέπει να επισημανθεί, όπως εξάλλου υπενθυμίζει το ίδιο το Συμβούλιο στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του της 18ης Δεκεμβρίου 2014, εκτίμησε ότι έπρεπε «επειγόντως να δοθεί ώθηση στις προσπάθειες για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής και του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε ενωσιακό επίπεδο» και ότι το Κοινοβούλιο είχε εκδώσει, στις 16 Δεκεμβρίου 2015, ψήφισμα που περιείχε συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την επίτευξη διαφάνειας, συντονισμού και σύγκλισης στις πολιτικές όσον αφορά τη φορολογία των εταιρειών στην Ένωση [(2015/2010(INL)]. Τα έγγραφα αυτά μαρτυρούν τη μεγάλη σημασία που έχει για τους Ευρωπαίους πολίτες το ζήτημα της φορολογικής διαφάνειας των πολυεθνικών εταιρειών, στοιχείο που συνηγορεί μάλλον υπέρ της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα σχετικά νομοθετικά έγγραφα και όχι υπέρ της περιορισμένης. Πράγματι, η πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριών που συνιστούν τη βάση της νομοθετικής δράσης της Ένωσης αποτελεί προϋπόθεση για την εκ μέρους των πολιτών της Ένωσης αποτελεσματική άσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων τους, τα οποία αναγνωρίζονται, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 10, παράγραφος 3, ΣΕΕ (πρβλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, ClientEarth κατά Επιτροπής, C-57/16 P, EU:C:2018:660, σκέψη 92).

76      Κατά συνέπεια, μολονότι το περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων παραπέμπει σε ζητήματα αρκετά σημαντικά και, ασφαλώς, δυσχερή τόσο από πολιτικής όσο και από νομικής απόψεως, από κανένα στοιχείο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να συναχθεί ότι το εν λόγω περιεχόμενο έχει ιδιαιτέρως ευαίσθητο χαρακτήρα υπό την έννοια ότι σε περίπτωση γνωστοποιήσεως θα θιγόταν θεμελιώδες συμφέρον της Ένωσης ή των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εξάλλου, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο δεν διευκρινίζει ούτε τις συγκεκριμένες πτυχές του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων οι οποίες έχουν ιδιαιτέρως ευαίσθητο χαρακτήρα.

77      Δεύτερον, στο σημείο 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι η επίμαχη νομοθετική πρόταση αποτελούσε αντικείμενο εν εξελίξει συζητήσεων και ότι τα επίμαχα έγγραφα δεν είχαν εξαντλητικό χαρακτήρα και δεν αντανακλούσαν κατ’ ανάγκη τις οριστικές θέσεις των κρατών μελών.

78      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο προκαταρκτικός χαρακτήρας των συζητήσεων σχετικά με την επίμαχη νομοθετική πρόταση δεν δικαιολογεί, αυτός καθεαυτόν, την εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Πράγματι, η διάταξη αυτή δεν διακρίνει αναλόγως του σταδίου της προόδου των συζητήσεων. Η διάταξη αφορά εν γένει τα έγγραφα που σχετίζονται με ζήτημα επί του οποίου το οικείο θεσμικό όργανο ακόμη «δεν έχει αποφασίσει», σε αντίθεση με το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, που αφορά την περίπτωση στην οποία το οικείο όργανο έχει λάβει σχετική απόφαση. Εν προκειμένω, ο προκαταρκτικός χαρακτήρας των εν εξελίξει συζητήσεων, όπως και το γεγονός ότι ορισμένες προτάσεις δεν έχουν ακόμη αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας ή συμβιβασμού εντός του Συμβουλίου δεν στοιχειοθετούν, κατά συνέπεια, σοβαρή προσβολή της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2011, Access Info Europe κατά Συμβουλίου, T-233/09, EU:T:2011:105, σκέψεις 75 και 76, και της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 100).

79      Ομοίως, κατά τη νομολογία, μια πρόταση, ως εκ της φύσεώς της, υποβάλλεται για να συζητηθεί και δεν προορίζεται να μείνει αμετάβλητη μετά τη σχετική συζήτηση. Η κοινή γνώμη δύναται να αντιληφθεί πλήρως ότι ο υποβαλών πρόταση μπορεί να τροποποιήσει εκ των υστέρων το περιεχόμενό της. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους, ο υποβάλλων αίτηση προσβάσεως σε νομοθετικά έγγραφα στο πλαίσιο μιας εν εξελίξει διαδικασίας θα έχει πλήρη επίγνωση του προσωρινού χαρακτήρα των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στα συγκεκριμένα έγγραφα και του γεγονότος ότι οι πληροφορίες αυτές θα μεταβάλλονται καθ’ όλη τη διάρκεια των συνομιλιών στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών εργασιών της ομάδας εργασίας του Συμβουλίου, μέχρις ότου επιτευχθεί συμφωνία για το σύνολο του κειμένου (πρβλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Τούτο καταδεικνύει ιδίως ο σκοπός τον οποίο επιδίωκε, εν προκειμένω, ο προσφεύγων με την αίτηση παροχής προσβάσεως, καθόσον αυτός αποσκοπούσε να λάβει γνώση των θέσεων που διατύπωσαν τα κράτη μέλη εντός του Συμβουλίου ακριβώς για να προκαλέσει τον σχετικό διάλογο πριν το θεσμικό αυτό όργανο διαμορφώσει τη θέση του στην επίμαχη νομοθετική διαδικασία (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω).

80      Τρίτον, το Συμβούλιο επισήμανε, στο σημείο 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στα επίμαχα έγγραφα ήταν το αποτέλεσμα «δυσχερών διαπραγματεύσεων» μεταξύ των κρατών μελών και κατεδείκνυαν τις δυσκολίες τις οποίες το Συμβούλιο έπρεπε ακόμη να επιλύσει πριν καταλήξει σε συμφωνία.

81      Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο δεν διευκρινίζει ποια συγκεκριμένα και ειδικά «στοιχεία» των επίμαχων εγγράφων αποτελούσαν πηγή δυσκολιών ώστε η γνωστοποίησή τους να δύναται να θίξει σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Κατά τα λοιπά, η αιτιολογία ότι ορισμένες από τις προτάσεις τροποποιήσεως που διατυπώνονται στα επίμαχα έγγραφα έπρεπε ακόμη να συζητηθούν πριν επιτευχθεί συμφωνία είναι υπέρμετρα γενική και μπορεί να τύχει εφαρμογής σε κάθε έγγραφο νομοθετικής φύσεως που συντάσσεται ή ανταλλάσσεται στο πλαίσιο ομάδας εργασίας του Συμβουλίου.

82      Τέταρτον, στο σημείο 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι τα επίμαχα έγγραφα αποτύπωναν ελεύθερες και ειλικρινείς συζητήσεις μεταξύ των κρατών μελών, η γνωστοποίηση των οποίων στο συγκεκριμένο στάδιο των «διαπραγματεύσεων» θα έβλαπτε την αμοιβαία εμπιστοσύνη που διέπει τις εργασίες των ομάδων εργασίας του Συμβουλίου.

83      Εντούτοις, το Συμβούλιο δεν προσκόμισε κανένα απτό στοιχείο που να αποδεικνύει ότι, όσον αφορά την επίμαχη νομοθετική διαδικασία, η πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα θα έβλαπτε την καλόπιστη συνεργασία των κρατών μελών. Ο προβαλλόμενος κίνδυνος είναι επομένως υποθετικός. Επιπλέον, εφόσον τα κράτη μέλη εξωτερικεύσουν, στο πλαίσιο των ομάδων εργασίας του Συμβουλίου, την αντίστοιχη θέση τους έναντι μιας δεδομένης νομοθετικής προτάσεως και την εξέλιξη την οποία δέχονται να έχει η θέση τους αυτή, το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται στη συνέχεια, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, δεν δύναται να αποτελέσει, αυτό καθαυτό, πρόσκομμα στην καλόπιστη συνεργασία την οποία τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να αναπτύσσουν μεταξύ τους δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψεις 103 και 104).

84      Μολονότι, με την αιτιολογία που παρατίθεται στο σημείο 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο έκανε λόγο για κίνδυνο ασκήσεως κρατικών πιέσεων, όπως υποστηρίζει σχετικώς στο υπόμνημα αντικρούσεως, υπενθυμίζεται ότι οι συννομοθέτες οφείλουν, στο πλαίσιο συστήματος στηριζόμενου στην αρχή της δημοκρατικής νομιμότητας, να λογοδοτούν για τις πράξεις τους στους πολίτες. H εκ μέρους των πολιτών άσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων τους προϋποθέτει τη δυνατότητα λεπτομερούς παρακολουθήσεως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων εντός των οργάνων που μετέχουν στις νομοθετικές διαδικασίες και την παροχή προσβάσεως στο σύνολο των κρίσιμων πληροφοριών (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2011, Access Info Europe κατά Συμβουλίου, T‑233/09, EU:T:2011:105, σκέψη 69). Επιπλέον, το άρθρο 10, παράγραφος 3, ΣΕΕ ορίζει ότι κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στον δημοκρατικό βίο της Ένωσης και ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και εγγύτερα στους πολίτες. Ως εκ τούτου, η εκδήλωση της κοινής γνώμης σχετικά με κάποια συγκεκριμένη νομοθετική πρόταση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ασκήσεως των δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 98).

85      Καίτοι η νομολογία αναγνωρίζει ότι ο κίνδυνος υπάρξεως εξωτερικών πιέσεων μπορεί να αποτελεί νόμιμο λόγο για τον περιορισμό της προσβάσεως στα έγγραφα που συνδέονται με τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, πρέπει ωστόσο να υφίσταται βεβαιότητα ως προς το υποστατό τέτοιων εξωτερικών πιέσεων και να αποδεικνύεται ότι είναι ευλόγως προβλέψιμος ο κίνδυνος να επηρεαστεί ουσιωδώς η απόφαση που πρόκειται να ληφθεί εξαιτίας των εν λόγω εξωτερικών πιέσεων. Από κανένα, όμως, στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι, σε περίπτωση γνωστοποιήσεως των επίμαχων εγγράφων, θα υφίσταντο τέτοιες εξωτερικές πιέσεις. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν στοιχεία στη δικογραφία που κατατέθηκε στο Γενικό Δικαστήριο που να υποδηλώνουν ότι, όσον αφορά την επίμαχη νομοθετική διαδικασία, το Συμβούλιο μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι θα υπάρξει αντίδραση υπερβαίνουσα την αντίδραση που μπορεί να αναμένει από το κοινό οποιοδήποτε μέλος νομοθετικού οργάνου που υποβάλλει πρόταση τροποποιήσεως σχεδίου νόμου (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2011, Access Info Europe κατά Συμβουλίου, T-233/09, EU:T:2011:105, σκέψη 74, και της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T-540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 99).

86      Πέμπτον, στα σημεία 23 και 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο εξήγησε ότι η γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων θα έθιγε σοβαρά την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων και θα μείωνε τις πιθανότητες επιτεύξεως συμφωνίας.

87      Εντούτοις, η αιτιολογία που παρατίθεται στα σημεία 23 και 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως εξακολουθεί να είναι υπέρμετρα γενική, καθόσον το Συμβούλιο δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα θα έθιγε σοβαρά, κατά τρόπο συγκεκριμένο, πραγματικό και όχι υποθετικό, τις δυνατότητες επιτεύξεως συμφωνίας επί της επίμαχης νομοθετικής προτάσεως.

88      Έκτον, στα σημεία 25 και 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο επισήμανε ότι το θεμιτό δημόσιο συμφέρον για τη γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων δεν κατισχύει της εξίσου θεμιτής ανάγκης προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων.

89      Με την αιτιολογία που παρατίθεται στα σημεία 25 και 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο φαίνεται να συγχέει, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, δύο διακριτά στάδια κατά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Πράγματι, μόνον εάν το οικείο θεσμικό όργανο θεωρεί ότι η γνωστοποίηση ενός εγγράφου θα έθιγε συγκεκριμένα και ουσιαστικά την επίμαχη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, οφείλει να εξακριβώσει, σε δεύτερο στάδιο, εάν υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί την γνωστοποίηση του εν λόγω εγγράφου. Με άλλα λόγια, μόνον στο συγκεκριμένο πλαίσιο το Συμβούλιο οφείλει να σταθμίζει το ειδικό συμφέρον που πρέπει να προστατευθεί από τη μη γνωστοποίηση του οικείου εγγράφου και, ειδικότερα, το γενικό συμφέρον να καταστεί το οικείο έγγραφο προσβάσιμο, λαμβανομένων υπόψη των πλεονεκτημάτων που απορρέουν, όπως επισημαίνει και η αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 1049/2001, από μια αυξημένη διαφάνεια, δηλαδή την καλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων καθώς και μια μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοίκησης έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό σύστημα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C-39/05 P και C-52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 45).

90      Έβδομον, στο σημείο 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο επισήμανε ότι η άρνηση γνωστοποιήσεως περιορισμένου αριθμού εγγράφων, τα οποία αφορούσε η αίτηση του προσφεύγοντος δεν ισοδυναμεί με στέρηση της δυνατότητας των πολιτών να ενημερωθούν για την επίμαχη διαδικασία λήψεως αποφάσεων.

91      Συναφώς, όπως επισήμανε ο προσφεύγων και όπως άλλωστε παραδέχθηκε το Συμβούλιο, η αιτιολογία που παρατίθεται στο σημείο 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αποτελεί κρίσιμο κριτήριο προκειμένου να εκτιμηθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την άρνηση παροχής προσβάσεως δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Πράγματι, απλώς και μόνον η παροχή προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με την ίδια νομοθετική διαδικασία δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση παροχής προσβάσεως σε άλλα έγγραφα.

92      Όγδοον, το Συμβούλιο υποστηρίζει, στο σημείο 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «κατόπιν ειδικής αξιολογήσεως του περιεχομένου και του πλαισίου» των επίμαχων εγγράφων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν αντικειμενικοί λόγοι που αποδείκνυαν ότι υφίστατο ευλόγως προβλέψιμος κίνδυνος η γνωστοποίηση των εν λόγω εγγράφων να θίξει σοβαρά την επίμαχη διαδικασία λήψεως αποφάσεων.

93      Εντούτοις, η προβαλλόμενη αυτή «ειδική αξιολόγηση του περιεχομένου και του πλαισίου» των επίμαχων εγγράφων δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος σοβαρής προσβολής της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων να μην στηρίζεται σε κανένα απτό, συγκεκριμένο και ειδικό στοιχείο.

94      Τέλος, στα δικόγραφά του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο προσθέτει ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των εγγράφων τα οποία καταρτίζονται στο πλαίσιο των τριμερών διαλόγων και τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο της αποφάσεως της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου (T-540/15, EU:T:2018:167), και των επίμαχων εγγράφων. Κατά το Συμβούλιο, τα πρώτα αφορούν στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας κατά το οποίο το Συμβούλιο έχει ήδη καθορίσει τη θέση του επί μιας νομοθετικής προτάσεως, ενώ τα δεύτερα αφορούν συζητήσεις εντός των ομάδων εργασίας μεταξύ υπαλλήλων των αντιπροσωπειών των κρατών μελών σε «τεχνικό επίπεδο». Εν προκειμένω, τα τελευταία αυτά έγγραφα αφορούν προπαρασκευαστικές εργασίες και δεν έχουν χαρακτήρα πολιτικής δεσμεύσεως, καθόσον δεν υποβάλλονται, αυτά καθαυτά, στην Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (EMA), ούτε στη συνέχεια σε έναν από τους υπουργικούς σχηματισμούς του Συμβουλίου.

95      Μολονότι, με το επιχείρημα αυτό, το Συμβούλιο επιδιώκει να δικαιολογήσει λιγότερο ευρεία πρόσβαση στα έγγραφα που καταρτίζονται από τις ομάδες εργασίας του λόγω του προβαλλόμενου «τεχνικού» χαρακτήρα τους, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι ο «τεχνικός» ή μη χαρακτήρας ενός εγγράφου δεν αποτελεί κρίσιμο κριτήριο για την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Εν συνεχεία, και εν πάση περιπτώσει, το ίδιο το περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων αποδεικνύει ότι περιλαμβάνουν νομοθετικές προτάσεις διαφόρων νομοθετικών κειμένων και ότι εντάσσονται, ως εκ τούτου, στην κανονική λειτουργία της νομοθετικής διαδικασίας. Συνεπώς, τα επίμαχα έγγραφα ουδόλως έχουν «τεχνικό» χαρακτήρα. Τέλος, τα μέλη των ομάδων εργασίας του Συμβουλίου είναι εξουσιοδοτημένα με εντολή των κρατών μελών που εκπροσωπούν και εκφράζουν, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων επί συγκεκριμένης νομοθετικής προτάσεως, τη θέση του κράτους μέλους τους εντός του Συμβουλίου, όταν το εν λόγω θεσμικό όργανο ενεργεί υπό την ιδιότητα του συννομοθέτη. Το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται στις εν λόγω ομάδες εργασίας να καθορίζουν την οριστική θέση του θεσμικού αυτού οργάνου δεν σημαίνει, ωστόσο, ούτε ότι οι εργασίες τους δεν εντάσσονται στο πλαίσιο της κανονικής νομοθετικής διαδικασίας, στοιχείο το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητείται από το Συμβούλιο, ούτε ότι τα έγγραφα που συντάσσουν είναι «τεχνικής» φύσεως.

96      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι από κανέναν από τους λόγους που παρέθεσε το Συμβούλιο στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων θα έθιγε σοβαρά, κατά τρόπο συγκεκριμένο, πραγματικό και όχι υποθετικό, τη νομοθετική διαδικασία κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

97      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως και αιτιάσεων που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

98      Σύμφωνα με το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε ως προς τα αιτήματά του, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου.

99      Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Βασίλειο του Βελγίου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση SCS 21/000067 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 14ης Ιανουαρίου 2021.

2)      Το Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά έξοδά του, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε ο Emilio De Capitani.

3)      Το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Kornezov

Buttigieg

Kowalik-Bańczyk

Hesse

 

      Petrlík

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Ιανουαρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.